×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 2. ΜΙΑ ΑΤΟΠΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ: I. Έφτασαν...

2. ΜΙΑ ΑΤΟΠΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ: I. Έφτασαν...

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΜΙΑ ΑΤΟΠΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ - I. Έφτασαν στο Μοναστήρι

Ήταν μια θαυμάσια, ζεστή και φωτεινή μέρα. Τέλη Αυγούστου. Η συνομιλία με τον στάρετς είχε οριστεί γι' αμέσως μετά την πρωινή λειτουργία, κατά τις εντεκάμιση. Οι επισκέπτες μας όμως δεν ήρθαν να εκκλησιαστούν μα φτάσανε την ώρα του απολυτίκιου. Φτάσανε με δυό αμάξια. Με το πρώτο, ένα κομψό αμάξι με δυό ακριβά άλογα, έφτασε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ μ' έναν μακρινό συγγενή του, έναν νεαρό, κάπου είκοσι χρονών, τον Πιότρ Φόμιτς Καλγκάνοβ. Αυτός ο νέος ετοιμαζότανε για το Πανεπιστήμιο. Ζούσε τότε, δεν ξέρω γιατί, στου Μιούσοβ, κι αυτός προσπαθούσε να τον παρασύρει μαζί του στο εξωτερικό, στη Ζυρίχη ή στην Ιένα, για να γραφτεί στο εκεί Πανεπιστήμιο και να τελειώσει τις σπουδές του. Ο νεαρός δεν είχε πάρει ακόμα την απόφασή του. Ήταν σκεφτικός και κάπως αφηρημένος. Είχε ευχάριστο πρόσωπο, ήταν γεροδεμένος κι αρκετά ψηλός. Το βλέμμα του έμενε πότε-πότε παράξενα ασάλευτο: όπως κι όλοι οι πολύ αφηρημένοι άνθρωποι σας κοίταζε καμιά φορά επίμονα για πολλήν ώρα κι ωστόσο δε σας έβλεπε καθόλου. Ήταν λιγομίλητος και κάπως αδέξιος, όμως συνέβαινε κάποτε — για να λέμε την αλήθεια, μονάχα όταν βρισκότανε μόνος του με κάποιον —να γίνεται ξαφνικά τρομερά ομιλητικός, κεφάτος, χωρατατζής και να γελάει με το τίποτα. Μα ο ενθουσιασμός του έσβηνε το ίδιο απότομα και γρήγορα όπως κι άναβε. Ήταν πάντοτε καλά ντυμένος, εξεζητημένα μάλιστα. Είχε πια μιαν αρκετά μεγάλη περιουσία και περίμενε ακόμα μεγαλύτερη. Με τον Αλιόσα ήταν φίλοι.

Ο Φιόντορ Παύλοβιτς με το γιόκα του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς φτάσανε μ' ένα παλιό, σαραβαλιασμένο μα ευρύχωρο αγοραίο αμάξι με δυό κοκκινωπά, γέρικα άλογα, που έμενε πολύ πίσω απ' την άμαξα του Μιούσοβ. Απ' την προηγούμενη κιόλας μέρα είχαν ειδοποιήσει τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς για την ώρα της συνάντησης, όμως αυτός άργησε. Οι επισκέπτες αφήσανε τ ' αμάξια έξω απ ' τον περίβολο, δίπλα στον ξενώνα και πέρασαν πεζοί την πύλη του μοναστηριού. Εκτός απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς, οι υπόλοιποι τρεις φαίνεται πως ποτέ τους δεν είχαν δει μοναστήρι κι όσο για τον Μιούσοβ ίσως να 'χε και τριάντα χρόνια να πατήσει σ' εκκλησία. Κοίταζε γύρω με κάποια περιέργεια που δεν της έλειπε και κάποια επίπλαστη άνεση. Μα για το παρατηρητικό του πνεύμα δεν υπήρχε τίποτα εκτός απ' τα εκκλησιαστικά και τ ' άλλα κτίρια που, για να λέμε την αλήθεια, ήταν πολύ συνηθισμένα. Απ' την εκκλησία βγαίνανε οι τελευταίοι απ' το εκκλησίασμα με το καπέλο στο χέρι και κάνοντας το σταυρό τους. Ανάμεσα στους ανθρώπους του λαού έβλεπες και μερικούς απ' την ανώτερη τάξη, δυο-τρεις κυρίες, έναν πολύ γέρο στρατηγό. Όλοι αυτοί έμεναν στον ξενώνα. Οι ζητιάνοι τριγύρισαν αμέσως τους επισκέπτες μας μα κανένας απ' αυτούς δεν τους έδωσε τίποτα. Μονάχα ο Πετρούσα Καλγκάνοβ έβγαλε από το πορτοφόλι του δέκα καπίκια και, βιαστικός και συγχυσμένος, ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο, τα γλίστρησε γρήγορα-γρήγορα στο χέρι μιας χωρικής, λέγοντάς της: «να τα μοιράσετε δίκαια». Κανένας απ' τους συντρόφους του δεν του 'κανε καμιά παρατήρηση γι' αυτό, ώστε δεν υπήρχε λόγος να συγχυστεί. Μα βλέποντας πως κανείς δεν του λέει τίποτα, συγχύστηκε ακόμα περισσότερο.

Ήταν παράξενο όμως. Κανονικά έπρεπε να τους περιμένουν, ίσως μάλιστα θα 'πρεπε να τους υποδεχτούν και κάπως τιμητικά. Ένας απ' αυτούς δεν ήταν πολύς καιρός που 'χε κάνει μια δωρεά στο μοναστήρι, χίλια ρούβλια, κι ο άλλος ήταν πλουσιότατος κτηματίας και πολύ μορφωμένος άνθρωπος (που λέει ο λόγος) που απ' αυτόν εξαρτιόνταν, ως ένα σημείο, όλοι τους στο ζήτημα της αλιείας στον ποταμό, αν τυχόν κι έπαιρνε άλλη τροπή η δίκη. Μα να που παρ' όλ' αυτά δεν τους υποδέχεται κανένα απ' τα επίσημα πρόσωπα. Ο Μιούσοβ κοίταζε αφηρημένα τις ταφόπετρες δίπλα στην εκκλησία και ήταν έτοιμος να παρατηρήσει πως αυτοί οι τάφοι θα κόστισαν αρκετά ακριβά σε κείνους που θελήσανε ν' αποχτήσουν το δικαίωμα να θάψουν τους δικούς τους σ' ένα τέτοιο «άγιο» μέρος. Όμως δεν είπε τίποτα: Η απλή λιμπεραλιστική ειρωνεία του άρχισε να μεταβάλλεται εντός του σχεδόν σε θυμό.

