×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, VII. Για τον νάνο Μιμ (1)

VII. Για τον νάνο Μιμ (1)

Τώρα η Ιστορία στρέφεται στον Μιμ, τον Μικρονάνο. Οι Μικρονάνοι έχουν ξεχαστεί προ πολλού, γιατί ο Μιμ υπήρξε ο τελευταίος της φυλής του. Ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά γι' αυτούς ακόμη και την παλιά εποχή. Τα Ξωτικά του Μπελέριαντ πριν από πολλούς καιρούς τους ονόμαζαν Νίμπιν-νόγκριμ, αλλά δεν τους αγαπούσαν. Και οι Μικρονάνοι δεν αγαπούσαν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. Αν μισούσαν και φοβούνταν τους Ορκ, μισούσαν επίσης τους Έλνταρ και, περισσότερο απ' όλους τους Εξόριστους. Γιατί οι Νόλντορ, έλεγαν, είχαν κλέψει τη γη τους και τα σπίτια τους. Το Νάργκοθροντ ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά από τους Μικρονάνους, που άρχισαν και την εκσκαφή του πολύ πριν περάσει τη Θάλασσα ο Φίνροντ Φέλαγκουντ.

Κατάγονταν, έλεγαν μερικοί, από Νάνους που είχαν εξοριστεί από τις Νανουπόλεις της ανατολής την αρχαία εποχή. Πολύ πριν από την επιστροφή του Μόργκοθ είχαν περιπλανηθεί προς τα δυτικά. Επειδή δεν είχαν αρχηγό και ήταν ολιγάριθμοι, δυσκολεύονταν να βρουν μεταλλεύματα και η μεταλλουργική τους επιδεξιότητα και τα αποθέματα των όπλων τους μειώθηκαν. Έτσι άρχισαν να ζουν με λαθραίους τρόπους και έγιναν κατά τι μικρότεροι στο ανάστημα από τους συγγενείς τους στα ανατολικά, βαδίζοντας με σκυφτούς ώμους και γρήγορα κλεφτά βήματα. Παρ' όλα αυτά, ήταν κι αυτοί, όπως και όλοι οι Νάνοι, πολύ πιο δυνατοί από όσο έδειχνε το ανάστημά τους και μπορούσαν να επιβιώσουν παρά τις μεγάλες κακουχίες. Όμως τώρα πια είχαν εξαφανιστεί από τη Μέση-γη όλοι εκτός από τον Μιμ και τους δυο γιους του. Και ο Μιμ ήταν γέρος, ακόμη και με τα μέτρα των Νάνων, γέρος και ξεχασμένος.

Μετά την αναχώρηση του Μπέλεγκ (και αυτό έγινε το δεύτερο καλοκαίρι μετά τη φυγή του Τούριν από το Ντόριαθ) τα πράγματα πήγαν άσχημα για τους παρανόμους. Έπεσαν βροχές εκτός εποχής και Ορκ, περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, κατέβηκαν από το Βορρά ακολουθώντας τον παλιό Νότιο Δρόμο από τον Τέιγκλιν και έγιναν μάστιγα για όλα τα δάση στα δυτικά σύνορα του Ντόριαθ. Ένιωθαν ελάχιστα ασφαλείς και πιο συχνά ήταν κυνηγημένοι παρά κυνηγοί.

Ένα βράδυ, καθώς ήταν κρυμμένοι στο σκοτάδι χωρίς φωτιά, ο Τούριν αναλογίστηκε τη ζωή του και θεώρησε ότι θα μπορούσε να καλυτερέψει. "Πρέπει να βρω κάποιο ασφαλές καταφύγιο", σκέφτηκε, "και να προνοήσω για το χειμώνα και την πείνα". Αλλά δεν ήξερε προς τα πού να στραφεί.

Την επόμενη μέρα οδήγησε τους άντρες του νότια, πιο μακριά από τότε που είχαν έρθει από τον Τέιγκλιν και τα σύνορα του Ντόριαθ. Και μετά από τρεις μέρες ταξίδι σταμάτησαν στις δυτικές παρυφές του δάσους της Κοιλάδας του Σίριον. Εκεί η γη ήταν πιο ξερή και γυμνή, καθώς άρχιζε να ανηφορίζει προς τα ρεικοτόπια.

Λίγο αργότερα έτυχε, καθώς έσβηνε το γκρίζο φως μιας βροχερής μέρας, ο Τούριν και οι άντρες του να έχουν καταφύγει σε μια συστάδα από λιόπρινους. Πιο πέρα απλωνόταν μια έκταση χωρίς δέντρα, όπου υπήρχαν πολλά μεγάλα βράχια, σωριασμένα μαζί. Όλα ήταν ήσυχα, το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή που έσταζε από τα φύλλα.

