×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαδιαμάντης - Η Φόνισσα, 3. Γ´

3. Γ´

Ούτω είχον διαρρεύσει πολλαί νύκτες από του τοκετού της Δελχαρώς της Τραχήλαινας. Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης του –το οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!»– πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλύτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχεν τον ύπνον δύσκολον. Οι λογισμοί και αι αναμνήσεις της, αμαυραί εικόνες του παρελθόντος, ήρχοντο αλλεπάλληλοι ως κύματα μέσα εις τον νουν της, προ των οφθαλμών της ψυχής της.

Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, η Χαδούλα τόσα τέκνα, και είχε κτίσει μικρόν οσπίτιον διά να κατοικήση. Όταν ηύξανεν η οικογένεια, τόσον ηύξανον και τα «φαρμάκια». Ναι, από τας ιδίας οικονομίας της είχεν αποκτήσει την μικράν οικίαν η Γιαννού, και όχι από τα περισσεύματα του συζύγου της. Ο μάστρο-Γιάννης ο Σκούφος, ή ο «Λογαριασμός», δεν ήξευρε, πράγματι, να λογαριάση καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε πόσα κάνουν τέσσαρα ή πέντε ή εξ μεροκάματα της εβδομάδος προς μίαν και 75 ή μίαν και 80 –διότι τόσα έπαιρνεν ως τρίτης τάξεως μαραγκός. Όταν ενίοτε, ως καλαφάτης, επληρώνετο προς 2.35 ή 2.40, πάλιν δεν ήξευρε να τα λογαριάση.

Μόνον του ήρεσκε να τα πίνη, σχεδόν όλα, την Κυριακήν. Πλην ευτυχώς η σύζυγος του είχε λάβη τα μέτρα της, κ' έπαιρνεν αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατον το βράδυ. Ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορην, όχι άνευ έριδος και δυσκολίας – επειδή ο πρωτομάστορης δεν ήθελε να της τα δώση προτιμών να τα εγχειρίση εις τον μάστρο-Γιάννην τον ίδιον, από τον οποίον μάλιστα εκράτει, καθώς και απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως έκτακτα ποσοστά, λέγων «έχω κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω κορίτσια!». Αλλ' η Φραγκογιαννού που να γελασθή! Αυτή του έδιδε την μόνην λογικήν και την μόνην πρέπουσαν απάντησιν: «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;»

Ή, αν δεν κατώρθωνε να τα λάβη η ιδία από τον αρχιναυπηγόν, η Γιαννού τα ήρπαζε, «Σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τας χείρας του συζύγου της, αφού εφρόντιζε πρώτον να τον «καλοκαρδίση» και να τον φέρη εις την κατάλληλον ψυχολογικήν θέσιν. Ή, τέλος, τον άφηνε να κοιμηθή μισοζαλισμένος, και τα έκλεπτεν από τα φορέματα του, την νύκτα του Σαββάτου. Μόνον, την Κυριακήν πρωί, του έδιδε διά «χαρτζιλίκι» 40 ή πενήντα λεπτά.

Λοιπόν είχε κτίσει τον οικίσκον από τας οικονομίας της, αλλά ποία ήτο η πρώτη βάσις του μικρού εκείνου κεφαλαίου; Την ώραν ταύτην, κατά την νύκτα της αγρυπνίας, διά πρώτην φοράν το εξωμολογείτο καθ' εαυτήν. Ποτέ δεν το είχε ειπή ούτε εις τον πνευματικόν της, εις τον οποίον άλλως πολύ μικρά πράγματα έλεγεν· ακριβώς εκείνα μόνον τα συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξευρε προτού να τα είπη αυτή· δηλαδή κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας και τα τοιαύτα. Ποτέ δεν το είχεν ομολογήσει εις την μητέραν της, εφ' όσον έζη εκείνη – ήτις άλλως ήτο η μόνη που το υπώπτευε και το ήξευρε χωρίς να της τα είπη αυτή. Ναι, είναι αληθές, ότι εμελέτα και είχεν απόφασιν να της τα είπη κατά τας τελευταίας στιγμάς της. Πλην δυστυχώς η γραία, πριν αποθάνη, συνέβη να βωβαθή και να κωφαθή και να μείνη αναίσθητη «σαν πράμα», όπως περιέγραφε την κατάστασιν ταύτην η κόρη της, κ' έτσι δεν εδόθη ευκαιρία να της ομολογήση το πταίσμα της. Ακόμη ολιγώτερον, δεν το είπε ποτέ εις τον πατέρα της, ούτε εις τον σύζυγον της. Ιδού ποίον ήτο το μυστικόν τούτο.

