×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 3. III. Η Εξομολόγηση μιας Φλογερής Καρδιάς — σε Στίχους

3. III. Η Εξομολόγηση μιας Φλογερής Καρδιάς — σε Στίχους

Όταν ο Αλιόσα άκουσε τη διαταγή του πατέρα του, που του τη φώναξε μέσ' απ' τ' αμάξι καθώς έφευγε απ' το μοναστήρι, έμεινε κάμποσην ώρα στη θέση του και τα 'χε χαμένα. Όχι πως στάθηκε κει σαν απολιθωμένος —αυτό ποτέ δεν του συνέβαινε. Απεναντίας, παρ' όλη του την ταραχή, πήγε αμέσως στην κουζίνα του ηγούμενου για να μάθει τι έκανε ο μπαμπάκας του. Ύστερα όμως πήρε το δρόμο για την πολιτεία ελπίζοντας πως, καθώς θα περπατάει, θα 'χει τον καιρό να λύσει το πρόβλημα που τον βασάνιζε. Θα το πω από τώρα: τις κραυγές του πατέρα του και τη διαταγή να μεταφερθεί στο σπίτι παίρνοντας «το μαξιλάρι και το στρώμα του» δεν τα φοβήθηκε καθόλου. Το καταλάβαινε πολύ καλά πως η διαταγή για τη μετακόμιση, που δόθηκε τόσο φωναχτά κι επιδειχτικά, έγινε γιατί «τον πήρε ο κατήφορος», ίσως-ίσως και γιατί του φάνηκε όμορφο. Έμοιαζε με κείνη την περίπτωση του μικροαστού που ήρθε στο κέφι εδώ και λίγον καιρό στην πολιτεία μας, όταν γιόρταζε τα γενέθλιά του, και μπροστά στους μουσαφίρηδες, θυμώνοντας γιατί δεν του έδιναν κι άλλη βότκα, άρχισε ξαφνικά να σπάει τα ίδια του τα πιατικά, να σκίζει τα ρούχα του και το φουστάνι της γυναίκας του, να σπάει τα έπιπλά του και στο τέλος και τα τζάμια του σπιτιού του. Κι όλ' αυτά μόνο και μόνο για να επιδειχτεί, Κάτι τέτοιο θα 'γινε και τώρα με τον πατέρα του. Φυσικά, την άλλη μέρα ο μικροαστός ξεμέθυστε και λυπήθηκε για τα σπασμένα πιάτα και φλυτζάνια. Ο Αλιόσα το 'ξερε πως ίσως αύριο κιόλας ο γέρος θα τον άφηνε να ξαναπάει στο μοναστήρι, μπορεί και σήμερα κιόλας να τον άφηνε. Ήταν βέβαιος ακόμα πως ο πατέρας του, αυτόν τουλάχιστον, δεν θα θελήσει ποτέ να τον λυπήσει. Ο Αλιόσα ήταν βέβαιος πως κανένας στον κόσμο δε θα 'θελε να τον λυπήσει κι όχι μονάχα δε θα 'θελε μα κι ούτε θα μπορούσε. Αυτό το 'χε σαν αξίωμα που το πίστεψε μια για πάντα, χωρίς συζήτηση, και τώρα προχωρούσε, χωρίς καμιάν αμφιβολία σ' ό,τι αφορά αυτό.

Τούτη τη στιγμή όμως, ένας άλλος φόβος σάλευε μέσα του, εντελώς διαφορετικός, που τον βασάνιζε ακόμα πιότερο, γιατί κι ο ίδιος δεν μπορούσε να τον καθορίσει. Φοβόταν τη γυναίκα και ειδικά την Κατερίνα Ιβάνοβνα, που τον παρακαλούσε και τον ικέτευε με τόση επιμονή, σε κείνο το σημείωμα που του 'χε δώσει η κυρία Χοχλάκοβα, να πάει στο σπίτι της για κάποιο ζήτημα. Αυτή η απαίτηση και η υποχρέωση να πάει οπωσδήποτε άρχισε να βασανίζει την καρδιά του, απ' το πρωί κιόλας, κι όσο πέρναγε η ώρα, το βάσανο γινόταν μεγαλύτερο. Το θυμόταν πάντα παρ' όλα όσα έγιναν στη σκήτη και τώρα μόλις στου ηγούμενου κ.τ.λ., κ.τ.λ. Δε φοβόταν που δεν ήξερε τι θα του πει, για ποιο πράμα θα του μιλήσει και πώς θα της απαντήσει αυτός. Ούτε κιόλας τη φοβότανε σαν γυναίκα: τις γυναίκες τις ήξερε φυσικά πολύ λίγο αν και σ' όλη του τη ζωή απ' τα μικράτα του ως το μοναστήρι έζησε μ' αυτές μονάχα. Φοβόταν ειδικά τούτη τη γυναίκα, αυτή την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τη φοβόταν απ' τον καιρό ακόμα που την πρωτόδε. Την είχε δει δυο-τρεις φορές το πολύ και κάποτε μίλησε για λίγο τυχαία μαζί της. Θυμόταν πως το πρόσωπό της ήταν όμορφο, περήφανο και δεσποτικό. Όμως δεν ήταν η ομορφιά της που τον βασάνιζε μα κάτι άλλο. Κι ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να εξηγήσει τούτο το φόβο του, φοβόταν ακόμα πιότερο. Οι σκοποί αυτής της κοπέλας ήταν απ' τους πιο ευγενικούς, αυτό το 'ξερε: προσπαθούσε να σώσει τον αδερφό του Ντιμήτρι, που ήταν κιόλας ένοχος απέναντι της, κι έκανε τούτη την προσπάθεια μόνο και μόνο από μεγαλοψυχία. Κι όμως, παρ' όλο που παραδεχόταν και δικαίωνε πέρα για πέρα τα ωραία και μεγαλόψυχα αισθήματά της, ωστόσο ένιωθε ένα ρίγος στην πλάτη όσο πλησίαζε στο σπίτι της.

Σκέφτηκε πως τον αδερφό του, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που ήταν τόσο πολύ φίλος της, δε θα τον έβρισκε κει πέρα: ο αδερφός του ο Ιβάν θα 'ναι τώρα σίγουρα με τον πατέρα. Όσο για τον Ντιμήτρι, γι' αυτόν ήταν πιο σίγουρος ακόμα πως δε θα τον έβρισκε κει και προαισθανόταν το γιατί. Λοιπόν, θα κουβεντιάσουν μονάχοι τους. Θα 'θελε πολύ να δει πριν απ' αυτή την αποφασιστική συζήτηση τον αδερφό του Ντιμήτρι. Να πεταχτεί για μια στιγμή στο σπίτι του. Χωρίς να του δείξει το γράμμα, θα μπορούσαν κάτι να κουβεντιάσουν γι' αυτό. Μα ο αδερφός του ο Ντιμήτρι ζούσε μακριά κι ασφαλώς δε θα 'ταν κείνη την ώρα σπίτι. Αφού στάθηκε για λίγο, πήρε τέλος την απόφασή του. Σταυροκοπήθηκε βιαστικά, όπως το 'χε συνήθεια, χαμογέλασε για κάποιον ανεξήγητο λόγο και βάδισε σταθερά προς το σπίτι της τρομερής γυναίκας.

Το σπίτι της το 'ξερε. Μα αν θα πήγαινε απ' το Μεγάλο Δρόμο και ύστερα περνούσε απ' την πλατεία κ.τ.λ. τότε θα 'κανε μεγάλο γύρο. Η μικρή μας πολιτεία είναι πολύ αραιά χτισμένη και πολλές φορές οι αποστάσεις είναι αρκετά μεγάλες. Ήταν κι ο πατέρας του που τον περίμενε, ίσως να μην είχε ξεχάσει ακόμα τη διαταγή του, μπορεί να πεισμάτωνε και γι' αυτό έπρεπε να βιαστεί για να προφτάσει και δω και κει. Αφού τα καλοζύγιασε όλ' αυτά, αποφάσισε να κόψει δρόμο απ' τα μονοπάτια. Και ήξερε όλ' αυτά τα μονοπάτια τόσο καλά όσο και τα πέντε δάχτυλά του. Περνώντας απ' τα μονοπάτια θ' αναγκαζόταν πολλές φορές να μην ακολουθεί τους δρόμους —που ούτε και μπορούσες να τους διακρίνεις καλά-καλά— μα να περνάει μέσ' απ' τα περβόλια πηδώντας τις μάντρες, διασχίζοντας ξένες αυλές, όπου άλλωστε όλοι τον ξέρανε κι όλοι τον καλημέριζαν. Από κει θα μπορούσε να βγει στο Μεγάλο Δρόμο δυό φορές πιο σύντομα. Σ' ένα μέρος έπρεπε να περάσει πολύ κοντά απ' το πατρικό του σπίτι, μέσ' απ' τον γειτονικό ακριβώς κήπο, όπου βρισκόταν ένα σαραβαλιασμένο σπιτάκι με τέσσερα παράθυρα. Ιδιοχτήτρια τούτου του σπιτιού ήταν μια μικροαστή, όπως το 'ξερε ο Αλιόσα, μια παράλυτη γρια που ζούσε με την κόρη της. Τούτη η κόρη ήταν άλλοτε καμαριέρα στην πρωτεύουσα, όπου υπηρετούσε μόλις πριν από λίγο, όλο σε σπίτια στρατηγών και τώρα, εδώ κι ένα χρόνο, ήρθε για να περιποιηθεί την άρρωστη μητέρα της και κοκορευόταν φορώντας πολυτελέστατα φουστάνια. Όμως αυτή η γρια και η κόρη της φτωχήνανε τρομερά, τόσο που κάθε μέρα πηγαίνανε στην κουζίνα του γείτονα, του Φιόντορ Παύλοβιτς, να ζητήσουν λίγη σούπα και ψωμί. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα τους έδινε πρόθυμα. Και η κόρη προτιμούσε να 'ρχεται και να γυρεύει τη σούπα παρά να πουλήσει κανένα φουστάνι της που ένα μάλιστα απ' αυτά είχε και μια πολύ μακριά ουρά. Αυτό το τελευταίο ο Αλιόσα το 'μαθε, και φυσικά εντελώς τυχαία, απ' το φίλο του τον Ρακίτιν, που τα 'ξερε όλα όσα γίνονταν στη μικρή μας πολιτεία. Μα εννοείται πως κι όταν το 'μαθε το ξέχασε αμέσως. Όμως, μπαίνοντας στον κήπο της γειτόνισσας, θυμήθηκε ξαφνικά τούτη την ουρά, σήκωσε το σκυμμένο και σκεφτικό του κεφάλι καί... έπεσε πάνω σε κάποιον που καθόλου δεν το περίμενε να τον βρει κει πέρα.