— Διάβολε, ποιόν θα μπορούσαμε λοιπόν να ρωτήσουμε σε τούτη δω την ακαταστασία... Θα πρέπει κάτι ν' αποφασίσουμε γιατί η ώρα περνάει, πρόφερε ξαφνικά σα να τα 'λεγε στον εαυτό του.

Αναπάντεχα τους πλησίασε ένας ηλικιωμένος, φαλακρός κύριος, που φόραγε ένα φαρδύ καλοκαιριάτικο παλτό. Τα ματάκια του ήταν όλο γλύκα. Έβγαλε το καπέλο του και γλείφοντας τα χείλη του συστήθηκε σ' όλους. Ήταν ο Μαξίμοβ, τσιφλικάς απ' την περιοχή της Τούλας. Προθυμοποιήθηκε στη στιγμή να βοηθήσει τους επισκέπτες μας.

— Ο στάρετς Ζωσιμάς ζει μέσα στη σκήτη, κλεισμένος, δίχως να βγαίνει ποτέ έξω. Κάπου τετρακόσια βήματα απ' το μοναστήρι. Θα περάσετε το δασάκι, το δασάκι...

— Πως θα περάσουμε από δάσος αυτό το ξέρω κι εγώ, του απάντησε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, όμως δε θυμόμαστε και πολύ καλά το δρόμο, πέρασε καιρός από τότε που ξανάρθαμε.

— Να, θα βγείτε απ' αυτή την πύλη και θα τραβήξετε ίσα, απ' το δασάκι... απ' το δασάκι... Πάμε. Αν θέλετε... μπορώ εγώ... μπορώ... Να, από δω, από δω...

Βγήκανε απ' την πύλη και προχώρησαν μέσα στο δάσος. Ο τσιφλικάς Μαξίμοβ, κάπου εξήντα χρονών άνθρωπος, περπατούσε ή μάλλον έτρεχε δίπλα τους, παρατηρώντας τους όλους με μια πυρετώδικη, σχεδόν παθιασμένη περιέργεια. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί σχεδόν απ' τις κόχες τους.

— Θα πρέπει να σας πω πως πηγαίνουμε σ ' αυτόν τον στάρετς για μια προσωπική μας υπόθεση, παρατήρησε αυστηρά ο Μιούσοβ. Πήραμε σα να λέμε ακρόαση απ' το «εν λόγω πρόσωπο» και γι' αυτό, αν και σας είμαστε ευγνώμονες που μας δείξατε το δρόμο, δε θα μπορούσαμε να σας προσκαλέσουμε να μπείτε και σεις μαζί μας.

— Έχω πάει, έχω πάει, έχω πάει εκεί... Un chevalier parfait! (Ένας τέλειος ιππότης!) κι ο τσιφλικάς εξαπέλυσε μια στράκα με τα δάχτυλά του.

— Ποιος είναι ο chevalier; ρώτησε ο Μιούσοβ.

— Ο στάρετς, ο υπέροχος στάρετς, ο στάρετς... Η τιμή και η δόξα του μοναστηριού. Ο Ζωσιμάς. Είν' ένας τέτοιος στάρετς που...

Μα έκοψε τη φλυαρία του γιατί τους πρόφτασε ένας καλόγερος. Φόραγε μια κουκούλα, ήταν κάπως κοντός, πολύ ωχρός κι αδύνατος. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς κι ο Μιούσοβ σταμάτησαν. Ο καλόγερος έκανε μια εξαιρετικά ευγενική, σχεδόν βαθιά υπόκλιση και είπε.

— Ο πάτερ ηγούμενος σας παρακαλεί ταπεινά όλους σας, κύριοι, να έρθετε και να γευματίσετε μαζί του μετά την επίσκεψή σας στη σκήτη. Κάθεται στο τραπέζι όχι αργότερα απ' τη μία. Και σας επίσης, σας προσκαλεί, είπε στρέφοντας στον Μαξίμοβ. — Θα 'ρθω οπωσδήποτε! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς που τον χαροποίησε τρομερά η πρόσκληση. Οπωσδήποτε. Και, ξέρετε, όλοι μας έχουμε δώσει το λόγο μας να φερθούμε δω πέρα καθωσπρέπει... Εσείς, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, θα μας τιμήσετε; — Και γιατί όχι; Αφού μάλιστα ήρθα δω πέρα ακριβώς για να δω όλες τους τις συνήθειες. Ένα πράμα μονάχα με κάνει να διστάζω. Το πως δηλαδή είστε και σεις μαζί μου τώρα, Φιόντορ Παύλοβιτς...

— Ναι, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν ήρθε ακόμα.

— Κάλλιο να 'λειπε. Μήπως νομίζετε τάχα πως μου είναι ευχάριστη η παρέα σας όταν, σαν να μην έφταναν όλα τ' άλλα, έχω και σας στο κεφάλι μου; Λοιπόν, θα 'ρθουμε στο γεύμα. Μεταβιβάστε τις ευχαριστίες μας στον πάτερ ηγούμενο, —γύρισε κι είπε στον καλόγερο.

— Όχι, θα πρέπει πρώτα να σας οδηγήσω στον στάρετς, απάντησε κείνος.

— Αφού είν' έτσι, εγώ στο μεταξύ θα πάω στον πάτερ ηγούμενο, άρχισε να λέει ο Μαξίμοβ.

— Ο πάτερ ηγούμενος τούτη την ώρα είναι απασχολημένος, όμως πάλι όπως νομίζετε... πρόφερε αναποφάσιστα ο καλόγερος. — Φορτικότατος γεροντάκος, είπε φωναχτά ο Μιούσοβ όταν ο τσιφλικάς Μαξίμοβ ξαναπήρε τρέχοντας το δρόμο προς το μοναστήρι.

— Μοιάζει με τον φον Ζον, είπε αναπάντεχα ο Φιόντορ Παύλοβιτς.

— Όλο κάτι τέτοια ξέρετε να λέτε... Από πού κι ως πού μοιάζει με τον φον Ζον; Τον είδατε ποτέ σας τον φον Ζον;

— Είδα τη φωτογραφία του. Έχει μιαν ακαθόριστη ομοιότητα κι ας μη μοιάζουν τα χαρακτηριστικά τους. Ακριβώς, ίδια, σας λέω. Κάτι τέτοια πράματα τα καταλαβαίνω αμέσως κι από μόνη τη φυσιογνωμία.

