×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 1. V. Οι Στάρετς

1. V. Οι Στάρετς

Ίσως να νομίσει κανείς απ' τους αναγνώστες πως ο νέος μου ήταν από φυσικού του αρρωστιάρης, εκστατικός, κακοφτιαγμένος, ένας ωχρός οραματιστής, ισχνός κι εξαντλημένος. Κάθε άλλο. Ο Αλιόσα ήταν εκείνο τον καιρό γεροδεμένος, με κόκκινα μάγουλα, με φωτεινό βλέμμα, όλος υγεία, πάνω στην άνθιση των δεκαεννιά του χρόνων. Κείνο τον καιρό ήταν μάλιστα πολύ όμορφος, με στητή κορμοστασιά, κάπως ψηλός, καστανός, με κανονικό αν και κάπως μακρουλό πρόσωπο, με λαμπερά σκουρόγκριζα μάτια, αρκετά μακριά το 'να απ' τ' άλλο, και φαινόταν πάντα πολύ σκεφτικός και ήρεμος. Θα βρεθεί ίσως κάποιος να πει πως τα κόκκινα μάγουλα δεν μπορούνε να εμποδίσουν έναν άνθρωπο να γίνει φανατικός και μυστικιστής. Όμως εγώ νομίζω πως ο Αλιόσα ήταν περισσότερο θετικιστής από κάθε άλλον. Στο μοναστήρι και βέβαια πίστευε στα θαύματα, μα κατά την γνώμη μου, τα θαύματα ποτέ δε θα μπορέσουν να ταράξουν έναν θετικιστή. Δεν είναι τα θαύματα που κάνουν τον θετικιστή να πιστέψει. Ο πραγματικός θετικιστής, όταν είναι άπιστος, πάντα θα βρει μέσα του τη δύναμη να μην πιστέψει ούτε και το θαύμα- κι αν το θαύμα γίνει μπροστά στα μάτια του, θα προτιμήσει να μην πιστέψει στις αισθήσεις του παρά να παραδεχτεί το γεγονός. Κι αν ακόμα το παραδεχτεί, θα το παραδεχτεί σαν φυσικό γεγονός άγνωστο ως τα τότε. Στον θετικιστή δε γεννιέται η πίστη απ' το θαύμα μα το θαύμα απ' την πίστη. Αν ο θετικιστής πιστέψει μια φορά, τότε, ακριβώς εξαιτίας του θετικισμού του, πρέπει να παραδεχτεί και το θαύμα. Ο απόστολος Θωμάς είπε πως δε θα πιστέψει προτού δει, κι όταν είδε, είπε: «Κύριε και Θεέ μου!» Το θαύμα τον ανάγκασε τάχα να πιστέψει; Το πιθανότερο είναι πως όχι. Πίστεψε μόνο και μόνο γιατί ήθελε να πιστέψει, και ίσως να πίστευε κιόλας στα μύχια της ψυχής του, ακόμα και τότε που πρόφερε τούτες τις λέξεις: «Δε θα πιστέψω προτού δω».

Ίσως θα πουν πως ο Αλιόσα ήταν κουτός, δεν ήταν ανεπτυγμένος, δεν τελείωσε τις σπουδές του κ.τ.λ. Το πως δεν τέλειωσε τις σπουδές του αυτό ήταν αλήθεια, μα αν έλεγε κανείς πως ήταν κουτός ή ανόητος, θα 'χε μεγάλο άδικο. Θα επαναλάβω μονάχα αυτό που είπα και πιο πάνω: Πως διάλεξε τούτο το δρόμο μόνο και μόνο γιατί κείνο τον καιρό αυτός μονάχα του 'κανε εντύπωση και του φάνηκε αναπάντεχα πως ήταν η ιδανική διέξοδος για την ψυχή του που προσπαθούσε να ξεφύγει απ' το σκοτάδι προς το φως. Προσθέστε πως ήταν ένας έφηβος της εποχής μας, δηλαδή τίμιος από φυσικού του, που απαιτούσε την αλήθεια, που τη γύρευε και πίστευε σ' αυτήν. Κι αφού πίστεψε πια, είχε ανάγκη να συμμετάσχει στην ουσία της μ' όλη του την ψυχή, είχε ανάγκη να κάνει σύντομα κάποιον άθλο με την ακατάσχετη επιθυμία να τα θυσιάσει όλα γι' αυτό τον άθλο, ακόμα και τη ζωή του. Δυστυχώς αυτοί οι νεαροί δεν καταλαβαίνουν πως ίσως-ίσως η θυσία της ζωής να 'ναι το ευκολότερο πράμα, στις περισσότερες απ' αυτές τις περιπτώσεις, και πως θα 'ταν πολύ σημαντικότερο αν θυσιάζανε λόγου χάρη πέντε-έζη χρόνια απ' τα φλογερά τους νιάτα για μια δύσκολη, επίπονη μόρφωση, για την επιστήμη, έστω και με μοναδικό σκοπό να δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους για την εξυπηρέτηση της ίδιας εκείνης αλήθειας και του ίδιου εκείνου άθλου που αγάπησαν και βάλανε σκοπό τους να πραγματοποιήσουν. Κι όμως μια τέτοια θυσία για πολλούς απ' αυτούς είναι ανώτερη απ' τις δυνάμεις τους. Ο Αλιόσα το μόνο που έκανε ήταν να διαλέξει τον αντίθετο δρόμο απ' όλους, έχοντας όμως την ίδια δίψα να πραγματοποιήσει γρήγορα έναν άθλο. Αφού σκέφτηκε σοβαρά και πείστηκε πως υπάρχει αθανασία και Θεός, είπε με τον πιο φυσικό τρόπο στον εαυτό του: «Θέλω να ζήσω για την αθανασία. Δεν παραδέχομαι τις μέσες λύσεις». Έτσι ακριβώς θα φερόταν αν είχε αποφασίσει πως δεν υπάρχει αθανασία και Θεός: Θα πήγαινε στους αθεϊστές και στους σοσιαλιστές (γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι μονάχα ένα εργατικό ζήτημα, ή, όπως το λένε, της Τέταρτης Τάξης, μα είναι κυρίως ένα αθεϊστικό ζήτημα, ζήτημα της σύγχρονης ενσάρκωσης του αθεϊσμού, ζήτημα του πύργου της Βαβέλ, που χτίζεται ακριβώς δίχως Θεό και γίνεται όχι για να φτάσουμε τον ουρανό απ' τη γη, μα για να κατεβάσουμε τον ουρανό στη γη). Ο Αλιόσα έβρισκε μάλιστα πως ήταν αταίριαστο κι αδύνατο να ζει όπως πρώτα. Έχει ειπωθεί: «Εί θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δός πτωχούς... και δεύρο ακολούθει μοι». Κι ο Αλιόσα σκέφτηκε: «Δεν μπορώ να δώσω αντί για όλα τα "υπάρχοντα” μονάχα δυό ρούβλια κι αντί για το "ακολουθεί μοι” να πηγαίνω μονάχα στην πρωινή λειτουργία». Ίσως κάτι να θυμόταν απ' τα παιδικά του χρόνια για το μοναστήρι μας, όπου μπορεί να τον πήγαινε η μητέρα του να λειτουργηθεί. Ίσως να επιδράσανε και οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε μπροστά στο εικόνισμα, που προς αυτό τον ανύψωνε η σεληνιασμένη μητέρα του. Ήρθε τότε σκεφτικός στα μέρη μας ίσως μόνο και μόνο για να δει: Εδώ είναι τάχα όλα τα «υπάρχοντα» ή μήπως μονάχα τα δυό ρούβλια; Και — στο μοναστήρι συναπαντήθηκε με κείνον τον στάρετς...

Αυτός ο στάρετς, όπως το 'πα και παραπάνω, ήταν ο Ζωσιμάς. Μα θα πρέπει να πω δυο λόγια και να εξηγήσω τι είναι γενικά αυτοί οι «στάρετς» στα μοναστήρια μας και λυπάμαι που νιώθω τον εαυτό μου αναρμόδιο γι' αυτό το θέμα κι όχι αρκετά κατατοπισμένο. Θα προσπαθήσω όμως να τα ιστορήσω όπως μπορώ, σε γενικές γραμμές. Και πρώτα-πρώτα, οι ειδικοί και οι αρμόδιοι βεβαιώνουν πως οι στάρετς κι ο θεσμός τους εμφανίστηκαν στη χώρα μας, στα ρούσικα μοναστήρια, εδώ και λίγον καιρό, ούτε εκατό χρόνια, ενώ απ' την άλλη μεριά σ' όλη την ορθόδοξη Ανατολή, ειδικά στο όρος Σινά και στον Άθω, είναι πάνω από χίλια χρόνια που υπάρχουν. Βεβαιώνουν πως και σε μας, εδώ στη Ρωσία, υπήρχε ο θεσμός αυτός στα πολύ παλιά χρόνια ή κατά πάσαν πιθανότητα υπήρχε. Μα μετά τις συμφορές της Ρωσίας, την επιδρομή των Τατάρων, τις ταραχές, τη διακοπή των σχέσεων με την Ανατολή ύστερ' απ ' την πτώση της Κωνσταντινούπολης, αυτός ο θεσμός ξεχάστηκε στη χώρα μας και οι στάρετς εξαφανίστηκαν. Τον ξανάφερε αυτό το θεσμό ένας απ' τους μεγάλους ζηλωτές (έτσι τον λένε), ο Παίσιος Βελιτσκόβσκη και οι μαθητές του, μα και τώρ' ακόμα, ύστερ ' από εκατό σχεδόν χρόνια, υπάρχει σε πολύ λίγα μοναστήρια και μάλιστα κάποτε είχε υποστεί διωγμούς γιατί θεωρήθηκε απαράδεχτος νεωτερισμός για τη Ρωσία. Ιδιαίτερα ανθούσε στο φημισμένο ερημητήριο Κοζέλσκαγια Όπτινα. Πότε και ποιος τον έφερε στο δικό μας μοναστήρι δεν ξέρω, υπήρχε όμως κείνο τον καιρό ο τρίτος κιόλας διαδοχικά στάρετς, ο πάτερ Ζωσιμάς, μα κι αυτός βρισκότανε σχεδόν στα τελευταία του απ' την αδυναμία και τις αρρώστιες και δεν ξέρανε με ποιον να τον αντικαταστήσουν. Το ζήτημα ήταν σοβαρό γιατί το μοναστήρι μας δε φημιζότανε για κανέναν άλλο λόγο: Δεν είχε ούτε Άγια Λείψανα, ούτε θαυματουργά εικονίσματα, δεν είχε ούτε καν σπουδαία παράδοση που να 'ναι συνδεμένη με την ιστορία του Έθνους μας, δεν αναφερόταν πουθενά πως έκανε κάποιον ιστορικόν άθλο ή πως πρόσφερε υπηρεσίες στην πατρίδα. Την ακμή και τη φήμη του, που έφτασε και στην τελευταία άκρη της Ρωσίας, την απόχτησε ακριβώς επειδή είχε τους στάρετς που για να τους δουν και για να τους ακούσουν έρχονταν στα μέρη μας πλήθη ολόκληρα προσκυνητές απ' όλη τη Ρωσία, από χιλιάδες βέρστια μακριά. Τι είναι λοιπόν στάρετς; Στάρετς είναι αυτός που σας παίρνει την ψυχή σας, τη θέλησή σας στη δική του ψυχή και στη δική του θέληση. Εκλέγοντας τον στάρετς σας, απαρνιέστε τη θέλησή σας και την παραδίνετε σ' αυτόν με την υποχρέωση της πλέριας υπακοής, με πλέρια αυταπάρνηση. Αυτή τη δοκιμασία, αυτό το τρομερό σχολείο της ζωής, ο απαρνούμενος τον εαυτό του το αποδέχεται θεληματικά, με την ελπίδα πως ύστερ ' από μακρόχρονη δοκιμασία θα νικήσει τον εαυτό του· θα γίνει τόσο κύριος του εαυτού του με το μέσο της εφ' όρου ζωής υπακοής, που τελικά θα φτάσει πια στην απόλυτη ελευθερία, δηλαδή θα λευτερωθεί απ' τον εαυτό του, αποφεύγοντας έτσι τη μοίρα εκείνων που ζήσανε όλη τους τη ζωή δίχως ποτέ να βρουν τον εαυτό τους μέσα τους. Αυτός ο θεσμός των στάρετς, “δεν είναι μια εφεύρεση θεωρητική, μα γεννήθηκε στην Ανατολή απ' την πείρα που, στον καιρό μας, ξεπερνάει κιόλας τα χίλια χρόνια.

