×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (2)

IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (2)

Όσο περνούσε ο καιρός, η καρδιά της Μόργουεν σκοτείνιαζε για το γιο της τον Τούριν, τον διάδοχο του Ντορ-λόμιν και του Λάντρος. Γιατί δεν μπορούσε να ελπίζει γι' αυτόν τίποτε περισσότερο από το να γίνει σκλάβος των Ανατολιτών.

Έτσι θυμήθηκε τη συνομιλία της με τον Χούριν και η σκέψη της γύρισε πάλι στο Ντόριαθ. Και αποφάσισε να στείλει εκεί τον Τούριν κρυφά, αν μπορούσε, και να παρακαλέσει το βασιλιά Θίνγκολ να του προσφέρει άσυλο. Και όσο σκεφτόταν πώς μπορεί να γίνει αυτό, άκουσε καθαρά μέσα της τη φωνή του Χούριν να της λέει: Φύγε γρήγορα! Μην περιμένεις για μένα!

Αλλά η γέννηση του παιδιού της πλησίαζε και ο δρόμος θα ήταν δύσκολος και επικίνδυνος. Όσο περισσότεροι έφευγαν, τόσο μικρότερη η ελπίδα της διάσωσης. Και ξεγελούσε τα μέσα της με ελπίδες που δεν τις παραδεχόταν ανοιχτά. Η πιο ενδόμυχη σκέψη της της έλεγε ότι ο Χούριν δεν ήταν νεκρός και αφουγκραζόταν ν' ακούσει τα βήματά του στις άγρυπνες ώρες της νύχτας, ή ξυπνούσε νομίζοντας ότι είχε ακούσει στην αυλή το χλιμίντρισμα του Άρροχ, του αλόγου του. Επί πλέον, αν και αποδεχόταν να μεγαλώσει ο γιος της στα διαμερίσματα κάποιου άλλου, όπως ήταν το έθιμο εκείνης της εποχής, δεν ήθελε ακόμη να ταπεινώσει την περηφάνια της και να τον στείλει φιλοξενούμενο από ελεημοσύνη, ούτε καν φιλοξενούμενο ενός βασιλιά. Έτσι αρνιόταν τη φωνή του Χούριν, ή την ανάμνηση της φωνής του, και έτσι υφάνθηκε το πρώτο νήμα της μοίρας του Τούριν.

Είχε μπει το φθινόπωρο της Χρονιάς του Θρήνου όταν η Μόργουεν πήρε την απόφασή της, και μόλις την πήρε, βιαζόταν να την εκτελέσει. Γιατί η διάρκεια για το ταξίδι ήταν μικρή, αλλά έτρεμε με τη σκέψη ότι θα πιάσουν τον Τούριν αν περίμενε όλον το χειμώνα. Οι Ανατολίτες τριγύριζαν γύρω από το σπίτι και την κατασκόπευαν. Αίφνης, λοιπόν, είπε στον Τούριν:

“Ο πατέρας σου δεν έρχεται. Γι' αυτό πρέπει να φύγεις, και γρήγορα. Αυτό θα 'θελε κι εκείνος”.

“Να φύγουμε;” φώναξε ο Τούριν. “Πού θα πάμε; Πέρα απ' τα Βουνά;”.

“Ναι”, είπε η Μόργουεν, “πέρα απ' τα βουνά, μακριά στο νότο. Νότια -εκεί μπορεί να υπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα. Αλλά δεν είπα να φύγουμε, γιε μου. Εσύ πρέπει να φύγεις κι εγώ να μείνω”.

“Δεν μπορώ να πάω μόνος μου!” είπε ο Τούριν. “Δεν θα σ' αφήσω. Γιατί να μη φύγουμε μαζί; “

“Εγώ δεν μπορώ να έρθω”, του απάντησε η Μόργουεν. “Αλλά δεν θα 'σαι μόνος. Θα στείλω τον Γκέθρον μαζί σου ίσως και τον Γκρίθνιρ”.

“Δεν θα στείλεις τον Λάμπανταλ;” ρώτησε ο Τούριν.