Προ του γάμου της η Χαδούλα είχεν αρχίσει να κλέπτη απ' ολίγα ολίγα εκ των χρημάτων του πατρός της, απ' ολίγους παράδες, από μισόν γρόσι. Τόσον ολίγα, ώστε σχεδόν δεν το ησθάνθη ούτε το υπώπτευσεν εκείνος. Μόνον δύο φοράς είχεν εννοήσει ο ίδιος ότι είχε κάμει εσφαλμένον τον λογαριασμόν του μικρού θησαυρού του. Τον θησαυρόν τούτον απέθετεν εις μίαν κρύπτην, την οποίαν προ πολλού είχεν ανακαλύψει η γραία, μετά χρόνον δε ανεκάλυψε και η κόρη. Τότε προς καιρόν, η Χαδούλα διέκοψε τας κλοπάς, διά να μη δώση λαβήν μεγαλυτέρας υπονοίας εις τον πατέρα της. Αργότερα, πάλιν εξανάρχισε να κλέπτη περισσότερα, αλλά δεν «έπιανε χαρτωσιά» εμπρός εις τας κλοπάς της μητρός της.

Αύτη είχε κλέψει πολλά, αλλά με τέχνη και μέθοδον. Έκλεπτε τα περισσότερα από τας άλλας επιχειρήσεις, εις τας οποίας είχε κατά μέγα μέρος την διαχείρισιν, καθώς από πώλησιν ελαίου και οίνου, προϊόντων των κτημάτων της οικογενείας, και ολίγα, σχεδόν όσα και η κόρη τους, από τα μεροκάματα του γέρου. Μετά χρόνους, όταν άνοιξαν οι δουλειές, κι ο γερο-Στάθης έγινε μικροαρχιναυπηγός –εσκάρωνε βάρκες και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από τον υιόν και από τον παραγυιόν του, εις το προαύλιον της οικίας– τότε η γραία ημπόρεσε να κλέψη αρκετά και από τα κέρδη της ναυπηγικής τέχνης.

Τελευταίον, ολίγους μήνας προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσει ν' ανακαλύψη την κρύπτην όπου είχε το κομπόδεμα η μητέρα της. Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαρέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων. Η κόρη με φαιδράν έκπληξιν, και με συγκίνησιν τρομώδη, εμέτρησε τα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, και είτα τα έβαλε πάλιν εις την οπήν των, χωρίς να τολμήση να τα πειράξη.

Αλλά την παραμονήν του γάμου, το βράδυ, την ώραν που ενύχτωνεν –όταν είδε την επιμονήν των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετήν προίκα, και είδε την απονιάν της μητρός της– παραφυλάξασα την ώραν οπότε η γραία εξήλθε προς στιγμήν από την οικίαν δι' εν θέλημα, κατέβη με παλμόν καρδίας κρυφά στο κατώγι· έψαξε και ανεύρε το κομπόδεμα, το σκυλοδεμένο, και το έλυσεν. Αυτήν την φοράν της εφάνησαν ωσάν ολίγα. Καιρόν δεν είχε να τα μετρήση. Ίσως η γραία να είχεν αφαιρέσει μερικά εκ των ταλλήρων, και είχε κάμει χρήσιν δι' αγνώστους σκοπούς. Της ήλθεν η ιδέα να πάρη το κομπόδεμα όλον, αυτούσιον μαζί με την λωρίδα της παλαιάς μανδήλας της μητρός της, αλλ' εφοβήθη· έλαβε μόνον οκτώ ή εννέα τάλληρα, καταρχάς – τόσα, όσα εφαντάζετο ότι η απουσία των δεν θα επέφερε μεγάλην διαφοράν εις τον όγκον και δεν θα ήτο αμέσως επαισθητή, είτα έκαμε να το δέση· ακολούθως πάλιν το ήνοιξε, έλαβεν άλλα πέντε ή εξ, το όλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ενώ το έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύση, με σκοπόν να πάρη άλλα δύο ή τρία ακόμη. Αίφνης τότε ήκουσε το βήμα της μητρός της έξω. Βιαστικά έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλεν εις την θέσιν του.