Πίσω απ' το φράχτη, μέσα στο γειτονικό κήπο βρισκόταν ο αδερφός του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Είχε σκαρφαλώσει πάνω σε κάτι και φαινόταν ο μισός πάνω απ' το φράχτη. Κούναγε τώρα ζωηρά τα χέρια του γνέφοντάς του να πλησιάσει. Ήταν φανερό πως όχι μονάχα δεν τολμούσε να φωνάξει μα φοβότανε να πει έστω και μια λέξη για να μην τον ακούσουν. Ο Αλιόσα έτρεξε αμέσως κοντά του.

— Καλά που κοίταξες κατά δω. Ήμουν έτοιμος να σου φωνάξω, του ψιθύρισε βιαστικά και χαρούμενα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Πήδα μέσα! Γρήγορα! Αχ, τι καλά που ήρθες. Τώρα ακριβώς εσένα σκεφτόμουν...

Κι ο Αλιόσα ήταν ευχαριστημένος, μονάχα που δεν ήξερε πώς να περάσει πάνω απ' το φράχτη. Μα ο «Μίτια» τον άδραξε γερά απ' τον αγκώνα και τον βοήθησε να πηδήξει. Ο Αλιόσα μάζεψε το ράσο και πήδηξε σβέλτα σαν κανένα ξυπόλυτο χαμίνι.

— Θαύμα τα κατάφερες, πάμε! είπε ψιθυριστά και μ' ενθουσιασμό ο Μίτια.

— Πού θα πάμε λοιπόν; ψιθύρισε κι ο Αλιόσα κοιτάζοντας τριγύρω και βλέποντας πως βρίσκονταν σ' έναν εντελώς άδειο κήπο όπου δεν υπήρχε κανένας άλλος απ' αυτούς.

Ο κήπος ήταν μικρός, όμως παρ' όλ' αυτά το σπιτάκι της νοικοκυράς βρισκόταν πενήντα βήματα μακριά τους.

— Μα δω δεν είναι κανένας. Γιατί λοιπόν μιλάς ψιθυριστά;

— Γιατί μιλάω ψιθυριστά; Βρε που να πάρει ο διάολος, φώναξε ξαφνικά μ' όλη του τη δύναμη ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Έλα ντε. Είναι βλέπεις από φυσικού του βλάκας ο άνθρωπος. Κρύβομαι δω πέρα και θέλω να το κρατήσω μυστικό. Θα στα εξηγήσω αργότερα. Μα νιώθοντας πως έχω να φυλάξω κάποιο μυστικό άρχισα να μιλάω σαν συνωμότης και ψιθυρίζω σαν βλάκας, ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος. Πάμε! Να, κει πέρα! ως τα τότε μη μιλάς. Θέλω να σε φιλήσω!

Δόξα στον άρχοντα του κόσμου Δόξα στον άρχοντα εντός μου!

Αυτό το 'λεγα και το ξανάλεγα μόλις τώρα πριν από λίγο, καθώς καθόμουνα δω χάμω...

Ο κήπος ήταν κάπου δέκα στρέμματα ή και λίγο μεγαλύτερος μα είχε δέντρα μονάχα στις τέσσερεις πλευρές του, δίπλα στο φράχτη —μηλιές, φλαμουριές, σημύδες και σφεντάμια. Στη μέση ήταν άδειος, χορταριασμένος. Το καλοκαίρι έβγαζαν από κει πέρα μερικές οκάδες σανό. Η νοικοκυρά νοίκιαζε τον κήπο απ' την άνοιξη για λίγα ρούβλια. Υπήρχαν και βραγιές με φραγκοστάφυλα, σμεουριές και φράουλες. Ήταν ακόμα και λίγα λαχανικά κοντά στο σπίτι, που τα 'χαν φυτέψει τώρα τελευταία. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς οδηγούσε το μουσαφίρη του στην πιο απόμακρη γωνιά του κήπου. Εκεί, ανάμεσα στις πυκνές φλαμουριές και στους γέρικους θάμνους της σμεουριάς, της κουφοξυλιάς, της αφροξυλιάς και της πασχαλιάς, φάνηκε ξαφνικά ένα παλιό σαραβαλιασμένο περίπτερο, που 'χε μαυρίσει και είχε γείρει στο πλάι, με καφάσια γύρω-γύρω, μα που η στέγη του κρατιόταν ακόμα και θα μπορούσε να κρυφτεί κανείς κει μέσα απ' τη βροχή. Το περίπτερο ένας θεός ξέρει πότε είχε χτιστεί· η παράδοση έλεγε πως θα 'χαν περάσει τουλάχιστον πενήντα χρόνια. Το 'χε χτίσει κάποιος τοτινός ιδιοχτήτης του σπιτιού, ο Αλέξανδρος Κάρλοβιτς φον Σμιθ, συνταξιούχος ταγματάρχης. Μα όλα είχαν πια σαπίσει, όλες οι σανίδες στο πάτωμα κουνιόνταν, τα ξύλα μύριζαν υγρασία. Στη μέση ήταν ένα ξύλινο πράσινο τραπέζι μπηγμένο στο χώμα και γύρω-γύρω είχε πάγκους πράσινους κι αυτούς που μπορούσε ακόμα να κάτσει κανείς απάνω τους. Ο Αλιόσα απ' την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως ο αδερφός του βρισκόταν σε έξαρση. Μπαίνοντας τώρα στο περίπτερο είδε πάνω στο τραπεζάκι μισή μπουκάλα κονιάκ κι ένα ποτηράκι.

— Κονιάκ είναι! είπε γελώντας ο Μίτια. Σε βλέπω που το κοιτάς και σίγουρα θα σκέφτεσαι: «Πάλι μπεκρουλιάζει». Μην πιστεύεις στη φαινομενικότητα των πραγμάτων.

Τον όχλο μην ακούς τον ψεύτη Αμφιβολίες ξέχνα πια...

Δεν μπεκρουλιάζω μα «λιχουδιάζω» όπως το λέει κείνο το γουρούνι ο Ρακίτιν σου, που θα γίνει σύμβουλος του Κράτους και θα εξακολουθεί να λέει «λιχουδιάζω». Κάτσε. Μα την αλήθεια, θα μπορούσα τώρα να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να σε σφίξω ώσπου να σε λιώσω γιατί σ' όλο τον κόσμο... πραγματικά... πρα-γμα-τι-κά... (νιώσε το! νιώσε το!) μονάχα εσένα αγαπάω!

Τα τελευταία λόγια τα 'πε σχεδόν σε μια κατάσταση φρενίτιδας.

— Μονάχα εσένανε κι ακόμα μια «πρόστυχη» που την ερωτεύτηκα και που είναι η καταστροφή μου. Όμως άλλο να 'σαι ερωτευμένος κι άλλο ν' αγαπάς. Μπορείς να ερωτευτείς μια γυναίκα ακόμα και μισώντας την. Αυτό να το θυμάσαι! Τώρα σου μιλάω ακόμα εύθυμα! Κάτσε δω κοντά στο τραπέζι, εγώ θα καθίσω δίπλα σου, θα σε κοιτάζω και όλο θα μιλάω. Εσύ όλο θα σωπαίνεις και 'γω όλο θα μιλάω, γιατί ήρθε η ώρα να μιλήσω. Να σου πω την αλήθεια, σκέφτηκα πως πρέπει να μιλάω σιγά γιατί εδώ... εδώ, αλήθεια στο λέω... μπορεί να μας ακούσει κανένας που καθόλου δεν τον υποπτευόμαστε. Όλα θα στα εξηγήσω. Στο είπα κι όλας: η συνέχεια θα επακολουθήσει. Γιατί λαχταρούσα τόσο να σε δω, γιατί σε αποζητούσα τόσο, όλες τούτες τις μέρες και τώρα ακόμα; (Είναι πια πέντε μέρες που 'χω ρίξει άγκυρα εδώ). Θα στα πω όλα γιατί είναι ανάγκη, γιατί μου χρειάζεσαι, γιατί αύριο θα ριχτώ με το κεφάλι κάτω, γιατί αύριο η ζωή μου θα τελειώσει και θα ξαναρχίσει. Το 'νιωσες καμιά φορά, το 'δες ποτέ στ' όνειρό σου πώς πέφτουν στην άβυσσο; Ε, λοιπόν. Έτσι πέφτω και 'γω τώρα, μονάχα που δεν κοιμάμαι. Μα δε φοβάμαι κι ούτε συ πρέπει να φοβάσαι. Δηλαδή φοβάμαι μα νιώθω και μια γλύκα. Δηλαδή όχι γλύκα μα έναν ενθουσιασμό. Δηλαδή όχι... μα στο διάολο ό,τι και να 'ναι, το ίδιο κάνει. Γερή ψυχή, αδύναμη ψυχή, ψυχή γυναικούλας, ό,τι να 'ναι το ίδιο κάνει! Ας υμνήσουμε τη φύση: κοίτα πόσος ήλιος, τι καθαρός ουρανός, όλα πράσινα τα φύλλα, καλοκαίρι είν' ακόμα, ώρα τέσσερεις το απόγευμα, ησυχία! Πού πήγαινες;

— Πήγαινα στου πατέρα, μα πρώτα ήθελα να περάσω απ' της Κατερίνας Ιβάνοβνας.

— Σ' αυτήν και ύστερα στου πατέρα! Βρε για κοίτα, τι σύμπτωση! Μα γιατί άλλο λοιπόν σε επιθυμούσα, γιατί σε φώναζα, γιατί σε λαχταρούσα, γιατί σε διψούσα μ' όλα τα μύχια της καρδιάς και της ψυχής μου; Ακριβώς για να σε στείλω στον πατέρα από μέρους μου και ύστερα σε κείνη, την Κατερίνα Ιβάνοβνα, και να ξεμπερδεύω και μ' αυτήν και με τον πατέρα.

Ήθελα να στείλω έναν άγγελο. Θα μπορούσα να στείλω τον οποιονδήποτε μα ήταν ανάγκη να στείλω έναν άγγελο. Και νά που πηγαίνεις από μόνος σου και σε κείνη και στον πατέρα.

— Ήθελες στ' αλήθεια να στείλεις εμένα; είπε χωρίς να το θέλει ο Αλιόσα με μιαν οδυνηρή έκφραση.

— Στάσου. Αυτό το' ξέρες και μόνος σου. Και βλέπω πως τα κατάλαβες όλα με το πρώτο. Μα τώρα σώπαινε. Προς το παρόν σώπαινε. Μη λυπάσαι και μην κλαις!

Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε, κάτι σκέφτηκε κι ακούμπησε το δάχτυλο στο μέτωπό του:

— Αυτή σε φώναξε, αυτή σου 'στειλε κάποιο γράμμα ή κάτι τέτοιο, γι' αυτό πηγαίνεις σπίτι της. Αλλιώς δε θα πήγαινες. Ψέματα;

— Να το σημείωμα, είπε ο Αλιόσα και το 'βγαλε απ' την τσέπη του. Ο Μίτια το διάβασε γρήγορα.

— Και συ έκοψες δρόμο απ' τα περβόλια! Ω, Θεοί! Σας ευγνωμονώ που τον στείλατε απ' τα μονοπάτια κι έπεσε στα χέρια μου όπως το χρυσό ψαράκι στα δίχτυα του γερο-ψαρά του παραμυθιού. Άκου, Αλιόσα, άκουσε, αδερφέ μου. Τώρα πια έχω σκοπό να τα πω όλα. Γιατί σε κάποιον πρέπει επιτέλους να τα πω. Στον άγγελο τ' ουρανού τα 'πα κιόλας, μα πρέπει να τα πω και στον άγγελο της γης. Εσύ είσαι ο άγγελος της γης. Εσύ θα τ' ακούσεις. Θα τα σκεφτείς και θα μου τα συγχωρέσεις... Και 'γω αυτό θέλω ακριβώς: να με συγχωρέσει κάποιος ανώτερος. Άκου. Αν δυο πλάσματα ξεφύγουν από κάτι τι το γήινο και πετάξουν σε υπερφυσικές περιοχές, ή τουλάχιστον αν γίνει κάτι τέτοιο με το 'να απ' τα δυό πλάσματα, κι αν πριν απ' αυτό, πριν πετάξει ή καταστραφεί, έρχεται το 'να απ' αυτά στο άλλο και του λέει: «Κάνε μου τούτο και κείνο», κάτι που ποτέ δε ζητάνε από κανέναν μα κάτι που μπορείς να το ζητήσεις στην επιθανάτια κλίνη σου... μπορεί τάχα εκείνος ο άλλος να μην το κάνει... αν είναι φίλος, αν είναι αδερφός;

— Θα το κάνω, μα πες μου τι είναι αυτό και πες μου το γρήγορα, είπε ο Αλιόσα.

— Γρήγορα... χμ. Μη βιάζεσαι, Αλιόσα. Βλέπω πως βιάζεσαι κι ανησυχείς. Τώρα δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε. Τώρα ο κόσμος πήρε καινούργιο δρόμο. Αχ, Αλιόσα, κρίμα που δεν ξέρεις τι θα πει σπαρτάρισμα ενθουσιασμού! Μα τι κάθομαι και λέω: Εσύ δεν ξέρεις; Τι 'ναι αυτά που λέω ο κουτεντές.

«Άνθρωπε να 'σαι ευγενικός!»

Ποιανού είναι τούτος ο στίχος;

Ο Αλιόσα αποφάσισε να περιμένει. Κατάλαβε πως ίσως ίσως όλες του οι δουλειές να 'ταν εδώ τούτη την ώρα. Ο Μίτια έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή, ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι και το πηγούνι στην παλάμη του. Σωπάσανε για λίγο και οι δυό.

— Λιόσα, είπε ο Μίτια, εσύ μονάχα δε θα γελάσεις μαζί μου! Ήθελα ν' αρχίσω... την εξομολόγησή μου... με τον ύμνο στη χαρά του Σίλλερ. Αn die Freude! Μα δεν ξέρω γερμανικά, ξέρω πως είναι Αn die Freude! Μη νομίσεις όμως πως φλυαρώ έτσι επειδή τάχα είμαι πιωμένος. Καθόλου δεν είμαι μεθυσμένος. Το κονιάκ είναι κονιάκ, μα μου χρειάζονται δυό μπουκάλια για να μεθύσω...

Κι ο Σειληνός με την κόκκινη μούρη στο γαϊδούρι του απάνω που τρεκλίζει μα εγώ ούτε το τέταρτο της μπουκάλας δεν ήπια κι ούτε είμαι Σειληνός. Δεν είμαι Σειληνός μα δυνατός, γιατί πήρα πια μια τελειωτική απόφαση. Συγχώρα μου το καλαμπούρι,* σήμερα θα 'χεις πολλά να μου συγχωρέσεις κι όχι μονάχα το καλαμπούρι. Μην ανησυχείς, δεν αερολογώ, σου μιλάω σοβαρά και θα 'ρθω αμέσως στο προκείμενο. Δε θα σου βγάλω την πίστη ανάποδα. Για στάσου, πώς είναι αυτό...

* Εδώ ο συγγραφέας κάνει ένα λογοπαίγνιο με τις λέξεις Σειληνός και δυνατός που στα ρούσικα προφέρονται σχεδόν το ίδιο. Στα ελληνικά είναι αμετάφραστο. Σ.τ.Μ.

Ανασήκωσε το κεφάλι, έμεινε για λίγο σκεφτικός και ξαφνικά άρχισε μ' ενθουσιασμό:

Κρύβονταν άγριοι και γυμνοί οι τρωγλοδύτες μες στα βράχια. Στους κάμπους έτρεχε η ορδή πυρπολώντας τα στάχυα.

Κυνηγοί με τόξα, βέλη

φοβεροί ζούσαν στα δάση. Όποιον εδώ το κύμα φέρει άσχημα θα την περάσει.

Απ' του Ολύμπου το χιόνι έρχεται η Μητέρα η μαύρη

τη χαμένη Περσεφόνη

μες στον άγριο κόσμο να 'βρει.

Ούτε στέγη ούτε θυσία πουθενά δε θα 'βρει η θεά και καμιά θεού λατρεία δε μας δείχνει μια εκκλησία.

Οι καρποί και τα τσαμπιά δε στολίζουνε το γέμα μόνο καίνε τα κορμιά

σε βωμούς γεμάτους αίμα. Όπου ολόγυρα η θεά

στρέφει βλέμμα λυπημένο σε ταπείνωση βαθιά

βλέπει το θνητό πεσμένο.

Ξαφνικά, ο Μίτια έβγαλε ένα λυγμό. Άρπαξε τον Αλιόσα απ' το χέρι.

— Ναι, φίλε μου, ναι φίλε, στην ταπείνωση, στην ταπείνωση είναι και τώρα. Έχει πάρα πολλά να υποφέρει ο άνθρωπος στη γη, έχει βάσανα πολλά να περάσει! Μη νομίσεις πως όλο κι όλο είμαι ένας παλιάνθρωπος με βαθμό αξιωματικού και που πίνει κονιάκ και ζει ακόλαστη ζωή. Εγώ, αδερφέ μου, αυτό μονάχα σκέφτομαι, αυτή την ταπείνωση του ανθρώπου, τις στιγμές τουλάχιστον που δεν ψεύδομαι. Ο Θεός να με βοηθήσει να μην πω τώρα ψέματα και να μην καυχηθώ. Αν σκέφτομαι αυτόν τον άνθρωπο είναι γιατί και 'γω τέτοιος άνθρωπος είμαι.

Ο θνητός για να υψωθεί

να μην είν' ταπεινωμένος

με τη μάνα του τη γη

πρέπει αιώνια ναν' δεμένος.

Μονάχα να τί γίνεται.

Πώς θα συμμαχήσω για πάντα με τη γη; Εγώ δεν προσκυνάω τη γη κι ούτε οργώνω το στήθος της. Τι να γίνω λοιπόν; Μουζίκος ή τσοπάνος; Προχωράω και δεν ξέρω: στη βρωμιά και στο αίσχος βρίσκομαι ή στο φως και στη χαρά; Νά πού είναι η δυστυχία, γιατί όλα στον κόσμο είναι αίνιγμα! Κι όταν τύχαινε να βουλιάζω ως την πιο βαθιά ακολασία (κι αυτό ήταν το μόνο που μου τύχαινε πάντα) επαναλάβαινα αυτό το ποίημα για τη Δήμητρα και τον άνθρωπο. Με διόρθωσε; Ποτέ! Γιατί είμαι ένας Καραμάζοβ. Γιατί αν πέφτω κάποτε στην άβυσσο, πάντα πέφτω με το κεφάλι κάτω και τις φτέρνες απάνω και είμαι κι ευχαριστημένος κιόλας που πέφτω ακριβώς με τούτον τον ταπεινωτικό τρόπο και το θεωρώ αυτό πολύ όμορφο. Και λοιπόν σ' αυτό ακριβώς το αίσχος αρχίζω τον ύμνο. Ας είμαι καταραμένος, ας είμαι τιποτένιος και κανάγιας, όμως εξακολουθώ ν' ασπάζομαι την άκρη της χλαμύδας που τυλίγει το θεό μου. Ας ακολουθώ το διάβολο, όμως παρ' όλ' αυτά, Κύριέ μου, είμαι γιός σου και σε αγαπάω και νιώθω τη χαρά που χωρίς αυτήν ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει και να υπάρξει.

«Η χαρά πάντα ποτίζει των πλασμάτων τις ψυχές

τις ζωές όλες φλογίζει

με δυνάμεις μυστικές.

Κάθε ταπεινό χορτάρι

το 'μαθε να θέλει φως

ήλιους έφτιαξε απ' τα χάη

— Δεν τους είναι μετρημός — Στα γλυκά της φύσης στήθη όλα τη χαρά βυζαίνουν

και η πλάση και τα πλήθη

το κατόπι της πηγαίνουν.

Όταν έρθει η δυστυχία

φέρνει Χάριτες, στεφάνι

στα ζωύφια τη λαγνεία...

και στους αγγέλους τη χάρη».

Μα φτάνουν πια οι στίχοι! Έχυσα πολλά δάκρυα άσε με και τώρα να κλάψω. Κι ας είναι όλα αυτά ανοησία που όποιος και να τ' άκουγε σίγουρα θα γέλαγε. Μονάχα συ δε θα γελάσεις. Νά. Και τα δικά σου μάτια βούρκωσαν. Φτάνουν πια οι στίχοι. Θέλω τώρα να σου μιλήσω για τα «ζωύφια», για κείνα που τους χάρισε ο Θεός τη λαγνεία.

