×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Conan Doyle, A. - Σπουδή στο Άλικο, 2.2 Το άνθος της Γιούτα (1)

2.2 Το άνθος της Γιούτα (1)

Δεν είναι εδώ το μέρος για να εξιστορηθούν οι δοκιμασίες κι οι στερήσεις που οι μετανάστες Μορμόνοι υπέμειναν πριν φτάσουν στον τελικό τους προορισμό. Από τις ακτές του Μισισιπή ως τις δυτικές πλαγιές των Βραχωδών Ορέων είχαν αγωνισθεί με μια εμμονή σχεδόν απαράμιλλη στα χρονικά. Ο άγριος άνθρωπος, και το άγριο ζώο, η πείνα, η δίψα, η κούραση και η αρρώστια —κάθε εμπόδιο το οποίο η φύση θα τους έβαζε στον δρόμο, είχαν όλα τους υπερπηδηθεί με Άγγλο-Σαξονική επιμονή. Όμως το ταξίδι και οι συσσωρευμένοι τρόμοι του είχαν ταράξει τις καρδιές και των πιο αποφασισμένων μεταξύ τους. Δεν υπήρξε ούτε ένας που να μη γονάτισε σε προσευχή από τα βάθη της καρδιάς του όταν αντίκρισαν την πλατιά κοιλάδα της Γιούτα λουσμένη στο ηλιόφως χαμηλότερα τους, και έμαθαν απ' τα χείλη του αρχηγού τους πως επρόκειτο για τη γη της επαγγελίας, και πως εκείνες οι παρθένες εκτάσεις θα γίνονταν παντοτινά δικές τους.

Ο Γιάνγκ σύντομα αποδείχθηκε πως ήταν επιδέξιος διαχειριστής όπως επίσης και αποφασισμένος αρχηγός. Χάρτες σχεδιάσθηκαν και διαγράμματα ετοιμάστηκαν, στα οποία η μελλοντική πόλη σκιαγραφήθηκε. Παντού οι φάρμες χωρίστηκαν και μοιράστηκαν σε αναλογία προς την θέση του κάθε ατόμου. Ο έμπορος αφιερώθηκε στο εμπόριο του και ο τεχνίτης στο κάλεσμα του. Στην πόλη δρόμοι και τετράγωνα ξεφύτρωσαν, ως δια μαγείας. Στις αγροτικές περιοχές έγινε αποστράγγιση και περίφραξη, φύτεμα και καθάρισμα, μέχρι που το επόμενο καλοκαίρι βρήκε την γη χρυσή από τη σοδειά του σιταριού. Καθετί ευδοκιμούσε στον παράξενο καταυλισμό. Υπεράνω όλων, ο μεγάλος ναός που είχαν ανεγείρει στο κέντρο της πόλης έγινε ψηλότερος και μεγαλύτερος. Από το πρώτο φως της αυγής μέχρι το σίμωμα του λυκόφωτος, το χτύπημα του σφυριού και το σύρσιμο του πριονιού δεν έλειπαν ποτέ από το μνημείο το οποίο οι μετανάστες είχαν ανεγείρει σε Εκείνον που τους είχε οδηγήσει με ασφάλεια μέσω τόσων πολλών κινδύνων.

