Ι. Τα παιδικά χρόνια του Τούριν (2)
Είδε τότε ο Σάντορ ότι τα μάτια του Τούριν δεν ήταν μάτια παιδιού και σκέφτηκε: 'Ή θλίψη ακονίζει το σκληρό μυαλό". Αλλά μεγαλόφωνα είπε:
“Γιε του Χούριν και της Μόργουεν, το πώς θα είναι η καρδιά σου δεν μπορεί να το μαντέψει ο Λάμπανταλ. Αλλά σπάνια και σε ελάχιστους θα δείχνεις πώς νιώθεις μέσα σου”.
Τότε ο Τούριν είπε:
“Ίσως είναι καλύτερα να μη λες τι θέλεις αν δεν μπορείς να το έχεις. Αλλά θα ήθελα, Λάμπανταλ να ήμουν ένας από τους Έλνταρ. Τότε η Λάλαϊθ μπορεί να ξαναγύριζε κι εγώ θα ζούσα ακόμη, έστω κι αν έλειπε για πολύν καιρό. Θα πάω κι εγώ στρατιώτης με κάποιο βασιλιά των Ξωτικών μόλις θα μπορώ, όπως έκανες κι εσύ, Λάμπανταλ” .
“Μπορείς να μάθεις πολλά απ' αυτούς”, είπε ο Σάντορ και αναστέναξε. ”Είναι όμορφα και υπέροχα πλάσματα και ασκούν μια παράξενη επιρροή στην καρδιά των Ανθρώπων. Και όμως μερικές φορές σκέφτομαι ότι μπορεί να ήταν καλύτερα να μην τους γνωρίζαμε ποτέ και να ζούσαμε με τους δικούς μας απλούστερους τρόπους. Γιατί αυτοί έχουν ήδη αρχαία γνώση και είναι περήφανοι και με μεγάλη αντοχή. Μπροστά στο δικό τους φως εμείς ξεθωριάζουμε ή καίμε με μια φλόγα πολύ γρήγορη και το βάρος της καταδίκης μας γίνεται πιο μεγάλο”.
“Μα ο πατέρας μου τους αγαπά”, είπε ο Τούριν, “και δεν είναι ευχαριστημένος χωρίς αυτούς. Λέει ότι έχουμε μάθει απ' αυτούς σχεδόν όλα όσα ξέρουμε κι έχουμε γίνει καλύτεροι χάρη σ' αυτούς. Και λέει ότι οι άνθρωποι που έρχονται τελευταία από τα βουνά είναι ελάχιστα καλύτεροι από τους Ορκ”.
“Αυτό είναι αλήθεια”, απάντησε ο Σάντορ. ”Αλήθεια τουλάχιστον για μερικούς από μας. Αλλά η ανάβαση είναι οδυνηρή και από ψηλά είναι εύκολο να πέσεις χαμηλά”.
Εκείνη την εποχή ο Τούριν ήταν σχεδόν οχτώ χρονών. Το μήνα του Γκουάερον με τη μέτρηση των Εντάιν, της χρονιάς που δεν μπορεί να ξεχαστεί. Ήδη υπήρχαν φήμες ανάμεσα στους ενήλικες για μεγάλη συγκέντρωση και επιστράτευση, για την οποία ο Τούριν δεν είχε ακούσει τίποτα. Πρόσεξε όμως ότι ο πατέρας του τον κοιτούσε συχνά μ' ένα επίμονο βλέμμα. όπως κοιτάζει κάποιος κάτι αγαπητό που πρέπει να αποχωριστεί.