«Στα ζωύφια τη λαγνεία»

Εγώ, αδερφέ μου, είμαι ακριβώς τούτο το ζωύφιο κι αυτό για μένα ειδικά ειπώθηκε. Εμείς οι Καραμάζοβ είμαστε όλοι ίδιοι και συ, ο άγγελος, έχεις μέσα σου αυτό το ζωύφιο που κάνει να κοχλάζει το αίμα σου. Είναι σωστή τρικυμία, γιατί η φιληδονία είναι τρικυμία, κάτι περισσότερο από τρικυμία! Η ομορφιά είναι κάτι τρομερό και φοβερό! Είναι τρομερή, γιατί είναι ακαθόριστη και δεν μπορείς να την καθορίσεις, γιατί ο Θεός μονάχα αινίγματα μας έθεσε. Εδώ σμίγουν τα πιο απόμακρα ακρογιάλια, εδώ ζουν όλες μαζί οι αντιφάσεις. Εγώ, αδερφέ μου, είμαι πολύ αμόρφωτος μα τούτο το σκέφτηκα πολύ. Τα μυστήρια είναι πάρα πολλά! Πάρα πολλά αινίγματα βασανίζουν τον άνθρωπο σε τούτη τη γη. Βρες τη λύση όπως μπορείς και κοίτα να ξελασπώσεις όπως-όπως. Η ομορφιά! Δεν μπορώ να το υποφέρω πως υπάρχουν μερικοί, πολλές φορές μάλιστα μεγαλόκαρδοι και μυαλωμένοι, που 'χουν στην αρχή για ιδανικό τους τη Μαντόνα και καταλήγουν να 'χουν για ιδανικό τους τα Σόδομα. Πιο φοβεροί ακόμα είναι κείνοι που, έχοντας πια για ιδανικό τους τα Σόδομα, δεν απαρνιούνται και το ιδανικό της Μαντόνας και η καρδιά τους φλογίζεται για χάρη της, στ' αλήθεια, στ' αλήθεια, φλογίζεται όπως και στα εφηβικά, αγνά τους χρόνια. Ναι, πραγματικά, ο άνθρωπος χωράει πολλές αντιφάσεις μέσα του' αν ήταν στο χέρι μου θα τον περιόριζα κάπως. Ένας διάολος ξέρει τι συμβαίνει. Αυτό είναι! Αυτό που ο νους το θεωρεί ντροπή, στην καρδιά φαντάζει σαν καθαρή ομορφιά. Στα Σόδομα να βρίσκεται άραγε η ομορφιά; Να 'σαι βέβαιος πως, για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, στα Σόδομα ακριβώς είναι θρονιασμένη. Το 'ξερες αυτό το μυστικό ή όχι; Το τρομερό είναι που η ομορφιά είναι όχι μονάχα φοβερή μα και μυστηριώδης. Είναι ο διάολος που παλεύει με το Θεό και το πεδίο της μάχης είναι οι καρδιές των ανθρώπων. Μα φυσικά. Ο καθένας μιλάει γι' αυτό που τον πονάει. Άκου, τώρα έρχομαι στο προκείμενο.


3. III. Η Εξομολόγηση μιας Φλογερής Καρδιάς — σε Στίχους 3. III. Das Bekenntnis eines feurigen Herzens - in Versen 3. III. The Confession of a Fiery Heart - in verse 3. III. A confissão de um coração ardente - no versículo

Όταν ο Αλιόσα άκουσε τη διαταγή του πατέρα του, που του τη φώναξε μέσ' απ' τ' αμάξι καθώς έφευγε απ' το μοναστήρι, έμεινε κάμποσην ώρα στη θέση του και τα 'χε χαμένα. When Alyosha heard his father's order, shouted to him from the car as he was leaving the monastery, he stayed in his seat for some time and lost it. Όχι πως στάθηκε κει σαν απολιθωμένος —αυτό ποτέ δεν του συνέβαινε. Not that he stood there like a petrified man-that never happened to him. Απεναντίας, παρ' όλη του την ταραχή, πήγε αμέσως στην κουζίνα του ηγούμενου για να μάθει τι έκανε ο μπαμπάκας του. On the contrary, despite all his agitation, he immediately went to the abbot's kitchen to find out what his daddy was doing. Ύστερα όμως πήρε το δρόμο για την πολιτεία ελπίζοντας πως, καθώς θα περπατάει, θα 'χει τον καιρό να λύσει το πρόβλημα που τον βασάνιζε. But then he made his way to the state, hoping that, as he walked, he would have time to solve the problem that plagued him. Θα το πω από τώρα: τις κραυγές του πατέρα του και τη διαταγή να μεταφερθεί στο σπίτι παίρνοντας «το μαξιλάρι και το στρώμα του» δεν τα φοβήθηκε καθόλου. I'll say it now: his father's screams and the order to be taken home taking "his pillow and mattress" did not frighten him at all. Το καταλάβαινε πολύ καλά πως η διαταγή για τη μετακόμιση, που δόθηκε τόσο φωναχτά κι επιδειχτικά, έγινε γιατί «τον πήρε ο κατήφορος», ίσως-ίσως και γιατί του φάνηκε όμορφο. He understood very well that the order to move, given so loudly and ostentatiously, was given because "he was going downhill," perhaps-perhaps because it looked beautiful to him. Έμοιαζε με κείνη την περίπτωση του μικροαστού που ήρθε στο κέφι εδώ και λίγον καιρό στην πολιτεία μας, όταν γιόρταζε τα γενέθλιά του, και μπροστά στους μουσαφίρηδες, θυμώνοντας γιατί δεν του έδιναν κι άλλη βότκα, άρχισε ξαφνικά να σπάει τα ίδια του τα πιατικά, να σκίζει τα ρούχα του και το φουστάνι της γυναίκας του, να σπάει τα έπιπλά του και στο τέλος και τα τζάμια του σπιτιού του. It was like that case of the petty bourgeois who came to our state some time ago, when he was celebrating his birthday, and in front of the muses, angry because they wouldn't give him any more vodka, suddenly started breaking his own crockery, tearing his clothes and his wife's dress, breaking his furniture and finally the windows of his house. Κι όλ' αυτά μόνο και μόνο για να επιδειχτεί, Κάτι τέτοιο θα 'γινε και τώρα με τον πατέρα του. And all this just to show off, Something like that would happen now with his father. Φυσικά, την άλλη μέρα ο μικροαστός ξεμέθυστε και λυπήθηκε για τα σπασμένα πιάτα και φλυτζάνια. Of course, the next day the petty bourgeois sobered up and regretted the broken plates and cups. Ο Αλιόσα το 'ξερε πως ίσως αύριο κιόλας ο γέρος θα τον άφηνε να ξαναπάει στο μοναστήρι, μπορεί και σήμερα κιόλας να τον άφηνε. Alyosha knew that maybe tomorrow the old man would let him go back to the monastery, maybe even today he would let him. Ήταν βέβαιος ακόμα πως ο πατέρας του, αυτόν τουλάχιστον, δεν θα θελήσει ποτέ να τον λυπήσει. He was still sure that his father, him at least, would never want to cradle him. Ο Αλιόσα ήταν βέβαιος πως κανένας στον κόσμο δε θα 'θελε να τον λυπήσει κι όχι μονάχα δε θα 'θελε μα κι ούτε θα μπορούσε. Alyosha was sure that no one in the world would want to sleep with him, and not only would he not want to, but he could not. Αυτό το 'χε σαν αξίωμα που το πίστεψε μια για πάντα, χωρίς συζήτηση, και τώρα προχωρούσε, χωρίς καμιάν αμφιβολία σ' ό,τι αφορά αυτό. This he had as an axiom that he believed once and for all, without discussion, and now he went on, without any doubt about it.

Τούτη τη στιγμή όμως, ένας άλλος φόβος σάλευε μέσα του, εντελώς διαφορετικός, που τον βασάνιζε ακόμα πιότερο, γιατί κι ο ίδιος δεν μπορούσε να τον καθορίσει. At this moment, however, another fear was raging inside him, completely different, which tormented him even more, because he himself could not define it. Φοβόταν τη γυναίκα και ειδικά την Κατερίνα Ιβάνοβνα, που τον παρακαλούσε και τον ικέτευε με τόση επιμονή, σε κείνο το σημείωμα που του 'χε δώσει η κυρία Χοχλάκοβα, να πάει στο σπίτι της για κάποιο ζήτημα. He was afraid of the woman, and especially of Katerina Ivanovna, who had begged and pleaded with such insistence, in that note Mrs. Khokhlakova had given him, to go to her house on some matter. Αυτή η απαίτηση και η υποχρέωση να πάει οπωσδήποτε άρχισε να βασανίζει την καρδιά του, απ' το πρωί κιόλας, κι όσο πέρναγε η ώρα, το βάσανο γινόταν μεγαλύτερο. This demand and obligation to go at all costs began to torment his heart, from the very morning, and as time went on, the torment grew greater. Το θυμόταν πάντα παρ' όλα όσα έγιναν στη σκήτη και τώρα μόλις στου ηγούμενου κ.τ.λ., κ.τ.λ. He always remembered it despite everything that happened in the skete and now just at the abbot's, etc., etc. Δε φοβόταν που δεν ήξερε τι θα του πει, για ποιο πράμα θα του μιλήσει και πώς θα της απαντήσει αυτός. She was not afraid of not knowing what she would say to him, what she would talk to him about and how he would answer her. Ούτε κιόλας τη φοβότανε σαν γυναίκα: τις γυναίκες τις ήξερε φυσικά πολύ λίγο αν και σ' όλη του τη ζωή απ' τα μικράτα του ως το μοναστήρι έζησε μ' αυτές μονάχα. Nor was he even afraid of her as a woman: he knew very little about women, of course, although in his whole life from his childhood to the monastery he lived with them only. Φοβόταν ειδικά τούτη τη γυναίκα, αυτή την Κατερίνα Ιβάνοβνα. He was especially afraid of this woman, this Katerina Ivanovna. Τη φοβόταν απ' τον καιρό ακόμα που την πρωτόδε. He was afraid of her from the time he first saw her. Την είχε δει δυο-τρεις φορές το πολύ και κάποτε μίλησε για λίγο τυχαία μαζί της. He had seen her two or three times at most and once spoke to her briefly by chance. Θυμόταν πως το πρόσωπό της ήταν όμορφο, περήφανο και δεσποτικό. He remembered that her face was beautiful, proud and despotic. Όμως δεν ήταν η ομορφιά της που τον βασάνιζε μα κάτι άλλο. But it was not her beauty that tormented him, but something else. Κι ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να εξηγήσει τούτο το φόβο του, φοβόταν ακόμα πιότερο. And precisely because he could not explain this fear, he was even more afraid. Οι σκοποί αυτής της κοπέλας ήταν απ' τους πιο ευγενικούς, αυτό το 'ξερε: προσπαθούσε να σώσει τον αδερφό του Ντιμήτρι, που ήταν κιόλας ένοχος απέναντι της, κι έκανε τούτη την προσπάθεια μόνο και μόνο από μεγαλοψυχία. This girl's intentions were among the noblest, he knew that: she was trying to save Dimitri's brother, who was already guilty of being guilty of this, and she was only making this effort out of generosity. Κι όμως, παρ' όλο που παραδεχόταν και δικαίωνε πέρα για πέρα τα ωραία και μεγαλόψυχα αισθήματά της, ωστόσο ένιωθε ένα ρίγος στην πλάτη όσο πλησίαζε στο σπίτι της. And yet, though she admitted and justified beyond measure her fine and generous feelings, yet she felt a shiver down her back as she drew nearer to her house.

