Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μάχες της παγκόσμιας ιστορίας.
Διεξήχθη τον Σεπτέμβρη του έτους 480 π.Χ. μεταξύ του ελληνικού συμμαχικού στόλου και του εκστρατευτικού στόλου της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Πήρε δε το όνομά της από την τοποθεσία διεξαγωγής της, στο θαλάσσιο στενό μεταξύ των ακτών της Αττικής και του νησιού της Σαλαμίνας.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο θα παρουσιάσουμε την ναυμαχία της Σαλαμίνας η οποία ήταν αναμφισβήτητα η μάχη
που έκρινε την έκβαση της τρίτης εκστρατείας των Περσών εναντίον των Ελλήνων
και μια από τις πιο αποφασιστικές και καθοριστικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων.
Εάν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή
και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ‘ανεβάζουμε' νέο βίντεο.
Τι λέτε, πάμε να ξεκινήσουμε;
Καθ' όλη τη διάρκεια της μάχης των Θερμοπυλών ο ελληνικός στόλος που βρισκόταν στο Αρτεμίσιο
είχε ως αποστολή να παρεμποδίσει τη δίοδο του περσικού στόλου από το θαλάσσιο στενό μεταξύ Εύβοιας και Μαγνησίας,
ώστε να μη μπορέσει να ενισχύσει τους μαχόμενους στις Θερμοπύλες Πέρσες και να προχωρήσει προς τη νότια Ελλάδα.
Οι Πέρσες που επιδίωκαν την καταστροφή του αντιπάλου στόλου όσο το δυνατόν συντομότερα,
έστειλαν μια μοίρα διακοσίων πλοίων με εντολή να περιπλεύσει την Εύβοια στοχεύοντας έτσι να κυκλώσουν τους Έλληνες.
Τα πλοία αυτά όμως στα Κοίλα της Εύβοιας ήρθαν αντιμέτωπα με σφοδρή τρικυμία που είχε ως αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή τους.
Οι τρεις ναυμαχίες που ακολούθησαν μεταξύ Αρτεμισίου και Αφετών είχαν μάλλον αμφίρροπη έκβαση παρά την αριθμητική υπεροχή του περσικού στόλου.
Μετά τη γνωστοποίηση της κατάληψης του στενού των Θερμοπυλών από τον περσικό στρατό αποφασίστηκε η άμεση αποχώρηση
του ελληνικού στόλου από τη βόρεια Εύβοια καθώς η αποστολή του είχε ολοκληρωθεί και η παραμονή κρινόταν πλέον επικίνδυνη.
Ο στρατός του Ξέρξη με γοργούς ρυθμούς προχωρά στην κατάκτηση της Κεντρικής Ελλάδας.
Οι Φωκείς εγκαταλείπουν τη χώρα τους, οι Δελφοί και το ιερατείο μηδίζουν,
το ίδιο και όλες οι πόλεις της Βοιωτίας με εξαίρεση τις Πλαταιές και τις Θεσπιές που καταστρέφονται.
Ο Ξέρξης είναι πλέον έτοιμος να καταλάβει την Αθήνα.
Οι Αθηναίοι βλέποντας πως ο πελοποννησιακός στρατός έχει παραμείνει στον Ισθμό, τον οποίο και οχυρώνει με τείχη,
βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα να υποταχθούν ή να εγκαταλείψουν την πόλη τους.
Τελικώς αποφασίζεται η εκκένωση της Αττικής και η φυγάδευση παιδιών, γυναικών και ηλικιωμένων
στη Σαλαμίνα, την Αίγινα και την Τροιζήνα υπό την προστασία του στόλου,
ο οποίος έχει εν τω μεταξύ αγκυροβολήσει στη Σαλαμίνα.
Το μεγαλύτερο μέρος του Αθηναϊκού πεζικού μετακινείται επίσης στο νησί.
Εδώ αξίζει να τονιστεί η καθοριστική συμβολή του Αθηναίου στρατηγού Θεμιστοκλή για να παρθούν οι αποφάσεις
τόσο για την εκκένωση της Αθήνας όσο και για την προσάραξη του στόλου στη Σαλαμίνα.
Οι Πέρσες λίγες μέρες μετά τη μάχη των Θερμοπυλών εισβάλουν στην έρημη Αθήνα, την οποία καταστρέφουν και ξεκινούν
την πολιορκία της Ακρόπολης που υπερασπίζονται λιγοστοί Αθηναίοι που αρνήθηκαν ή δεν είχαν τα μέσα να φύγουν.
