×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, II. Η Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων (2)

II. Η Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων (2)

Τότε, την τέταρτη μέρα του πολέμου, στην πεδιάδα του Ανφάουγκλιθ άρχισε η Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, που δεν μπορεί να χωρέσει καμιά αφήγηση όλη τη θλίψη της. Για όλα όσα έγιναν στην ανατολική μάχη -για την ήττα του Γκλάουρουνγκ του Δράκοντα από τους Νάνους του Μπέλεγκοστ, για την προδοσία των Ανατολιτών και την εξολόθρευση της στρατιάς του Μαέδρος και για τη φυγή των γιων του Φέανορ- δεν θα πούμε τίποτε άλλο εδώ. Στα δυτικά η στρατιά του Φίνγκον υποχώρησε στην άμμο και εκεί έπεσε ο Χάλντιρ, ο γιος του Χάλμιρ, και οι περισσότεροι Άνθρωποι του Μπρέθιλ. Αλλά την πέμπτη μέρα, καθώς έπεσε η νύχτα και βρίσκονταν ακόμη μακριά από τα Έρεντ Γουέθριν, οι στρατιές της Άνγκμπαντ περικύκλωσαν το στρατό του Φίνγκον και πολεμούσαν μέχρι που έγινε μέρα καθώς τους πίεζαν όλο και πιο πολύ. Το πρωί αναπτερώθηκαν οι ελπίδες τους, γιατί ακούστηκαν να ηχούν οι σάλπιγγες του Τούργκον, που προέλαυνε με την κύρια στρατιά της Γκοντόλιν. Γιατί ο Τούργκον είχε τοποθετηθεί νότιο για να φρουρεί τα περάσματα του Σίριον και είχε συγκρατήσει τους περισσότερους άνδρες του από απερίσκεπτη επίθεση. Τώρα έσπευδε σε βοήθεια του αδελφού του. Και οι Νόλντορ της Γκοντόλιν ήταν δυνατοί και οι τάξεις τους άστραφταν σαν ένα ποτάμι από ατσάλι στον ήλιο, γιατί τα ξίφη και η εξάρτυση των πολεμιστών του Τούργκον άξιζαν περισσότερο και από λύτρα βασιλιά ανάμεσα στους Ανθρώπους.

Η φάλαγγα της φρουράς του βασιλιά διέσπασε τις τάξεις των Ορκ και ο Τούργκον άνοιξε δρόμο μέχρι που βρέθηκε δίπλα στον αδελφό του. Και λένε ότι η συνάντηση του Τούργκον με τον Χούριν έχοντας δίπλα τον Φίνγκον ήταν μια νότα χαράς στη μέση της μάχης. Για ένα διάστημα τότε οι στρατιώτες της Άνγκμπαντ απωθήθηκαν και ο Φίνγκον επέστρεφε στο ορμητήριό του. Αλλά ο Μόργκοθ, έχοντας κατατροπώσει τον Μαέδρος στα ανατολικά διέθετε τώρα μεγάλες δυνάμεις και, πριν προλάβουν ο Φίνγκον και ο Τούργκον να φτάσουν στο καταφύγιο των λόφων, τους επιτέθηκε ένα κύμα εχθρών που ήταν τριπλάσιοι από όλες τις δυνάμεις που τους είχαν απομείνει. Ο Γκόθμογκ, αρχηγός της Άνγκμπαντ, έφτασε σαν μια σκοτεινή σφήνα που καρφώθηκε ανάμεσα στις στρατιές των Ξωτικών, περικυκλώνοντας το βασιλιά Φίνγκον και απωθώντας τον Τούργκον και τον Χούριν προς το Βάλτο του Σέρεχ. Μετά στράφηκε προς τον Φίνγκον. Ήταν μια αδυσώπητη σύγκρουση. Τελικά ο Φίνγκον βρέθηκε να στέκει μόνος με τους φρουρούς του νεκρούς γύρω του και να μονομαχεί με τον Γκόθμογκ, μέχρι που ένας Μπάλρογκ ήρθε από πίσω και του έριξε γύρω του σχοινί μεταλλικό.