Ξαφνικά φώναξε ένας φρουρός, πετάχτηκαν πάνω και είδαν τρεις μορφές με κουκούλες, γκριζοφορεμένες, να περνούν με λάθρες κινήσεις ανάμεσα από τις πέτρες. Καθεμιά κρατούσε έναν μεγάλο σάκο, αλλά, παρ' όλα αυτά, κινούνταν γρήγορα. Ο Τούριν τους φώναξε να σταματήσουν και οι άντρες όρμησαν πάνω τους σαν κυνηγόσκυλα. Αλλά οι άγνωστοι συνέχισαν το δρόμο τους και, παρόλο που ο Αντρόγκ τους έριξε με το τόξο, οι δύο εξαφανίστηκαν μέσα στο σούρουπο, ο τρίτος έμεινε πιο πίσω, ήταν πιο αργός ή πιο βαριά φορτωμένος, και γρήγορα τον άρπαξαν και τον έριξαν κάτω και τον ακινητοποίησαν πολλά δυνατά χέρια, παρόλο που πάλευε και δάγκωνε σαν ζώο. Αλλά ο Τούριν πλησίασε και επέπληξε τους άντρες.

“Τι γίνεται;” είπε, “Γιατί είστε τόσο άγριοι; Ό,τι κι αν είναι, είναι γέρικο και μικρόσωμο πλάσμα. Πώς μπορεί να σας βλάψει;”.

“Δαγκώνει”, είπε ο Αντρόγκ, κρατώντας το ματωμένο χέρι του, “Είναι Ορκ ή κάτι που συγγενεύει με Ορκ. Σκοτώστε το!”.

“Του αξίζει αφού ξεγέλασε τις ελπίδες μας”, είπε ένας άλλος που είχε πάρει το σάκο, “Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, μόνο ρίζες και μικρές πέτρες”.

“Όχι”, είπε ο Τούριν, “έχει γενειάδα. Είναι απλώς ένας Νάνος, φαντάζομαι. Αφήστε τον να σηκωθεί και να μιλήσει”.

Και έτσι ο Μιμ έκανε την εμφάνισή του στην Ιστορία των Παιδιών του Χούριν. Γιατί πετάχτηκε γονατιστός μπροστά στα πόδια του Τούριν και τον ικέτεψε για τη ζωή του.

“Είμαι γέρος”, είπε, “και φτωχός. Απλώς ένας Νάνος, όπως είπες, όχι Ορκ. Μιμ είναι το όνομά μου. Μην τους αφήσεις να με σκοτώσουν, αφέντη, χωρίς αιτία, όπως θα έκαναν οι Ορκ”.

Τότε ο Τούριν τον λυπήθηκε ολόψυχα, αλλά είπε:

“Φαίνεσαι φτωχός, Μιμ, αν και αυτό ακούγεται παράξενο για έναν Νάνο. Εμείς, βέβαια, είμαστε φτωχότεροι, Άνθρωποι χωρίς σπίτι και χωρίς φίλους. Αν σου έλεγα ότι δεν χαρίζουμε ζωές μόνο από οίκτο γιατί βρισκόμαστε σε μεγάλη ανάγκη, τι θα πρόσφερες για λύτρα;”.

“Δεν γνωρίζω τι επιθυμείς, κύριο”, είπε επιφυλακτικά ο Μιμ.

“Αυτήν τη στιγμή, πολύ λίγα!” είπε ο Τούριν, κοιτάζοντας γύρω του με πικρία και βρεγμένα μάτια. “Ένα ασφαλές μέρος να κοιμηθούμε αντί για το υγρό δάσος. Σίγουρα θα έχεις ένα τέτοιο για τον εαυτό σου”.

“Έχω”, είπε ο Μιμ, “αλλά δεν μπορώ να το δώσω για λύτρα. Είμαι πολύ γέρος για να ζήσω κάτω από τον ουρανό”.

“Δεν χρειάζεται να γεράσεις άλλο”, είπε ο Αντρόγκ και πλησίασε με ένα μαχαίρι στο γερό του χέρι. “Μπορώ να σε απαλλάξω εγώ”.

“Κύριε!” φώναξε ο Μιμ με μεγάλο φόβο και αρπάχτηκε από τα γόνατα του Τούριν, “Αν χάσω τη ζωή μου, χάνετε κι εσείς το καταφύγιο που θέλετε, γιατί χωρίς τον Μιμ δεν θα το βρείτε. Δεν μπορώ να το δώσω, μα θα το μοιραστώ. Υπάρχει περισσότερος χώρος από παλιά, έχουν φύγει για πάντα τόσοι πολλοί”, είπε κι άρχισε να κλαίει.

“Έσωσες τη ζωή σου, Μιμ”, είπε ο Τούριν.

“Τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στη φωλιά του”, είπε ο Αντρόγκ.

Αλλά ο Τούριν γύρισε και του είπε:

“Αν ο Μιμ μας πάει στο σπίτι του χωρίς δόλο και το σπίτι του είναι καλό, τότε έχει εξαγοράσει τη ζωή του. Και δεν θα τον σκοτώσει κανείς απ' όσους με ακολουθούν. Παίρνω όρκο”.

Τότε ο Μιμ φίλησε τα γόνατα του Τούριν και είπε:

“Ο Μιμ θα είναι φίλος σου, κύριε. Στην αρχή νόμισα πως είσαι Ξωτικό, από την ομιλία σου και τη φωνή σου. Αλλά είσαι Άνθρωπος κι αυτό είναι καλύτερο. Ο Μιμ δεν συμπαθεί τα Ξωτικά”.