Ο Ξέρξης μετά από σύντομη μάχη είναι και τυπικά κυρίαρχος της πόλης, ενώ και ο στόλος του έχει αγκυροβολήσει στο Φάληρο.
Μετά την κατάληψη της Αθήνας ο Ξέρξης εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Φάληρο όπου βρίσκεται αγκυροβολημένος και ο στόλος του.
Στην αντίπερα όχθη ο ελληνικός στόλος παραμένει στο νησί της Σαλαμίνας.
Στη Σαλαμίνα επικρατούσε σύγχυση και διγνωμία μεταξύ των ναυάρχων των ελληνικών πόλεων.
Στις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν οι Έλληνες ήταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα.
Από τη μία πλευρά οι πόλεις της Πελοποννήσου υποστήριζαν την άποψη ότι ο στόλος έπρεπε να υποχωρήσει στον Ισθμό
όπου βρισκόταν και ο πελοποννησιακός στρατός και να ναυμαχήσει εκεί με τους Πέρσες,
καθώς σε περίπτωση ήττας στη Σαλαμίνα δεν θα υπήρχε δυνατότητα διαφυγής και θα βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τους Πέρσες,
οι οποίοι θα μπορούσαν πλέον να επιτεθούν στην Πελοπόννησο με την υποστήριξη του στόλου τους.
Τα μειονεκτήματα όμως μιας αναμέτρησης κοντά στον Ισθμό ήταν σημαντικά για τους Έλληνες,
καθώς επρόκειτο για ανοικτή θάλασσα όπου τα πολυπληθή και ογκωδέστερα περσικά πλοία
θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν όλα τους τα δυνατά σημεία.
Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς διοικητές κυρίως,
των οποίων οι πόλεις κινδύνευαν άμεσα, με κύριο εκφραστή τον Θεμιστοκλή,
ήταν υπέρμαχοι της παραμονής του συμμαχικού στόλου στο νησί.
Υποστήριζαν ότι η καθοριστική ναυμαχία έπρεπε να δοθεί στο στενό μεταξύ Σαλαμίνας και Αττικής.
Ο Θεμιστοκλής είχε πολύ εύστοχα αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα που πρόσφερε η θέση αυτή για τους Έλληνες.
Οι Πέρσες σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν αναγκασμένοι να ναυμαχήσουν σε αρκετά κλειστή θαλάσσια περιοχή
που σημαίνει ότι θα έχαναν τη δυνατότητα να αναπτύξουν όλα τους τα πλοία και θα αντιμετώπιζαν
δυσκολία κινήσεων και ελιγμών απέναντι στις πιο ευέλικτες ελληνικές τριήρεις.
Επιπλέον, μία φυγή του ελληνικού στόλου από τη θέση του θα σήμαινε και την ταυτόχρονη απώλεια της Σαλαμίνας
αλλά και της Αίγινας και των Μεγάρων για τους Έλληνες, θα άνοιγε με αυτόν τον τρόπο ο δρόμος για τον περσικό στρατό
προς τον Ισθμό μη έχοντας πλέον τον ελληνικό στόλο στα νώτα του.
Πέρα από τα επιχειρήματα, οι διαφωνίες και οι φιλονικίες, μεταξύ κυρίως του Θεμιστοκλή από τη μια πλευρά
με τον Ευρυβιάδη και τον Κορίνθιο ναύαρχο Αδείμαντο από την άλλη, ήταν ιδιαίτερα τεταμένες.
Μάλιστα, μετά από μια έντονη λογομαχία ο Ευρυβιάδης ύψωσε τη ράβδο του να χτυπήσει τον Αθηναίο στρατηγό,
και τότε ο τελευταίος αποκρίθηκε ήρεμα το πασίγνωστο «Πάταξον μεν, άκουσον δε!».
Άλλη μια χαρακτηριστική λεκτική σύγκρουση εκτυλίχθηκε, μεταξύ του Θεμιστοκλή και του Αδείμαντου αυτή τη φορά.
Σε ένα από τα συμβούλια όταν ο Θεμιστοκλής προσπαθούσε εκ νέου να πείσει τους υπόλοιπους στρατηγούς να παραμείνουν στη Σαλαμίνα,
ο Αδείμαντος ζήτησε από τον Ευρυβιάδη να μη θέσει σε ψηφοφορία το αίτημα ενός άντρα που δεν έχει πατρίδα.
Ο Θεμιστοκλής απάντησε τότε πως όποιος διαθέτει διακόσιες τριήρεις έχει και πατρίδα
και επιπλέον απείλησε ότι εάν δε δινόταν η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο λαός του θα μετανάστευε στην Κάτω Ιταλία και θα ίδρυε εκεί νέα πόλη.