Ο Χούριν, γνωρίζοντας το κουράγιο και τη συγκρατημένη γλώσσα της Μόργουεν, της μιλούσε συχνά για τα σχέδια των βασιλιάδων των Ξωτικών και για το τι μπορεί να συμβεί αν όλα πάνε καλά ή άσχημα. Η καρδιά του ήταν γεμάτη ελπίδα και δεν είχε κανένα φόβο για την έκβαση της μάχης γιατί πίστευε ότι καμιά δύναμη στη Μέση-γη δεν μπορεί να ανατρέψει την ισχύ και τη λαμπρότητα των Έλνταρ. ”Έχουν δει το Φως στη Δύση” , έλεγε, “και τελικά το Σκοτάδι δεν μπορεί παρά να τραπεί σε φυγή μπροστά τους”. Η Μόργουεν δεν τον αντέκρουε, γιατί όταν μιλούσες με τον Χούριν, το αισιόδοξο έμοιαζε πάντα πιο πιθανό. Αλλά το γένος της είχε κι αυτό τη γνώση των Ξωτικών και μόνη της σκεφτόταν: "Και όμως, δεν άφησαν το φως και δεν είναι τώρα αποκλεισμένοι από αυτό; Μπορεί οι Κύριοι της Δύσης να τους έδιωξαν από τη σκέψη τους. Και πώς είναι δυνατόν, έστω και αν είναι τα Πρεσβύτερα Παιδιά, να νικήσουν κάποια από τις Δυνάμεις; "
Καμιά τέτοια αμφιβολία δεν φαινόταν να σκιάζει τη σκέψη του Χούριν Θάλιον. Όμως ένα πρωί την άνοιξη εκείνης της χρονιάς ξύπνησε βαρύς σαν από ανήσυχο ύπνο και ένα σύννεφο σκοτείνιαζε τη λάμψη του εκείνη τη μέρα, Και το βράδυ είπε ξαφνικά:
“Όταν κληθώ, Μόργουεν Έλεδγουεν, θα αφήσω στη φύλαξή σου τον κληρονόμο του Οίκου των Χάντορ. Η ζωή των Ανθρώπων είναι μικρή και υπάρχουν πολλές κακοτυχίες ακόμη και σε καιρό ειρήνης”.
“Πάντα ήταν έτσι”, του απάντησε η Μόργουεν, “Αλλά τι κρύβεται πίσω από τα λόγια σου;”
“Σύνεση, σιγουριά”, είπε ο Χούριν. Μα έδειχνε προβληματισμένος, “Κάποιος όμως που κοιτάζει μπροστά πρέπει να δει τούτο: ότι τα πράγματα δεν θα παραμείνουν όπως ήταν. Αυτή η σύγκρουση θα είναι μεγάλη και η μια πλευρά αναγκαστικά θα πέσει πιο χαμηλά από κει που είναι τώρα. Αν πέσουν οι βασιλιάδες των Ξωτικών, τότε τα πράγματα θα πάνε άσχημα για τους Εντάιν. Κι εμείς ζούμε πιο κοντά απ' όλους στον Εχθρό. Αυτή η γη θα περάσει στην κυριαρχία του. Όμως, αν τα πράγματα πάνε άσχημα, δεν θα σου πω, μη φοβάσαι!, γιατί φοβάσαι αυτά που πρέπει και μόνο αυτά και δεν σε ταράζει ο φόβος. Σου λέω όμως, μην περιμένεις! Θα επιστρέψω κοντά σας όπως μπορώ, αλλά μην περιμένεις! Φύγετε για το νότο όσο πιο γρήγορα μπορείτε -αν ζω θα σας ακολουθήσω και θα σας βρω, έστω κι αν χρειαστεί να ψάξω όλο το Μπελέριαντ”.
“Το Μπελέριαντ είναι μεγάλο και αφιλόξενο για εξόριστους”, είπε η Μόργουεν. ”Πού πρέπει να πάω, με λίγους ή με πολλούς;”
Τότε ο Χούριν σκέφτηκε για λίγο σιωπηλός.
“Υπάρχει το γένος της μητέρας μου στο Μπρέθιλ”, είπε, ”Είναι κάπου τριάντα λεύγες όπως πετάει ο αετός” .
“Αν όντως έρθει η ώρα η κακιά, τι βοήθεια μπορούν να δώσουν οι Άνθρωποι;” είπε η Μόργουεν. ”ο Οίκος του Μπέορ έπεσε. Αν πέσει ο μεγάλος Οίκος του Χάντορ, σε ποιες τρύπες θα συρθεί ο Λαός του Χάλεθ;”
“Σε όποιες βρει”, απάντησε ο Χούριν. ”Μην αμφιβάλλεις για τη γενναιότητά τους, έστω και αν είναι λίγοι και αμόρφωτοι. Πού αλλού υπάρχει ελπίδα;”
“Δεν μιλάς για την Γκοντόλιν” , είπε η Μόργουεν.