Τότε ο Γκόθμογκ τον χτύπησε με το μαύρο πέλεκυ και μια λευκή φλόγα ξεπήδησε από το κράνος του Φίνγκον καθώς άνοιγε στα δύο. Έτσι έπεσε ο βασιλιάς των Νόλντορ. Και τον χτύπησαν στο χώμα με τους κεφαλοθραύστες τους και ποδοπάτησαν τη σημαία του, γαλάζια και ασημόχρωμη, μέσα στη λάσπη που είχε σχηματιστεί από το αίμα του.

Η μάχη είχε χαθεί. Όμως ο Χούριν και ο Χούορ και όσοι είχαν απομείνει από τον Οίκο του Χάντορ στέκονταν ακόμη ακλόνητοι με τον Τούργκον της Γκοντόλιν. Και οι στρατιές του Μόργκοθ δεν μπορούσαν ακόμη να πατήσουν τις διαβάσεις του Σίριον. Τότε ο Χούριν μίλησε στον Τούργκον λέγοντας:

“Φύγε τώρα, κύριέ μου, όσο υπάρχει καιρός! Γιατί είσαι ο τελευταίος από τον Οίκο του Φίνγκον και μέσα σου ζει η τελευταία ελπίδα των Έλνταρ. Όσο υπάρχει η Γκοντόλιν, ο Μόργκοθ θα έχει ακόμη φόβο στην καρδιά του”.

“Η Γκοντόλιν δεν θα μπορέσει να παραμείνει κρυμμένη για πολύ τώρα και, αν ανακαλυφθεί, αναγκαστικά θα πέσει”, είπε ο Τούργκον.

“Όμως αν συνεχίσει να στέκει για λίγο ακόμη”, είπε ο Χούορ, “τότε από τον οίκο σου θα προέλθει η ελπίδα για τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. Σου το λέω αυτό, κύριέ μου, με τα μάτια του θανάτου. Αν και θα χωριστούμε εδώ για πάντα και δεν θα ξαναδώ τις λευκές σου αίθουσες, από σένα κι από μένα θα ανατείλει ένα νέο άστρο. Στο καλό! “ Ο Μαέγκλιν, ο γιος της αδελφής του Τούργκον, που στεκόταν εκεί δίπλα, άκουσε αυτά τα λόγια και δεν τα ξέχασε. Τότε ο Τούργκον ακολούθησε τη συμβουλή του Χούριν και του Χούορ και έδωσε διαταγή η στρατιά του να υποχωρήσει προς τις διαβάσεις του Σίριον. Και οι στρατηγοί του Εκτέλιον και Γκλορφίντελ φρουρούσαν από δεξιά και αριστερά ώστε να μην τους προσπεράσει ο εχθρός, αφού ο μοναδικός δρόμος σ' εκείνη την περιοχή ήταν στενός και περνούσε δίπλα από τη δυτική όχθη του ποταμού Σίριον. Όμως οι Άνθρωποι του Ντορλόμιν είχαν την οπισθοφυλακή, όπως επιθυμούσαν ο Χούριν και ο Χούορ, γιατί βαθιά μέσα τους δεν ήθελαν να φύγουν δραπέτες από τις Βόρειες Περιοχές. Και αφού δεν μπορούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους νικητές, θα αντιστέκονταν εκεί μέχρι το τέλος. Έτσι ο Τούργκον προχώρησε πολεμώντας προς νότο, μέχρι που βρέθηκε κάτω από την προστασία του Χούριν και του Χούορ, πέρασε τον Σίριον και διέφυγε. Εκεί χάθηκε μέσα στα βουνά που τον έκρυψαν από τα μάτια του Μόργκοθ. Τα αδέλφια όμως συγκέντρωσαν γύρω τους όσους από τους ισχυρούς άνδρες του Οίκου του Χάντορ είχαν απομείνει και άρχισαν να υποχωρούν σιγά-σιγά μέχρι που βρέθηκαν πίσω από το Βάλτο του Σέρεχ έχοντας μπροστά τους τον ποταμό Ρίβιλ. Εκεί σταμάτησαν και δεν υποχώρησαν άλλο πια.