Οι υποχρεώσεις απέναντι στον στάρετς δεν είναι απλά και μόνο η «υπακοή» που πάντα υπήρχε στα ρούσικα μοναστήρια μας. Εδώ πρόκειται για μιαν αδιάκοπη εξομολόγηση στον στάρετς και για έναν αδιάρρηχτο δεσμό ανάμεσα στον εξουσιαστή και στον εξουσιαζόμενο. Διηγούνται λόγου χάρη πως μια φορά, στα πολύ παλιά χρόνια του χριστιανισμού, ένας τέτοιος δόκιμος, έφυγε απ' το μοναστήρι του και πήγε σ' άλλη χώρα, απ' τη Συρία στην Αίγυπτο, χωρίς να εκπληρώσει κάποια δοκιμασία που του επέβαλε ο στάρετς του. Εκεί, ύστερ ' από πολλούς και μεγάλους άθλους, αξιώθηκε τελικά να υποστεί μαρτύρια και να πεθάνει υπέρ πίστεως. Όταν η εκκλησία κήδευε το σώμα του, θεωρώντας τον πια άγιο, τότε, ξαφνικά, όταν ο διάκος αναφώνησε: « Όσοι κατηχούμενοι εξέλθετε», το φέρετρο με το λείψανο του μάρτυρα ξέφυγε απ' τη θέση του και πετάχτηκε έξω απ' το ναό. Αυτό έγινε τρεις φορές. Ώσπου τελικά μαθεύτηκε πως αυτός ο άγιος ασκητής είχε παραβεί τον όρκο υπακοής στον στάρετς του και είχε φύγει απ' αυτόν και γι' αυτό χωρίς την άφεση του στάρετς δεν μπορούσε να συγχωρεθεί παρ' όλους τους μεγάλους του άθλους. Και μονάχα όταν φώναξαν τον στάρετς κι αυτός τον απάλλαξε απ' τον όρκο υπακοής, μπόρεσε να γίνει η ταφή του. Φυσικά, όλ' αυτά είναι μονάχα ένας αρχαίος μύθος, να όμως κι ένα γεγονός που δεν είναι πολύς καιρός από τότε που συνέβη: Ένας σύγχρονός μας καλόγερος έσωζε την ψυχή του στον Άθω και ξαφνικά ο στάρετς του τον διέταξε να φύγει απ' αυτό το μέρος, που το 'χε αγαπήσει σαν κάτι το ιερό, σαν ήσυχο λιμάνι όπου θα μπορούσε να ξαποστάσει η ψυχή του, τον διέταξε να φύγει και να πάει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει τους Άγιους Τόπους και ύστερα να γυρίσει στη Ρωσία, στο Βορά, στη Σιβηρία: «Εκεί είναι η θέση σου κι όχι δω πέρα». Κατάπληχτος και περίλυπος μέχρι θανάτου ο καλόγερος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάστηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Τον ικέτεψε να τον απαλλάξει απ' τον όρκο του. Κι ο οικουμενικός αρχιερέας του απάντησε πως όχι μονάχα αυτός, ο Πατριάρχης, δεν μπορεί να τον απαλλάξει, μα πως και σ' όλο τον κόσμο δεν υπάρχει κι ούτε μπορεί να υπάρξει μια τέτοια εξουσία που θα μπορούσε να τον απαλλάξει απ' την υπακοή, μια και του την επέβαλε ο στάρετς. Μονάχα ο ίδιος ο στάρετς, που 'χε επιβάλει την υπακοή, είχε τούτη την εξουσία. Οι στάρετς λοιπόν είναι προικισμένοι με μιαν εξουσία που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απεριόριστη και ασύλληπτη. Να γιατί σχεδόν καταδιώχτηκε στην αρχή σε πολλά μοναστήρια μας ο θεσμός των στάρετς, όταν ξαναφάνηκε. Παρ' όλ' αυτά ο λαός άρχισε αμέσως να σέβεται πολύ τους στάρετς. Στους στάρετς του δικού μας μοναστηριού λόγου χάρη συνέρρεαν άνθρωποι του λαού και σπουδαία πρόσωπα με σκοπό να τους προσκυνήσουν, να τους εξομολογηθούν τις αμφιβολίες τους, τ' αμαρτήματά τους, τα πάθη τους και να ζητήσουν συμβουλές κι οδηγίες. Βλέποντάς το αυτό, οι εχθροί των στάρετς φωνάζανε, μαζί με τις άλλες κατηγορίες, πως μ' αυτό τον τρόπο εξευτελίζεται εσκεμμένα κι επιπόλαια το μυστήριο της εξομολόγησης, αν και οι ακατάπαυστες εξομολογήσεις του δόκιμου στον στάρετς του ή του κοσμικού ανθρώπου δε γίνονται υπό μορφήν θρησκευτικού μυστηρίου. Πάντως ο θεσμός των στάρετς ριζώθηκε και σιγά-σιγά μπαίνει σ' όλα τα ρούσικα μοναστήρια. Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε πως αυτό το δοκιμασμένο απ' τη χιλιόχρονη πείρα όπλο για την ηθική αναγέννηση του ανθρώπου, που θα τον φέρει απ' την σκλαβιά στην ελευθερία και στην ηθική τελείωση, μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι, έτσι που, αντί να οδηγήσει ορισμένους στην ταπείνωση και στην τελειωτική αυτοκυριαρχία, να τους οδηγήσει στην πιο σατανική περηφάνια, δηλαδή στη σκλαβιά αντί στην ελευθερία.

Ο στάρετς Ζωσιμάς ήταν κάπου εξηνταπέντε χρονών, από σόι τσιφλικάδων. Κάποτε, στα πολύ νεανικά του χρόνια, ήταν στρατιωτικός και υπηρέτησε σαν αξιωματικός στον Καύκασο. Δε χωράει αμφιβολία πως επέδρασε ισχυρά στον Αλιόσα μ' ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχής του. Ο Αλιόσα ζούσε στο ίδιο το κελί του στάρετς, που τον αγάπησε πολύ και τον άφησε να μείνει μαζί του. Πρέπει να σημειωθεί πως ο Αλιόσα, ζώντας τότε στο μοναστήρι, δεν είχε ακόμα δεσμευτεί με τίποτα, μπορούσε να βγαίνει και να πηγαίνει όπου ήθελε, ακόμα και για μέρες ολόκληρες, κι αν φόραγε το ράσο του, αυτό το 'κανε επειδή το 'θελε, για να μην ξεχωρίζει από κανέναν στο μοναστήρι. Φυσικά του άρεσε και του ίδιου να το φοράει. Μπορεί να επέδρασε πολύ στην εφηβική φαντασία του Αλιόσα αυτή η δύναμη και η δόξα που περιέβαλε τον στάρετς του. Λέγανε πολλοί πως ο στάρετς Ζωσιμάς, ακούγοντας τόσα χρόνια πια όλους εκείνους που έρχονταν να του ανοίξουν την καρδιά τους, που περίμεναν με λαχτάρα μια συμβουλή και μια παρηγοριά, απόχτησε τελικά μια τόσο λεπτή διορατικότητα —και τούτο γιατί η ψυχή του ήταν γεμάτη από τόσες εκμυστηρεύσεις, τόσες μετάνοιες, τόσες ομολογίες — που ρίχνοντας ένα μονάχα βλέμμα στο πρόσωπο του άγνωστου επισκέπτη του μπορούσε να μαντέψει: για ποιο λόγο είχε έρθει, τι θέλει και μάλιστα τι είδους τύψεις βασανίζουν τη συνείδησή του κι έκανε τον καινουργιοφερμένο ν' απορεί, να μένει κατάπληχτος και να τρομάζει σχεδόν μερικές φορές που ο άλλος ήξερε τα μυστικά του πριν ακόμα εκείνος προφτάσει να πει λέξη. Ταυτόχρονα όμως, ο Αλιόσα παρατηρούσε πως πολλοί, όλοι πάνω-κάτω, που μπαίνανε για πρώτη φορά στο κελί του στάρετς για να του μιλήσουν, φοβισμένοι, κι ανήσυχοι, βγαίνανε σχεδόν πάντα με φωτεινό και χαρούμενο πρόσωπο. Και η πιο σκυθρωπή όψη μεταβαλλόταν σ' ευτυχισμένη. Στον Αλιόσα έκανε κατάπληξη και τούτο: Ο στάρετς δεν ήταν καθόλου αυστηρός. Απεναντίας, φερότανε σχεδόν πάντοτε πρόσχαρα. Οι καλόγεροι λέγανε πως βάζει στην καρδιά του κείνον ακριβώς που είναι πιο αμαρτωλός κι αγαπάει πιότερο απ' όλους κείνον που αμάρτησε περισσότερο. Βρίσκονταν μερικοί καλόγεροι που τον μισούσαν και τον ζήλευαν και στα τελευταία ακόμα χρόνια της ζωής του, μα αυτοί όσο πήγαινε και λιγόστευαν και σώπαιναν, αν κι ανάμεσά τους ήταν και κάμποσα σπουδαία και φημισμένα πρόσωπα του μοναστηριού, όπως λόγου χάρη ένας απ' τους παλιότερους μοναχούς, εξαιρετικός νηστευτής και σιωπών. Μα η μεγάλη πλειονότητα ήταν πια αναμφισβήτητα με το μέρος του στάρετς Ζωσιμά και πολλοί τον αγαπούσαν κιόλας μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς τους, φλογερά και ειλικρινά. Μερικοί είχαν δεθεί μαζί του σχεδόν φανατικά. Αυτοί το λέγανε απερίφραστα, όχι και πολύ φωναχτά εδώ που τα λέμε, πως είναι άγιος, πως γι' αυτό δε χωράει πια αμφιβολία και, προβλέποντας το σύντομο τέλος του, περιμένανε να γίνουν θαύματα που θα δόξαζαν όπου να 'ναι το μοναστήρι. Ο Αλιόσα πίστευε στη θαυματουργό δύναμη του στάρετς το ίδιο τυφλά, όπως ακριβώς πίστευε και στο φέρετρο που πετούσε κι έβγαινε απ' την εκκλησία. Έβλεπε πολλούς από κείνους που έρχονταν με τ' άρρωστα παιδιά τους ή με τους ηλικιωμένους συγγενείς και ικέτευαν τον στάρετς να βάλει πάνω τους το χέρι του και να τους διαβάσει μια προσευχή, να ξανάρχονται γρήγορα, μερικοί μάλιστα και την άλλη κιόλας μέρα, και να πέφτουν με δακρυσμένα μάτια στα γόνατα μπροστά στον στάρετς, ευχαριστώντας τον γιατί γιάτρεψε τους δικούς τους. Ο Αλιόσα δεν ενδιαφερόταν αν επρόκειτο για θαύμα ή αν η καλυτέρευση οφειλόταν απλώς στη φυσική εξέλιξη της αρρώστιας. Και τούτο γιατί πίστευε πια εντελώς στην ψυχική δύναμη του δασκάλου του και θεωρούσε τη δόξα του σαν δικό του θρίαμβο. Η καρδιά του σκιρτούσε ιδιαίτερα και το πρόσωπό του λαμποκοπούσε όταν ο στάρετς εμφανιζόταν μπροστά στο πλήθος των προσκυνητών, που τον περίμενε κάτω στην πόρτα της σκήτης. Τούτοι οι απλοί άνθρωποι συνέρρεαν απ' όλη τη Ρωσία με μοναδικό σκοπό να δουν τον στάρετς και να πάρουν την ευλογία του. Τον προσκυνούσαν γονατιστοί, κλαίγανε, φιλούσαν τα πόδια του και το χώμα όπου πατούσε, στενάζανε, οι γυναίκες ύψωναν προς αυτόν τα παιδιά τους, φέρνανε κοντά του άρρωστες, σεληνιασμένες. Ο στάρετς μίλαγε μαζί τους, τους διάβαζε μια σύντομη προσευχή, τους ευλογούσε και τους άφηνε να φύγουν. Τον τελευταίο καιρό είχε τόσο αδυνατίσει απ' τις κρίσεις της αρρώστιας του, που δεν είχε τη δύναμη να βγει απ' το κελί του και οι προσκυνητές καμιά φορά περιμένανε στο μοναστήρι μέρες ολάκερες για να τον δουν. Ο Αλιόσα δεν απορούσε καθόλου που τον αγαπούσαν τόσο πολύ, που τον προσκυνούσαν γονατιστοί και κλαίγανε από συγκίνηση, έφτανε μονάχα να δουν το πρόσωπό του. Ω, καταλάβαινε πολύ καλά πως για την ταπεινόφρονη ψυχή του ρούσικου λαού, τη βασανισμένη απ' το μόχτο και την πίκρα και, το κυριότερο, απ' την παντοτινή αδικία και το παντοτινό αμάρτημα, τόσο το δικό του όσο και το παγκόσμιο, δεν υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη και παρηγοριά απ' το ν' αποχτήσει κάτι το ιερό ή έναν άγιο για να πέσει μπροστά του και να τον προσκυνήσει: «Ας είμαστε μείς αμαρτωλοί, ας κολυμπάμε στο ψέμα κι ας μας τριγυρίζει ο πειρασμός. Κάπου σ' αυτό τον κόσμο, σε κάποιο μέρος, υπάρχει ένας άγιος. Αυτός ζει μέσα στην αλήθεια, ξέρει την αλήθεια. Πάει να πει πως δεν πεθαίνει η αλήθεια στον κόσμο κι έτσι θα 'ρθει κάποτε και σε μας και θα ξαναδοθεί σ' όλους τους ανθρώπους όπως μας είναι υποσχεμένο». Ο Αλιόσα το 'ξερε πως έτσι ακριβώς το νιώθει και το σκέφτεται ο λαός, το καταλάβαινε, και δεν αμφέβαλε καθόλου πως αυτός ακριβώς ο στάρετς είναι ο άγιος κι ο θεματοφύλακας της θεϊκής αλήθειας στα μάτια του λαού.