“Όχι, γιατί αυτό το όνομα δεν έχει βγει ποτέ από το στόμα μου”, είπε ο Χούριν. ”Όμως, είναι αλήθεια αυτό που έχεις ακούσει. Έχω πάει εκεί. Αλλά σου λέω στ' αλήθεια, αυτό που δεν έχω πει ούτε και θα πω ποτέ σε κανέναν άλλο: Δεν ξέρω πού βρίσκεται”.
“Μαντεύεις όμως και πέφτεις κοντά, νομίζω” , του είπε η Μόργουεν.
“Μπορεί να είναι έτσι”, απάντησε ο Χούριν.”Αλλά αν δεν μου αποδεσμεύσει από τον όρκο μου ο ίδιος ο Τούργκον, δεν μπορώ να πω αυτή την διαδικασία ούτε καν σε εσένα. Και επομένως η έρευνά σου θα ήταν μάταιη και ακόμη κι αν μιλούσα, προς μεγάλη μου ντροπή στην καλύτερη περίπτωση θα έφτανες μπροστά σε μια κλειστή πύλη, γιατί αν δεν βγει ο Τούργκον για πόλεμο και δεν έχει ακουστεί τίποτα τέτοιο, ούτε υπάρχουν ελπίδες να γίνει, κανείς δεν θα βγει ποτέ εκεί.
“Τότε αν οι συγγενείς σου δεν έχουν ελπίδες και οι φίλοι σου σε αρνούνται” είπε η Μόργουεν, “πρέπει να αποφασίσω μόνη μου. Και τώρα μου έρχεται στη σκέψη μου το Ντόριαθ”.
“Στοχεύεις πάντα ψηλά”, είπε ο Χούριν.
“Υπερβολικά ψηλά θα μπορούσες να πεις;” ρώτησε η Μόργουεν "'Ομως νομίζω ότι από όλα τα οχυρά, εκείνο που θα πέσει τελευταίο θα είναι η Ζώνη της Μέλιαν. Και ο Οίκος του Μπέορ δεν είναι αντιπαθής στο Ντόριαθ. Δεν είμαι τώρα συγγενής του βασιλιά. Γιατί ο Μπέρεν, ο γιος του Μπαραχίρ, ήταν εγγονός του Μπρέγκορ, όπως ήταν και πατέρα μου”.
“Η καρδιά μου δεν κλίνει προς τον Θίνγκολ”, είπε ο Χούριν. ”Δεν θα δώσει καμιά βοήθεια στον βασιλιά Φίνγκον. Και δεν ξέρω πια σκιά σκοτεινιάζει το πνεύμα μου όταν ακούγεται το όνομα του Ντόριαθ”
“Και η δική μου καρδιά σκοτεινιάζει με το όνομα του Μρέθιλ” , είπε η Μόργουεν.
Τότε ο Χούριν ξαφνικά γέλασε και είπε:
“Καθόμαστε εδώ και μιλάμε για πράγματα πέρα από τις δυνάμεις μας και για σκιές που βγαίνουν από όνειρα. Τα πράγματα δεν θα πάνε τόσο άσχημα. Αν πάνε όμως, τότε όλα κρέμονται από το θάρρος και τη σύνεσή σου. Τότε κάνε ό,τι σου πει η καρδιά σου. Αλλά κάν' το γρήγορα. Και αν πετύχουμε το σκοπό μας τότε οι βασιλιάδες των Ξωτικών είναι αποφασισμένοι να αποκαταστήσουν τα φέουδα του οίκου του Μπέορ στον διάδοχο του οίκου του. Και αυτός είσαι εσύ Μόργουεν, κόρη του Μπάραγκουντ. Τότε θα αποκτήσουμε μεγάλες εκτάσεις και ο γιος μας θα έχει μεγάλη κληρονομιά. Χωρίς την κακία του Βορρά θα αποκτήσει μεγάλα πλούτη και θα είναι βασιλιάς ανάμεσα στους Ανθρώπους”.
“Χούριν Θάλιον”, είπε η Μόργουεν, ”αυτό κρίνω πιο σωστό κι αυτό λέω: ότι εσύ κοιτάζεις ψηλά, αλλά εγώ φοβάμαι μήπως πέσω χαμηλά”.
“Αυτό δεν χρειάζεται να το φοβάσαι ούτε στη χειρότερη περίπτωση”, είπε ο Χούριν.