Τότε όλες οι στρατιές της Άνγκμπαντ έπεσαν πάνω τους σε στίφη και γεφύρωσαν το ποτάμι με τους νεκρούς τους και περικύκλωσαν τα υπολείμματα του Χίθλουμ σαν παλίρροια που υψώνεται γύρω από βράχο. Εκεί, καθώς ο Ήλιος κατέβαινε στα δυτικά και οι σκιές των Έρεντ Γουέθριν σκοτείνιαζαν, ο Χούορ έπεσε τρυπημένος στο μάτι από ένα δηλητηριασμένο βέλος και όλοι οι γενναίοι άνδρες του Χάντορ σκοτώθηκαν γύρω του σωρηδόν. Και οι Ορκ τους έκοψαν με τους πελέκεις τα κεφάλια και τα στοίβαξαν σ' έναν χρυσόχρωμο σωρό μέσα στο ηλιοβασίλεμα.

Τελευταίος από όλους απόμεινε να στέκει μόνος ο Χούριν. Τότε πέταξε την ασπίδα του και άρπαξε τον πέλεκυ ενός λοχαγού των Ορκ και άρχισε να πολεμά κρατώντας τον και με τα δυο χέρια. Και τα τραγούδια λένε ότι ο πέλεκυς άχνιζε από το μαύρο αίμα των τρολ του Γκόθμογκ μέχρι που σίγασε και κάθε φορά που ο Χούριν σκότωνε, φώναζε: “Άκουρε εντούλουβα! Η μέρα θα 'ρθει πάλι!” Εβδομήντα φορές φώναξε αυτή την ιαχή, αλλά τελικά τον έπιασαν ζωντανό μετά από εντολή του Μόργκοθ, που ήθελε έτσι να του κάνει περισσότερο κακό από το να τον θανατώσει. Έτσι οι Ορκ άρπαζαν τον Χούριν με τα χέρια τους, που παρέμεναν γραπωμένα πάνω του ακόμη και αφού τους τα έκοβε, και όσους κι αν σκότωνε, έρχονταν κι άλλοι, μέχρι που έπεσε κι ο ίδιος και θάφτηκε από κάτω τους. Τότε ο Γκόθμογκ τον έδεσε και τον έσυρε χλευαστικά στην Άνγκμπαντ.

Έτσι έληξε η Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, με τον ήλιο να βασιλεύει πέρα από τη Θάλασσα. Η νύχτα απλώθηκε στο Χίθλουμ και από τα δυτικά ένας δυνατός άνεμος σαν θύελλα φύσηξε.

--

Μεγάλος ήταν ο θρίαμβος του Μόργκοθ, δεν είχε όμως ολοκληρώσει ακόμη τους κακούς σκοπούς του. Μια σκέψη τον απασχολούσε και αμαύρωνε τη νίκη του έντονα: ο Τούργκον είχε ξεφύγει από το δίχτυ του, απ' όλους τους εχθρούς του εκείνος που ήθελε περισσότερο να αιχμαλωτίσει ή να εξολοθρεύσει. Γιατί ο Τούργκον του μεγάλου Οίκου του Φινγκόλφιν ήταν τώρα δικαιωματικά βασιλιάς των Νόλντορ και ο Μόργκοθ φοβόταν και μισούσε τον Οίκο του Φινγκόλφιν, γιατί τον χλεύαζαν στο Βάλινορ και είχαν τη φιλία του Ούλμο, του εχθρού του. Και εξαιτίας των τραυμάτων που του προκάλεσε ο Φίνγκον στη μάχη. Πάνω απ' όλους φοβόταν τον Τούργκον, γιατί από παλιά στο Βάλινορ το βλέμμα του ήταν στραμμένο σ' αυτόν και κάθε φορά που τον πλησίαζε, μια σκοτεινή σκιά απλωνόταν στη σκέψη του, προοιωνίζοντάς του ότι σε άδηλο χρόνο, στο μέλλον, ο Τούργκον θα τον καταστρέψει.


II. Η Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων (2) II. The Battle of the Innumerable Tears (2) II. De strijd van de ontelbare tranen (2)