Πίστευε κι αυτός αυτό που πιστεύαν οι μουζίκοι, που κλαίγανε, και οι άρρωστες γυναίκες τους, που υψώνανε προς το μέρος του στάρετς τα παιδιά τους. Ο Αλιόσα ήταν ίσως περισσότερο από κάθε άλλον βέβαιος πως, όταν ο στάρετς θ' αποδημήσει, το μοναστήρι θα γνωρίσει την πιο εξαιρετική δόξα. Γενικά, τούτον τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο φούντωνε στην καρδιά του κάποιος φλογερός, εσώτερος ενθουσιασμός. Δεν τον έκανε να αλλάξει γνώμη ούτε και το γεγονός πως ο στάρετς, όπως και να 'ναι, ήταν ένας μονάχα: «Το ίδιο κάνει. Είναι άγιος, έχει στην καρδιά του το μυστικό της αναγέννησης όλων των ανθρώπων, έχει κείνη τη δύναμη που θα θεμελιώσει επιτέλους την αλήθεια στον κόσμο και θα γίνουν όλοι άγιοι και θ' αγαπάνε ο ένας τον άλλον και δε θα υπάρχουν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί, ούτε αλαζόνες, ούτε ταπεινοί, μα θα 'ναι όλοι σαν παιδιά του Θεού και θα 'ρθει η αληθινή βασιλεία του Χριστού». Να τι ονειρευόταν η καρδιά του Αλιόσα.

Φαίνεται πως ο ερχομός των αδερφών του, που ως τα τότε δεν τους ήξερε καθόλου, έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αλιόσα. Με τον αδερφό του τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς συνδέθηκε πιο γρήγορα και πιο στενά παρά με τον άλλον, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς (τον ομομήτριο), παρ' όλο που ο πρώτος είχε έρθει αργότερα. Ενδιαφερόταν τρομερά να γνωρίσει τον αδερφό του Ιβάν, μα νά που τούτος ζούσε δυό μήνες κι όλας κει πέρα κι όμως δεν τα καταφέρανε να συνδεθούν αν και βλέπονταν συχνά:

Ο Αλιόσα ήταν κι από μόνος του λιγομίλητος κι όλο σάμπως κάτι να περίμενε, σάμπως κάτι να ντρεπόταν, κι ο αδερφός του Ιβάν, αν κι ο Αλιόσα παρατήρησε στην αρχή πως τον κοίταζε επίμονα και περίεργα, σύντομα φαίνεται πως έπαψε και να τον σκέφτεται. Ο Αλιόσα το παρατήρησε αυτό με κάποια στεναχώρια. Απόδωσε την αδιαφορία του αδερφού του στη διαφορά της ηλικίας κι ακόμα περισσότερο στη διαφορά της μόρφωσης. Μα έβαζε κι άλλα με το νου του ο Αλιόσα: το ότι αδιαφορούσε σχεδόν γι' αυτόν και δε νοιαζόταν καθόλου για τη ζωή του, ίσως να προερχόταν κι από κάτι άλλο, εντελώς άγνωστο στον Αλιόσα. Χωρίς κι αυτός να μπορεί να το εξηγήσει, του φαινόταν πως ο Ιβάν είναι απασχολημένος με κάτι, με κάτι εσώτερο και σπουδαίο, πως θέλει να φτάσει σε κάποιο σκοπό, ίσως πολύ δύσκολο, έτσι που δεν μπορούσε να χάνει τον καιρό του μαζί του. Και πως αυτό ακριβώς είναι η μοναδική αιτία που κάνει τον Ιβάν να τον κοιτάει αφηρημένα. Καμιά φορά, ο Αλιόσα σκεφτόταν και τούτο: Μην υπήρχε τάχα κάποια περιφρόνηση γι' αυτόν τον ανοητούλη δόκιμο από μέρος του μορφωμένου αθεϊστή; Το 'ξερε θετικά πως ο αδερφός του είναι αθεϊστής. Μα κι αν ακόμα υπήρχε αυτή η περιφρόνηση δε θα μπορούσε να τον πειράξει. Κι όμως περίμενε με κάποια ταραχή, που ούτε κι ο ίδιος δεν μπορούσε να την εξηγήσει στον εαυτό του, τη στιγμή που ο αδερφός του θα 'δειχνε κάποιαν επιθυμία να τον πλησιάσει περισσότερο. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς εκφραζότανε για τον αδερφό του Ιβάν με βαθύτατο σεβασμό, μίλαγε γι' αυτόν με κάποιαν ιδιαίτερη κατάνυξη. Απ' αυτόν έμαθε ο Αλιόσα όλες τις λεπτομέρειες κείνης της σπουδαίας υπόθεσης που ένωσε τον τελευταίο καιρό τους δυό μεγαλύτερους αδερφούς του μ' έναν τόσο στενό κι αξιοθαύμαστο δεσμό. Τις ενθουσιαστικές εκφράσεις του Ντιμήτρι για τον αδερφό τους Ιβάν, ο Αλιόσα τις έβρισκε πολύ χαρακτηριστικές και για τούτο το λόγο: επειδή ο Ντιμήτρι ήταν σχεδόν αμόρφωτος σε σύγκριση με τον Ιβάν και είχαν μια τόσο αντίθετη προσωπικότητα και τόσο αντίθετο χαρακτήρα, που ίσως να 'ταν αδύνατο και να φανταστεί κανείς δυο πιο αταίριαστους ανθρώπους.

Κείνον ακριβώς τον καιρό πραγματοποιήθηκε η συνάντηση ή, για να το πούμε καλύτερα, η οικογενειακή συνάθροιση όλων των μελών αυτής της αταίριαστης φαμίλιας στο κελί του στάρετς που 'χε τόσην επίδραση στον Αλιόσα. Η αφορμή αυτής της συνάθροισης ήταν, αν το καλοσκεφτεί κανείς, φτιαχτή: κείνον ακριβώς τον καιρό οι διαφωνίες για την κληρονομιά και τα περιουσιακά ζητήματα ανάμεσα στον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και στον πατέρα του, τον Φιόντορ Παύλοβιτς, έφτασαν, καθώς φαίνεται, στην πιο μεγάλη οξύτητα. Οι σχέσεις τους κατάντησαν αφόρητες. Νομίζω πως πρώτος ο Φιόντορ Παύλοβιτς, και μου φαίνεται έτσι στ' αστεία, έριξε την ιδέα να μαζευτούν όλοι στο κελί του πάτερ Ζωσιμά και, έστω και χωρίς να ζητήσουν την άμεση μεσολάβησή του, να τα συμφωνήσουν με κάποια μεγαλύτερη ευπρέπεια, μια και μονάχα το αξίωμα και η προσωπικότητα του στάρετς θα μπορούσε να τους επιβληθεί και να 'χει πάνω τους συμφιλιωτική επίδραση. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, που δεν είχε πάει ποτέ του στον στάρετς και που ούτε καν τον είχε δει, σκέφτηκε φυσικά πως θέλουν να τον φοβίσουν κάπως μ' αυτόν. Μα επειδή κι ο ίδιος κατηγορούσε τον εαυτό του για τα πολλά απότομα φερσίματά του στους καυγάδες με τον πατέρα του τον τελευταίο καιρό, δέχτηκε την πρόκληση. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως αυτός δε ζούσε στο σπίτι του πατέρα του όπως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μα χώρια, στην άλλη άκρη της πολιτείας. Συνέβη τότε να ζει στα μέρη μας, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ. Η ιδέα του Φιόντορ Παύλοβιτς του άρεσε. Ο λιμπεραλίστας του 1840-1850, ο ελευθερόφρων αθεϊστής, από πλήξη ίσως, μα ίσως κι από επιπόλαιη επιθυμία να διασκεδάσει, πήρε μέρος μ' εξαιρετικό ενδιαφέρον σ' αυτή την υπόθεση. Του 'ρθε ξαφνικά η όρεξη να δει το μοναστήρι και τον «άγιο». Επειδή συνεχίζονταν ακόμα οι μακροχρόνιες διαφορές του με το μοναστήρι κι εξακολουθούσε ακόμα η δίκη για τα σύνορα των χτημάτων τους και για κάτι δικαιώματα υλοτομίας, στο δάσος και αλιείας στο ποτάμι κ.τ.λ., βιάστηκε κι αυτός να επωφεληθεί με τη δικαιολογία πως θα 'θελε να συνεννοηθεί ο ίδιος με τον πάτερ-ηγούμενο: Δεν υπήρχε τάχα κανένας τρόπος να τελειώσουν φιλικά τους καυγάδες τους; Φυσικά, έναν τέτοιον επισκέπτη με τόσο καλούς σκοπούς θα τον υποδέχονταν καλύτερα και προσεχτικότερα παρά έναν οποιονδήποτε που θα πήγαινε από απλή περιέργεια. Γι' αυτό ακριβώς τα κατάφερε το μοναστήρι κι έπεισε τον άρρωστο στάρετς να τους δεχτεί, ενώ αυτός, τούτο τον τελευταίο καιρό, δεν έβγαινε καθόλου απ' το κελί του κι αρνιότανε να δει ακόμα και τους ταχτικούς του επισκέπτες. Ο στάρετς έδωσε στο τέλος τη συγκατάθεσή του κι ορίστηκε η μέρα. «Ποιος μ' έβαλε να μοιράσω τα υπάρχοντά τους;» είπε μονάχα μ' ένα χαμόγελο στον Αλιόσα.

