1. Το αγόρι που σώθηκε (2)
Στο μεταξύ, σε κάποια εσωτερική του τσέπη, ο Ντάμπλντορ είχε βρει αυτό που έψαχνε. Φαινόταν να είναι κάτι σαν ασημένιος αναπτήρας, σβηστήρα θα τον λέγαμε καλύτερα. Τον άνοιξε, τον σήκωσε ψηλά, έστριψε τη μικρή ρόδα κι αμέσως το πιο κοντινό φανάρι του δρόμου έσβησε με ένα μικρό «ποπ». Ο Ντάμπλντορ πάτησε πάλι το σβηστήρα του και το αμέσως επόμενο φανάρι έσβησε κι αυτό με τον ίδιο μικρό ήχο. Άλλες δώδεκα φορές έκανε το ίδιο, ώσπου τα μόνα φώτα που απέμειναν στο δρόμο, ήταν οι μικρές λάμψεις από τα μάτια της γάτας, που συνέχιζε να τον κοιτάζει ακίνητη. Έτσι, τώρα, όποιος κοιτούσε απ' το παράθυρό του, ακόμη κι αν επρόκειτο για την κυρία Ντάρσλι, που είχε το πιο διαπεραστικό βλέμμα, δε θα μπορούσε να δει τι γινόταν στα πεζοδρόμια της οδού Πριβέτ. Ικανοποιημένος, ο Ντάμπλντορ έκρυψε το μαγικό σβηστήρα κάτω απ' το μανδύα του και ξεκίνησε αποφασιστικά για το σπίτι με τον αριθμό 4. Φτάνοντας, κάθισε στο χαμηλό φράχτη, δίπλα στη γάτα. Δεν την κοίταξε, αλλά σε λίγο της μίλησε.
«Τι ευχάριστη έκπληξη να σε συναντήσω εδώ, αγαπητή μου καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ!» είπε.
Γύρισε για να χαμογελάσει στη γάτα, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί. Στη θέση της στεκόταν μια γυναίκα μ' αυστηρή έκφραση, που φορούσε γυαλιά με τετράγωνους φακούς, ακριβώς στο σχήμα που είχαν τα μαύρα σημάδια στο πρόσωπο της γάτας. Κι εκείνη φορούσε μανδύα, αλλά σε χρώμα τιρκουάζ, και τα μαύρα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω σε σφιχτό κότσο. Η έκφραση της έδειχνε πως ήταν ενοχλημένη.
«Πώς το κατάλαβες πως ήμουν εγώ;» ρώτησε.
«Αγαπητή μου καθηγήτρια! Ποτέ δεν έχω ξαναδεί γάτα να κάθεται τόσο ακίνητη...»
«Θα ήσουν κι εσύ ακίνητος σαν μαρμαρωμένος, αν είχες καθίσει σ' έναν πέτρινο τοίχο μια ολόκληρη μέρα!» αποκρίθηκε η ΜακΓκόναγκαλ.
«Όλη μέρα; Επάνω στον τοίχο; Και γιατί, παρακαλώ, ενώ θα μπορούσες να γιορτάζεις κι εσύ μαζί με τους άλλους; Διασταυρώθηκα με αρκετές εύθυμες παρέες καθώς ερχόμουν εδώ...»
Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ ρούφηξε θυμωμένη τη μύτη της.
«Α, ναι, όλοι το γιορτάζουν, βέβαια!» αποκρίθηκε ανυπόμονα. «Θα περίμενε κανείς να είναι περισσότερο προσεκτικοί. Αλλά όχι. Ακόμη κι οι χαζοί Μαγκλ πρόσεξαν πως κάτι τρέχει! Το είπαν, μάλιστα, και στις ειδήσεις τους». Με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού, έδειξε το παράθυρο του σκοτεινού σαλονιού στο σπίτι των Ντάρσλι. «Κοπάδια από κουκουβάγιες... διάττοντες αστέρες... Ας μην ξεχνάμε πως οι Μαγκλ δεν είναι κι εντελώς ηλίθιοι. Αργά ή γρήγορα κάτι θα πρόσεχαν. Αυτοί οι διάττοντες αστέρες ήταν στο Κεντ. Στοιχηματίζω λοιπόν πως είναι δουλειά του Δαίδαλου Ντιγκλ: Ποτέ δεν τα κατάφερε να συγκρατηθεί!»