“Όχι, γιατί ο Σάντορ είναι κουτσός”, είπε η Μόργουεν, “και ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Και επειδή είσαι γιος μου και οι μέρες είναι σκληρές, δεν θα σου κρύψω την αλήθεια: μπορεί να πεθάνεις σ' αυτόν το δρόμο. Το φθινόπωρο έχει προχωρήσει. Αν μείνεις όμως, θα 'χεις χειρότερο τέλος, θα γίνεις δούλος. Αν θέλεις να γίνεις άντρας όταν ενηλικιωθείς, θα κάνεις αυτό που σου λέω, γενναία”.

“Μα θα σ' αφήσω μόνη με τον Σάντορ και τον τυφλό Ράγκνιρ και τις γριές”, είπε ο Τούριν, “Δεν είπε ο πατέρας μου ότι είμαι ο διάδοχος του Χάντορ; Ο διάδοχος πρέπει να μείνει στον οίκο των Χάντορ και να τον υπερασπιστεί. Τώρα θα 'θελα να είχα ακόμη το μαχαίρι μου!”.

“Ο διάδοχος θα 'πρεπε να μείνει, αλλά δεν μπορεί”, απάντησε η Μόργουεν, “Μπορεί όμως μια μέρα να γυρίσει. Τώρα κάνε κουράγιο. Αν χειροτερέψουν τα πράγματα, θα σε ακολουθήσω. Αν μπορώ”.

“Μα πώς θα με βρεις, χαμένο στις ερημιές” , είπε ο Τούριν.

Και ξαφνικά η καρδιά του τον πρόδωσε κι έκλαψε φανερά.

“Αν κλαις, θα σε προλάβουν άλλα”, είπε η Μόργουεν, “Ξέρω όμως πού θα πας, και αν φτάσεις και μείνεις εκεί, εκεί θα σε βρω αν μπορώ, γιατί θα σε στείλω στο βασιλιά Θίνγκολ στο Ντόριαθ, δεν προτιμάς να είσαι φιλοξενούμενος ενός βασιλιά παρά δούλος;”

“Δεν ξέρω”, είπε ο Τούριν, “Δεν ξέρω τι είναι δούλος”.

“Σε διώχνω για να μη χρειαστεί να μάθεις”. απάντησε η Μόργουεν. Μετά έβαλε τον Τούριν μπροστά της και τον κοίταξε στα μάτια σαν να προσπαθούσε να διαβάσει κάποιο γρίφο. “Είναι δύσκολο, Τούριν, γιε μου”, είπε τελικά, “Όχι δύσκολο για σένα μόνο. Είναι βαρύ και για μένα σε τέτοιες δύσκολες μέρες να κρίνω τι είναι καλύτερο να γίνει. Αλλά κάνω αυτό που νομίζω σωστό. Αλλιώς γιατί να αποχωριστώ ό,τι πιο αγαπητό μου 'χει απομείνει;”

Δεν ξαναμίλησαν, γι' αυτό και ο Τούριν απόμεινε θλιμμένος και σαστισμένος. Το πρωί πήγε να βρει τον Σάντορ, που έκοβε ξύλα για τη φωτιά, ξύλα που ήταν λιγοστά αφού δεν τολμούσαν να πάνε στο δάσος. Ο Σάντορ ακούμπησε στο δεκανίκι του και κοίταξε το μεγάλο κάθισμα του Χούριν που είχε απομείνει μισοτελειωμένο σε μια γωνιά, “Πρέπει να το διαλύσω”, είπε, “γιατί μόνο βασικές ανάγκες μπορούν να εξυπηρετηθούν τούτες τις μέρες”.

“Μην το σπάσεις ακόμη”, είπε ο Τούριν, “Μπορεί να γυρίσει πίσω και τότε θα χαρεί που θα δει τι του 'φτιαξες όσο έλειπε”.

“Οι ψεύτικες ελπίδες είναι πιο επικίνδυνες από τους φόβους”, είπε ο Σάντορ, “και ούτε θα μας ζεστάνουν το χειμώνα”.

Άγγιξε τα σκαλίσματα του καθίσματος και αναστέναξε. “Σπατάλησα το χρόνο μου”, είπε, “αν και οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. Όμως όλα αυτά είναι εφήμερα. Και η χαρά της δημιουργίας είναι ο μοναδικός πραγματικός σκοπός του χρόνου, φαντάζομαι. Και τώρα καλά θα κάνω να σου δώσω πίσω το δώρο σου”.