Όταν έμαθε για τη συνάντηση, ο Αλιόσα ταράχτηκε πολύ. Απ' όλους αυτούς τους αντίδικους που όλο καυγάδιζαν, ασφαλώς μονάχα ο Ντιμήτρι μπορούσε να πάρει στα σοβαρά τούτη τη συνάθροιση. Οι άλλοι θα πήγαιναν με σκοπούς επιπόλαιους, ίσως και προσβλητικούς για τον στάρετς. Έτσι το 'βλεπε ο Αλιόσα. Ο αδερφός του ο Ιβάν κι ο Μιούσοβ θα 'ρθουν από περιέργεια, την πιο άξεστη ίσως, κι ο πατέρας για να παραστήσει και να κάνει το γελωτοποιό. Ω, αν και σώπαινε ο Αλιόσα, ήξερε πια αρκετά τον πατέρα του. Το ξαναλέω πως αυτός ο νέος δεν ήταν καθόλου τόσο αφελής όσο τον νομίζανε. Πρόσμενε με βαριά καρδιά την ορισμένη μέρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ποθούσε ολόψυχα να τελειώσουν κατά κάποιον τρόπο όλες αυτές οι οικογενειακές διαφορές. Όμως, παρ' όλ' αυτά, ανησυχούσε περισσότερο για τον στάρετς: έτρεμε γι' αυτόν, για τη δόξα του, φοβόταν πως θα τον προσβάλουν. Φοβόταν ιδιαίτερα τις λεπτές κι ευγενικές ειρωνείες του Μιούσοβ και τα αφ' υψηλού υπονοούμενα του Ιβάν με την ανώτερη μόρφωση. Έτσι τα φανταζόταν. Ήθελε μάλιστα να διακινδυνεύσει να προειδοποιήσει τον στάρετς, να του πει μερικά πράματα για τα πρόσωπα που μπορούσανε να 'ρθουν, μα σκέφτηκε καλύτερα και σώπασε. Ειδοποίησε μονάχα, την παραμονή της ορισμένης μέρας, μ' έναν γνωστό του, τον Ντιμήτρι πως τον αγαπάει πολύ και περιμένει να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ο Ντιμήτρι έπεσε σε συλλογή γιατί με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να θυμηθεί σαν τι να του 'χε υποσχεθεί κι απάντησε μονάχα μ' ένα γράμμα πως θα βάλει όλη του τη δύναμη να συγκρατηθεί και ν' αποφύγει «κάθε ποταπότητα» και πως, αν κι εκτιμάει βαθύτατα τον στάρετς και τον αδερφό τους Ιβάν, είναι βέβαιος πως ή του στήνουν κάποια παγίδα ή πρόκειται για κάποια αισχρή κωμωδία. «Παρ' όλ' αυτά θα προτιμήσω να καταπιώ τη γλώσσα μου παρά να δείξω ασέβεια στον άγιο μοναχό, που εσύ τον σέβεσαι τόσο πολύ», τέλειωνε ο Ντιμήτρι το γραμματάκι του. Τούτο το γράμμα δεν έδωσε και πολύ κουράγιο στον Αλιόσα


1. V. Οι Στάρετς 1. V. The Starets 1. V. Les starets 1. V.スターツ

Ίσως να νομίσει κανείς απ' τους αναγνώστες πως ο νέος μου ήταν από φυσικού του αρρωστιάρης, εκστατικός, κακοφτιαγμένος, ένας ωχρός οραματιστής, ισχνός κι εξαντλημένος. Perhaps some of the readers might think that my young man was naturally ill, ecstatic, ill-favoured, a pale visionary, thin and exhausted. Κάθε άλλο. Anything else. Ο Αλιόσα ήταν εκείνο τον καιρό γεροδεμένος, με κόκκινα μάγουλα, με φωτεινό βλέμμα, όλος υγεία, πάνω στην άνθιση των δεκαεννιά του χρόνων. Alyosha was at that time stout, red-cheeked, bright-eyed, all health, in the prime of his nineteen years. Κείνο τον καιρό ήταν μάλιστα πολύ όμορφος, με στητή κορμοστασιά, κάπως ψηλός, καστανός, με κανονικό αν και κάπως μακρουλό πρόσωπο, με λαμπερά σκουρόγκριζα μάτια, αρκετά μακριά το 'να απ' τ' άλλο, και φαινόταν πάντα πολύ σκεφτικός και ήρεμος. At that time he was very handsome, with a firm build, somewhat tall, brown, with a regular if somewhat long face, with bright dark eyes, quite apart from each other, and always looking very thoughtful and calm. Θα βρεθεί ίσως κάποιος να πει πως τα κόκκινα μάγουλα δεν μπορούνε να εμποδίσουν έναν άνθρωπο να γίνει φανατικός και μυστικιστής. Someone will perhaps be found to say that red cheeks cannot prevent a man from becoming a fanatic and mystic. Όμως εγώ νομίζω πως ο Αλιόσα ήταν περισσότερο θετικιστής από κάθε άλλον. But I think Alyosha was more of a positivist than anyone else. Στο μοναστήρι και βέβαια πίστευε στα θαύματα, μα κατά την γνώμη μου, τα θαύματα ποτέ δε θα μπορέσουν να ταράξουν έναν θετικιστή. In the monastery, of course he believed in miracles, but in my opinion, miracles can never shake a positivist. Δεν είναι τα θαύματα που κάνουν τον θετικιστή να πιστέψει. It is not the miracles that make the positivist believe. Ο πραγματικός θετικιστής, όταν είναι άπιστος, πάντα θα βρει μέσα του τη δύναμη να μην πιστέψει ούτε και το θαύμα- κι αν το θαύμα γίνει μπροστά στα μάτια του, θα προτιμήσει να μην πιστέψει στις αισθήσεις του παρά να παραδεχτεί το γεγονός. The true positivist, when he is an unbeliever, will always find in himself the power to disbelieve even a miracle; and if the miracle is performed before his eyes, he will prefer not to believe his senses than to admit the fact. Κι αν ακόμα το παραδεχτεί, θα το παραδεχτεί σαν φυσικό γεγονός άγνωστο ως τα τότε. And if he still admits it, he will admit it as a natural fact unknown until then. Στον θετικιστή δε γεννιέται η πίστη απ' το θαύμα μα το θαύμα απ' την πίστη. For the positivist, faith is not born of miracle, but miracle is born of faith. Αν ο θετικιστής πιστέψει μια φορά, τότε, ακριβώς εξαιτίας του θετικισμού του, πρέπει να παραδεχτεί και το θαύμα. If the positivist believes once, then, precisely because of his positivism, he must also admit the miracle. Ο απόστολος Θωμάς είπε πως δε θα πιστέψει προτού δει, κι όταν είδε, είπε: «Κύριε και Θεέ μου!» Το θαύμα τον ανάγκασε τάχα να πιστέψει; Το πιθανότερο είναι πως όχι. The apostle Thomas said he would not believe until he saw, and when he saw, he said: "My Lord and my God!" Did the miracle make him believe? Most likely not. Πίστεψε μόνο και μόνο γιατί ήθελε να πιστέψει, και ίσως να πίστευε κιόλας στα μύχια της ψυχής του, ακόμα και τότε που πρόφερε τούτες τις λέξεις: «Δε θα πιστέψω προτού δω». He believed only because he wanted to believe, and perhaps he believed in the depths of his soul, even when he uttered those words: "I will not believe until I see."

Ίσως θα πουν πως ο Αλιόσα ήταν κουτός, δεν ήταν ανεπτυγμένος, δεν τελείωσε τις σπουδές του κ.τ.λ. Perhaps they will say that Aliosha was stupid, he was not developed, he didn't finish his studies, etc. Το πως δεν τέλειωσε τις σπουδές του αυτό ήταν αλήθεια, μα αν έλεγε κανείς πως ήταν κουτός ή ανόητος, θα 'χε μεγάλο άδικο. That he didn't finish his studies was true, but if anyone said he was stupid or foolish, they would be very wrong. Θα επαναλάβω μονάχα αυτό που είπα και πιο πάνω: Πως διάλεξε τούτο το δρόμο μόνο και μόνο γιατί κείνο τον καιρό αυτός μονάχα του 'κανε εντύπωση και του φάνηκε αναπάντεχα πως ήταν η ιδανική διέξοδος για την ψυχή του που προσπαθούσε να ξεφύγει απ' το σκοτάδι προς το φως. I will only repeat what I said above: that he chose this path only because at that time it only made an impression on him and seemed to him unexpectedly to be the ideal way out for his soul that was trying to escape from the darkness to the light. Προσθέστε πως ήταν ένας έφηβος της εποχής μας, δηλαδή τίμιος από φυσικού του, που απαιτούσε την αλήθεια, που τη γύρευε και πίστευε σ' αυτήν. Add that he was a teenager of our time, that is, a naturally honest one, who demanded the truth, who sought it and believed in it. Κι αφού πίστεψε πια, είχε ανάγκη να συμμετάσχει στην ουσία της μ' όλη του την ψυχή, είχε ανάγκη να κάνει σύντομα κάποιον άθλο με την ακατάσχετη επιθυμία να τα θυσιάσει όλα γι' αυτό τον άθλο, ακόμα και τη ζωή του. And after he had believed, he needed to participate in its essence with all his soul, he needed to do some feat soon with an irresistible desire to sacrifice everything for this feat, even his life. Δυστυχώς αυτοί οι νεαροί δεν καταλαβαίνουν πως ίσως-ίσως η θυσία της ζωής να 'ναι το ευκολότερο πράμα, στις περισσότερες απ' αυτές τις περιπτώσεις, και πως θα 'ταν πολύ σημαντικότερο αν θυσιάζανε λόγου χάρη πέντε-έζη χρόνια απ' τα φλογερά τους νιάτα για μια δύσκολη, επίπονη μόρφωση, για την επιστήμη, έστω και με μοναδικό σκοπό να δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους για την εξυπηρέτηση της ίδιας εκείνης αλήθειας και του ίδιου εκείνου άθλου που αγάπησαν και βάλανε σκοπό τους να πραγματοποιήσουν. Unfortunately, these young people do not understand that perhaps-perhaps the sacrifice of life is the easiest thing to do in most of these cases, and that it would be much more important if they would sacrifice, say, five or seven years of their fiery youth for a difficult one, arduous education, for science, even if for the sole purpose of increasing their strength tenfold in the service of that same truth and that same feat which they loved and set themselves to accomplish. Κι όμως μια τέτοια θυσία για πολλούς απ' αυτούς είναι ανώτερη απ' τις δυνάμεις τους. Yet such a sacrifice for many of them is beyond their strength. Ο Αλιόσα το μόνο που έκανε ήταν να διαλέξει τον αντίθετο δρόμο απ' όλους, έχοντας όμως την ίδια δίψα να πραγματοποιήσει γρήγορα έναν άθλο. All Alyosha did was to choose the opposite path from everyone else, but with the same thirst to quickly accomplish a feat. Αφού σκέφτηκε σοβαρά και πείστηκε πως υπάρχει αθανασία και Θεός, είπε με τον πιο φυσικό τρόπο στον εαυτό του: «Θέλω να ζήσω για την αθανασία. After thinking seriously and being convinced that there is immortality and God, he said in the most natural way to himself: "I want to live for immortality. Δεν παραδέχομαι τις μέσες λύσεις». I don't admit the middle solutions." Έτσι ακριβώς θα φερόταν αν είχε αποφασίσει πως δεν υπάρχει αθανασία και Θεός: Θα πήγαινε στους αθεϊστές και στους σοσιαλιστές (γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι μονάχα ένα εργατικό ζήτημα, ή, όπως το λένε, της Τέταρτης Τάξης, μα είναι κυρίως ένα αθεϊστικό ζήτημα, ζήτημα της σύγχρονης ενσάρκωσης του αθεϊσμού, ζήτημα του πύργου της Βαβέλ, που χτίζεται ακριβώς δίχως Θεό και γίνεται όχι για να φτάσουμε τον ουρανό απ' τη γη, μα για να κατεβάσουμε τον ουρανό στη γη). This is exactly how he would have behaved if he had decided that there is no immortality and no God: He would have gone to the atheists and the socialists (for socialism is not only a labor issue, or, as they call it, a Fourth Order issue, but it is primarily an atheistic issue, an issue of the modern incarnation of atheism, an issue of the Tower of Babel, built precisely without God and made not to reach heaven from earth, but to bring heaven down to earth). Ο Αλιόσα έβρισκε μάλιστα πως ήταν αταίριαστο κι αδύνατο να ζει όπως πρώτα. Alyosha even found it incongruous and impossible to live as before. Έχει ειπωθεί: «Εί θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δός πτωχούς... και δεύρο ακολούθει μοι». It has been said: "If thou wilt be perfect, sell thy goods and give to the poor... "and follow me. Κι ο Αλιόσα σκέφτηκε: «Δεν μπορώ να δώσω αντί για όλα τα "υπάρχοντα” μονάχα δυό ρούβλια κι αντί για το "ακολουθεί μοι” να πηγαίνω μονάχα στην πρωινή λειτουργία». And Alyosha thought: "I cannot give only two rubles instead of all my "possessions" and instead of "following me" I can only go to the morning service." Ίσως κάτι να θυμόταν απ' τα παιδικά του χρόνια για το μοναστήρι μας, όπου μπορεί να τον πήγαινε η μητέρα του να λειτουργηθεί. Perhaps he remembered something from his childhood about our monastery, where his mother might have taken him to be ministered to. Ίσως να επιδράσανε και οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε μπροστά στο εικόνισμα, που προς αυτό τον ανύψωνε η σεληνιασμένη μητέρα του. Perhaps the oblique rays of the sun that reigned in front of the icon, towards which it was lifted by its lunar mother, also had an effect. Ήρθε τότε σκεφτικός στα μέρη μας ίσως μόνο και μόνο για να δει: Εδώ είναι τάχα όλα τα «υπάρχοντα» ή μήπως μονάχα τα δυό ρούβλια; Και — στο μοναστήρι συναπαντήθηκε με κείνον τον στάρετς... He then came to our country thoughtfully, perhaps just to see: Is this where all the "possessions" are, or is it only the two rubles? And - in the monastery he met that starets...

