×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

1 - Ο Χάρι Πότερ και η Φιλοσοφική Λίθος (AudioBookWorms), 1. Το αγόρι που σώθηκε (1)

1. Το αγόρι που σώθηκε (1)

Ο κύριος και η κυρία Ντάρσλι, που έμεναν στο νούμερο 4 της οδού Πριβέτ, έλεγαν συχνά, και πάντα με υπερηφάνεια, πως ήταν απόλυτα φυσιολογικοί άνθρωποι, τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. Ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να δει ανακατεμένους σε κάτι παράξενο ή μυστήριο, απλώς και μόνο γιατί και οι ίδιοι πίστευαν πως δεν υπήρχαν αληθινά τέτοιες ανοησίες στη ζωή.

Ο κύριος Ντάρσλι ήταν ο διευθυντής ενός εργοστασίου με το όνομα «Γκράνινγκς», το οποίο έφτιαχνε γεωτρύπανα. Ήταν ένας ψηλός και χοντρός άντρας χωρίς καθόλου λαιμό, όμως είχε ένα πραγματικά τεράστιο μουστάκι. Η κυρία Ντάρσλι ήταν ξανθή και αδύνατη κι ο δικός της λαιμός ήταν δυο φορές πιο μακρύς απ' τους συνηθισμένους, κάτι πολύ χρήσιμο γι' αυτή, αφού περνούσε τις περισσότερες ώρες της κρυφοκοιτάζοντας πάνω από φράχτες και κατασκοπεύοντας τους γείτονες. Οι Ντάρσλι είχαν ένα μικρό γιο, τον Ντάντλι, και πίστευαν πως ήταν το καλύτερο αγόρι σ' όλο τον κόσμο.

Οι Ντάρσλι είχαν όλα όσα θα ήθελαν στη ζωή. Είχαν όμως κι ένα μυστικό κι ο μεγαλύτερος φόβος τους ήταν πως κάποιος θα το μάθαινε. Κι οι δυο ήταν απόλυτα σίγουροι πως δε θα το άντεχαν, αν κάποιος μάθαινε για τους Πότερ. Η κυρία Πότερ ήταν η αδελφή της κυρίας Ντάρσλι, είχαν όμως να συναντηθούν αρκετά χρόνια. Η αλήθεια ήταν πως η κυρία Ντάρσλι παρίστανε πως δεν είχε αδελφή, γιατί η αδελφή της κι ο ανεπρόκοπος ο άντρας της ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους Ντάρσλι. Οι Ντάρσλι ένιωθαν ρίγη φρίκης και μόνο στη σκέψη πως οι Πότερ μπορεί να έρχονταν στη γειτονιά τους. Ήξεραν πως κι οι Πότερ είχαν ένα μικρό γιο, αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ στη ζωή τους. Αυτό το αγόρι ήταν ένας ακόμη λόγος για να κρατούν τους Πότερ σε απόσταση. Δεν ήθελαν ο γιος τους, ο Ντάντλι, να κάνει παρέα μ' ένα τέτοιο παιδί.

'Οταν ο κύριος κι η κυρία Ντάρσλι ξύπνησαν εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό μιας Τρίτης, όπου και αρχίζει η ιστορία μας, δεν υπήρχε γύρω τους το παραμικρό σημάδι που να δείχνει πως, σύντομα, παράξενα και μυστηριώδη πράγματα θα συνέβαιναν σ' ολόκληρη τη χώρα. Ο κύριος Ντάρσλι σιγοσφύριζε καθώς διάλεγε την πιο άχρωμη γραβάτα του να φορέσει για το γραφείο κι η κυρία Ντάρσλι κουτσομπόλευε με τη συνηθισμένη της άνεση, καθώς έβαζε το γιο της, που στρίγκλιζε, στο καρεκλάκι του κοντά στο τραπέζι, για το πρωινό.

Κανείς τους δεν πρόσεξε μια μεγάλη καστανόχρωμη κουκουβάγια να φτερουγίζει έξω απ' το παράθυρο.

Στις οκτώμισι ακριβώς ο κύριος Ντάρσλι πήρε το χαρτοφύλακα του, φίλησε τη γυναίκα του στο μάγουλο και προσπάθησε να φιλήσει και το γιο του, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Ντάντλι έκανε τώρα νάζια και πετούσε την κρέμα του ένα γύρω. «Γλυκό παλιόπαιδο», μουρμούρισε περήφανα ο κύριος Ντάρσλι καθώς έβγαινε από το σπίτι. Μετά μπήκε στο αμάξι του και βγήκε με την όπισθεν απ' το γκαράζ του σπιτιού.

Ο κύριος Ντάρσλι είχε φτάσει στη γωνία του δρόμου, όταν πρόσεξε το πρώτο σημάδι από κάτι περίεργο: μια γάτα, που κοιτούσε σ' έναν ανοιχτό χάρτη! Για μια μονάχα στιγμή, ο κύριος Ντάρσλι δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν αυτό που είχε δει. Μετά γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω, για να κοιτάξει πάλι. Μια γκρίζα γάτα στεκόταν πραγματικά στη γωνία της οδού Πριβέτ, αλλά ο χάρτης δε φαινόταν πουθενά. Πώς του είχε περάσει η ιδέα πως τον είχε δει; Κάποιο παιχνίδισμα απ' το φως θα ήταν... Ο κύριος Ντάρσλι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε πάλι τη γάτα. Εκείνη του ανταπέδωσε τη ματιά. Καθώς ο κύριος Ντάρσλι έστριβε με το αμάξι του στη γωνία, συνέχιζε να κοιτάζει τη γάτα στο μικρό καθρέφτη. Και την είδε να διαβάζει την επιγραφή «οδός Πριβέτ». Όχι να τη διαβάζει βέβαια, αλλά να έχει σηκώσει το κεφάλι της και να την κοιτάζει. Οι γάτες δεν μπορούν να διαβάσουν επιγραφές... ούτε και χάρτες, βέβαια! Ο κύριος Ντάρσλι κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κι έβγαλε τη γάτα απ' το μυαλό του. Καθώς συνέχιζε να οδηγεί προς την πόλη, δε σκεφτόταν τίποτ' άλλο από τη μεγάλη παραγγελία για γεωτρύπανα που ήλπιζε να πάρει εκείνη τη μέρα.

Πλησιάζοντας στην πόλη, κάθε σκέψη για γεωτρύπανα αντικαταστάθηκε στο μυαλό του από κάτι άλλο. Ακινητοποιημένος όπως ήταν στο συνηθισμένο πρωινό μποτιλιάρισμα, πρόσεξε πως αρκετοί από τους ανθρώπους γύρω του ήταν παράξενα ντυμένοι· ντυμένοι με μανδύες... Ο κύριος Ντάρσλι δεν μπορούσε ν' αντέξει τους ανθρώπους που ντύνονται με παράξενα ρούχα, ούτε καν τις Απόκριες. Μισούσε ιδιαίτερα τα περίεργα ρούχα που φορούσε τελευταία η νεολαία, ακόμη και τ' αγόρια. Βλέποντας τόσους μανδύες γύρω του, σκέφθηκε πως θα ήταν κάποια καινούρια, ανόητη μόδα. Αφηρημένα, άρχισε να παίζει τα δάχτυλα του στο τιμόνι, ενώ το βλέμμα του έπεσε σε μια ομάδα από αυτούς τους παράξενα ντυμένους τύπους που βρίσκονταν εκεί κοντά. Έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ ψιθύριζαν μεταξύ τους. Ο κύριος Ντάρσλι νευρίασε βλέποντας πως μερικοί από αυτούς δεν ήταν καν νέοι. Διάολε, αυτός εκεί ο τύπος πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερός του κι όμως φορούσε έναν καταπράσινο μανδύα! Μα δεν ντρεπόταν καθόλου; Κατόπιν, όμως, ο κύριος Ντάρσλι σκέφθηκε πως μπορεί να ήταν μια ακόμη ανόητη διαφήμιση... Ίσως αυτοί οι τύποι να έκαναν κάποιον έρανο. Ναι, αυτό θα ήταν. Το μποτιλιάρισμα τελείωσε και λίγα λεπτά αργότερα ο κύριος Ντάρσλι έφτανε στο εργοστάσιο με το μυαλό του πάλι γεμάτο από γεωτρύπανα.