“Πού είναι αυτό το σπίτι σου;” είπε ο Αντρόγκ, “Πρέπει να είναι πολύ καλό για να καταδεχτώ να το μοιραστώ μ' έναν Νάνο, γιατί ο Αντρόγκ δεν συμπαθεί τους Νάνους. Ελάχιστες καλές ιστορίες γι' αυτήν τη φυλή έχει φέρει ο λαός του από την Ανατολή”.

“Άφησαν πίσω τους χειρότερες ιστορίες για τον εαυτό τους”, είπε ο Μιμ, “Κρίνε το σπίτι μου όταν το δεις. Αλλά θα χρειαστείτε φως για το δρόμο σας, είστε Άνθρωποι και σκουντουφλάτε. Θα γυρίσω γρήγορα και θα σας οδηγήσω”. Και τότε σηκώθηκε και πήρε τον σάκο του.

“Όχι, όχι!” είπε ο Αντρόγκ, “Σίγουρα δεν θα το επιτρέψεις αυτό, αρχηγέ. Δεν θα τον ξαναδείς ποτέ το γερο-μασκαρά”.

“Σκοτεινιάζει”, είπε ο Τούριν, “Ας μας αφήσει κάποιο εχέγγυο. Να κρατήσουμε το σάκο σου με το φορτίο του, Μιμ;”

Μα τότε ο Νάνος έπεσε πάλι στα γόνατα πολύ ταραγμένος.

“Αν ο Μιμ δεν έχει σκοπό να επιστρέψει, δεν θα επιστρέψει για έναν παλιό σάκο με ρίζες”, είπε, “Θα γυρίσω. Αφήστε με να φύγω!”.

“Όχι”, απάντησε ο Τούριν, “Αν δεν θέλεις να αποχωριστείς το σάκο σου πρέπει να μείνεις εδώ μαζί του. Ίσως μια νύχτα κάτω από τα φυλλώματα θα σε κάνει κι εσένα να μας λυπηθείς με τη σειρά σου”. Αλλά πρόσεξε, όπως πρόσεξαν και οι άλλοι, ότι ο Μιμ έδινε μεγαλύτερη αξία στο σάκο και το φορτίο του απ' όσο έδειχνε να αξίζει.

Οδήγησαν το γερο-Νάνο στο άθλιο στρατόπεδό τους κι αυτός, καθώς προχωρούσε, μουρμούριζε σε μια παράξενη γλώσσα που ακουγόταν σκληρή από βαθύ μίσος. Αλλά όταν του έδεσαν τα πόδια, εκείνος ξαφνικά σώπασε. Και αυτοί που φύλαγαν σκοπιά τον έβλεπαν να κάθεται όλη τη νύχτα σιωπηλός και ακίνητος σαν πέτρα, εκτός από τα άγρυπνα μάτια του που γυάλιζαν καθώς στριφογύριζαν μέσα στο σκοτάδι.

--

Η βροχή σταμάτησε πριν απ' το πρωί και ένας άνεμος άρχισε να φυσά ανάμεσα στα δέντρα. Το χάραμα ήταν πιο φωτεινό από πολλές προηγούμενες μέρες και ένα ανάλαφρο αεράκι από το Νότο άνοιξε τον ουρανό, χλωμό και καθαρό γύρω από τον ήλιο που ανέτελλε. Ο Μιμ καθόταν ακίνητος και έδειχνε πεθαμένος. Γιατί τώρα τα βαριά του βλέφαρα ήταν κλειστά και το πρωινό φως τον έδειχνε ρυτιδωμένο και ζαρωμένο από τα γηρατειά. Ο Τούριν στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε.

“Υπάρχει αρκετό φως τώρα”, είπε.

Τότε ο Μιμ άνοιξε τα μάτια του κι έδειξε τα δεσμά του. Και όταν τον έλυσαν, μίλησε άγρια.

“Μάθετε αυτό που θα σας πω, ανόητοι!” είπε, “Ποτέ μη δένετε έναν Νάνο! Δεν θα σας το συγχωρέσει. Δεν θέλω να πεθάνω, αλλά γι' αυτό που κάνατε η καρδιά μου έχει φουντώσει. Ανακαλώ την υπόσχεσή μου”.

“Εγώ όμως όχι”, είπε ο Τούριν, “Θα με οδηγήσεις στο σπίτι σου. Μέχρι τότε δεν θα μιλήσουμε για θάνατο. Αυτή είναι η δική μου θέληση”. Κοίταξε σταθερά στα μάτια το Νάνο και ο Μιμ δεν άντεξε. Πραγματικά, ελάχιστοι μπορούσαν να αψηφήσουν το βλέμμα του Τούριν όταν ήθελε κάτι ή ήταν οργισμένος. Γρήγορα γύρισε το κεφάλι του αλλού και σηκώθηκε.

“Ακολούθησέ με, κύριε!” είπε.

“Ωραία!” είπε ο Τούριν, “Τώρα όμως θα προσθέσω και τούτο: καταλαβαίνω την περηφάνια σου. Μπορεί να πεθάνεις, αλλά δεν θα σου ξαναβάλουμε δεσμά”.