— Ίσως να 'χετε και δίκιο. Εσείς είστε ειδικός σ' αυτά τα ζητήματα. Όμως να τι θα 'θελα να σας πω, Φιόντορ Παύλοβιτς: Μονάχος σας είχατε τώρα μόλις την καλοσύνη να μας υπενθυμίσετε πως δώσαμε το λόγο μας να φερθούμε μ' ευπρέπεια. Μην το ξεχνάτε λοιπόν. Συγκρατηθείτε. Γιατί δεν έχω σκοπό να με θεωρήσουν εδώ πέρα όμοιό σας, αν τυχόν κι αρχίσετε να κάνετε το γελωτοποιό... Είναι, βλέπετε, τέτοιος άνθρωπος, γύρισε και είπε στον καλόγερο, που φοβάμαι να παρουσιαστώ μαζί του σε καθωσπρέπει κόσμο.

Πάνω στα χλωμά, αναιμικά χείλη του καλόγερου φάνηκε ένα λεπτό, σιωπηλό χαμόγελο που 'χε μια κάποια ιδιαίτερη πονηράδα. Όμως δεν απάντησε τίποτα και ήταν ολοφάνερο πως σώπαινε για να κρατήσει την προσωπική του αξιοπρέπεια. Ο Μιούσοβ στραβομουτσούνιασε ακόμα περισσότερο.

«Ω, που να τους πάρει ο διάολος όλους τους. Ξέρουν μονάχα μερικούς τρόπους που τους καλλιέργησαν αιώνες τώρα, μα στην πραγματικότητα όλα τούτα είναι τσαρλατανισμοί κι ανοησίες!» σκέφτηκε για μια στιγμή.

— Να η σκήτη, φτάσαμε! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Η πύλη είναι κλειστή.

Κι άρχισε να σταυροκοπιέται φαρδιά-πλατιά μπροστά στους άγιους που ήταν ζωγραφισμένοι πάνω απ' την πύλη του περίβολου και στα πλάγια της.

— Όταν πας σε ξένο μοναστήρι πρέπει να συμμορφώνεσαι με τους κανονισμούς του, παρατήρησε ύστερα. Είναι εικοσιπέντε όλοι κι όλοι οι άγιοι που σώζουν την ψυχή τους σ' αυτή τη σκήτη· κοιτάνε ο ένας τον άλλον και τρώνε λάχανα. Κι ούτε μια γυναίκα δεν περνάει τούτη την πύλη, νά ποιο είναι το αξιοπαρατήρητο. Πραγματικά έτσι γίνεται. Μονάχα, για στάσου. Πώς λοιπόν άκουσα να λένε πως ο στάρετς δέχεται κυρίες; γύρισε κι είπε ξαφνικά στον καλόγερο.

— Οι γυναίκες του λαού είναι και τώρα εδώ πέρα, να εκεί, δίπλα στο υπόστεγο κάθονται και περιμένουν. Μα για τις κυρίες της ανώτερης κοινωνίας έχουν φτιάξει έξω απ' τον περίβολο δυό δωματιάκια, νά, κείνα κει τα παράθυρα είναι, κι ο στάρετς πηγαίνει εκεί, όταν δεν είναι άρρωστος, απ' την εσωτερική είσοδο' πάντως κι έτσι βγαίνει απ' τον περίβολο. Να, και τώρα περιμένει μια κυρία που 'χει χτήματα στην περιοχή του Χάρκοβου. Είναι η Χοχλάκοβα με την παράλυτη κόρη της. Φαίνεται πως υποσχέθηκε να πάει να τις δει, αν και τον τελευταίο καιρό έχει τόσο πολύ αδυνατίσει, που και στο λαό ακόμα σπάνια παρουσιάζεται.

— Θα πει λοιπόν πως υπάρχει μολαταύτα ένα μονοπατάκι που ενώνει τις κυρίες με τη σκήτη. Μη νομίζετε πως βάζω τίποτα με το νου μου, άγιε πάτερ. Έτσι μονάχα το είπα. Ξέρετε στον Άθω, (τ' ακούσατε άραγε;) όχι μονάχα απαγορεύεται η επίσκεψη των γυναικών, μα ούτε καν επιτρέπεται να υπάρχουν κει πέρα γυναίκες είτε άλλα πλάσματα θηλυκά, όπως να πούμε κοτούλες, γαλοπούλες, γελαδίτσες...

— Φιόντορ Παύλοβιτς, θα γυρίσω πίσω και θα σας αφήσω μονάχο σας εδώ πέρα. Και χωρίς εμένα θα σας αρπάξουν απ' το γιακά και θα σας πετάξουν έξω. Σας το προλέγω.

— Μα τι έκανα, Πιότρ Αλεξάντροβιτς; Για δέστε κει, φώναξε ξαφνικά, περνώντας τον περίβολο της σκήτης. Κοιτάχτε μέσα σε τί κοιλάδα τριαντάφυλλων ζούνε.

Πραγματικά, αν και τώρα δεν υπήρχαν τριαντάφυλλα, φαίνονταν παντού σπάνια και πολύ όμορφα χινοπωριάτικα λουλούδια, παντού όπου θα μπορούσανε να φυτευτούν. Φαίνεται πως τα περιποιόταν κάποιο έμπειρο χέρι. Οι ανθώνες ήταν φτιαγμένοι στους περίβολους των εκκλησιών κι ανάμεσα στους τάφους. Το σπιτάκι όπου βρισκόταν το κελί του στάρετς ήταν ξύλινο, μονόπατο, με μια γαλαρία μπροστά στην είσοδο. Το ζώνανε κι αυτό τα λουλούδια.

— Υπήρχαν τάχα αυτά τα πράματα όταν ζούσε ο προηγούμενος στάρετς, ο Βαρσονόφιος; Λένε πως εκείνος δεν αγαπούσε τις λεπτότητες, πηδούσε απάνω και χτύπαγε μ' ένα ξύλο και τις γυναίκες ακόμα, είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς ανεβαίνοντας στο κατώφλι.