Στο γραφείο του στον ένατο όροφο, ο κύριος Ντάρσλι καθόταν πάντα με την πλάτη του γυρισμένη προς το παράθυρο. Αν δεν καθόταν έτσι, ασφαλώς και θα το είχε βρει πολύ δύσκολο να σκέφτεται τα γεωτρύπανα εκείνο το γκρίζο πρωινό. Έτσι καθισμένος, όμως, δεν είδε τις μεγάλες κουκουβάγιες που πετούσαν εδώ κι εκεί στον ουρανό. Άλλοι άνθρωποι κάτω στους δρόμους τις είδαν, και μάλιστα πολύ καθαρά. Τις έδειχναν κιόλας ο ένας στον άλλον κι όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό! Οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν είχαν δει κουκουβάγιες ούτε τη νύχτα. Ο κύριος Ντάρσλι, πάντως, δεν είδε ούτε καν μια κουκουβάγια και πέρασε έτσι ένα ολότελα συνηθισμένο πρωινό: έβαλε τις φωνές σε πέντε διαφορετικούς υπαλλήλους κι έκανε μερικά σημαντικά τηλεφωνήματα, φωνασκώντας και σ' αυτά. Ήταν σε πολύ καλή διάθεση ως το μεσημέρι, όταν αποφάσισε να πάει περπατώντας ως τον απέναντι φούρνο και ν' αγοράσει ένα ζεστό φραντζολάκι.

Είχε ξεχάσει τους τύπους με τους μανδύες, αλλά τους ξαναθυμήθηκε όταν είδε μερικούς απ' αυτούς δίπλα στο φούρνο. Δεν ήξερε γιατί, αλλά τον έκαναν να νιώθει ανήσυχος. Καθώς προσπερνούσε, τους έριξε μια θυμωμένη ματιά. Εκείνοι ψιθύριζαν κι έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ κανείς τους δεν κρατούσε κουτί για έρανο. Στο γυρισμό, καθώς ο κύριος Ντάρσλι περνούσε και πάλι δίπλα τους, κρατώντας τη χαρτοσακούλα με το ζεστό φραντζολάκι του, μπόρεσε να «πιάσει» μερικές λέξεις απ' αυτά που έλεγαν.

«Ναι... Οι Πότερ, έτσι άκουσα...»

«... ναι, ο γιος τους, ο μικρός Χάρι...»

Ο κύριος Ντάρσλι έμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος, με το φόβο να σφίγγει την καρδιά του σαν ατσαλένιο χέρι. Έριξε μιαν ακόμη ματιά στους παράξενους τύπους κι άνοιξε το στόμα του, σαν να ήθελε κάτι να τους ρωτήσει, αλλά το μετάνιωσε.

Κατόπιν πέρασε γρήγορα στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας στο γραφείο του, φώναξε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει κανείς κι άρχισε να παίρνει στο τηλέφωνο τον αριθμό του σπιτιού του. Κάπου στα μισά του αριθμού σταμάτησε. Ακούμπησε αργά το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να χαϊδεύει αφηρημένος το μουστάκι του, ενώ σκεφτόταν... Όχι, αυτός ο φόβος του ήταν καθαρή ανοησία. Το Πότερ δεν ήταν δα και κανένα ασυνήθιστο επώνυμο. Ήταν σίγουρος πως υπήρχαν πολλές οικογένειες με το επώνυμο Πότερ, που είχαν ένα γιο με το όνομα Χάρι. Εξάλλου, τώρα που το σκεφτόταν, δεν ήταν καν σίγουρος πως ο ανιψιός του λεγόταν Χάρι. Δεν τον είχε δει ποτέ και μπορεί θαυμάσια να τον έλεγαν Χάρβι, ή Χάρολντ... Δεν υπήρχε κανένας λόγος ν' ανησυχήσει τη γυναίκα του, από τη στιγμή μάλιστα που στενοχωριόταν αφάνταστα ακόμη και ν' άκουγε μόνο το όνομα της αδελφής της. Όχι, δηλαδή, πως την αδικούσε γι' αυτό. Κι εκείνος, αν είχε μια τέτοια αδελφή... Παρ' όλα αυτά, εκείνοι οι τύποι με τους μανδύες τον είχαν ανησυχήσει πολύ.

Εκείνο το απόγευμα ο κύριος Ντάρσλι δυσκολεύτηκε πολύ να συγκεντρώσει το μυαλό του στα γεωτρύπανα. Και στις πέντε το απόγευμα, όταν βγήκε από το κτίριο, ήταν ακόμη τόσο απορροφημένος απ' αυτές τις σκέψεις, που έπεσε πάνω σε κάποιον ακριβώς έξω απ' την πόρτα.

«Συγγνώμη», μουρμούρισε, καθώς ο μικροκαμωμένος κι ηλικιωμένος άντρας που είχε σκουντήσει, παραπάτησε και σχεδόν έπεσε στο πεζοδρόμιο. Και πάλι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, προτού ο κύριος Ντάρσλι προσέξει πως ο γέρος μπροστά του φορούσε ένα μακρύ μοβ μανδύα. Δεν έδειχνε, μάλιστα, καθόλου θυμωμένος που σχεδόν τον είχε ρίξει κάτω. Αντίθετα, το ζαρωμένο πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο και με τρεμουλιαστή φωνή είπε:

«Μην ανησυχείς, καλέ μου κύριε, γιατί τίποτα σήμερα δεν μπορεί να με κάνει να νευριάσω! Κι εσύ πρέπει να χαίρεσαι, γιατί ο Ξέρεις-Ποιος έφυγε, επιτέλους! Ακόμη κι ένας Μαγκλ σαν κι εσένα έπρεπε να γιορτάζει αυτή την τόσο ευτυχισμένη μέρα!»

Και μ' αυτά τα λόγια, ο παράξενος γέρος έσφιξε γρήγορα στην αγκαλιά του τον κύριο Ντάρσλι και απομακρύνθηκε.

Ο κύριος Ντάρσλι συνέχισε να μένει ακίνητος. Και να ήθελε, δε θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Ένας εντελώς άγνωστος του τύπος τον είχε αγκαλιάσει και τον είχε αποκαλέσει Μαγκλ, αν και δεν είχε ιδέα για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Τώρα ένιωθε πραγματικά πολύ ταραγμένος και ξεκίνησε αμέσως με το αυτοκίνητο για το σπίτι του, ελπίζοντας πως δεν έτρεχε τίποτα το σοβαρό και πως όλα ήταν δημιούργημα της φαντασίας του, κάτι που ως τώρα δεν είχε ευχηθεί ποτέ στη ζωή του, γιατί δεν του άρεσε καθόλου η φαντασία.

Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στην πόρτα του σπιτιού με τον αριθμό 4, το πρώτο πράγμα που είδε — και του χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι — ήταν η γκρίζα γάτα που είχε προσέξει το ίδιο πρωί. Η γάτα καθόταν τώρα επάνω στο χαμηλό φράχτη του κήπου του. Ήταν σίγουρος πως ήταν η ίδια γάτα, γιατί είχε τις ίδιες μαύρες γραμμές στο πρόσωπο γύρω απ' τα μάτια.

«Ξξξτ!» φώναξε δυνατά ο κύριος Ντάρσλι.

Η γάτα συνέχισε να μένει ακίνητη, αλλά του έριξε μια αυστηρή ματιά. Έτσι κάνουν οι γάτες; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. Προσπαθώντας να μη χάσει την ψυχραιμία του, μπήκε γρήγορα στο σπίτι, αποφασισμένος και πάλι να μην πει τίποτα στη γυναίκα του.

Η κυρία Ντάρσλι είχε μια ευχάριστη και συνηθισμένη μέρα. Καθώς έτρωγαν το βραδινό τους, είπε στον άντρα της όλα όσα είχε μάθει για τα προβλήματα της καινούριας γειτόνισσας με την κόρη της, καθώς και για τις δυο καινούριες λέξεις που είχε μάθει ο γιος τους, ο Ντάντλι: το «δε θέλω!» Ο κύριος Ντάρσλι προσπάθησε να φερθεί όσο γινόταν πιο φυσιολογικά. Κι όταν ο γιος τους αποκοιμήθηκε, πήγε στο σαλόνι κι άνοιξε την τηλεόραση για ν' ακούσει τις τελευταίες ειδήσεις.