Ολίγας ημέρας μετά τον γάμον, η γραία ανεκάλυψε την κλοπήν. Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τίποτε εις την κόρην της. Έμεινεν ευχαριστημένη διότι εκείνη δεν τα επήρεν όλα. «Στραβωμάρα είχεν!» είπε μεταξύ των οδόντων της.

Το ποσόν εκείνο, το οποίον η Χαδούλα είχε κλέψει κατά καιρούς από τους γονείς της, ανερχόμενον περίπου εις τετρακόσια γρόσια, το νόμισμα της εποχής εκείνης, έκρυπτεν επί τόσα έτη επιμελώς. Αλλά διά να κτίση την οικίαν, το ηύξησε με την ικανότητά της. Ήτο βεβαίως εργατική και επιδεξία. Όσον της επέτρεπον αι μέριμναι της ανατροφής τόσων αλλεπαλλήλων τέκνων, εξενοδούλευε. Πλην, εις τους μικρούς τόπους «δεν υπάρχουσιν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίται» και όπως ένας μπακάλης κωμοπόλεως είναι συγχρόνως και έμπορος ψιλικών, και φαρμακοπώλης, αλλά και τοκογλύφος, ούτω και μία καλή υφάντρια, οποία ήτο η Φραγκογιαννού, ουδέν εκώλυε να κάμνη συγχρόνως και την μαμμήν ή την ψευδογιάτρισσαν, και άλλα επαγγέλματα ακόμη να εξασκή, ήρκει να είναι επιτηδεία. Και η Φραγκογιαννού ήτο επιτηδειοτάτη μεταξύ όλων των γυναικών.

Έδιδε βότανα, έκαμνε κηραλαλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας. Με το καλάθιον υπό τον αγκώνα της αριστεράς χειρός, ακολουθούμενη από τα δύο τελευταία τέκνα της, τον Δημητράκην, οκτώ ετών, και την Κρινιώ, εξαέτιδα, εξήρχετο εις τους αγρούς, ανέβαινεν εις τα όρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας και ρεύματα, έψαχνε να εύρη τα βότανα, όσα αυτή εγνώριζε –την αγριοκρομμύδα, την δρακοντιά, το τρίμερο και άλλ' ακόμη– τα έκοπτεν ή τα εξερρίζωνεν, εγέμιζε το καλάθιον της, κ' επέστρεφε το βράδυ εις την οικίαν. Με αυτά τα βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τα οποία εσύσταινεν ως αλάνθαστα ιατρικά κατά των χρονίων πόνων, του στήθους, της κοιλίας, των εντέρων, κτλ. Τη βοηθεία όλων αυτών των μέσων, ολίγα κερδίζουσα, αλλ' οικονόμος, κατώρθωσε, με τον καιρόν, να κτίση την μικράν φωλέαν της. Αλλ' οι νεοσσοί είχαν αρχίσει να ξεπετούν ήδη, να φεύγουν εις τα ξένα! Κατά την εποχήν εκείνην, ο πρώτος υιός της, εικοσαετής ήδη, ο Σταθαρός, είχε ξενιτευθή εις την Αμερικήν, αφού δε έστειλεν εν ή δύο γράμματα, εσιώπησε, και έκτοτε δεν είχε δώσει σημείον ζωής. Μετά τρία έτη, ο δεύτερος υιός της, ο Γιαλής, είχε μεγαλώσει κι αυτός, κ' εμβαρκαρίσθη. Και οι δύο, εις τα μικρά των χρόνια, είχον δοκιμάσει την τέχνην του πατρός των, αλλ' ούτε ο εις ούτε ο άλλος επρόκοψαν πολύ, ουδέ ηρκέσθησαν εις αυτήν. Ο Γιαλής, ως φιλόστοργος υιός και αδελφός, έγραψε προς την μητέρα του εκ Μασσαλίας, όπου είχεν υπάγει μ' ένα πατριώτικον καράβι, ότι απεφάσισε κι αυτός να υπάγη στην Αμερικήν, να ιδή τι γίνεται ο μεγάλος αδερφός του ίσως τον ανακαλύψει κάπου. Αλλά παρήλθον καιροί και χρόνοι έκτοτε και ούτε ο εις ούτε ο άλλος ηκούσθησαν πλέον.

