×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ευριπίδης - Άλκηστις, 7.2 ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (509-567)

7.2 ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (509-567)

(Βγαίνει ο Άδμητος μαυροφορεμένος και με ξυρισμένο κεφάλι· τον ακολουθούν υπηρέτες.)

ΑΔΜ. Χαίρε, αίμα του Περσέα και γιε του Δία.

ΗΡΑ. Των Θεσσαλών ρηγάρχη, Άδμητε, χαίρε.

ΑΔΜ. Θα το ᾽θελα· το ξέρω ότι είσαι φίλος.

ΗΡΑ. Βλέπω μαλλιά κομμένα. Τί; Έχεις πένθος;

ΑΔΜ. Ναι, σήμερα έχω μια κηδεία να κάμω.

ΗΡΑ. Μακριά τέτοιο κακό απ᾽ τα παιδιά σου.

ΑΔΜ. Ζουν τα παιδιά μου· μες στο σπίτι τα έχω.

ΗΡΑ. Αν πέθανε ο πατέρας σου, ώρα του ήταν.

ΑΔΜ. Ζουν, Ηρακλή, κι η μάνα μου κι εκείνος.

ΗΡΑ. Δε χάθηκε, πιστεύω, η Άλκηστή σου.

ΑΔΜ. Κι όχι και ναι μπορώ να πω για κείνη.

ΗΡΑ. Δηλαδή; Ζωντανή ᾽ναι ή πεθαμένη;

ΑΔΜ. Και υπάρχει και όχι, και με τρώει ο πόνος.

ΗΡΑ. Δε μιλείς καθαρά, και δε σε νιώθω.

ΑΔΜ. Δεν το ξέρεις ποιά μοίρα την προσμένει;

ΗΡΑ. Πως δέχτηκε για σένα να πεθάνει.

ΑΔΜ. Αφού έχει τάξει αυτό, τί ζωντανή ᾽ναι;

ΗΡΑ. Α, μην την κλαις, πριν το κακό να γίνει.

ΑΔΜ. Έγινε πες, αφού είναι για να γίνει.

ΗΡΑ. Να ζεις και να μη ζεις δεν είναι το ίδιο.

ΑΔΜ. Αλλιώς εσύ, κι αλλιώς εγώ το κρίνω.

ΗΡΑ. Μα ποιόν θρηνείς; Ποιός πέθανε δικός σου;

ΑΔΜ. Γυναίκα· για γυναίκα είπα και πρώτα.

ΗΡΑ. Ήταν απ᾽ τη γενιά σου ή ήταν ξένη;

ΑΔΜ. Ξένη, μα είχε δεσμούς μ᾽ αυτό το σπίτι.

ΗΡΑ. Πώς πέθανε εδώ μέσα; ΑΔΜ. Είχε ορφανέψει

από πατέρα κι έμενε μαζί μας.

ΗΡΑ. Κακό.

Άμποτε να μη σ᾽ έβρισκα σε πένθος.

Ετοιμάζεται να φύγει.

ΑΔΜ. Γιατί το λες; Τί σκέφτεσαι να κάμεις;

ΗΡΑ. Θα πάω να βρω άλλον φίλο εδώ στην πόλη.

ΑΔΜ. Αυτό ποτέ· πολύ θα με πειράξει.

ΗΡΑ. Όταν πενθείς, ενόχληση είν᾽ ο ξένος.

ΑΔΜ. Νεκροί οι νεκροί· εσύ πέρασε στο σπίτι.

ΗΡΑ. Ο άλλος να κλαίει, κι εγώ να τρωγοπίνω;

ΑΔΜ. Έχω δωμάτια ξέχωρα για ξένους.

ΗΡΑ. Χάρη πολλή θα σου χρωστώ αν μ᾽ αφήσεις.

ΑΔΜ. Δε γίνεται να πας αλλού να μείνεις.

(Σ᾽ έναν από τους ακολούθους του.)

Πήγαινε μπρος, ν᾽ ανοίξεις το δωμάτιο

των ξένων που ᾽ναι απέξω απ᾽ το παλάτι.

Και στους αρμόδιους πες να στρώσουν πλούσιο

τραπέζι· η πόρτα ανάμεσα να κλείσει·

δεν πρέπει οι ξένοι, όταν δειπνούν, ν᾽ ακούνε

θρήνους και να λυπούνται.

(Ο Ηρακλής ακολουθώντας το δούλο μπαίνει στο παλάτι.)

ΚΟΡ. Βασιλιά μου,

τέτοιο κακό να σ᾽ έχει βρει, και ξένους

να δέχεσαι στο σπίτι! Αυτό είναι τρέλα.

ΑΔΜ. Θα ᾽τανε, λες, καλύτερο να διώξω

ένα φίλο απ᾽ το σπίτι κι απ᾽ την πόλη;

Θα ᾽μουν πολύ αφιλόξενος, νομίζω,

κι η συμφορά δε θα λιγόστευε έτσι.

Στ᾽ άλλα δεινά θα πρόσθετα και τούτο,

να πουν το σπίτι αυτό εχθρικό στους ξένους.

Την πιο θερμήν υποδοχή μου κάνει

εκείνος, σαν πηγαίνω στο άνυδρο Άργος.

ΚΟΡ. Γιατί όμως, αφού λες πως είναι φίλος,

του κράτησες κρυφή τη συμφορά σου;

ΑΔΜ. Αν μάθαινε το τί έπαθα, ποτέ

στο σπίτι μου να μπει δε θα δεχόταν.

Το φέρσιμό μου κάποιοι ίσως το κρίνουν

για ανόητο· μα το σπίτι μου δεν ξέρει

τους ξένους να προσβάλλει και να διώχνει.

(Ξαναμπαίνει στο παλάτι.)