«Και, τέλος», είπε ο εκφωνητής, «παρατηρητές πουλιών απ' όλη τη χώρα μάς δήλωσαν πως οι κουκουβάγιες φέρονται πολύ περίεργα σήμερα. Ενώ, συνήθως, οι κουκουβάγιες κυνηγούν τη νύχτα και σπάνια εμφανίζονται την ημέρα, σήμερα, από την ανατολή του ήλιου, εκατοντάδες από αυτά τα πουλιά θεάθηκαν να πετούν προς κάθε κατεύθυνση. Οι ορνιθολόγοι αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί οι κουκουβάγιες άλλαξαν ξαφνικά τις συνήθειές τους. Και τώρα θα δώσουμε το μικρόφωνο στο συνάδελφο Τζιμ ΜακΓκάφιν, για το δελτίο καιρού. Τι γίνεται, Τζιμ; Μήπως θα έχουμε αύριο καμιά βροχή από κουκουβάγιες;»

«Λοιπόν, Τεντ, δεν μπορώ να πω τίποτα γι αυτό», αποκρίθηκε ο Τζιμ. «Δεν είναι, όμως, μόνον οι κουκουβάγιες που φέρονται περίεργα σήμερα. Τηλεθεατές μας από διάφορες περιοχές της χώρας, από το Κεντ και το Γιόρκσιρ ως το Ντάντι, μας τηλεφώνησαν για να πουν πως, αντί για τη βροχή που η μετεωρολογική υπηρεσία προέβλεψε για σήμερα, είδαν μια πραγματική καταιγίδα από διάττοντες αστέρες! Ίσως, όμως, να πρόκειται για πυροτεχνήματα... Πάντως η αποψινή νύχτα θα είναι οπωσδήποτε βροχερή και...»

Ο κύριος Ντάρσλι πάτησε το κουμπί και συνέχισε να κάθεται ακίνητος στην πολυθρόνα του. Διάττοντες αστέρες σ' όλη τη χώρα; Κουκουβάγιες που πετούν τη μέρα στον ουρανό της Αγγλίας; Μυστηριώδεις τύποι με μανδύες παντού; Και ψίθυροι για τους Πότερ...

Εκείνη τη στιγμή η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο σαλόνι κρατώντας ένα δίσκο με δυο φλιτζάνια τσάι. Η καρδιά του άντρα της ήταν τώρα βαριά σαν πέτρα. Όχι, δεν μπορούσε να το αποφύγει. Κάτι έπρεπε να της πει, για να την προετοιμάσει...

Ξερόβηξε λοιπόν νευρικά κι άρχισε: «Ε... Πετούνια... μήπως είχες τελευταία τίποτα νέα από την αδελφή σου;»

Όπως το περίμενε, η κυρία Ντάρσλι έδειξε αμέσως ταραχή και θυμό. Δικαιολογημένα, αφού συνήθως παρίσταναν κι οι δυο πως δεν είχε αδελφή.

«Όχι!» αποκρίθηκε απότομα. «Γιατί ρωτάς;»

«Περίεργα πράγματα στο δελτίο ειδήσεων... Κουκουβάγιες, διάττοντες αστέρες... και παράξενοι τύποι με μανδύες...»

«Και λοιπόν;»

«Να... σκέφθηκα... πως μπορεί να είχε κάποια σχέση με... με το δικό της σινάφι...»

Σιωπηλή, η κύρια Ντάρσλι άρχισε να πίνει το τσάι της με σφιγμένα χείλη. Ο άντρας της αναρωτήθηκε, ανήσυχος, αν θα τολμούσε τελικά να της πει πως είχε ακούσει και το επώνυμο Πότερ. Τελικά αποφάσισε πως δε θα το τολμούσε, τουλάχιστον όχι ακόμη. Έτσι, μιλώντας όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, ρώτησε: «Εκείνος ο γιος τους... θα πρέπει τώρα να είναι σαν τον Ντάντλι μας...»

«Νομίζω πως ναι», αποκρίθηκε στυφά η κυρία Ντάρσλι. «Και... πώς τον λένε; Χάουαρντ, νομίζω...»

«Όχι. Χάρι, ένα άσχημο και πολύ συνηθισμένο όνομα!»

«Ναι, βέβαια», αποκρίθηκε ο κύριος Ντάρσλι, νιώθοντας την καρδιά του να βουλιάζει. «Συμφωνώ μαζί σου».

Δεν ξαναμίλησε γι αυτό το θέμα, μέχρι που τελείωσαν κι οι δυο το τσάι τους και σιωπηλοί ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Όταν η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο μπάνιο, ο κύριος Ντάρσλι πλησίασε στο παράθυρο, τράβηξε λίγο την κουρτίνα και κοίταξε κάτω στον κήπο. Η γάτα ήταν ακόμη επάνω στο φράχτη και κοιτούσε προς την αρχή της οδού Πριβετ, σαν κάτι να περίμενε.

Μήπως τα φαντάζομαι όλ' αυτά; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. Μήπως όλ' αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τους Πότερ; Γιατί, αν έχουν... κι αν μαθευόταν πως εκείνοι συγγένευαν μ' ένα ζευγάρι που... Όχι! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο κύριος Ντάρσλι ήταν σίγουρος πως ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, θα μπορούσαν να το αντέξουν.

Σε λίγο οι Ντάρσλι έπεσαν στο κρεβάτι. Η κυρία Ντάρσλι αποκοιμήθηκε αμέσως, ο άντρας της όμως έμεινε ξύπνιος, στριφογυρίζοντας όλ' αυτά τα περίεργα φαινόμενα στο μυαλό του. Η τελευταία και καθησυχαστική σκέψη του προτού αποκοιμηθεί, ήταν πως, ακόμη κι αν οι Πότερ είχαν κάποια σχέση μ' αυτή την περίεργη κατάσταση, δεν υπήρχε κανένας λόγος να 'ρθουν σ' επαφή μ' αυτόν και τη γυναίκα του. Γιατί οι Πότερ ήξεραν πολύ καλά τη γνώμη που είχαν αυτός κι η Πετούνια για το σινάφι τους. Δεν έβλεπε για ποιο Λόγο εκείνος κι η Πετούνια θα μπορούσαν να βρεθούν ανακατεμένοι σε οτιδήποτε μπορεί να συνέβαινε... Και να συνέβαινε κάτι, πάλι δε θα μπορούσε να τους επηρεάσει... Ο κύριος Ντάρσλι χασμουρήθηκε, γύρισε στο πλάι κι αποκοιμήθηκε.

Πόσο λάθος έκανε...

Ο κύριος Ντάρσλι κοιμόταν τώρα βαθιά, αλλά η γάτα στον κήπο δεν έδειχνε ακόμη το παραμικρό σημάδι νύστας. Στεκόταν πάντα ακίνητη επάνω στο φράχτη, με το βλέμμα της στηλωμένο στην αρχή της οδού Πριλέτ. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια της, όταν η πόρτα ενός αυτοκινήτου έκλεισε με δύναμη λίγο πιο κάτω, ούτε όταν δυο κουκουβάγιες πέταξαν χαμηλά πάνω απ' το κεφάλι της. Κι ήταν πια σχεδόν μεσάνυχτα, όταν η γάτα κουνήθηκε για πρώτη φορά.

Ένας άντρας φάνηκε ξαφνικά στην αρχή του δρόμου, στο σημείο προς το οποίο κοιτούσε τόσες ώρες η γάτα. Φάνηκε, μάλιστα, τόσο ξαφνικά κι αθόρυβα, σαν να είχε φυτρώσει απ' την άσφαλτο. Η γάτα κούνησε την ουρά και μισόκλεισε τα μάτια της.