— Είν' αλήθεια πως μερικές φορές ο στάρετς Βαρσονόφιος έδινε την εντύπωση θεόληπτου. Όμως διηγούνται και πολλές ανοησίες. Πάντως ποτέ του δε χτύπησε κανέναν με ξύλο, απάντησε ο καλόγερος. Και τώρα, κύριοι, περιμένετε λιγάκι, θα πάω να ειδοποιήσω πως φτάσατε.

Φιόντορ Παύλοβιτς, για τελευταία φορά σας λέω να φερθείτε όπως αρμόζει. Μ' ακούτε; Αλλιώς θα μου το πληρώσετε, πρόφτασε να πει μιαν ακόμα φορά ο Μιούσοβ.

Με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σας έχει πιάσει τούτη η μεγάλη ταραχή, είπε κοροϊδευτικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Η, μήπως τάχα φοβάστε τις αμαρτιούλες σας; Γιατί αυτός, καθώς λένε, κι απ' τα μάτια μονάχα καταλαβαίνει αμέσως για ποιο σκοπό έρχεται ο καθένας. Όμως πώς το πάθατε και δίνετε τόση σημασία στη γνώμη τους, εσείς, ένας Παριζιάνος, ένας προοδευτικός κύριος; Μα την αλήθεια, με κάνετε κι απορώ! Μα ο Μιούσοβ δεν πρόφτασε ν' απαντήσει σ' αυτό το σαρκασμό. Τους παρακαλέσανε να μπουν. Μπήκε κάπως εκνευρισμένος...

«Τώρα πια ξέρω προκαταβολικά τι θα συμβεί. Είμαι εκνευρισμένος, θ' αρχίσω να καυγαδίζω... θα εξαφθώ και θα ταπεινώσω έτσι τον εαυτό μου και την ιδέα», σκέφτηκε.


2. ΜΙΑ ΑΤΟΠΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ: I. Έφτασαν... 2. ONE TIME CONVERSATION: I. They arrived... 2.一度だけの会話: I. 彼らは到着した...

**ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΜΙΑ ΑΤΟΠΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ - I. Έφτασαν στο Μοναστήρι**

Ήταν μια θαυμάσια, ζεστή και φωτεινή μέρα. It was a wonderful, warm and bright day. Τέλη Αυγούστου. End of August. Η συνομιλία με τον στάρετς είχε οριστεί γι' αμέσως μετά την πρωινή λειτουργία, κατά τις εντεκάμιση. The conversation with the starets was set for immediately after the morning service, at eleven-thirty. Οι επισκέπτες μας όμως δεν ήρθαν να εκκλησιαστούν μα φτάσανε την ώρα του απολυτίκιου. Our guests, however, did not come to church but arrived at the time of the apolytikio. Φτάσανε με δυό αμάξια. They arrived in two cars. Με το πρώτο, ένα κομψό αμάξι με δυό ακριβά άλογα, έφτασε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ μ' έναν μακρινό συγγενή του, έναν νεαρό, κάπου είκοσι χρονών, τον Πιότρ Φόμιτς Καλγκάνοβ. In the first, an elegant car with two expensive horses, arrived Pyotr Aleksandrovich Mushov with a distant relative, a young man of about twenty, Pyotr Fomich Kalganov. Αυτός ο νέος ετοιμαζότανε για το Πανεπιστήμιο. This young man was preparing for university. Ζούσε τότε, δεν ξέρω γιατί, στου Μιούσοβ, κι αυτός προσπαθούσε να τον παρασύρει μαζί του στο εξωτερικό, στη Ζυρίχη ή στην Ιένα, για να γραφτεί στο εκεί Πανεπιστήμιο και να τελειώσει τις σπουδές του. He was living, I don't know why, at Musov's, and he was trying to get him to go abroad with him, to Zurich or Jena, to enroll at the University there and finish his studies. Ο νεαρός δεν είχε πάρει ακόμα την απόφασή του. The young man had not yet made up his mind. Ήταν σκεφτικός και κάπως αφηρημένος. He was thoughtful and somewhat distracted. Είχε ευχάριστο πρόσωπο, ήταν γεροδεμένος κι αρκετά ψηλός. He had a pleasant face, was stout and quite tall. Το βλέμμα του έμενε πότε-πότε παράξενα ασάλευτο: όπως κι όλοι οι πολύ αφηρημένοι άνθρωποι σας κοίταζε καμιά φορά επίμονα για πολλήν ώρα κι ωστόσο δε σας έβλεπε καθόλου. His gaze was now and then strangely unblinking: like all very distracted people he would sometimes stare at you for a long time and yet he would not see you at all. Ήταν λιγομίλητος και κάπως αδέξιος, όμως συνέβαινε κάποτε — για να λέμε την αλήθεια, μονάχα όταν βρισκότανε μόνος του με κάποιον —να γίνεται ξαφνικά τρομερά ομιλητικός, κεφάτος, χωρατατζής και να γελάει με το τίποτα. He was taciturn and somewhat clumsy, but it used to happen - only when he was alone with someone, to tell you the truth - that he would suddenly become terribly talkative, cheerful, boorish and laugh at nothing. Μα ο ενθουσιασμός του έσβηνε το ίδιο απότομα και γρήγορα όπως κι άναβε. But his enthusiasm died out as suddenly and quickly as it had been kindled. Ήταν πάντοτε καλά ντυμένος, εξεζητημένα μάλιστα. He was always well dressed, sophisticatedly so. Είχε πια μιαν αρκετά μεγάλη περιουσία και περίμενε ακόμα μεγαλύτερη. He now had quite a large fortune and was expecting an even larger one. Με τον Αλιόσα ήταν φίλοι. He and Aliosa were friends.