Ο Τούριν άπλωσε το χέρι του, αλλά το τράβηξε αμέσως. “Ένας άντρας δεν παίρνει πίσω τα δώρα του”, είπε.

“Αν όμως είναι δικό μου, δεν μπορώ να το δώσω όπου θέλω;” είπε ο Σάντορ.

“Ναι”, απάντησε ο Τούριν, “σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από μένα. Μα γιατί θέλεις να το δώσεις;”

“Δεν υπάρχει ελπίδα να το χρησιμοποιήσω για σημαντικούς σκοπούς”, είπε ο Σάντορ, “Τις μέρες που θα' ρθουν δεν θα υπάρχει δουλειά για τον Λάμπανταλ παρά μόνο η δουλειά του σκλάβου”.

“Τι είναι σκλάβος;” είπε ο Τούριν.

“Ένας άνθρωπος που είναι άνθρωπος, αλλά τον μεταχειρίζονται σαν ζώο”, απάντησε ο Τούριν. “Τον ταΐζουν μόνο όσο χρειάζεται για να μένει ζωντανός, τον κρατούν ζωντανό μόνο για να δουλεύει, τον βάζουν να δουλεύει μόνο με το φόβο του πόνου ή του θανάτου. Και αυτοί οι ληστές μπορεί να τον κάνουν να γνωρίσει είτε τον πόνο είτε το θάνατο μόνο και μόνο για διασκέδασή τους. Άκουσα ότι διαλέγουν μερικούς γοργοπόδαρους, τους αμολάνε και ύστερα τους κυνηγάνε με κυνηγόσκυλα. Μαθαίνουν από τους Ορκ πιο γρήγορα από ό,τι μαθαίναμε εμείς από τα Ξωτικά” .

“Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τα πράγματα”, είπε ο Τούριν.

“Είναι κρίμα που πρέπει να καταλάβεις τέτοια πράγματα τόσο γρήγορα”, είπε ο Σάντορ.

Και μετά βλέποντας την παράξενη έκφραση στο πρόσωπο του Τούριν: “Τι καταλαβαίνεις τώρα;”

“Γιατί με στέλνει μακριά η μητέρα μου”, είπε ο Τούριν και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

“Α!” είπε ο Σάντορ, αλλά σιγανομουρμούρισε μόνος του: “Γιατί όμως τόσο καθυστερημένα;” Μετά γυρίζοντας στον Τούριν του είπε: “Αυτό εμένα δεν μου φαίνεται νέο για δάκρυα. Δεν πρέπει όμως να μιλάς για τα σχέδια της μητέρας σου στον Λάμπανταλ ούτε και σε κανέναν άλλο. Κι οι τοίχοι και οι φράχτες ακόμη έχουν αυτιά τούτες τις μέρες, αυτιά που δεν φυτρώνουν σε ξανθά κεφάλια”.

“Μα πρέπει να μιλώ με κάποιον!” είπε ο Τούριν. “Πάντα σου 'λεγα τόσα πράγματα. Δεν θέλω να σ' αφήσω, Λάμπανταλ. Δεν θέλω ν' αφήσω τούτο το σπίτι ούτε τη μητέρα μου”.

“Αν δεν τους αφήσεις όμως”, είπε ο Σάντορ, “θα εξαφανιστεί γρήγορα ο Οίκος του Χάντορ για πάντα, όπως τώρα πρέπει να καταλαβαίνεις. Ο Λάμπανταλ δεν θέλει να φύγεις. Αλλά ο Σάντορ, υπηρέτης του Χούριν, θα είναι πιο ευχαριστημένος όταν ο γιος του Χούριν θα φύγει μακριά από τους Ανατολίτες. Δεν γίνεται λοιπόν αλλιώς: πρέπει να αποχαιρετιστούμε. Και τώρα θα πάρεις το μαχαίρι μου σαν αποχαιρετιστήριο δώρο; “

“Όχι!” είπε ο Τούριν, “Θα πάω στα Ξωτικά, στο βασιλιά του Ντόριαθ, λέει η μητέρα μου. Εκεί θα έχω κι άλλα σαν αυτό. Αλλά δεν θα μπορώ να σου στείλω δώρα, Λάμπανταλ. Θα είμαι πολύ μακριά και τελείως μόνος”. Τότε ο Τούριν έκλαψε. Αλλά ο Σάντορ του είπε:

“Έλα τώρα! Πού είναι ο γιος του Χούριν; Γιατί, όχι πριν από πολύν καιρό, τον άκουσα να λέει: Θα πάω να γίνω στρατιώτης σ' έναν βασιλιά των Ξωτικών μόλις μπορέσω”.

