Η Νίκη του Φιλίππου Β' που άνοιξε τον δρόμο για την ένωση των Ελλήνων⚔️Η Μάχη της Χαιρώνειας
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο, θα μιλήσουμε για τη μάχη της Χαιρώνειας.
Αν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή
και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε πάμε να ξεκινήσουμε;
Γενικά γίνεται αποδεκτό από τους περισσότερους μελετητές ότι η μάχη διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 338 π.Χ.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή που στηρίζεται στα γραφόμενα από τον Διόδωρο, η μάχη έγινε στις 9 του Μεταγειτνιώνα,
του δεύτερου μήνα του αττικού έτους που άρχιζε περί την πρώτη νέα Σελήνη μετά το θερινό ηλιοστάσιο
δηλαδή στις 21 Ιουνίου.
Έτσι δεδομένου ότι η επόμενη νέα σελήνη στην Αθήνα ήταν στις 27 Ιουλίου, η μάχη πρέπει να δόθηκε στις 4 Αυγούστου.
Αυτή την ημερομηνία λοιπόν θα υιοθετήσουμε και εμείς στην παρουσίαση της μάχης.
Τα δύο αντίπαλα στρατεύματα παρατάχθηκαν στην ευρεία πεδιάδα μεταξύ της δεξιάς όχθης του βοιωτικού ποταμού Κηφισού
και της περιτειχισμένης ακρόπολης της πόλης της Χαιρώνειας,
η οποία βρισκόταν στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του όρους Παρνασσός.
Το μήκος της πεδιάδας ήταν περί τα 2 χιλιόμετρα,
απόσταση ικανοποιητική για την πλήρη ανάπτυξη δυνάμεων και τη διεξαγωγή μάχης εκ παρατάξεως.
Επιπλέον στην πεδιάδα υπήρχαν ελάχιστες οικίες ή κτίσματα επομένως το έδαφος ήταν πρόσφορο
τόσο για ανάπτυξη και χρήση της φάλαγγας όσο και για ανάπτυξη δυνάμεων ιππικού.
Οι αρχαίες πηγές που διασώζονται σχετικά με τη μάχη και οι οποίες προέρχονται από τον Διόδωρο το Σικελιώτη,
τον lουστίνο, τον Πολύαινο και τον Πλούταρχο, δεν συμφωνούν όσον αφορά τα δεδομένα
για την αριθμητική δύναμη των δύο αντιπάλων συνασπισμών αλλά είναι αντιφατικές.
Έτσι, ο μεν Διόδωρος θεωρεί ότι ο μακεδονικός συνασπισμός ήταν αριθμητικά ισχυρότερος ο δε lουστίνος γράφει το αντίθετο.
Σύγχρονοι μελετητές πάντως συμφωνούν γενικά ότι ο στρατός των Νοτίων Ελλήνων διέθετε ελαφρά υπεροχή.
Η μακεδονική φάλαγγα αποτελούσε την κύρια δύναμη πεζικού των Βορείων Ελλήνων.
Επιπλέον υπήρχαν Μακεδόνες υπασπιστές και συμμαχικά σώματα Αιτωλών, Θεσσαλών Φωκέων, Λοκρών, ενδεχομένως και άλλων.
Το ιππικό αποτελείτο από Μακεδόνες και κατά πάσα πιθανότητα Θεσσαλούς με βαρύ εξοπλισμό.
Παρότι όμως ο Φίλιππος είχε στη διάθεσή του ποικιλία στρατευμάτων, στη μάχη προτίμησε να χρησιμοποιήσει μόνο τους Μακεδόνες.
Τα αμιγώς μακεδονικά στρατεύματα αποτελούντο από 30.000 πεζούς (φαλαγγίτες και ελαφρά οπλισμένους)
και 2.000 ιππείς (εταίρους βαριά οπλισμένους στην πλειοψηφία τους).
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, τον κορμό της συμμαχικής στρατιάς των Νοτίων Ελλήνων αποτελούσε η εκστρατευτική δύναμη των Αθηναίων.
10.000 πεζοί, 600 ιππείς Αθηναίοι και άλλοι 10.000 μισθοφόροι πεζοί υπό τους στρατηγούς Στρατοκλή, Λυσικλή και Χάρη.
Ακολουθούσαν σε δύναμη οι Θηβαίοι με 11.000-12.000 πεζούς (συμπεριλαμβανομένου και του Ιερού Λόχου)
και 800 ιππείς υπό τον στρατηγό Θεαγένη.