Τότε, την τέταρτη μέρα του πολέμου, στην πεδιάδα του Ανφάουγκλιθ άρχισε η Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, που δεν μπορεί να χωρέσει καμιά αφήγηση όλη τη θλίψη της. Then, on the fourth day of the war, in the plain of Anfauglith began Nirnaeth Arnoediad, who can not fit any narration of all her grief. Για όλα όσα έγιναν στην ανατολική μάχη -για την ήττα του Γκλάουρουνγκ του Δράκοντα από τους Νάνους του Μπέλεγκοστ, για την προδοσία των Ανατολιτών και την εξολόθρευση της στρατιάς του Μαέδρος και για τη φυγή των γιων του Φέανορ- δεν θα πούμε τίποτε άλλο εδώ. We will not say anything else about everything that happened in the eastern battle - about the defeat of Dragon's Glaurung by the Belek Dwarves, about the betrayal of the Orientals and the extermination of Maedros's army and about the flight of Fanor's sons - here. Στα δυτικά η στρατιά του Φίνγκον υποχώρησε στην άμμο και εκεί έπεσε ο Χάλντιρ, ο γιος του Χάλμιρ, και οι περισσότεροι Άνθρωποι του Μπρέθιλ. To the west, Fingon's army retreated to the sand, where Haldir, Halmir's son, and most of Bretil's men fell. Αλλά την πέμπτη μέρα, καθώς έπεσε η νύχτα και βρίσκονταν ακόμη μακριά από τα Έρεντ Γουέθριν, οι στρατιές της Άνγκμπαντ περικύκλωσαν το στρατό του Φίνγκον και πολεμούσαν μέχρι που έγινε μέρα καθώς τους πίεζαν όλο και πιο πολύ. But on the fifth day, as night fell and they were still far from Ered Wethrin, Angbad's armies surrounded Fingon's army and fought until day as they were increasingly under pressure. Το πρωί αναπτερώθηκαν οι ελπίδες τους, γιατί ακούστηκαν να ηχούν οι σάλπιγγες του Τούργκον, που προέλαυνε με την κύρια στρατιά της Γκοντόλιν. In the morning their hopes were revived, because the trumpets of Turgon were heard, coming with Gondolin's main army. Γιατί ο Τούργκον είχε τοποθετηθεί νότιο για να φρουρεί τα περάσματα του Σίριον και είχε συγκρατήσει τους περισσότερους άνδρες του από απερίσκεπτη επίθεση. Because Turgon had been positioned south to guard the passages of Sirion and had restrained most of his men from a reckless attack. Τώρα έσπευδε σε βοήθεια του αδελφού του. Now he was in a hurry to help his brother. Και οι Νόλντορ της Γκοντόλιν ήταν δυνατοί και οι τάξεις τους άστραφταν σαν ένα ποτάμι από ατσάλι στον ήλιο, γιατί τα ξίφη και η εξάρτυση των πολεμιστών του Τούργκον άξιζαν περισσότερο και από λύτρα βασιλιά ανάμεσα στους Ανθρώπους. Gondolin's Noldor were also strong, and their ranks shone like a river of steel in the sun, for the swords and uniforms of the Turgon warriors were worth more than a ransom king among the People.

Η φάλαγγα της φρουράς του βασιλιά διέσπασε τις τάξεις των Ορκ και ο Τούργκον άνοιξε δρόμο μέχρι που βρέθηκε δίπλα στον αδελφό του. The phalanx of the king's guard broke through the Orcs and Turgon paved the way until he found himself next to his brother. Και λένε ότι η συνάντηση του Τούργκον με τον Χούριν έχοντας δίπλα τον Φίνγκον ήταν μια νότα χαράς στη μέση της μάχης. And they say that Turgon's meeting with Hurin with Fingon by his side was a note of joy in the middle of the battle. Για ένα διάστημα τότε οι στρατιώτες της Άνγκμπαντ απωθήθηκαν και ο Φίνγκον επέστρεφε στο ορμητήριό του. For a time then the Angbad soldiers were repulsed and Fingon returned to his base. Αλλά ο Μόργκοθ, έχοντας κατατροπώσει τον Μαέδρος στα ανατολικά διέθετε τώρα μεγάλες δυνάμεις και, πριν προλάβουν ο Φίνγκον και ο Τούργκον να φτάσουν στο καταφύγιο των λόφων, τους επιτέθηκε ένα κύμα εχθρών που ήταν τριπλάσιοι από όλες τις δυνάμεις που τους είχαν απομείνει. But Morgoth, having defeated Maedros in the east, now had large forces, and before Fingon and Turgon could reach the hill shelter, they were attacked by a wave of enemies three times their remaining strength. Ο Γκόθμογκ, αρχηγός της Άνγκμπαντ, έφτασε σαν μια σκοτεινή σφήνα που καρφώθηκε ανάμεσα στις στρατιές των Ξωτικών, περικυκλώνοντας το βασιλιά Φίνγκον και απωθώντας τον Τούργκον και τον Χούριν προς το Βάλτο του Σέρεχ. Gothmog, the leader of Angbad, arrived like a dark wedge nailed between the Elven armies, encircling King Fingon and pushing Turgon and Hurin towards Serech Swamp. Μετά στράφηκε προς τον Φίνγκον. Then he turned to Fingon. Ήταν μια αδυσώπητη σύγκρουση. It was a relentless conflict. Τελικά ο Φίνγκον βρέθηκε να στέκει μόνος με τους φρουρούς του νεκρούς γύρω του και να μονομαχεί με τον Γκόθμογκ, μέχρι που ένας Μπάλρογκ ήρθε από πίσω και του  έριξε γύρω του σχοινί μεταλλικό. Eventually Fingon found himself standing alone with his bodyguards dead around him and dueling with Gothmogg, until a Balrog came from behind and threw a metal rope around him.