Ο Φιόντορ Παύλοβιτς με το γιόκα του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς φτάσανε μ' ένα παλιό, σαραβαλιασμένο μα ευρύχωρο αγοραίο αμάξι με δυό κοκκινωπά, γέρικα άλογα, που έμενε πολύ πίσω απ' την άμαξα του Μιούσοβ. Fyodor Pavlovic and his son Ivan Fyodorovich arrived in an old, battered but spacious boy's carriage with two reddish old horses, which was left far behind Musov's carriage. Απ' την προηγούμενη κιόλας μέρα είχαν ειδοποιήσει τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς για την ώρα της συνάντησης, όμως αυτός άργησε. From the day before, Dimitri Fiodorovic had been notified of the time of the meeting, but he was late. Οι επισκέπτες αφήσανε τ ' αμάξια έξω απ ' τον περίβολο, δίπλα στον ξενώνα και πέρασαν πεζοί την πύλη του μοναστηριού. The visitors left their cars outside the enclosure, next to the guesthouse and passed the gate of the monastery on foot. Εκτός απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς, οι υπόλοιποι τρεις φαίνεται πως ποτέ τους δεν είχαν δει μοναστήρι κι όσο για τον Μιούσοβ ίσως να 'χε και τριάντα χρόνια να πατήσει σ' εκκλησία. Except for Fiodor Pavlovic, the other three seemed to have never seen a monastery, and as for Mushov, he might not have been in a church for thirty years. Κοίταζε γύρω με κάποια περιέργεια που δεν της έλειπε και κάποια επίπλαστη άνεση. She looked around with a certain curiosity that was not lacking and a certain contrived comfort. Μα για το παρατηρητικό του πνεύμα δεν υπήρχε τίποτα εκτός απ' τα εκκλησιαστικά και τ ' άλλα κτίρια που, για να λέμε την αλήθεια, ήταν πολύ συνηθισμένα. But for his observant spirit there was nothing but church and other buildings which, to tell the truth, were very ordinary. Απ' την εκκλησία βγαίνανε οι τελευταίοι απ' το εκκλησίασμα με το καπέλο στο χέρι και κάνοντας το σταυρό τους. The last of the congregation came out of the church with their hat in their hands and making the sign of the cross. Ανάμεσα στους ανθρώπους του λαού έβλεπες και μερικούς απ' την ανώτερη τάξη, δυο-τρεις κυρίες, έναν πολύ γέρο στρατηγό. Among the people you could see some of the upper class, two or three ladies, a very old general. Όλοι αυτοί έμεναν στον ξενώνα. All these people were staying in the guesthouse. Οι ζητιάνοι τριγύρισαν αμέσως τους επισκέπτες μας μα κανένας απ' αυτούς δεν τους έδωσε τίποτα. The beggars immediately went around our guests but none of them gave them anything. Μονάχα ο Πετρούσα Καλγκάνοβ έβγαλε από το πορτοφόλι του δέκα καπίκια και, βιαστικός και συγχυσμένος, ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο, τα γλίστρησε γρήγορα-γρήγορα στο χέρι μιας χωρικής, λέγοντάς της: «να τα μοιράσετε δίκαια». Only Petrousha Kalganov took out of his wallet ten capics and, hurriedly and confused, God knows why, he quickly slipped them into the hand of a peasant woman, telling her: "divide them fairly." Κανένας απ' τους συντρόφους του δεν του 'κανε καμιά παρατήρηση γι' αυτό, ώστε δεν υπήρχε λόγος να συγχυστεί. None of his companions made any remarks about it, so there was no reason for him to be upset. Μα βλέποντας πως κανείς δεν του λέει τίποτα, συγχύστηκε ακόμα περισσότερο. But seeing that no one said anything to him, he was even more confused.

Ήταν παράξενο όμως. It was strange though. Κανονικά έπρεπε να τους περιμένουν, ίσως μάλιστα θα 'πρεπε να τους υποδεχτούν και κάπως τιμητικά. Normally they should have been expected, perhaps they should have been given a somewhat honourable welcome. Ένας απ' αυτούς δεν ήταν πολύς καιρός που 'χε κάνει μια δωρεά στο μοναστήρι, χίλια ρούβλια, κι ο άλλος ήταν πλουσιότατος κτηματίας και πολύ μορφωμένος άνθρωπος (που λέει ο λόγος) που απ' αυτόν εξαρτιόνταν, ως ένα σημείο, όλοι τους στο ζήτημα της αλιείας στον ποταμό, αν τυχόν κι έπαιρνε άλλη τροπή η δίκη. One of them had not long ago made a donation to the monastery, a thousand roubles, and the other was a wealthy landowner and a very educated man (so the story goes) on whom, to a certain extent, all of them depended in the matter of fishing in the river, if the trial should take a different turn. Μα να που παρ' όλ' αυτά δεν τους υποδέχεται κανένα απ' τα επίσημα πρόσωπα. But here they are, despite all this, not welcomed by any of the officials. Ο Μιούσοβ κοίταζε αφηρημένα τις ταφόπετρες δίπλα στην εκκλησία και ήταν έτοιμος να παρατηρήσει πως αυτοί οι τάφοι θα κόστισαν αρκετά ακριβά σε κείνους που θελήσανε ν' αποχτήσουν το δικαίωμα να θάψουν τους δικούς τους σ' ένα τέτοιο «άγιο» μέρος. Mushov looked absently at the gravestones beside the church and was ready to observe that these graves would have cost quite dearly to those who wished to claim the right to bury their people in such a "holy" place. Όμως δεν είπε τίποτα: Η απλή λιμπεραλιστική ειρωνεία του άρχισε να μεταβάλλεται εντός του σχεδόν σε θυμό. But he said nothing: His simple libertarian irony began to turn within him almost to anger.

— Διάβολε, ποιόν θα μπορούσαμε λοιπόν να ρωτήσουμε σε τούτη δω την ακαταστασία... Θα πρέπει κάτι ν' αποφασίσουμε γιατί η ώρα περνάει, πρόφερε ξαφνικά σα να τα 'λεγε στον εαυτό του. - Damn, who could we ask in this mess... We'll have to decide something because the time is running out, he said suddenly as if to himself.

Αναπάντεχα τους πλησίασε ένας ηλικιωμένος, φαλακρός κύριος, που φόραγε ένα φαρδύ καλοκαιριάτικο παλτό. They were unexpectedly approached by an elderly, balding gentleman wearing a loose summer coat. Τα ματάκια του ήταν όλο γλύκα. His little eyes were full of sweetness. Έβγαλε το καπέλο του και γλείφοντας τα χείλη του συστήθηκε σ' όλους. He took off his hat and licked his lips and introduced himself to everyone. Ήταν ο Μαξίμοβ, τσιφλικάς απ' την περιοχή της Τούλας. It was Maximov, a chifleman from the Tula region. Προθυμοποιήθηκε στη στιγμή να βοηθήσει τους επισκέπτες μας. He volunteered at a moment's notice to help our guests.

— Ο στάρετς Ζωσιμάς ζει μέσα στη σκήτη, κλεισμένος, δίχως να βγαίνει ποτέ έξω. - The starlet Zosimas lives inside the skete, locked up, never coming out. Κάπου τετρακόσια βήματα απ' το μοναστήρι. About four hundred steps from the monastery. Θα περάσετε το δασάκι, το δασάκι... You'll pass the woods, the woods...

