1.7 Φως στο σκοτάδι (1)
Η πληροφορία με την οποία ο Λεστρέιντ μας αιφνιδίασε ήταν τέτοιας μοναδικής σημασίας και τόσο αναπάντεχη, που μείναμε και οι τρεις μας άφωνοι για αρκετό χρόνο. Ο Γκρέγκσον τινάχτηκε από την καρέκλα του και αναποδογύρισε το υπόλοιπο από το ουίσκι με νερό. Κοίταξα σιωπηλός τον Σέρλοκ Χολμς, του οποίου τα χείλη είχαν συμπιεσθεί και τα φρύδια του είχαν τραβηχτεί πάνω από τα μάτια του.
«Και ο Στάνγκερσον επίσης!» μουρμούρισε. «Η υπόθεση βαθαίνει.»
«Ήταν αρκετά βαθιά και προηγουμένως», μούγκρισε ο Λεστρέιντ, παίρνοντας μια καρέκλα. «Δείχνει σαν να έπεσα σε κάποιου είδους πολεμικό συμβούλιο.»
«Όντως —είσαι βέβαιος για την συγκεκριμένη πληροφορία;» τραύλισε ο Γκρέγκσον.
«Μόλις ήρθα από το δωμάτιο του», είπε ο Λεστρέιντ. «Ήμουν ο πρώτος που ανακάλυψε τι είχε συμβεί.»
«Ακούγαμε την άποψη του Γκρέγκσον σχετικά με το θέμα», παρατήρησε ο Χολμς. «Θα σε πείραζε να μας αναφέρεις τι είδες και έκανες;»
«Δεν έχω καμία αντίρρηση», απάντησε ο Λεστρέιντ, καθώς κάθισε. «Ομολογώ δίχως δισταγμό πως ήμουν της γνώμης ότι ο Στάνγκερσον εμπλεκόταν στον θάνατο του Ντρέμπερ. Η νεώτερη εξέλιξη μου έδειξε πως έσφαλα πλήρως. Έχοντας προσκολληθεί στη μοναδική αυτή σκέψη, αφοσιώθηκα στην ανακάλυψη του τι είχε απογίνει ο γραμματέας. Είχαν θεαθεί παρέα στον Σταθμό Γιούστον περί τις οχτώ και μισή εκείνο το βράδυ της τρίτης του μηνός. Στις δυο το πρωί ο Ντρέμπερ είχε ανακαλυφθεί στον δρόμο του Μπρίξτον. Το πρόβλημα με το οποίο βρέθηκα αντιμέτωπος ήταν να ανακαλύψω πως ο Στάνγκερσον είχε περάσει τον χρόνο μεταξύ των 8.30 και της ώρας του εγκλήματος, και τι είχε απογίνει κατόπιν. Τηλεγράφησα στο Λίβερπουλ, δίνοντας την περιγραφή του άντρα, και προειδοποιώντας του να παρακολουθούν τα Αμερικάνικα πλοία. Κατόπιν στρώθηκα στην δουλειά επισκεπτόμενος όλα τα ξενοδοχεία και τις πανσιόν στην περιοχή του Γιούστον. Βλέπετε, θεώρησα πως αν ο Ντρέμπερ και ο σύντροφος του είχαν χωριστεί, η φυσική πορεία του τελευταίου θα ήταν να μείνει κάπου στην περιοχή για την νύχτα, και έπειτα να βρεθεί κοντά στον σταθμό και πάλι το επόμενο πρωί.»
«Πιθανόν να είχαν συμφωνήσει σε κάποιο τόπο συνάντησης αρχικά», σχολίασε ο Χολμς.
«Έτσι αποδείχθηκε. Πέρασα ολόκληρο το χθεσινό απόγευμα ερευνώντας δίχως κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Σήμερα το πρωί ξεκίνησα πολύ νωρίς, και στις οχτώ η ώρα έφτασα στο Ιδιωτικό Ξενοδοχείο Χάλιντεϋ, στην Οδό Λίτλ Τζώρτζ. Σε ερώτηση μου σχετικά με τον αν ο Κος Στάνγκερσον έμενε εκεί, μου απάντησαν αμέσως θετικά.
«Δίχως αμφιβολία είστε ο κύριος τον οποίο ανέμενε», είπαν. «Περίμενε για κάποιον κύριο εδώ και δυο ημέρες.»
