II. Η Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων (2)
Τότε, την τέταρτη μέρα του πολέμου, στην πεδιάδα του Ανφάουγκλιθ άρχισε η Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, που δεν μπορεί να χωρέσει καμιά αφήγηση όλη τη θλίψη της. Για όλα όσα έγιναν στην ανατολική μάχη -για την ήττα του Γκλάουρουνγκ του Δράκοντα από τους Νάνους του Μπέλεγκοστ, για την προδοσία των Ανατολιτών και την εξολόθρευση της στρατιάς του Μαέδρος και για τη φυγή των γιων του Φέανορ- δεν θα πούμε τίποτε άλλο εδώ. Στα δυτικά η στρατιά του Φίνγκον υποχώρησε στην άμμο και εκεί έπεσε ο Χάλντιρ, ο γιος του Χάλμιρ, και οι περισσότεροι Άνθρωποι του Μπρέθιλ. Αλλά την πέμπτη μέρα, καθώς έπεσε η νύχτα και βρίσκονταν ακόμη μακριά από τα Έρεντ Γουέθριν, οι στρατιές της Άνγκμπαντ περικύκλωσαν το στρατό του Φίνγκον και πολεμούσαν μέχρι που έγινε μέρα καθώς τους πίεζαν όλο και πιο πολύ. Το πρωί αναπτερώθηκαν οι ελπίδες τους, γιατί ακούστηκαν να ηχούν οι σάλπιγγες του Τούργκον, που προέλαυνε με την κύρια στρατιά της Γκοντόλιν. Γιατί ο Τούργκον είχε τοποθετηθεί νότιο για να φρουρεί τα περάσματα του Σίριον και είχε συγκρατήσει τους περισσότερους άνδρες του από απερίσκεπτη επίθεση. Τώρα έσπευδε σε βοήθεια του αδελφού του. Και οι Νόλντορ της Γκοντόλιν ήταν δυνατοί και οι τάξεις τους άστραφταν σαν ένα ποτάμι από ατσάλι στον ήλιο, γιατί τα ξίφη και η εξάρτυση των πολεμιστών του Τούργκον άξιζαν περισσότερο και από λύτρα βασιλιά ανάμεσα στους Ανθρώπους.
Η φάλαγγα της φρουράς του βασιλιά διέσπασε τις τάξεις των Ορκ και ο Τούργκον άνοιξε δρόμο μέχρι που βρέθηκε δίπλα στον αδελφό του. Και λένε ότι η συνάντηση του Τούργκον με τον Χούριν έχοντας δίπλα τον Φίνγκον ήταν μια νότα χαράς στη μέση της μάχης. Για ένα διάστημα τότε οι στρατιώτες της Άνγκμπαντ απωθήθηκαν και ο Φίνγκον επέστρεφε στο ορμητήριό του. Αλλά ο Μόργκοθ, έχοντας κατατροπώσει τον Μαέδρος στα ανατολικά διέθετε τώρα μεγάλες δυνάμεις και, πριν προλάβουν ο Φίνγκον και ο Τούργκον να φτάσουν στο καταφύγιο των λόφων, τους επιτέθηκε ένα κύμα εχθρών που ήταν τριπλάσιοι από όλες τις δυνάμεις που τους είχαν απομείνει. Ο Γκόθμογκ, αρχηγός της Άνγκμπαντ, έφτασε σαν μια σκοτεινή σφήνα που καρφώθηκε ανάμεσα στις στρατιές των Ξωτικών, περικυκλώνοντας το βασιλιά Φίνγκον και απωθώντας τον Τούργκον και τον Χούριν προς το Βάλτο του Σέρεχ. Μετά στράφηκε προς τον Φίνγκον. Ήταν μια αδυσώπητη σύγκρουση. Τελικά ο Φίνγκον βρέθηκε να στέκει μόνος με τους φρουρούς του νεκρούς γύρω του και να μονομαχεί με τον Γκόθμογκ, μέχρι που ένας Μπάλρογκ ήρθε από πίσω και του έριξε γύρω του σχοινί μεταλλικό.