Οι δυο παρίες, ο Τζων Φερριέρ και το κοριτσάκι το οποίο είχε μοιραστεί τη μοίρα του και είχε υιοθετηθεί ως κόρη του, συντρόφεψαν τους Μορμόνους στο τέρμα του μεγάλου τους προσκυνήματος. Η μικρή Λούσυ Φερριέρ είχε μεγαλώσει αρκετά άνετα στην άμαξα του Πρεσβύτερου Στάνγκερσον, ένα καταφύγιο που μοιραζόταν μαζί με τις τρεις γυναίκες του Μορμόνου και με το γιο του, ένα πεισματάρικο ντόμπρο αγόρι δώδεκα ετών. Έχοντας συνέρθει, χάρη στο εύπλαστο της παιδικής ηλικίας, από το σοκ του θανάτου της μητέρας της, σύντομα έγινε η χαϊδεμένη των γυναικών, και παρηγορήθηκε με τη νέα της ζωή στο μετακινούμενο σπίτι της από καραβόπανο. Εν τω μεταξύ ο Φερριέρ έχοντας συνέρθει από τις στερήσεις του, ξεχώρισε ως ένας χρήσιμος οδηγός και ακούραστος κυνηγός. Τόσο γοργά κέρδισε τον σεβασμό των νέων του συντρόφων ώστε όταν έφτασαν στο τέρμα των περιπλανήσεων τους, συμφωνήθηκε ομόφωνα πως έπρεπε να του παραχωρηθεί ένα τόσο μεγάλο και γόνιμο κομμάτι γης όπως σε καθέναν από τους αποίκους, με μόνη εξαίρεση τον ίδιο το Γιάνγκ, και τον Στάνγκερσον, τον Κήμπαλ, τον Τζωνστον, και τον Ντρέμπερ, οι οποίοι ήταν οι τέσσερις βασικοί πρεσβύτεροι.

Στη φάρμα λοιπόν που απόκτησε ο Τζων Φερριέρ έχτισε μονάχος του μια μεγάλη ξύλινη κατοικία, η οποία δέχθηκε τόσες πολλές προσθήκες στα χρόνια που ακολούθησαν ώστε εξελίχθηκε σε μια ευρύχωρη έπαυλη. Ήταν άντρας με πρακτικό μυαλό, ενθουσιώδης στις δουλειές του και προικισμένος στα χέρια του. Η σιδερένια του κράση του έδινε την δύναμη να δουλεύει μέρα νύχτα στην βελτίωση και την καλλιέργεια της γης του. Έτσι λοιπόν κι η φάρμα και όλα όσα του άνηκαν ευημερούσαν εξαιρετικά. Σε τρία χρόνια βρισκόταν σε καλύτερη θέση από ότι οι γείτονες του, σε έξι ήταν ευκατάστατος, σε εννιά ήταν πλούσιος, και σε δώδεκα δεν υπήρχαν περισσότεροι από μισή ντουζίνα άνθρωποι σε ολόκληρη την πόλη του Σαλτ Λέηκ που να μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του. Από τη μεγάλη κλειστή θάλασσα ως τα μακρινά Όρη Γουάσατς δεν υπήρχε πιο γνωστό όνομα από του Τζων Φερριέρ.

Υπήρξε ένας και μόνο ένας τρόπος κατά τον οποίο προσέβαλε τις ευαισθησίες των ανθρώπων με τους οποίους μοιραζόταν την θρησκεία. Κανένα επιχείρημα η πειθώ δεν μπόρεσε ποτέ να τον ωθήσει να δημιουργήσει ένα νοικοκυριό με γυναίκες κατά τον τρόπο των συντρόφων του. Δεν έδωσε ποτέ εξηγήσεις για την επίμονη άρνηση του, μα επέλεγε να υποστηρίζει με αποφασιστικότητα και αδιαλλαξία την απόφαση του. Υπήρχαν μερικοί που τον κατηγορούσαν για χλιαρότητα στην υιοθετημένη του θρησκεία, κι άλλοι που το θεωρούσαν ως απληστία για πλούτο κι απροθυμία στην επιβάρυνση με έξοδα. Άλλοι, πάλι, μιλούσαν για κάποια παλιά ερωτική σχέση, και για ένα ξανθόμαλλο κορίτσι που είχε μαραζώσει στις ακτές του Ατλαντικού. Όποιος και να ήταν ο λόγος, ο Φερριέρ παρέμεινε αυστηρά εργένης. Από κάθε άλλη πλευρά συμμορφωνόταν με τη θρησκεία του νεαρού καταυλισμού, και κέρδισε το όνομα του ορθόδοξου και του ανθρώπου που βάδιζε στον ίσιο δρόμο.