Κανένας τύπος σαν αυτόν τον άντρα δεν είχε ποτέ φανεί στην οδό Πριβέτ. Ήταν ψηλός, αδύνατος και πολύ γέρος, με ασημένια μαλλιά και γένια τόσο μακριά, που ήταν και τα δυο χωμένα κάτω απ' τη ζώνη του παντελονιού του. Φορούσε μακριά ρόμπα και μανδύα, που άγγιζαν την άσφαλτο, ενώ οι ψηλές μπότες του είχαν τακούνια κι ασημένιες αγκράφες. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ανοιχτόχρωμα και λαμπερά πίσω απ' τους μισούς φακούς των γυαλιών του κι η μύτη του πολύ μακριά και γυριστή στην άκρη, σαν ράμφος πουλιού. Το όνομα του ήταν Άλμπους Ντάμπλντορ.

Ο Αλμπους Ντάμπλντορ δεν έδειχνε να έχει καταλάβει πως βρισκόταν σε μια περιοχή όπου τα πάντα σ' αυτόν, απ' το όνομα ως τις ψηλές μπότες του, ήταν ανεπιθύμητα. Γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το να ψάχνει κάτι στο μανδύα του. Έδειχνε, όμως, να έχει καταλάβει πως τον παρακολουθούσαν, γιατί ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη γάτα, που συνέχιζε να τον κοιτάζει απ' την άλλη άκρη του δρόμου. Για κάποιο λόγο, η θέα της γάτας φάνηκε να τον διασκεδάζει, γιατί χαμογέλασε και μουρμούρισε: «Έπρεπε να το περιμένω».


1. Το αγόρι που σώθηκε (1) 1. Der Junge, der gerettet wurde (1) 1. The boy who was saved (1) 1. El niño que se salvó (1) 1. Le garçon sauvé (1) 1. Il ragazzo salvato (1) 1. Chłopiec, który został uratowany (1) 1. Kurtarılan çocuk (1)

Ο κύριος και η κυρία Ντάρσλι, που έμεναν στο νούμερο 4 της οδού Πριβέτ, έλεγαν συχνά, και πάντα με υπερηφάνεια, πως ήταν απόλυτα φυσιολογικοί άνθρωποι, τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. Mr. and Mrs. Darsley, who lived at No. 4 Privet Street, often said, and always proudly, that they were perfectly normal people, nothing more or less. M. et Mme Darsley, qui habitaient au numéro 4 de Privet Street, disaient souvent, et toujours avec fierté, qu'ils étaient des gens tout à fait normaux, ni plus ni moins. Ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να δει ανακατεμένους σε κάτι παράξενο ή μυστήριο, απλώς και μόνο γιατί και οι ίδιοι πίστευαν πως δεν υπήρχαν αληθινά τέτοιες ανοησίες στη ζωή. They were the last people you would expect to see involved in anything strange or mysterious, simply because they themselves believed that there was no such nonsense in life. Ce sont les dernières personnes que l'on s'attendrait à voir impliquées dans quoi que ce soit d'étrange ou de mystérieux, tout simplement parce qu'elles croient elles-mêmes que la vie n'a rien d'absurde.

Ο κύριος Ντάρσλι ήταν ο διευθυντής ενός εργοστασίου με το όνομα «Γκράνινγκς», το οποίο έφτιαχνε γεωτρύπανα. Mr. Dursley was the manager of a factory called "Granges" which made drilling rigs. Ήταν ένας ψηλός και χοντρός άντρας χωρίς καθόλου λαιμό, όμως είχε ένα πραγματικά τεράστιο μουστάκι. He was a tall and fat man with no neck at all, but he had a really huge moustache. C'était un homme grand et gros, sans cou du tout, mais avec une moustache vraiment énorme. Η κυρία Ντάρσλι ήταν ξανθή και αδύνατη κι ο δικός της λαιμός ήταν δυο φορές πιο μακρύς απ' τους συνηθισμένους, κάτι πολύ χρήσιμο γι' αυτή, αφού περνούσε τις περισσότερες ώρες της κρυφοκοιτάζοντας πάνω από φράχτες και κατασκοπεύοντας τους γείτονες. Mrs. Dursley was fair and thin, and her own neck was twice as long as usual, which was very useful to her, since she spent most of her hours peering over fences and spying on neighbors. Οι Ντάρσλι είχαν ένα μικρό γιο, τον Ντάντλι, και πίστευαν πως ήταν το καλύτερο αγόρι σ' όλο τον κόσμο. The Dursleys had a young son, Dudley, and they thought he was the best boy in the whole world.

Οι Ντάρσλι είχαν όλα όσα θα ήθελαν στη ζωή. The Dursleys had everything they wanted in life. Είχαν όμως κι ένα μυστικό κι ο μεγαλύτερος φόβος τους ήταν πως κάποιος θα το μάθαινε. But they also had a secret and their biggest fear was that someone would find out. Κι οι δυο ήταν απόλυτα σίγουροι πως δε θα το άντεχαν, αν κάποιος μάθαινε για τους Πότερ. They were both absolutely certain that they couldn't take it if anyone found out about the Potters. Ambos estaban completamente seguros de que no podrían soportarlo si alguien descubría lo de los Potter. Η κυρία Πότερ ήταν η αδελφή της κυρίας Ντάρσλι, είχαν όμως να συναντηθούν αρκετά χρόνια. Mrs. Potter was Mrs. Dursley's sister, but they had not met for several years. Mme Potter était la sœur de Mme Dursley, mais elles ne s'étaient pas rencontrées depuis plusieurs années. Η αλήθεια ήταν πως η κυρία Ντάρσλι παρίστανε πως δεν είχε αδελφή, γιατί η αδελφή της κι ο ανεπρόκοπος ο άντρας της ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους Ντάρσλι. The truth was that Mrs. Dursley pretended that she had no sister, because her sister and her uncouth husband were quite different from the Dursleys. Οι Ντάρσλι ένιωθαν ρίγη φρίκης και μόνο στη σκέψη πως οι Πότερ μπορεί να έρχονταν στη γειτονιά τους. The Dursleys felt shivers of horror at the mere thought that the Potters might be coming to their neighborhood. Ήξεραν πως κι οι Πότερ είχαν ένα μικρό γιο, αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ στη ζωή τους. They knew that the Potters had a young son too, but they had never seen him in their lives. Αυτό το αγόρι ήταν ένας ακόμη λόγος για να κρατούν τους Πότερ σε απόσταση. This boy was another reason to keep the Potters at a distance. Δεν ήθελαν ο γιος τους, ο Ντάντλι, να κάνει παρέα μ' ένα τέτοιο παιδί. They didn't want their son, Dudley, hanging around with a kid like that.

'Οταν ο κύριος κι η κυρία Ντάρσλι ξύπνησαν εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό μιας Τρίτης, όπου και αρχίζει η ιστορία μας, δεν υπήρχε γύρω τους το παραμικρό σημάδι που να δείχνει πως, σύντομα, παράξενα και μυστηριώδη πράγματα θα συνέβαιναν σ' ολόκληρη τη χώρα. When Mr. and Mrs. Dursley woke up on that cloudy Tuesday morning, where our story begins, there was not the slightest sign around them that strange and mysterious things were soon to happen all over the country. Lorsque M. et Mme Dursley se sont réveillés en ce mardi matin nuageux, où commence notre histoire, il n'y avait pas le moindre signe autour d'eux que des choses étranges et mystérieuses allaient bientôt se produire dans tout le pays. Ο κύριος Ντάρσλι σιγοσφύριζε καθώς διάλεγε την πιο άχρωμη γραβάτα του να φορέσει για το γραφείο κι η κυρία Ντάρσλι κουτσομπόλευε με τη συνηθισμένη της άνεση, καθώς έβαζε το γιο της, που στρίγκλιζε, στο καρεκλάκι του κοντά στο τραπέζι, για το πρωινό. Mr. Dursley hissed as he chose his most colorless tie to wear for the office, and Mrs. Dursley gossiped with her usual comfort as she settled her son, who was squealing, in his little chair near the table for breakfast. Mr. Dursley sifflait en choisissant sa cravate la plus incolore pour le bureau, et Mrs. Dursley bavardait avec son aisance habituelle en installant son fils, qui piaillait, dans sa petite chaise près de la table pour le petit déjeuner.

Κανείς τους δεν πρόσεξε μια μεγάλη καστανόχρωμη κουκουβάγια να φτερουγίζει έξω απ' το παράθυρο. Neither of them noticed a large brown owl fluttering outside the window.