Αυτός ο στάρετς, όπως το 'πα και παραπάνω, ήταν ο Ζωσιμάς. This starlet, as I said above, was Zosimas. Μα θα πρέπει να πω δυο λόγια και να εξηγήσω τι είναι γενικά αυτοί οι «στάρετς» στα μοναστήρια μας και λυπάμαι που νιώθω τον εαυτό μου αναρμόδιο γι' αυτό το θέμα κι όχι αρκετά κατατοπισμένο. But I must say a few words and explain what these "starets" in our monasteries are in general, and I regret that I feel myself incompetent on this subject and not sufficiently informed. Θα προσπαθήσω όμως να τα ιστορήσω όπως μπορώ, σε γενικές γραμμές. But I'll try to describe them as best I can, in general terms. Και πρώτα-πρώτα, οι ειδικοί και οι αρμόδιοι βεβαιώνουν πως οι στάρετς κι ο θεσμός τους εμφανίστηκαν στη χώρα μας, στα ρούσικα μοναστήρια, εδώ και λίγον καιρό, ούτε εκατό χρόνια, ενώ απ' την άλλη μεριά σ' όλη την ορθόδοξη Ανατολή, ειδικά στο όρος Σινά και στον Άθω, είναι πάνω από χίλια χρόνια που υπάρχουν. And first of all, the experts and those in charge assure us that the starets and their institution appeared in our country, in the monasteries of the Russians, not long ago, not even a hundred years ago, while on the other hand, in the whole Orthodox East, especially on Mount Sinai and in Athos, they have existed for more than a thousand years. Βεβαιώνουν πως και σε μας, εδώ στη Ρωσία, υπήρχε ο θεσμός αυτός στα πολύ παλιά χρόνια ή κατά πάσαν πιθανότητα υπήρχε. They assure us that here in Russia, too, this institution existed in the very old days, or probably existed. Μα μετά τις συμφορές της Ρωσίας, την επιδρομή των Τατάρων, τις ταραχές, τη διακοπή των σχέσεων με την Ανατολή ύστερ' απ ' την πτώση της Κωνσταντινούπολης, αυτός ο θεσμός ξεχάστηκε στη χώρα μας και οι στάρετς εξαφανίστηκαν. But after the calamities of Russia, the Tatar invasion, the riots, the interruption of relations with the East after the fall of Constantinople, this institution was forgotten in our country and the starets disappeared. Τον ξανάφερε αυτό το θεσμό ένας απ' τους μεγάλους ζηλωτές (έτσι τον λένε), ο Παίσιος Βελιτσκόβσκη και οι μαθητές του, μα και τώρ' ακόμα, ύστερ ' από εκατό σχεδόν χρόνια, υπάρχει σε πολύ λίγα μοναστήρια και μάλιστα κάποτε είχε υποστεί διωγμούς γιατί θεωρήθηκε απαράδεχτος νεωτερισμός για τη Ρωσία. This institution was brought back by one of the great zealots (that's his name), Paisios Velitskovsky and his disciples, but even today, after almost a hundred years, it still exists in very few monasteries and even once it was persecuted because it was considered an unacceptable innovation for Russia. Ιδιαίτερα ανθούσε στο φημισμένο ερημητήριο Κοζέλσκαγια Όπτινα. It particularly flourished in the famous Cozelskaya Optina hermitage. Πότε και ποιος τον έφερε στο δικό μας μοναστήρι δεν ξέρω, υπήρχε όμως κείνο τον καιρό ο τρίτος κιόλας διαδοχικά στάρετς, ο πάτερ Ζωσιμάς, μα κι αυτός βρισκότανε σχεδόν στα τελευταία του απ' την αδυναμία και τις αρρώστιες και δεν ξέρανε με ποιον να τον αντικαταστήσουν. When and who brought him to our monastery I don't know, but there was at that time the third starets, Father Zosimas, but he too was almost at his last from weakness and illness and they didn't know who to replace him with. Το ζήτημα ήταν σοβαρό γιατί το μοναστήρι μας δε φημιζότανε για κανέναν άλλο λόγο: Δεν είχε ούτε Άγια Λείψανα, ούτε θαυματουργά εικονίσματα, δεν είχε ούτε καν σπουδαία παράδοση που να 'ναι συνδεμένη με την ιστορία του Έθνους μας, δεν αναφερόταν πουθενά πως έκανε κάποιον ιστορικόν άθλο ή πως πρόσφερε υπηρεσίες στην πατρίδα. It was a serious matter because our monastery was not famous for any other reason: It had no Holy Relics, no miraculous icons, not even a great tradition connected to the history of our nation, no mention anywhere that it had done any historical feat or that it had rendered services to the homeland. Την ακμή και τη φήμη του, που έφτασε και στην τελευταία άκρη της Ρωσίας, την απόχτησε ακριβώς επειδή είχε τους στάρετς που για να τους δουν και για να τους ακούσουν έρχονταν στα μέρη μας πλήθη ολόκληρα προσκυνητές απ' όλη τη Ρωσία, από χιλιάδες βέρστια μακριά. His prosperity and fame, which reached the farthest reaches of Russia, was gained precisely because he had starets who, in order to see and hear them, crowds of pilgrims from all over Russia, from thousands of Berthias far away, came to our lands. Τι είναι λοιπόν στάρετς; Στάρετς είναι αυτός που σας παίρνει την ψυχή σας, τη θέλησή σας στη δική του ψυχή και στη δική του θέληση. So what is a starlet? A starlet is one who takes your soul, your will to his own soul and to his own will. Εκλέγοντας τον στάρετς σας, απαρνιέστε τη θέλησή σας και την παραδίνετε σ' αυτόν με την υποχρέωση της πλέριας υπακοής, με πλέρια αυταπάρνηση. By electing your starets, you deny your will and surrender it to him with the obligation of a plethora of obedience, with a plethora of self-denial. Αυτή τη δοκιμασία, αυτό το τρομερό σχολείο της ζωής, ο απαρνούμενος τον εαυτό του το αποδέχεται θεληματικά, με την ελπίδα πως ύστερ ' από μακρόχρονη δοκιμασία θα νικήσει τον εαυτό του· θα γίνει τόσο κύριος του εαυτού του με το μέσο της εφ' όρου ζωής υπακοής, που τελικά θα φτάσει πια στην απόλυτη ελευθερία, δηλαδή θα λευτερωθεί απ' τον εαυτό του, αποφεύγοντας έτσι τη μοίρα εκείνων που ζήσανε όλη τους τη ζωή δίχως ποτέ να βρουν τον εαυτό τους μέσα τους. This trial, this terrible school of life, the self-denying man accepts it willingly, in the hope that after a long trial he will conquer himself; he will become so master of himself by means of lifelong obedience, that he will finally attain absolute freedom, that is, he will be liberated from himself, thus avoiding the fate of those who have lived all their lives without ever finding themselves in themselves. Αυτός ο θεσμός των στάρετς, “δεν είναι μια εφεύρεση θεωρητική, μα γεννήθηκε στην Ανατολή απ' την πείρα που, στον καιρό μας, ξεπερνάει κιόλας τα χίλια χρόνια. This institution of starets "is not a theoretical invention, but was born in the East from experience which, in our time, already exceeds a thousand years.