Η Λούσυ Φερριέρ μεγάλωσε στο ξύλινο σπίτι, και βοηθούσε τον υιοθετημένο πατέρα της σε όλα του τα εγχειρήματα. Ο τραχύς αέρας των βουνών και το βάλσαμο της ευωδιάς των πεύκων αντικατέστησε γκουβερνάντα και μητέρα για το νεαρό κορίτσι. Καθώς ο ένας χρόνος ακολουθούσε τον άλλο ψήλωσε και δυνάμωσε, τα μάγουλα της έγιναν πιο ροδοκόκκινα, και το βήμα της πιο πεταχτό. Πολλοί ταξιδιώτες στο μεγάλο δρόμο που περνούσε από την φάρμα των Φερριέρς ένοιωσαν από παλιά ξεχασμένες σκέψεις να ξυπνούν στο μυαλό τους καθώς παρακολούθησαν την λυγερή κοριτσίστικη φιγούρα να περπατά ανάλαφρα μέσα στα σταροχώραφα, η την συνάντησαν καβάλα στο μάσταγκ του πατέρα της, και που το χειριζόταν με όλη την άνεση και τη χάρη ενός αληθινού παιδιού της Δύσης. Έτσι το μπουμπούκι άνθισε σε άνθος, κι ο χρόνος που βρήκε τον πατέρα της τον πλουσιότερο από όλους τους γαιοκτήμονες την άφησε ένα τόσο πανέμορφο δείγμα της Αμερικάνικης γυναικείας φύσης όσο θα βρισκόταν σε ολόκληρη την πλευρά του Ειρηνικού.

Δεν ήταν ο πατέρας της, ωστόσο, εκείνος που πρώτος ανακάλυψε πως το παιδί είχε εξελιχθεί σε γυναίκα. Σπανίως είναι σε αυτές τις περιπτώσεις. Η μυστηριώδη εκείνη αλλαγή είναι πολύ λεπτή και υπερβολικά σταδιακή για να μετρηθεί με ημερομηνίες. Ακόμη κι η ίδια η κόρη ελάχιστα από όλα αυτά γνωρίζει ώσπου ο τόνος μιας φωνής ή το άγγιγμα ενός χεριού να κάνει την καρδιά της να φτερουγίσει μέσα της, και τότε μαθαίνει, με ένα μίγμα υπερηφάνειας και φόβου, πως μια καινούργια και μια φύση σπουδαιότερη ξύπνησε μέσα της. Υπάρχουν μερικές που δεν μπορούν να θυμηθούν τη μέρα και θυμούνται το ένα μικρό περιστατικό το οποίο ανήγγειλε την αυγή μιας νέας ζωής. Στην περίπτωση της Λούσυ Φερριέρ η περίσταση ήταν αρκετά σοβαρή από μόνη της, ξέχωρα από τη μελλοντική επιρροή στο πεπρωμένο της όπως και εκείνου πολλών.