Σκέφτηκε πως τον αδερφό του, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που ήταν τόσο πολύ φίλος της, δε θα τον έβρισκε κει πέρα: ο αδερφός του ο Ιβάν θα 'ναι τώρα σίγουρα με τον πατέρα. She thought that his brother Ivan Fyodorovich, who was so much her friend, would not be there: his brother Ivan would certainly be with his father now. Όσο για τον Ντιμήτρι, γι' αυτόν ήταν πιο σίγουρος ακόμα πως δε θα τον έβρισκε κει και προαισθανόταν το γιατί. As for Dimitri, for him he was even more certain that he would not find him there and he sensed why. Λοιπόν, θα κουβεντιάσουν μονάχοι τους. Well, they'll talk to each other alone. Θα 'θελε πολύ να δει πριν απ' αυτή την αποφασιστική συζήτηση τον αδερφό του Ντιμήτρι. He would have loved to see his brother Dimitri before this decisive discussion. Να πεταχτεί για μια στιγμή στο σπίτι του. To pop into his house for a moment. Χωρίς να του δείξει το γράμμα, θα μπορούσαν κάτι να κουβεντιάσουν γι' αυτό. Without showing him the letter, they could have a little chat about it. Μα ο αδερφός του ο Ντιμήτρι ζούσε μακριά κι ασφαλώς δε θα 'ταν κείνη την ώρα σπίτι. But his brother Dimitri lived far away and would certainly not be home at that time. Αφού στάθηκε για λίγο, πήρε τέλος την απόφασή του. After standing for a while, he finally made his decision. Σταυροκοπήθηκε βιαστικά, όπως το 'χε συνήθεια, χαμογέλασε για κάποιον ανεξήγητο λόγο και βάδισε σταθερά προς το σπίτι της τρομερής γυναίκας. He crossed himself hastily, as was his habit, smiled for some inexplicable reason, and walked steadily towards the terrible woman's house.

Το σπίτι της το 'ξερε. Her house knew it. Μα αν θα πήγαινε απ' το Μεγάλο Δρόμο και ύστερα περνούσε απ' την πλατεία κ.τ.λ. But if he would go by the Great Road and then pass by the square, etc. τότε θα 'κανε μεγάλο γύρο. then he'd be making the rounds. Η μικρή μας πολιτεία είναι πολύ αραιά χτισμένη και πολλές φορές οι αποστάσεις είναι αρκετά μεγάλες. Our small state is very sparsely built and often the distances are quite long. Ήταν κι ο πατέρας του που τον περίμενε, ίσως να μην είχε ξεχάσει ακόμα τη διαταγή του, μπορεί να πεισμάτωνε και γι' αυτό έπρεπε να βιαστεί για να προφτάσει και δω και κει. There was his father waiting for him, perhaps he had not yet forgotten his order, perhaps he was stubborn and that was why he had to hurry to catch up here and there. Αφού τα καλοζύγιασε όλ' αυτά, αποφάσισε να κόψει δρόμο απ' τα μονοπάτια. After he had enjoyed all this, he decided to take a shortcut off the trails. Και ήξερε όλ' αυτά τα μονοπάτια τόσο καλά όσο και τα πέντε δάχτυλά του. And he knew all these paths as well as his five fingers. Περνώντας απ' τα μονοπάτια θ' αναγκαζόταν πολλές φορές να μην ακολουθεί τους δρόμους —που ούτε και μπορούσες να τους διακρίνεις καλά-καλά— μα να περνάει μέσ' απ' τα περβόλια πηδώντας τις μάντρες, διασχίζοντας ξένες αυλές, όπου άλλωστε όλοι τον ξέρανε κι όλοι τον καλημέριζαν. Passing by the paths he would often have to follow the roads -which you couldn't even see them well- but would have to pass through the orchards, jumping the paddocks, crossing foreign yards, where everyone knew him and everyone greeted him. Από κει θα μπορούσε να βγει στο Μεγάλο Δρόμο δυό φορές πιο σύντομα. From there he could get to the Great Road twice as fast. Σ' ένα μέρος έπρεπε να περάσει πολύ κοντά απ' το πατρικό του σπίτι, μέσ' απ' τον γειτονικό ακριβώς κήπο, όπου βρισκόταν ένα σαραβαλιασμένο σπιτάκι με τέσσερα παράθυρα. In one place he had to pass very close to his father's house, through the neighbouring garden, where there was a ramshackle little house with four windows. Ιδιοχτήτρια τούτου του σπιτιού ήταν μια μικροαστή, όπως το 'ξερε ο Αλιόσα, μια παράλυτη γρια που ζούσε με την κόρη της. The owner of this house was a petty bourgeoise, as Alyosha knew, a paralyzed old woman who lived with her daughter. Τούτη η κόρη ήταν άλλοτε καμαριέρα στην πρωτεύουσα, όπου υπηρετούσε μόλις πριν από λίγο, όλο σε σπίτια στρατηγών και τώρα, εδώ κι ένα χρόνο, ήρθε για να περιποιηθεί την άρρωστη μητέρα της και κοκορευόταν φορώντας πολυτελέστατα φουστάνια. This daughter had once been a maid in the capital, where she had just recently served, all in the homes of generals, and now, for a year, she had come to attend to her sick mother and boasted in luxurious dresses. Όμως αυτή η γρια και η κόρη της φτωχήνανε τρομερά, τόσο που κάθε μέρα πηγαίνανε στην κουζίνα του γείτονα, του Φιόντορ Παύλοβιτς, να ζητήσουν λίγη σούπα και ψωμί. But this old woman and her daughter were terribly poor, so much so that every day they would go to the kitchen of their neighbour, Fiodor Pavlovic, to ask for some soup and bread. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα τους έδινε πρόθυμα. Martha Ignatievna willingly gave them. Και η κόρη προτιμούσε να 'ρχεται και να γυρεύει τη σούπα παρά να πουλήσει κανένα φουστάνι της που ένα μάλιστα απ' αυτά είχε και μια πολύ μακριά ουρά. And the daughter would rather come and look for the soup than sell one of her dresses, one of which had a very long tail. Αυτό το τελευταίο ο Αλιόσα το 'μαθε, και φυσικά εντελώς τυχαία, απ' το φίλο του τον Ρακίτιν, που τα 'ξερε όλα όσα γίνονταν στη μικρή μας πολιτεία. Aliosa learned this last fact, and of course quite by accident, from his friend Rakitin, who knew everything that was going on in our little state. Μα εννοείται πως κι όταν το 'μαθε το ξέχασε αμέσως. But of course, when he found out, he forgot about it immediately. Όμως, μπαίνοντας στον κήπο της γειτόνισσας, θυμήθηκε ξαφνικά τούτη την ουρά, σήκωσε το σκυμμένο και σκεφτικό του κεφάλι καί... έπεσε πάνω σε κάποιον που καθόλου δεν το περίμενε να τον βρει κει πέρα. But, entering the neighbour's garden, he suddenly remembered this tail, raised his bowed and pensive head and... ran into someone he hadn't expected to find there.

Πίσω απ' το φράχτη, μέσα στο γειτονικό κήπο βρισκόταν ο αδερφός του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Behind the fence, in the neighbouring garden, was Dimitri Fyodorovich's brother. Είχε σκαρφαλώσει πάνω σε κάτι και φαινόταν ο μισός πάνω απ' το φράχτη. He had climbed up on something and could see half of it over the fence. Κούναγε τώρα ζωηρά τα χέρια του γνέφοντάς του να πλησιάσει. He was now waving his arms briskly, beckoning him to come closer. Ήταν φανερό πως όχι μονάχα δεν τολμούσε να φωνάξει μα φοβότανε να πει έστω και μια λέξη για να μην τον ακούσουν. It was obvious that not only did he not dare to shout but he was afraid to say a single word lest he be overheard. Ο Αλιόσα έτρεξε αμέσως κοντά του. Alyosha immediately ran to him.

— Καλά που κοίταξες κατά δω. - Good thing you looked this way. Ήμουν έτοιμος να σου φωνάξω, του ψιθύρισε βιαστικά και χαρούμενα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. I was about to shout at you, whispered Dimitri Fyodorovich hurriedly and cheerfully. Πήδα μέσα! Jump in! Γρήγορα! Αχ, τι καλά που ήρθες. Oh, good of you to come. Τώρα ακριβώς εσένα σκεφτόμουν... I was just thinking about you...

Κι ο Αλιόσα ήταν ευχαριστημένος, μονάχα που δεν ήξερε πώς να περάσει πάνω απ' το φράχτη. Aliosha was happy too, except that he didn't know how to get over the fence. Μα ο «Μίτια» τον άδραξε γερά απ' τον αγκώνα και τον βοήθησε να πηδήξει. But "Mitia" took hold of him firmly by the elbow and helped him jump. Ο Αλιόσα μάζεψε το ράσο και πήδηξε σβέλτα σαν κανένα ξυπόλυτο χαμίνι. Alyosha picked up the robe and jumped in swiftly like a barefoot hamini.

— Θαύμα τα κατάφερες, πάμε! - It's a miracle you made it, let's go! είπε ψιθυριστά και μ' ενθουσιασμό ο Μίτια. Mitia said in a whisper and enthusiastically.

— Πού θα πάμε λοιπόν; ψιθύρισε κι ο Αλιόσα κοιτάζοντας τριγύρω και βλέποντας πως βρίσκονταν σ' έναν εντελώς άδειο κήπο όπου δεν υπήρχε κανένας άλλος απ' αυτούς. - Where shall we go then?Aliosha whispered, looking around and seeing that they were in a completely empty garden where there was no one else but them.

Ο κήπος ήταν μικρός, όμως παρ' όλ' αυτά το σπιτάκι της νοικοκυράς βρισκόταν πενήντα βήματα μακριά τους. The garden was small, but still the housewife's little house was fifty paces away from them.

— Μα δω δεν είναι κανένας. - But there's no one here. Γιατί λοιπόν μιλάς ψιθυριστά; So why are you whispering?

