×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, Ι. Τα παιδικά χρόνια του Τούριν (1)

Ι. Τα παιδικά χρόνια του Τούριν (1)

Τα παιδικά χρόνια του Τούριν

Ο Χάντορ ο Χρυσομάλλης ήταν άρχοντας των Εντάιν και πολύ αγαπητός στους Έλνταρ. Στη διάρκεια της ζωής του κυβερνούσε υπό την ηγεμονία του Φινγκόλφιν, ο οποίος του είχε παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή του Χίθλουμ, του επονομαζόμενου Ντορλόμιν. Η κόρη του, η Γκλόρεδελ παντρεύτηκε τον Χάλντιρ, γιο του Χάλμιρ, του άρχοντα των Ανθρώπων του Μπρέθιλ. Και στην ίδια γιορτή ο γιος του, ο Γκάλντορ ο Υψηλός, παντρεύτηκε τη Χάρεθ, την κόρη του Χάλμιρ.

Ο Γκάλντορ και η Χάρεθ απέκτησαν δύο γιους, τον Χούριν και τον Χούορ. Ο Χούριν ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος στην ηλικία, αλλά μικρότερος στο ανάστημα από τους άλλους άντρες της φυλής του. Σ' αυτό είχε μοιάσει στο λαό της μητέρας του, αλλά σε όλα τ' άλλα ήταν σαν τον Χάντορ, τον παππού του, δυνατός στο σώμα και με φλογερό χαρακτήρα. Η φωτιά έκαιγε μέσα του άσβηστη και σταθερή και είχε μεγάλη αντοχή και θέληση.

Από όλους τους Ανθρώπους του Βορρά αυτός γνώρισε περισσότερο τη σοφία των Νόλντορ. Ο Χούορ ο αδελφός του ήταν ψηλός, ο ψηλότερος απ' όλους τους Εντάιν εκτός από το γιο του τον Τούορ, και ταχύς δρομέας. Αν όμως ο αγώνας δρόμου ήταν μακρύς και δύσκολος, ο Χούριν ήταν αυτός που θα έφτανε πρώτος, γιατί έτρεχε εξίσου γρήγορα στο τέλος του αγώνα όσο και στην αρχή. Υπήρχε μεγάλη αγάπη ανάμεσα στα αδέλφια, και στα νεανικά τους χρόνια σπάνια χωρίζονταν ο ένας από τον άλλο.

Ο Χούριν παντρεύτηκε τη Μόργουεν, την κόρη του Μπάραγκουντ, γιου του Μπρέγκολας, από τον Οίκο του Μπέορ, κι έτσι η Μόργουεν ήταν στενή συγγενής με τον Μπέρεν τον Μονόχειρα. Ήταν μελαχρινή και ψηλή, και για το φωτεινό της βλέμμα και την ομορφιά του προσώπου της την αποκαλούσαν Έλεδγουεν, “όμορφη σαν Ξωτικό”. Αλλά ήταν κάπως αυστηρή στη διάθεση και περήφανη. Τα δεινά του Οίκου του Μπέορ έθλιβαν την καρδιά της, γιατί είχε έρθει στο Ντορλόμιν εξόριστη από το Ντορ θόνιον μετά την καταστροφή της Μπράγκολλαχ.

Τούριν λεγόταν το πρώτο παιδί του Χούριν και της Μόργουεν και γεννήθηκε τη χρονιά που ο Μπέρεν έφτασε στο Ντόριαθ και βρήκε τη Λούθιεν Τινούβιελ, την κόρη του Θίνγκολ. Η Μόργουεν έκανε στον Χούριν και μια κόρη που την ονόμασαν Ούργουεν, αλλά όλοι όσοι τη γνώρισαν στη σύντομη ζωή της τη φώναζαν Λάλαϊθ, που σήμαινε Γέλιο.

Ο Χούορ παντρεύτηκε τη Ρίαν, εξαδέλφη της Μόργουεν, κόρη του Μπέλεγκουντ, γιου του Μπρέγκολας. Ήταν σκληρή η μοίρα που όρισε να γεννηθεί η Ρίαν σε τέτοιες εποχές, γιατί είχε τρυφερή καρδιά και δεν αγαπούσε ούτε το κυνήγι ούτε τον πόλεμο.

Έδινε την αγάπη της πιο πολύ στα δέντρα και τα λουλούδια των αγρών και τραγουδούσε κι έγραφε τραγούδια. Ήταν παντρεμένη με τον Χούορ δύο μήνες μόνο όταν αυτός πήγε με τον αδελφό του στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και από τότε δεν τον ξανάδε.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Χούριν και τον Χούορ τις μέρες της νιότης τους. Λένε ότι για ένα διάστημα οι γιοι του Γκάλντορ ζούσαν στο Μπρέθιλ ως θετοί γιοι του Χάλντιρ του θείου τους. Πήγαιναν συχνά στη μάχη με τους Ανθρώπους του Μπρέθιλ ενάντια στους Ορκ, που τώρα λεηλατούσαν τα βόρεια σύνορα της χώρας τους. Γιατί ο Χούριν, αν και μόνο δεκαεφτά χρονών, ήταν δυνατός και ο Χούορ, ο μικρότερος, ήταν κιόλας εξίσου ψηλός όσο οι περισσότεροι άντρες αυτού του λαού.

Μια μέρα ο Χούριν και ο Χούορ βγήκαν με μια ομάδα ανιχνευτών αλλά έπεσαν σε ενέδρα των Ορκ και σκόρπισαν, και τα αδέλφια καταδιώχθηκαν μέχρι το πέρασμα του Μπρίθιαχ. Εκεί θα τους έπιαναν ή θα τους σκότωναν, αν δεν ήταν ακόμη ισχυρή η δύναμη του Ούλμο στα νερά του Σίριον. Λένε ότι μια ομίχλη σηκώθηκε από τον ποταμό και τους έκρυψε από τους εχθρούς τους κι έτσι ξέφυγαν περνώντας από το Μπρίθιαχ στο Ντίμπαρ. Εκεί, μέσα στους λόφους κάτω από τις απότομες πλαγιές των Κρισσαέγκριμ, περιπλανήθηκαν με μεγάλες κακουχίες μέχρι που έχασαν τον προσανατολισμό τους από τις παγίδες εκείνης της περιοχής και δεν ήξεραν πώς να συνεχίσουν ή πώς να επιστρέψουν. Τότε τους αντιλήφθηκε ο Θορόντορ και έστειλε δύο από τους Αετούς του να τους βοηθήσουν. Οι Αετοί τους σήκωσαν στον αέρα και τους μετέφεραν πέρα από τα Κυκλωτικά Βουνά στη μυστική κοιλάδα του Τουμλάντεν και την κρυφή πόλη της Γκοντόλιν που δεν είχε δει ως τότε Άνθρωπος.

Εκεί ο βασιλιάς Τούργκον τους καλοδέχτηκε μόλις έμαθε την καταγωγή τους. αφού ο Χάντορ ήταν Φίλος των Ξωτικών, και, επιπλέον, ο Ούλμο είχε συμβουλέψει τον Τούργκον να φερθεί καλά στα τέκνα αυτού του Οίκου, ο οποίος μπορούσε να τον βοηθήσει σε ανάγκη. Ο Χούριν και ο Χούορ φιλοξενήθηκαν στο ανάκτορο σχεδόν ένα χρόνο. Και λέγεται ότι σ' αυτό το διάστημα ο Χούριν, που είχε εύστροφο και πρόθυμο μυαλό, κέρδισε πολλά από τη γνώση των Ξωτικών και έμαθε επίσης κάτι από τις σκέψεις και τους σκοπούς του βασιλιά. Γιατί ο Τούργκον συμπάθησε πολύ τους γιους του Γκάλντορ και μιλούσε πολύ μαζί τους και ήθελε να τους κρατήσει στην Γκοντόλιν από αγάπη και όχι εξαιτίας του νόμου του, που έλεγε ότι όποιος ξένος βρει το δρόμο για το κρυμμένο βασίλειο ή δει την πόλη, είτε ήταν Ξωτικό είτε Άνθρωπος, δεν θα 'φευγε ποτέ από κει μέχρι να άρει ο βασιλιάς την απαγόρευση και να βγει από την κρυμμένη πόλη ο λαός.

Αλλά ο Χούριν και ο Χούορ ήθελαν να επιστρέψουν στους δικούς τους και να μοιραστούν τους πολέμους και τα δεινά που τώρα τους μάστιζαν. Και ο Χούριν είπε στον Τούργκον:

“Κύριέ μου, δεν είμαστε παρά θνητοί Άνθρωποι, διαφορετικοί από τους Έλνταρ. Οι Έλνταρ μπορούν να περιμένουν πολλά χρόνια για να πολεμήσουν με τους εχθρούς τους κάποια μέρα μακρινή. Για μας όμως ο χρόνος είναι σύντομος και η ελπίδα και η δύναμή μας γρήγορα μαραζώνουν. Επί πλέον, δεν βρήκα με το δρόμο για την Γκοντόλιν και δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται αυτή η πόλη. Γιατί μεταφερθήκαμε εδώ από τον αέρα έντρομοι και έκθαμβοι, και ευτυχώς τα μάτια μας ήταν σκεπασμένα”. Τότε ο Τούργκον ικανοποίησε την επιθυμία του και είπε:

“Με τον ίδιο τρόπο που ήρθατε, με τον ίδιο θα φύγετε, αν θέλει ο Θορόντορ. Θλίβομαι με αυτή την αναχώρηση. Όμως, σε λίγον καιρό, όπως τον μετρούν οι Έλνταρ, μπορεί να συναντηθούμε πάλι”.