Μετά οι Φωκείς με 1.000 πεζούς, 600 ιππείς και 5.000 μισθοφόρους πεζούς.
Οι Κορίνθιοι συμμετείχαν με 3000 πεζούς, οι Αχαιοί με 2.000 πεζoύς, οι Μεγαρείς με άλλους 3.000 πεζούς,
οι Ακαρνάνες με 2.000 πεζούς και οι Λευκαδίτες με τους Κερκυραίους με 900 πεζούς.
Υπήρχε επιπλέον ένας άγνωστος αριθμός Ευβοέων.
Ο συνολικός αριθμός ήταν άνω των 49.000 πεζών και 2.000 ιππέων.
Ωστόσο από τους προαναφερθέντες αριθμούς μόνο οι 2.000 Ακαρνάνες θεωρούνται βέβαιοι, επειδή καταγράφονται σε σωζόμενη αττική επιγραφή.
ΟΙ Μακεδόνες και οι σύμμαχοί τους, που βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της πεδιάδας, παρατάχθηκαν ως εξής.
Στη δεξιά, την τιμητική πτέρυγα, τάχθηκε ο ίδιος ο Φίλιππος επικεφαλής τμημάτων υπασπιστών και μια μονάδα ελαφρού ιππικού για λόγους κάλυψης.
Στο κέντρο τάχθηκε το σύνολο της Μακεδονικής φάλαγγας μαζί με διάφορα σώματα ελαφρά οπλισμένων ανδρών.
Στην αριστερή πτέρυγα όπου Διοικητής τοποθετήθηκε από τον Φίλιππο ο μόλις δεκαοκτώ χρονών γιος του Αλέξανδρος,
τάχθηκαν το σύνολο του βαρέως Μακεδονικού ιππικού και κάποιες μονάδες βαριά οπλισμένων πεζών.
Το πρωί της 4ης Αυγούστου 338 π.χ. οι δύο αντίπαλες παρατάξεις προχώρησαν η μία εναντίον της άλλης.
Η έναρξη της σύγκρουσης έγινε από τους Μακεδόνες των δύο άκρων που κινήθηκαν και επιτέθηκαν εναντίον των ταγμένων απέναντι εχθρών τους.
Αρχικά, στο δυτικό μέρος των αντιμαχομένων, συγκρούστηκαν η μακεδονική φάλαγγα
(δηλ. εκεί που βρισκόταν ο Φίλιππος) με εκείνη των Αθηναίων οπλιτών, ενώ στα άλλα σημεία η προσπέλαση γινόταν πιο διστακτικά.
Στη μάχη λάμβαναν μέρος όλα τα τμήματα, είτε Μακεδόνων είτε Νοτίων συμμάχων.
Στη δυτική πλευρά όπου είχε ξεκινήσει η σύγκρουση, παρά τη σφοδρή επίθεση που επιχείρησαν οι σαρισσοφόροι,
οι οπλιτικές φάλαγγες των Αθηναίων άντεξαν την ισχυρότατη κρούση των προτεταγμένων σαρισσών.
Με την πάροδο του χρόνου και την αναπόφευκτη μείωση της ισχύος της αρχικής κρούσης των Μακεδόνων,
οι Αθηναίοι εμφανίζονταν να αποκρούουν τα πλήγματα και να μπορούν να ανταπεξέρχονται επιτυχώς σε αυτά.
Πριν γενικευθεί η σύγκρουση σε ολόκληρη τη γραμμή του μετώπου, οι φάλαγγες των Αθηναίων οπλιτών μετά από διαταγή του διοικητή τους Στρατοκλή,
αντεπιτέθηκαν και κατόρθωσαν να ωθήσουν προς τα πίσω την εχθρική δύναμη.
Σε λίγη ώρα οι Αθηναίοι ανέτρεψαν τους αντιπάλους τους και ανάγκασαν τη δεξιά πτέρυγα της Μακεδονικής διάταξης να οπισθοχωρήσει.
Ο Φίλιππος διέταξε αργή σύμπτυξη και εκτείνοντας τις γραμμές του πιο αριστερά προς τα δυτικά συμπαρέσυρε τους Αθηναίους.
Οι τελευταίοι ενθουσιασμένοι και παρακινούμενοι από τον στρατηγό τους Στρατοκλή,
προσπαθούσαν να απωθήσουν τους αντιπάλους τους «εις Μακεδονίαν».