Τότε ο Τούριν έπαψε να κλαίει και είπε:

“Πολύ καλά. Αν αυτά ήταν τα λόγια του γιου του Χούριν, πρέπει να τα τηρήσει και να πάει. Αλλά κάθε φορά που λέω ότι θα κάνω τούτο ή εκείνο, το βλέπω πολύ διαφορετικό όταν έρθει η ώρα να γίνει. Τώρα δεν θέλω. Πρέπει να προσέχω να μην ξαναπώ τέτοια πράγματα”.

“Αυτό θα ήταν όντως το καλύτερο”, είπε ο Σάντορ. “Οι περισσότεροι διδάσκουν και αυτοί που μαθαίνουν είναι ελάχιστοι. Άσε τις άδηλες μέρες έτσι όπως είναι. Το σήμερα είναι παραπάνω από αρκετό”.


IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (2) IV. The Departure of Turin (2)

Όσο περνούσε ο καιρός, η καρδιά της Μόργουεν σκοτείνιαζε για το γιο της τον Τούριν, τον διάδοχο του Ντορ-λόμιν και του Λάντρος. As time went on, Morwen's heart darkened for her son Turin, the successor of Dor-Lomin and Landros. Γιατί δεν μπορούσε να ελπίζει γι' αυτόν τίποτε περισσότερο από το να γίνει σκλάβος των Ανατολιτών. Because he could hope for nothing more than to become a slave of the Orientals.

Έτσι θυμήθηκε τη συνομιλία της με τον Χούριν και η σκέψη της γύρισε πάλι στο Ντόριαθ. So she remembered her conversation with Hurin and her thoughts turned back to Doriath. Και αποφάσισε να στείλει εκεί τον Τούριν κρυφά, αν μπορούσε, και να παρακαλέσει το βασιλιά Θίνγκολ να του προσφέρει άσυλο. And he decided to send Turin there secretly, if he could, and beg King Thingol to offer him asylum. Και όσο σκεφτόταν πώς μπορεί να γίνει αυτό, άκουσε καθαρά μέσα της τη φωνή του Χούριν να της λέει: Φύγε γρήγορα! And while she was thinking about how this could be done, she heard clearly Hurin's voice inside her saying: Leave quickly! Μην περιμένεις για μένα! Don't wait for me!

Αλλά η γέννηση του παιδιού της πλησίαζε και ο δρόμος θα ήταν δύσκολος και επικίνδυνος. But the birth of her child was approaching and the road would be difficult and dangerous. Όσο περισσότεροι έφευγαν, τόσο μικρότερη η ελπίδα της διάσωσης. The more they left, the less hope there was for rescue. Και ξεγελούσε τα μέσα της με ελπίδες που δεν τις παραδεχόταν ανοιχτά. And she deceived her means with hopes that she did not openly admit. Η πιο ενδόμυχη σκέψη της της έλεγε ότι ο Χούριν δεν ήταν νεκρός και αφουγκραζόταν ν' ακούσει τα βήματά του στις άγρυπνες ώρες της νύχτας, ή ξυπνούσε νομίζοντας ότι είχε ακούσει στην αυλή το χλιμίντρισμα του Άρροχ, του αλόγου του. Her innermost thought was that Hurin was not dead, listening to his footsteps in the wee hours of the night, or waking up thinking he had heard Arrokh, his horse, chirping in the yard. Επί πλέον, αν και αποδεχόταν να μεγαλώσει ο γιος της στα διαμερίσματα κάποιου άλλου, όπως ήταν το έθιμο εκείνης της εποχής, δεν ήθελε ακόμη να ταπεινώσει την περηφάνια της και να τον στείλει φιλοξενούμενο από ελεημοσύνη, ούτε καν φιλοξενούμενο ενός βασιλιά. Moreover, although she agreed to raise her son in someone else's apartment, as was the custom at the time, she still did not want to humiliate her pride and send him as a guest of alms, not even as a guest of a king. Έτσι αρνιόταν τη φωνή του Χούριν, ή την ανάμνηση της φωνής του, και έτσι υφάνθηκε το πρώτο νήμα της μοίρας του Τούριν. Thus he denied the voice of Hurin, or the memory of his voice, and so the first thread of Turin's fate was woven.