“Δεν θα πεθάνω”, είπε ο Μιμ, “Ελάτε όμως τώρα!”. Και τους οδήγησε πίσω στο μέρος όπου τον είχαν πιάσει και τους έδειξε δυτικά. “Εκεί είναι το σπίτι μου!” είπε, “Το έχετε δει πολλές φορές φαντάζομαι, γιατί είναι ψηλό. Σάρμπχουντ το λέγαμε πριν έρθουν τα Ξωτικά και αλλάξουν όλα τα ονόματα”. Τότε είδαν ότι έδειχνε το Άμον Ρουδ, τον Φαλακρό Λόφο, που το γυμνό κεφάλι του κατόπτευε πολλές λεύγες της ερημιάς.

“Το έχουμε δει, αλλά ποτέ από κοντά”, είπε ο Αντρόγκ, “Γιατί ποιο ασφαλές κρησφύγετο μπορεί να βρίσκεται εκεί ή νερό ή οτιδήποτε άλλο χρειαζόμαστε; Το φαντάστηκα ότι ήταν κάποιο κόλπο. Μπορείς να κρυφτείς στην κορυφή ενός λόφου;”.

“Το να βλέπεις μακριά μπορεί να σε προστατεύει καλύτερα από το να κρύβεσαι”, είπε ο Τούριν, “Το Άμον Ρουδ βλέπει μακριά και παντού. Λοιπόν, Μιμ, θα έρθω και θα δω τι έχεις να μας δείξεις. Πόσο θα πάρει σ' εμάς, τους Ανθρώπους, που σκουντουφλάνε, να φτάσουμε εκεί;”.

“Όλη τη μέρα μέχρι το σούρουπο, αν ξεκινήσουμε τώρα”, απάντησε ο Μιμ.


VII. Για τον νάνο Μιμ (1) VII. About Mim the Dwarf (1)

Τώρα η Ιστορία στρέφεται στον Μιμ, τον Μικρονάνο. Now history turns to Mim, Micronanos. Οι Μικρονάνοι έχουν ξεχαστεί προ πολλού, γιατί ο Μιμ υπήρξε ο τελευταίος της φυλής του. The Micronesians have long since been forgotten, because Mim was the last of his tribe. Ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά γι' αυτούς ακόμη και την παλιά εποχή. Little was known about them even in ancient times. Τα Ξωτικά του Μπελέριαντ πριν από πολλούς καιρούς τους ονόμαζαν Νίμπιν-νόγκριμ, αλλά δεν τους αγαπούσαν. The Beleriad elves long ago called them Nibin-nogrim, but they did not love them. Και οι Μικρονάνοι δεν αγαπούσαν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. And the Micronesians did not love anyone but themselves. Αν μισούσαν και φοβούνταν τους Ορκ, μισούσαν επίσης τους Έλνταρ και, περισσότερο απ' όλους τους Εξόριστους. If they hated and feared the Orcs, they also hated the Eldar and, most of all, the Exiles. Γιατί οι Νόλντορ, έλεγαν, είχαν κλέψει τη γη τους και τα σπίτια τους. Because the Noldor, they said, had stolen their land and their homes. Το Νάργκοθροντ ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά από τους Μικρονάνους, που άρχισαν και την εκσκαφή του πολύ πριν περάσει τη Θάλασσα ο Φίνροντ Φέλαγκουντ. Nargothrod was first discovered by the Micronesians, who began their excavation long before Finrod Felagood crossed the sea.

Κατάγονταν, έλεγαν μερικοί, από Νάνους που είχαν εξοριστεί από τις Νανουπόλεις της ανατολής την αρχαία εποχή. They came, some said, from Dwarves who had been exiled from the Nanoupolis of the east in ancient times. Πολύ πριν από την επιστροφή του Μόργκοθ είχαν περιπλανηθεί προς τα δυτικά. Long before Morgoth's return they had wandered west. Επειδή δεν είχαν αρχηγό και ήταν ολιγάριθμοι, δυσκολεύονταν να βρουν μεταλλεύματα και η μεταλλουργική τους επιδεξιότητα και τα αποθέματα των όπλων τους μειώθηκαν. Because they had no leader and were few in number, they found it difficult to find ores and their metallurgical dexterity and stockpiles of weapons were reduced. Έτσι άρχισαν να ζουν με λαθραίους τρόπους και έγιναν κατά τι μικρότεροι στο ανάστημα από τους συγγενείς τους στα ανατολικά, βαδίζοντας με σκυφτούς ώμους και γρήγορα κλεφτά βήματα. So they began to live secretly and became somewhat shorter in stature than their relatives in the east, walking with bent shoulders and fast stealing steps. Παρ' όλα αυτά, ήταν κι αυτοί, όπως και όλοι οι Νάνοι, πολύ πιο δυνατοί από όσο έδειχνε το ανάστημά τους και μπορούσαν να επιβιώσουν παρά τις μεγάλες κακουχίες. Nevertheless, they, like all the Dwarves, were much stronger than their stature showed and could survive despite great hardship. Όμως τώρα πια είχαν εξαφανιστεί από τη Μέση-γη όλοι εκτός από τον Μιμ και τους δυο γιους του. But now everyone except Mim and his two sons had disappeared from Middle-earth. Και ο Μιμ ήταν γέρος, ακόμη και με τα μέτρα των Νάνων, γέρος και ξεχασμένος. And Mim was old, even by the standards of the Dwarves, old and forgotten.