Τότε έλαβεν αφορμήν η μητέρα των να ενθυμηθή ένα παραμύθι του λαού εκ των αστειοτέρων, εν ω γίνεται λόγος περί στρώματος από μέλι, εις το οποίον εκόλλησαν διαδοχικώς και ο πρώτος αποσταλείς υιός της Γριάς, διά να συλλέξη και φέρη εκείθεν το μέλι, και ο δεύτερος υιός, όστις είχε σταλή διά να ξεκολλήση τον πρώτον, και ο τρίτος, όστις εστάλη διά να φέρη οπίσω και τους δύο, και ο Γέρος, όστις επήγε να ιδή τί γίνονται οι υιοί του· τέλος, αυτή η Γριά, η οποία εις το ύστερον απεφάσισε να υπάγη να ιδή, μακρόθεν όμως –διότι, ως γριά, είχε τόσην πονηρίαν– τί έγιναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν εγύρισαν οπίσω από το «θέλημα», εις το οποίον τους είχε στείλει, μόλις αυτή εγλύτωσε και δεν εκόλλησε. Τότε στραφείσα προς τους τέσσαρας, κολλημένους τους είπεν: «Α! αυτό σας μέλει; Εμένα δεν με μέλει!»

Εν τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός κι ο Γιαλής είχαν ξενιτευθή εις την Αμερικήν, και είχαν φάγει λωτόν, ή είχαν πίει την Λήθην, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετά τους ξενιτευμένους αδελφούς της, εμεγάλωνεν, ολονέν εμεγάλωνε. Κ' η Αμέρσα, σχεδόν τέσσαρα έτη μικροτέρα της αδελφής της, εμεγάλωνε κι αυτή εναμίλλως με την Δελχαρώ, κι «έριχνε μπόι»· εγίνετο ανδρώδης, μελαψή και ζωηρά, κ' οι γειτόνισσες την ωνόμαζον «το σερνικοθήλυκο». Κ' εκείνη η μικρά, το Κρινάκι, ήτις δεν είχε φευ! του κρίνου το χρώμα, αν και φυσικά ισχνή, εδείκνυεν ήδη συμπτώματα αναπτύξεως.

Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! εσκέπτετο η Φραγκογιαννού. Ποίος κήπος, ποίον λιβάδι, ποία άνοιξις παράγει αυτό το φυτόν! Και πώς βλαστάνει και θάλλει και φυλλομανεί και φουντώνει! Και όλοι αυτοί οι βλαστοί, όλα τα νεόφυτα, θα γίνουν μίαν ημέραν πρασιαί, λόχμαι, κήποι; Και ούτω θα εξακολουθή; Και πάσα οικογένεια εις την γειτονιάν, και εις την συνοικίαν και εις την πόλιν είχαν από δύο έως τρία κοράσια. Μερικαί είχον τέσσαρα, άλλαι πέντε. Μία μητέρα είχεν εξ θυγατέρας χωρίς κανέναν υιόν, άλλη μία είχεν επτά κ' έναν υιόν, ο οποίος εφαίνετο προωρισμένος να φανή άχρηστος. Λοιπόν όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλαι αι χήραι, ανάγκη πάσα και χρέος απαραίτητον, να υπανδρεύσουν όλας αυτάς τας κόρας – και τας πέντε, και τας εξ, και τας επτά! Και να δώσουν εις όλας προίκα. Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, με δύο στρέμματα αγρούς, μ' ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – είτε κολλήγισα άλλων ευπορωτέρων οικογενειών εις τα κτήματα, εις τας συκάς και τας μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν– ή τρέφουσα δύο ή τρεις αίγας ή αμνάδας –γινομένη κακή με όλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διά μικράς ζημίας– φορολογουμένη ασπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόν – ώφειλεν εξ άπαντος «ν' αποκαταστήση» όλα τα θήλεα ταύτα, και να δώση πέντε, εξ, ή επτά προίκας! Ω Θεέ μου!

Και οποίας προίκας, κατά τα νησιωτικά έθιμα. «Σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά, έλιωνα στο Λεχούνι, χωράφι στο Στροφλιά». Αλλά κατά τους τελευταίους χρόνους, περί τα μέσα του αιώνος, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το «μέτρημα», εκείνο το οποίον εις Κωνσταντινούπολιν ωνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν την οποίαν, αν δεν απατώμαι, είχεν αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία. Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.