«Που βρίσκεται τώρα;» ρώτησα.
«Είναι πάνω και κοιμάται. Ζήτησε να τον ξυπνήσουμε στις εννέα.»
«Θα ανέβω να τον δω αμέσως», είπα.
«Είχα την ιδέα πως η ξαφνική μου εμφάνιση ίσως να τον αναστάτωνε και να τον ανάγκαζε να πει κάτι απρόσεκτα. Ο καμαριέρης προσφέρθηκε να μου δείξει το δωμάτιο: βρισκόταν στο δεύτερο πάτωμα, και υπήρχε ένας μικρός διάδρομος που οδηγούσε μέχρι εκεί. Ο καμαριέρης μου υπέδειξε την πόρτα, και ετοιμαζόταν να κατέβει κάτω ξανά όταν είδα κάτι που έκανε να νοιώσω άρρωστος, παρά την εικοσαετή μου εμπειρία. Κάτω από την πόρτα ξετυλιγόταν μια μικρή κόκκινη λωρίδα αίματος, η οποία είχε διασχίσει σε μικρούς μαιάνδρους τον διάδρομο και σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα κατά μήκους του πρεβαζιού της αντικρινής πλευράς. Άφησα μια κραυγή, που έφερε τον καμαριέρη πίσω. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει μόλις το είδε. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα, όμως βάλαμε τους ώμους μας, και την ρίξαμε. Το παράθυρο του δωματίου ήταν ανοικτό, και πλάι στο παράθυρο, σωριασμένο, κειτόταν το σώμα ενός άντρα στα νυχτικά του. Ήταν εντελώς νεκρός, και ήταν έτσι για αρκετή ώρα, γιατί τα μέλη του ήταν άκαμπτα και κρύα. Όταν τον γυρίσαμε, ο καμαριέρης τον αναγνώρισε αμέσως ως τον ίδιο κύριο που είχε κλείσει το δωμάτιο υπό το όνομα Τζόζεφ Στάνγκερσον. Αιτία θανάτου αποτελούσε μια βαθιά μαχαιριά στο αριστερό πλευρό, το οποίο θα πρέπει να είχε διαπεράσει την καρδιά. Και τώρα έρχεται το πλέον παράδοξο μέρος της ιστορίας. Τι υποθέτετε πως βρισκόταν πάνω από τον δολοφονημένο άντρα.
Ένοιωσα μια ανατριχίλα, και ένα προαίσθημα της επερχόμενης φρίκης, πριν ακόμη ο Σέρλοκ Χολμς απαντήσει.
«Η λέξη RACHE, γραμμένη με γράμματα από αίμα», είπε.
«Έτσι είχε», είπε ο Λεστρέιντ, με γεμάτη δέος φωνή· και απομείναμε όλοι μας σιωπηλοί για λίγο.
Υπήρχε κάτι τόσο μεθοδικό και τόσο ακατανόητο σχετικά με τις πράξεις του άγνωστου δολοφόνου, που προσέδινε μια ανανεωμένη φρίκη στα εγκλήματα του. Τα νεύρα μου, τα οποία ήταν αρκετά ανθεκτικά στο πεδίο της μάχης μούδιασαν στην σκέψη τους.
«Ο άντρας εθεάθη», συνέχισε ο Λεστρέιντ. «Ένας γαλατάς, περνώντας για το γαλακτοκομείο, έτυχε να περπατά στο δρομάκι το οποίο οδηγεί από τα ιπποστάσια στην πίσω μεριά του ξενοδοχείου. Αντιλήφθηκε πως μια σκάλα, η οποία συνήθως βρισκόταν ακουμπισμένη εκεί, ήταν υψωμένη πάνω σε ένα από τα παράθυρα του δευτέρου πατώματος, το οποίο ήταν διάπλατα ανοικτό. Έχοντας περάσει, κοίταξε πίσω και είδε έναν άντρα να κατεβαίνει την σκάλα. Κατέβηκε τόσο σιωπηλά και ανοικτά που το αγόρι τον πέρασε για κάποιο ξυλουργό ή κουφωματά που δούλευε στο ξενοδοχείο. Δεν τον πρόσεξε ιδιαίτερα, πέρα από μια σκέψη του πως ήταν νωρίς για εκείνον να βρίσκεται στην δουλειά. Έχει την εντύπωση πως ο άντρας ήταν ψηλός, είχε κόκκινο πρόσωπο, και φορούσε ένα μακρύ, καφετί παλτό. Θα πρέπει να είχε μείνει στο δωμάτιο λίγο μετά τον φόνο, γιατί ανακαλύψαμε νερό από ξεπλυμένο αίμα στο νιπτήρα, εκεί που είχε πλύνει τα χέρια του, και σημάδια στα σεντόνια εκεί που είχε σκοπίμως σκουπίσει το μαχαίρι του.»