Τότε ο Γκόθμογκ τον χτύπησε με το μαύρο πέλεκυ και μια λευκή φλόγα ξεπήδησε από το κράνος του Φίνγκον καθώς άνοιγε στα δύο. Έτσι έπεσε ο βασιλιάς των Νόλντορ. Και τον χτύπησαν στο χώμα με τους κεφαλοθραύστες τους και ποδοπάτησαν τη σημαία του, γαλάζια και ασημόχρωμη, μέσα στη λάσπη που είχε σχηματιστεί από το αίμα του.
Η μάχη είχε χαθεί. Όμως ο Χούριν και ο Χούορ και όσοι είχαν απομείνει από τον Οίκο του Χάντορ στέκονταν ακόμη ακλόνητοι με τον Τούργκον της Γκοντόλιν. Και οι στρατιές του Μόργκοθ δεν μπορούσαν ακόμη να πατήσουν τις διαβάσεις του Σίριον. Τότε ο Χούριν μίλησε στον Τούργκον λέγοντας:
“Φύγε τώρα, κύριέ μου, όσο υπάρχει καιρός! Γιατί είσαι ο τελευταίος από τον Οίκο του Φίνγκον και μέσα σου ζει η τελευταία ελπίδα των Έλνταρ. Όσο υπάρχει η Γκοντόλιν, ο Μόργκοθ θα έχει ακόμη φόβο στην καρδιά του”.
“Η Γκοντόλιν δεν θα μπορέσει να παραμείνει κρυμμένη για πολύ τώρα και, αν ανακαλυφθεί, αναγκαστικά θα πέσει”, είπε ο Τούργκον.
“Όμως αν συνεχίσει να στέκει για λίγο ακόμη”, είπε ο Χούορ, “τότε από τον οίκο σου θα προέλθει η ελπίδα για τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. Σου το λέω αυτό, κύριέ μου, με τα μάτια του θανάτου. Αν και θα χωριστούμε εδώ για πάντα και δεν θα ξαναδώ τις λευκές σου αίθουσες, από σένα κι από μένα θα ανατείλει ένα νέο άστρο. Στο καλό! “ Ο Μαέγκλιν, ο γιος της αδελφής του Τούργκον, που στεκόταν εκεί δίπλα, άκουσε αυτά τα λόγια και δεν τα ξέχασε. Τότε ο Τούργκον ακολούθησε τη συμβουλή του Χούριν και του Χούορ και έδωσε διαταγή η στρατιά του να υποχωρήσει προς τις διαβάσεις του Σίριον. Και οι στρατηγοί του Εκτέλιον και Γκλορφίντελ φρουρούσαν από δεξιά και αριστερά ώστε να μην τους προσπεράσει ο εχθρός, αφού ο μοναδικός δρόμος σ' εκείνη την περιοχή ήταν στενός και περνούσε δίπλα από τη δυτική όχθη του ποταμού Σίριον. Όμως οι Άνθρωποι του Ντορλόμιν είχαν την οπισθοφυλακή, όπως επιθυμούσαν ο Χούριν και ο Χούορ, γιατί βαθιά μέσα τους δεν ήθελαν να φύγουν δραπέτες από τις Βόρειες Περιοχές. Και αφού δεν μπορούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους νικητές, θα αντιστέκονταν εκεί μέχρι το τέλος. Έτσι ο Τούργκον προχώρησε πολεμώντας προς νότο, μέχρι που βρέθηκε κάτω από την προστασία του Χούριν και του Χούορ, πέρασε τον Σίριον και διέφυγε. Εκεί χάθηκε μέσα στα βουνά που τον έκρυψαν από τα μάτια του Μόργκοθ. Τα αδέλφια όμως συγκέντρωσαν γύρω τους όσους από τους ισχυρούς άνδρες του Οίκου του Χάντορ είχαν απομείνει και άρχισαν να υποχωρούν σιγά-σιγά μέχρι που βρέθηκαν πίσω από το Βάλτο του Σέρεχ έχοντας μπροστά τους τον ποταμό Ρίβιλ. Εκεί σταμάτησαν και δεν υποχώρησαν άλλο πια.