«Δεν πρέπει να τους αδικείς τόσο πολύ», είπε μαλακά ο Ντάμπλντορ. «Μην ξεχνάς πως δεν είχαμε τίποτα να γιορτάσουμε τα τελευταία έντεκα χρόνια...»
«Το ξέρω αυτό», αποκρίθηκε νευριασμένη η καθηγήτρια. «Δεν είναι, όμως, λόγος να χάσουμε κι εντελώς την ψυχραιμία μας. Οι δικοί μας φέρονται εντελώς απρόσεκτα: έξω στους δρόμους με το φως της ημέρας, ούτε καν φορώντας τα ρούχα των Μαγκλ... να κουτσομπολεύουν στις γωνίες!»
Η καθηγήτρια σταμάτησε κι έριξε ένα λοξό βλέμμα στον Ντάμπλντορ, σαν να περίμενε να της πει κάτι. Καθώς εκείνος δε μιλούσε, συνέχισε: «Το φαντάζεσαι, απ' την πρώτη κιόλας μέρα που ο Ξέρεις-Ποιος εξαφανίστηκε, οι Μαγκλ να μάθουν τα πάντα για όλους εμάς! Τουλάχιστον, Ντάμπλντορ, ελπίζω ο Ξέρεις-Ποιος να έχει πραγματικά εξαφανιστεί...»
«Όλα δείχνουν πως ναι», αποκρίθηκε εκείνος. «Κι έχουμε σοβαρούς λόγους να είμαστε τόσο ενθουσιασμένοι. Μήπως θέλεις μια καραμέλα λεμόνι;»
«Μια... τι;»
«Μια καραμέλα λεμόνι. Είναι μια λιχουδιά των Μαγκλ που πολύ μ' αρέσει...»
«Όχι, ευχαριστώ», είπε στεγνά η καθηγήτρια, σαν να ήθελε να δείξει πως η στιγμή δεν της φαινόταν κατάλληλη για καραμέλες λεμόνι. «Όπως έλεγα, όμως, ακόμη κι αν ο Ξέρεις-Ποιος έχει πραγματικά εξαφανιστεί...»
«Αγαπητή μου καθηγήτρια», τη διέκοψε ο Ντάμπλντορ, «είμαι σίγουρος πως ένα τόσο λογικό πλάσμα σαν εσένα δε θα πρέπει να δυσκολεύεται να τον πει με το αληθινό του όνομα; Όλα αυτά τα "Ξέρεις-Ποιος" είναι ανοησίες. Εδώ κι έντεκα ολόκληρα χρόνια προσπαθώ να πείσω τους δικούς μας να τον λένε με το πραγματικό του όνομα: Βόλντεμορτ!»
Στο άκουσμα του ονόματος, η καθηγήτρια έκανε μια τρομαγμένη κίνηση προς τα πίσω, αλλά ο Ντάμπλντορ, που ξεδίπλωνε άλλη μια καραμέλα λεμόνι, δε φάνηκε να το προσέχει.
«Δημουργείται τόση σύγχυση όταν λέμε ο Ξέρεις-Ποιος κι άλλα παρόμοια», συνέχισε σ Ντάμπλντορ. «Εγώ, προσωπικά, δε βρήκα ποτέ τον παραμικρό λόγο να μην τον λέω με το όνομα του: Βόλντεμορτ».
«Το ξέρω αυτό», αποκρίθηκε η καθηγήτρια κι ο τόνος της φωνής της έδειχνε αγανάκτηση ανάκατη με θαυμασμό. «Εσύ, όμως, είσαι διαφορετικός. Όλοι ξέρουν πως ήσουν ο μόνος τον οποίον ο Ξέρεις-Ποιος... εντάξει, ο Βόλντεμορτ, φοβόταν!»
«Με κολακεύεις», αποκρίθηκε ψύχραιμα ο Ντάμπλντορ. «Ο Βόλντεμορτ έχει δύναμη που εγώ δε θ' αποκτήσω ποτέ».
«Μόνο επειδή είσαι μεγαλόψυχος και δε θέλεις να την αποκτήσεις...»
«Ευτυχώς που είναι σκοτάδι», παρατήρησε ο Ντάμπλντορ. «Γιατί έχω γίνει κατακόκκινος κι αυτό έχει να μου συμβεί από τότε που η κυρία Πόμφρι μου είπε πόσο της άρεσε ο σκούφος μου...»
Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έριξε άλλη μια διαπεραστική ματιά στον Ντάμπλντορ και μετά είπε: «Οι κουκουβάγιες δεν είναι τίποτα μπροστά στις φήμες που πετάνε ένα γύρω. Ξέρεις τι λένε όλοι, σχετικά με το γιατί εξαφανίστηκε ο Βόλντεμορτ; Δηλαδή, τι ήταν αυτό που τελικά τον σταμάτησε;»
Ήταν φανερό τώρα πως η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ είχε πια φτάσει ακριβώς στο σημείο το οποίο ήθελε να κουβεντιάσει, στο λόγο που την είχε κάνει να καθίσει επάνω σ' ένα σκληρό φράχτη μια ολόκληρη μέρα, γιατί ποτέ, ούτε σαν γάτα ούτε σαν γυναίκα, δεν είχε κοιτάξει τον Ντάμπλντορ με τόσο διαπεραστικό βλέμμα. Ήταν επίσης φανερό πως δε σκόπευε να πιστέψει αυτά που έλεγαν όλοι, αν ο Ντάμπλντορ δεν τη βεβαίωνε πως ήταν αλήθεια. Εκείνος, όμως, ξεδίπλωνε άλλη μια καραμέλα λεμόνι και δεν απαντούσε.
«Όλοι λένε», συνέχισε η καθηγήτρια, «πως χθες βράδυ ο Βόλντεμορτ εμφανίστηκε ξαφνικά στη συνοικία Γκόντρικ. Πως πήγε εκεί για να βρει τους Πότερ. Οι φήμες λένε πως η Λίλι κι ο Τζέιμς Πότερ είναι... είναι... νεκροί».
Ο Ντάμπλντορ χαμήλωσε σιωπηλά το κεφάλι του. Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έπνιξε με δυσκολία ένα επιφώνημα τρόμου.
«Η Λίλι κι ο Τζέιμς...» είπε. «Δεν μπορώ να το πιστέψω... Δε θέλω να το πιστέψω! Αχ, Άλμπους!...»
Ο Ντάμπλντορ άπλωσε το χέρι του και τη χάιδεψε απαλά στον ώμο. «Ξέρω... ξέρω...» είπε θλιμμένα.
Η φωνή της καθηγήτριας έτρεμε, καθώς συνέχιζε: «Άκουσα όμως κι άλλες φήμες... Λένε πως ο Βόλντεμορτ προσπάθησε να σκοτώσει και το γιο των Πότερ, τον Χάρι. Αλλά δεν τα κατάφερε! Δεν μπόρεσε να σκοτώσει αυτό το μικρό αγόρι... Κανείς δεν ξέρει το πώς και το γιατί, αλλά όλοι λένε πως, από τη στιγμή που δεν μπόρεσε να σκοτώσει τον Χάρι Πότερ, ο Βόλντεμορτ έχασε τη δύναμή του! Και γι αυτό εξαφανίστηκε».
Ο Ντάμπλντορ ένευσε καταφατικά με το κεφάλι.
«Είναι... είναι αλήθεια;» ρώτησε τρέμοντας η καθηγήτρια. «Μετά απ' όσα έκανε... τους ανθρώπους που σκότωσε... ο Βόλντεμορτ δεν κατάφερε να σκοτώσει αυτό το αγοράκι; Είναι απίστευτο... το μόνο πλάσμα που μπόρεσε να τον σταματήσει!... Μα πώς σώθηκε ο Χάρι;»
«Μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ».
Η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ έβγαλε ένα δαντελένιο μαντιλάκι και σκούπισε τα μάτια της κάτω από τα γυαλιά. Ο Ντάμπλντορ αναστέναξε βαθιά, ενώ έβγαλε απ' την τσέπη του ένα μεγάλο χρυσό ρολόι και το κοίταξε. Ήταν ένα πολύ περίεργο ρολόι, γιατί είχε δώδεκα δείκτες και καθόλου αριθμούς. Στη θέση των αριθμών υπήρχαν μικροί πλανήτες. Παρ' όλ' αυτά, τουλάχιστον ο Ντάμπλντορ θα πρέπει να έβγαζε νόημα, γιατί το έβαλε στην τσέπη του και είπε: «Ο Χάγκριντ άργησε. Φαντάζομαι πως αυτός θα σου είπε ότι απόψε θα 'ρχόμουν εδώ».
«Ναι», αποκρίθηκε η καθηγήτρια. «Κι εγώ φαντάζομαι πως δε σκοπεύεις να μου πεις για ποιο λόγο βρίσκεσαι απόψε εδώ;»
«Και βέβαια θα σου πω. Ήρθα για να φέρω τον Χάρι στο θείο και τη θεία του. Τώρα πια είναι οι μόνοι συγγενείς που έχει».