Στις οκτώμισι ακριβώς ο κύριος Ντάρσλι πήρε το χαρτοφύλακα του, φίλησε τη γυναίκα του στο μάγουλο και προσπάθησε να φιλήσει και το γιο του, αλλά δεν τα κατάφερε. At exactly eight-thirty Mr. Dursley took his briefcase, kissed his wife on the cheek and tried to kiss his son, but he did not succeed. Ο Ντάντλι έκανε τώρα νάζια και πετούσε την κρέμα του ένα γύρω. Dudley was now fidgeting and tossing his cream one around. «Γλυκό παλιόπαιδο», μουρμούρισε περήφανα ο κύριος Ντάρσλι καθώς έβγαινε από το σπίτι. "Sweet little brat," Mr. Dursley murmured proudly as he came out of the house. Μετά μπήκε στο αμάξι του και βγήκε με την όπισθεν απ' το γκαράζ του σπιτιού. Then he got into his car and backed out of the garage of the house.

Ο κύριος Ντάρσλι είχε φτάσει στη γωνία του δρόμου, όταν πρόσεξε το πρώτο σημάδι από κάτι περίεργο: μια γάτα, που κοιτούσε σ' έναν ανοιχτό χάρτη! Mr. Dursley had reached the street corner when he noticed the first sign of something strange: a cat, staring at an open map! Για μια μονάχα στιγμή, ο κύριος Ντάρσλι δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν αυτό που είχε δει. For a single moment, Mr. Dursley did not understand exactly what it was that he had seen. Μετά γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω, για να κοιτάξει πάλι. Then he abruptly turned his head back to look again. Μια γκρίζα γάτα στεκόταν πραγματικά στη γωνία της οδού Πριβέτ, αλλά ο χάρτης δε φαινόταν πουθενά. A grey cat was actually standing on the corner of Privet Street, but the map was nowhere to be seen. Πώς του είχε περάσει η ιδέα πως τον είχε δει; Κάποιο παιχνίδισμα απ' το φως θα ήταν... Ο κύριος Ντάρσλι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε πάλι τη γάτα. How had he gotten the idea that she had seen him? Some kind of play of light would be... Mr. Dursley blinked and looked at the cat again. Εκείνη του ανταπέδωσε τη ματιά. She glanced back at him. Καθώς ο κύριος Ντάρσλι έστριβε με το αμάξι του στη γωνία, συνέχιζε να κοιτάζει τη γάτα στο μικρό καθρέφτη. As Mr. Dursley turned his car around the corner, he continued to stare at the cat in the small mirror. Και την είδε να διαβάζει την επιγραφή «οδός Πριβέτ». And he saw her reading the sign "Privet Street". Όχι να τη διαβάζει βέβαια, αλλά να έχει σηκώσει το κεφάλι της και να την κοιτάζει. Not reading it, of course, but having her head up and looking at it. Οι γάτες δεν μπορούν να διαβάσουν επιγραφές... ούτε και χάρτες, βέβαια! Cats can't read signs... nor maps, of course! Ο κύριος Ντάρσλι κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κι έβγαλε τη γάτα απ' το μυαλό του. Mr. Dursley shook his head slightly and put the cat out of his mind. Καθώς συνέχιζε να οδηγεί προς την πόλη, δε σκεφτόταν τίποτ' άλλο από τη μεγάλη παραγγελία για γεωτρύπανα που ήλπιζε να πάρει εκείνη τη μέρα. As he continued to drive toward town, he thought of nothing but the big drilling order he hoped to get that day.

Πλησιάζοντας στην πόλη, κάθε σκέψη για γεωτρύπανα αντικαταστάθηκε στο μυαλό του από κάτι άλλο. Approaching the town, any thought of drilling rigs was replaced in his mind by something else. Ακινητοποιημένος όπως ήταν στο συνηθισμένο πρωινό μποτιλιάρισμα, πρόσεξε πως αρκετοί από τους ανθρώπους γύρω του ήταν παράξενα ντυμένοι· ντυμένοι με μανδύες... Ο κύριος Ντάρσλι δεν μπορούσε ν' αντέξει τους ανθρώπους που ντύνονται με παράξενα ρούχα, ούτε καν τις Απόκριες. Stunned as he was in the usual morning traffic jam, he noticed that several of the people around him were strangely dressed; dressed in cloaks Mr. Dursley couldn't stand people dressing in strange clothes, not even on Halloween. Μισούσε ιδιαίτερα τα περίεργα ρούχα που φορούσε τελευταία η νεολαία, ακόμη και τ' αγόρια. He especially hated the strange clothes worn by the youth lately, even the boys. Βλέποντας τόσους μανδύες γύρω του, σκέφθηκε πως θα ήταν κάποια καινούρια, ανόητη μόδα. Seeing so many cloaks around him, he thought it must be some new, silly fashion. Αφηρημένα, άρχισε να παίζει τα δάχτυλα του στο τιμόνι, ενώ το βλέμμα του έπεσε σε μια ομάδα από αυτούς τους παράξενα ντυμένους τύπους που βρίσκονταν εκεί κοντά. Absentmindedly, he began fiddling with his fingers on the steering wheel, his eyes falling on a group of these strangely dressed guys standing nearby. Έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ ψιθύριζαν μεταξύ τους. They looked upset while whispering to each other. Ο κύριος Ντάρσλι νευρίασε βλέποντας πως μερικοί από αυτούς δεν ήταν καν νέοι. Mr. Dursley was angry to see that some of them were not even young. M. Dursley était furieux de voir que certains d'entre eux n'étaient même pas jeunes. Διάολε, αυτός εκεί ο τύπος πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερός του κι όμως φορούσε έναν καταπράσινο μανδύα! Hell, that guy over there must have been much older than him and yet he was wearing a green cloak! Μα δεν ντρεπόταν καθόλου; Κατόπιν, όμως, ο κύριος Ντάρσλι σκέφθηκε πως μπορεί να ήταν μια ακόμη ανόητη διαφήμιση... Ίσως αυτοί οι τύποι να έκαναν κάποιον έρανο. But wasn't he ashamed at all? But then Mr. Dursley thought it might be another silly advertisement... Maybe these guys were holding a fundraiser. Ναι, αυτό θα ήταν. Yes, that would be it. Το μποτιλιάρισμα τελείωσε και λίγα λεπτά αργότερα ο κύριος Ντάρσλι έφτανε στο εργοστάσιο με το μυαλό του πάλι γεμάτο από γεωτρύπανα. The traffic jam ended and a few minutes later Mr. Dursley arrived at the factory with his mind again full of drilling.

Στο γραφείο του στον ένατο όροφο, ο κύριος Ντάρσλι καθόταν πάντα με την πλάτη του γυρισμένη προς το παράθυρο. In his office on the ninth floor, Mr. Dursley always sat with his back to the window. Dans son bureau du neuvième étage, M. Dursley s'assoit toujours dos à la fenêtre. Αν δεν καθόταν έτσι, ασφαλώς και θα το είχε βρει πολύ δύσκολο να σκέφτεται τα γεωτρύπανα εκείνο το γκρίζο πρωινό. Had he not been sitting like that, he would certainly have found it very difficult to think about the drilling rigs on that grey morning. Έτσι καθισμένος, όμως, δεν είδε τις μεγάλες κουκουβάγιες που πετούσαν εδώ κι εκεί στον ουρανό. But sitting like that, he did not see the big owls flying here and there in the sky. Mais assis ainsi, il ne voyait pas les grands hiboux qui volaient çà et là dans le ciel. Άλλοι άνθρωποι κάτω στους δρόμους τις είδαν, και μάλιστα πολύ καθαρά. Other people down on the streets saw them, and very clearly. Τις έδειχναν κιόλας ο ένας στον άλλον κι όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό! They even showed them to each other and everyone was left with their mouths hanging open! Ils se les sont même montrés les uns aux autres et tout le monde est resté bouche bée ! Οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν είχαν δει κουκουβάγιες ούτε τη νύχτα. Most of them had not seen owls even at night. Ο κύριος Ντάρσλι, πάντως, δεν είδε ούτε καν μια κουκουβάγια και πέρασε έτσι ένα ολότελα συνηθισμένο πρωινό: έβαλε τις φωνές σε πέντε διαφορετικούς υπαλλήλους κι έκανε μερικά σημαντικά τηλεφωνήματα, φωνασκώντας και σ' αυτά. Mr. Dursley, however, didn't even see an owl and so spent a perfectly ordinary morning: he yelled at five different employees and made a few important phone calls, yelling at them as well. Ήταν σε πολύ καλή διάθεση ως το μεσημέρι, όταν αποφάσισε να πάει περπατώντας ως τον απέναντι φούρνο και ν' αγοράσει ένα ζεστό φραντζολάκι. He was in a very good mood until noon, when he decided to walk to the bakery across the street and buy a hot loaf of bread.