— Γιατί μιλάω ψιθυριστά; Βρε που να πάρει ο διάολος, φώναξε ξαφνικά μ' όλη του τη δύναμη ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. - Why am I whispering? Well, I'll be damned, Dimitri Fyodorovich suddenly shouted with all his might. Έλα ντε. Come on. Είναι βλέπεις από φυσικού του βλάκας ο άνθρωπος. You see, the man is a natural idiot. Κρύβομαι δω πέρα και θέλω να το κρατήσω μυστικό. I'm hiding out here and I want to keep it a secret. Θα στα εξηγήσω αργότερα. I'll explain later. Μα νιώθοντας πως έχω να φυλάξω κάποιο μυστικό άρχισα να μιλάω σαν συνωμότης και ψιθυρίζω σαν βλάκας, ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος. But feeling that I have a secret to keep, I started talking like a conspirator and whispering like a fool, when there is no reason to do so. Πάμε! Να, κει πέρα! There, over there! ως τα τότε μη μιλάς. Until then, keep quiet. Θέλω να σε φιλήσω! I want to kiss you!

Δόξα στον άρχοντα του κόσμου Δόξα στον άρχοντα εντός μου! Glory to the lord of the world Glory to the lord within me!

Αυτό το 'λεγα και το ξανάλεγα μόλις τώρα πριν από λίγο, καθώς καθόμουνα δω χάμω... I was saying that and I was saying it again just now a little while ago, as I was sitting here in the dark...

Ο κήπος ήταν κάπου δέκα στρέμματα ή και λίγο μεγαλύτερος μα είχε δέντρα μονάχα στις τέσσερεις πλευρές του, δίπλα στο φράχτη —μηλιές, φλαμουριές, σημύδες και σφεντάμια. The garden was about ten acres or a little larger but it had trees only on four sides of it, next to the fence - olive, ash, birch and maple trees. Στη μέση ήταν άδειος, χορταριασμένος. In the middle it was empty, grassy. Το καλοκαίρι έβγαζαν από κει πέρα μερικές οκάδες σανό. In the summer they used to take out a few ounces of hay from there. Η νοικοκυρά νοίκιαζε τον κήπο απ' την άνοιξη για λίγα ρούβλια. The housewife rented the garden from the spring for a few rubles. Υπήρχαν και βραγιές με φραγκοστάφυλα, σμεουριές και φράουλες. There were also strawberries, gooseberries and strawberries. Ήταν ακόμα και λίγα λαχανικά κοντά στο σπίτι, που τα 'χαν φυτέψει τώρα τελευταία. There were even a few vegetables near the house that they had planted recently. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς οδηγούσε το μουσαφίρη του στην πιο απόμακρη γωνιά του κήπου. Dimitri Fyodorovich drove his mule to the farthest corner of the garden. Εκεί, ανάμεσα στις πυκνές φλαμουριές και στους γέρικους θάμνους της σμεουριάς, της κουφοξυλιάς, της αφροξυλιάς και της πασχαλιάς, φάνηκε ξαφνικά ένα παλιό σαραβαλιασμένο περίπτερο, που 'χε μαυρίσει και είχε γείρει στο πλάι, με καφάσια γύρω-γύρω, μα που η στέγη του κρατιόταν ακόμα και θα μπορούσε να κρυφτεί κανείς κει μέσα απ' τη βροχή. There, among the dense ash trees and the old bushes of ivy, boxwood, maple and lilac, there suddenly appeared an old rickety pavilion, blackened and leaning to one side, with crates all around, but with a roof that still held, and one could hide there in the rain. Το περίπτερο ένας θεός ξέρει πότε είχε χτιστεί· η παράδοση έλεγε πως θα 'χαν περάσει τουλάχιστον πενήντα χρόνια. God knows when the pavilion had been built; tradition said that at least fifty years had passed. Το 'χε χτίσει κάποιος τοτινός ιδιοχτήτης του σπιτιού, ο Αλέξανδρος Κάρλοβιτς φον Σμιθ, συνταξιούχος ταγματάρχης. It was built by a man who owned the house today, Alexander Karlovitz von Smith, a retired major. Μα όλα είχαν πια σαπίσει, όλες οι σανίδες στο πάτωμα κουνιόνταν, τα ξύλα μύριζαν υγρασία. But everything was rotten, all the floorboards were shaking, the wood smelled of dampness. Στη μέση ήταν ένα ξύλινο πράσινο τραπέζι μπηγμένο στο χώμα και γύρω-γύρω είχε πάγκους πράσινους κι αυτούς που μπορούσε ακόμα να κάτσει κανείς απάνω τους. In the middle was a wooden green table stuck in the ground and around it were green benches and those that you could still sit on. Ο Αλιόσα απ' την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως ο αδερφός του βρισκόταν σε έξαρση. Alyosha knew from the first moment that his brother was on a rampage. Μπαίνοντας τώρα στο περίπτερο είδε πάνω στο τραπεζάκι μισή μπουκάλα κονιάκ κι ένα ποτηράκι. Entering the booth now, he saw on the table half a bottle of cognac and a small glass.

— Κονιάκ είναι! είπε γελώντας ο Μίτια. Mitia said laughing. Σε βλέπω που το κοιτάς και σίγουρα θα σκέφτεσαι: «Πάλι μπεκρουλιάζει». I see you looking at it and I'm sure you're thinking: "He's drunk again." Μην πιστεύεις στη φαινομενικότητα των πραγμάτων. Don't believe in the phenomenality of things.

Τον όχλο μην ακούς τον ψεύτη Αμφιβολίες ξέχνα πια... Don't listen to the mob, don't listen to the liar Forget about doubts...

Δεν μπεκρουλιάζω μα «λιχουδιάζω» όπως το λέει κείνο το γουρούνι ο Ρακίτιν σου, που θα γίνει σύμβουλος του Κράτους και θα εξακολουθεί να λέει «λιχουδιάζω». I'm not boozing but "snacking" as that pig of yours, Rakitin, who will become an advisor to the State and still say "snacking", says. Κάτσε. Sit down. Μα την αλήθεια, θα μπορούσα τώρα να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να σε σφίξω ώσπου να σε λιώσω γιατί σ' όλο τον κόσμο... πραγματικά... πρα-γμα-τι-κά... (νιώσε το! But the truth is, I could take you in my arms now and squeeze you until I crush you, because in all the world... I really... pra-thing-what-ca... (feel it! νιώσε το!) feel it!) μονάχα εσένα αγαπάω! I love only you!

Τα τελευταία λόγια τα 'πε σχεδόν σε μια κατάσταση φρενίτιδας. He said the last words almost in a state of frenzy.

— Μονάχα εσένανε κι ακόμα μια «πρόστυχη» που την ερωτεύτηκα και που είναι η καταστροφή μου. - Only you and another "slut" I fell in love with who is my undoing. Όμως άλλο να 'σαι ερωτευμένος κι άλλο ν' αγαπάς. But it's one thing to be in love and another to love. Μπορείς να ερωτευτείς μια γυναίκα ακόμα και μισώντας την. You can fall in love with a woman even if you hate her. Αυτό να το θυμάσαι! Remember that! Τώρα σου μιλάω ακόμα εύθυμα! Now I'm still talking to you cheerfully! Κάτσε δω κοντά στο τραπέζι, εγώ θα καθίσω δίπλα σου, θα σε κοιτάζω και όλο θα μιλάω. Sit here near the table, I'll sit next to you, I'll look at you and talk all the time. Εσύ όλο θα σωπαίνεις και 'γω όλο θα μιλάω, γιατί ήρθε η ώρα να μιλήσω. You will be silent and I will be silent, because it is time to speak. Να σου πω την αλήθεια, σκέφτηκα πως πρέπει να μιλάω σιγά γιατί εδώ... εδώ, αλήθεια στο λέω... μπορεί να μας ακούσει κανένας που καθόλου δεν τον υποπτευόμαστε. To tell you the truth, I thought I should keep my voice down because here... here, I'm telling you the truth... we might be overheard by someone we don't suspect at all. Όλα θα στα εξηγήσω. I'll explain everything. Στο είπα κι όλας: η συνέχεια θα επακολουθήσει. I told you already: the rest will follow. Γιατί λαχταρούσα τόσο να σε δω, γιατί σε αποζητούσα τόσο, όλες τούτες τις μέρες και τώρα ακόμα; (Είναι πια πέντε μέρες που 'χω ρίξει άγκυρα εδώ). Why have I longed so much to see you, why have I longed for you so much, all these days and even now? (It's been five days since I dropped anchor here). Θα στα πω όλα γιατί είναι ανάγκη, γιατί μου χρειάζεσαι, γιατί αύριο θα ριχτώ με το κεφάλι κάτω, γιατί αύριο η ζωή μου θα τελειώσει και θα ξαναρχίσει. I will tell you everything because it is necessary, because I need you, because tomorrow I will throw myself headlong, because tomorrow my life will end and begin again. Το 'νιωσες καμιά φορά, το 'δες ποτέ στ' όνειρό σου πώς πέφτουν στην άβυσσο; Ε, λοιπόν. Have you ever felt it, have you ever seen it in your dream how they fall into the abyss? Well, well. Έτσι πέφτω και 'γω τώρα, μονάχα που δεν κοιμάμαι. That's how I'm falling now, only I'm not sleeping. Μα δε φοβάμαι κι ούτε συ πρέπει να φοβάσαι. But I'm not afraid, and neither should you be. Δηλαδή φοβάμαι μα νιώθω και μια γλύκα. I mean, I'm scared, but I feel a little sweet. Δηλαδή όχι γλύκα μα έναν ενθουσιασμό. That is, not sweetness but an excitement. Δηλαδή όχι... μα στο διάολο ό,τι και να 'ναι, το ίδιο κάνει. I mean, no... but hell, whatever it is, it does the same thing. Γερή ψυχή, αδύναμη ψυχή, ψυχή γυναικούλας, ό,τι να 'ναι το ίδιο κάνει! A strong soul, a weak soul, a woman's soul, whatever it is, it's all the same! Ας υμνήσουμε τη φύση: κοίτα πόσος ήλιος, τι καθαρός ουρανός, όλα πράσινα τα φύλλα, καλοκαίρι είν' ακόμα, ώρα τέσσερεις το απόγευμα, ησυχία! Let us praise nature: look how much sun, what a clear sky, all the leaves are green, it's still summer, four o'clock in the afternoon, silence! Πού πήγαινες;

— Πήγαινα στου πατέρα, μα πρώτα ήθελα να περάσω απ' της Κατερίνας Ιβάνοβνας. - I was going to Father's, but first I wanted to go to Katerina Ivanovna's.