Η τελευταία αυτή απειλή φάνηκε αρκετή ώστε να πειστεί ο Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι ναύαρχοι
που είχαν αντίθετη άποψη και να ξεκινήσει τελικά η προετοιμασία για τη ναυμαχία.
Την επομένη της απόφασης, παρόλα αυτά, οι αντιρρήσεις για την καταλληλότητα της θέσης, από τους Πελοποννήσιους κυρίως, ξαναφούντωσαν.
Κατά τη διάρκεια του νέου συμβουλίου που συγκλήθηκε και ενώ η πλειοψηφία ήταν πάλι υπέρ της υποχώρησης προς τον Ισθμό,
ο Θεμιστοκλής συνέλαβε ένα ευφυέστατο τέχνασμα.
Έστειλε τον δούλο του τον Σίκιννο στο περσικό στρατόπεδο με το μήνυμα ότι τον στέλνει ο Αθηναίος στρατηγός,
ο οποίος είναι με το πλευρό των Περσών, για να τους ανακοινώσει ότι οι ταραγμένοι Έλληνες σκέφτονται να αποχωρήσουν
και πως είναι τώρα μια λαμπρή ευκαιρία για αυτούς να εγκλωβίσουν τον αντίπαλο και να τον κατανικήσουν.
Μετά τις Θερμοπύλες η μόνη αμυντική γραμμή που απέμενε στους Έλληνες ήταν ο Ισθμός.
Για να μπορέσει, όμως, ο περσικός στόλος να προσεγγίσει τον Ισθμό και να υποστηρίξει την επικείμενη πορεία του στρατού
ήταν αναγκασμένος είτε να καταστρέψει τον ελληνικό στόλο που είχε συγκεντρωθεί στη Σαλαμίνα είτε να τον αποκλείσει
διασπώντας τις δυνάμεις του, αφού θα έπρεπε ένα μεγάλο μέρος του στόλου να σταλεί για αυτόν τον σκοπό.
Έτσι, όμως, η αριθμητική υπεροχή εξανεμιζόταν.
Στα πολεμικά συμβούλια που πραγματοποιήθηκαν, όλοι οι ναύαρχοι εισηγήθηκαν στον Ξέρξη επίθεση στη Σαλαμίνα,
εκτός από την βασίλισσα της Αλικαρνασσού, Αρτεμισία, η οποία μίλησε διαφορετικά,
προτείνοντας στον Πέρση βασιλιά να μη βιαστεί να επιτεθεί γιατί φοβόταν πως αν ο στόλος γνώριζε ήττα θα ζημιωνόταν και το πεζικό.
Αν όμως τηρούταν στάση αναμονής, η ταραχή, η σύγχυση και οι τριβές στην ελληνική πλευρά
θα πολλαπλασιάζονταν οδηγώντας τους ίσως να σκορπίσουν προς τις πόλεις τους.
Και ενώ οι συσκέψεις συνεχίζονταν είναι η ώρα του Σίκιννου να εμφανιστεί στο περσικό στρατόπεδο και να μεταφέρει το μήνυμα του Θεμιστοκλή.
Ο Ξέρξης, που επιθυμούσε να ολοκληρώσει την κατάκτηση και της υπόλοιπης Ελλάδας όσο το δυνατόν συντομότερα
προτού καταφτάσει και ο χειμώνας θεωρώντας ούτως ή άλλως μοναδική ευκαιρία το γεγονός
ότι ο εχθρικός στόλος βρισκόταν κλεισμένος στη Σαλαμίνα, δεν άργησε να πάρει την απόφασή του.
Η διαταγή για επίθεση του στόλου δίνεται.
Οι ναυτικές δυνάμεις των δύο αντιπάλων παρατάξεων δεν είναι με απόλυτη ακρίβεια γνωστές.
Μπορούν όμως να προσδιοριστούν προσεγγιστικά από τις πληροφορίες
που μας μεταφέρει κυρίως ο σπουδαίος ιστορικός της αρχαιότητας Ηρόδοτος.
Σύμφωνα με την αναλυτική καταγραφή του Ηρόδοτου λοιπόν, τον ελληνικό στόλο απαρτίζουν 365 τριήρεις και 7 πεντηκόντοροι.
Επομένως, το γενικό σύνολο ανέρχεται στα 372 πολεμικά πλοία, με τις 365 τριήρεις να έχουν τον κύριο ρόλο
και τις 7 πεντηκοντόρους να παρέχουν κατά πάσα πιθανότητα βοηθητικές υπηρεσίες.