7.2 ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (509-567) 7.2 EPISODE 3 (509-567)

(Βγαίνει ο Άδμητος μαυροφορεμένος και με ξυρισμένο κεφάλι· τον ακολουθούν υπηρέτες.)

ΑΔΜ. Χαίρε, αίμα του Περσέα και γιε του Δία.

ΗΡΑ. Των Θεσσαλών ρηγάρχη, Άδμητε, χαίρε.

ΑΔΜ. Θα το ᾽θελα· το ξέρω ότι είσαι φίλος.

ΗΡΑ. Βλέπω μαλλιά κομμένα. Τί; Έχεις πένθος;

ΑΔΜ. Ναι, σήμερα έχω μια κηδεία να κάμω.

ΗΡΑ. Μακριά τέτοιο κακό απ᾽ τα παιδιά σου.

ΑΔΜ. Ζουν τα παιδιά μου· μες στο σπίτι τα έχω.

ΗΡΑ. Αν πέθανε ο πατέρας σου, ώρα του ήταν.

ΑΔΜ. Ζουν, Ηρακλή, κι η μάνα μου κι εκείνος.

ΗΡΑ. Δε χάθηκε, πιστεύω, η Άλκηστή σου.

ΑΔΜ. Κι όχι και ναι μπορώ να πω για κείνη.

ΗΡΑ. Δηλαδή; Ζωντανή ᾽ναι ή πεθαμένη;

ΑΔΜ. Και υπάρχει και όχι, και με τρώει ο πόνος.

ΗΡΑ. Δε μιλείς καθαρά, και δε σε νιώθω.

ΑΔΜ. Δεν το ξέρεις ποιά μοίρα την προσμένει;

ΗΡΑ. Πως δέχτηκε για σένα να πεθάνει.

ΑΔΜ. Αφού έχει τάξει αυτό, τί ζωντανή ᾽ναι;

ΗΡΑ. Α, μην την κλαις, πριν το κακό να γίνει.

ΑΔΜ. Έγινε πες, αφού είναι για να γίνει.

ΗΡΑ. Να ζεις και να μη ζεις δεν είναι το ίδιο.

ΑΔΜ. Αλλιώς εσύ, κι αλλιώς εγώ το κρίνω.

ΗΡΑ. Μα ποιόν θρηνείς; Ποιός πέθανε δικός σου;

ΑΔΜ. Γυναίκα· για γυναίκα είπα και πρώτα.

ΗΡΑ. Ήταν απ᾽ τη γενιά σου ή ήταν ξένη;

ΑΔΜ. Ξένη, μα είχε δεσμούς μ᾽ αυτό το σπίτι.

ΗΡΑ. Πώς πέθανε εδώ μέσα; ΑΔΜ. Είχε ορφανέψει

από πατέρα κι έμενε μαζί μας.

ΗΡΑ. Κακό.

Άμποτε να μη σ᾽ έβρισκα σε πένθος.

Ετοιμάζεται να φύγει.

ΑΔΜ. Γιατί το λες; Τί σκέφτεσαι να κάμεις;

ΗΡΑ. Θα πάω να βρω άλλον φίλο εδώ στην πόλη.

ΑΔΜ. Αυτό ποτέ· πολύ θα με πειράξει.

ΗΡΑ. Όταν πενθείς, ενόχληση είν᾽ ο ξένος.

ΑΔΜ. Νεκροί οι νεκροί· εσύ πέρασε στο σπίτι.

ΗΡΑ. Ο άλλος να κλαίει, κι εγώ να τρωγοπίνω;

ΑΔΜ. Έχω δωμάτια ξέχωρα για ξένους.

ΗΡΑ. Χάρη πολλή θα σου χρωστώ αν μ᾽ αφήσεις.

ΑΔΜ. Δε γίνεται να πας αλλού να μείνεις.

(Σ᾽ έναν από τους ακολούθους του.)

Πήγαινε μπρος, ν᾽ ανοίξεις το δωμάτιο

των ξένων που ᾽ναι απέξω απ᾽ το παλάτι.

Και στους αρμόδιους πες να στρώσουν πλούσιο

τραπέζι· η πόρτα ανάμεσα να κλείσει·

δεν πρέπει οι ξένοι, όταν δειπνούν, ν᾽ ακούνε

θρήνους και να λυπούνται.

(Ο Ηρακλής ακολουθώντας το δούλο μπαίνει στο παλάτι.)

ΚΟΡ. Βασιλιά μου,

τέτοιο κακό να σ᾽ έχει βρει, και ξένους

να δέχεσαι στο σπίτι! Αυτό είναι τρέλα.

ΑΔΜ. Θα ᾽τανε, λες, καλύτερο να διώξω

ένα φίλο απ᾽ το σπίτι κι απ᾽ την πόλη;

Θα ᾽μουν πολύ αφιλόξενος, νομίζω,

κι η συμφορά δε θα λιγόστευε έτσι.

Στ᾽ άλλα δεινά θα πρόσθετα και τούτο,

να πουν το σπίτι αυτό εχθρικό στους ξένους.

Την πιο θερμήν υποδοχή μου κάνει

εκείνος, σαν πηγαίνω στο άνυδρο Άργος.

ΚΟΡ. Γιατί όμως, αφού λες πως είναι φίλος,

του κράτησες κρυφή τη συμφορά σου;

ΑΔΜ. Αν μάθαινε το τί έπαθα, ποτέ

στο σπίτι μου να μπει δε θα δεχόταν.

Το φέρσιμό μου κάποιοι ίσως το κρίνουν

για ανόητο· μα το σπίτι μου δεν ξέρει

τους ξένους να προσβάλλει και να διώχνει.

(Ξαναμπαίνει στο παλάτι.)