Είχε ξεχάσει τους τύπους με τους μανδύες, αλλά τους ξαναθυμήθηκε όταν είδε μερικούς απ' αυτούς δίπλα στο φούρνο. He had forgotten the guys in cloaks, but he remembered them when he saw some of them by the bakery. Δεν ήξερε γιατί, αλλά τον έκαναν να νιώθει ανήσυχος. He didn't know why, but they made him feel uneasy. Καθώς προσπερνούσε, τους έριξε μια θυμωμένη ματιά. As he walked past, he gave them an angry look. Εκείνοι ψιθύριζαν κι έδειχναν αναστατωμένοι, ενώ κανείς τους δεν κρατούσε κουτί για έρανο. They were whispering and looking upset, and none of them were holding a collection box. Στο γυρισμό, καθώς ο κύριος Ντάρσλι περνούσε και πάλι δίπλα τους, κρατώντας τη χαρτοσακούλα με το ζεστό φραντζολάκι του, μπόρεσε να «πιάσει» μερικές λέξεις απ' αυτά που έλεγαν. On the way back, as Mr. Dursley passed them again, holding the paper bag with his hot cup of coffee, he could "catch" a few words of what they were saying.

«Ναι... Οι Πότερ, έτσι άκουσα...» "Yeah... The Potters, so I heard..."

«... ναι, ο γιος τους, ο μικρός Χάρι...» "...yes, their son, little Harry..."

Ο κύριος Ντάρσλι έμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος, με το φόβο να σφίγγει την καρδιά του σαν ατσαλένιο χέρι. Mr. Dursley stood still, frozen, fear clutching his heart like a hand of steel. Έριξε μιαν ακόμη ματιά στους παράξενους τύπους κι άνοιξε το στόμα του, σαν να ήθελε κάτι να τους ρωτήσει, αλλά το μετάνιωσε. He took one more look at the strange guys and opened his mouth, as if he wanted to ask them something, but he regretted it.

Κατόπιν πέρασε γρήγορα στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας στο γραφείο του, φώναξε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει κανείς κι άρχισε να παίρνει στο τηλέφωνο τον αριθμό του σπιτιού του. Then he quickly crossed to the opposite sidewalk, almost ran up to his office, shouted to his secretary not to be disturbed and started calling his home number on the phone. Κάπου στα μισά του αριθμού σταμάτησε. Somewhere in the middle of the number he stopped. Ακούμπησε αργά το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να χαϊδεύει αφηρημένος το μουστάκι του, ενώ σκεφτόταν... Όχι, αυτός ο φόβος του ήταν καθαρή ανοησία. He slowly put the receiver back in place and began absentmindedly stroking his moustache while thinking... No, this fear of his was pure nonsense. Το Πότερ δεν ήταν δα και κανένα ασυνήθιστο επώνυμο. Potter wasn't exactly an unusual surname. Ήταν σίγουρος πως υπήρχαν πολλές οικογένειες με το επώνυμο Πότερ, που είχαν ένα γιο με το όνομα Χάρι. He was sure there were many families with the surname Potter who had a son named Harry. Εξάλλου, τώρα που το σκεφτόταν, δεν ήταν καν σίγουρος πως ο ανιψιός του λεγόταν Χάρι. Besides, now that he thought about it, he wasn't even sure his nephew's name was Harry. Δεν τον είχε δει ποτέ και μπορεί θαυμάσια να τον έλεγαν Χάρβι, ή Χάρολντ... Δεν υπήρχε κανένας λόγος ν' ανησυχήσει τη γυναίκα του, από τη στιγμή μάλιστα που στενοχωριόταν αφάνταστα ακόμη και ν' άκουγε μόνο το όνομα της αδελφής της. She had never seen him, and it might have been wonderful if his name had been Harvey, or Harold. There was no reason to worry his wife, since it distressed her immensely to even hear her sister's name. Όχι, δηλαδή, πως την αδικούσε γι' αυτό. Not, that is, that he was wronging her for it. Κι εκείνος, αν είχε μια τέτοια αδελφή... Παρ' όλα αυτά, εκείνοι οι τύποι με τους μανδύες τον είχαν ανησυχήσει πολύ. And he, if he had such a sister... Still, those guys in cloaks had him very worried.

Εκείνο το απόγευμα ο κύριος Ντάρσλι δυσκολεύτηκε πολύ να συγκεντρώσει το μυαλό του στα γεωτρύπανα. That afternoon Mr. Dursley found it very difficult to concentrate his mind on the drilling boats. Και στις πέντε το απόγευμα, όταν βγήκε από το κτίριο, ήταν ακόμη τόσο απορροφημένος απ' αυτές τις σκέψεις, που έπεσε πάνω σε κάποιον ακριβώς έξω απ' την πόρτα. And at five o'clock in the afternoon, when he came out of the building, he was still so preoccupied with these thoughts that he bumped into someone just outside the door.

«Συγγνώμη», μουρμούρισε, καθώς ο μικροκαμωμένος κι ηλικιωμένος άντρας που είχε σκουντήσει, παραπάτησε και σχεδόν έπεσε στο πεζοδρόμιο. "Sorry," he muttered, as the small and elderly man he had tripped over stumbled and nearly fell to the pavement. Και πάλι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, προτού ο κύριος Ντάρσλι προσέξει πως ο γέρος μπροστά του φορούσε ένα μακρύ μοβ μανδύα. Again a few seconds passed before Mr. Dursley noticed that the old man before him was wearing a long purple cloak. Δεν έδειχνε, μάλιστα, καθόλου θυμωμένος που σχεδόν τον είχε ρίξει κάτω. In fact, he didn't seem angry at all that he had almost knocked him down. En fait, il ne semblait pas du tout fâché qu'il ait failli le faire tomber. Αντίθετα, το ζαρωμένο πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο και με τρεμουλιαστή φωνή είπε: Instead, his wrinkled face lit up with a broad smile and in a shaky voice he said:

«Μην ανησυχείς, καλέ μου κύριε, γιατί τίποτα σήμερα δεν μπορεί να με κάνει να νευριάσω! "Don't worry, good sir, for nothing today can make me angry! Κι εσύ πρέπει να χαίρεσαι, γιατί ο Ξέρεις-Ποιος έφυγε, επιτέλους! And you should be happy, because You-Know-Who is gone, finally! Ακόμη κι ένας Μαγκλ σαν κι εσένα έπρεπε να γιορτάζει αυτή την τόσο ευτυχισμένη μέρα!» Even a Muggle like you should be celebrating this happy day!"

Και μ' αυτά τα λόγια, ο παράξενος γέρος έσφιξε γρήγορα στην αγκαλιά του τον κύριο Ντάρσλι και απομακρύνθηκε. And with these words, the strange old man quickly clasped Mr. Darsley in his arms and walked away.

Ο κύριος Ντάρσλι συνέχισε να μένει ακίνητος. Mr. Dursley continued to stand still. Και να ήθελε, δε θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Even if he wanted to, he couldn't take a single step. Ένας εντελώς άγνωστος του τύπος τον είχε αγκαλιάσει και τον είχε αποκαλέσει Μαγκλ, αν και δεν είχε ιδέα για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. A complete stranger had hugged him and called him Muggle, though he had no idea what that might mean. Τώρα ένιωθε πραγματικά πολύ ταραγμένος και ξεκίνησε αμέσως με το αυτοκίνητο για το σπίτι του, ελπίζοντας πως δεν έτρεχε τίποτα το σοβαρό και πως όλα ήταν δημιούργημα της φαντασίας του, κάτι που ως τώρα δεν είχε ευχηθεί ποτέ στη ζωή του, γιατί δεν του άρεσε καθόλου η φαντασία. Now he was feeling really very agitated and immediately started driving home, hoping that nothing serious was wrong and that it was all a figment of his imagination, something he had never wished for in his life, because he didn't like imagination at all.

Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στην πόρτα του σπιτιού με τον αριθμό 4, το πρώτο πράγμα που είδε — και του χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι — ήταν η γκρίζα γάτα που είχε προσέξει το ίδιο πρωί. Shortly afterwards, as he approached the door of the house at number 4, the first thing he saw - and it spoiled his mood even more - was the grey cat he had noticed that morning. Η γάτα καθόταν τώρα επάνω στο χαμηλό φράχτη του κήπου του. The cat was now sitting on the low fence of his garden. Ήταν σίγουρος πως ήταν η ίδια γάτα, γιατί είχε τις ίδιες μαύρες γραμμές στο πρόσωπο γύρω απ' τα μάτια. He was sure it was the same cat, because it had the same black lines on the face around the eyes.

«Ξξξτ!» φώναξε δυνατά ο κύριος Ντάρσλι. "Xxxxt!" cried Mr. Dursley loudly.

Η γάτα συνέχισε να μένει ακίνητη, αλλά του έριξε μια αυστηρή ματιά. The cat continued to stand still, but gave him a stern look. Έτσι κάνουν οι γάτες; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. Is that what cats do?" asked Mr. Dursley. Προσπαθώντας να μη χάσει την ψυχραιμία του, μπήκε γρήγορα στο σπίτι, αποφασισμένος και πάλι να μην πει τίποτα στη γυναίκα του. Trying not to lose his temper, he quickly entered the house, determined again not to say anything to his wife.

Η κυρία Ντάρσλι είχε μια ευχάριστη και συνηθισμένη μέρα. Mrs. Dursley had a pleasant and ordinary day. Καθώς έτρωγαν το βραδινό τους, είπε στον άντρα της όλα όσα είχε μάθει για τα προβλήματα της καινούριας γειτόνισσας με την κόρη της, καθώς και για τις δυο καινούριες λέξεις που είχε μάθει ο γιος τους, ο Ντάντλι: το «δε θέλω!» Ο κύριος Ντάρσλι προσπάθησε να φερθεί όσο γινόταν πιο φυσιολογικά. As they ate their dinner, she told her husband everything she had learned about the new neighbor's problems with her daughter, and the two new words their son, Dudley, had learned: "I don't want to!" Mr. Dursley tried to act as normal as possible. Κι όταν ο γιος τους αποκοιμήθηκε, πήγε στο σαλόνι κι άνοιξε την τηλεόραση για ν' ακούσει τις τελευταίες ειδήσεις. And when their son fell asleep, he went into the living room and turned on the TV to listen to the latest news.

«Και, τέλος», είπε ο εκφωνητής, «παρατηρητές πουλιών απ' όλη τη χώρα μάς δήλωσαν πως οι κουκουβάγιες φέρονται πολύ περίεργα σήμερα. "And, finally," said the announcer, "bird watchers from all over the country have told us that the owls are acting very strangely today. Ενώ, συνήθως, οι κουκουβάγιες κυνηγούν τη νύχτα και σπάνια εμφανίζονται την ημέρα, σήμερα, από την ανατολή του ήλιου, εκατοντάδες από αυτά τα πουλιά θεάθηκαν να πετούν προς κάθε κατεύθυνση. While owls usually hunt at night and rarely appear during the day, today, by sunrise, hundreds of these birds were seen flying in every direction. Οι ορνιθολόγοι αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί οι κουκουβάγιες άλλαξαν ξαφνικά τις συνήθειές τους. Ornithologists are at a loss to explain why the owls suddenly changed their habits. Και τώρα θα δώσουμε το μικρόφωνο στο συνάδελφο Τζιμ ΜακΓκάφιν, για το δελτίο καιρού. And now we'll turn the microphone over to our colleague Jim McGuffin for the weather report. Τι γίνεται, Τζιμ; Μήπως θα έχουμε αύριο καμιά βροχή από κουκουβάγιες;» What's up, Jim? Are we going to have a rain of owls tomorrow?"

«Λοιπόν, Τεντ, δεν μπορώ να πω τίποτα γι αυτό», αποκρίθηκε ο Τζιμ. "Well, Ted, I can't say anything about that," answered Jim. «Δεν είναι, όμως, μόνον οι κουκουβάγιες που φέρονται περίεργα σήμερα. "But it is not only the owls that are acting strangely today. Τηλεθεατές μας από διάφορες περιοχές της χώρας, από το Κεντ και το Γιόρκσιρ ως το Ντάντι, μας τηλεφώνησαν για να πουν πως, αντί για τη βροχή που η μετεωρολογική υπηρεσία προέβλεψε για σήμερα, είδαν μια πραγματική καταιγίδα από διάττοντες αστέρες! Our viewers from across the country, from Kent and Yorkshire to Dundee, called in to say that instead of the rain the Met Office predicted for today, they saw a real storm of shooting stars! Ίσως, όμως, να πρόκειται για πυροτεχνήματα... Πάντως η αποψινή νύχτα θα είναι οπωσδήποτε βροχερή και...» But maybe it's just fireworks... Anyway, tonight is definitely going to be a rainy night and..."

Ο κύριος Ντάρσλι πάτησε το κουμπί και συνέχισε να κάθεται ακίνητος στην πολυθρόνα του. Mr. Dursley pressed the button and continued to sit motionless in his chair. Διάττοντες αστέρες σ' όλη τη χώρα; Κουκουβάγιες που πετούν τη μέρα στον ουρανό της Αγγλίας; Μυστηριώδεις τύποι με μανδύες παντού; Και ψίθυροι για τους Πότερ... Shooting stars all over the country? Owls flying by day in the skies of England? Mysterious guys in cloaks everywhere? And whispers of the Potters...

Εκείνη τη στιγμή η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο σαλόνι κρατώντας ένα δίσκο με δυο φλιτζάνια τσάι. At that moment Mrs. Dursley entered the living room carrying a tray with two cups of tea. Η καρδιά του άντρα της ήταν τώρα βαριά σαν πέτρα. Her husband's heart was now as heavy as a stone. Όχι, δεν μπορούσε να το αποφύγει. No, he couldn't avoid it. Κάτι έπρεπε να της πει, για να την προετοιμάσει... He had to tell her something to prepare her...

Ξερόβηξε λοιπόν νευρικά κι άρχισε: «Ε... Πετούνια... μήπως είχες τελευταία τίποτα νέα από την αδελφή σου;» So he coughed nervously and began: "Ε... Petunia... have you heard from your sister lately?"

Όπως το περίμενε, η κυρία Ντάρσλι έδειξε αμέσως ταραχή και θυμό. As he expected, Mrs. Dursley immediately showed agitation and anger. Δικαιολογημένα, αφού συνήθως παρίσταναν κι οι δυο πως δεν είχε αδελφή. Justifiably so, since they both usually pretended he didn't have a sister.

«Όχι!» αποκρίθηκε απότομα. "No!" he answered sharply. «Γιατί ρωτάς;» "Why do you ask?"

«Περίεργα πράγματα στο δελτίο ειδήσεων... Κουκουβάγιες, διάττοντες αστέρες... και παράξενοι τύποι με μανδύες...» "Strange things on the news... Owls, shooting stars... and strange guys in cloaks..."

«Και λοιπόν;» "So what?"

«Να... σκέφθηκα... πως μπορεί να είχε κάποια σχέση με... με το δικό της σινάφι...» "Well... I thought... that she might have had something to do with... with her own kind..."

Σιωπηλή, η κύρια Ντάρσλι άρχισε να πίνει το τσάι της με σφιγμένα χείλη. In silence, Mrs. Dursley began to drink her tea with pursed lips. Ο άντρας της αναρωτήθηκε, ανήσυχος, αν θα τολμούσε τελικά να της πει πως είχε ακούσει και το επώνυμο Πότερ. Her husband wondered, anxiously, if she would finally dare to tell her that she had heard the last name Potter. Τελικά αποφάσισε πως δε θα το τολμούσε, τουλάχιστον όχι ακόμη. Eventually he decided he wouldn't dare, at least not yet. Έτσι, μιλώντας όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, ρώτησε: «Εκείνος ο γιος τους... θα πρέπει τώρα να είναι σαν τον Ντάντλι μας...» So, speaking as nonchalantly as he could, he asked, "That son of theirs... must now be like our Dudley..."