Είχε μπει το φθινόπωρο της Χρονιάς του Θρήνου όταν η Μόργουεν πήρε την απόφασή της, και μόλις την πήρε, βιαζόταν να την εκτελέσει. It was the fall of the Year of Mourning when Morwen made her decision, and as soon as she made it, she hurried to execute it. Γιατί η διάρκεια για το ταξίδι ήταν μικρή, αλλά έτρεμε με τη σκέψη ότι θα πιάσουν τον Τούριν αν περίμενε όλον το χειμώνα. Because the duration of the trip was short, but we trembled at the thought that they would catch Turin if he waited all winter. Οι Ανατολίτες τριγύριζαν γύρω από το σπίτι και την κατασκόπευαν. The Orientals went around the house and spied on it. Αίφνης, λοιπόν, είπε στον Τούριν: Suddenly, he said to Turin:

“Ο πατέρας σου δεν έρχεται. "Your father is not coming. Γι' αυτό πρέπει να φύγεις, και γρήγορα. That's why you have to leave, and fast. Αυτό θα 'θελε κι εκείνος”. That is what he would like too ".

“Να φύγουμε;” φώναξε ο Τούριν. "Let's leave;" cried Turin. “Πού θα πάμε; Πέρα απ' τα Βουνά;”. "Where will we go; Beyond the Mountains? ”

“Ναι”, είπε η Μόργουεν, “πέρα απ' τα βουνά, μακριά στο νότο. "Yes," said Morwen, "beyond the mountains, far to the south." Νότια -εκεί μπορεί να υπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα. South - there may still be some hope. Αλλά δεν είπα να φύγουμε, γιε μου. But I did not say to leave, my son. Εσύ πρέπει να φύγεις κι εγώ να μείνω”. You have to leave and I have to stay ".

“Δεν μπορώ να πάω μόνος μου!” είπε ο Τούριν. "I can not go alone!" said Turin. “Δεν θα σ' αφήσω. "I will not leave you. Γιατί να μη φύγουμε μαζί; “ Why not leave together? "

“Εγώ δεν μπορώ να έρθω”, του απάντησε η Μόργουεν. "I can not come," replied Morwen. “Αλλά δεν θα 'σαι μόνος. “But you won't be alone. Θα στείλω τον Γκέθρον μαζί σου ίσως και τον Γκρίθνιρ”. "I will send Gathron with you, and maybe Grythnir."

“Δεν θα στείλεις τον Λάμπανταλ;” ρώτησε ο Τούριν. "Won't you send Labadal?" Turin asked.

“Όχι, γιατί ο Σάντορ είναι κουτσός”, είπε η Μόργουεν, “και ο δρόμος θα είναι δύσκολος. "No, because Santor is lame," Morwen said, "and the road will be difficult. Και επειδή είσαι γιος μου και οι μέρες είναι σκληρές, δεν θα σου κρύψω την αλήθεια: μπορεί να πεθάνεις σ' αυτόν το δρόμο. And because you are my son and the days are hard, I will not hide the truth from you: you may die in this way. Το φθινόπωρο έχει προχωρήσει. Autumn is over. Αν μείνεις όμως, θα 'χεις χειρότερο τέλος, θα γίνεις δούλος. But if you stay, you will have a worse end, you will become a slave. Αν θέλεις να γίνεις άντρας όταν ενηλικιωθείς, θα κάνεις αυτό που σου λέω, γενναία”. "If you want to be a man when you grow up, you will do what I tell you, bravely."