Ακολουθώντας όμως συνέχεια τους οπισθοχωρούντες εχθρούς απομακρύνονταν από τις ασφαλείς θέσεις τους.
Με αυτόν τον τρόπο εκτίθεντο σε υπερκέραση αλλά και σε κάτι πολύ χειρότερο.
Απομακρύνονταν από το σώμα των Αχαιών συμμάχων τους που είχε ταχθεί αμέσως δεξιά τους.
Ο διοικητής των Αχαιών εκτιμώντας την κατάσταση που διαμορφωνόταν,
επέλεξε να ακολουθήσει τους Αθηναίους προκειμένου να μην προκληθεί ρήγμα στη συνολική συμμαχική διάταξη.
Έτσι και οι Αχαιοί προχώρησαν προς τα βορειοδυτικά προσπαθώντας να στοιχίζονται με τις φάλαγγες των Αθηναίων.
Προβαίνοντας όμως σε αυτή την κίνηση οι Αχαιοί ανάγκασαν και τους Κορίνθιους να πράξουν το ίδιο ώστε να μη δημιουργηθεί ρήγμα στην διάταξη.
Λίγο αργότερα το ίδιο έπραξαν και οι Φωκείς, μετά από αυτούς οι Μεγαρείς και αργότερα οι μισθοφόροι στην υπηρεσία των Αθηναίων.
Οι Βοιωτοί αντιμετώπισαν το ίδιο δίλημμα, να ακολουθήσουν τους Αθηναίους ή να παραμείνουν στις θέσεις τους.
Κάποια τμήματά τους λοιπόν κατευθύνθηκαν και αυτά προς τα αριστερά.
Άλλα Βοιωτικά τμήματα όμως, μεταξύ των οποίων και ο Ιερός Λόχος παρέμειναν στις θέσεις τους.
Εκεί λοιπόν ανάμεσα στα Βοιωτικά τμήματα που στράφηκαν αριστερά και εκείνα που έμειναν στην αρχική τους θέση δημιουργήθηκε ρήγμα ικανού αναπτύγματος.
Ταυτόχρονα ο Αλέξανδρος, που διοικούσε το ιππικό, εξορμώντας από το αριστερό πλευρό της Μακεδονικής παράταξης
προσέβαλε το συμμαχικό ιππικό το οποίο υστερούσε τόσο σε αριθμό όσο και σε αξία έναντι του Μακεδονικού.
Μετά από σύντομη σύγκρουση, ο Αλέξανδρος ανάγκασε τους Βοιωτούς και τους άλλους συμμάχους ιππείς να τραπούν σε φυγή,
αποκαλύπτοντας το μέτωπο των πεζικών τους δυνάμεων, που εκείνη τη στιγμή είχαν διαχωριστεί.
Το κενό μεταξύ των συμμαχικών φαλάγγων εντόπισε αμέσως ο Αλέξανδρος και έσπευσε να το εκμεταλλευθεί.
Ο Μακεδόνας πρίγκιπας επέπεσε με το σύνολο του ιππικού των εταίρων
στο ρήγμα μεταξύ των πεζικών τμημάτων και διέλυσε κάθε άμυνα που αντέταξαν οι Βοιωτοί οπλίτες.
Διασκορπίζοντας όποιο τμήμα συναντούσε βρέθηκε στα πλάγια και τα νώτα της συμμαχικής διάταξης.
Μετά από σκληρό και αιματηρότατο αγώνα όπως σημειώνει ο Διόδωρος,
ο Αλέξανδρος και οι ιππείς του κατόρθωσαν να διασπάσουν τις γραμμές των Βοιωτών και να τους αναγκάσουν σε φυγή.
Μόνο οι Ιερολοχίτες έμειναν πιστοί ο ένας στον άλλο και πολέμησαν μέχρι τον ολοκληρωτικό τους αφανισμό.
Ο Αλέξανδρος με τις δυνάμεις του στη συνέχεια, επέπεσαν ασυγκράτητοι στα τμήματα πεζικού του συμμαχικού κέντρου, προσβάλλοντάς τα απρόσκοπτα από τα νώτα.
Οι πεζοί οπλίτες και οι ψιλοί των συμμάχων προσβλήθηκαν από μη αναμενόμενη κατεύθυνση
και μη διαθέτοντας άριστη εκπαίδευση διέλυσαν τη γραμμή τους και εγκατέλειψαν τη μάχη.