Τότε ο Γκόθμογκ τον χτύπησε με το μαύρο πέλεκυ και μια λευκή φλόγα ξεπήδησε από το κράνος του Φίνγκον καθώς άνοιγε στα δύο. Gothmog then struck him with the black ax and a white flame sprang from Fingon's helmet as it opened at two. Έτσι έπεσε ο βασιλιάς των Νόλντορ. Thus fell the king of the Noldor. Και τον χτύπησαν στο χώμα με τους κεφαλοθραύστες τους και ποδοπάτησαν τη σημαία του, γαλάζια και ασημόχρωμη, μέσα στη λάσπη που είχε σχηματιστεί από το αίμα του. And they struck him on the ground with their head-breakers, and trampled his flag, blue and silver, in the mud formed by his blood.

Η μάχη είχε χαθεί. The battle was lost. Όμως ο Χούριν και ο Χούορ και όσοι είχαν απομείνει από τον Οίκο του Χάντορ στέκονταν ακόμη ακλόνητοι με τον Τούργκον της Γκοντόλιν. But Hurin and Hoor and those who had left the House of Hador still stood firm with Gondolin's Turgon. Και οι στρατιές του Μόργκοθ δεν μπορούσαν ακόμη να πατήσουν τις διαβάσεις του Σίριον. And Morgoth's armies could not yet press the passages of Sirion. Τότε ο Χούριν μίλησε στον Τούργκον λέγοντας: Hurin then spoke to Turgon, saying:

“Φύγε τώρα, κύριέ μου, όσο υπάρχει καιρός! "Leave now, my lord, as long as there is time! Γιατί είσαι ο τελευταίος από τον Οίκο του Φίνγκον και μέσα σου ζει η τελευταία ελπίδα των Έλνταρ. Because you are the last from the House of Fingon and inside you lives the last hope of the Eldars. Όσο υπάρχει η Γκοντόλιν, ο Μόργκοθ θα έχει ακόμη φόβο στην καρδιά του”. "As long as Gondolin exists, Morgoth will still have fear in his heart."

“Η Γκοντόλιν δεν θα μπορέσει να παραμείνει κρυμμένη για πολύ τώρα και, αν ανακαλυφθεί, αναγκαστικά θα πέσει”, είπε ο Τούργκον. "Gondolin will not be able to stay hidden for long now and if she is discovered, she will inevitably fall," Turgon said.