«Δεν μπορεί να εννοείς... αποκλείεται να εννοείς αυτούς που μένουν εδώ!» φώναξε η ΜακΓκόναγκαλ, ενώ πεταγόταν όρθια κι έδειχνε με τεντωμένο δάχτυλο το σπίτι με τον αριθμό 4. «Ντάμπλντορ, αυτό δεν πρέπει να το κάνεις! Δεν είχα τι άλλο να κάνω και τους παρακολούθησα όλη μέρα. Δύσκολα θα μπορούσες να βρεις δυο ανθρώπους που να μη μοιάζουν καθόλου μ' εμάς! Κι έχουν κι ένα γιο... ένα γιο που δεν περιγράφεται! Όταν τον έβγαλε βόλτα η μητέρα του, ούρλιαζε συνέχεια και χτυπιόταν για να του πάρει γλυκά. Ο Χάρι Πότερ να 'ρθει να ζήσει εδώ;»
«Είναι το καλύτερο μέρος γι αυτόν», αποκρίθηκε ψύχραιμα ο Ντάμπλντορ. «Αργότερα, όταν μεγαλώσει λίγο, ο θείος κι η θεία του θα μπορέσουν να του τα εξηγήσουν όλα. Τους έχω γράψει ένα γράμμα».
«Γράμμα;» επανέλαβε η καθηγήτρια, ενώ καθόταν πάλι στο φράχτη. «Αλήθεια, Ντάμπλντορ, φαντάζεσαι πως όλη αυτή η ιστορία μπορεί να εξηγηθεί μ' ένα γράμμα; Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δε θα μπορέσουν να καταλάβουν τον Χάρι. Θα είναι διάσημος... θα γίνει θρύλος... Εγώ, προσωπικά, δε θα παραξενευτώ καθόλου, αν η σημερινή μέρα καθιερωθεί σαν Ημέρα Χάρι Πότερ! Θα γραφτούν βιβλία γι' αυτόν και κάθε παιδί στον κόσμο μας θα ξέρει τ' όνομα του!»
«Ακριβώς!» τη διέκοψε ο Ντάμπλντορ, κοιτάζοντάς την αυστηρά πάνω απ' τους μισούς φακούς των γυαλιών του. «Κι όλα αυτά είναι κάτι περισσότερο από αρκετά, για να πάρουν αέρα τα μυαλά κάθε μικρού αγοριού. Ο Χάρι θα γίνει διάσημος προτού καν μπορέσει να μιλήσει και να περπατήσει! Διάσημος για κάτι που δε θα μπορεί ούτε να θυμηθεί! Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι καλύτερα γι' αυτόν να μεγαλώσει μακριά απ' όλα αυτά, ώσπου να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει με ψυχραιμία;»
Η καθηγήτρια άνοιξε το στόμα της, άλλαξε γνώμη, ξεροκατάπιε και είπε: «Ναι... ναι, βέβαια, έχεις δίκιο. Πώς, όμως, θα 'ρθει εδώ ο μικρός, Ντάμπλντορ;» Κι έριξε μια ματιά γεμάτη υποψία στο μανδύα του, σαν να έλεγε πως ο Χάρι ήταν κρυμμένος κάτω απ' αυτόν.
«Ο Χάγκριντ θα τον φέρει».
«Το βρίσκεις σωστό να εμπιστευθείς στον Χάγκριντ κάτι τόσο σημαντικό;»
«Θα εμπιστευόμουν στον Χάγκριντ ακόμα και τη ζωή μου».
«Δε λέω πως δεν έχει τις καλύτερες προθέσεις», παραδέχθηκε απρόθυμα η καθηγήτρια, «αλλά ο Χάγκριντ είναι συχνά απρόσεκτος. Έχει τη συνήθεια να... Α! Τι ήταν αυτό;»
Κάτι σαν σιγανό μουγκρητό είχε σπάσει τη σιωπή γύρω τους. Άρχισε να δυναμώνει, καθώς κι οι δυο κοιτούσαν δεξιά κι αριστερά στο δρόμο, προσπαθώντας να διακρίνουν τα φώτα κάποιου αμαξιού που πλησίαζε. Το μουγκρητό δυνάμωνε. Τώρα ήταν φανερό πως ερχόταν από πάνω. Καθώς κι οι δυο σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά, μια τεράστια μοτοσικλέτα φάνηκε να αιωρείται στον αέρα. Άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα και φρενάρισε μπροστά τους.