Ήταν ένα ζεστό πρωινό του Ιούνη, και οι Άγιοι των Προσφάτων Ημερών ήταν τόσο απασχολημένοι όσο οι μέλισσες των οποίων την κυψέλη είχαν επιλέξει ως έμβλημα. Στα λιβάδια και στους δρόμους ακουγόταν το ίδιο βουητό της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατηφορίζοντας τους χωματένιους κεντρικούς δρόμους στενές μακριές σειρές από βαρυφορτωμένα μουλάρια, κατευθυνόμενα όλα τους προς τα δυτικά, εξαιτίας του πυρετού του χρυσού που είχε ξεσπάσει στην Καλιφόρνια, και το Χερσαίο δρόμο (Overland Route) απλωνόταν μέσα από την Πόλη Του Εκλεκτού. Εκεί, επίσης, βρισκόντουσαν κοπάδια από πρόβατα και γελάδια που προέρχονταν από τα τριγύρω λιβάδια, και τραίνα με κουρασμένους μετανάστες, ανθρώπους και άλογα εξίσου ταλαιπωρημένους από ένα ταξίδι δίχως τελειωμό. Μέσα από όλη αυτή την ετερόκλητη συνάθροιση, ανοίγοντας δρόμο με το ταλέντο μιας τέλειας καβαλάρισσας, ερχόταν καλπάζοντας η Λούσυ Φερριέρ, με το όμορφο της πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από την άσκηση και τα μακριά καστανά της μαλλιά να ανεμίζουν πίσω της. Είχε μια δουλειά από τον πατέρα της στην Πόλη, και κάλπαζε βιαστικά όπως είχε κάνει αρκετές φορές πριν, με όλη την γενναιότητα της νιότης, σκεπτόμενη μόνο την δουλειά της και πως έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Οι λεκιασμένοι από το ταξίδι τυχοδιώκτες την κοιτούσαν με έκπληξη, και ακόμη κι οι ασυγκίνητοι Ινδιάνοι, που ταξίδευαν με τα δέρματα (pelties ή peltries) τους, χαλάρωναν για λίγο τη συνήθη στωικότητα τους καθώς θαύμαζαν την ομορφιά της κόρης.


2.2 Το άνθος της Γιούτα (1)

Δεν είναι εδώ το μέρος για να εξιστορηθούν οι δοκιμασίες κι οι στερήσεις που οι μετανάστες Μορμόνοι υπέμειναν πριν φτάσουν στον τελικό τους προορισμό. Από τις ακτές του Μισισιπή ως τις δυτικές πλαγιές των Βραχωδών Ορέων είχαν αγωνισθεί με μια εμμονή σχεδόν απαράμιλλη στα χρονικά. Ο άγριος άνθρωπος, και το άγριο ζώο, η πείνα, η δίψα, η κούραση και η αρρώστια —κάθε εμπόδιο το οποίο η φύση θα τους έβαζε στον δρόμο, είχαν όλα τους υπερπηδηθεί με Άγγλο-Σαξονική επιμονή. Όμως το ταξίδι και οι συσσωρευμένοι τρόμοι του είχαν ταράξει τις καρδιές και των πιο αποφασισμένων μεταξύ τους. Δεν υπήρξε ούτε ένας που να μη γονάτισε σε προσευχή από τα βάθη της καρδιάς του όταν αντίκρισαν την πλατιά κοιλάδα της Γιούτα λουσμένη στο ηλιόφως χαμηλότερα τους, και έμαθαν απ' τα χείλη του αρχηγού τους πως επρόκειτο για τη γη της επαγγελίας, και πως εκείνες οι παρθένες εκτάσεις θα γίνονταν παντοτινά δικές τους.

Ο Γιάνγκ σύντομα αποδείχθηκε πως ήταν επιδέξιος διαχειριστής όπως επίσης και αποφασισμένος αρχηγός. Χάρτες σχεδιάσθηκαν και διαγράμματα ετοιμάστηκαν, στα οποία η μελλοντική πόλη σκιαγραφήθηκε. Maps were drawn and diagrams were drawn, in which the future city was outlined. Παντού οι φάρμες χωρίστηκαν και μοιράστηκαν σε αναλογία προς την θέση του κάθε ατόμου. Ο έμπορος αφιερώθηκε στο εμπόριο του και ο τεχνίτης στο κάλεσμα του. Στην πόλη δρόμοι και τετράγωνα ξεφύτρωσαν, ως δια μαγείας. In the city, streets and squares mushroomed, as if by magic. Στις αγροτικές περιοχές έγινε αποστράγγιση και περίφραξη, φύτεμα και καθάρισμα, μέχρι που το επόμενο καλοκαίρι βρήκε την γη χρυσή από τη σοδειά του σιταριού. Καθετί ευδοκιμούσε στον παράξενο καταυλισμό. Υπεράνω όλων, ο μεγάλος ναός που είχαν ανεγείρει στο κέντρο της πόλης έγινε ψηλότερος και μεγαλύτερος. Above all, the great temple that had been erected in the center of the city became taller and larger. Από το πρώτο φως της αυγής μέχρι το σίμωμα του λυκόφωτος, το χτύπημα του σφυριού και το σύρσιμο του πριονιού δεν έλειπαν ποτέ από το μνημείο το οποίο οι μετανάστες είχαν ανεγείρει σε Εκείνον που τους είχε οδηγήσει με ασφάλεια μέσω τόσων πολλών κινδύνων.