Ο Μαέγκλιν όμως, ο γιος της αδελφής του βασιλιά, που διέθετε ισχύ μέσα στην Γκοντόλιν, δεν λυπήθηκε καθόλου με την αναχώρησή τους. Τον ενοχλούσε η εύνοια που τους έδειχνε ο βασιλιάς, γιατί ο ίδιος δεν είχε καμιάν αγάπη για τους Ανθρώπους, και είπε στον Χούριν:

“Το έλεος του βασιλιά είναι μεγάλο όσο δεν μπορείς να φανταστείς και μερικοί μπορεί να αναρωτηθούν γιατί αναιρείται ο αυστηρός νόμος για δυο αχρεία παιδιά Ανθρώπων. Θα ήταν προτιμότερο να μην είχαν άλλη επιλογή και να μείνουν εδώ υπηρέτες μας μέχρι το τέλος της ζωής τους”.

“Το έλεος του βασιλιά είναι όντως μεγάλο” απάντησε ο Χούριν. ”αλλά αν ο λόγος μας δεν αρκεί, τότε θα δώσουμε όρκο”. Και τα αδέλφια ορκίστηκαν να μην αποκαλύψουν ποτέ τα μυστικά του Τούργκον και να κρατήσουν κρυφά όλα όσα είχαν δει στο βασίλειό του. Μετά έφυγαν και οι Αετοί τους πήραν τη νύχτα και τους άφησαν στο Ντορλόμιν πριν από τα χαράματα. Οι συγγενείς τους αγαλλίασαν όταν τους είδαν, γιατί οι αγγελιαφόροι από το Μπρέθιλ είχαν φέρει την είδηση ότι τα αδέλφια είχαν χαθεί. Αλλά αυτά δεν αποκάλυψαν ούτε και στον πατέρα τους ακόμη πού ήταν. Το μόνο που είπαν ήταν ότι τους έσωσαν από την έρημο οι Αετοί και τους έφεραν πίσω στο σπίτι τους. Αλλά ο Γκάλντορ τους είπε:

“Ζούσατε, λοιπόν, ένα χρόνο στην έρημο; Ή σας φιλοξένη σαν οι Αετοί στις φωλιές τους; Παρ' όλα αυτά βρήκατε τροφή και καλά ενδύματα και επιστρέφετε σαν νεαροί πρίγκιπες. όχι σαν περιπλανώμενοι της ερήμου”.

“Αρκέσου, πατέρα”. είπε ο Χούριν, “στο ότι επιστρέψαμε. Γιατί αυτό επιτράπηκε μόνο χάρη σε όρκο σιωπής. Και αυτός ο όρκος μας δεσμεύει ακόμη”. Τότε ο Γκάλντορ δεν τους έκανε άλλες ερωτήσεις, αλλά κι αυτός και πολλοί άλλοι κατάλαβαν την αλήθεια. Γιατί και ο όρκος σιωπής και οι Αετοί έδειχναν τον Τούργκον, σκέφτηκαν όλοι.

Έτσι οι μέρες περνούσαν και η σκιά του φόβου του Μόργκοθ μεγάλωνε. Όμως το τετρακοσιοστό εξηκοστό ένατο έτος μετά την επιστροφή των Νόλντορ στη Μέση-γη αναπτερώθηκαν οι ελπίδες Ξωτικών και Ανθρώπων, καθώς ανάμεσά τους ξαπλώθηκε η φήμη για τα κατορθώματα του Μπέρεν και της Λούθιεν και ο εξευτελισμός του Μόργκοθ πάνω στον ίδιο του το θρόνο στην Άνγκμπαντ, και μερικοί έλεγαν ότι ο Μπέρεν και η Λούθιεν ζουν ακόμη ή ότι έχουν επιστρέψει από τους Νεκρούς. Εκείνη τη χρονιά επίσης τα σχέδια του Μαέδρος είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, και με την αναβίωση της δύναμης των Έλνταρ και των Εντάιν η προέλαση του Μόργκοθ αναχαιτίστηκε και οι Ορκ απωθήθηκαν πίσω στο Μπελέριαντ. Τότε μερικοί άρχισαν να μιλούν για τις νίκες που θα 'ρθουν και για μια επανόρθωση της ήττας στη Μάχη της Μπράγκολλαχ, όταν ο Μαέδρος, διοικώντας τις ενωμένες στρατιές, θα αναγκάσει τον Μόργκοθ να κρυφτεί στα έγκατα της γης και θα σφραγίσει τις Πύλες της Άνγκμπαντ.

Οι πιο συνετοί όμως ήταν ακόμη ανήσυχοι φοβούνταν ότι ο Μαέδρος είχε αποκαλύψει πρόωρα την αυξανόμενη δύναμή του και ότι ο Μόργκοθ θα είχε έτσι το χρόνο να κάνει σχέδια εναντίον του. ”Κάποιο καινούργιο κακό θα εκκολάπτεται πάντα στην Άνγκμπαντ, κακό που δεν μπορούν να το φανταστούν τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι”, έλεγαν. Και το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, για να επαληθευτούν τα λόγια τους, έπεσε άνεμος κακός κάτω από ένα μολυβί ουρανό. Τον ονόμασαν Μοχθηρή Ανάσα γιατί ήταν θανατηφόρος και πολλοί αρρώστησαν και πέθαναν το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς στις βόρειες εκτάσεις που συνορεύουν με τον Ανφάουγκλιθ και τα θύματα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους τα παιδιά ή οι νέοι των οίκων των Ανθρώπων.

Εκείνη τη χρονιά, στην αρχή της άνοιξης, ο Τούριν, ο γιος του Χούριν, ήταν μόνο πέντε ετών και η Ούργουεν η αδελφή του τριών. Τα μαλλιά της ήταν σαν τα κίτρινα κρίνα της χλόης όταν έτρεχε στα χωράφια και το γέλιο της σαν το εύθυμο κελάρυσμα του ποταμού που κατέβαινε τραγουδώντας από τους λόφους και περνούσε δίπλα από τα τείχη του οίκου του πατέρα της. Το ποτάμι το έλεγαν Νεν Λάλαϊθ και από αυτό όλοι μέσα στο σπίτι αποκαλούσαν το παιδί Λάλαϊθ και η καρδιά τους ήταν χαρούμενη όταν την είχαν κοντά τους.

Τον Τούριν όμως τον αγαπούσαν λιγότερο. Ήταν μελαχρινός σαν τη μητέρα του και έδειχνε ότι θα γίνει σαν κι αυτήν και στη διάθεση, γιατί δεν ήταν εύθυμος και μιλούσε λίγο, αν και έμαθε να μιλά νωρίς και έδειχνε πάντα μεγαλύτερος από τα χρόνια του. Ο Τούριν δεν ξεχνούσε εύκολα την αδικία ή το χλευασμό. Είχε επίσης μέσα του τη φωτιά του πατέρα του και μπορούσε να γίνει απότομος και άγριος, αλλά λυπόταν εύκολα και τα δεινά ή η θλίψη των πλασμάτων μπορεί να του έφερναν δάκρυα. Ήταν και σ' αυτό σαν τον πατέρα του, γιατί η Μόργουεν ήταν αυστηρή με τους άλλους όσο και με τον εαυτό της. Ο Τούριν αγαπούσε τη μητέρα του, γιατί του φερόταν ντόμπρα και ξεκάθαρα, τον πατέρα του όμως τον έβλεπε ελάχιστα, γιατί ο Χούριν έλειπε συχνά για πολύν καιρό με το στρατό του Φίνγκοv που φρουρούσε τα ανατολικά σύνορα του Χίθλουμ και, όταν γύριζε, η γοργή ομιλία του, γεμάτη παράξενες λέξεις, αστεία και υπονοούμενα, σάστιζε τον Τούριν και του 'φερνε ανησυχία.

Εκείνη την εποχή όλη η ζεστασιά της καρδιάς του ήταν για τη Λάλαϊθ την αδελφή του. Αλλά σπάνια έπαιζε μαζί της προτιμούσε να τη φρουρεί κρυμμένος και να την παρακολουθεί να τρέχει στο γρασίδι ή κάτω από τα δέντρα τραγουδώντας τα τραγούδια που τα παιδιά των Εντάιν είχαν φτιάξει πριν από πολύν καιρό, τότε που η γλώσσα των Ξωτικών ήταν ακόμη πρόσφατη στα χείλη τους.

“Όμορφη σαν Ξωτικό παιδί είναι η Λάλαϊθ” , έλεγε ο Χούριν στη Μόργουεν. "Αλλά πιο σύντομη, δυστυχώς. Και γι' αυτό, ακόμη πιο όμορφη ίσως ή πιο αγαπητή”. Και ο Τούριν, ακούγοντας αυτά τα λόγια τα σκεφτόταν, αλλά δεν μπορούσε να τα καταλάβει, γιατί δεν είχε δει ποτέ παιδί Ξωτικών. Εκείνη την εποχή δεν ζούσε κανένας Έλνταρ στη γη του πατέρα του και Ξωτικά είχε δει μόνο μία φορά, όταν ο βασιλιάς Φίνγκον και πολλοί από τους άρχοντές του διέσχισαν το Ντορ-λόμιν και πέρασαν τη γέφυρα του Νεν Λάλαϊθ, αστράφτοντας στα ασημιά και τα λευκά.