Ο υπολογισμός των περσικών δυνάμεων αποτελεί δυσκολότερη υπόθεση.
Ο αριθμός των περσικών πλοίων κατά την έναρξη της εκστρατείας ανέρχεται σύμφωνα με τον Ηρόδοτο στα 1207 πλοία,
στα οποία προστέθηκαν και άλλα 120 των παραλιακών πόλεων της Θράκης και των νησιών του βορείου Αιγαίου.
Προκύπτει όμως έντονος προβληματισμός σχετικά με τον αριθμό των πολεμικών πλοίων που έλαβαν τελικά μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Και αιτία του προβληματισμού αυτού είναι η έλλειψη στοιχείων αφενός για τις απώλειες που υπέστησαν οι Πέρσες στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου
και αφετέρου για τον ακριβή αριθμό των ενισχύσεων σε πλοία που έλαβαν από τις περιοχές και τα νησιά που κατέλαβαν.
Ο Ηρόδοτος υποθέτει ότι οι ενισχύσεις αυτές από ελληνικές πόλεις και νησιά που κατέλαβαν οι Πέρσες
αντιστάθμισαν τις προηγούμενες απώλειες, πράγμα που όμως δεν μπορεί να ευσταθεί.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι όλες οι υπόλοιπες πόλεις, πέρα από την Αθήνα που ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη,
που απάρτιζαν τον ελληνικό συμμαχικό στόλο, αριθμούσαν μαζί μόλις 192 πολεμικά πλοία.
Με αρκετή επιφυλακτικότητα θα ορίσουμε τις δυνάμεις που παρέταξαν οι Πέρσες στη Σαλαμίνα προσεγγιστικά στα 700 πλοία.
Η ναυμαχία έλαβε χώρα πιθανότατα στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ..
Αργά τη νύχτα ο περσικός στόλος εξέρχεται από το ναύσταθμο του Φαλήρου, όπου ο Ξέρξης είχε εγκαταστήσει και το γενικό αρχηγείο του,
και πλέει με κατεύθυνση προς τη Σαλαμίνα.
Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες τα περσικά πλοία έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος των ακτών της Αττικής, απέναντι από τα σημεία
όπου παραμένει αγκυροβολημένος ο ελληνικός στόλος, ενώ έχουν προηγηθεί και δύο σημαντικές στρατηγικές κινήσεις:
Α. Ο αποκλεισμός της βόρειας εξόδου του στενού της Σαλαμίνας από μια μοίρα του αιγυπτιακού στόλου,
έτσι ώστε να μην είναι εφικτό το ενδεχόμενο υποχώρησης και διαφυγής του ελληνικού στόλου σε περίπτωση ήττας του.
Β. Η κατάληψη του μικρού νησιού της Ψυττάλειας από ένα εκλεκτό σώμα του περσικού πεζικού.
Η κίνηση αυτή είχε στρατηγική σημασία, καθώς αποσκοπούσε στη συλλογή και τη διάσωση των Περσών ναυαγών κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης,
αλλά και την ταυτόχρονη εξόντωση των Ελλήνων.
Επιπροσθέτως, είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο.
Για την χρησιμότητά της ως παρατηρητήριο και θέση αναμετάδοσης της τακτικής εικόνας κατά την ώρα της διεξαγωγής της ναυμαχίας.
Η ελληνική πλευρά όμως, πληροφορήθηκε έγκαιρα για τις κινήσεις του περσικού στόλου από τον Αθηναίο Αριστείδη,
ο οποίος κατάφερε να περάσει απαρατήρητος ως τη Σαλαμίνα τη νύχτα από την Αίγινα όπου βρισκόταν.
Με αυτόν τον τρόπο, οι Πέρσες έχασαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού στο οποίο στόχευαν, ενώ αντίθετα ξαφνιάστηκαν οι ίδιοι
όταν με την ανατολή του ήλιου άκουσαν από το μέρος των ελληνικών πλοίων τους ήχους από τις σάλπιγγες και τον Παιάνα να αντηχεί:
"Εμπρός, των Ελλήνων γενναία παιδιά!
να ελευθερώσετε πατρίδα, τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας να ελευτερώστε τα ιερά
και των προγόνων τους τάφους· τώρα για όλα είναι που πολεμάτε".