Οι υποχρεώσεις απέναντι στον στάρετς δεν είναι απλά και μόνο η «υπακοή» που πάντα υπήρχε στα ρούσικα μοναστήρια μας. Obligations to the starets are not simply the "obedience" that has always existed in our Russian monasteries. Εδώ πρόκειται για μιαν αδιάκοπη εξομολόγηση στον στάρετς και για έναν αδιάρρηχτο δεσμό ανάμεσα στον εξουσιαστή και στον εξουσιαζόμενο. Here it is an uninterrupted confession to the starets and an unbreakable bond between the dominator and the subjugated. Διηγούνται λόγου χάρη πως μια φορά, στα πολύ παλιά χρόνια του χριστιανισμού, ένας τέτοιος δόκιμος, έφυγε απ' το μοναστήρι του και πήγε σ' άλλη χώρα, απ' τη Συρία στην Αίγυπτο, χωρίς να εκπληρώσει κάποια δοκιμασία που του επέβαλε ο στάρετς του. They tell, for example, that once, in the very old days of Christianity, such a novice left his monastery and went to another country, from Syria to Egypt, without fulfilling some test imposed by his starets. Εκεί, ύστερ ' από πολλούς και μεγάλους άθλους, αξιώθηκε τελικά να υποστεί μαρτύρια και να πεθάνει υπέρ πίστεως. There, after many great feats, he finally deserved to suffer martyrdom and die for the faith. Όταν η εκκλησία κήδευε το σώμα του, θεωρώντας τον πια άγιο, τότε, ξαφνικά, όταν ο διάκος αναφώνησε: « Όσοι κατηχούμενοι εξέλθετε», το φέρετρο με το λείψανο του μάρτυρα ξέφυγε απ' τη θέση του και πετάχτηκε έξω απ' το ναό. When the church was celebrating his body, considering him a saint, then, suddenly, when the deacon exclaimed: "All those who have come down, come out," the coffin with the martyr's relic flew out of its place and was thrown out of the temple. Αυτό έγινε τρεις φορές. This happened three times. Ώσπου τελικά μαθεύτηκε πως αυτός ο άγιος ασκητής είχε παραβεί τον όρκο υπακοής στον στάρετς του και είχε φύγει απ' αυτόν και γι' αυτό χωρίς την άφεση του στάρετς δεν μπορούσε να συγχωρεθεί παρ' όλους τους μεγάλους του άθλους. Until finally it was learned that this holy ascetic had broken his oath of obedience to his starets and had left him and therefore without the absolution of the starets he could not be forgiven despite all his great deeds. Και μονάχα όταν φώναξαν τον στάρετς κι αυτός τον απάλλαξε απ' τον όρκο υπακοής, μπόρεσε να γίνει η ταφή του. And only when they called the starets and he released him from the oath of obedience, could his burial take place. Φυσικά, όλ' αυτά είναι μονάχα ένας αρχαίος μύθος, να όμως κι ένα γεγονός που δεν είναι πολύς καιρός από τότε που συνέβη: Ένας σύγχρονός μας καλόγερος έσωζε την ψυχή του στον Άθω και ξαφνικά ο στάρετς του τον διέταξε να φύγει απ' αυτό το μέρος, που το 'χε αγαπήσει σαν κάτι το ιερό, σαν ήσυχο λιμάνι όπου θα μπορούσε να ξαποστάσει η ψυχή του, τον διέταξε να φύγει και να πάει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει τους Άγιους Τόπους και ύστερα να γυρίσει στη Ρωσία, στο Βορά, στη Σιβηρία: «Εκεί είναι η θέση σου κι όχι δω πέρα». Of course, this is all just an ancient myth, but here is an event that happened not so long ago: A modern monk was saving his soul on Athos, and suddenly his starets ordered him to leave this place, which he had cherished as something sacred, as a quiet harbor where his soul could rest, ordered him to leave and go to Jerusalem to worship in the Holy Land, and then to return to Russia, to the North, to Siberia: "There is your place, not here." Κατάπληχτος και περίλυπος μέχρι θανάτου ο καλόγερος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάστηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Astonished and mocked to death, the monk went to Constantinople and presented himself to the Ecumenical Patriarch. Τον ικέτεψε να τον απαλλάξει απ' τον όρκο του. He begged him to release him from his oath. Κι ο οικουμενικός αρχιερέας του απάντησε πως όχι μονάχα αυτός, ο Πατριάρχης, δεν μπορεί να τον απαλλάξει, μα πως και σ' όλο τον κόσμο δεν υπάρχει κι ούτε μπορεί να υπάρξει μια τέτοια εξουσία που θα μπορούσε να τον απαλλάξει απ' την υπακοή, μια και του την επέβαλε ο στάρετς. And the ecumenical high priest replied that not only he, the Patriarch, could not absolve him, but that in the whole world there was not and could not be such an authority that could absolve him from obedience, since it was imposed on him by the starets. Μονάχα ο ίδιος ο στάρετς, που 'χε επιβάλει την υπακοή, είχε τούτη την εξουσία. Only the starets himself, who had imposed obedience, had this power. Οι στάρετς λοιπόν είναι προικισμένοι με μιαν εξουσία που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απεριόριστη και ασύλληπτη. So the starets are endowed with a power that in some cases is unlimited and inconceivable. Να γιατί σχεδόν καταδιώχτηκε στην αρχή σε πολλά μοναστήρια μας ο θεσμός των στάρετς, όταν ξαναφάνηκε. That is why the institution of the starets was almost persecuted at first in many of our monasteries when it reappeared. Παρ' όλ' αυτά ο λαός άρχισε αμέσως να σέβεται πολύ τους στάρετς. Nevertheless, the people immediately began to have great respect for the starets. Στους στάρετς του δικού μας μοναστηριού λόγου χάρη συνέρρεαν άνθρωποι του λαού και σπουδαία πρόσωπα με σκοπό να τους προσκυνήσουν, να τους εξομολογηθούν τις αμφιβολίες τους, τ' αμαρτήματά τους, τα πάθη τους και να ζητήσουν συμβουλές κι οδηγίες. The starets of our own monastery, for example, were where people of the people and important people gathered in order to worship them, to confess their doubts, their sins, their passions and to ask for advice and guidance. Βλέποντάς το αυτό, οι εχθροί των στάρετς φωνάζανε, μαζί με τις άλλες κατηγορίες, πως μ' αυτό τον τρόπο εξευτελίζεται εσκεμμένα κι επιπόλαια το μυστήριο της εξομολόγησης, αν και οι ακατάπαυστες εξομολογήσεις του δόκιμου στον στάρετς του ή του κοσμικού ανθρώπου δε γίνονται υπό μορφήν θρησκευτικού μυστηρίου. Seeing this, the enemies of the starets cried out, along with the other accusations, that in this way the sacrament of confession is deliberately and superficially debased, although the incessant confessions of the novice to his starets or the secular man are not made in the form of a religious sacrament. Πάντως ο θεσμός των στάρετς ριζώθηκε και σιγά-σιγά μπαίνει σ' όλα τα ρούσικα μοναστήρια. However, the institution of starets has taken root and is slowly being introduced in all the monasteries in Russia. Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε πως αυτό το δοκιμασμένο απ' τη χιλιόχρονη πείρα όπλο για την ηθική αναγέννηση του ανθρώπου, που θα τον φέρει απ' την σκλαβιά στην ελευθερία και στην ηθική τελείωση, μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι, έτσι που, αντί να οδηγήσει ορισμένους στην ταπείνωση και στην τελειωτική αυτοκυριαρχία, να τους οδηγήσει στην πιο σατανική περηφάνια, δηλαδή στη σκλαβιά αντί στην ελευθερία. But we must admit that this weapon, tested by millennial experience for the moral regeneration of man, which will bring him from slavery to freedom and moral perfection, can become a double-edged sword, so that, instead of leading some to humiliation and perfect self-mastery, it can lead them to the most evil pride, that is, to slavery instead of freedom.

Ο στάρετς Ζωσιμάς ήταν κάπου εξηνταπέντε χρονών, από σόι τσιφλικάδων. The starlet Zosimas was about sixty-five years old, from a family of chivalry. Κάποτε, στα πολύ νεανικά του χρόνια, ήταν στρατιωτικός και υπηρέτησε σαν αξιωματικός στον Καύκασο. Once, in his very young years, he was a military man and served as an officer in the Caucasus. Δε χωράει αμφιβολία πως επέδρασε ισχυρά στον Αλιόσα μ' ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχής του. There is no doubt that he strongly influenced Alyosha with a special feature of his soul. Ο Αλιόσα ζούσε στο ίδιο το κελί του στάρετς, που τον αγάπησε πολύ και τον άφησε να μείνει μαζί του. Alyosha lived in the same cell of the starlet, who loved him very much and let him stay with him. Πρέπει να σημειωθεί πως ο Αλιόσα, ζώντας τότε στο μοναστήρι, δεν είχε ακόμα δεσμευτεί με τίποτα, μπορούσε να βγαίνει και να πηγαίνει όπου ήθελε, ακόμα και για μέρες ολόκληρες, κι αν φόραγε το ράσο του, αυτό το 'κανε επειδή το 'θελε, για να μην ξεχωρίζει από κανέναν στο μοναστήρι. It should be noted that Alyosha, living in the monastery at that time, was not yet bound to anything, he could go out and go wherever he wanted, even for days, and if he wore his robe, it was because he wanted to, so that he would not stand out from anyone in the monastery. Φυσικά του άρεσε και του ίδιου να το φοράει. Of course he liked wearing it himself. Μπορεί να επέδρασε πολύ στην εφηβική φαντασία του Αλιόσα αυτή η δύναμη και η δόξα που περιέβαλε τον στάρετς του. It may have had a great impact on Aliosha's adolescent imagination that power and glory surrounded his starlet. Λέγανε πολλοί πως ο στάρετς Ζωσιμάς, ακούγοντας τόσα χρόνια πια όλους εκείνους που έρχονταν να του ανοίξουν την καρδιά τους, που περίμεναν με λαχτάρα μια συμβουλή και μια παρηγοριά, απόχτησε τελικά μια τόσο λεπτή διορατικότητα —και τούτο γιατί η ψυχή του ήταν γεμάτη από τόσες εκμυστηρεύσεις, τόσες μετάνοιες, τόσες ομολογίες — που ρίχνοντας ένα μονάχα βλέμμα στο πρόσωπο του άγνωστου επισκέπτη του μπορούσε να μαντέψει: για ποιο λόγο είχε έρθει, τι θέλει και μάλιστα τι είδους τύψεις βασανίζουν τη συνείδησή του κι έκανε τον καινουργιοφερμένο ν' απορεί, να μένει κατάπληχτος και να τρομάζει σχεδόν μερικές φορές που ο άλλος ήξερε τα μυστικά του πριν ακόμα εκείνος προφτάσει να πει λέξη. It was said that the starets Zosimas, having listened for so many years to all those who came to open their hearts to him, who longed for advice and consolation, finally acquired such a subtle insight - and this because his soul was full of so many confidences, so many regrets, so many confessions - that by a single glance at the face of his unknown visitor he could guess: what he had come for, what he wanted, and even what kind of remorse was tormenting his conscience, and it made the newcomer wonder, be astonished, and almost frightened sometimes that the other knew his secrets before he had even had time to say a word. Ταυτόχρονα όμως, ο Αλιόσα παρατηρούσε πως πολλοί, όλοι πάνω-κάτω, που μπαίνανε για πρώτη φορά στο κελί του στάρετς για να του μιλήσουν, φοβισμένοι, κι ανήσυχοι, βγαίνανε σχεδόν πάντα με φωτεινό και χαρούμενο πρόσωπο. At the same time, however, Aliosha noticed that many, all more or less, who entered the starets' cell for the first time to talk to him, frightened and worried, almost always came out with a bright and happy face. Και η πιο σκυθρωπή όψη μεταβαλλόταν σ' ευτυχισμένη. Even the most sullen face was transformed into a happy one. Στον Αλιόσα έκανε κατάπληξη και τούτο: Ο στάρετς δεν ήταν καθόλου αυστηρός. Aliosha was astonished at this also: The starlet was not strict at all. Απεναντίας, φερότανε σχεδόν πάντοτε πρόσχαρα. On the contrary, he almost always behaved cheerfully. Οι καλόγεροι λέγανε πως βάζει στην καρδιά του κείνον ακριβώς που είναι πιο αμαρτωλός κι αγαπάει πιότερο απ' όλους κείνον που αμάρτησε περισσότερο. The monks said that he puts in his heart the very one who is the most sinful and loves most of all the one who sinned the most. Βρίσκονταν μερικοί καλόγεροι που τον μισούσαν και τον ζήλευαν και στα τελευταία ακόμα χρόνια της ζωής του, μα αυτοί όσο πήγαινε και λιγόστευαν και σώπαιναν, αν κι ανάμεσά τους ήταν και κάμποσα σπουδαία και φημισμένα πρόσωπα του μοναστηριού, όπως λόγου χάρη ένας απ' τους παλιότερους μοναχούς, εξαιρετικός νηστευτής και σιωπών. There were a few monks who hated and envied him even in the last years of his life, but they became fewer and fewer as time went on, although among them were some great and famous persons of the monastery, such as one of the oldest monks, an excellent fasting and silent monk. Μα η μεγάλη πλειονότητα ήταν πια αναμφισβήτητα με το μέρος του στάρετς Ζωσιμά και πολλοί τον αγαπούσαν κιόλας μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς τους, φλογερά και ειλικρινά. But the great majority were now unquestionably on the side of the starlet Zosima, and many already loved him with all the strength of their hearts, fervently and sincerely. Μερικοί είχαν δεθεί μαζί του σχεδόν φανατικά. Some had become almost fanatically attached to him. Αυτοί το λέγανε απερίφραστα, όχι και πολύ φωναχτά εδώ που τα λέμε, πως είναι άγιος, πως γι' αυτό δε χωράει πια αμφιβολία και, προβλέποντας το σύντομο τέλος του, περιμένανε να γίνουν θαύματα που θα δόξαζαν όπου να 'ναι το μοναστήρι. They said it unequivocally, not too loudly, that he was a saint, that there was no longer any doubt about it, and, foreseeing his imminent end, they were waiting for miracles to be performed that would glorify the monastery. Ο Αλιόσα πίστευε στη θαυματουργό δύναμη του στάρετς το ίδιο τυφλά, όπως ακριβώς πίστευε και στο φέρετρο που πετούσε κι έβγαινε απ' την εκκλησία. Alyosha believed in the miraculous power of the starlet just as blindly as he believed in the coffin flying out of the church. Έβλεπε πολλούς από κείνους που έρχονταν με τ' άρρωστα παιδιά τους ή με τους ηλικιωμένους συγγενείς και ικέτευαν τον στάρετς να βάλει πάνω τους το χέρι του και να τους διαβάσει μια προσευχή, να ξανάρχονται γρήγορα, μερικοί μάλιστα και την άλλη κιόλας μέρα, και να πέφτουν με δακρυσμένα μάτια στα γόνατα μπροστά στον στάρετς, ευχαριστώντας τον γιατί γιάτρεψε τους δικούς τους. He saw many of those who came with their sick children or elderly relatives and begged the starets to lay his hand on them and read them a prayer, come back quickly, some even the very next day, and fall on their knees before the starets with tearful eyes, thanking him for healing their people. Ο Αλιόσα δεν ενδιαφερόταν αν επρόκειτο για θαύμα ή αν η καλυτέρευση οφειλόταν απλώς στη φυσική εξέλιξη της αρρώστιας. Aliosha did not care whether it was a miracle or whether the improvement was simply due to the natural progression of the disease. Και τούτο γιατί πίστευε πια εντελώς στην ψυχική δύναμη του δασκάλου του και θεωρούσε τη δόξα του σαν δικό του θρίαμβο. This was because he now had complete faith in his master's psychic power and regarded his glory as his own triumph. Η καρδιά του σκιρτούσε ιδιαίτερα και το πρόσωπό του λαμποκοπούσε όταν ο στάρετς εμφανιζόταν μπροστά στο πλήθος των προσκυνητών, που τον περίμενε κάτω στην πόρτα της σκήτης. His heart trembled greatly and his face glowed when the starlet appeared before the crowd of pilgrims waiting for him downstairs at the door of the skete. Τούτοι οι απλοί άνθρωποι συνέρρεαν απ' όλη τη Ρωσία με μοναδικό σκοπό να δουν τον στάρετς και να πάρουν την ευλογία του. These ordinary people flocked from all over Russia for the sole purpose of seeing the starets and receiving his blessing. Τον προσκυνούσαν γονατιστοί, κλαίγανε, φιλούσαν τα πόδια του και το χώμα όπου πατούσε, στενάζανε, οι γυναίκες ύψωναν προς αυτόν τα παιδιά τους, φέρνανε κοντά του άρρωστες, σεληνιασμένες. They worshipped him on their knees, wept, kissed his feet and the ground where he walked, groaned, women raised their children to him, brought sick and moonstruck women to him. Ο στάρετς μίλαγε μαζί τους, τους διάβαζε μια σύντομη προσευχή, τους ευλογούσε και τους άφηνε να φύγουν. The starets would talk to them, read them a short prayer, bless them and let them go. Τον τελευταίο καιρό είχε τόσο αδυνατίσει απ' τις κρίσεις της αρρώστιας του, που δεν είχε τη δύναμη να βγει απ' το κελί του και οι προσκυνητές καμιά φορά περιμένανε στο μοναστήρι μέρες ολάκερες για να τον δουν. Lately he had become so weak from the attacks of his illness that he had no strength to leave his cell and pilgrims sometimes waited in the monastery for days to see him. Ο Αλιόσα δεν απορούσε καθόλου που τον αγαπούσαν τόσο πολύ, που τον προσκυνούσαν γονατιστοί και κλαίγανε από συγκίνηση, έφτανε μονάχα να δουν το πρόσωπό του. Alyosha was not at all surprised that they loved him so much, that they worshipped him on their knees and wept with emotion, if only to see his face. Ω, καταλάβαινε πολύ καλά πως για την ταπεινόφρονη ψυχή του ρούσικου λαού, τη βασανισμένη απ' το μόχτο και την πίκρα και, το κυριότερο, απ' την παντοτινή αδικία και το παντοτινό αμάρτημα, τόσο το δικό του όσο και το παγκόσμιο, δεν υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη και παρηγοριά απ' το ν' αποχτήσει κάτι το ιερό ή έναν άγιο για να πέσει μπροστά του και να τον προσκυνήσει: «Ας είμαστε μείς αμαρτωλοί, ας κολυμπάμε στο ψέμα κι ας μας τριγυρίζει ο πειρασμός. Oh, he understood very well that for the humble soul of the Russians, tormented by toil and bitterness and, above all, by eternal injustice and eternal sin, both his own and the world's, there was no greater need and consolation than to have something holy or a saint to fall down before him and worship: "Let us be sinners, let us swim in falsehood, and let temptation walk about us. Κάπου σ' αυτό τον κόσμο, σε κάποιο μέρος, υπάρχει ένας άγιος. Somewhere in this world, in some place, there is a saint. Αυτός ζει μέσα στην αλήθεια, ξέρει την αλήθεια. He lives in the truth, he knows the truth. Πάει να πει πως δεν πεθαίνει η αλήθεια στον κόσμο κι έτσι θα 'ρθει κάποτε και σε μας και θα ξαναδοθεί σ' όλους τους ανθρώπους όπως μας είναι υποσχεμένο». He is saying that truth does not die in the world and so it will come to us one day and will be given back to all men as it is promised to us." Ο Αλιόσα το 'ξερε πως έτσι ακριβώς το νιώθει και το σκέφτεται ο λαός, το καταλάβαινε, και δεν αμφέβαλε καθόλου πως αυτός ακριβώς ο στάρετς είναι ο άγιος κι ο θεματοφύλακας της θεϊκής αλήθειας στα μάτια του λαού. Alyosha knew that this was exactly how the people felt and thought, he understood it, and he had no doubt that this very starets was the saint and the guardian of divine truth in the eyes of the people.