«Νομίζω πως ναι», αποκρίθηκε στυφά η κυρία Ντάρσλι. "I think so," replied Mrs. Dursley stiffly. «Και... πώς τον λένε; Χάουαρντ, νομίζω...» "And... what's his name? Howard, I think..."

«Όχι. "No. Χάρι, ένα άσχημο και πολύ συνηθισμένο όνομα!» Harry, an ugly and very common name!"

«Ναι, βέβαια», αποκρίθηκε ο κύριος Ντάρσλι, νιώθοντας την καρδιά του να βουλιάζει. "Yes, of course," replied Mr. Dursley, feeling his heart sink. «Συμφωνώ μαζί σου». "I agree with you."

Δεν ξαναμίλησε γι αυτό το θέμα, μέχρι που τελείωσαν κι οι δυο το τσάι τους και σιωπηλοί ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα. He did not speak of this matter again until they had both finished their tea and went up to the bedroom in silence. Όταν η κυρία Ντάρσλι μπήκε στο μπάνιο, ο κύριος Ντάρσλι πλησίασε στο παράθυρο, τράβηξε λίγο την κουρτίνα και κοίταξε κάτω στον κήπο. When Mrs. Dursley went into the bathroom, Mr. Dursley approached the window, pulled the curtain a little and looked down into the garden. Η γάτα ήταν ακόμη επάνω στο φράχτη και κοιτούσε προς την αρχή της οδού Πριβετ, σαν κάτι να περίμενε. The cat was still on the fence, looking towards the beginning of Privet Street, as if waiting for something.

Μήπως τα φαντάζομαι όλ' αυτά; αναρωτήθηκε ο κύριος Ντάρσλι. Am I imagining all this?" asked Mr. Dursley. Μήπως όλ' αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τους Πότερ; Γιατί, αν έχουν... κι αν μαθευόταν πως εκείνοι συγγένευαν μ' ένα ζευγάρι που... Όχι! Doesn't all of this have anything to do with the Potters? Because if they do... ...and if it came out that they were related to a couple who were... No! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο κύριος Ντάρσλι ήταν σίγουρος πως ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, θα μπορούσαν να το αντέξουν. If such a thing happened, Mr. Dursley was sure that neither he nor his wife could bear it.

Σε λίγο οι Ντάρσλι έπεσαν στο κρεβάτι. Soon the Dursleys fell into bed. Η κυρία Ντάρσλι αποκοιμήθηκε αμέσως, ο άντρας της όμως έμεινε ξύπνιος, στριφογυρίζοντας όλ' αυτά τα περίεργα φαινόμενα στο μυαλό του. Mrs. Dursley fell asleep at once, but her husband stayed awake, turning over all these strange phenomena in his mind. Η τελευταία και καθησυχαστική σκέψη του προτού αποκοιμηθεί, ήταν πως, ακόμη κι αν οι Πότερ είχαν κάποια σχέση μ' αυτή την περίεργη κατάσταση, δεν υπήρχε κανένας λόγος να 'ρθουν σ' επαφή μ' αυτόν και τη γυναίκα του. His last and reassuring thought before falling asleep was that even if the Potters had something to do with this strange situation, there was no reason for them to contact him and his wife. Γιατί οι Πότερ ήξεραν πολύ καλά τη γνώμη που είχαν αυτός κι η Πετούνια για το σινάφι τους. Because the Potters knew very well what he and Petunia thought of their own kind. Δεν έβλεπε για ποιο Λόγο εκείνος κι η Πετούνια θα μπορούσαν να βρεθούν ανακατεμένοι σε οτιδήποτε μπορεί να συνέβαινε... Και να συνέβαινε κάτι, πάλι δε θα μπορούσε να τους επηρεάσει... Ο κύριος Ντάρσλι χασμουρήθηκε, γύρισε στο πλάι κι αποκοιμήθηκε. He did not see why he and Petunia should be involved in anything that might happen... Even if something did happen, it still couldn't affect them... Mr. Dursley yawned, turned on his side and fell asleep.

Πόσο λάθος έκανε... How wrong he was...

Ο κύριος Ντάρσλι κοιμόταν τώρα βαθιά, αλλά η γάτα στον κήπο δεν έδειχνε ακόμη το παραμικρό σημάδι νύστας. Mr. Dursley was now fast asleep, but the cat in the garden still showed no sign of sleep. Στεκόταν πάντα ακίνητη επάνω στο φράχτη, με το βλέμμα της στηλωμένο στην αρχή της οδού Πριλέτ. She always stood motionless on the fence, her eyes fixed on the beginning of Prillette Street. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια της, όταν η πόρτα ενός αυτοκινήτου έκλεισε με δύναμη λίγο πιο κάτω, ούτε όταν δυο κουκουβάγιες πέταξαν χαμηλά πάνω απ' το κεφάλι της. She didn't even blink when the door of a car slammed shut with force a short distance away, nor when two owls flew low over her head. Κι ήταν πια σχεδόν μεσάνυχτα, όταν η γάτα κουνήθηκε για πρώτη φορά. And it was almost midnight when the cat moved for the first time.

Ένας άντρας φάνηκε ξαφνικά στην αρχή του δρόμου, στο σημείο προς το οποίο κοιτούσε τόσες ώρες η γάτα. A man suddenly appeared at the beginning of the road, at the spot where the cat had been looking for so many hours. Φάνηκε, μάλιστα, τόσο ξαφνικά κι αθόρυβα, σαν να είχε φυτρώσει απ' την άσφαλτο. It seemed, in fact, as suddenly and quietly as if it had sprouted from the asphalt. Η γάτα κούνησε την ουρά και μισόκλεισε τα μάτια της. The cat wagged its tail and half closed its eyes.

Κανένας τύπος σαν αυτόν τον άντρα δεν είχε ποτέ φανεί στην οδό Πριβέτ. No one like this man had ever been seen on Privet Street. Ήταν ψηλός, αδύνατος και πολύ γέρος, με ασημένια μαλλιά και γένια τόσο μακριά, που ήταν και τα δυο χωμένα κάτω απ' τη ζώνη του παντελονιού του. He was tall, thin and very old, with silver hair and a beard so long that it was both tucked under the waistband of his trousers. Φορούσε μακριά ρόμπα και μανδύα, που άγγιζαν την άσφαλτο, ενώ οι ψηλές μπότες του είχαν τακούνια κι ασημένιες αγκράφες. He wore a long robe and cloak that touched the asphalt, while his high boots had heels and silver buckles. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ανοιχτόχρωμα και λαμπερά πίσω απ' τους μισούς φακούς των γυαλιών του κι η μύτη του πολύ μακριά και γυριστή στην άκρη, σαν ράμφος πουλιού. His blue eyes were pale and bright behind half the lenses of his glasses and his nose was very long and turned to the side, like a bird's beak. Το όνομα του ήταν Άλμπους Ντάμπλντορ. His name was Albus Dumbledore.

Ο Αλμπους Ντάμπλντορ δεν έδειχνε να έχει καταλάβει πως βρισκόταν σε μια περιοχή όπου τα πάντα σ' αυτόν, απ' το όνομα ως τις ψηλές μπότες του, ήταν ανεπιθύμητα. Albus Dumbledore didn't seem to have realized that he was in an area where everything about him, from his name to his high boots, was unwelcome. Γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το να ψάχνει κάτι στο μανδύα του. Because he was too busy looking for something in his cloak. Έδειχνε, όμως, να έχει καταλάβει πως τον παρακολουθούσαν, γιατί ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη γάτα, που συνέχιζε να τον κοιτάζει απ' την άλλη άκρη του δρόμου. But he seemed to have realized that he was being watched, because he suddenly raised his head and looked at the cat, which continued to stare at him from across the street. Για κάποιο λόγο, η θέα της γάτας φάνηκε να τον διασκεδάζει, γιατί χαμογέλασε και μουρμούρισε: «Έπρεπε να το περιμένω». For some reason, the sight of the cat seemed to amuse him, for he smiled and murmured: "I should have expected it."