Την ίδια ώρα που η αριστερή πτέρυγα των Μακεδόνων συνέτριβε το κέντρο της συμμαχικής διάταξης,
ο Φίλιππος διέταξε επιθετική επιστροφή του δεξιού του πλευρού, το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή υποχωρούσε συντεταγμένα.
Παράλληλα, με το ελαφρύ ιππικό του, υπερφαλάγγισε το αριστερό των Αθηναίων.
Οι Αθηναϊκές φάλαγγες βαλλόμενες ισχυρά από τους υπασπιστές και τους Μακεδόνες ψιλούς υπέστησαν σοβαρές απώλειες.
Άρχισαν να κάμπτονται όταν κάποια στιγμή η διοίκησή τους αντιλήφθηκε τη δυσμενή τροπή της μάχης.
Οπότε κατόπιν σχετικών διαταγών, ολόκληρη η Αθηναϊκή γραμμή μάχης διαλύθηκε.
Οι Αθηναίοι έτρεξαν να σωθούν πριν τους κυνηγήσει το εχθρικό ιππικό, ενώ η μάχη είχε λήξει με πλήρη νίκη των δυνάμεων του Φιλίππου.
Τα υπολείμματα του αποδεκατισμένου πλέον συμμαχικού στρατού υποχώρησαν προς την πόλη της Λεβάδειας,
χωρίς να καταδιωχθούν από τις δυνάμεις του Φιλίππου.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς πράττοντας προφανώς σκόπιμα και επιθυμώντας τη συμφιλίωση και όχι την εξόντωση, δεν έδωσε διαταγή καταδίωξης.
Οι ηττημένοι σύμμαχοι είχαν σύμφωνα με τον Διόδωρο 1.000 Αθηναίους νεκρούς και 2.000 Αθηναίους αιχμαλώτους.
Οι Θηβαίοι απώλεσαν σίγουρα όλους τους Ιερολοχίτες, συνεπώς 300 νεκρούς κατ'ελάχιστο.
Γενικά θεωρείται από τις πηγές ότι υπέστησαν παραπάνω απώλειες από αυτές των Αθηναίων.
Μπορούμε επομένως να υπολογίσουμε 1.500 νεκρούς Θηβαίους.
Εκτιμώντας τις απώλειες των άλλων συμμάχων έχουμε άλλους περίπου 1.000 νεκρούς.
Το σύνολο επομένως ανέρχεται σε 3.500 περίπου νεκρούς από τις συνασπισμένες δυνάμεις των Ελλήνων του Νότου.
Οι απώλειες των νικητών βάση προσεκτικής ανάλυσης ολόκληρης της σύγκρουσης και σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης,
μπορούν να υπολογιστούν σε 850 περίπου, ενδεχομένως και λίγο περισσότερους.
Μετά τη Χαιρώνεια άνοιγε διάπλατα ο δρόμος για την υλοποίηση των πανελλήνιων οραμάτων
και σχεδίων του φιλόδοξου αλλά και διορατικού και προπάντων αποφασιστικού Μακεδόνα ηγέτη.
Για πολλούς αιώνες, η Μάχη της Χαιρώνειας οριοθετούσε στην ιστορική αντίληψη και θεώρηση του αρχαίου κόσμου το τέλος τής ελληνικής «πόλεως» και της ελευθερίας.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στη Χαιρώνεια συγκρούστηκαν η Μακεδονία υπό μοναρχικό καθεστώς
και οι πόλεις της Νότιας Ελλάδας, που άλλες είχαν δημοκρατικό και άλλες ολιγαρχικό πολίτευμα.
Για πολλούς, η Χαιρώνεια ήταν το τέλος της πιο αξιόλογης εποχής της ελληνικής ιστορίας, της κλασικής.
Πολλοί μετά τον Δημοσθένη πολιτικοί, ιστορικοί και φιλόλογοι θρήνησαν για την ταφόπετρα της Ελλάδας που μπήκε στη Χαιρώνεια.
Με μεγαλύτερη νηφαλιότητα όμως και με ευρύτερη προοπτική κρινόμενη η μάχη αυτή μετά τον 19ο αιώνα,
φαίνεται να αποβάλλει μεγάλο μέρος της δραματικότητας που της είχε αποδοθεί και να θεωρείται πια ως ένα γεγονός που ανοίγει μια νέα εποχή,
την Ελληνιστική, με ηγεμονεύουσα δύναμη τώρα τον Μακεδονικό Ελληνισμό.