Μα πριν αλλάξει ο χρόνος βγήκαν αληθινά τα λόγια του πατέρα του. Η Μοχθηρή Ανάσα έφτασε στο Ντορ-λόμιν και ο Τούριν αρρώστησε και έμεινε στο κρεβάτι για πολύν καιρό με πυρετό και σκοτεινά όνειρα. Και όταν έγινε καλά, γιατί αυτή ήταν η μοίρα του και η δύναμη της ζωής μέσα του, ρώτησε για τη Λάλαϊθ. Αλλά η παραμάνα του τού απάντησε:

“Μην ξαναμιλήσεις για τη Λάλαϊθ, γιε του Χούριν. Κι αν θέλεις νέα της αδελφής σου, της Ούργουεν, πρέπει να ρωτήσεις τη μητέρα σου”.

Όταν ήρθε να τον δει η Μόργουεν, ο Τούριν της είπε:

“Δεν είμαι πια άρρωστος και θέλω να δω την Ούργουεν. Αλλά γιατί δεν πρέπει να την πω Λάλαϊθ ποτέ ξανά;”

“Γιατί η Ούργουεν πέθανε και το γέλιο σίγασε μέσα σ' αυτό το σπίτι”, του απάντησε η μητέρα του. ”Εσύ ζεις όμως, γιε της Μόργουεν. Όπως ζει και ο Εχθρός που μας το έκανε αυτό”. Δεν προσπάθησε να τον παρηγορήσει, όπως δεν είχε προσπαθήσει να παρηγορήσει και τον εαυτό της, υπομένοντας το πένθος της σιωπηλά και με παγερή καρδιά. Όμως ο Χούριν πένθησε ανοιχτά και πήρε την άρπα του για να γράψει ένα θρήνο, αλλά δεν μπορούσε κι έσπασε την άρπα και βγαίνοντας έξω σήκωσε το χέρι του προς το Βορρά φωνάζοντας:

“Μάστιγα της Μέσης-γης, μακάρι να σ' έβλεπα πρόσωπο με πρόσωπο και να σ' άφηνα ανάπηρο όπως έκανε ο άρχοντάς μου ο Φινγκόλφιν!”

Τη νύχτα μόνος, ο Τούριν έκλαιγε πικρά. αν και δεν ανάφερε ποτέ ξανά το όνομα της αδελφής του στη Μόργουεν. Μόνο σ' ένα φίλο στράφηκε εκείνη την εποχή και σ' αυτόν μίλησε για τη θλίψη του και του είπε πόσο άδειο ήταν τώρα το σπίτι. Ήταν ένας υπηρέτης στην υπηρεσία του Χούριν που λεγόταν Σάντορ, κουτσός κι ασήμαντος. Παλιά ήταν ξυλοκόπος, αλλά από κακοτυχία ή κακό χειρισμό του τσεκουριού έκοψε το δεξί του πόδι και το κομμένο του άκρο συρρικνώθηκε. Ο Τούριν τον έλεγε Λάμπανταλ. που σημαίνει “Πηδηχτοπόδης”, και το όνομα αυτό δεν δυσαρεστούσε τον Σάντορ γιατί του είχε δοθεί με ευσπλαχνία και όχι χλευαστικά. Ο Σάντορ δούλευε στα εξωτερικά κτίρια, έφτιαχνε ή διόρθωνε πράγματα μικρής αξίας που ήταν απαραίτητα στο σπίτι γιατί είχε κάποια επιδεξιότητα στην επεξεργασία του ξύλου. Και ο Τούριν του έφερνε ό,τι του 'λειπε για να μην κουράζεται με το ανάπηρο πόδι του και μερικές φορές του πήγαινε κρυφά κάποιο εργαλείο ή κάποιο κομμάτι ξύλο που έβρισκε παραπεταμένο αν πίστευε ότι μπορεί να φανεί χρήσιμο στο φίλο του.

Τότε ο Σάντορ χαμογελούσε, αλλά τον παρακαλούσε να επιστρέψει τα δώρα του εκεί που τα βρήκε.

”Δίνε γενναιόδωρα, αλλά δίνε μόνο πράγματα δικά σου”, του έλεγε. Αντάμειβε όπως μπορούσε την καλοσύνη του παιδιού, σκαλίζοντάς του φιγούρες ανθρώπων και ζώων. Αλλά εκείνο που άρεσε περισσότερο στον Τούριν ήταν οι αφηγήσεις του. Γιατί ο Σάντορ ήταν νέος την εποχή της Μπράγκολλαχ και του άρεσε τώρα να μιλά για κείνο το σύντομο διάστημα της νιότης του πριν από τον ακρωτηριασμό του.

“'Ηταν μεγάλη μάχη, λένε, γιε του Χούριν. Εκείνη τη χρονιά με κάλεσαν στο στρατό από τη δουλειά μου στο δάσος. Αλλά δεν πήρα μέρος στην Μπράγκολλαχ, αλλιώς μπορεί να τραυματιζόμουν πιο τιμημένα. Γιατί φτάσαμε πολύ αργά και το μόνο που καταφέραμε ήταν να πάρουμε πίσω τη σορό του παλιού άρχοντα, του Χάντορ, που έπεσε φρουρώντας το βασιλιά Φινγκόλφιν. Μετά έγινα στρατιώτης και ήμουν πολλά χρόνια στο Έιθελ Σίριον, το μεγάλο οχυρό των βασιλιάδων των Ξωτικών. Ή μπορεί τώρα να μου φαίνεται ότι ήταν πολλά τα χρόνια, γιατί ήταν βαρετά και πολύ λίγα πράγματα έγιναν που να ξεχωρίζουν. Όταν έκανε επίθεση ο Μαύρος Βασιλιάς, ήμουν στο Έιθελ Σίριον και ο Γκάλντορ, ο πατέρας του πατέρα σου, ήταν αρχηγός εκεί στη θέση του βασιλιά, σκοτώθηκε σ' εκείνη την επίθεση, και είδα τον πατέρα σου να παίρνει τον τίτλο του και να αναλαμβάνει την αρχηγία, αν και ήταν πολύ νέος. Μέσα του υπήρχε μια φωτιά που έκανε το ξίφος να καίει στο χέρι του, έλεγαν. Πίσω του απωθήσαμε τους Ορκ και από τότε δεν έχουν τολμήσει να πλησιάσουν τα τείχη. Αλίμονο όμως, η αγάπη μου για τη μάχη κορέστηκε, γιατί είχα δει πολύ χυμένο αίμα και πολλά τραύματα και κατάφερα να φύγω για να επιστρέψω στα δάση που λαχταρούσα. Και εκεί τραυματίστηκα. Γιατί ένας άνθρωπος που τρέχοντας φεύγει μακριά απ' το φόβο του μπορεί να ανακαλύψει ότι απλώς συντόμεψε το δρόμο για να τον συναντήσει”.

Έτσι μιλούσε ο Σάντορ στον Τούριν, καθώς εκείνος μεγάλωνε. Και ο Τούριν άρχισε να κάνει πολλές ερωτήσεις που ο Σάντορ δυσκολευόταν να απαντήσει. Σκεφτόταν ότι άλλοι, πιο κοντινοί συγγενείς του Τούριν, θα 'πρεπε να τον διδάξουν γι' αυτά τα πράγματα. Μια μέρα ο Τούριν του είπε:

“Έμοιασε πραγματικά η Λάλαϊθ με παιδί των Ξωτικών όπως έλεγε ο πατέρας μου; Και τι εννοούσε όταν είπε ότι ήταν πιο σύντομη;”

“Έμοιασε πολύ”, απάντησε ο Σάντορ, “γιατί στα πρώτα χρόνια τους τα παιδιά των Ανθρώπων και των Ξωτικών μοιάσουν. Αλλά τα παιδιά των Ανθρώπων μεγαλώνουν πιο γρήγορα και η νιότη τους περνάει γοργά. Αυτή είναι η μοίρα μας”.

Τότε ο Τούριν τον ρώτησε:

“Τι είναι μοίρα;”

“ Για τη μοίρα των Ανθρώπων” , είπε ο Σάντορ, “πρέπει να ρωτήσεις εκείνους που είναι πιο σοφοί από τον Λάμπανταλ. Όμως, είναι φανερό σε όλους ότι φθειρόμαστε γρήγορα και πεθαίνουμε. Και πολλοί πεθαίνουν ακόμη πιο γρήγορα από κακοτυχία. Τα Ξωτικά όμως δεν φθείρονται και δεν πεθαίνουν, παρά μόνο από μεγάλο τραύμα. Από τα τραύματα και τα δεινά που τσακίζουν τους Ανθρώπους τα Ξωτικά θεραπεύονται. Και ακόμη και όταν καταστρέφεται το σώμα τους, επιστρέφουν ξανά, λένε μερικοί. Μ' εμάς δεν είναι έτσι”.

“Δηλαδή η Λάλαϊθ δεν θα ξαναγυρίσει;” είπε ο Τούριν. ”Πού πήγε;”

“Δεν θα ξαναγυρίσει”, απάντησε ο Σάντορ. ”Αλλά το πού πήγε δεν το ξέρει κανείς. Ή τουλάχιστον δεν το ξέρω εγώ”.

“Έτσι ήταν πάντα; Ή μήπως υποφέρουμε από κάποια κατάρα του φαύλου Βασιλιά σαν τη Μοχθηρή Ανάσα;”

“Δεν ξέρω. Υπάρχει ένα σκοτάδι πίσω μας, από το οποίο έχουν διασωθεί ελάχιστες αφηγήσεις. Οι πατέρες των πατέρων μας μπορεί να είχαν πράγματα να πουν, αλλά δεν τα είπαν. Ακόμη και τα ονόματά τους έχουν ξεχαστεί. Τα βουνά στέκουν ανάμεσα σ' εμάς και τη ζωή που άφησαν πίσω τους οι πρόγονοί μας φεύγοντας για να σωθούν ποιος ξέρει από τι”.