“Μα θα σ' αφήσω μόνη με τον Σάντορ και τον τυφλό Ράγκνιρ και τις γριές”, είπε ο Τούριν, “Δεν είπε ο πατέρας μου ότι είμαι ο διάδοχος του Χάντορ; Ο διάδοχος πρέπει να μείνει στον οίκο των Χάντορ και να τον υπερασπιστεί. "But I will leave you alone with Santor and the blind Ragnir and the old women," said Turin. The successor must stay in the house of Hador and defend him. Τώρα θα 'θελα να είχα ακόμη το μαχαίρι μου!”. Now I wish I still had my knife! ”

“Ο διάδοχος θα 'πρεπε να μείνει, αλλά δεν μπορεί”, απάντησε η Μόργουεν, “Μπορεί όμως μια μέρα να γυρίσει. "The successor should stay, but he can not," Morwen replied, "but one day he may return. Τώρα κάνε κουράγιο. Now have the courage. Αν χειροτερέψουν τα πράγματα, θα σε ακολουθήσω. If things get worse, I'll follow you. Αν μπορώ”. If I can".

“Μα πώς θα με βρεις, χαμένο στις ερημιές” , είπε ο Τούριν. "But how will you find me, lost in the wilderness," Turin said.

Και ξαφνικά η καρδιά του τον πρόδωσε κι έκλαψε φανερά. And suddenly his heart betrayed him and he cried openly.

“Αν κλαις, θα σε προλάβουν άλλα”, είπε η Μόργουεν, “Ξέρω όμως πού θα πας, και αν φτάσεις και μείνεις εκεί, εκεί θα σε βρω αν μπορώ, γιατί θα σε στείλω στο βασιλιά Θίνγκολ στο Ντόριαθ, δεν προτιμάς να είσαι φιλοξενούμενος ενός βασιλιά παρά δούλος;” "If you cry, others will catch up with you," said Morwen. a king rather than a slave? ”

“Δεν ξέρω”, είπε ο Τούριν, “Δεν ξέρω τι είναι δούλος”. "I do not know," said Turin, "I do not know what a slave is."

“Σε διώχνω για να μη χρειαστεί να μάθεις”. "I expel you so you do not have to learn." απάντησε η Μόργουεν. replied Morwen. Μετά έβαλε τον Τούριν μπροστά της και τον κοίταξε στα μάτια σαν να προσπαθούσε να διαβάσει κάποιο γρίφο. Then she put Turin in front of her and looked him in the eye as if trying to read a riddle. “Είναι δύσκολο, Τούριν, γιε μου”, είπε τελικά, “Όχι δύσκολο για σένα μόνο. "It's difficult, Turin, my son," he finally said, "not difficult for you alone. Είναι βαρύ και για μένα σε τέτοιες δύσκολες μέρες να κρίνω τι είναι καλύτερο να γίνει. It is hard for me in such difficult days to judge what is best to do. Αλλά κάνω αυτό που νομίζω σωστό. But I do what I think is right. Αλλιώς γιατί να αποχωριστώ ό,τι πιο αγαπητό μου 'χει απομείνει;” Otherwise, why should I leave what is most dear to me? ”

Δεν ξαναμίλησαν, γι' αυτό και ο Τούριν απόμεινε θλιμμένος και σαστισμένος. They did not speak again, which is why Turin was sad and confused. Το πρωί πήγε να βρει τον Σάντορ, που έκοβε ξύλα για τη φωτιά, ξύλα που ήταν λιγοστά αφού δεν τολμούσαν να πάνε στο δάσος. In the morning he went to find Santor, who was cutting wood for the fire, wood that was scarce since they did not dare to go to the forest. Ο Σάντορ ακούμπησε στο δεκανίκι του και κοίταξε το μεγάλο κάθισμα του Χούριν που είχε απομείνει μισοτελειωμένο σε μια γωνιά, “Πρέπει να το διαλύσω”, είπε, “γιατί μόνο βασικές ανάγκες μπορούν να εξυπηρετηθούν τούτες τις μέρες”. Santor leaned on his crutch and looked at Hurin's large, half-finished seat in a corner, "I have to dismantle it," he said, "because only basic needs can be served these days."

“Μην το σπάσεις ακόμη”, είπε ο Τούριν, “Μπορεί να γυρίσει πίσω και τότε θα χαρεί που θα δει τι του 'φτιαξες όσο έλειπε”. "Don't break it yet," Turin said.

“Οι ψεύτικες ελπίδες είναι πιο επικίνδυνες από τους φόβους”, είπε ο Σάντορ, “και ούτε θα μας ζεστάνουν το χειμώνα”. "False hopes are more dangerous than fears," Santor said, "and they will not keep us warm in the winter."

