×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ευριπίδης - Άλκηστις, 5.4 ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (393-434)

5.4 ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (393-434)

ΕΥΜΗΛΟΣ

Τί κακό! Τη μάνα μας,

αχ, την πήρε η μαύρη γη

και ήλιος δεν τη βλέπει πια.

Πάει, πατέρα, κι άφησε

τη ζωή μας ορφανή.

Νά, τα βλέφαρα νεκρά

και τα χέρια ασάλευτα. (400)

Μάνα μου, άκουσε, άκουσε,

σ᾽ εξορκίζω· μάνα, εγώ,

τ᾽ ακριβό σου το παιδί,

σε φιλώ και σου μιλώ.

ΑΔΜ. Δε βλέπει, δεν ακούει· κι εσάς τους δυο

κι εμένα συμφορά βαριά μας βρήκε.

ΕΥΜ. Αχ, πατέρα, η μάνα μου

μ᾽ άφησε έρμο κι ορφανό

ν᾽ αρμενίζω στη ζωή·

με χτυπούν οι συμφορές,

μα κι εσέ, μικρή αδερφή·

τί πικρή για σε παντρειά,

πατερούλη μου· γραφτό

δε σας ήτανε, μαζί

να σας βρουν τα γερατειά·

έφυγες, μανούλα μου,

και το σπίτι ρήμαξε.

--

ΚΟΡ. Άδμητε, ανάγκη υπομονή να δείξεις·

χάνεις καλή γυναίκα, μα ούτε ο πρώτος

δεν είσαι, ούτ᾽ ο στερνός, κι όλοι μας, όλοι

μια μέρα θα πεθάνουμε· το ξέρεις.

ΑΔΜ. Το ξέρω· και το πρόσμενα· κι η σκέψη

αυτή πολύν καιρό με τυραννούσε.

Μη φύγετε· θα κάμω την κηδεία·

μείνετε και τονίστε έναν παιάνα

στον αλύγιστο θεό του κάτω κόσμου.

Και ορίζω: Οι Θεσσαλοί, που είμ᾽ αρχηγός τους,

στο πένθος μου να λάβουν όλοι μέρος,

με στολές μαύρες και μαλλιά κομμένα·

κι όσοι έχουν άτια της καβάλας, κι όσοι

άλογα ζεύουν σε άρματα, όλοι πρέπει

τις χαίτες τους με σίδερο να κόψουν.

Ώσπου να κλείσουν δώδεκα φεγγάρια,

να μην ηχήσει αυλός στην πόλη ή λύρα·

θάβω νεκρό που άλλος κανείς δε μου είναι

τόσο ακριβός· κανείς που να ᾽χει δείξει

τόση σ᾽ εμέ αφοσίωση· της αξίζει

κάθε τιμή, αφού πέθανε για μένα.

(Παίρνουν τη νεκρή και μπαίνουν όλοι στο παλάτι· στην ορχήστρα μόνος ο Χορός.)


5.4 ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (393-434)

ΕΥΜΗΛΟΣ

Τί κακό! Τη μάνα μας,

αχ, την πήρε η μαύρη γη

και ήλιος δεν τη βλέπει πια.

Πάει, πατέρα, κι άφησε

τη ζωή μας ορφανή.

Νά, τα βλέφαρα νεκρά

και τα χέρια ασάλευτα. (400)

Μάνα μου, άκουσε, άκουσε,

σ᾽ εξορκίζω· μάνα, εγώ,

τ᾽ ακριβό σου το παιδί,

σε φιλώ και σου μιλώ.

ΑΔΜ. Δε βλέπει, δεν ακούει· κι εσάς τους δυο

κι εμένα συμφορά βαριά μας βρήκε.

ΕΥΜ. Αχ, πατέρα, η μάνα μου

μ᾽ άφησε έρμο κι ορφανό

ν᾽ αρμενίζω στη ζωή·

με χτυπούν οι συμφορές,

μα κι εσέ, μικρή αδερφή·

τί πικρή για σε παντρειά,

πατερούλη μου· γραφτό

δε σας ήτανε, μαζί

να σας βρουν τα γερατειά·

έφυγες, μανούλα μου,

και το σπίτι ρήμαξε.

--

ΚΟΡ. Άδμητε, ανάγκη υπομονή να δείξεις·

χάνεις καλή γυναίκα, μα ούτε ο πρώτος

δεν είσαι, ούτ᾽ ο στερνός, κι όλοι μας, όλοι

μια μέρα θα πεθάνουμε· το ξέρεις.

ΑΔΜ. Το ξέρω· και το πρόσμενα· κι η σκέψη

αυτή πολύν καιρό με τυραννούσε.

Μη φύγετε· θα κάμω την κηδεία·

μείνετε και τονίστε έναν παιάνα

στον αλύγιστο θεό του κάτω κόσμου.

Και ορίζω: Οι Θεσσαλοί, που είμ᾽ αρχηγός τους,

στο πένθος μου να λάβουν όλοι μέρος,

με στολές μαύρες και μαλλιά κομμένα·

κι όσοι έχουν άτια της καβάλας, κι όσοι

άλογα ζεύουν σε άρματα, όλοι πρέπει

τις χαίτες τους με σίδερο να κόψουν.

Ώσπου να κλείσουν δώδεκα φεγγάρια,

να μην ηχήσει αυλός στην πόλη ή λύρα·

θάβω νεκρό που άλλος κανείς δε μου είναι

τόσο ακριβός· κανείς που να ᾽χει δείξει

τόση σ᾽ εμέ αφοσίωση· της αξίζει

κάθε τιμή, αφού πέθανε για μένα.

(Παίρνουν τη νεκρή και μπαίνουν όλοι στο παλάτι· στην ορχήστρα μόνος ο Χορός.)