3. Γ´ 3. Γ'

Ούτω είχον διαρρεύσει πολλαί νύκτες από του τοκετού της Δελχαρώς της Τραχήλαινας. Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης του –το οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!»– πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλύτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχεν τον ύπνον δύσκολον. Οι λογισμοί και αι αναμνήσεις της, αμαυραί εικόνες του παρελθόντος, ήρχοντο αλλεπάλληλοι ως κύματα μέσα εις τον νουν της, προ των οφθαλμών της ψυχής της.

Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, η Χαδούλα τόσα τέκνα, και είχε κτίσει μικρόν οσπίτιον διά να κατοικήση. Όταν ηύξανεν η οικογένεια, τόσον ηύξανον και τα «φαρμάκια». Ναι, από τας ιδίας οικονομίας της είχεν αποκτήσει την μικράν οικίαν η Γιαννού, και όχι από τα περισσεύματα του συζύγου της. Ο μάστρο-Γιάννης ο Σκούφος, ή ο «Λογαριασμός», δεν ήξευρε, πράγματι, να λογαριάση καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε πόσα κάνουν τέσσαρα ή πέντε ή εξ μεροκάματα της εβδομάδος προς μίαν και 75 ή μίαν και 80 –διότι τόσα έπαιρνεν ως τρίτης τάξεως μαραγκός. Όταν ενίοτε, ως καλαφάτης, επληρώνετο προς 2.35 ή 2.40, πάλιν δεν ήξευρε να τα λογαριάση.

Μόνον του ήρεσκε να τα πίνη, σχεδόν όλα, την Κυριακήν. Πλην ευτυχώς η σύζυγος του είχε λάβη τα μέτρα της, κ' έπαιρνεν αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατον το βράδυ. Ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορην, όχι άνευ έριδος και δυσκολίας – επειδή ο πρωτομάστορης δεν ήθελε να της τα δώση προτιμών να τα εγχειρίση εις τον μάστρο-Γιάννην τον ίδιον, από τον οποίον μάλιστα εκράτει, καθώς και απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως έκτακτα ποσοστά, λέγων «έχω κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω κορίτσια!». Αλλ' η Φραγκογιαννού που να γελασθή! Αυτή του έδιδε την μόνην λογικήν και την μόνην πρέπουσαν απάντησιν: «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;»

Ή, αν δεν κατώρθωνε να τα λάβη η ιδία από τον αρχιναυπηγόν, η Γιαννού τα ήρπαζε, «Σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τας χείρας του συζύγου της, αφού εφρόντιζε πρώτον να τον «καλοκαρδίση» και να τον φέρη εις την κατάλληλον ψυχολογικήν θέσιν. Ή, τέλος, τον άφηνε να κοιμηθή μισοζαλισμένος, και τα έκλεπτεν από τα φορέματα του, την νύκτα του Σαββάτου. Μόνον, την Κυριακήν πρωί, του έδιδε διά «χαρτζιλίκι» 40 ή πενήντα λεπτά.

Λοιπόν είχε κτίσει τον οικίσκον από τας οικονομίας της, αλλά ποία ήτο η πρώτη βάσις του μικρού εκείνου κεφαλαίου; Την ώραν ταύτην, κατά την νύκτα της αγρυπνίας, διά πρώτην φοράν το εξωμολογείτο καθ' εαυτήν. Ποτέ δεν το είχε ειπή ούτε εις τον πνευματικόν της, εις τον οποίον άλλως πολύ μικρά πράγματα έλεγεν· ακριβώς εκείνα μόνον τα συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξευρε προτού να τα είπη αυτή· δηλαδή κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας και τα τοιαύτα. Ποτέ δεν το είχεν ομολογήσει εις την μητέραν της, εφ' όσον έζη εκείνη – ήτις άλλως ήτο η μόνη που το υπώπτευε και το ήξευρε χωρίς να της τα είπη αυτή. Ναι, είναι αληθές, ότι εμελέτα και είχεν απόφασιν να της τα είπη κατά τας τελευταίας στιγμάς της. Πλην δυστυχώς η γραία, πριν αποθάνη, συνέβη να βωβαθή και να κωφαθή και να μείνη αναίσθητη «σαν πράμα», όπως περιέγραφε την κατάστασιν ταύτην η κόρη της, κ' έτσι δεν εδόθη ευκαιρία να της ομολογήση το πταίσμα της. Ακόμη ολιγώτερον, δεν το είπε ποτέ εις τον πατέρα της, ούτε εις τον σύζυγον της. Ιδού ποίον ήτο το μυστικόν τούτο.