Οι δυο παρίες, ο Τζων Φερριέρ και το κοριτσάκι το οποίο είχε μοιραστεί τη μοίρα του και είχε υιοθετηθεί ως κόρη του, συντρόφεψαν τους Μορμόνους στο τέρμα του μεγάλου τους προσκυνήματος. Η μικρή Λούσυ Φερριέρ είχε μεγαλώσει αρκετά άνετα στην άμαξα του Πρεσβύτερου Στάνγκερσον, ένα καταφύγιο που μοιραζόταν μαζί με τις τρεις γυναίκες του Μορμόνου και με το γιο του, ένα πεισματάρικο ντόμπρο αγόρι δώδεκα ετών. Έχοντας συνέρθει, χάρη στο εύπλαστο της παιδικής ηλικίας, από το σοκ του θανάτου της μητέρας της, σύντομα έγινε η χαϊδεμένη των γυναικών, και παρηγορήθηκε με τη νέα της ζωή στο μετακινούμενο σπίτι της από καραβόπανο. Εν τω μεταξύ ο Φερριέρ έχοντας συνέρθει από τις στερήσεις του, ξεχώρισε ως ένας χρήσιμος οδηγός και ακούραστος κυνηγός. Τόσο γοργά κέρδισε τον σεβασμό των νέων του συντρόφων ώστε όταν έφτασαν στο τέρμα των περιπλανήσεων τους, συμφωνήθηκε ομόφωνα πως έπρεπε να του παραχωρηθεί ένα τόσο μεγάλο και γόνιμο κομμάτι γης όπως σε καθέναν από τους αποίκους, με μόνη εξαίρεση τον ίδιο το Γιάνγκ, και τον Στάνγκερσον, τον Κήμπαλ, τον Τζωνστον, και τον Ντρέμπερ, οι οποίοι ήταν οι τέσσερις βασικοί πρεσβύτεροι. He so quickly won the respect of his young comrades that when they came to the end of their wanderings, it was unanimously agreed that he should be given such a large and fertile piece of land as to any of the settlers, with the sole exception of Young himself and Stangerson. , Kimbal, Johnston, and Dreber, who were the four principal elders.

Στη φάρμα λοιπόν που απόκτησε ο Τζων Φερριέρ έχτισε μονάχος του μια μεγάλη ξύλινη κατοικία, η οποία δέχθηκε τόσες πολλές προσθήκες στα χρόνια που ακολούθησαν ώστε εξελίχθηκε σε μια ευρύχωρη έπαυλη. So on the farm acquired by John Ferrier he built a large wooden house on his own, which received so many additions in the years that followed that it developed into a spacious mansion. Ήταν άντρας με πρακτικό μυαλό, ενθουσιώδης στις δουλειές του και προικισμένος στα χέρια του. Η σιδερένια του κράση του έδινε την δύναμη να δουλεύει μέρα νύχτα στην βελτίωση και την καλλιέργεια της γης του. Έτσι λοιπόν κι η φάρμα και όλα όσα του άνηκαν ευημερούσαν εξαιρετικά. Σε τρία χρόνια βρισκόταν σε καλύτερη θέση από ότι οι γείτονες του, σε έξι ήταν ευκατάστατος, σε εννιά ήταν πλούσιος, και σε δώδεκα δεν υπήρχαν περισσότεροι από μισή ντουζίνα άνθρωποι σε ολόκληρη την πόλη του Σαλτ Λέηκ που να μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του. Από τη μεγάλη κλειστή θάλασσα ως τα μακρινά Όρη Γουάσατς δεν υπήρχε πιο γνωστό όνομα από του Τζων Φερριέρ.