Άγγιξε τα σκαλίσματα του καθίσματος και αναστέναξε. He touched the carvings of the seat and sighed. “Σπατάλησα το χρόνο μου”, είπε, “αν και οι ώρες περνούσαν ευχάριστα. "I wasted my time," he said, "although the hours passed pleasantly. Όμως όλα αυτά είναι εφήμερα. But all this is ephemeral. Και η χαρά της δημιουργίας είναι ο μοναδικός πραγματικός σκοπός του χρόνου, φαντάζομαι. And the joy of creation is the only real purpose of time, I imagine. Και τώρα καλά θα κάνω να σου δώσω πίσω το δώρο σου”. And now I will do well to give you back your gift ".

Ο Τούριν άπλωσε το χέρι του, αλλά το τράβηξε αμέσως. Turin reached out, but immediately pulled. “Ένας άντρας δεν παίρνει πίσω τα δώρα του”, είπε. "A man does not take back his gifts," she said.

“Αν όμως είναι δικό μου, δεν μπορώ να το δώσω όπου θέλω;” είπε ο Σάντορ. "But if it's mine, I can not give it where I want?" said Santor.

“Ναι”, απάντησε ο Τούριν, “σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από μένα. "Yes," replied Turin, "to anyone but me." Μα γιατί θέλεις να το δώσεις;” But why do you want to give it? ”

“Δεν υπάρχει ελπίδα να το χρησιμοποιήσω για σημαντικούς σκοπούς”, είπε ο Σάντορ, “Τις μέρες που θα' ρθουν δεν θα υπάρχει δουλειά για τον Λάμπανταλ παρά μόνο η δουλειά του σκλάβου”. "There is no hope of using it for important purposes," Santor said.

“Τι είναι σκλάβος;” είπε ο Τούριν. "What is a slave?" said Turin.

“Ένας άνθρωπος που είναι άνθρωπος, αλλά τον μεταχειρίζονται σαν ζώο”, απάντησε ο Τούριν. "A man who is human, but is treated like an animal," Turin replied. “Τον ταΐζουν μόνο όσο χρειάζεται για να μένει ζωντανός, τον κρατούν ζωντανό μόνο για να δουλεύει, τον βάζουν να δουλεύει μόνο με το φόβο του πόνου ή του θανάτου. "They only feed him as long as he needs to stay alive, they keep him alive only to work, they put him to work only for fear of pain or death. Και αυτοί οι ληστές μπορεί να τον κάνουν να γνωρίσει είτε τον πόνο είτε το θάνατο μόνο και μόνο για διασκέδασή τους. And these robbers can make him experience either pain or death just for fun. Άκουσα ότι διαλέγουν μερικούς γοργοπόδαρους, τους αμολάνε και ύστερα τους κυνηγάνε με κυνηγόσκυλα. I heard that they pick some fast-footed animals, defile them and then chase them with hounds. Μαθαίνουν από τους Ορκ πιο γρήγορα από ό,τι μαθαίναμε εμείς από τα Ξωτικά” . "They learn from the Orcs faster than we did from the Elves."

“Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τα πράγματα”, είπε ο Τούριν. "I understand things better now," Turin said.

“Είναι κρίμα που πρέπει να καταλάβεις τέτοια πράγματα τόσο γρήγορα”, είπε ο Σάντορ. "It's a shame you have to understand such things so quickly," Santor said.

Και μετά βλέποντας την παράξενη έκφραση στο πρόσωπο του Τούριν: “Τι καταλαβαίνεις τώρα;” And then seeing the strange expression on Turin's face: "What do you understand now?"

“Γιατί με στέλνει μακριά η μητέρα μου”, είπε ο Τούριν και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. "Because my mother is sending me away," Turin said, and his eyes filled with tears.