Προ του γάμου της η Χαδούλα είχεν αρχίσει να κλέπτη απ' ολίγα ολίγα εκ των χρημάτων του πατρός της, απ' ολίγους παράδες, από μισόν γρόσι. Τόσον ολίγα, ώστε σχεδόν δεν το ησθάνθη ούτε το υπώπτευσεν εκείνος. Μόνον δύο φοράς είχεν εννοήσει ο ίδιος ότι είχε κάμει εσφαλμένον τον λογαριασμόν του μικρού θησαυρού του. Τον θησαυρόν τούτον απέθετεν εις μίαν κρύπτην, την οποίαν προ πολλού είχεν ανακαλύψει η γραία, μετά χρόνον δε ανεκάλυψε και η κόρη. Τότε προς καιρόν, η Χαδούλα διέκοψε τας κλοπάς, διά να μη δώση λαβήν μεγαλυτέρας υπονοίας εις τον πατέρα της. Αργότερα, πάλιν εξανάρχισε να κλέπτη περισσότερα, αλλά δεν «έπιανε χαρτωσιά» εμπρός εις τας κλοπάς της μητρός της.

Αύτη είχε κλέψει πολλά, αλλά με τέχνη και μέθοδον. Έκλεπτε τα περισσότερα από τας άλλας επιχειρήσεις, εις τας οποίας είχε κατά μέγα μέρος την διαχείρισιν, καθώς από πώλησιν ελαίου και οίνου, προϊόντων των κτημάτων της οικογενείας, και ολίγα, σχεδόν όσα και η κόρη τους, από τα μεροκάματα του γέρου. Μετά χρόνους, όταν άνοιξαν οι δουλειές, κι ο γερο-Στάθης έγινε μικροαρχιναυπηγός –εσκάρωνε βάρκες και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από τον υιόν και από τον παραγυιόν του, εις το προαύλιον της οικίας– τότε η γραία ημπόρεσε να κλέψη αρκετά και από τα κέρδη της ναυπηγικής τέχνης.

Τελευταίον, ολίγους μήνας προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσει ν' ανακαλύψη την κρύπτην όπου είχε το κομπόδεμα η μητέρα της. Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαρέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων. Η κόρη με φαιδράν έκπληξιν, και με συγκίνησιν τρομώδη, εμέτρησε τα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, και είτα τα έβαλε πάλιν εις την οπήν των, χωρίς να τολμήση να τα πειράξη.

Αλλά την παραμονήν του γάμου, το βράδυ, την ώραν που ενύχτωνεν –όταν είδε την επιμονήν των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετήν προίκα, και είδε την απονιάν της μητρός της– παραφυλάξασα την ώραν οπότε η γραία εξήλθε προς στιγμήν από την οικίαν δι' εν θέλημα, κατέβη με παλμόν καρδίας κρυφά στο κατώγι· έψαξε και ανεύρε το κομπόδεμα, το σκυλοδεμένο, και το έλυσεν. Αυτήν την φοράν της εφάνησαν ωσάν ολίγα. Καιρόν δεν είχε να τα μετρήση. Ίσως η γραία να είχεν αφαιρέσει μερικά εκ των ταλλήρων, και είχε κάμει χρήσιν δι' αγνώστους σκοπούς. Της ήλθεν η ιδέα να πάρη το κομπόδεμα όλον, αυτούσιον μαζί με την λωρίδα της παλαιάς μανδήλας της μητρός της, αλλ' εφοβήθη· έλαβε μόνον οκτώ ή εννέα τάλληρα, καταρχάς – τόσα, όσα εφαντάζετο ότι η απουσία των δεν θα επέφερε μεγάλην διαφοράν εις τον όγκον και δεν θα ήτο αμέσως επαισθητή, είτα έκαμε να το δέση· ακολούθως πάλιν το ήνοιξε, έλαβεν άλλα πέντε ή εξ, το όλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ενώ το έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύση, με σκοπόν να πάρη άλλα δύο ή τρία ακόμη. Αίφνης τότε ήκουσε το βήμα της μητρός της έξω. Βιαστικά έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλεν εις την θέσιν του.