“Όμως αν συνεχίσει να στέκει για λίγο ακόμη”, είπε ο Χούορ, “τότε από τον οίκο σου θα προέλθει η ελπίδα για τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. "But if he continues to stand for a while longer," said Hoor, "then from your house will come the hope for the Elves and the Humans. Σου το λέω αυτό, κύριέ μου, με τα μάτια του θανάτου. I say this to you, my lord, with the eyes of death. Αν και θα χωριστούμε εδώ για πάντα και δεν θα ξαναδώ τις λευκές σου αίθουσες, από σένα κι από μένα θα ανατείλει ένα νέο άστρο. Although we will be separated here forever and I will never see your white rooms again, a new star will rise from you and me. Στο καλό! For good! “ Ο Μαέγκλιν, ο γιος της αδελφής του Τούργκον, που στεκόταν εκεί δίπλα, άκουσε αυτά τα λόγια και δεν τα ξέχασε. "Maeglin, the son of Turgon's sister, who was standing next door, heard these words and did not forget them. Τότε ο Τούργκον ακολούθησε τη συμβουλή του Χούριν και του Χούορ και έδωσε διαταγή η στρατιά του να υποχωρήσει προς τις διαβάσεις του Σίριον. Turgon then followed the advice of Hurin and Hoor and ordered his army to retreat to the passages of Sirion. Και οι στρατηγοί του Εκτέλιον και Γκλορφίντελ φρουρούσαν από δεξιά και αριστερά ώστε να μην τους προσπεράσει ο εχθρός, αφού ο μοναδικός δρόμος σ' εκείνη την περιοχή ήταν στενός και περνούσε δίπλα από τη δυτική όχθη του ποταμού Σίριον. Both the generals of Ektelion and Glorfindel were guarding from right and left so that the enemy would not overtake them, since the only road in that area was narrow and passed by the west bank of the river Sirion. Όμως οι Άνθρωποι του Ντορλόμιν είχαν την οπισθοφυλακή, όπως επιθυμούσαν ο Χούριν και ο Χούορ, γιατί βαθιά μέσα τους δεν ήθελαν να φύγουν δραπέτες από τις Βόρειες Περιοχές. But the people of Dorlomin had the rearguard, as Hurin and Hoor wanted, because deep inside they did not want fugitives from the Northern Territories. Και αφού δεν μπορούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους νικητές, θα αντιστέκονταν εκεί μέχρι το τέλος. And since the winners could not return home, they would resist there until the end. Έτσι ο Τούργκον προχώρησε πολεμώντας προς νότο, μέχρι που βρέθηκε κάτω από την προστασία του Χούριν και του Χούορ, πέρασε τον Σίριον και διέφυγε. So Turgon marched south, until he was under the protection of Hurin and Hoor, crossed Sirion and escaped. Εκεί χάθηκε μέσα στα βουνά που τον έκρυψαν από τα μάτια του Μόργκοθ. There he was lost in the mountains that hid him from Morgoth. Τα αδέλφια όμως συγκέντρωσαν γύρω τους όσους από τους ισχυρούς άνδρες του Οίκου του Χάντορ είχαν απομείνει και άρχισαν να υποχωρούν σιγά-σιγά μέχρι που βρέθηκαν πίσω από το Βάλτο του Σέρεχ έχοντας μπροστά τους τον ποταμό Ρίβιλ. The brothers, however, gathered around them those of the strong men of the House of Hador who had remained, and began to retreat slowly until they found themselves behind the Serech Swamp with the River Riville in front of them. Εκεί σταμάτησαν και δεν υποχώρησαν άλλο πια. There they stopped and did not retreat anymore.

Τότε όλες οι στρατιές της Άνγκμπαντ έπεσαν πάνω τους σε στίφη και γεφύρωσαν το ποτάμι με τους νεκρούς τους και περικύκλωσαν τα υπολείμματα του Χίθλουμ σαν παλίρροια που υψώνεται γύρω από βράχο. Then all the armies of Angbad fell upon them in bridges and bridged the river with their dead and surrounded the remains of Heathlum like a tide rising around a rock. Εκεί, καθώς ο Ήλιος κατέβαινε στα δυτικά και οι σκιές των Έρεντ Γουέθριν σκοτείνιαζαν, ο Χούορ έπεσε τρυπημένος στο μάτι από ένα δηλητηριασμένο βέλος και όλοι οι γενναίοι άνδρες του Χάντορ σκοτώθηκαν γύρω του σωρηδόν. There, as the sun went down west and the shadows of Ered Wethrin darkened, Hoor was pierced in the eye by a poisoned arrow, and all of Hador's brave men were killed in a series. Και οι Ορκ τους έκοψαν με τους πελέκεις τα κεφάλια και τα στοίβαξαν σ' έναν χρυσόχρωμο σωρό μέσα στο ηλιοβασίλεμα. And the Orcs cut off their heads with axes and stacked them in a golden pile in the sunset.