Μετά την αναχώρηση του Μπέλεγκ (και αυτό έγινε το δεύτερο καλοκαίρι μετά τη φυγή του Τούριν από το Ντόριαθ) τα πράγματα πήγαν άσχημα για τους παρανόμους. After the departure of Beleg (and this happened in the second summer after Turin left Doriath) things went badly for the illegals. Έπεσαν βροχές εκτός εποχής και Ορκ, περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, κατέβηκαν από το Βορρά ακολουθώντας τον παλιό Νότιο Δρόμο από τον Τέιγκλιν και έγιναν μάστιγα για όλα τα δάση στα δυτικά σύνορα του Ντόριαθ. It rained out of season and the Orcs, more than ever, descended from the North following the old South Road by Teiglin and became a scourge for all the forests on the western border of Doriath. Ένιωθαν ελάχιστα ασφαλείς και πιο συχνά ήταν κυνηγημένοι παρά κυνηγοί. They felt little safe and were more often chased than hunters.

Ένα βράδυ, καθώς ήταν κρυμμένοι στο σκοτάδι χωρίς φωτιά, ο Τούριν αναλογίστηκε τη ζωή του και θεώρησε ότι θα μπορούσε να καλυτερέψει. One night, as they hid in the dark without fire, Turin pondered his life and thought he could get better. "Πρέπει να βρω κάποιο ασφαλές καταφύγιο", σκέφτηκε, "και να προνοήσω για το χειμώνα και την πείνα". "I have to find some safe haven," he thought, "and provide for winter and famine." Αλλά δεν ήξερε προς τα πού να στραφεί. But he did not know where to turn.

Την επόμενη μέρα οδήγησε τους άντρες του νότια, πιο μακριά από τότε που είχαν έρθει από τον Τέιγκλιν και τα σύνορα του Ντόριαθ. The next day he drove his men south, farther away than they had come from Teiglin and the Doriath border. Και μετά από τρεις μέρες ταξίδι σταμάτησαν στις δυτικές παρυφές του δάσους της Κοιλάδας του Σίριον. And after three days of travel they stopped at the western edge of the forest of the Valley of Sirion. Εκεί η γη ήταν πιο ξερή και γυμνή, καθώς άρχιζε να ανηφορίζει προς τα ρεικοτόπια. There the land was drier and bare, as it began to ascend to the ridges.

Λίγο αργότερα έτυχε, καθώς έσβηνε το γκρίζο φως μιας βροχερής μέρας, ο Τούριν και οι άντρες του να έχουν καταφύγει σε μια συστάδα από λιόπρινους. Shortly afterwards, as the gray light of a rainy day went out, Turin and his men took refuge in a cluster of lioprins. Πιο πέρα απλωνόταν μια έκταση χωρίς δέντρα, όπου υπήρχαν πολλά μεγάλα βράχια, σωριασμένα μαζί. Further on, there was an area without trees, where there were many large rocks, cluttered together. Όλα ήταν ήσυχα, το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή που έσταζε από τα φύλλα. Everything was quiet, all that could be heard was the rain dripping from the leaves.

Ξαφνικά φώναξε ένας φρουρός, πετάχτηκαν πάνω και είδαν τρεις μορφές με κουκούλες, γκριζοφορεμένες, να περνούν με λάθρες κινήσεις ανάμεσα από τις πέτρες. Suddenly a guard shouted, jumped up and saw three hooded figures, dressed in gray, passing with sly movements between the stones. Καθεμιά κρατούσε έναν μεγάλο σάκο, αλλά, παρ' όλα αυτά, κινούνταν γρήγορα. Each held a large sack, but nevertheless moved quickly. Ο Τούριν τους φώναξε να σταματήσουν και οι άντρες όρμησαν πάνω τους σαν κυνηγόσκυλα. Turin shouted for them to stop and the men rushed at them like hounds. Αλλά οι άγνωστοι συνέχισαν το δρόμο τους και, παρόλο που ο Αντρόγκ τους έριξε με το τόξο, οι δύο εξαφανίστηκαν μέσα στο σούρουπο, ο τρίτος έμεινε πιο πίσω, ήταν πιο αργός ή πιο βαριά φορτωμένος, και γρήγορα τον άρπαξαν και τον έριξαν κάτω και τον ακινητοποίησαν πολλά δυνατά χέρια, παρόλο που πάλευε και δάγκωνε σαν ζώο. But the strangers continued on their way and, although Androg threw them with the bow, the two disappeared into the dusk, the third was left behind, he was slower or heavier, and they quickly grabbed him and threw him down. they immobilized many strong hands, even though he was fighting and biting like an animal. Αλλά ο Τούριν πλησίασε και επέπληξε τους άντρες. But Turin approached and rebuked the men.

“Τι γίνεται;” είπε, “Γιατί είστε τόσο άγριοι; Ό,τι κι αν είναι, είναι γέρικο και μικρόσωμο πλάσμα. "What's up;" he said, “Why are you so wild? Whatever it is, it is an old and small creature. Πώς μπορεί να σας βλάψει;”. How can it harm you?