— Πως θα περάσουμε από δάσος αυτό το ξέρω κι εγώ, του απάντησε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, όμως δε θυμόμαστε και πολύ καλά το δρόμο, πέρασε καιρός από τότε που ξανάρθαμε. - How we will pass through the forest, I know that too, Fiodor Pavlovic replied, but we don't remember the road very well, it's been a long time since we came back.

— Να, θα βγείτε απ' αυτή την πύλη και θα τραβήξετε ίσα, απ' το δασάκι... απ' το δασάκι... Πάμε. - Here, you're going to come out of this gate and pull straight through the woods... through the woods... through the woods... Let's go. Αν θέλετε... μπορώ εγώ... μπορώ... Να, από δω, από δω... If you want... I can... I can... Here, this way, this way...

Βγήκανε απ' την πύλη και προχώρησαν μέσα στο δάσος. They came out of the gate and proceeded into the forest. Ο τσιφλικάς Μαξίμοβ, κάπου εξήντα χρονών άνθρωπος, περπατούσε ή μάλλον έτρεχε δίπλα τους, παρατηρώντας τους όλους με μια πυρετώδικη, σχεδόν παθιασμένη περιέργεια. The chifleman Maximov, a man of some sixty years of age, walked, or rather ran, beside them, observing them all with a feverish, almost passionate curiosity. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί σχεδόν απ' τις κόχες τους. His eyes had almost popped out of their sockets.

— Θα πρέπει να σας πω πως πηγαίνουμε σ ' αυτόν τον στάρετς για μια προσωπική μας υπόθεση, παρατήρησε αυστηρά ο Μιούσοβ. - 'I must tell you that we are going to this starlet on a personal matter,' observed Mushov sternly. Πήραμε σα να λέμε ακρόαση απ' το «εν λόγω πρόσωπο» και γι' αυτό, αν και σας είμαστε ευγνώμονες που μας δείξατε το δρόμο, δε θα μπορούσαμε να σας προσκαλέσουμε να μπείτε και σεις μαζί μας. We have received an audience, as it were, from "that person" and so, although we are grateful to you for showing us the way, we could not invite you to join us.

— Έχω πάει, έχω πάει, έχω πάει εκεί... Un chevalier parfait! - I've been there, I've been there, I've been there... Un chevalier parfait! (Ένας τέλειος ιππότης!) (A perfect knight!) κι ο τσιφλικάς εξαπέλυσε μια στράκα με τα δάχτυλά του. and the chiffchaff unleashed a strike with his fingers.

— Ποιος είναι ο chevalier; ρώτησε ο Μιούσοβ. - Who is the chevalier?" asked Musov.

— Ο στάρετς, ο υπέροχος στάρετς, ο στάρετς... Η τιμή και η δόξα του μοναστηριού. - The starlet, the wonderful starlet, the starlet... The honor and glory of the monastery. Ο Ζωσιμάς. Zosimas. Είν' ένας τέτοιος στάρετς που... He's the kind of starlet that...

Μα έκοψε τη φλυαρία του γιατί τους πρόφτασε ένας καλόγερος. But he stopped his chatter because a monk caught up with them. Φόραγε μια κουκούλα, ήταν κάπως κοντός, πολύ ωχρός κι αδύνατος. He wore a hood, he was kind of short, very pale and thin. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς κι ο Μιούσοβ σταμάτησαν. Fiodor Pavlovic and Musov stopped. Ο καλόγερος έκανε μια εξαιρετικά ευγενική, σχεδόν βαθιά υπόκλιση και είπε. The monk made an extremely polite, almost profound bow and said.

— Ο πάτερ ηγούμενος σας παρακαλεί ταπεινά όλους σας, κύριοι, να έρθετε και να γευματίσετε μαζί του μετά την επίσκεψή σας στη σκήτη. - The abbot humbly invites all of you, gentlemen, to come and have lunch with him after your visit to the skete. Κάθεται στο τραπέζι όχι αργότερα απ' τη μία. He sits at the table no later than one o'clock. Και σας επίσης, σας προσκαλεί, είπε στρέφοντας στον Μαξίμοβ. And you too, he invites you," he said, turning to Maximov. — Θα 'ρθω οπωσδήποτε! - I'll definitely come! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς που τον χαροποίησε τρομερά η πρόσκληση. shouted Fiodor Pavlovic, who was delighted by the invitation. Οπωσδήποτε. Absolutely. Και, ξέρετε, όλοι μας έχουμε δώσει το λόγο μας να φερθούμε δω πέρα καθωσπρέπει... Εσείς, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, θα μας τιμήσετε; — Και γιατί όχι; Αφού μάλιστα ήρθα δω πέρα ακριβώς για να δω όλες τους τις συνήθειες. And, you know, we've all given our word that we're going to behave properly here... And you, Pyotr Alexandrovich, will you honor us? And why not? I came here to see all their habits. Ένα πράμα μονάχα με κάνει να διστάζω. Only one thing makes me hesitate. Το πως δηλαδή είστε και σεις μαζί μου τώρα, Φιόντορ Παύλοβιτς... How you are with me now, Fyodor Pavlovich...

— Ναι, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν ήρθε ακόμα. - Yes, Dimitri Fyodorovich is not here yet.

— Κάλλιο να 'λειπε. - I wish he were gone. Μήπως νομίζετε τάχα πως μου είναι ευχάριστη η παρέα σας όταν, σαν να μην έφταναν όλα τ' άλλα, έχω και σας στο κεφάλι μου; Λοιπόν, θα 'ρθουμε στο γεύμα. Do you think I enjoy your company when, as if everything else were not enough, I have you on my head? Well, we'll come to lunch. Μεταβιβάστε τις ευχαριστίες μας στον πάτερ ηγούμενο, —γύρισε κι είπε στον καλόγερο. Pass on our thanks to the abbot," he turned and said to the monk.

— Όχι, θα πρέπει πρώτα να σας οδηγήσω στον στάρετς, απάντησε κείνος. - "No, I must first take you to the starlet," he replied.

— Αφού είν' έτσι, εγώ στο μεταξύ θα πάω στον πάτερ ηγούμενο, άρχισε να λέει ο Μαξίμοβ. - Since that is so, I will go to the abbot in the meantime, Maximov began to say.