“Φοβούνταν;” ρώτησε ο Τούριν.

“Μπορεί” , είπε ο Σάντορ. ”Μπορεί να φύγαμε από φόβο για το Σκοτάδι, για να το βρούμε πάλι εδώ μπροστά μας, και να μην έχουμε πια πουθενά να διαφύγουμε πέρα από τη Θάλασσα”.

“Δεν φοβόμαστε πια”, είπε ο Τούριν, ”Δεν φοβόμαστε όλοι. Ο πατέρας μου δεν φοβάται και δεν θα φοβάμαι κι εγώ. Ή τουλάχιστον θα φοβάμαι και δεν θα το δείχνω, όπως η μητέρα μου”.


Ι. Τα παιδικά χρόνια του Τούριν (1) I. Turin's childhood (1) Ι. De kindertijd van Turijn (1) Ι. Dzieciństwo w Turynie (1) Ι. A infância de Turim (1) Ι. Туринское детство (1)

Τα παιδικά χρόνια του Τούριν Turin's childhood Infancia de Turín Os anos de infância de Turim

Ο Χάντορ ο Χρυσομάλλης ήταν άρχοντας των Εντάιν και πολύ αγαπητός στους Έλνταρ. Hador Chrysomallis was lord of the Edins and very dear to the Eldars. Hador Chrysomallis era el señor de los Edin y muy querido por los Eldars. Hador, o Malho de Ouro, era um senhor dos Edain e muito querido pelos Eldar. Στη διάρκεια της ζωής του κυβερνούσε υπό την ηγεμονία του Φινγκόλφιν, ο οποίος του είχε παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή του Χίθλουμ, του επονομαζόμενου Ντορλόμιν. During his lifetime he ruled under Fingolfin, who had granted him large tracts of land in the area of Heathlum, called Dorlomin. Durante su vida gobernó bajo Fingolfin, quien le había dado grandes extensiones de tierra en el área de Heathlum, llamada Dorlomin. Durante a sua vida, governou sob a hegemonia de Fingolfin, que lhe tinha concedido grandes extensões de terra na região de Heathlum, conhecida como Dorlomin. Η κόρη του, η Γκλόρεδελ παντρεύτηκε τον Χάλντιρ, γιο του Χάλμιρ, του άρχοντα των Ανθρώπων του Μπρέθιλ. His daughter, Gloredel, married Haldir, son of Halmir, the lord of the people of Bretille. Su hija, Gloredel, se casó con Haldir, hijo de Halmir, el señor del pueblo de Bretille. A sua filha Gloredel casou com Haldir, filho de Halmir, o Senhor dos Homens de Brethill. Και στην ίδια γιορτή ο γιος του, ο Γκάλντορ ο Υψηλός, παντρεύτηκε τη Χάρεθ, την κόρη του Χάλμιρ. On the same day, his son, Galdor the High, married Harith, Halmir's daughter. El mismo día, su hijo, Galdor el Alto, se casó con Harith, la hija de Halmir. E na mesma festa o seu filho, Galdor, o Alto, casou com Hareth, a filha de Halmir.

Ο Γκάλντορ και η Χάρεθ απέκτησαν δύο γιους, τον Χούριν και τον Χούορ. Galdor and Hareth had two sons, Hurin and Hoor. Galdor y Jared tuvieron dos hijos, Hurin y Hoor. Galdor e Hareth tiveram dois filhos, Hurin e Hoor. Ο Χούριν ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος στην ηλικία, αλλά μικρότερος στο ανάστημα από τους άλλους άντρες της φυλής του. Hurin was three years older, but shorter than the other men in his tribe. Húrin era tres años mayor, pero más bajo que los demás hombres de su tribu. Hurin era três anos mais velho, mas mais baixo em estatura do que os outros homens da sua tribo. Σ' αυτό είχε μοιάσει στο λαό της μητέρας του, αλλά σε όλα τ' άλλα ήταν σαν τον Χάντορ, τον παππού του, δυνατός στο σώμα και με φλογερό χαρακτήρα. In this he was like his mother's people, but in everything else he was like Handor, his grandfather, strong in body and fiery in character. En esto era como la gente de su madre, pero en todo lo demás era como Handor, su abuelo, fuerte de cuerpo y fogoso de carácter. Η φωτιά έκαιγε μέσα του άσβηστη και σταθερή και είχε μεγάλη αντοχή και θέληση. The fire burned in it unquenchable and constant and had great endurance and will. El fuego ardía en él inextinguible y constante y tenía gran resistencia y voluntad. O fogo ardia dentro dele de forma inabalável e constante e ele tinha uma grande resistência e vontade.

Από όλους τους Ανθρώπους του Βορρά αυτός γνώρισε περισσότερο τη σοφία των Νόλντορ. Of all the People of the North, he knew most about the wisdom of the Noldor. De todos os Homens do Norte, ele era o que mais conhecia a sabedoria dos Noldor. Ο Χούορ ο αδελφός του ήταν ψηλός, ο ψηλότερος απ' όλους τους Εντάιν εκτός από το γιο του τον Τούορ, και ταχύς δρομέας. His brother Hoor was tall, the tallest of all the Edins except his son Tuor, and a fast runner. O seu irmão Hoor era alto, o mais alto de todos os Edain, exceto o seu filho Tuor, e um corredor rápido. Αν όμως ο αγώνας δρόμου ήταν μακρύς και δύσκολος, ο Χούριν ήταν αυτός που θα έφτανε πρώτος, γιατί έτρεχε εξίσου γρήγορα στο τέλος του αγώνα όσο και στην αρχή. But if the road race was long and difficult, Hurin was the first to arrive, because he ran as fast at the end of the race as at the beginning. Mas se a corrida de estrada era longa e difícil, era Hourin que era o primeiro a chegar, porque corria tão rápido no fim da corrida como no início. Υπήρχε μεγάλη αγάπη ανάμεσα στα αδέλφια, και στα νεανικά τους χρόνια σπάνια χωρίζονταν ο ένας από τον άλλο. There was great love between the brothers, and in their youth they seldom separated from each other. Havia um grande amor entre os irmãos e, na sua juventude, raramente se separavam um do outro.

Ο Χούριν παντρεύτηκε τη Μόργουεν, την κόρη του Μπάραγκουντ, γιου του Μπρέγκολας, από τον Οίκο του Μπέορ, κι έτσι η Μόργουεν ήταν στενή συγγενής με τον Μπέρεν τον Μονόχειρα. Hurin married Morwen, the daughter of Baragood, son of Bregolas, of the House of Beor, and so Morwen was a close relative of Beren the One-Handed. Hurin casou com Morwen, filha de Baragood, filho de Brégolas, da Casa de Beor, e por isso Morwen era parente próxima de Baren, o Maneta. Ήταν μελαχρινή και ψηλή, και για το φωτεινό της βλέμμα και την ομορφιά του προσώπου της την αποκαλούσαν Έλεδγουεν, “όμορφη σαν Ξωτικό”. She was brunette and tall, and for her bright look and the beauty of her face she was called Eldwen, "beautiful as an Elf". Era morena e alta e, devido aos seus olhos brilhantes e ao seu belo rosto, chamavam-lhe Eldwen, "bela como um elfo". Αλλά ήταν κάπως αυστηρή στη διάθεση και περήφανη. But she was somewhat strict in mood and proud. Τα δεινά του Οίκου του Μπέορ έθλιβαν την καρδιά της, γιατί είχε έρθει στο Ντορλόμιν εξόριστη από το Ντορ θόνιον μετά την καταστροφή της Μπράγκολλαχ. The sufferings of the House of Beor saddened her heart, because she had come to Dorlomin exiled from Dor Thonion after the destruction of Bragollach. O sofrimento da Casa de Beor partiu-lhe o coração, pois ela tinha vindo para Dorlomin no exílio de Dor thonion, após a destruição de Bragollah.

Τούριν λεγόταν το πρώτο παιδί του Χούριν και της Μόργουεν και γεννήθηκε τη χρονιά που ο Μπέρεν έφτασε στο Ντόριαθ και βρήκε τη Λούθιεν Τινούβιελ, την κόρη του Θίνγκολ. Turin was the first child of Hurin and Morwen and was born the year Beren arrived in Doriath and found Luthien Tinuvel, Tingol's daughter. Turin era o nome do primeiro filho de Hurin e Morwen, e nasceu no ano em que Barren chegou a Dorianath e encontrou Luthien Tinuviel, filha de Thingol. Η Μόργουεν έκανε στον Χούριν και μια κόρη που την ονόμασαν Ούργουεν, αλλά όλοι όσοι τη γνώρισαν στη σύντομη ζωή της τη φώναζαν Λάλαϊθ, που σήμαινε Γέλιο. Morwen also gave Hurin a daughter, whom they named Urwen, but everyone who knew her in her short life called her Lalaith, which meant Laughter. Morwen também deu à luz uma filha a Hurin que se chamou Urwen, mas todos os que a conheceram durante a sua curta vida chamaram-lhe Lalith, que significa Riso.