Έριξα μια ματιά στον Χολμς ακούγοντας την περιγραφή του δολοφόνου, η οποία συμφωνούσε σε μεγάλη ακρίβεια με την δική του. Δεν υπήρχε, ωστόσο, κανένα ίχνος αγαλλίασης ή ικανοποίησης στο πρόσωπο του.
«Ανακάλυψες κάτι στο δωμάτιο το οποίο θα υπήρχε περίπτωση να μας προσφέρει κάποιο ίχνος σχετικά με τον δολοφόνο;» ρώτησε.
«Τίποτα. Ο Στάνγκερσον είχε το πορτοφόλι του Ντρέμπερ στην τσέπη του, όμως φαίνεται πως αυτό ήταν σύνηθες, καθώς αναλάμβανε εκείνος όλες τις πληρωμές. Υπήρχαν ογδόντα χαρτονομίσματα της μιας λίρας μέσα του, όμως τίποτα δεν είχε αγγιχτεί. Όποια κι αν ήταν τα κίνητρα των ιδιόρρυθμων αυτών εγκλημάτων, η ληστεία είναι βέβαιο πως δεν αποτελούσε ένα εξ' αυτών. Δεν υπήρχαν χαρτιά ή κάποιες σημειώσεις στις τσέπες του θύματος, εκτός από ένα μοναδικό τηλεγράφημα, απεσταλμένο από το Κλήβελαντ πριν από έναν μήνα, και περιέχοντας τις λέξεις, `Ο Τ. Χ. βρίσκεται στην Ευρώπη.` Δεν υπήρχε όνομα κάτω από το μήνυμα.»
«Και δεν υπήρχε τίποτα άλλο;» ρώτησε ο Χολμς.
«Τίποτα που να έχει κάποια σημασία. Το μυθιστόρημα του θύματος το οποίο είχε διαβάσει για να κοιμηθεί ήταν ακουμπισμένο πάνω στο κρεβάτι, και στο πρεβάζι του παραθύρου ένα μικρό σκαλιστό κουτάκι το οποίο περιείχε κάνα δυο χάπια.»
Ο Σέρλοκ Χολμς τινάχτηκε από την καρέκλα του με ένα επιφώνημα ευχαρίστησης.
«Ο τελευταίος συνδετικός κρίκος», αναφώνησε, θριαμβευτικά. «Η υπόθεση μου είναι πλήρης.»
Οι δυο επιθεωρητές τον κοίταξαν με κατάπληξη.
«Έχω πλέον στα χέρια μου», είπε ο σύντροφος μου, με σιγουριά, «όλες τις άκρες οι οποίες σχημάτισαν ένα τέτοιο μπλεγμένο κουβάρι. Υπάρχουν, φυσικά, λεπτομέρειες να συμπληρωθούν, όμως είμαι βέβαιος πως όλα τα σημαντικά γεγονότα, από την ώρα που ο Ντρέμπερ άφησε τον Στάνγκερσον στον σταθμό, μέχρι την ανακάλυψη του σώματος του τελευταίου, σαν να το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Θα σας δώσω μια απόδειξη της γνώσης μου. Κατάφερες να ακουμπήσεις χέρι σε εκείνα τα χάπια;»
«Τα έχω», είπε ο Λεστρέιντ, εμφανίζοντας ένα μικρό λευκό κουτί· «Τα πήρα μαζί με το πορτοφόλι και το τηλεγράφημα, με την πρόθεση να τα βάλω σε ένα ασφαλές μέρος στο Αστυνομικό τμήμα. Επρόκειτο για καθαρή τύχη το γεγονός πως πήρα τα χάπια, γιατί είμαι υποχρεωμένος να πω ότι δεν προσάπτω κάποια ιδιαίτερη σημασία στην παρουσία τους.»