— Ο πάτερ ηγούμενος τούτη την ώρα είναι απασχολημένος, όμως πάλι όπως νομίζετε... πρόφερε αναποφάσιστα ο καλόγερος. - The abbot is busy at the moment, but again as you think... the monk said indecisively. — Φορτικότατος γεροντάκος, είπε φωναχτά ο Μιούσοβ όταν ο τσιφλικάς Μαξίμοβ ξαναπήρε τρέχοντας το δρόμο προς το μοναστήρι. - 'A most forbidding old man,' said Mushov aloud when the chifleman Maximov again took off running towards the monastery.

— Μοιάζει με τον φον Ζον, είπε αναπάντεχα ο Φιόντορ Παύλοβιτς. - He looks like von Zon, said Fiodor Pavlovic unexpectedly.

— Όλο κάτι τέτοια ξέρετε να λέτε... Από πού κι ως πού μοιάζει με τον φον Ζον; Τον είδατε ποτέ σας τον φον Ζον; - You always know how to say things like that... How does he look like Von Zon from where? Have you ever seen Von Zon?

— Είδα τη φωτογραφία του. - I saw his picture. Έχει μιαν ακαθόριστη ομοιότητα κι ας μη μοιάζουν τα χαρακτηριστικά τους. There is a vague resemblance even though their features are not similar. Ακριβώς, ίδια, σας λέω. Exactly the same, I tell you. Κάτι τέτοια πράματα τα καταλαβαίνω αμέσως κι από μόνη τη φυσιογνωμία. I can tell such things immediately by the physiognomy alone.

— Ίσως να 'χετε και δίκιο. - Maybe you're right. Εσείς είστε ειδικός σ' αυτά τα ζητήματα. You are an expert in these matters. Όμως να τι θα 'θελα να σας πω, Φιόντορ Παύλοβιτς: Μονάχος σας είχατε τώρα μόλις την καλοσύνη να μας υπενθυμίσετε πως δώσαμε το λόγο μας να φερθούμε μ' ευπρέπεια. But here's what I would like to tell you, Fyodor Pavlovich: Your monarch has just now been kind enough to remind us that we gave our word to behave with propriety. Μην το ξεχνάτε λοιπόν. So don't forget. Συγκρατηθείτε. Control yourselves. Γιατί δεν έχω σκοπό να με θεωρήσουν εδώ πέρα όμοιό σας, αν τυχόν κι αρχίσετε να κάνετε το γελωτοποιό... Είναι, βλέπετε, τέτοιος άνθρωπος, γύρισε και είπε στον καλόγερο, που φοβάμαι να παρουσιαστώ μαζί του σε καθωσπρέπει κόσμο. Because I'm not going to be considered one of your kind here, if you start making a fool of yourself. 'He is, you see, such a man,' he turned and said to the monk, 'that I am afraid to appear with him in a respectable world.

Πάνω στα χλωμά, αναιμικά χείλη του καλόγερου φάνηκε ένα λεπτό, σιωπηλό χαμόγελο που 'χε μια κάποια ιδιαίτερη πονηράδα. On the pale, anaemic lips of the monk there was a thin, silent smile that had a certain mischievousness. Όμως δεν απάντησε τίποτα και ήταν ολοφάνερο πως σώπαινε για να κρατήσει την προσωπική του αξιοπρέπεια. But he didn't answer anything and it was obvious that he was silent in order to keep his personal dignity. Ο Μιούσοβ στραβομουτσούνιασε ακόμα περισσότερο. Mushov pouted even more.

«Ω, που να τους πάρει ο διάολος όλους τους. "Oh, damn them all. Ξέρουν μονάχα μερικούς τρόπους που τους καλλιέργησαν αιώνες τώρα, μα στην πραγματικότητα όλα τούτα είναι τσαρλατανισμοί κι ανοησίες!» σκέφτηκε για μια στιγμή. They only know a few ways that have been cultivated for centuries, but in reality it's all charlatanism and nonsense!" he thought for a moment.

— Να η σκήτη, φτάσαμε! - There's the skete, we're here! φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Fiodor Pavlovic shouted. Η πύλη είναι κλειστή. The gate is closed.

Κι άρχισε να σταυροκοπιέται φαρδιά-πλατιά μπροστά στους άγιους που ήταν ζωγραφισμένοι πάνω απ' την πύλη του περίβολου και στα πλάγια της. And he began to cross himself broadly before the saints who were painted above the gate of the precinct and on its sides.

— Όταν πας σε ξένο μοναστήρι πρέπει να συμμορφώνεσαι με τους κανονισμούς του, παρατήρησε ύστερα. - When you go to a foreign monastery you have to abide by its rules, he observed. Είναι εικοσιπέντε όλοι κι όλοι οι άγιοι που σώζουν την ψυχή τους σ' αυτή τη σκήτη· κοιτάνε ο ένας τον άλλον και τρώνε λάχανα. There are twenty-five of them all, and all the saints who save their souls in this tabernacle; they look at each other and eat cabbage. Κι ούτε μια γυναίκα δεν περνάει τούτη την πύλη, νά ποιο είναι το αξιοπαρατήρητο. And not a woman passeth through this gate, and that is the remarkable thing. Πραγματικά έτσι γίνεται. That's really how it's done. Μονάχα, για στάσου. Just, wait a minute. Πώς λοιπόν άκουσα να λένε πως ο στάρετς δέχεται κυρίες; γύρισε κι είπε ξαφνικά στον καλόγερο. So how did I hear them say the starlet accepts ladies? he turned and said suddenly to the monk.

— Οι γυναίκες του λαού είναι και τώρα εδώ πέρα, να εκεί, δίπλα στο υπόστεγο κάθονται και περιμένουν. - The women of the people are here now too, there they are, sitting by the shed waiting. Μα για τις κυρίες της ανώτερης κοινωνίας έχουν φτιάξει έξω απ' τον περίβολο δυό δωματιάκια, νά, κείνα κει τα παράθυρα είναι, κι ο στάρετς πηγαίνει εκεί, όταν δεν είναι άρρωστος, απ' την εσωτερική είσοδο' πάντως κι έτσι βγαίνει απ' τον περίβολο. But for the ladies of high society they have built two small rooms outside the enclosure, there, those are the windows, and the starlet goes there, when he is not ill, through the inner entrance, and that's how he leaves the enclosure. Να, και τώρα περιμένει μια κυρία που 'χει χτήματα στην περιοχή του Χάρκοβου. There's a lady waiting now who has land in the Kharkiv area. Είναι η Χοχλάκοβα με την παράλυτη κόρη της. It's Khokhlakova with her paralyzed daughter. Φαίνεται πως υποσχέθηκε να πάει να τις δει, αν και τον τελευταίο καιρό έχει τόσο πολύ αδυνατίσει, που και στο λαό ακόμα σπάνια παρουσιάζεται. He seems to have promised to go and see them, though he has become so thin of late that he is still rarely seen by the people.