Ο Χούορ παντρεύτηκε τη Ρίαν, εξαδέλφη της Μόργουεν, κόρη του Μπέλεγκουντ, γιου του Μπρέγκολας. Hoor married Ryan, cousin of Morwen, daughter of Belegund, son of Bregolas. Hoor casou-se com Rianne, prima de Morwen, filha de Belegund, filho de Brégolas. Ήταν σκληρή η μοίρα που όρισε να γεννηθεί η Ρίαν σε τέτοιες εποχές, γιατί είχε τρυφερή καρδιά και δεν αγαπούσε ούτε το κυνήγι ούτε τον πόλεμο. It was a hard fate for Ryan to be born in such times, because he had a tender heart and loved neither hunting nor war. Foi um destino cruel o facto de Rian ter nascido em tais tempos, pois tinha um coração terno e não gostava nem da caça nem da guerra.

Έδινε την αγάπη της πιο πολύ στα δέντρα και τα λουλούδια των αγρών και τραγουδούσε κι έγραφε τραγούδια. She gave her love more to the trees and flowers of the fields and sang and wrote songs. Ήταν παντρεμένη με τον Χούορ δύο μήνες μόνο όταν αυτός πήγε με τον αδελφό του στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και από τότε δεν τον ξανάδε. She was married to Hoor for only two months when he and his brother went to Nirnaeth Arnoediad and has not seen him since.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Χούριν και τον Χούορ τις μέρες της νιότης τους. But let's go back to Hurin and Hoor in their youth. Λένε ότι για ένα διάστημα οι γιοι του Γκάλντορ ζούσαν στο Μπρέθιλ ως θετοί γιοι του Χάλντιρ του θείου τους. It is said that for a time Galdor's sons lived in Brethil as their uncle Haldir's adopted sons. Πήγαιναν συχνά στη μάχη με τους Ανθρώπους του Μπρέθιλ ενάντια στους Ορκ, που τώρα λεηλατούσαν τα βόρεια σύνορα της χώρας τους. They often went to war with the People of Bretille against the Orcs, who were now plundering the northern borders of their country. Γιατί ο Χούριν, αν και μόνο δεκαεφτά χρονών, ήταν δυνατός και ο Χούορ, ο μικρότερος, ήταν κιόλας εξίσου ψηλός όσο οι περισσότεροι άντρες αυτού του λαού. Because Hurin, although only seventeen years old, was strong and Hoor, the youngest, was as tall as most men of this people.

Μια μέρα ο Χούριν και ο Χούορ βγήκαν με μια ομάδα ανιχνευτών αλλά έπεσαν σε ενέδρα των Ορκ και σκόρπισαν, και τα αδέλφια καταδιώχθηκαν μέχρι το πέρασμα του Μπρίθιαχ. One day Hurin and Hoor went out with a group of scouts but were ambushed by the Orcs and dispersed, and the brothers were pursued until the passage of Brittiah. Εκεί θα τους έπιαναν ή θα τους σκότωναν, αν δεν ήταν ακόμη ισχυρή η δύναμη του Ούλμο στα νερά του Σίριον. There they would be captured or killed if Ulmo's power in the waters of Sirion was not yet strong. Λένε ότι μια ομίχλη σηκώθηκε από τον ποταμό και τους έκρυψε από τους εχθρούς τους κι έτσι ξέφυγαν περνώντας από το Μπρίθιαχ στο Ντίμπαρ. They say that a fog rose from the river and hid them from their enemies and so they escaped passing from Britiach to Dibar. Εκεί, μέσα στους λόφους κάτω από τις απότομες πλαγιές των Κρισσαέγκριμ, περιπλανήθηκαν με μεγάλες κακουχίες μέχρι που έχασαν τον προσανατολισμό τους από τις παγίδες εκείνης της περιοχής και δεν ήξεραν πώς να συνεχίσουν ή πώς να επιστρέψουν. There, in the hills below the steep slopes of the Krissaegrim, they wandered with great difficulty until they lost their orientation from the traps of that area and did not know how to continue or how to return. Τότε τους αντιλήφθηκε ο Θορόντορ και έστειλε δύο από τους Αετούς του να τους βοηθήσουν. Then Thorodor noticed them and sent two of his Eagles to help them. Οι Αετοί τους σήκωσαν στον αέρα και τους μετέφεραν πέρα από τα Κυκλωτικά Βουνά στη μυστική κοιλάδα του Τουμλάντεν και την κρυφή πόλη της Γκοντόλιν που δεν είχε δει ως τότε Άνθρωπος. The Eagles picked them up in the air and carried them across the Round Mountains to the secret valley of Tumlanden and the secret city of Gondolin that had never been seen before.

Εκεί ο βασιλιάς Τούργκον τους καλοδέχτηκε μόλις έμαθε την καταγωγή τους. There King Turgon welcomed them as soon as he learned of their origin. αφού ο Χάντορ ήταν Φίλος των Ξωτικών, και, επιπλέον, ο Ούλμο είχε συμβουλέψει τον Τούργκον να φερθεί καλά στα τέκνα αυτού του Οίκου, ο οποίος μπορούσε να τον βοηθήσει σε ανάγκη. since Hador was a Friend of the Elves, and, in addition, Ulmo had advised Turgon to treat the children of this House well, who could help him in need. Ο Χούριν και ο Χούορ φιλοξενήθηκαν στο ανάκτορο σχεδόν ένα χρόνο. Hurin and Hoor stayed at the palace for almost a year. Και λέγεται ότι σ' αυτό το διάστημα ο Χούριν, που είχε εύστροφο και πρόθυμο μυαλό, κέρδισε πολλά από τη γνώση των Ξωτικών και έμαθε επίσης κάτι από τις σκέψεις και τους σκοπούς του βασιλιά. And it is said that during this time Hurin, who had a nimble and willing mind, gained much from the knowledge of the Elves and also learned something from the thoughts and purposes of the king. Γιατί ο Τούργκον συμπάθησε πολύ τους γιους του Γκάλντορ και μιλούσε πολύ μαζί τους και ήθελε να τους κρατήσει στην Γκοντόλιν από αγάπη και όχι εξαιτίας του νόμου του, που έλεγε ότι όποιος ξένος βρει το δρόμο για το κρυμμένο βασίλειο ή δει την πόλη, είτε ήταν Ξωτικό είτε Άνθρωπος, δεν θα 'φευγε ποτέ από κει μέχρι να άρει ο βασιλιάς την απαγόρευση και να βγει από την κρυμμένη πόλη ο λαός. Because Turgon liked Galdor's sons very much and talked to them a lot and wanted to keep them in Gondolin out of love and not because of his law, which said that any stranger who finds the way to the hidden kingdom or sees the city, whether it was an Elf or Man, he would never leave until the king lifted the ban and the people came out of the hidden city.

Αλλά ο Χούριν και ο Χούορ ήθελαν να επιστρέψουν στους δικούς τους και να μοιραστούν τους πολέμους και τα δεινά που τώρα τους μάστιζαν. But Hurin and Hoor wanted to go back to their own and share the wars and sufferings that now plagued them. Και ο Χούριν είπε στον Τούργκον: And Hurin said to Turgon:

“Κύριέ μου, δεν είμαστε παρά θνητοί Άνθρωποι, διαφορετικοί από τους Έλνταρ. "My lord, we are nothing but mortals, different from the Eldar. Οι Έλνταρ μπορούν να περιμένουν πολλά χρόνια για να πολεμήσουν με τους εχθρούς τους κάποια μέρα μακρινή. The Eldars can wait many years to fight their enemies some day away. Για μας όμως ο χρόνος είναι σύντομος και η ελπίδα και η δύναμή μας γρήγορα μαραζώνουν. But for us the time is short and our hope and strength quickly wither. Επί πλέον, δεν βρήκα με το δρόμο για την Γκοντόλιν και δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται αυτή η πόλη. In addition, I did not find the road to Gondolin and we do not know where this city is located. Γιατί μεταφερθήκαμε εδώ από τον αέρα έντρομοι και έκθαμβοι, και ευτυχώς τα μάτια μας ήταν σκεπασμένα”. "Because we were transported here from the air, frightened and dazzled, and fortunately our eyes were covered." Porque fomos trazidos aqui do ar, assustados e espantados, e felizmente os nossos olhos estavam tapados". Τότε ο Τούργκον ικανοποίησε την επιθυμία του και είπε: Then Turgon granted his wish and said: Então Turgon satisfez o seu desejo e disse

“Με τον ίδιο τρόπο που ήρθατε, με τον ίδιο θα φύγετε, αν θέλει ο Θορόντορ. "In the same way you came, in the same way you will leave, if Thorondor wants. "Da mesma forma que vieste, da mesma forma que irás embora, se Thorondor quiser. Θλίβομαι με αυτή την αναχώρηση. I'm sad about this departure. Estou triste com esta partida. Όμως, σε λίγον καιρό, όπως τον μετρούν οι Έλνταρ, μπορεί να συναντηθούμε πάλι”. "But in a short time, as the Eldar counts, we can meet again." Mas daqui a pouco tempo, como os Eldar o contam, podemos voltar a encontrar-nos".