Τελευταίος από όλους απόμεινε να στέκει μόνος ο Χούριν. Last of all, Hurin was left alone. Τότε πέταξε την ασπίδα του και άρπαξε τον πέλεκυ ενός λοχαγού των Ορκ και άρχισε να πολεμά κρατώντας τον και με τα δυο χέρια. He then threw his shield and grabbed the ax of an Orc captain and began fighting, holding him with both hands. Και τα τραγούδια λένε ότι ο πέλεκυς άχνιζε από το μαύρο αίμα των τρολ του Γκόθμογκ μέχρι που σίγασε και κάθε φορά που ο Χούριν σκότωνε, φώναζε: “Άκουρε εντούλουβα! And the songs say that the ax was steaming from the black blood of Gothmog trolls until it fell silent and every time Hurin killed him, he shouted: “Listen carefully! Η μέρα θα 'ρθει πάλι!” Εβδομήντα φορές φώναξε αυτή την ιαχή, αλλά τελικά τον έπιασαν ζωντανό μετά από εντολή του Μόργκοθ, που ήθελε έτσι να του κάνει περισσότερο κακό από το να τον θανατώσει. The day will come again! ” He shouted this cry seventy times, but was eventually caught alive at the behest of Morgoth, who wanted to do him more harm than good. Έτσι οι Ορκ άρπαζαν τον Χούριν με τα χέρια τους, που παρέμεναν γραπωμένα πάνω του ακόμη και αφού τους τα έκοβε, και όσους κι αν σκότωνε, έρχονταν κι άλλοι, μέχρι που έπεσε κι ο ίδιος και θάφτηκε από κάτω τους. So the Orcs grabbed Hurin with their hands, which remained written on him even after he cut them off, and whoever he killed, others came, until he himself fell and was buried under them. Τότε ο Γκόθμογκ τον έδεσε και τον έσυρε χλευαστικά στην Άνγκμπαντ. Gothmog then tied him up and dragged him mockingly to Angbad.

Έτσι έληξε η Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, με τον ήλιο να βασιλεύει πέρα από τη Θάλασσα. Thus ended Nirnaeth Arnoediad, with the sun reigning over the Sea. Η νύχτα απλώθηκε στο Χίθλουμ και από τα δυτικά ένας δυνατός άνεμος σαν θύελλα φύσηξε. Night fell on Heathloum, and a strong wind blew from the west.

-- -

Μεγάλος ήταν ο θρίαμβος του Μόργκοθ, δεν είχε όμως ολοκληρώσει ακόμη τους κακούς σκοπούς του. Morgoth's triumph was great, but he had not yet completed his evil intentions. Μια σκέψη τον απασχολούσε και αμαύρωνε τη νίκη του έντονα: ο Τούργκον είχε ξεφύγει από το δίχτυ του, απ' όλους τους εχθρούς του εκείνος που ήθελε περισσότερο να αιχμαλωτίσει ή να εξολοθρεύσει. One thought preoccupied him and tarnished his victory intensely: Turgon had escaped from his net, from all his enemies the one who wanted more to capture or exterminate. Γιατί ο Τούργκον του μεγάλου Οίκου του Φινγκόλφιν ήταν τώρα δικαιωματικά βασιλιάς των Νόλντορ και ο Μόργκοθ φοβόταν και μισούσε τον Οίκο του Φινγκόλφιν, γιατί τον χλεύαζαν στο Βάλινορ και είχαν τη φιλία του Ούλμο, του εχθρού του. Because the Turgon of the great House of Fingolfin was now rightfully king of the Noldor, and Morgoth feared and hated the House of Fingolfin, because he was mocked in Valinor and had the friendship of Ulmo, his enemy. Και εξαιτίας των τραυμάτων που του προκάλεσε ο Φίνγκον στη μάχη. And because of the wounds inflicted on him by Fingon in battle. Πάνω απ' όλους φοβόταν τον Τούργκον, γιατί από παλιά στο Βάλινορ το βλέμμα του ήταν στραμμένο σ' αυτόν και κάθε φορά που τον πλησίαζε, μια σκοτεινή σκιά απλωνόταν στη σκέψη του, προοιωνίζοντάς του ότι σε άδηλο χρόνο, στο μέλλον, ο Τούργκον θα τον καταστρέψει. Above all, he was afraid of Turgon, because from time immemorial in Valinor his gaze was fixed on him, and every time he approached him, a dark shadow spread over his mind, forewarning him that in an unknown time, in the future, Turgon would destroy.