Τότε όλες οι στρατιές της Άνγκμπαντ έπεσαν πάνω τους σε στίφη και γεφύρωσαν το ποτάμι με τους νεκρούς τους και περικύκλωσαν τα υπολείμματα του Χίθλουμ σαν παλίρροια που υψώνεται γύρω από βράχο. Εκεί, καθώς ο Ήλιος κατέβαινε στα δυτικά και οι σκιές των Έρεντ Γουέθριν σκοτείνιαζαν, ο Χούορ έπεσε τρυπημένος στο μάτι από ένα δηλητηριασμένο βέλος και όλοι οι γενναίοι άνδρες του Χάντορ σκοτώθηκαν γύρω του σωρηδόν. Και οι Ορκ τους έκοψαν με τους πελέκεις τα κεφάλια και τα στοίβαξαν σ' έναν χρυσόχρωμο σωρό μέσα στο ηλιοβασίλεμα.
Τελευταίος από όλους απόμεινε να στέκει μόνος ο Χούριν. Τότε πέταξε την ασπίδα του και άρπαξε τον πέλεκυ ενός λοχαγού των Ορκ και άρχισε να πολεμά κρατώντας τον και με τα δυο χέρια. Και τα τραγούδια λένε ότι ο πέλεκυς άχνιζε από το μαύρο αίμα των τρολ του Γκόθμογκ μέχρι που σίγασε και κάθε φορά που ο Χούριν σκότωνε, φώναζε: “Άκουρε εντούλουβα! Η μέρα θα 'ρθει πάλι!” Εβδομήντα φορές φώναξε αυτή την ιαχή, αλλά τελικά τον έπιασαν ζωντανό μετά από εντολή του Μόργκοθ, που ήθελε έτσι να του κάνει περισσότερο κακό από το να τον θανατώσει. Έτσι οι Ορκ άρπαζαν τον Χούριν με τα χέρια τους, που παρέμεναν γραπωμένα πάνω του ακόμη και αφού τους τα έκοβε, και όσους κι αν σκότωνε, έρχονταν κι άλλοι, μέχρι που έπεσε κι ο ίδιος και θάφτηκε από κάτω τους. Τότε ο Γκόθμογκ τον έδεσε και τον έσυρε χλευαστικά στην Άνγκμπαντ.
Έτσι έληξε η Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, με τον ήλιο να βασιλεύει πέρα από τη Θάλασσα. Η νύχτα απλώθηκε στο Χίθλουμ και από τα δυτικά ένας δυνατός άνεμος σαν θύελλα φύσηξε.
--
Μεγάλος ήταν ο θρίαμβος του Μόργκοθ, δεν είχε όμως ολοκληρώσει ακόμη τους κακούς σκοπούς του. Μια σκέψη τον απασχολούσε και αμαύρωνε τη νίκη του έντονα: ο Τούργκον είχε ξεφύγει από το δίχτυ του, απ' όλους τους εχθρούς του εκείνος που ήθελε περισσότερο να αιχμαλωτίσει ή να εξολοθρεύσει. Γιατί ο Τούργκον του μεγάλου Οίκου του Φινγκόλφιν ήταν τώρα δικαιωματικά βασιλιάς των Νόλντορ και ο Μόργκοθ φοβόταν και μισούσε τον Οίκο του Φινγκόλφιν, γιατί τον χλεύαζαν στο Βάλινορ και είχαν τη φιλία του Ούλμο, του εχθρού του. Και εξαιτίας των τραυμάτων που του προκάλεσε ο Φίνγκον στη μάχη. Πάνω απ' όλους φοβόταν τον Τούργκον, γιατί από παλιά στο Βάλινορ το βλέμμα του ήταν στραμμένο σ' αυτόν και κάθε φορά που τον πλησίαζε, μια σκοτεινή σκιά απλωνόταν στη σκέψη του, προοιωνίζοντάς του ότι σε άδηλο χρόνο, στο μέλλον, ο Τούργκον θα τον καταστρέψει.