Ο Μαέγκλιν όμως, ο γιος της αδελφής του βασιλιά, που διέθετε ισχύ μέσα στην Γκοντόλιν, δεν λυπήθηκε καθόλου με την αναχώρησή τους. But Mauglin, the son of the king's sister, who wielded power within Gondolin, did not grieve at all when they left. Mas Maeglin, o filho da irmã do rei, que detinha o poder em Gondolin, não teve qualquer pena de os ver partir. Τον ενοχλούσε η εύνοια που τους έδειχνε ο βασιλιάς, γιατί ο ίδιος δεν είχε καμιάν αγάπη για τους Ανθρώπους, και είπε στον Χούριν: He was disturbed by the favor shown to them by the king, because he himself had no love for the People, and said to Hurin: Ficou perturbado com o favor que o rei lhes prestou, pois ele próprio não tinha amor pelo Povo, e disse a Hurin:

“Το έλεος του βασιλιά είναι μεγάλο όσο δεν μπορείς να φανταστείς και μερικοί μπορεί να αναρωτηθούν γιατί αναιρείται ο αυστηρός νόμος για δυο αχρεία παιδιά Ανθρώπων. "The king's mercy is as great as you can imagine, and some may wonder why the strict law for two wicked children of men is being repealed. "A misericórdia do Rei é tão grande como não podeis imaginar, e alguns podem perguntar-se porque é que a lei rigorosa para dois filhos maus de Homens está a ser anulada. Θα ήταν προτιμότερο να μην είχαν άλλη επιλογή και να μείνουν εδώ υπηρέτες μας μέχρι το τέλος της ζωής τους”. It would be better if they had no choice but to stay here as our servants until the end of their lives ". Teria sido melhor se eles não tivessem outra escolha senão ficar aqui como nossos servos para o resto das suas vidas".

“Το έλεος του βασιλιά είναι όντως μεγάλο” απάντησε ο Χούριν. "The king's mercy is indeed great," Hurin replied. "A misericórdia do rei é de facto grande", respondeu Hurin. ”αλλά αν ο λόγος μας δεν αρκεί, τότε θα δώσουμε όρκο”. "But if our word is not enough, then we will take an oath." "mas se a nossa palavra não for suficiente, então faremos um juramento." Και τα αδέλφια ορκίστηκαν να μην αποκαλύψουν ποτέ τα μυστικά του Τούργκον και να κρατήσουν κρυφά όλα όσα είχαν δει στο βασίλειό του. And the brothers vowed never to reveal Turgon's secrets and to keep secret everything they had seen in his kingdom. E os irmãos juraram nunca revelar os segredos de Turgon e guardar segredo de tudo o que tinham visto no seu reino. Μετά έφυγαν και οι Αετοί τους πήραν τη νύχτα και τους άφησαν στο Ντορλόμιν πριν από τα χαράματα. Then they left and the Eagles took them at night and left them in Dorlomin before dawn. Depois partiram e as Águias levaram-nos de noite e deixaram-nos em Dorlomin antes do amanhecer. Οι συγγενείς τους αγαλλίασαν όταν τους είδαν, γιατί οι αγγελιαφόροι από το Μπρέθιλ είχαν φέρει την είδηση ότι τα αδέλφια είχαν χαθεί. Their relatives rejoiced when they saw them, because the couriers from Bretille had brought the news that the brothers were missing. Αλλά αυτά δεν αποκάλυψαν ούτε και στον πατέρα τους ακόμη πού ήταν. But they did not even reveal to their father where he was. Το μόνο που είπαν ήταν ότι τους έσωσαν από την έρημο οι Αετοί και τους έφεραν πίσω στο σπίτι τους. All they said was that the Eagles rescued them from the desert and brought them back home. Αλλά ο Γκάλντορ τους είπε: But Galdor told them:

“Ζούσατε, λοιπόν, ένα χρόνο στην έρημο; Ή σας φιλοξένη σαν οι Αετοί στις φωλιές τους; Παρ' όλα αυτά βρήκατε τροφή και καλά ενδύματα και επιστρέφετε σαν νεαροί πρίγκιπες. “So you lived in the desert for a year? Or host you like the Eagles in their nests? Nevertheless, you found food and good clothes and returned like young princes. όχι σαν περιπλανώμενοι της ερήμου”. not like wanderers in the desert. "

“Αρκέσου, πατέρα”. "Enough, father." είπε ο Χούριν, “στο ότι επιστρέψαμε. said Hurin, “to what we have returned. Γιατί αυτό επιτράπηκε μόνο χάρη σε όρκο σιωπής. Because this was allowed only through an oath of silence. Και αυτός ο όρκος μας δεσμεύει ακόμη”. And this oath still binds us. " Τότε ο Γκάλντορ δεν τους έκανε άλλες ερωτήσεις, αλλά κι αυτός και πολλοί άλλοι κατάλαβαν την αλήθεια. Galdor did not ask them any more questions then, but he and many others understood the truth. Γιατί και ο όρκος σιωπής και οι Αετοί έδειχναν τον Τούργκον, σκέφτηκαν όλοι. Because both the oath of silence and the Eagles showed Turgon, everyone thought.

Έτσι οι μέρες περνούσαν και η σκιά του φόβου του Μόργκοθ μεγάλωνε. So the days passed and the shadow of Morgoth's fear grew. Όμως το τετρακοσιοστό εξηκοστό ένατο έτος μετά την επιστροφή των Νόλντορ στη Μέση-γη αναπτερώθηκαν οι ελπίδες Ξωτικών και Ανθρώπων, καθώς ανάμεσά τους ξαπλώθηκε η φήμη για τα κατορθώματα του Μπέρεν και της Λούθιεν και ο εξευτελισμός του Μόργκοθ πάνω στον ίδιο του το θρόνο στην Άνγκμπαντ, και μερικοί έλεγαν ότι ο Μπέρεν και η Λούθιεν ζουν ακόμη ή ότι έχουν επιστρέψει από τους Νεκρούς. But in the four hundred and sixty-ninth year after the return of the Noldor to Middle-earth, the hopes of the Elves and Humans were revived, as fame spread over them about the exploits of Beren and Luthien and the humiliation of Morgoth on his own throne, and some said that Beren and Luthien were still alive or that they had returned from the Dead. Εκείνη τη χρονιά επίσης τα σχέδια του Μαέδρος είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, και με την αναβίωση της δύναμης των Έλνταρ και των Εντάιν η προέλαση του Μόργκοθ αναχαιτίστηκε και οι Ορκ απωθήθηκαν πίσω στο Μπελέριαντ. That year, too, Maedros' plans were almost complete, and with the resurgence of the Eldar and Edain forces, Morgoth's advance was halted and the Orcs pushed back to Beleriad. Τότε μερικοί άρχισαν να μιλούν για τις νίκες που θα 'ρθουν και για μια επανόρθωση της ήττας στη Μάχη της Μπράγκολλαχ, όταν ο Μαέδρος, διοικώντας τις ενωμένες στρατιές, θα αναγκάσει τον Μόργκοθ να κρυφτεί στα έγκατα της γης και θα σφραγίσει τις Πύλες της Άνγκμπαντ. Then some began to talk about the victories that would come and about a reparation for the defeat at the Battle of Bragollach, when Maedros, commanding the united armies, would force Morgoth to hide in the bowels of the earth and seal the Gates of Ann.

Οι πιο συνετοί όμως ήταν ακόμη ανήσυχοι φοβούνταν ότι ο Μαέδρος είχε αποκαλύψει πρόωρα την αυξανόμενη δύναμή του και ότι ο Μόργκοθ θα είχε έτσι το χρόνο να κάνει σχέδια εναντίον του. But the more prudent were still anxious, fearing that Maedros had prematurely revealed his growing power, and that Morgoth would thus have time to make plans against him. ”Κάποιο καινούργιο κακό θα εκκολάπτεται πάντα στην Άνγκμπαντ, κακό που δεν μπορούν να το φανταστούν τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι”, έλεγαν. "A new evil will always hatch in Angbad, an evil that Elves and Humans cannot imagine," they said. Και το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, για να επαληθευτούν τα λόγια τους, έπεσε άνεμος κακός κάτω από ένα μολυβί ουρανό. And in the autumn of that year, to verify their words, a bad wind fell under a pencil in the sky. Τον ονόμασαν Μοχθηρή Ανάσα γιατί ήταν θανατηφόρος και πολλοί αρρώστησαν και πέθαναν το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς στις βόρειες εκτάσεις που συνορεύουν με τον Ανφάουγκλιθ και τα θύματα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους τα παιδιά ή οι νέοι των οίκων των Ανθρώπων. He was called the Breath of the Dead because he was deadly and many fell ill and died that autumn in the northern areas bordering Anfauglith and the victims were mostly children or young people from the House of People.

Εκείνη τη χρονιά, στην αρχή της άνοιξης, ο Τούριν, ο γιος του Χούριν, ήταν μόνο πέντε ετών και η Ούργουεν η αδελφή του τριών. That year, in the early spring, Turin, Hurin's son, was only five years old and Urwen was the sister of three. Τα μαλλιά της ήταν σαν τα κίτρινα κρίνα της χλόης όταν έτρεχε στα χωράφια και το γέλιο της σαν το εύθυμο κελάρυσμα του ποταμού που κατέβαινε τραγουδώντας από τους λόφους και περνούσε δίπλα από τα τείχη του οίκου του πατέρα της. Her hair was like the yellow lilies of the grass when she ran in the fields and her laughter like the merry purr of the river that descended singing from the hills and passed by the walls of her father's house. Το ποτάμι το έλεγαν Νεν Λάλαϊθ και από αυτό όλοι μέσα στο σπίτι αποκαλούσαν το παιδί Λάλαϊθ και η καρδιά τους ήταν χαρούμενη όταν την είχαν κοντά τους. The river was called Nen Lalaith and from this everyone in the house called the child Lalaith and their hearts were happy when they had her near them.