Ολίγας ημέρας μετά τον γάμον, η γραία ανεκάλυψε την κλοπήν. Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τίποτε εις την κόρην της. Έμεινεν ευχαριστημένη διότι εκείνη δεν τα επήρεν όλα. «Στραβωμάρα είχεν!» είπε μεταξύ των οδόντων της.

Το ποσόν εκείνο, το οποίον η Χαδούλα είχε κλέψει κατά καιρούς από τους γονείς της, ανερχόμενον περίπου εις τετρακόσια γρόσια, το νόμισμα της εποχής εκείνης, έκρυπτεν επί τόσα έτη επιμελώς. Αλλά διά να κτίση την οικίαν, το ηύξησε με την ικανότητά της. Ήτο βεβαίως εργατική και επιδεξία. Όσον της επέτρεπον αι μέριμναι της ανατροφής τόσων αλλεπαλλήλων τέκνων, εξενοδούλευε. Πλην, εις τους μικρούς τόπους «δεν υπάρχουσιν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίται» και όπως ένας μπακάλης κωμοπόλεως είναι συγχρόνως και έμπορος ψιλικών, και φαρμακοπώλης, αλλά και τοκογλύφος, ούτω και μία καλή υφάντρια, οποία ήτο η Φραγκογιαννού, ουδέν εκώλυε να κάμνη συγχρόνως και την μαμμήν ή την ψευδογιάτρισσαν, και άλλα επαγγέλματα ακόμη να εξασκή, ήρκει να είναι επιτηδεία. Και η Φραγκογιαννού ήτο επιτηδειοτάτη μεταξύ όλων των γυναικών.

Έδιδε βότανα, έκαμνε κηραλαλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας. Με το καλάθιον υπό τον αγκώνα της αριστεράς χειρός, ακολουθούμενη από τα δύο τελευταία τέκνα της, τον Δημητράκην, οκτώ ετών, και την Κρινιώ, εξαέτιδα, εξήρχετο εις τους αγρούς, ανέβαινεν εις τα όρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας και ρεύματα, έψαχνε να εύρη τα βότανα, όσα αυτή εγνώριζε –την αγριοκρομμύδα, την δρακοντιά, το τρίμερο και άλλ' ακόμη– τα έκοπτεν ή τα εξερρίζωνεν, εγέμιζε το καλάθιον της, κ' επέστρεφε το βράδυ εις την οικίαν. Με αυτά τα βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τα οποία εσύσταινεν ως αλάνθαστα ιατρικά κατά των χρονίων πόνων, του στήθους, της κοιλίας, των εντέρων, κτλ. Τη βοηθεία όλων αυτών των μέσων, ολίγα κερδίζουσα, αλλ' οικονόμος, κατώρθωσε, με τον καιρόν, να κτίση την μικράν φωλέαν της. Αλλ' οι νεοσσοί είχαν αρχίσει να ξεπετούν ήδη, να φεύγουν εις τα ξένα! Κατά την εποχήν εκείνην, ο πρώτος υιός της, εικοσαετής ήδη, ο Σταθαρός, είχε ξενιτευθή εις την Αμερικήν, αφού δε έστειλεν εν ή δύο γράμματα, εσιώπησε, και έκτοτε δεν είχε δώσει σημείον ζωής. Μετά τρία έτη, ο δεύτερος υιός της, ο Γιαλής, είχε μεγαλώσει κι αυτός, κ' εμβαρκαρίσθη. Και οι δύο, εις τα μικρά των χρόνια, είχον δοκιμάσει την τέχνην του πατρός των, αλλ' ούτε ο εις ούτε ο άλλος επρόκοψαν πολύ, ουδέ ηρκέσθησαν εις αυτήν. Ο Γιαλής, ως φιλόστοργος υιός και αδελφός, έγραψε προς την μητέρα του εκ Μασσαλίας, όπου είχεν υπάγει μ' ένα πατριώτικον καράβι, ότι απεφάσισε κι αυτός να υπάγη στην Αμερικήν, να ιδή τι γίνεται ο μεγάλος αδερφός του ίσως τον ανακαλύψει κάπου. Αλλά παρήλθον καιροί και χρόνοι έκτοτε και ούτε ο εις ούτε ο άλλος ηκούσθησαν πλέον.