“Δαγκώνει”, είπε ο Αντρόγκ, κρατώντας το ματωμένο χέρι του, “Είναι Ορκ ή κάτι που συγγενεύει με Ορκ. "It bites," Androg said, holding his bloody hand. Σκοτώστε το!”. Kill it! ”

“Του αξίζει αφού ξεγέλασε τις ελπίδες μας”, είπε ένας άλλος που είχε πάρει το σάκο, “Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, μόνο ρίζες και μικρές πέτρες”. "He deserves it after he deceived our hopes," said another who had taken the bag. "There is nothing here, only roots and small stones."

“Όχι”, είπε ο Τούριν, “έχει γενειάδα. "No," said Turin, "he has a beard. Είναι απλώς ένας Νάνος, φαντάζομαι. He's just a Dwarf, I guess. Αφήστε τον να σηκωθεί και να μιλήσει”. "Let him get up and talk."

Και έτσι ο Μιμ έκανε την εμφάνισή του στην Ιστορία των Παιδιών του Χούριν. And so Mim made his appearance in Hurin's Child History. Γιατί πετάχτηκε γονατιστός μπροστά στα πόδια του Τούριν και τον ικέτεψε για τη ζωή του. Because he jumped to his knees in front of Turin and begged him for his life.

“Είμαι γέρος”, είπε, “και φτωχός. "I'm old," he said, "and poor. Απλώς ένας Νάνος, όπως είπες, όχι Ορκ. Just a Dwarf, as you said, not an Orc. Μιμ είναι το όνομά μου. Mim is my name. Μην τους αφήσεις να με σκοτώσουν, αφέντη, χωρίς αιτία, όπως θα έκαναν οι Ορκ”. "Do not let them kill me, master, for no reason, as the Orcs would do."

Τότε ο Τούριν τον λυπήθηκε ολόψυχα, αλλά είπε: Then Turin felt sorry for him wholeheartedly, but said:

“Φαίνεσαι φτωχός, Μιμ, αν και αυτό ακούγεται παράξενο για έναν Νάνο. "You look poor, Mim, although that sounds weird to a Dwarf. Εμείς, βέβαια, είμαστε φτωχότεροι, Άνθρωποι χωρίς σπίτι και χωρίς φίλους. We, of course, are poorer, People without a home and without friends. Αν σου έλεγα ότι δεν χαρίζουμε ζωές μόνο από οίκτο γιατί βρισκόμαστε σε μεγάλη ανάγκη, τι θα πρόσφερες για λύτρα;”. If I told you that we do not give lives only out of pity because we are in great need, what would you offer as a ransom?

“Δεν γνωρίζω τι επιθυμείς, κύριο”, είπε επιφυλακτικά ο Μιμ. "I do not know what you want, sir," said Mim cautiously.

“Αυτήν τη στιγμή, πολύ λίγα!” είπε ο Τούριν, κοιτάζοντας γύρω του με πικρία και βρεγμένα μάτια. "Right now, very few!" said Turin, looking around with bitterness and wet eyes. “Ένα ασφαλές μέρος να κοιμηθούμε αντί για το υγρό δάσος. "A safe place to sleep instead of the wet forest. Σίγουρα θα έχεις ένα τέτοιο για τον εαυτό σου”. You will definitely have one for yourself ".

“Έχω”, είπε ο Μιμ, “αλλά δεν μπορώ να το δώσω για λύτρα. "I have," said Mim, "but I can not give it as a ransom. Είμαι πολύ γέρος για να ζήσω κάτω από τον ουρανό”. "I am too old to live under the sky."

“Δεν χρειάζεται να γεράσεις άλλο”, είπε ο Αντρόγκ και πλησίασε με ένα μαχαίρι στο γερό του χέρι. "You do not need to grow old anymore," said Androg, and approached with a knife in his strong hand. “Μπορώ να σε απαλλάξω εγώ”. "I can release you."

“Κύριε!” φώναξε ο Μιμ με μεγάλο φόβο και αρπάχτηκε από τα γόνατα του Τούριν, “Αν χάσω τη ζωή μου, χάνετε κι εσείς το καταφύγιο που θέλετε, γιατί χωρίς τον Μιμ δεν θα το βρείτε. "Sir!" Mim shouted in great fear and was snatched from Turin's knees, "If I lose my life, you lose the shelter you want, because without Mim you will not find it. Δεν μπορώ να το δώσω, μα θα το μοιραστώ. I can not give it, but I will share it. Υπάρχει περισσότερος χώρος από παλιά, έχουν φύγει για πάντα τόσοι πολλοί”, είπε κι άρχισε να κλαίει. "There is more space than before, so many have left forever," he said and began to cry.

“Έσωσες τη ζωή σου, Μιμ”, είπε ο Τούριν. "You saved your life, Mim," Turin said.

“Τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στη φωλιά του”, είπε ο Αντρόγκ. "At least until we get to his nest," Androg said.

Αλλά ο Τούριν γύρισε και του είπε: But Turin turned and said to him:

“Αν ο Μιμ μας πάει στο σπίτι του χωρίς δόλο και το σπίτι του είναι καλό, τότε έχει εξαγοράσει τη ζωή του. Και δεν θα τον σκοτώσει κανείς απ' όσους με ακολουθούν. "If Mim goes to his house without deceit and his house is good, then he has redeemed his life. And none of those who follow me will kill him. Παίρνω όρκο”. Take an oath".