Υπήρξε ένας και μόνο ένας τρόπος κατά τον οποίο προσέβαλε τις ευαισθησίες των ανθρώπων με τους οποίους μοιραζόταν την θρησκεία. There was only one way in which he offended the sensibilities of the people with whom he shared the religion. Κανένα επιχείρημα η πειθώ δεν μπόρεσε ποτέ να τον ωθήσει να δημιουργήσει ένα νοικοκυριό με γυναίκες κατά τον τρόπο των συντρόφων του. No argument or persuasion could ever push him to create a household with women in the manner of his companions. Δεν έδωσε ποτέ εξηγήσεις για την επίμονη άρνηση του, μα επέλεγε να υποστηρίζει με αποφασιστικότητα και αδιαλλαξία την απόφαση του. Υπήρχαν μερικοί που τον κατηγορούσαν για χλιαρότητα στην υιοθετημένη του θρησκεία, κι άλλοι που το θεωρούσαν ως απληστία για πλούτο κι απροθυμία στην επιβάρυνση με έξοδα. There were some who accused him of being lukewarm in his adopted religion, and others who saw him as greedy for wealth and reluctant to incur expenses. Άλλοι, πάλι, μιλούσαν για κάποια παλιά ερωτική σχέση, και για ένα ξανθόμαλλο κορίτσι που είχε μαραζώσει στις ακτές του Ατλαντικού. Όποιος και να ήταν ο λόγος, ο Φερριέρ παρέμεινε αυστηρά εργένης. Από κάθε άλλη πλευρά συμμορφωνόταν με τη θρησκεία του νεαρού καταυλισμού, και κέρδισε το όνομα του ορθόδοξου και του ανθρώπου που βάδιζε στον ίσιο δρόμο. On every other side he adhered to the religion of the young camp, and earned the name of the orthodox and the man who walked the straight path.

Η Λούσυ Φερριέρ μεγάλωσε στο ξύλινο σπίτι, και βοηθούσε τον υιοθετημένο πατέρα της σε όλα του τα εγχειρήματα. Ο τραχύς αέρας των βουνών και το βάλσαμο της ευωδιάς των πεύκων αντικατέστησε γκουβερνάντα και μητέρα για το νεαρό κορίτσι. The harsh mountain air and the pine scent balm replaced the governess and mother for the young girl. Καθώς ο ένας χρόνος ακολουθούσε τον άλλο ψήλωσε και δυνάμωσε, τα μάγουλα της έγιναν πιο ροδοκόκκινα, και το βήμα της πιο πεταχτό. Πολλοί ταξιδιώτες στο μεγάλο δρόμο που περνούσε από την φάρμα των Φερριέρς ένοιωσαν από παλιά ξεχασμένες σκέψεις να ξυπνούν στο μυαλό τους καθώς παρακολούθησαν την λυγερή κοριτσίστικη φιγούρα να περπατά ανάλαφρα μέσα στα σταροχώραφα, η την συνάντησαν καβάλα στο μάσταγκ του πατέρα της, και που το χειριζόταν με όλη την άνεση και τη χάρη ενός αληθινού παιδιού της Δύσης. Έτσι το μπουμπούκι άνθισε σε άνθος, κι ο χρόνος που βρήκε τον πατέρα της τον πλουσιότερο από όλους τους γαιοκτήμονες την άφησε ένα τόσο πανέμορφο So the bud bloomed in bloom, and the time she found her father the richest of all landowners left her so beautiful δείγμα της Αμερικάνικης γυναικείας φύσης όσο θα βρισκόταν σε ολόκληρη την πλευρά του Ειρηνικού. sample of American female nature as long as it was across the Pacific.