Τα περσικά πλοία εισήλθαν στο στενό μεταξύ Αττικής και Σαλαμίνας
και ακολούθως έλαβαν θέσεις κατά μήκος των ακτών της Αττικής με την εξής σειρά:
πρώτα τα φοινικικά και τα αιγυπτιακά πλοία, τα οποία κατέλαβαν και τη δεξιά πλευρά της περσικής διάταξης,
έπειτα τα πλοία της Κύπρου, της Λυκίας, της Κιλικίας και της Παμφυλίας που πήραν θέση στο κέντρο
και τελευταία, τα Ιωνικά και τα Καρικά αποτελώντας το αριστερό τμήμα της διάταξης.
Αφού δόθηκε η εντολή για ανάπτυξη στα ελληνικά πλοία, τη δεξιά πλευρά, απέναντι δηλαδή στους Έλληνες της Ιωνίας και τους Κάρες,
καταλαμβάνει ο Ευρυβιάδης με τις μοίρες της Σπάρτης, της Κορίνθου, των Μεγάρων και της Αίγινας.
Σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, «οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς ήταν οι πιο καλοί ναυτικοί μετά τους Αθηναίους» και για αυτό επιλέγηκαν να αντιμετωπίσουν το συγκεκριμένο τμήμα των Περσών.
Στην αριστερή πτέρυγα, με αρχηγό το Θεμιστοκλή, παίρνουν θέση οι τριήρεις της Αθήνας, οι οποίες αποτελούν το μισό σχεδόν του ελληνικού στόλου.
Οι Αθηναίοι, επομένως, καλούνται να αντιμετωπίσουν τους ικανότατους Φοίνικες και τους Αιγύπτιους.
Τέλος, οι δυνάμεις των μικρότερων ελληνικών πόλεων τάσσονται στο μέσον της διάταξης,
απέναντι στα πλοία της Κύπρου, της Λυκίας, της Κιλικίας και της Παμφυλίας.
Ο Ευρυβιάδης, ο Σπαρτιάτης διοικητής του ελληνικού στόλου, είχε δώσει λοιπόν, μόλις ξημέρωσε,
διαταγή στα ελληνικά πλοία να αναπτυχθούν με μέτωπο προς τον περσικό στόλο.
Πλέοντας όμως με αυτόν τον τρόπο προς τα εμπρός, οι δύο στόλοι θα συγκρούονταν στα ανοιχτά του στενού, σε ανοιχτή θάλασσα,
πράγμα το οποίο θα ευνοούσε σε μεγάλο βαθμό την περσική πλευρά, καθώς θα ήταν σε θέση να ρίξουν στη μάχη όλα τους τα πλοία,
ενώ θα είχαν επιπλέον και τη δυνατότητα υπερφαλάγγισης των ελληνικών δυνάμεων.
Προς αποφυγή των δυσμενών αυτών συνθηκών δόθηκε εντολή στα ελληνικά πληρώματα να παύσουν την προς τον εχθρό πλεύση τους
και αντιθέτως να αρχίσουν να κωπηλατούν ανάποδα, πίσω προς τη Σαλαμίνα όπου βρίσκονταν παραταγμένοι οι Αθηναίοι οπλίτες,
διατηρώντας όμως τις πλώρες τους προς τον περσικό στόλο, κίνηση η οποία είχε ως στόχο την παραπλάνηση των Περσών και την προσέλκυσή τους ως τις ακτές του νησιού.
Κοντά στις ακτές ο ελληνικός στόλος σταμάτησε σε διάταξη μεταξύ του νησιού του Αγίου Γεωργίου στα αριστερά του και της χερσονήσου της Κυνόσουρας στα δεξιά,
έτοιμος για σύγκρουση με τον αντίπαλο.
Η μνημειώδης μάχη σε λίγα λεπτά θα ξεσπούσε, κάτω από το βλέμμα του βασιλιά Ξέρξη,
ο οποίος παρακολουθεί από το όρος Αιγάλεω όλες τις κινήσεις.
Ο ελιγμός αυτός πέτυχε.
Οι Πέρσες έπεσαν στην ευφυή ‘παγίδα' που τους έστησαν οι Έλληνες διοικητές.
Σαν αποτέλεσμα, ο περσικός στόλος, λόγω της στενότητας του χώρου, δεν είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει όλες του τις δυνάμεις.
Έτσι, η σύγκρουση ξεκινά βρίσκοντας τους Έλληνες να αντιμετωπίζουν ίσο σχεδόν αριθμό πλοίων και τους Πέρσες
να χάνουν, το ένα μετά το άλλο, τα πλεονεκτήματά τους.
Οι παράγοντες που αναδεικνύονται πλέον ως σημαντικότεροι για την έκβαση της μάχης είναι η ικανότητα,
η ανδρεία και το θάρρος των αντίπαλων πληρωμάτων, καθώς και η τακτική που θα ακολουθούσαν Έλληνες και Πέρσες ναύαρχοι.