— Σ' αυτήν και ύστερα στου πατέρα! - To her and then to Father's! Βρε για κοίτα, τι σύμπτωση! Well, what a coincidence! Μα γιατί άλλο λοιπόν σε επιθυμούσα, γιατί σε φώναζα, γιατί σε λαχταρούσα, γιατί σε διψούσα μ' όλα τα μύχια της καρδιάς και της ψυχής μου; Ακριβώς για να σε στείλω στον πατέρα από μέρους μου και ύστερα σε κείνη, την Κατερίνα Ιβάνοβνα, και να ξεμπερδεύω και μ' αυτήν και με τον πατέρα. But why else did I desire you, why else did I call you, why did I long for you, why did I thirst for you with all the depths of my heart and soul? Just to send you to father for my part, and then to her, Katerina Ivanovna, and to get rid of both her and father.

Ήθελα να στείλω έναν άγγελο. I wanted to send an angel. Θα μπορούσα να στείλω τον οποιονδήποτε μα ήταν ανάγκη να στείλω έναν άγγελο. I could have sent anyone, but I had to send an angel. Και νά που πηγαίνεις από μόνος σου και σε κείνη και στον πατέρα. And there you go by yourself to her and to the father.

— Ήθελες στ' αλήθεια να στείλεις εμένα; είπε χωρίς να το θέλει ο Αλιόσα με μιαν οδυνηρή έκφραση. - Did you really want to send me?Alyosha said involuntarily with a pained expression.

— Στάσου. - Wait. Αυτό το' ξέρες και μόνος σου. You knew that yourself. Και βλέπω πως τα κατάλαβες όλα με το πρώτο. And I see you got it all with the first one. Μα τώρα σώπαινε. But now he was silent. Προς το παρόν σώπαινε. For the moment he was silent. Μη λυπάσαι και μην κλαις! Don't be sorry and don't cry!

Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε, κάτι σκέφτηκε κι ακούμπησε το δάχτυλο στο μέτωπό του: Dimitri Fyodorovich stood up, thought of something and put his finger to his forehead:

— Αυτή σε φώναξε, αυτή σου 'στειλε κάποιο γράμμα ή κάτι τέτοιο, γι' αυτό πηγαίνεις σπίτι της. - She called you, she sent you a letter or something, so you go to her house. Αλλιώς δε θα πήγαινες. Otherwise you wouldn't have gone. Ψέματα; Lies?

— Να το σημείωμα, είπε ο Αλιόσα και το 'βγαλε απ' την τσέπη του. - Here is the note, said Aliosha, and took it out of his pocket. Ο Μίτια το διάβασε γρήγορα. Mitia read it quickly.

— Και συ έκοψες δρόμο απ' τα περβόλια! - And you cut through the orchards! Ω, Θεοί! Σας ευγνωμονώ που τον στείλατε απ' τα μονοπάτια κι έπεσε στα χέρια μου όπως το χρυσό ψαράκι στα δίχτυα του γερο-ψαρά του παραμυθιού. I am grateful to you for sending him from the paths and he fell into my hands like the golden fish in the net of the old fisherman of the fairy tale. Άκου, Αλιόσα, άκουσε, αδερφέ μου. Listen, Alyosha, listen, my brother. Τώρα πια έχω σκοπό να τα πω όλα. Now I intend to tell everything. Γιατί σε κάποιον πρέπει επιτέλους να τα πω. Because I finally have to tell someone. Στον άγγελο τ' ουρανού τα 'πα κιόλας, μα πρέπει να τα πω και στον άγγελο της γης. I have already told the angel of heaven, but I must tell the angel of earth. Εσύ είσαι ο άγγελος της γης. You are the angel of the earth. Εσύ θα τ' ακούσεις. You'll hear it. Θα τα σκεφτείς και θα μου τα συγχωρέσεις... Και 'γω αυτό θέλω ακριβώς: να με συγχωρέσει κάποιος ανώτερος. You'll think about it and forgive me... And that's exactly what I want: to be forgiven by a superior. Άκου. Αν δυο πλάσματα ξεφύγουν από κάτι τι το γήινο και πετάξουν σε υπερφυσικές περιοχές, ή τουλάχιστον αν γίνει κάτι τέτοιο με το 'να απ' τα δυό πλάσματα, κι αν πριν απ' αυτό, πριν πετάξει ή καταστραφεί, έρχεται το 'να απ' αυτά στο άλλο και του λέει: «Κάνε μου τούτο και κείνο», κάτι που ποτέ δε ζητάνε από κανέναν μα κάτι που μπορείς να το ζητήσεις στην επιθανάτια κλίνη σου... μπορεί τάχα εκείνος ο άλλος να μην το κάνει... αν είναι φίλος, αν είναι αδερφός; If two creatures escape from something earthly and fly into supernatural realms, or at least if such a thing happens to the one of the two creatures, and if before that, before it flies or is destroyed, the one of them comes to the other and says to it: "Do this and that to me," something that is never asked of anyone but something you can ask in your deathbed... can that other man not do it, if he be a friend, if he be a brother?

— Θα το κάνω, μα πες μου τι είναι αυτό και πες μου το γρήγορα, είπε ο Αλιόσα. - I will, but tell me what it is and tell me quickly," said Aliosha.

— Γρήγορα... χμ. Μη βιάζεσαι, Αλιόσα. Not so fast, Alyosha. Βλέπω πως βιάζεσαι κι ανησυχείς. I can see you're in a hurry and you're worried. Τώρα δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε. Now there is no need to rush. Τώρα ο κόσμος πήρε καινούργιο δρόμο. Now the world has taken a new path. Αχ, Αλιόσα, κρίμα που δεν ξέρεις τι θα πει σπαρτάρισμα ενθουσιασμού! Ah, Alyosha, it's a pity you don't know what it means to sow enthusiasm! Μα τι κάθομαι και λέω: Εσύ δεν ξέρεις; Τι 'ναι αυτά που λέω ο κουτεντές. But what am I saying: Don't you know? What I'm talking about is what I'm talking about.

«Άνθρωπε να 'σαι ευγενικός!» "Man be polite!"

Ποιανού είναι τούτος ο στίχος; Whose verse is this?

Ο Αλιόσα αποφάσισε να περιμένει. Alyosha decided to wait. Κατάλαβε πως ίσως ίσως όλες του οι δουλειές να 'ταν εδώ τούτη την ώρα. He realized that maybe all his business might be here at this hour. Ο Μίτια έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή, ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι και το πηγούνι στην παλάμη του. Mitia was thoughtful for a moment, resting his elbow on the table and his chin in his palm. Σωπάσανε για λίγο και οι δυό. They were both silent for a while.

— Λιόσα, είπε ο Μίτια, εσύ μονάχα δε θα γελάσεις μαζί μου! - 'Lyosha,' said Mitia, 'you alone will not laugh at me! Ήθελα ν' αρχίσω... την εξομολόγησή μου... με τον ύμνο στη χαρά του Σίλλερ. I wanted to begin my... confession... ...with a hymn to Schiller's joy. Αn die Freude! Αn the joy! Μα δεν ξέρω γερμανικά, ξέρω πως είναι Αn die Freude! But I don't know German, I know it's Αn die Freude! Μη νομίσεις όμως πως φλυαρώ έτσι επειδή τάχα είμαι πιωμένος. But don't think I'm babbling like this because I'm drunk. Καθόλου δεν είμαι μεθυσμένος. I'm not drunk at all. Το κονιάκ είναι κονιάκ, μα μου χρειάζονται δυό μπουκάλια για να μεθύσω... Cognac is cognac, but it takes two bottles to get me drunk...

Κι ο Σειληνός με την κόκκινη μούρη στο γαϊδούρι του απάνω που τρεκλίζει μα εγώ ούτε το τέταρτο της μπουκάλας δεν ήπια κι ούτε είμαι Σειληνός. And Silenus with the red face on his donkey upstairs staggering but I haven't even drunk a quarter of the bottle and I'm not even a Silenus. Δεν είμαι Σειληνός μα δυνατός, γιατί πήρα πια μια τελειωτική απόφαση. I am not a coward but strong, because I have now made a final decision. Συγχώρα μου το καλαμπούρι,* σήμερα θα 'χεις πολλά να μου συγχωρέσεις κι όχι μονάχα το καλαμπούρι. Forgive me the joke,* today you will have much to forgive me, and not only the joke. Μην ανησυχείς, δεν αερολογώ, σου μιλάω σοβαρά και θα 'ρθω αμέσως στο προκείμενο. Don't worry, I'm not talking nonsense, I'm serious and I'll come straight to the point. Δε θα σου βγάλω την πίστη ανάποδα. I'm not gonna take your faith out on you backwards. Για στάσου, πώς είναι αυτό... Wait a minute, how is this...

* Εδώ ο συγγραφέας κάνει ένα λογοπαίγνιο με τις λέξεις Σειληνός και δυνατός που στα ρούσικα προφέρονται σχεδόν το ίδιο. * Here the author is making a pun on the words Silenos and loud, which are pronounced almost the same in Russian. Στα ελληνικά είναι αμετάφραστο. In Greek it is untranslated. Σ.τ.Μ.

Ανασήκωσε το κεφάλι, έμεινε για λίγο σκεφτικός και ξαφνικά άρχισε μ' ενθουσιασμό: He raised his head, remained thoughtful for a moment and suddenly began with enthusiasm:

Κρύβονταν άγριοι και γυμνοί οι τρωγλοδύτες μες στα βράχια. The troglodytes were hiding wild and naked in the rocks. Στους κάμπους έτρεχε η ορδή πυρπολώντας τα στάχυα. In the plains the horde was running, burning the ears of wheat.

Κυνηγοί με τόξα, βέλη Hunters with bows, arrows

φοβεροί ζούσαν στα δάση. terrible ones lived in the woods. Όποιον εδώ το κύμα φέρει άσχημα θα την περάσει. Anyone here who is badly affected by the wave will get it.

Απ' του Ολύμπου το χιόνι έρχεται η Μητέρα η μαύρη From the snow of Olympus comes the black Mother

τη χαμένη Περσεφόνη the lost Persephone

μες στον άγριο κόσμο να 'βρει. in the wild world to find.

Ούτε στέγη ούτε θυσία πουθενά δε θα 'βρει η θεά και καμιά θεού λατρεία δε μας δείχνει μια εκκλησία. The goddess will find neither shelter nor sacrifice anywhere, and no church will show us any worship of God.