Η μοτοσικλέτα ήταν τεράστια, αλλά ο οδηγός της ακόμη πιο τεράστιος. Ήταν τουλάχιστον δυο φορές πιο ψηλός από έναν κανονικό άνθρωπο και πέντε φορές πιο φαρδύς. Κι ήταν όχι μόνο τεράστιος, αλλά κι άγριος στην όψη, με τα μακριά και μπερδεμένα μαύρα μαλλιά και γένια του, που έκρυβαν σχεδόν όλο το πρόσωπό του, τις παλάμες του μεγάλες σαν φτυάρια και τα πόδια του, μέσα σε μαύρες μπότες, να μοιάζουν σαν μικρά δελφίνια. Στα χοντρά και μυώδη μπράτσα του κρατούσε ένα δέμα τυλιγμένο σε κουβέρτα.
«Χάγκριντ!», είπε μ' ανακούφιση ο Ντάμπλντορ. «Επιτέλους! Και πού βρήκες αυτή τη μοτοσικλέτα;»
«Τη δανείστηκα, καθηγητή Ντάμπλντορ», αποκρίθηκε ο γίγαντας, ξεκαβαλικεύοντας προσεκτικά. «Ο νεαρός Σείριος Μπλακ μου τη δάνεισε. Όσο για το μικρό, σας τον έφερα».
«Χωρίς προβλήματα, ελπίζω;»
«Χωρίς, κύριε. Το σπίτι ήταν σχεδόν κατεστραμμένο, αλλά κατάφερα να τον βγάλω απ' τα ερείπια προτού έρθουν οι Μαγκλ. Κι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου, καθώς πετούσαμε πάνω απ' το Μπρίστολ».
Ο Ντάμπλντορ κι η καθηγήτρια έσκυψαν μαζί πάνω απ' το δέμα με τις κουβέρτες. Μέσα μόλις διακρινόταν ένα αρσενικό μωρό, βαθιά κοιμισμένο. Στο μέτωπό του, κάτω από ένα τσουλούφι κατάμαυρα μαλλιά, φαινόταν καθαρά ένα σημάδι με περίεργο σχήμα, σαν κεραυνός!
«Εκεί τον...;» ρώτησε η καθηγήτρια.
«Ναι», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Θα έχει αυτό το σημάδι για πάντα».
«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, Ντάμπλντορ;»
«Και να μπορούσα, δε θα το έκανα. Τα σημάδια είναι καμιά φορά χρήσιμα. Κι εγώ έχω ένα πάνω στο αριστερό μου γόνατο, που είναι ένας τέλειος χάρτης του μετρό του Λονδίνου. Λοιπόν, δώσ' τον μου τώρα, Χάγκριντ. Καλύτερα να τελειώνουμε μ' αυτή την υπόθεση».
Ο Ντάμπλντορ πήρε τον κοιμισμένο Χάρι στην αγκαλιά του και γύρισε προς το σπίτι των Ντάρσλι.
«Επιτρέπεται να... μπορώ να τον αποχαιρετήσω;» ρώτησε διστακτικά ο Χάγκριντ.
Μετά έσκυψε το τεράστιο κι αχτένιστο κεφάλι του επάνω στο μωρό και του 'δωσε ένα απαλό φιλί. Ταυτόχρονα άφησε να του ξεφύγει ένα δυνατό μουγκρητό, σαν του λαβωμένου σκυλιού.
«Σςςς!» τον μάλωσε ψιθυριστά ο Ντάμπλντορ. «Θα ξυπνήσεις τους Μαγκλ!»
«Σ-σ-συγγνώμη» τραύλισε κλαίγοντας ο Χάγκριντ, καθώς σκούπιζε το πρόσωπό του μ' ένα τεράστιο καρό μαντίλι. «Αλλά δεν... δεν το αντέχω! Ο καημένος ο Τζέιμς... και η Λίλι... νεκροί... κι ο ορφανός Χάρι να ζήσει με τους Μαγκλ!...»