Στην αρχή της η μάχη ήταν αμφίρροπη.
Οι δύο στόλοι κρατούσαν τις θέσεις τους, ενώ μάλιστα το ανατολικό άκρο του ελληνικού στόλου
αντιμετώπιζε προβλήματα από τη μεγάλη πίεση που ασκούσαν οι Ίωνες.
Όσο όμως διεξαγόταν η σύγκρουση και η ώρα περνούσε, δεν άργησε να αναδειχθεί η ανωτερότητα του ελληνικού στόλου
και ιδίως των Αθηναίων που μάχονταν τους Φοίνικες στο δυτικό άκρο του μετώπου.
Τα ευκίνητα αθηναϊκά πλοία είτε ακινητοποιούσαν τα αντίπαλα φοινικικά σπάζοντάς τους τα κουπιά
και στη συνέχεια πηδούσαν οι οπλίτες και εξόντωναν τα εχθρικά πληρώματα,
είτε τα βύθιζαν χτυπώντας τα με τα έμβολα στα πλευρά.
Οι ισχυρότατες εκατόν ογδόντα αθηναϊκές τριήρεις έπαιρναν σταδιακά πλεονέκτημα απέναντι στα φοινικικά πλοία.
Μετά τη βύθιση των πρώτων εχθρικών πλοίων, επήλθε ταραχή στην πρώτη γραμμή του φοινικικού στόλου,
καθώς πολλά από τα πλοία άρχισαν να τρέπονται σε φυγή.
Αρκετά όμως από αυτά, στην προσπάθειά τους να υποχωρήσουν και να απομακρυνθούν,
συγκρούστηκαν μεταξύ τους και με συμμαχικά πλοία των πίσω γραμμών με αποτέλεσμα πολλά να βυθιστούν.
Η σύγχυση αυτή δεν άργησε να μεταφερθεί και στα υπόλοιπα μέρη του περσικού στόλου,
όταν οι Αθηναίοι που δεν αρκέστηκαν στην κατανίκηση των Φοινίκων, τους υπερκέρασαν και ακολουθώντας κυκλωτικό ελιγμό
ξεκίνησαν να επιτίθενται και στα πλοία που βρίσκονταν στο κέντρο της διάταξης του περσικού στόλου.
Από αυτό το σημείο η μάχη μπορεί να θεωρηθεί ήδη χαμένη για τους Πέρσες,
καθώς ήταν θέμα χρόνου η συντριβή και του εναπομείναντος αριστερού τμήματος του περσικού στόλου.
Με την κατάρρευση, λοιπόν, και του ανατολικού μετώπου ολόκληρος ο περσικός στόλος τράπηκε σε άτακτη φυγή προς το Φάληρο
καταδιωκόμενος μέχρι τη δύση του ήλιου από τις ελληνικές τριήρεις.
Προς τη λήξη της μάχης, Αθηναίοι οπλίτες που βρίσκονταν στις ακτές τις Σαλαμίνας υπό τον Αριστείδη
ανακατέλαβαν την Ψυττάλεια εξολοθρεύοντας τους Πέρσες που βρίσκονταν στο νησί.
Η εξόντωση της συγκεκριμένης φρουράς στοίχησε πολύ στο περσικό στρατόπεδο,
ιδίως στον ηθικό παράγοντα, καθώς απαρτιζόταν από ευγενείς και εκλεκτούς πολεμιστές.
Η συντριπτική ήττα του εκστρατευτικού στόλου, που πραγματοποιήθηκε μπροστά στα μάτια τού Ξέρξη,
έπληξε βαριά τόσο το κύρος όσο κυρίως και το ηθικό των στρατευμάτων και της ηγεσίας τους.
Ο ίδιος ο Ξέρξης προβληματίσθηκε ιδιαίτερα για το τι έπρεπε πλέον να πράξει
έχοντας πλέον περιέλθει σε δυσχερή θέση λόγω της ήττας και του επερχόμενου χειμώνα,
παρόλο που οι πολυπληθείς περσικές πεζικές δυνάμεις διατηρούνταν ακέραιες, ενώ και το περσικό ναυτικό διέθετε
ακόμα και μετά την ήττα στη Σαλαμίνα, μεγαλύτερο αριθμό πλοίων από τον ελληνικό στόλο.
Η ηθική κατάπτωση και η απόγνωση που κατέλαβε τον Πέρση ηγεμόνα απεικονίζεται ξεκάθαρα στην τελική του απόφαση
να αποσυρθεί ο ίδιος και να αφήσει τον ξάδελφό του Μαρδόνιο με σημαντικές δυνάμεις πεζικού και ιππικού να συνεχίσει την εκστρατεία τον επόμενο χρόνο.