Οι καρποί και τα τσαμπιά δε στολίζουνε το γέμα μόνο καίνε τα κορμιά The fruits and the bunches do not decorate the gema only burn the bodies

σε βωμούς γεμάτους αίμα. on altars full of blood. Όπου ολόγυρα η θεά Where all around the goddess

στρέφει βλέμμα λυπημένο σε ταπείνωση βαθιά turns sad eyes in deep humiliation

βλέπει το θνητό πεσμένο. sees mortal fallen.

Ξαφνικά, ο Μίτια έβγαλε ένα λυγμό. Suddenly, Mitia let out a sob. Άρπαξε τον Αλιόσα απ' το χέρι. He grabbed Aliosa by the arm.

— Ναι, φίλε μου, ναι φίλε, στην ταπείνωση, στην ταπείνωση είναι και τώρα. - Yes, my friend, yes, my friend, in humiliation, in humiliation it is now. Έχει πάρα πολλά να υποφέρει ο άνθρωπος στη γη, έχει βάσανα πολλά να περάσει! Μη νομίσεις πως όλο κι όλο είμαι ένας παλιάνθρωπος με βαθμό αξιωματικού και που πίνει κονιάκ και ζει ακόλαστη ζωή. Don't think that I'm just a scoundrel with the rank of an officer who drinks cognac and lives a dissolute life. Εγώ, αδερφέ μου, αυτό μονάχα σκέφτομαι, αυτή την ταπείνωση του ανθρώπου, τις στιγμές τουλάχιστον που δεν ψεύδομαι. I, my brother, that is all I think about, this humility of man, at least in the moments when I am not lying. Ο Θεός να με βοηθήσει να μην πω τώρα ψέματα και να μην καυχηθώ. God help me not to lie and brag now. Αν σκέφτομαι αυτόν τον άνθρωπο είναι γιατί και 'γω τέτοιος άνθρωπος είμαι. If I think of this man, it's because I'm that kind of person too.

Ο θνητός για να υψωθεί The mortal to be exalted

να μην είν' ταπεινωμένος not to be humiliated

με τη μάνα του τη γη with his mother earth

πρέπει αιώνια ναν' δεμένος. must be bound for eternity.

Μονάχα να τί γίνεται. This is just what happens.

Πώς θα συμμαχήσω για πάντα με τη γη; Εγώ δεν προσκυνάω τη γη κι ούτε οργώνω το στήθος της. How will I ally myself forever with the earth? I do not worship the earth, nor plough its breast. Τι να γίνω λοιπόν; Μουζίκος ή τσοπάνος; Προχωράω και δεν ξέρω: στη βρωμιά και στο αίσχος βρίσκομαι ή στο φως και στη χαρά; Νά πού είναι η δυστυχία, γιατί όλα στον κόσμο είναι αίνιγμα! So what should I do? A mouzhik or a chopper? I go on and I don't know: am I in filth and shame or in light and joy? Here is misery, for everything in the world is a riddle! Κι όταν τύχαινε να βουλιάζω ως την πιο βαθιά ακολασία (κι αυτό ήταν το μόνο που μου τύχαινε πάντα) επαναλάβαινα αυτό το ποίημα για τη Δήμητρα και τον άνθρωπο. And when I happened to sink into the deepest debauchery (and that was all that ever happened to me) I would repeat this poem about Demeter and man. Με διόρθωσε; Ποτέ! Did he correct me? Never! Γιατί είμαι ένας Καραμάζοβ. Because I am a Karamazov. Γιατί αν πέφτω κάποτε στην άβυσσο, πάντα πέφτω με το κεφάλι κάτω και τις φτέρνες απάνω και είμαι κι ευχαριστημένος κιόλας που πέφτω ακριβώς με τούτον τον ταπεινωτικό τρόπο και το θεωρώ αυτό πολύ όμορφο. Because if I ever fall into the abyss, I always fall with my head down and my heels up and I'm even happy to fall in this humiliating way and I find it very beautiful. Και λοιπόν σ' αυτό ακριβώς το αίσχος αρχίζω τον ύμνο. And so it is to this very shame that I begin the hymn. Ας είμαι καταραμένος, ας είμαι τιποτένιος και κανάγιας, όμως εξακολουθώ ν' ασπάζομαι την άκρη της χλαμύδας που τυλίγει το θεό μου. Cursed though I be, petty and cannibalistic, yet I still embrace the edge of the chlamydia that wraps my god. Ας ακολουθώ το διάβολο, όμως παρ' όλ' αυτά, Κύριέ μου, είμαι γιός σου και σε αγαπάω και νιώθω τη χαρά που χωρίς αυτήν ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει και να υπάρξει. Let me follow the devil, but nevertheless, my Lord, I am your son and I love you and I feel the joy without which the world cannot live and exist.

«Η χαρά πάντα ποτίζει των πλασμάτων τις ψυχές "Joy always waters the souls of creatures

τις ζωές όλες φλογίζει all lives are on fire

με δυνάμεις μυστικές. with secret powers.

Κάθε ταπεινό χορτάρι Every humble grass

το 'μαθε να θέλει φως He taught it to want light

ήλιους έφτιαξε απ' τα χάη He made suns out of chaos

— Δεν τους είναι μετρημός — Στα γλυκά της φύσης στήθη όλα τη χαρά βυζαίνουν - They are not counting - In nature's sweet breasts all the joy they suckle

και η πλάση και τα πλήθη and the creation and the multitudes

το κατόπι της πηγαίνουν. they go after her.

Όταν έρθει η δυστυχία When misery comes

φέρνει Χάριτες, στεφάνι brings Graces, crown

στα ζωύφια τη λαγνεία...

και στους αγγέλους τη χάρη». and grace to the angels."

Μα φτάνουν πια οι στίχοι! But enough with the lyrics! Έχυσα πολλά δάκρυα άσε με και τώρα να κλάψω. I have shed many tears and now let me cry. Κι ας είναι όλα αυτά ανοησία που όποιος και να τ' άκουγε σίγουρα θα γέλαγε. And even if it's all nonsense that anyone who heard it would surely laugh. Μονάχα συ δε θα γελάσεις. Only you won't laugh. Νά. Και τα δικά σου μάτια βούρκωσαν. And your own eyes were watering. Φτάνουν πια οι στίχοι. Enough with the lyrics. Θέλω τώρα να σου μιλήσω για τα «ζωύφια», για κείνα που τους χάρισε ο Θεός τη λαγνεία. Now I want to talk to you about the "bugs", those to whom God has given lust.

«Στα ζωύφια τη λαγνεία» "In the bugs the lust"

Εγώ, αδερφέ μου, είμαι ακριβώς τούτο το ζωύφιο κι αυτό για μένα ειδικά ειπώθηκε. I, my brother, am just that bug and this was said especially for me. Εμείς οι Καραμάζοβ είμαστε όλοι ίδιοι και συ, ο άγγελος, έχεις μέσα σου αυτό το ζωύφιο που κάνει να κοχλάζει το αίμα σου. We Karamazov are all the same and you, the angel, have this bug inside you that makes your blood boil. Είναι σωστή τρικυμία, γιατί η φιληδονία είναι τρικυμία, κάτι περισσότερο από τρικυμία! It is a right storm, because sensuality is a storm, more than a storm! Η ομορφιά είναι κάτι τρομερό και φοβερό! Beauty is a terrible and awesome thing! Είναι τρομερή, γιατί είναι ακαθόριστη και δεν μπορείς να την καθορίσεις, γιατί ο Θεός μονάχα αινίγματα μας έθεσε. It is terrible, because it is indeterminate and you cannot define it, because God has only put riddles before us. Εδώ σμίγουν τα πιο απόμακρα ακρογιάλια, εδώ ζουν όλες μαζί οι αντιφάσεις. Εγώ, αδερφέ μου, είμαι πολύ αμόρφωτος μα τούτο το σκέφτηκα πολύ. I, my brother, am very uneducated, but this I have thought a great deal about. Τα μυστήρια είναι πάρα πολλά! The mysteries are too many! Πάρα πολλά αινίγματα βασανίζουν τον άνθρωπο σε τούτη τη γη. Too many riddles torment man on this earth. Βρες τη λύση όπως μπορείς και κοίτα να ξελασπώσεις όπως-όπως. Find the solution as you can and see if you can bail out as you can. Η ομορφιά! The beauty! Δεν μπορώ να το υποφέρω πως υπάρχουν μερικοί, πολλές φορές μάλιστα μεγαλόκαρδοι και μυαλωμένοι, που 'χουν στην αρχή για ιδανικό τους τη Μαντόνα και καταλήγουν να 'χουν για ιδανικό τους τα Σόδομα. I can't stand that there are some people, often even big-hearted and intelligent, who have Madonna as their ideal and end up having Sodom as their ideal. Πιο φοβεροί ακόμα είναι κείνοι που, έχοντας πια για ιδανικό τους τα Σόδομα, δεν απαρνιούνται και το ιδανικό της Μαντόνας και η καρδιά τους φλογίζεται για χάρη της, στ' αλήθεια, στ' αλήθεια, φλογίζεται όπως και στα εφηβικά, αγνά τους χρόνια. Even more formidable are those who, having Sodom as their ideal, do not deny Madonna's ideal and their hearts are set on fire for her sake, really, really, really on fire, just as they were in their teenage, pure years. Ναι, πραγματικά, ο άνθρωπος χωράει πολλές αντιφάσεις μέσα του' αν ήταν στο χέρι μου θα τον περιόριζα κάπως. Yes, really, the man has a lot of contradictions in him; if it were up to me I would limit him somewhat. Ένας διάολος ξέρει τι συμβαίνει. A devil knows what's going on. Αυτό είναι! Αυτό που ο νους το θεωρεί ντροπή, στην καρδιά φαντάζει σαν καθαρή ομορφιά. What the mind considers shameful, in the heart appears as pure beauty. Στα Σόδομα να βρίσκεται άραγε η ομορφιά; Να 'σαι βέβαιος πως, για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, στα Σόδομα ακριβώς είναι θρονιασμένη. I wonder if beauty is in Sodom? You can be sure that, for the vast majority of people, in Sodom it is exactly that, it is defiant. Το 'ξερες αυτό το μυστικό ή όχι; Το τρομερό είναι που η ομορφιά είναι όχι μονάχα φοβερή μα και μυστηριώδης. Did you know that secret or not? The terrible thing is that beauty is not only awesome but mysterious. Είναι ο διάολος που παλεύει με το Θεό και το πεδίο της μάχης είναι οι καρδιές των ανθρώπων. It is the devil fighting with God and the battlefield is the hearts of men. Μα φυσικά. Ο καθένας μιλάει γι' αυτό που τον πονάει. Everybody talks about what hurts them. Άκου, τώρα έρχομαι στο προκείμενο. Listen, now I come to the point.