«Ναι, ναι, πολύ δυσάρεστο... Αλλά σύνελθε, Χάγκριντ, γιατί θα μας προδώσεις», ψιθύρισε η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ χτυπώντας τον παρηγορητικά στον ώμο, ενώ ο Ντάμπλντορ δρασκέλιζε το χαμηλό φράχτη και προχωρούσε για την εξώπορτα του σπιτιού των Ντάρσλι. Φτάνοντας εκεί, ακούμπησε απαλά τον Χάρι στο σκαλοπάτι, έβγαλε έναν κλειστό φάκελο απ' το μανδύα του, τον στερέωσε ανάμεσα στις κουβέρτες και ξαναγύρισε κοντά στους άλλους δύο. Για ένα ολόκληρο λεπτό κι οι τρεις έμειναν ακίνητοι, κοιτάζοντας το μικρό δέμα. Οι ώμοι του Χάγκριντ τραντάζονταν από σιωπηλούς λυγμούς. Η καθηγήτρια ανοιγόκλεινε συνέχεια τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυα κι η ζωηρή λάμψη στο βλέμμα του Ντάμπλντορ είχε εξαφανισθεί.
«Λοιπόν», είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ, «έγινε κι αυτό. Δεν υπάρχει πια λόγος να μένουμε άλλο εδώ. Πάμε καλύτερα να βρούμε αυτούς που το γιορτάζουν ακόμη...»
«Ναι, βέβαια», συμφώνησε βραχνά ο Χάγκριντ. «Εγώ, όμως, δεν μπορώ να 'ρθω. Πρέπει να πάω πίσω τη μοτοσικλέτα του Σείριος... Καληνύχτα, κυρία καθηγήτρια... Καληνύχτα, καθηγητή Ντάμπλντορ...»
Σκουπίζοντας για άλλη μια φορά τα βουρκωμένα μάτια του με το μανίκι του, ο Χάγκριντ καβάλησε τη μοτοσικλέτα κι έβαλε μπροστά τη μηχανή. Μ' ένα δυνατό μουγκρητό, η μοτοσικλέτα υψώθηκε στον αέρα και σε λίγο χάθηκε στο σκοτεινό ουρανό.
«Θα τα ξαναπούμε σύντομα, καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ», είπε ο Ντάμπλντορ.
Αντί για άλλη απάντηση, εκείνη ένευσε καταφατικά με το κεφάλι.
Ο Ντάμπλντορ γύρισε κι άρχισε να προχωρεί προς το βάθος του δρόμου. Όταν έφτασε στη γωνία, έβγαλε απ' την τσέπη του τον ασημένιο σβηστήρα. Τον πάτησε μια φορά και δώδεκα λάμπες άναψαν αμέσως, έτσι που η οδός Πριβέτ φωτίστηκε κι εκείνος πρόλαβε να δει μια γκρίζα γάτα να εξαφανίζεται πίσω απ' την άλλη γωνία. Το δέμα με τις κουβέρτες διακρινόταν καθαρά στο σκαλοπάτι του σπιτιού με τον αριθμό 4.
«Καλή τύχη, Χάρι», μουρμούρισε ο Ντάμπλντορ. Μετά γύρισε, τίναξε προς τα πίσω το μανδύα του κι εξαφανίστηκε.
Μια ανάλαφρη αύρα κούνησε τις άκρες των φύλλων στους θάμνους των κήπων όλων των σπιτιών της οδού Πριβέτ, ενός ήσυχου, συνοικιακού δρόμου, όπου κανείς δε θα περίμενε ποτέ να συμβούν ασυνήθιστα πράγματα. Ο μικρός Χάρι Πότερ άλλαξε πλευρό μέσα στις κουβέρτες του, αλλά χωρίς να ξυπνήσει. Το μικρό χεράκι του ακούμπησε το γράμμα και το έσφιξε δυνατά, ενώ συνέχισε να κοιμάται χωρίς να ξέρει πως ήταν ξεχωριστός, πως ήταν διάσημος· χωρίς να ξέρει πως σε λίγες ώρες θα ξυπνούσε απ' την κραυγή τρόμου της κυρίας Ντάρσλι καθώς θ' άνοιγε την εξώπορτα για να πάρει μέσα την εφημερίδα και χωρίς — ευτυχώς — να ξέρει πως θα περνούσε τα επόμενα δέκα χρόνια με τις τσιμπιές και τις κλοτσιές του εξαδέλφου του Ντάντλι... Αλλά, προπαντός, χωρίς να ξέρει πως εκείνη τη στιγμή σ' όλα τα μέρη της χώρας άνθρωποι που είχαν συναντηθεί κρυφά, σήκωναν ψηλά τα ποτήρια τους κι έλεγαν: «Στην υγειά του Χάρι Πότερ, του παιδιού που σώθηκε!»