Ο Ξέρξης, απελπιστικά ξαφνιασμένος από την απροσδόκητη ήττα και φοβούμενος το ενδεχόμενο ότι οι Έλληνες
θα αποκλείσουν το στενό του Ελλησπόντου και θα απομονώσουν τον στρατό του στην Ευρώπη αποφάσισε
εσπευσμένα να επιστρέψει στην Ασία συνοδευόμενος από ολόκληρο τον στόλο του και ένα μέρος της στρατιάς.
Οι Πέρσες μετά τη φυγή του Ξέρξη εγκατέλειψαν την Αθήνα και πέρασαν το χειμώνα στη Βοιωτία.
Το επόμενο έτος (479 π.Χ.) και ενώ ο ελληνικός συμμαχικός στρατός εξακολουθεί να παραμένει στον τειχισμένο Ισθμό,
η περσική στρατιά ανακαταλαμβάνει και καταστρέφει ολοσχερώς την πόλη της Αθήνας μετά την άρνηση των Αθηναίων να υποταχθούν.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο ελληνικός στρατός περνά τον Ισθμό και εισέρχεται στη Στερεά Ελλάδα.
Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι οι Έλληνες κινούνται εναντίον του αποσύρεται από την Αττική
και μετακινείται στην Βοιωτία ώστε να ωθήσει τους Έλληνες να συγκρουστούν στην ανοιχτή βοιωτική πεδιάδα
και να εκμεταλλευτεί με αυτόν τον τρόπο τις ισχυρές μονάδες ιππικού που διέθετε
καθώς και την αριθμητική υπεροχή των στρατευμάτων του (περίπου 3:1).
Η αναμενόμενη σύγκρουση πραγματοποιείται τον Αύγουστο κοντά στην πόλη των Πλαταιών.
Ο στρατός των συνασπισμένων Ελλήνων θα νικήσει κατά κράτος εξοντώνοντας το μεγαλύτερο μέρος
της περσικής στρατιάς, την οποία είχαν ενισχύσει και αρκετές χιλιάδες μηδίσαντων Ελλήνων.
Ταυτόχρονα σχεδόν με τον θρίαμβο των Ελλήνων στις Πλαταιές, ο ελληνικός στόλος θα πετύχαινε
μία ακόμα σημαντική νίκη ενάντια στο περσικό ναυτικό στη μάχη της Μυκάλης στη Μικρά Ασία.
Ουδέποτε Πέρσης ηγεμόνας θα επιχειρήσει ξανά εισβολή στην Ελλάδα.
Οι απώλειες σε πλοία και άντρες ήταν μεγάλες για την περσική πλευρά.
Όπως αναφέρει ο Έφορος, ο μόνος από τους αρχαίους ιστορικούς που μας δίνει σχετικές πληροφορίες,
ο περσικός στόλος έχασε διακόσια πλοία, ενώ οι Έλληνες μόλις σαράντα.
Αξίζει, επίσης, να γίνει ειδική μνεία για τον υψηλό αριθμό των νεκρών των περσικών πληρωμάτων
κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας εξαιτίας του γεγονότος ότι μεγάλο ποσοστό των Περσών δεν ήξερε κολύμπι
και επομένως πολλοί πνίγονταν αμέσως μετά τη βύθιση των πλοίων τους.
Μεγάλο ήταν, τέλος, και το ποσοστό των επιφανών Περσών και άλλων συμμάχων τους που χάθηκαν στη μάχη
με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον στρατηγό Αριαβίγνη, αδελφό του Ξέρξη.
Οι κυριότεροι παράγοντες που οδήγησαν στην σημαντικότατη αυτή νίκη των Ελλήνων και τη συντριβή του στόλου του Ξέρξη είναι οι ακόλουθοι:
· Η υποτίμηση από πλευράς Περσών του αντιπάλου και η εσφαλμένη εκτίμηση των μαχητικών δυνατοτήτων και των προθέσεών του.
· Το γεγονός ότι οι Πέρσες παρασύρθηκαν να ναυμαχήσουν σε θαλάσσια περιοχή
που είχε επιλέξει ο αντίπαλος και παρουσίαζε εξαιρετικά πλεονεκτήματα για αυτόν.
· Η στενότητα του χώρου διεξαγωγής της ναυμαχίας,
η οποία εξουδετέρωσε σε μεγάλο βαθμό την αριθμητική υπεροχή του περσικού στόλου.