Πίστευε κι αυτός αυτό που πιστεύαν οι μουζίκοι, που κλαίγανε, και οι άρρωστες γυναίκες τους, που υψώνανε προς το μέρος του στάρετς τα παιδιά τους. He also believed what the muses believed, who were crying, and their sick wives, who raised their children to the starets. Ο Αλιόσα ήταν ίσως περισσότερο από κάθε άλλον βέβαιος πως, όταν ο στάρετς θ' αποδημήσει, το μοναστήρι θα γνωρίσει την πιο εξαιρετική δόξα. Alyosha was perhaps more than anyone else certain that, when the starets departed, the monastery would experience the most extraordinary glory. Γενικά, τούτον τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο φούντωνε στην καρδιά του κάποιος φλογερός, εσώτερος ενθουσιασμός. In general, lately there had been a fiery, inner enthusiasm in his heart. Δεν τον έκανε να αλλάξει γνώμη ούτε και το γεγονός πως ο στάρετς, όπως και να 'ναι, ήταν ένας μονάχα: «Το ίδιο κάνει. Nor did the fact that the starlet, as it were, was only one: "Same thing. Είναι άγιος, έχει στην καρδιά του το μυστικό της αναγέννησης όλων των ανθρώπων, έχει κείνη τη δύναμη που θα θεμελιώσει επιτέλους την αλήθεια στον κόσμο και θα γίνουν όλοι άγιοι και θ' αγαπάνε ο ένας τον άλλον και δε θα υπάρχουν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί, ούτε αλαζόνες, ούτε ταπεινοί, μα θα 'ναι όλοι σαν παιδιά του Θεού και θα 'ρθει η αληθινή βασιλεία του Χριστού». He is a saint, he has in his heart the secret of the rebirth of all men, he has that power which will finally establish the truth in the world and all will become saints and love one another and there will be neither rich nor poor, neither arrogant nor humble, but all will be as children of God and the true kingdom of Christ will come." Να τι ονειρευόταν η καρδιά του Αλιόσα. This is what Alyosha's heart dreamed of.

Φαίνεται πως ο ερχομός των αδερφών του, που ως τα τότε δεν τους ήξερε καθόλου, έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αλιόσα. It seems that the arrival of his brothers, whom he had not known at all until then, made a great impression on Aliosha. Με τον αδερφό του τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς συνδέθηκε πιο γρήγορα και πιο στενά παρά με τον άλλον, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς (τον ομομήτριο), παρ' όλο που ο πρώτος είχε έρθει αργότερα. He became more quickly and closely associated with his brother Dimitri Fyodorovich than with the other, Ivan Fyodorovich (the homonymous one), although the former had come later. Ενδιαφερόταν τρομερά να γνωρίσει τον αδερφό του Ιβάν, μα νά που τούτος ζούσε δυό μήνες κι όλας κει πέρα κι όμως δεν τα καταφέρανε να συνδεθούν αν και βλέπονταν συχνά: He was terribly interested in meeting his brother Ivan, but he had been living there for two months and they never managed to connect, even though they saw each other often:

Ο Αλιόσα ήταν κι από μόνος του λιγομίλητος κι όλο σάμπως κάτι να περίμενε, σάμπως κάτι να ντρεπόταν, κι ο αδερφός του Ιβάν, αν κι ο Αλιόσα παρατήρησε στην αρχή πως τον κοίταζε επίμονα και περίεργα, σύντομα φαίνεται πως έπαψε και να τον σκέφτεται. Alyosha himself was also taciturn and always as if he was waiting for something, as if he was ashamed of something, and his brother Ivan, though Alyosha noticed at first that he was staring at him in a curious way, soon seemed to stop thinking about him. Ο Αλιόσα το παρατήρησε αυτό με κάποια στεναχώρια. Alyosha noticed this with some distress. Απόδωσε την αδιαφορία του αδερφού του στη διαφορά της ηλικίας κι ακόμα περισσότερο στη διαφορά της μόρφωσης. He attributed his brother's indifference to the difference in age and even more to the difference in education. Μα έβαζε κι άλλα με το νου του ο Αλιόσα: το ότι αδιαφορούσε σχεδόν γι' αυτόν και δε νοιαζόταν καθόλου για τη ζωή του, ίσως να προερχόταν κι από κάτι άλλο, εντελώς άγνωστο στον Αλιόσα. But Alyosha had other things on his mind: the fact that she was almost indifferent to him and did not care at all about his life, perhaps it came from something else, completely unknown to Alyosha. Χωρίς κι αυτός να μπορεί να το εξηγήσει, του φαινόταν πως ο Ιβάν είναι απασχολημένος με κάτι, με κάτι εσώτερο και σπουδαίο, πως θέλει να φτάσει σε κάποιο σκοπό, ίσως πολύ δύσκολο, έτσι που δεν μπορούσε να χάνει τον καιρό του μαζί του. Without himself being able to explain it, it seemed to him that Ivan was busy with something, something inner and important, that he wanted to reach some goal, perhaps very difficult, so that he could not waste his time with him. Και πως αυτό ακριβώς είναι η μοναδική αιτία που κάνει τον Ιβάν να τον κοιτάει αφηρημένα. And that this is exactly the only reason that makes Ivan look at him absent-mindedly. Καμιά φορά, ο Αλιόσα σκεφτόταν και τούτο: Μην υπήρχε τάχα κάποια περιφρόνηση γι' αυτόν τον ανοητούλη δόκιμο από μέρος του μορφωμένου αθεϊστή; Το 'ξερε θετικά πως ο αδερφός του είναι αθεϊστής. Sometimes Alyosha thought this: was there not some contempt for this foolish cadet on the part of the educated atheist? He knew positively that his brother was an atheist. Μα κι αν ακόμα υπήρχε αυτή η περιφρόνηση δε θα μπορούσε να τον πειράξει. But even if that contempt still existed, it couldn't hurt him. Κι όμως περίμενε με κάποια ταραχή, που ούτε κι ο ίδιος δεν μπορούσε να την εξηγήσει στον εαυτό του, τη στιγμή που ο αδερφός του θα 'δειχνε κάποιαν επιθυμία να τον πλησιάσει περισσότερο. And yet he waited with a certain agitation, which even he could not explain to himself, for the moment when his brother would show some desire to get closer to him. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς εκφραζότανε για τον αδερφό του Ιβάν με βαθύτατο σεβασμό, μίλαγε γι' αυτόν με κάποιαν ιδιαίτερη κατάνυξη. Dimitri Fyodorovich spoke of his brother Ivan with the deepest respect, he spoke of him with a special devotion. Απ' αυτόν έμαθε ο Αλιόσα όλες τις λεπτομέρειες κείνης της σπουδαίας υπόθεσης που ένωσε τον τελευταίο καιρό τους δυό μεγαλύτερους αδερφούς του μ' έναν τόσο στενό κι αξιοθαύμαστο δεσμό. It was from him that Alyosha learned all the details of the great affair which had lately united his two elder brothers in such a close and admirable bond. Τις ενθουσιαστικές εκφράσεις του Ντιμήτρι για τον αδερφό τους Ιβάν, ο Αλιόσα τις έβρισκε πολύ χαρακτηριστικές και για τούτο το λόγο: επειδή ο Ντιμήτρι ήταν σχεδόν αμόρφωτος σε σύγκριση με τον Ιβάν και είχαν μια τόσο αντίθετη προσωπικότητα και τόσο αντίθετο χαρακτήρα, που ίσως να 'ταν αδύνατο και να φανταστεί κανείς δυο πιο αταίριαστους ανθρώπους. Dimitri's enthusiastic expressions about their brother Ivan, Aliosha found them very characteristic for this reason: because Dimitri was almost uneducated compared to Ivan and they had such a contrasting personality and character, that it was perhaps impossible to imagine two more unlikely people.