Δεν ήταν ο πατέρας της, ωστόσο, εκείνος που πρώτος ανακάλυψε πως το παιδί είχε εξελιχθεί σε γυναίκα. Σπανίως είναι σε αυτές τις περιπτώσεις. It is rarely in these cases. Η μυστηριώδη εκείνη αλλαγή είναι πολύ λεπτή και υπερβολικά σταδιακή για να μετρηθεί με ημερομηνίες. That mysterious change is too subtle and too gradual to be measured by dates. Ακόμη κι η ίδια η κόρη ελάχιστα από όλα αυτά γνωρίζει ώσπου ο τόνος μιας φωνής ή το άγγιγμα ενός χεριού να κάνει την καρδιά της να φτερουγίσει μέσα της, και τότε μαθαίνει, με ένα μίγμα υπερηφάνειας και φόβου, πως μια καινούργια και μια φύση σπουδαιότερη ξύπνησε μέσα της. Υπάρχουν μερικές που δεν μπορούν να θυμηθούν τη μέρα και θυμούνται το ένα μικρό περιστατικό το οποίο ανήγγειλε την αυγή μιας νέας ζωής. There are some who can not remember the day and remember the little incident that heralded the dawn of a new life. Στην περίπτωση της Λούσυ Φερριέρ η περίσταση ήταν αρκετά σοβαρή από μόνη της, ξέχωρα από τη μελλοντική επιρροή στο πεπρωμένο της όπως και εκείνου πολλών. In the case of Lucy Ferrier, the situation was quite serious in itself, apart from the future influence on her destiny as well as that of many.

Ήταν ένα ζεστό πρωινό του Ιούνη, και οι Άγιοι των Προσφάτων Ημερών ήταν τόσο απασχολημένοι όσο οι μέλισσες των οποίων την κυψέλη είχαν επιλέξει ως έμβλημα. It was a hot June morning, and the Latter-day Saints were as busy as the bees who had chosen their hive as their emblem. Στα λιβάδια και στους δρόμους ακουγόταν το ίδιο βουητό της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατηφορίζοντας τους χωματένιους κεντρικούς δρόμους στενές μακριές σειρές από βαρυφορτωμένα μουλάρια, κατευθυνόμενα όλα τους προς τα δυτικά, εξαιτίας του πυρετού του χρυσού που είχε ξεσπάσει στην Καλιφόρνια, και το Χερσαίο δρόμο (Overland Route) απλωνόταν μέσα από την Πόλη Του Εκλεκτού. Εκεί, επίσης, βρισκόντουσαν κοπάδια από πρόβατα και γελάδια που προέρχονταν από τα τριγύρω λιβάδια, και τραίνα με κουρασμένους μετανάστες, ανθρώπους και άλογα εξίσου ταλαιπωρημένους από ένα ταξίδι δίχως τελειωμό. Μέσα από όλη αυτή την ετερόκλητη συνάθροιση, ανοίγοντας δρόμο με το ταλέντο μιας τέλειας καβαλάρισσας, ερχόταν καλπάζοντας η Λούσυ Φερριέρ, με το όμορφο της πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από την άσκηση και τα μακριά καστανά της μαλλιά να ανεμίζουν πίσω της. Είχε μια δουλειά από τον πατέρα της στην Πόλη, και κάλπαζε βιαστικά όπως είχε κάνει αρκετές φορές πριν, με όλη την γενναιότητα της νιότης, σκεπτόμενη μόνο την δουλειά της και πως έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Οι λεκιασμένοι από το ταξίδι τυχοδιώκτες την κοιτούσαν με έκπληξη, και ακόμη κι οι ασυγκίνητοι Ινδιάνοι, που ταξίδευαν με τα δέρματα (pelties ή peltries) τους, χαλάρωναν για λίγο τη συνήθη στωικότητα τους καθώς θαύμαζαν την ομορφιά της κόρης. The adventurers stained by the trip looked at her in surprise, and even the unmoved Indians, traveling with their skins (pelties or peltries), relaxed for a while their usual stoicism as they admired the beauty of the daughter.