— Θα πει λοιπόν πως υπάρχει μολαταύτα ένα μονοπατάκι που ενώνει τις κυρίες με τη σκήτη. - So he will say that there is nevertheless a little path that connects the ladies with the skete. Μη νομίζετε πως βάζω τίποτα με το νου μου, άγιε πάτερ. Don't think I'm putting anything on my mind, holy father. Έτσι μονάχα το είπα. That's all I said. Ξέρετε στον Άθω, (τ' ακούσατε άραγε;) όχι μονάχα απαγορεύεται η επίσκεψη των γυναικών, μα ούτε καν επιτρέπεται να υπάρχουν κει πέρα γυναίκες είτε άλλα πλάσματα θηλυκά, όπως να πούμε κοτούλες, γαλοπούλες, γελαδίτσες... You know, on Athos, (have you heard?) not only is it forbidden for women to visit, but it is not even allowed to have women or other female creatures there, such as chickens, turkeys, cows...

— Φιόντορ Παύλοβιτς, θα γυρίσω πίσω και θα σας αφήσω μονάχο σας εδώ πέρα. - Fyodor Pavlovich, I'll go back and leave you alone here. Και χωρίς εμένα θα σας αρπάξουν απ' το γιακά και θα σας πετάξουν έξω. And without me they'll grab you by the collar and throw you out. Σας το προλέγω. I predict.

— Μα τι έκανα, Πιότρ Αλεξάντροβιτς; Για δέστε κει, φώναξε ξαφνικά, περνώντας τον περίβολο της σκήτης. - What have I done, Pyotr Alexandrovich? "Look at that," he cried suddenly, passing through the enclosure of the skete. Κοιτάχτε μέσα σε τί κοιλάδα τριαντάφυλλων ζούνε. Look in what a valley of roses they live in.

Πραγματικά, αν και τώρα δεν υπήρχαν τριαντάφυλλα, φαίνονταν παντού σπάνια και πολύ όμορφα χινοπωριάτικα λουλούδια, παντού όπου θα μπορούσανε να φυτευτούν. Indeed, although there were no roses now, there were rare and very beautiful snowdrop flowers everywhere, everywhere they could be planted. Φαίνεται πως τα περιποιόταν κάποιο έμπειρο χέρι. It looks like they were tended by an experienced hand. Οι ανθώνες ήταν φτιαγμένοι στους περίβολους των εκκλησιών κι ανάμεσα στους τάφους. The anthones were made in the churches' precincts and between the graves. Το σπιτάκι όπου βρισκόταν το κελί του στάρετς ήταν ξύλινο, μονόπατο, με μια γαλαρία μπροστά στην είσοδο. The little house where the starets' cell was located was wooden, one-roomed, with a gallery in front of the entrance. Το ζώνανε κι αυτό τα λουλούδια. The flowers lived that too.

— Υπήρχαν τάχα αυτά τα πράματα όταν ζούσε ο προηγούμενος στάρετς, ο Βαρσονόφιος; Λένε πως εκείνος δεν αγαπούσε τις λεπτότητες, πηδούσε απάνω και χτύπαγε μ' ένα ξύλο και τις γυναίκες ακόμα, είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς ανεβαίνοντας στο κατώφλι. - Did these things exist when the previous starlet, Barsonofius, was alive? They say he didn't like subtlety, he jumped up and beat women with a stick even," said Fyodor Pavlovich, stepping up to the threshold.

— Είν' αλήθεια πως μερικές φορές ο στάρετς Βαρσονόφιος έδινε την εντύπωση θεόληπτου. - It is true that sometimes the starlet Varsonofios sometimes gave the impression of being religious. Όμως διηγούνται και πολλές ανοησίες. But they also tell a lot of nonsense. Πάντως ποτέ του δε χτύπησε κανέναν με ξύλο, απάντησε ο καλόγερος. He never beat anyone with a stick, the monk replied. Και τώρα, κύριοι, περιμένετε λιγάκι, θα πάω να ειδοποιήσω πως φτάσατε. And now, gentlemen, wait a moment, I'll go and tell them you've arrived.

Φιόντορ Παύλοβιτς, για τελευταία φορά σας λέω να φερθείτε όπως αρμόζει. Fyodor Pavlovich, for the last time I'm telling you to behave properly. Μ' ακούτε; Αλλιώς θα μου το πληρώσετε, πρόφτασε να πει μιαν ακόμα φορά ο Μιούσοβ. Can you hear me? "Or you will pay for it," Mushov managed to say once more.

Με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σας έχει πιάσει τούτη η μεγάλη ταραχή, είπε κοροϊδευτικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς. "I can't understand in any way why you are in such a state of turmoil," said Fiodor Pavlovic mockingly. Η, μήπως τάχα φοβάστε τις αμαρτιούλες σας; Γιατί αυτός, καθώς λένε, κι απ' τα μάτια μονάχα καταλαβαίνει αμέσως για ποιο σκοπό έρχεται ο καθένας. Or, are you afraid of your little sins? For he, as they say, and by the eyes only, understands at once for what purpose every man comes. Όμως πώς το πάθατε και δίνετε τόση σημασία στη γνώμη τους, εσείς, ένας Παριζιάνος, ένας προοδευτικός κύριος; Μα την αλήθεια, με κάνετε κι απορώ! But how did you, a Parisian, a progressive gentleman, come to attach so much importance to their opinion? You make me wonder! Μα ο Μιούσοβ δεν πρόφτασε ν' απαντήσει σ' αυτό το σαρκασμό. But Mushov did not have time to respond to this sarcasm. Τους παρακαλέσανε να μπουν. They begged them to come in. Μπήκε κάπως εκνευρισμένος... He came in a little upset...

«Τώρα πια ξέρω προκαταβολικά τι θα συμβεί. "Now I know in advance what will happen. Είμαι εκνευρισμένος, θ' αρχίσω να καυγαδίζω... θα εξαφθώ και θα ταπεινώσω έτσι τον εαυτό μου και την ιδέα», σκέφτηκε. I'm upset, I'll start fighting... I'll disappear and humiliate myself and the idea," he thought.