Εκείνη τη νύχτα ο Τούριν μισοξύπνησε και του φάνηκε ότι ο πατέρας του και η μητέρα του στέκονταν δίπλα στο κρεβάτι του και τον κοίταζαν στο φως των κεριών που κρατούσαν. Αλλά δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπά τους.
Το πρωί των γενεθλίων του Τούριν, ο Χούριν έδωσε στο γιο του για δώρο ένα μαχαίρι φτιαγμένο από Ξωτικά, με λαβή και θήκη ασημιά και μαύρη. Και του είπε:
“Διάδοχε του Οίκου του Χάντορ, να ένα δώρο για τη σημερινή μέρα. Αλλά να προσέχεις! Έχει λεπίδα κοφτερή και το ατσάλι υπηρετεί μόνο εκείνους που ξέρουν να το χειριστούν. Θα κόψει το χέρι σου εξίσου πρόθυμα όπως και οτιδήποτε άλλο” . Και βάζοντας τον Τούριν πάνω στο τραπέζι, τον φίλησε και του είπε: “Με ξεπέρασες κιόλας στο ύψος, γιε της Μόργουεν. Γρήγορα θα είσαι το ίδιο ψηλός πατώντας στη γη. Εκείνη τη μέρα πολλοί θα φοβούνται το σπαθί σου”.
Τότε ο Τούριν βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο κι έφυγε μόνος μακριά και η καρδιά του ήταν πλημμυρισμένη από μια ζεστασιά σαν τη ζεστασιά του ήλιου που πέφτει πάνω στην κρύα γη και ζωντανεύει τη βλάστηση. Επαναλάμβανε μόνος του τα λόγια του πατέρα του: "Διάδοχε του Οίκου του Χάντορ". Αλλά του έρχονταν και άλλα λόγια στο νου: "Δίνε γενναιόδωρα, αλλά μόνο από τα δικά σου". Και πήγε στον Σάντορ και φώναξε:
“Λάμπανταλ, είναι τα γενέθλιά μου, τα γενέθλια του διαδόχου του Οίκου του Χάντορ! Και σου έφερα ένα δώρο για να θυμάσαι τη μέρα. Ένα μαχαίρι, ακριβώς σαν αυτό που χρειάζεσαι. Μπορεί να κόψει ό,τι θέλεις. ακόμη κι αν είναι λεπτό σαν τρίχα”.
Τότε ο Σάντορ προβληματίστηκε, γιατί ήξερε καλά ότι ο Τούριν ήταν αυτός που είχε πάρει δώρο το μαχαίρι εκείνη τη μέρα. Αλλά το θεωρούσαν κακό να αρνηθεί κανείς ένα δώρο, όποιο κι αν ήταν το χέρι που το έδινε. Έτσι του μίλησε σοβαρά και επίσημα.
“Κατάγεσαι από γενναιόδωρη γενιά, Τούριν, γιε του Χούριν. Δεν έχω κάνει τίποτα για να αξίζω το δώρο σου και δεν μπορώ να ελπίζω ότι θα καταφέρω τίποτα καλύτερο τις μέρες που μου απομένουν. Αλλά ό,τι μπορώ να κάνω, θα το κάνω” .Και όταν ο Σάντορ τράβηξε το μαχαίρι από τη θήκη είπε: “Αυτό είναι όντως μεγάλο δώρο. Λεπίδα από ατσάλι των Ξωτικών. Πολύν καιρό είχα να νιώσω αυτή την αίσθηση στο χέρι μου”.
Ο Χούριν γρήγορα πρόσεξε ότι ο Τούριν δεν φορούσε το μαχαίρι και τον ρώτησε αν η προειδοποίησή του τον έκανε να το φοβηθεί. Τότε ο Τούριν απάντησε:
“Όχι. Αλλά έδωσα το μαχαίρι στον Σάντορ τον ξυλουργό”.
“Περιφρονείς λοιπόν το δώρο του πατέρα σου;” είπε η Μόργουεν.
Και πάλι ο Τούριν απάντησε:
“Όχι. Αλλά αγαπάω τον Σάντορ και τον λυπάμαι”.
Τότε ο Χούριν είπε:
“Και τα τρία δώρα ήταν δικά σου και μπορούσες να τα δώσεις: την αγάπη, τον οίκτο και τελευταίο απ' όλα το μαχαίρι” .