«Δώσε μου τα», είπε ο Χολμς. «Λοιπόν, Γιατρέ», στρεφόμενος σε εμένα, «πρόκειται για συνηθισμένα χάπια;»
Βεβαιότατα δεν ήταν. Είχαν ένα στιλπνό γκρίζο χρώμα, ήταν μικρά, στρογγυλά, και σχεδόν διάφανα ενάντια στο φως. «Από το βάρος τους και την διαφάνεια τους, θα φανταζόμουν πως είναι διαλυτά σε νερό», σχολίασα.
«Ακριβώς έτσι», απάντησε ο Χολμς. «Τώρα θα σε πείραζε να κατέβεις κάτω και να φέρεις εκείνο το φτωχό διαολόπραμα, δείγμα τερριέ, το οποίο είναι τόσο πολύ χάλια εδώ και τόσο καιρό, και το οποίο η σπιτονοικοκυρά ήθελε να βγάλεις από τη μιζέρια του χθες.»
Κατέβηκα και παίρνοντας στα χέρια μου τον σκύλο τον ανέβασα πάνω. Η βασανισμένη του ανάσα και τα θαμπά του μάτια έδειχναν πως δεν απείχε πολύ το τέλος του. Όντως, η κατάλευκη μουσούδα του αποδείκνυε πως είχε ήδη υπερβεί τους συνήθεις όρους της κύνειας ύπαρξης. Το ακούμπησα σε ένα μαξιλάρι πάνω στο χαλί.
«Θα κόψω τώρα ένα από αυτά τα χάπια στα δυο», είπε ο Χολμς, και τραβώντας ένα σουγιά έκανε πράξη τα λόγια του. Το ένα μισό το επιστρέφουμε στο κουτί για μελλοντικούς σκοπούς. Το άλλο μισό θα το τοποθετήσω σε αυτό το κρασοπότηρο, στο οποίο υπάρχει μια κουταλιά νερού. Παρατηρείτε πως ο φίλος μας, ο Γιατρός, έχει δίκιο, και πως αμέσως διαλύεται.»
«Ίσως να αποδειχθεί εξαιρετικά ενδιαφέρον», είπε ο Λεστρέιντ, με τον πληγωμένο τόνο κάποιου που υποπτεύεται πως τον κοροϊδεύουν, «αδυνατώ, ωστόσο, να δω τι έχει να κάνει με τον θάνατο του Κου Τζόζεφ Στάνγκερσον.»
«Υπομονή, φίλε μου, υπομονή! Θα μάθεις στην ώρα του πως τα πάντα έχουν να κάνουν με αυτό. Θα προσθέσω τώρα λίγο γάλα για να κάνω το μίγμα εύγεστο, και προσφέροντας το στον σκύλο ανακαλύπτουμε πως το πίνει σχετικά γρήγορα.»
Καθώς μίλησε, άδειασε το περιεχόμενο του κρασοπότηρου σε μια πιατέλα και την τοποθέτησε μπροστά από το terrier, το οποίο αμέσως το στέγνωσε γλείφοντας το. Η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του Σέρλοκ Χολμς μας είχε έως τώρα πείσει ώστε καθόμασταν όλοι μας σιωπηλοί, παρακολουθώντας το ζώο με προσήλωση, και προσμένοντας κάποιο εκπληκτικό αποτέλεσμα. Τίποτα τέτοιο δεν παρουσιάστηκε, ωστόσο. Ο σκύλος εξακολούθησε να κείτεται ξαπλωμένος πάνω στο μαξιλάρι, αναπνέοντας με κόπο, μα όμως ούτε εμφανώς προς το καλύτερο ούτε προς το χειρότερο από αυτό που είχε πιει.
Ο Χολμς είχε βγάλει το ρολόι του, και καθώς το ένα λεπτό ακολουθούσε το προηγούμενο δίχως αποτέλεσμα, μια έκφραση εξαιρετικής δυσαρέσκειας και απογοήτευσης διαφάνηκε στα χαρακτηριστικά του. Δάγκωσε το χείλος του, χτύπησε ρυθμικά τα δάκτυλα του πάνω στο τραπέζι, και επέδειξε κάθε άλλο σύμπτωμα της οξυμένης ανυπομονησίας του. Τόσο έντονο ήταν το συναίσθημα του, ώστε ένοιωσα, ειλικρινά, λύπη για εκείνον, καθώς οι δυο επιθεωρητές χαμογελούσαν χλευαστικά, μη έχοντας λόγους να είναι δυσαρεστημένοι για την κατάληξη της έρευνας του.