Τότε έλαβεν αφορμήν η μητέρα των να ενθυμηθή ένα παραμύθι του λαού εκ των αστειοτέρων, εν ω γίνεται λόγος περί στρώματος από μέλι, εις το οποίον εκόλλησαν διαδοχικώς και ο πρώτος αποσταλείς υιός της Γριάς, διά να συλλέξη και φέρη εκείθεν το μέλι, και ο δεύτερος υιός, όστις είχε σταλή διά να ξεκολλήση τον πρώτον, και ο τρίτος, όστις εστάλη διά να φέρη οπίσω και τους δύο, και ο Γέρος, όστις επήγε να ιδή τί γίνονται οι υιοί του· τέλος, αυτή η Γριά, η οποία εις το ύστερον απεφάσισε να υπάγη να ιδή, μακρόθεν όμως –διότι, ως γριά, είχε τόσην πονηρίαν– τί έγιναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν εγύρισαν οπίσω από το «θέλημα», εις το οποίον τους είχε στείλει, μόλις αυτή εγλύτωσε και δεν εκόλλησε. Τότε στραφείσα προς τους τέσσαρας, κολλημένους τους είπεν: «Α! αυτό σας μέλει; Εμένα δεν με μέλει!»

Εν τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός κι ο Γιαλής είχαν ξενιτευθή εις την Αμερικήν, και είχαν φάγει λωτόν, ή είχαν πίει την Λήθην, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετά τους ξενιτευμένους αδελφούς της, εμεγάλωνεν, ολονέν εμεγάλωνε. Κ' η Αμέρσα, σχεδόν τέσσαρα έτη μικροτέρα της αδελφής της, εμεγάλωνε κι αυτή εναμίλλως με την Δελχαρώ, κι «έριχνε μπόι»· εγίνετο ανδρώδης, μελαψή και ζωηρά, κ' οι γειτόνισσες την ωνόμαζον «το σερνικοθήλυκο». Κ' εκείνη η μικρά, το Κρινάκι, ήτις δεν είχε φευ! του κρίνου το χρώμα, αν και φυσικά ισχνή, εδείκνυεν ήδη συμπτώματα αναπτύξεως.

Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! εσκέπτετο η Φραγκογιαννού. Ποίος κήπος, ποίον λιβάδι, ποία άνοιξις παράγει αυτό το φυτόν! Και πώς βλαστάνει και θάλλει και φυλλομανεί και φουντώνει! Και όλοι αυτοί οι βλαστοί, όλα τα νεόφυτα, θα γίνουν μίαν ημέραν πρασιαί, λόχμαι, κήποι; Και ούτω θα εξακολουθή; Και πάσα οικογένεια εις την γειτονιάν, και εις την συνοικίαν και εις την πόλιν είχαν από δύο έως τρία κοράσια. Μερικαί είχον τέσσαρα, άλλαι πέντε. Μία μητέρα είχεν εξ θυγατέρας χωρίς κανέναν υιόν, άλλη μία είχεν επτά κ' έναν υιόν, ο οποίος εφαίνετο προωρισμένος να φανή άχρηστος. Λοιπόν όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλαι αι χήραι, ανάγκη πάσα και χρέος απαραίτητον, να υπανδρεύσουν όλας αυτάς τας κόρας – και τας πέντε, και τας εξ, και τας επτά! Και να δώσουν εις όλας προίκα. Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, με δύο στρέμματα αγρούς, μ' ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – είτε κολλήγισα άλλων ευπορωτέρων οικογενειών εις τα κτήματα, εις τας συκάς και τας μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν– ή τρέφουσα δύο ή τρεις αίγας ή αμνάδας –γινομένη κακή με όλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διά μικράς ζημίας– φορολογουμένη ασπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόν – ώφειλεν εξ άπαντος «ν' αποκαταστήση» όλα τα θήλεα ταύτα, και να δώση πέντε, εξ, ή επτά προίκας! Ω Θεέ μου!

Και οποίας προίκας, κατά τα νησιωτικά έθιμα. «Σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά, έλιωνα στο Λεχούνι, χωράφι στο Στροφλιά». Αλλά κατά τους τελευταίους χρόνους, περί τα μέσα του αιώνος, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το «μέτρημα», εκείνο το οποίον εις Κωνσταντινούπολιν ωνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν την οποίαν, αν δεν απατώμαι, είχεν αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία. Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.