Τον Τούριν όμως τον αγαπούσαν λιγότερο. But they loved Turin less. Ήταν μελαχρινός σαν τη μητέρα του και έδειχνε ότι θα γίνει σαν κι αυτήν και στη διάθεση, γιατί δεν ήταν εύθυμος και μιλούσε λίγο, αν και έμαθε να μιλά νωρίς και έδειχνε πάντα μεγαλύτερος από τα χρόνια του. He was as dark as his mother and showed that he would become like her and in the mood, because he was not cheerful and spoke little, although he learned to speak early and always looked older than his years. Ο Τούριν δεν ξεχνούσε εύκολα την αδικία ή το χλευασμό. Turin did not easily forget injustice or ridicule. Είχε επίσης μέσα του τη φωτιά του πατέρα του και μπορούσε να γίνει απότομος και άγριος, αλλά λυπόταν εύκολα και τα δεινά ή η θλίψη των πλασμάτων μπορεί να του έφερναν δάκρυα. He also had his father's fire in him and could have become abrupt and savage, but he was easily saddened and the suffering or grief of the creatures could bring him to tears. Ήταν και σ' αυτό σαν τον πατέρα του, γιατί η Μόργουεν ήταν αυστηρή με τους άλλους όσο και με τον εαυτό της. He was like his father, too, because Morgueen was as strict with others as she was with herself. Ο Τούριν αγαπούσε τη μητέρα του, γιατί του φερόταν ντόμπρα και ξεκάθαρα, τον πατέρα του όμως τον έβλεπε ελάχιστα, γιατί ο Χούριν έλειπε συχνά για πολύν καιρό με το στρατό του Φίνγκοv που φρουρούσε τα ανατολικά σύνορα του Χίθλουμ και, όταν γύριζε, η γοργή ομιλία του, γεμάτη παράξενες λέξεις, αστεία και υπονοούμενα, σάστιζε τον Τούριν και του 'φερνε ανησυχία. Turin loved his mother because he was polite and clear, but he rarely saw his father, because Khourin was often absent for a long time with Fingov's army guarding Heathlum's eastern frontier and, when he returned, his quick speech his, full of strange words, funny and implied, confused Turin and brought him anxiety.

Εκείνη την εποχή όλη η ζεστασιά της καρδιάς του ήταν για τη Λάλαϊθ την αδελφή του. At that time all the warmth of his heart was for Lalaith his sister. Αλλά σπάνια έπαιζε μαζί της προτιμούσε να τη φρουρεί κρυμμένος και να την παρακολουθεί να τρέχει στο γρασίδι ή κάτω από τα δέντρα τραγουδώντας τα τραγούδια που τα παιδιά των Εντάιν είχαν φτιάξει πριν από πολύν καιρό, τότε που η γλώσσα των Ξωτικών ήταν ακόμη πρόσφατη στα χείλη τους. But he seldom played with her, preferring to guard her secretly and watch her run on the grass or under the trees singing the songs that the children of Edain had sung long ago, when the language of the Elves was still fresh on their lips. .

“Όμορφη σαν Ξωτικό παιδί είναι η Λάλαϊθ” , έλεγε ο Χούριν στη Μόργουεν. "Lalaith is as beautiful as an elf child," Hurin told Morwen. "Αλλά πιο σύντομη, δυστυχώς. "But shorter, unfortunately. Και γι' αυτό, ακόμη πιο όμορφη ίσως ή πιο αγαπητή”. And for that, even more beautiful or perhaps more beloved ". Και ο Τούριν, ακούγοντας αυτά τα λόγια τα σκεφτόταν, αλλά δεν μπορούσε να τα καταλάβει, γιατί δεν είχε δει ποτέ παιδί Ξωτικών. And Turin, hearing these words, thought of them, but could not understand them, because he had never seen a child of Elves. Εκείνη την εποχή δεν ζούσε κανένας Έλνταρ στη γη του πατέρα του και Ξωτικά είχε δει μόνο μία φορά, όταν ο βασιλιάς Φίνγκον και πολλοί από τους άρχοντές του διέσχισαν το Ντορ-λόμιν και πέρασαν τη γέφυρα του Νεν Λάλαϊθ, αστράφτοντας στα ασημιά και τα λευκά. At that time no Eldar lived on his father's land and the Elves had only been seen once, when King Fingon and many of his lords crossed the Dor-Lomin and crossed the bridge of Nen Lalaith, shining in silver and white.

Μα πριν αλλάξει ο χρόνος βγήκαν αληθινά τα λόγια του πατέρα του. But before the time changed, his father's words came true. Η Μοχθηρή Ανάσα έφτασε στο Ντορ-λόμιν και ο Τούριν αρρώστησε και έμεινε στο κρεβάτι για πολύν καιρό με πυρετό και σκοτεινά όνειρα. Evil Breath reached Dor-Lomin and Turin fell ill and stayed in bed for a long time with fever and dark dreams. Και όταν έγινε καλά, γιατί αυτή ήταν η μοίρα του και η δύναμη της ζωής μέσα του, ρώτησε για τη Λάλαϊθ. And when he was well, because that was his fate and the power of life within him, he asked about Lalaith. Αλλά η παραμάνα του τού απάντησε: But his nanny replied:

“Μην ξαναμιλήσεις για τη Λάλαϊθ, γιε του Χούριν. "Do not talk about Lalaith again, son of Hurin. Κι αν θέλεις νέα της αδελφής σου, της Ούργουεν, πρέπει να ρωτήσεις τη μητέρα σου”. And if you want news from your sister, Urwen, you have to ask your mother. "

Όταν ήρθε να τον δει η Μόργουεν, ο Τούριν της είπε: When Morwen came to see him, Turin told her:

“Δεν είμαι πια άρρωστος και θέλω να δω την Ούργουεν. "I'm not sick anymore and I want to see Urwen. Αλλά γιατί δεν πρέπει να την πω Λάλαϊθ ποτέ ξανά;” But why should I never say Lalaith again? ”

“Γιατί η Ούργουεν πέθανε και το γέλιο σίγασε μέσα σ' αυτό το σπίτι”, του απάντησε η μητέρα του. "Because Urwen died and the laughter subsided in this house," his mother replied. ”Εσύ ζεις όμως, γιε της Μόργουεν. But you live, son of Morwen. Όπως ζει και ο Εχθρός που μας το έκανε αυτό”. As does the Enemy who did this to us ". Δεν προσπάθησε να τον παρηγορήσει, όπως δεν είχε προσπαθήσει να παρηγορήσει και τον εαυτό της, υπομένοντας το πένθος της σιωπηλά και με παγερή καρδιά. She did not try to comfort him, as she had not tried to comfort herself, enduring her mourning silently and with a cold heart. Όμως ο Χούριν πένθησε ανοιχτά και πήρε την άρπα του για να γράψει ένα θρήνο, αλλά δεν μπορούσε κι έσπασε την άρπα και βγαίνοντας έξω σήκωσε το χέρι του προς το Βορρά φωνάζοντας: But Hurin mourned openly and took his harp to write a lament, but he could not and broke the harp and going out he raised his hand to the north shouting:

“Μάστιγα της Μέσης-γης, μακάρι να σ' έβλεπα πρόσωπο με πρόσωπο και να σ' άφηνα ανάπηρο όπως έκανε ο άρχοντάς μου ο Φινγκόλφιν!” "A scourge of Middle-earth, I wish I could see you face to face and leave you crippled like my lord Fingolfin did!"

Τη νύχτα μόνος, ο Τούριν έκλαιγε πικρά. Alone at night, Turin wept bitterly. αν και δεν ανάφερε ποτέ ξανά το όνομα της αδελφής του στη Μόργουεν. although he never mentioned his sister's name in Morwen again. Μόνο σ' ένα φίλο στράφηκε εκείνη την εποχή και σ' αυτόν μίλησε για τη θλίψη του και του είπε πόσο άδειο ήταν τώρα το σπίτι. He only turned to a friend at that time and told him about his grief and told him how empty the house was now. Ήταν ένας υπηρέτης στην υπηρεσία του Χούριν που λεγόταν Σάντορ, κουτσός κι ασήμαντος. He was a servant in Hurin's service called Santor, lame and insignificant. Παλιά ήταν ξυλοκόπος, αλλά από κακοτυχία ή κακό χειρισμό του τσεκουριού έκοψε το δεξί του πόδι και το κομμένο του άκρο συρρικνώθηκε. He used to be a lumberjack, but due to misfortune or mishandling of the ax he cut off his right leg and his severed limb shrank. Ο Τούριν τον έλεγε Λάμπανταλ. Turin called him Labadal. που σημαίνει “Πηδηχτοπόδης”, και το όνομα αυτό δεν δυσαρεστούσε τον Σάντορ γιατί του είχε δοθεί με ευσπλαχνία και όχι χλευαστικά. which means "Leapfrog", and this name did not upset Santor because it was given to him mercifully and not mockingly. Ο Σάντορ δούλευε στα εξωτερικά κτίρια, έφτιαχνε ή διόρθωνε πράγματα μικρής αξίας που ήταν απαραίτητα στο σπίτι γιατί είχε κάποια επιδεξιότητα στην επεξεργασία του ξύλου. Santor worked in outdoor buildings, making or fixing small things that were necessary at home because he had some skill in woodworking. Και ο Τούριν του έφερνε ό,τι του 'λειπε για να μην κουράζεται με το ανάπηρο πόδι του και μερικές φορές του πήγαινε κρυφά κάποιο εργαλείο ή κάποιο κομμάτι ξύλο που έβρισκε παραπεταμένο αν πίστευε ότι μπορεί να φανεί χρήσιμο στο φίλο του. And Turin would bring him what he lacked so that he would not get tired of his crippled leg, and sometimes he would secretly go to a tool or a piece of wood that he would find paralyzed if he thought it might be useful to his friend.

Τότε ο Σάντορ χαμογελούσε, αλλά τον παρακαλούσε να επιστρέψει τα δώρα του εκεί που τα βρήκε. Santor was smiling then, but begged him to return his gifts where he found them.