Κείνον ακριβώς τον καιρό πραγματοποιήθηκε η συνάντηση ή, για να το πούμε καλύτερα, η οικογενειακή συνάθροιση όλων των μελών αυτής της αταίριαστης φαμίλιας στο κελί του στάρετς που 'χε τόσην επίδραση στον Αλιόσα. It was at this time that the meeting, or, to put it better, the family gathering of all the members of this mismatched clan took place in the cell of the starlet who had so much influence on Aliosa. Η αφορμή αυτής της συνάθροισης ήταν, αν το καλοσκεφτεί κανείς, φτιαχτή: κείνον ακριβώς τον καιρό οι διαφωνίες για την κληρονομιά και τα περιουσιακά ζητήματα ανάμεσα στον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και στον πατέρα του, τον Φιόντορ Παύλοβιτς, έφτασαν, καθώς φαίνεται, στην πιο μεγάλη οξύτητα. The occasion for this gathering was, if one thinks about it, a good one: at that very time the disagreements over inheritance and property issues between Dimitri Fiodorović and his father, Fiodor Pavlovic, reached, as it seems, the highest degree of acrimony. Οι σχέσεις τους κατάντησαν αφόρητες. Their relationship became unbearable. Νομίζω πως πρώτος ο Φιόντορ Παύλοβιτς, και μου φαίνεται έτσι στ' αστεία, έριξε την ιδέα να μαζευτούν όλοι στο κελί του πάτερ Ζωσιμά και, έστω και χωρίς να ζητήσουν την άμεση μεσολάβησή του, να τα συμφωνήσουν με κάποια μεγαλύτερη ευπρέπεια, μια και μονάχα το αξίωμα και η προσωπικότητα του στάρετς θα μπορούσε να τους επιβληθεί και να 'χει πάνω τους συμφιλιωτική επίδραση. I think it was Fyodor Pavlovitch who first, and it seems to me in jest, came up with the idea that they should all gather in Father Zosima's cell and, even without asking for his immediate intercession, come to an agreement with some greater propriety, since only the office and personality of the starets could impose on them and have a conciliatory effect on them. Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, που δεν είχε πάει ποτέ του στον στάρετς και που ούτε καν τον είχε δει, σκέφτηκε φυσικά πως θέλουν να τον φοβίσουν κάπως μ' αυτόν. Dimitri Fyodorovich, who had never been to the starets and had never even seen him, naturally thought that they wanted to scare him somehow with it. Μα επειδή κι ο ίδιος κατηγορούσε τον εαυτό του για τα πολλά απότομα φερσίματά του στους καυγάδες με τον πατέρα του τον τελευταίο καιρό, δέχτηκε την πρόκληση. But because he himself blamed himself for his many sudden outbursts in his fights with his father lately, he accepted the challenge. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως αυτός δε ζούσε στο σπίτι του πατέρα του όπως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μα χώρια, στην άλλη άκρη της πολιτείας. Here I should note that he did not live in his father's house like Ivan Fyodorovich, but apart, on the other side of the state. Συνέβη τότε να ζει στα μέρη μας, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ. It happened that Pyotr Aleksandrovich Mushov was living in our country. Η ιδέα του Φιόντορ Παύλοβιτς του άρεσε. He liked Fiodor Pavlovic's idea. Ο λιμπεραλίστας του 1840-1850, ο ελευθερόφρων αθεϊστής, από πλήξη ίσως, μα ίσως κι από επιπόλαιη επιθυμία να διασκεδάσει, πήρε μέρος μ' εξαιρετικό ενδιαφέρον σ' αυτή την υπόθεση. The libertine of 1840-1850, the free-thinking atheist, out of boredom perhaps, but perhaps also out of a frivolous desire to amuse himself, took part in this affair with extraordinary interest. Του 'ρθε ξαφνικά η όρεξη να δει το μοναστήρι και τον «άγιο». He suddenly felt like seeing the monastery and the "saint". Επειδή συνεχίζονταν ακόμα οι μακροχρόνιες διαφορές του με το μοναστήρι κι εξακολουθούσε ακόμα η δίκη για τα σύνορα των χτημάτων τους και για κάτι δικαιώματα υλοτομίας, στο δάσος και αλιείας στο ποτάμι κ.τ.λ., βιάστηκε κι αυτός να επωφεληθεί με τη δικαιολογία πως θα 'θελε να συνεννοηθεί ο ίδιος με τον πάτερ-ηγούμενο: Δεν υπήρχε τάχα κανένας τρόπος να τελειώσουν φιλικά τους καυγάδες τους; Φυσικά, έναν τέτοιον επισκέπτη με τόσο καλούς σκοπούς θα τον υποδέχονταν καλύτερα και προσεχτικότερα παρά έναν οποιονδήποτε που θα πήγαινε από απλή περιέργεια. Since his long-standing disputes with the monastery were still going on and the trial was still going on about the boundaries of their lands and about some logging rights in the forest and fishing rights in the river, etc., he too was in a hurry to take advantage of it with the excuse that he would like to come to an understanding with the father-leader himself: Was there no way they could end their quarrels amicably? Of course, such a visitor with such good intentions would be received better and more carefully than any one who went out of mere curiosity. Γι' αυτό ακριβώς τα κατάφερε το μοναστήρι κι έπεισε τον άρρωστο στάρετς να τους δεχτεί, ενώ αυτός, τούτο τον τελευταίο καιρό, δεν έβγαινε καθόλου απ' το κελί του κι αρνιότανε να δει ακόμα και τους ταχτικούς του επισκέπτες. That is exactly why the monastery managed to convince the sick starets to accept them, while he, this last time, did not leave his cell at all and refused to see even his regular visitors. Ο στάρετς έδωσε στο τέλος τη συγκατάθεσή του κι ορίστηκε η μέρα. The starlet finally gave his consent and the day was set. «Ποιος μ' έβαλε να μοιράσω τα υπάρχοντά τους;» είπε μονάχα μ' ένα χαμόγελο στον Αλιόσα. "Who put me in charge of distributing their possessions?" he said with a single smile to Aliosha.

Όταν έμαθε για τη συνάντηση, ο Αλιόσα ταράχτηκε πολύ. When he heard about the meeting, Aliosha was very upset. Απ' όλους αυτούς τους αντίδικους που όλο καυγάδιζαν, ασφαλώς μονάχα ο Ντιμήτρι μπορούσε να πάρει στα σοβαρά τούτη τη συνάθροιση. Of all these opponents who were always fighting, of course only Dimitri could take this gathering seriously. Οι άλλοι θα πήγαιναν με σκοπούς επιπόλαιους, ίσως και προσβλητικούς για τον στάρετς. The others would go with frivolous purposes, perhaps even offensive to the starlet. Έτσι το 'βλεπε ο Αλιόσα. That's how Aliosa saw it. Ο αδερφός του ο Ιβάν κι ο Μιούσοβ θα 'ρθουν από περιέργεια, την πιο άξεστη ίσως, κι ο πατέρας για να παραστήσει και να κάνει το γελωτοποιό. His brother Ivan and Musov will come out of curiosity, the rudest curiosity perhaps, and the father to pretend and play the fool. Ω, αν και σώπαινε ο Αλιόσα, ήξερε πια αρκετά τον πατέρα του. Oh, though Alyosha was silent, he knew his father well enough by now. Το ξαναλέω πως αυτός ο νέος δεν ήταν καθόλου τόσο αφελής όσο τον νομίζανε. I repeat that this young man was not at all as naive as they thought he was. Πρόσμενε με βαριά καρδιά την ορισμένη μέρα. He waited with a heavy heart for the appointed day. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ποθούσε ολόψυχα να τελειώσουν κατά κάποιον τρόπο όλες αυτές οι οικογενειακές διαφορές. There is no doubt that he wholeheartedly desired to somehow end all these family disputes. Όμως, παρ' όλ' αυτά, ανησυχούσε περισσότερο για τον στάρετς: έτρεμε γι' αυτόν, για τη δόξα του, φοβόταν πως θα τον προσβάλουν. But, nevertheless, he was more worried about the starlet: he was terrified of him, of his glory, afraid of being insulted. Φοβόταν ιδιαίτερα τις λεπτές κι ευγενικές ειρωνείες του Μιούσοβ και τα αφ' υψηλού υπονοούμενα του Ιβάν με την ανώτερη μόρφωση. He was particularly afraid of Mushov's subtle and gentle ironies and Ivan's highly educated insinuations. Έτσι τα φανταζόταν. That's how he imagined it. Ήθελε μάλιστα να διακινδυνεύσει να προειδοποιήσει τον στάρετς, να του πει μερικά πράματα για τα πρόσωπα που μπορούσανε να 'ρθουν, μα σκέφτηκε καλύτερα και σώπασε. He even wanted to risk warning the starlet, to tell him a few things about the persons who might come, but he thought better and kept quiet. Ειδοποίησε μονάχα, την παραμονή της ορισμένης μέρας, μ' έναν γνωστό του, τον Ντιμήτρι πως τον αγαπάει πολύ και περιμένει να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. He only announced, on the eve of the appointed day, with an acquaintance, Dimitri, that he loved him very much and expected him to fulfil his promise. Ο Ντιμήτρι έπεσε σε συλλογή γιατί με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να θυμηθεί σαν τι να του 'χε υποσχεθεί κι απάντησε μονάχα μ' ένα γράμμα πως θα βάλει όλη του τη δύναμη να συγκρατηθεί και ν' αποφύγει «κάθε ποταπότητα» και πως, αν κι εκτιμάει βαθύτατα τον στάρετς και τον αδερφό τους Ιβάν, είναι βέβαιος πως ή του στήνουν κάποια παγίδα ή πρόκειται για κάποια αισχρή κωμωδία. Dimitri fell into a collection because he could not for the life of him remember what he had promised him and replied only with a letter that he would do his utmost to restrain himself and avoid "any depravity" and that, although he deeply appreciated the starlet and their brother Ivan, he was sure that either they were setting a trap for him or it was some obscene comedy. «Παρ' όλ' αυτά θα προτιμήσω να καταπιώ τη γλώσσα μου παρά να δείξω ασέβεια στον άγιο μοναχό, που εσύ τον σέβεσαι τόσο πολύ», τέλειωνε ο Ντιμήτρι το γραμματάκι του. "Nevertheless, I would rather swallow my tongue than show disrespect to the holy monk, whom you respect so much," Dimitri finished his letter. Τούτο το γράμμα δεν έδωσε και πολύ κουράγιο στον Αλιόσα That letter didn't give Aliosa much courage