Τότε ο Μιμ φίλησε τα γόνατα του Τούριν και είπε: Then Mim kissed Turin on his knees and said:

“Ο Μιμ θα είναι φίλος σου, κύριε. "Mim will be your friend, sir. Στην αρχή νόμισα πως είσαι Ξωτικό, από την ομιλία σου και τη φωνή σου. At first I thought you were an Elf, from your speech and your voice. Αλλά είσαι Άνθρωπος κι αυτό είναι καλύτερο. But you are Human and that is better. Ο Μιμ δεν συμπαθεί τα Ξωτικά”. "Mim does not like the Elves."

“Πού είναι αυτό το σπίτι σου;” είπε ο Αντρόγκ, “Πρέπει να είναι πολύ καλό για να καταδεχτώ να το μοιραστώ μ' έναν Νάνο, γιατί ο Αντρόγκ δεν συμπαθεί τους Νάνους. "Where is your house?" Androg said, "It must be very good for me to agree to share it with a Dwarf, because Androg does not like Dwarves. Ελάχιστες καλές ιστορίες γι' αυτήν τη φυλή έχει φέρει ο λαός του από την Ανατολή”. "Few good stories about this tribe have been brought by its people from the East."

“Άφησαν πίσω τους χειρότερες ιστορίες για τον εαυτό τους”, είπε ο Μιμ, “Κρίνε το σπίτι μου όταν το δεις. "They left behind the worst stories about themselves," Mim said. "Judge my house when you see it." Αλλά θα χρειαστείτε φως για το δρόμο σας, είστε Άνθρωποι και σκουντουφλάτε. But you will need light for your path, you are Humans and you stumble. Θα γυρίσω γρήγορα και θα σας οδηγήσω”. I will come back quickly and lead you ". Και τότε σηκώθηκε και πήρε τον σάκο του. And then he got up and took his bag.

“Όχι, όχι!” είπε ο Αντρόγκ, “Σίγουρα δεν θα το επιτρέψεις αυτό, αρχηγέ. "No no!" Androg said, "You will certainly not allow this, Chief. Δεν θα τον ξαναδείς ποτέ το γερο-μασκαρά”. You will never see the old mascara again ".

“Σκοτεινιάζει”, είπε ο Τούριν, “Ας μας αφήσει κάποιο εχέγγυο. "It's getting dark," Turin said. "Let us have some guarantee. Να κρατήσουμε το σάκο σου με το φορτίο του, Μιμ;” Shall we keep your bag with his load, Mim? ”

Μα τότε ο Νάνος έπεσε πάλι στα γόνατα πολύ ταραγμένος. But then the Dwarf fell to his knees again very upset.

“Αν ο Μιμ δεν έχει σκοπό να επιστρέψει, δεν θα επιστρέψει για έναν παλιό σάκο με ρίζες”, είπε, “Θα γυρίσω. "If Mim does not intend to return, he will not return for an old bag of roots," he said. Αφήστε με να φύγω!”. Let me go! ”

“Όχι”, απάντησε ο Τούριν, “Αν δεν θέλεις να αποχωριστείς το σάκο σου πρέπει να μείνεις εδώ μαζί του. "No," replied Turin, "if you do not want to leave your bag you must stay here with it." Ίσως μια νύχτα κάτω από τα φυλλώματα θα σε κάνει κι εσένα να μας λυπηθείς με τη σειρά σου”. Maybe one night under the foliage will make you feel sorry for us in your turn ". Αλλά πρόσεξε, όπως πρόσεξαν και οι άλλοι, ότι ο Μιμ έδινε μεγαλύτερη αξία στο σάκο και το φορτίο του απ' όσο έδειχνε να αξίζει. But he noticed, as others did, that Mim valued his bag and his cargo more than he seemed worth it.

Οδήγησαν το γερο-Νάνο στο άθλιο στρατόπεδό τους κι αυτός, καθώς προχωρούσε, μουρμούριζε σε μια παράξενη γλώσσα που ακουγόταν σκληρή από βαθύ μίσος. They led the old man Nano to their miserable camp and he, as he went on, murmured in a strange language that sounded harsh from deep hatred. Αλλά όταν του έδεσαν τα πόδια, εκείνος ξαφνικά σώπασε. But when his legs were tied, he suddenly fell silent. Και αυτοί που φύλαγαν σκοπιά τον έβλεπαν να κάθεται όλη τη νύχτα σιωπηλός και ακίνητος σαν πέτρα, εκτός από τα άγρυπνα μάτια του που γυάλιζαν καθώς στριφογύριζαν μέσα στο σκοτάδι. And those who guarded the watchtower saw him sitting all night silent and motionless like a stone, except for his watchful eyes that shone as they spun in the darkness.