”Δίνε γενναιόδωρα, αλλά δίνε μόνο πράγματα δικά σου”, του έλεγε. "Give generously, but only give things of your own," she told him. Αντάμειβε όπως μπορούσε την καλοσύνη του παιδιού, σκαλίζοντάς του φιγούρες ανθρώπων και ζώων. Reward as much as he could the kindness of the child, carving figures of people and animals. Αλλά εκείνο που άρεσε περισσότερο στον Τούριν ήταν οι αφηγήσεις του. But what Turin liked most were his stories. Γιατί ο Σάντορ ήταν νέος την εποχή της Μπράγκολλαχ και του άρεσε τώρα να μιλά για κείνο το σύντομο διάστημα της νιότης του πριν από τον ακρωτηριασμό του. Because Santor was young in Braggola's time and now likes to talk about that short period of his youth before his mutilation.

“'Ηταν μεγάλη μάχη, λένε, γιε του Χούριν. "It was a great battle, they say, son of Hurin. Εκείνη τη χρονιά με κάλεσαν στο στρατό από τη δουλειά μου στο δάσος. That year I was drafted into the army from my job in the forest. Αλλά δεν πήρα μέρος στην Μπράγκολλαχ, αλλιώς μπορεί να τραυματιζόμουν πιο τιμημένα. But I did not take part in Bragollach, otherwise I might have been injured more honorably. Γιατί φτάσαμε πολύ αργά και το μόνο που καταφέραμε ήταν να πάρουμε πίσω τη σορό του παλιού άρχοντα, του Χάντορ, που έπεσε φρουρώντας το βασιλιά Φινγκόλφιν. Because we arrived too late and all we could do was take back the body of the old lord, Hador, who had fallen guarding King Fingolfin. Μετά έγινα στρατιώτης και ήμουν πολλά χρόνια στο Έιθελ Σίριον, το μεγάλο οχυρό των βασιλιάδων των Ξωτικών. Then I became a soldier and spent many years at Ethel Sirion, the great stronghold of the Elven kings. Ή μπορεί τώρα να μου φαίνεται ότι ήταν πολλά τα χρόνια, γιατί ήταν βαρετά και πολύ λίγα πράγματα έγιναν που να ξεχωρίζουν. Or it may seem to me now that the years were many, because they were boring and very few things were done that stand out. Όταν έκανε επίθεση ο Μαύρος Βασιλιάς, ήμουν στο Έιθελ Σίριον και ο Γκάλντορ, ο πατέρας του πατέρα σου, ήταν αρχηγός εκεί στη θέση του βασιλιά, σκοτώθηκε σ' εκείνη την επίθεση, και είδα τον πατέρα σου να παίρνει τον τίτλο του και να αναλαμβάνει την αρχηγία, αν και ήταν πολύ νέος. When the Black King attacked, I was in Ethel Sirion and Galdor, your father's father, was a leader there in the king's place, he was killed in that attack, and I saw your father take his title and take over leadership, although he was very young. Μέσα του υπήρχε μια φωτιά που έκανε το ξίφος να καίει στο χέρι του, έλεγαν. There was a fire inside him that made the sword burn in his hand, they said. Πίσω του απωθήσαμε τους Ορκ και από τότε δεν έχουν τολμήσει να πλησιάσουν τα τείχη. We pushed the Orcs behind him and since then they have not dared to approach the walls. Αλίμονο όμως, η αγάπη μου για τη μάχη κορέστηκε, γιατί είχα δει πολύ χυμένο αίμα και πολλά τραύματα και κατάφερα να φύγω για να επιστρέψω στα δάση που λαχταρούσα. Alas, my love for battle was saturated, because I had seen a lot of bloodshed and many wounds and I managed to leave to return to the forests I longed for. Και εκεί τραυματίστηκα. And there I was injured. Γιατί ένας άνθρωπος που τρέχοντας φεύγει μακριά απ' το φόβο του μπορεί να ανακαλύψει ότι απλώς συντόμεψε το δρόμο για να τον συναντήσει”. "Because a man who runs away from his fear may find that he just paved the way to meet him."

Έτσι μιλούσε ο Σάντορ στον Τούριν, καθώς εκείνος μεγάλωνε. This is how Santor spoke to Turin as he grew up. Και ο Τούριν άρχισε να κάνει πολλές ερωτήσεις που ο Σάντορ δυσκολευόταν να απαντήσει. And Turin started asking a lot of questions that Santor had a hard time answering. Σκεφτόταν ότι άλλοι, πιο κοντινοί συγγενείς του Τούριν, θα 'πρεπε να τον διδάξουν γι' αυτά τα πράγματα. He thought that other, closer relatives of Turin would have to teach him these things. Μια μέρα ο Τούριν του είπε: One day Turin said to him:

“Έμοιασε πραγματικά η Λάλαϊθ με παιδί των Ξωτικών όπως έλεγε ο πατέρας μου; Και τι εννοούσε όταν είπε ότι ήταν πιο σύντομη;” "Did Lalaith really look like a child of the Elves as my father used to say? And what did he mean when he said it was shorter? ”

“Έμοιασε πολύ”, απάντησε ο Σάντορ, “γιατί στα πρώτα χρόνια τους τα παιδιά των Ανθρώπων και των Ξωτικών μοιάσουν. "It looked a lot alike," Santor replied, "because in their early years the children of Humans and Elves looked alike. Αλλά τα παιδιά των Ανθρώπων μεγαλώνουν πιο γρήγορα και η νιότη τους περνάει γοργά. But the children of Humans grow up faster and their youth passes quickly. Αυτή είναι η μοίρα μας”. That's our destiny. "

Τότε ο Τούριν τον ρώτησε: Then Turin asked him:

“Τι είναι μοίρα;” "What is fate?"

“ Για τη μοίρα των Ανθρώπων” , είπε ο Σάντορ, “πρέπει να ρωτήσεις εκείνους που είναι πιο σοφοί από τον Λάμπανταλ. "For the fate of the people," said Santor, "you must ask those who are wiser than Labadal." Όμως, είναι φανερό σε όλους ότι φθειρόμαστε γρήγορα και πεθαίνουμε. But it is obvious to everyone that we wear out quickly and die. Και πολλοί πεθαίνουν ακόμη πιο γρήγορα από κακοτυχία. And many die even faster from misfortune. Τα Ξωτικά όμως δεν φθείρονται και δεν πεθαίνουν, παρά μόνο από μεγάλο τραύμα. But the Elves do not wear out and do not die, except from a great wound. Από τα τραύματα και τα δεινά που τσακίζουν τους Ανθρώπους τα Ξωτικά θεραπεύονται. From the wounds and afflictions that crush the Humans the Elves are healed. Και ακόμη και όταν καταστρέφεται το σώμα τους, επιστρέφουν ξανά, λένε μερικοί. And even when their bodies are destroyed, they come back again, some say. Μ' εμάς δεν είναι έτσι”. It is not like that with us ".

“Δηλαδή η Λάλαϊθ δεν θα ξαναγυρίσει;” είπε ο Τούριν. "So Lalaith will not return?" said Turin. ”Πού πήγε;” "Where did it go;"

“Δεν θα ξαναγυρίσει”, απάντησε ο Σάντορ. "He will not return," Santor replied. ”Αλλά το πού πήγε δεν το ξέρει κανείς. "But no one knows where he went. Ή τουλάχιστον δεν το ξέρω εγώ”. Or at least I do not know. "

“Έτσι ήταν πάντα; Ή μήπως υποφέρουμε από κάποια κατάρα του φαύλου Βασιλιά σαν τη Μοχθηρή Ανάσα;” "Has it always been that way? Or do we suffer from a curse of the wicked King like the Wicked Breath? ”

“Δεν ξέρω. "I do not know. Υπάρχει ένα σκοτάδι πίσω μας, από το οποίο έχουν διασωθεί ελάχιστες αφηγήσεις. There is a darkness behind us, from which few narratives have survived. Οι πατέρες των πατέρων μας μπορεί να είχαν πράγματα να πουν, αλλά δεν τα είπαν. Our fathers' fathers may have had things to say, but they did not say them. Ακόμη και τα ονόματά τους έχουν ξεχαστεί. Even their names have been forgotten. Τα βουνά στέκουν ανάμεσα σ' εμάς και τη ζωή που άφησαν πίσω τους οι πρόγονοί μας φεύγοντας για να σωθούν ποιος ξέρει από τι”. The mountains stand between us and the life that our ancestors left behind, leaving to be saved who knows what ".

“Φοβούνταν;” ρώτησε ο Τούριν. "Were they afraid?" Turin asked.

“Μπορεί” , είπε ο Σάντορ. "Maybe," Santor said. ”Μπορεί να φύγαμε από φόβο για το Σκοτάδι, για να το βρούμε πάλι εδώ μπροστά μας, και να μην έχουμε πια πουθενά να διαφύγουμε πέρα από τη Θάλασσα”. "We may have left for fear of the Dark, to find it here again in front of us, and to have nowhere else to escape beyond the Sea."

“Δεν φοβόμαστε πια”, είπε ο Τούριν, ”Δεν φοβόμαστε όλοι. "We are not afraid anymore," Turin said. "We are not all afraid. Ο πατέρας μου δεν φοβάται και δεν θα φοβάμαι κι εγώ. My father is not afraid and I will not be afraid either. Ή τουλάχιστον θα φοβάμαι και δεν θα το δείχνω, όπως η μητέρα μου”. Or at least I'll be scared and not show it, like my mother. "