· Η κατάλληλη στρατηγική του Ελληνικού στόλου στη Ναυμαχία,
όπως τη συνέλαβαν και εφάρμοσαν ο Θεμιστοκλής και οι υπόλοιποι Έλληνες Ναύαρχοι.
· Ο ζήλος και η ανδρεία που επέδειξαν οι Έλληνες που πολέμησαν στη Σαλαμίνα.
· Τα εκ διαμέτρου αντίθετα κίνητρα των εμπόλεμων.
Από τη μία πλευρά οι Έλληνες πολεμούσαν για τις πατρίδες και τις οικογένειές τους
υπερασπιζόμενοι την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, ενώ από την άλλη οι Πέρσες αγωνίζονταν προς επίτευξη
των φιλοδοξιών του απόλυτου μονάρχη Ξέρξη, έχοντας ως κυριότερο ίσως κίνητρο
την οργή του σε περίπτωση που υστερούσαν στη μάχη.
· Η κόπωση των πληρωμάτων του περσικού στόλου,
καθώς πέρασαν ολόκληρη τη νύχτα στη θάλασσα στοχεύοντας να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο.
· Ο αναπάντεχος αιφνιδιασμός που υπέστησαν τελικά οι ίδιοι οι Πέρσες.
· Η προσωπικότητα και οι στρατηγικές ικανότητες του ουσιαστικού ηγέτη της ελληνικής παράταξης, του Θεμιστοκλή.
· Η εξαιρετική διοίκηση, οργάνωση και πειθαρχία του ελληνικού στόλου
σε αντίθεση με το ανομοιογενές σύνολο που παρουσίασαν οι Πέρσες στη ναυμαχία.
Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα αποτέλεσε για την ελληνική πλευρά κυριολεκτικά τον υπέρτατο αγώνα.
Σε περίπτωση περσικής επιτυχίας, ο ελληνικός κόσμος θα βρισκόταν σε πραγματικά δυσχερή θέση.
Η γενική κατάρρευση και η κατάκτηση και της υπόλοιπης Ελλάδας θα ήταν απλώς θέμα χρόνου για τον Ξέρξη.
Έχοντας πλέον οι Πέρσες τη ναυτική υπεροχή, η επίθεση στην Πελοπόννησο θα μετατρεπόταν σε εύκολη υπόθεση,
όχι φυσικά από τον οχυρωμένο Ισθμό, αλλά με απόβαση σε κάποια ακτή,
την οποία τα περσικά πλοία θα μπορούσαν ανενόχλητα να προσεγγίσουν.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν αδιαμφισβήτητα η μάχη η οποία καθόρισε στο μεγαλύτερο βαθμό την τελική έκβαση του πολέμου
και που οδήγησε και την τρίτη περσική εκστρατεία σε παταγώδη αποτυχία
βάζοντας τέλος στις φιλοδοξίες των Περσών ηγεμόνων για κατάκτηση του ελλαδικού χώρου.
Οι συμμαχικές ελληνικές πόλεις επιτυγχάνοντας έστω και την ύστατη στιγμή να παραμερίσουν τις αρκετές ‘εμφύλιες'
διαφορές και τριβές τους, πέτυχαν μια σπουδαία νίκη που, σε συνάρτηση με την τελική συντριβή των Περσών στις Πλαταιές,
τους εξασφάλισε την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους για το επόμενο διάστημα, όταν και κατά κόρον αναπτύχθηκε
αυτόν που σήμερα αποκαλούμε αρχαιοελληνικό πολιτισμό με τις τόσες εκφάνσεις του και την σπουδαία προσφορά του.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και την οριστική απομάκρυνση
της περσικής απειλής, ανοίγει ο δρόμος για τις ισχυρότερες ελληνικές πόλεις- κράτη,
την Αθήνα και τη Σπάρτη, προς την ανάδειξή τους σε νέες οικονομικές και στρατιωτικές υπερδυνάμεις τις αρχαίας κλασικής περιόδου.
Μετά την σχετική αποδυνάμωση και σταδιακή παρακμή της περσικής αυτοκρατορίας και του φοινικικού ναυτικού,
η Μεσόγειος περνά αποκλειστικά σχεδόν στον έλεγχο των Ελλήνων και κυρίως της Αθήνας.
Οι νέες αυτές συνθήκες, όμως, δε θα αργήσουν να προκαλέσουν την όξυνση
των ήδη τεταμένων και ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των δύο πόλεων και των συμμαχιών τους,
μία όξυνση και ένας ανταγωνισμός για κυριαρχία που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη σύγκρουση.