“Όμως αμφιβάλλω αν ο Σάντορ τα αξίζει”, είπε η Μόργουεν. ”Ακρωτηριάστηκε μόνος του από δική του αδεξιότητα και αργεί να κάνει τις δουλειές του γιατί σπαταλά πολύ χρόνο για ασήμαντα πράγματα που κανείς δεν του τα 'χει ζητήσει”.
“Δείξε του οίκτο παρ' όλα αυτά”, είπε ο Χούριν. ”Ένα τίμιο χέρι και μια πιστή καρδιά μπορεί να κάνουν τέτοιο λάθος. Αλλά μπορεί να είναι πιο δύσκολο να υπομείνεις ένα τέτοιο τραύμα από ό,τι αν στο έχει προκαλέσει εχθρός” .
“Τώρα όμως πρέπει να περιμένεις για να αποκτήσεις άλλο μαχαίρι” είπε η Μόργουεν. ”Έτσι το δώρο θα είναι αληθινό δώρο και με δικό σου κόστος”.
Παρ' όλα αυτά ο Τούριν πρόσεξε ότι στο εξής ο Σάντορ είχε καλύτερη μεταχείριση. Και άρχισε να φτιάχνει ένα μεγάλο κάθισμα για να κάθεται ο άρχοντας στην αίθουσα.
Έτσι ένα λαμπρό πρωί το μήνα του Λόθρον ο Τούριν ξύπνησε ξαφνικά από σάλπιγγες και τρέχοντας στις πόρτες είδε στην αυλή ένα μεγάλο πλήθος από πεζούς και έφιππους, όλους οπλισμένους για πόλεμο. Ήταν εκεί και ο Χούριν και μιλούσε στους άντρες κι έδινε διαταγές. Και ο Τούριν έμαθε ότι ξεκινούσαν εκείνη τη μέρα για το Μπάραντ Έιθελ. Αυτοί ήταν οι φρουροί του Χούριν και οι άντρες του οίκου του, αλλά είχαν κληθεί και όλοι οι άλλοι άντρες της γης του. Μερικοί είχαν ήδη φύγει με τον Χούορ, τον αδελφό του πατέρα του. Και πολλοί άλλοι θα ακολουθούσαν τον Κύριο του Ντορ-λόμιν στο δρόμο και θα συντάσσονταν κάτω από τη σημαία του στο μεγάλο προσκλητήριο του βασιλιά.
Τότε η Μόργουεν αποχαιρέτησε τον Χούριν χωρίς δάκρυα. Και του είπε:
“Θα φρουρώ ό,τι αφήνεις στη φύλαξή μου, και αυτά που υπάρχουν και αυτά που θα έρθουν”.
Και ο Χούριν της απάντησε:
“Έχε γεια, Κυρά του Ντορ-λόμιν, φεύγουμε τώρα με μεγαλύτερες ελπίδες απ' όσες είχαμε ποτέ. Ας έχουμε στη σκέψη μας ότι αυτό το μεσοχείμωνο η γιορτή θα είναι πιο χαρούμενη από κάθε άλλη φορά όλα τα χρόνια ως τώρα και ότι θα την ακολουθήσει μια άνοιξη χωρίς φόβο!”.
Μετά σήκωσε τον Τούριν στους ώμους του και φώναξε στους άντρες του:
“Δείξτε στον διάδοχο του Οίκου του Χάντορ το φως από τα ξίφη σας!”. Και ο ήλιος άστραψε στις πενήντα λεπίδες που υψώθηκαν στον αέρα και στην αυλή αντήχησε η πολεμική ιαχή των Εντάιν του Βορρά:
Λάχο Κάλαντ! Ντρέγκο μορν! Φλόγας Φως! Φύγε, Νύχτα!
Τότε ο Χούριν πήδησε πάνω στη σέλα του και το χρυσό του λάβαρο ξεδιπλώθηκε και οι σάλπιγγες ήχησαν ξανά μέσα στο πρωί. Και έτσι ο Χούριν Θάλιον ξεκίνησε για τη Νίρναεθ Αρνο-έντιαντ.
Η Μόργουεν και ο Τούριν στέκονταν ακίνητοι δίπλα στις πόρτες, μέχρι που άκουσαν από μακριά το αμυδρό κάλεσμα από ένα και μοναδικό κέρας στον αέρα: ο Χούριν είχε περάσει τη ράχη κάποιου λόφου και το σπίτι του δεν φαινόταν πια.