-- -

Η βροχή σταμάτησε πριν απ' το πρωί και ένας άνεμος άρχισε να φυσά ανάμεσα στα δέντρα. The rain stopped before morning and a wind began to blow between the trees. Το χάραμα ήταν πιο φωτεινό από πολλές προηγούμενες μέρες και ένα ανάλαφρο αεράκι από το Νότο άνοιξε τον ουρανό, χλωμό και καθαρό γύρω από τον ήλιο που ανέτελλε. The dawn was brighter than many previous days and a light breeze from the south opened the sky, pale and clear around the rising sun. Ο Μιμ καθόταν ακίνητος και έδειχνε πεθαμένος. Mim was sitting motionless and looking dead. Γιατί τώρα τα βαριά του βλέφαρα ήταν κλειστά και το πρωινό φως τον έδειχνε ρυτιδωμένο και ζαρωμένο από τα γηρατειά. Because now his heavy eyelids were closed and the morning light showed him wrinkled and wrinkled from old age. Ο Τούριν στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε. Turin stood in front of him and looked at him.

“Υπάρχει αρκετό φως τώρα”, είπε. "There is enough light now," he said.

Τότε ο Μιμ άνοιξε τα μάτια του κι έδειξε τα δεσμά του. Then Mim opened his eyes and showed his shackles. Και όταν τον έλυσαν, μίλησε άγρια. And when he was released, he spoke wildly.

“Μάθετε αυτό που θα σας πω, ανόητοι!” είπε, “Ποτέ μη δένετε έναν Νάνο! "Learn what I'm going to tell you, fools!" he said, “Never tie a Dwarf! Δεν θα σας το συγχωρέσει. He will not forgive you. Δεν θέλω να πεθάνω, αλλά γι' αυτό που κάνατε η καρδιά μου έχει φουντώσει. I do not want to die, but for what you did my heart is pounding. Ανακαλώ την υπόσχεσή μου”. I keep my promise. "

“Εγώ όμως όχι”, είπε ο Τούριν, “Θα με οδηγήσεις στο σπίτι σου. "But I do not," said Turin, "will you take me to your house?" Μέχρι τότε δεν θα μιλήσουμε για θάνατο. Until then we will not talk about death. Αυτή είναι η δική μου θέληση”. That's my will. " Κοίταξε σταθερά στα μάτια το Νάνο και ο Μιμ δεν άντεξε. He looked Nano in the eye and Mim could not bear it. Πραγματικά, ελάχιστοι μπορούσαν να αψηφήσουν το βλέμμα του Τούριν όταν ήθελε κάτι ή ήταν οργισμένος. Indeed, few could defy Turin's gaze when he wanted something or was angry. Γρήγορα γύρισε το κεφάλι του αλλού και σηκώθηκε. He quickly turned his head away and stood up.

“Ακολούθησέ με, κύριε!” είπε. "Follow me, sir!" he said.

“Ωραία!” είπε ο Τούριν, “Τώρα όμως θα προσθέσω και τούτο: καταλαβαίνω την περηφάνια σου. "Nice!" Turin said, "But now I will add this: I understand your pride. Μπορεί να πεθάνεις, αλλά δεν θα σου ξαναβάλουμε δεσμά”. You may die, but we will not bind you again. "

“Δεν θα πεθάνω”, είπε ο Μιμ, “Ελάτε όμως τώρα!”. "I will not die," said Mim, "but come now!" Και τους οδήγησε πίσω στο μέρος όπου τον είχαν πιάσει και τους έδειξε δυτικά. And he led them back to the place where they had taken him and pointed them west. “Εκεί είναι το σπίτι μου!” είπε, “Το έχετε δει πολλές φορές φαντάζομαι, γιατί είναι ψηλό. "That's my home!" he said, “I have seen it many times I imagine, because it is tall. Σάρμπχουντ το λέγαμε πριν έρθουν τα Ξωτικά και αλλάξουν όλα τα ονόματα”. We used to say it before the Elves came and changed all the names ". Τότε είδαν ότι έδειχνε το Άμον Ρουδ, τον Φαλακρό Λόφο, που το γυμνό κεφάλι του κατόπτευε πολλές λεύγες της ερημιάς. Then they saw that he was pointing to Amon Rudd, the Bald Hill, whose bare head reflected many leagues of desolation.

“Το έχουμε δει, αλλά ποτέ από κοντά”, είπε ο Αντρόγκ, “Γιατί ποιο ασφαλές κρησφύγετο μπορεί να βρίσκεται εκεί ή νερό ή οτιδήποτε άλλο χρειαζόμαστε; Το φαντάστηκα ότι ήταν κάποιο κόλπο. "We've seen it, but never up close," Androg said. I imagined it was a trick. Μπορείς να κρυφτείς στην κορυφή ενός λόφου;”. Can you hide at the top of a hill? ”

“Το να βλέπεις μακριά μπορεί να σε προστατεύει καλύτερα από το να κρύβεσαι”, είπε ο Τούριν, “Το Άμον Ρουδ βλέπει μακριά και παντού. "Looking far can protect you better than hiding," Turin said. "Amon Rudd looks far and wide. Λοιπόν, Μιμ, θα έρθω και θα δω τι έχεις να μας δείξεις. Well, Mim, I'll come and see what you have to show us. Πόσο θα πάρει σ' εμάς, τους Ανθρώπους, που σκουντουφλάνε, να φτάσουμε εκεί;”. How much will it take us, the people who stumble, to get there? ”

“Όλη τη μέρα μέχρι το σούρουπο, αν ξεκινήσουμε τώρα”, απάντησε ο Μιμ. "All day until dusk, if we start now," Mim replied.