“Α!” είπε ο Σάντορ, αλλά σιγανομουρμούρισε μόνος του: “Γιατί όμως τόσο καθυστερημένα;” Μετά γυρίζοντας στον Τούριν του είπε: “Αυτό εμένα δεν μου φαίνεται νέο για δάκρυα. "A!" Santor said, but murmured to himself, "But why so late?" Then, turning to Turin, he said: "This does not seem new to me for tears. Δεν πρέπει όμως να μιλάς για τα σχέδια της μητέρας σου στον Λάμπανταλ ούτε και σε κανέναν άλλο. But you should not talk about your mother's plans to Labadall or anyone else. Κι οι τοίχοι και οι φράχτες ακόμη έχουν αυτιά τούτες τις μέρες, αυτιά που δεν φυτρώνουν σε ξανθά κεφάλια”. And the walls and the fences still have ears these days, ears that do not grow on blond heads ".

“Μα πρέπει να μιλώ με κάποιον!” είπε ο Τούριν. "But I have to talk to someone!" said Turin. “Πάντα σου 'λεγα τόσα πράγματα. "I always told you so many things. Δεν θέλω να σ' αφήσω, Λάμπανταλ. I do not want to leave you, Labadal. Δεν θέλω ν' αφήσω τούτο το σπίτι ούτε τη μητέρα μου”. "I do not want to leave this house or my mother."

“Αν δεν τους αφήσεις όμως”, είπε ο Σάντορ, “θα εξαφανιστεί γρήγορα ο Οίκος του Χάντορ για πάντα, όπως τώρα πρέπει να καταλαβαίνεις. "But if you do not let them go," said Santor, "the House of Hador will soon disappear forever, as you must now understand." Ο Λάμπανταλ δεν θέλει να φύγεις. Labadal does not want you to leave. Αλλά ο Σάντορ, υπηρέτης του Χούριν, θα είναι πιο ευχαριστημένος όταν ο γιος του Χούριν θα φύγει μακριά από τους Ανατολίτες. But Sandur, Hurin's servant, will be happier when Hurin's son leaves the Orientals. Δεν γίνεται λοιπόν αλλιώς: πρέπει να αποχαιρετιστούμε. So there is no other way: we must say goodbye. Και τώρα θα πάρεις το μαχαίρι μου σαν αποχαιρετιστήριο δώρο; “ And now you will take my knife as a farewell gift? "

“Όχι!” είπε ο Τούριν, “Θα πάω στα Ξωτικά, στο βασιλιά του Ντόριαθ, λέει η μητέρα μου. "No!" said Turin, "I will go to the Elves, to the king of Doriath," says my mother. Εκεί θα έχω κι άλλα σαν αυτό. There I will have more like this. Αλλά δεν θα μπορώ να σου στείλω δώρα, Λάμπανταλ. But I will not be able to send you presents, Labadal. Θα είμαι πολύ μακριά και τελείως μόνος”. I will be very far away and completely alone ". Τότε ο Τούριν έκλαψε. Then Turin cried. Αλλά ο Σάντορ του είπε: But Santor told him:

“Έλα τώρα! "Come on! Πού είναι ο γιος του Χούριν; Γιατί, όχι πριν από πολύν καιρό, τον άκουσα να λέει: Θα πάω να γίνω στρατιώτης σ' έναν βασιλιά των Ξωτικών μόλις μπορέσω”. Where is Hurin's son? Because, not long ago, I heard him say: "I will go and become a soldier to an elf king as soon as I can".

Τότε ο Τούριν έπαψε να κλαίει και είπε: Then Turin stopped crying and said:

“Πολύ καλά. "Very well. Αν αυτά ήταν τα λόγια του γιου του Χούριν, πρέπει να τα τηρήσει και να πάει. If these were the words of Hurin's son, he must keep them and go. Αλλά κάθε φορά που λέω ότι θα κάνω τούτο ή εκείνο, το βλέπω πολύ διαφορετικό όταν έρθει η ώρα να γίνει. But every time I say I'm going to do this or that, I see it very differently when it comes time to do it. Τώρα δεν θέλω. Now I do not want. Πρέπει να προσέχω να μην ξαναπώ τέτοια πράγματα”. "I have to be careful not to say such things again."

“Αυτό θα ήταν όντως το καλύτερο”, είπε ο Σάντορ. "That would really be the best," Santor said. “Οι περισσότεροι διδάσκουν και αυτοί που μαθαίνουν είναι ελάχιστοι. "Most teach and those who learn are few. Άσε τις άδηλες μέρες έτσι όπως είναι. Leave the obscure days as they are. Το σήμερα είναι παραπάνω από αρκετό”. "Today is more than enough."