×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι - Το όνειρο ενός γελοίου, Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (1)

Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (1)

Είμαι γελοίος άνθρωπος. Τώρα με λένε τρελό. Αυτός θα ήταν ανώτερος τίτλος, αν δεν έπαυα να είμαι γελοίος για τους ανθρώπους. Μα τώρα πια δεν θυμώνω, γιατί όλοι είναι αρκετά «ευγενικοί μαζί μου, και όταν με κοροϊδεύουν, είναι, θάλεγες, ακόμα πιο ευγενικοί. Ευχαρίστως θα γελούσα μαζί τους, όχι τόσο με τον εαυτό μου, όσο για να τους είμαι ευχάριστος, αν δεν ένοιωθα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίβομαι που βλέπω πως δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που εγώ την γνωρίζω. Τι σκληρό που είναι να την γνωρίζεις μόνο εσύ! Μα δεν θα καταλάβουν. Όχι, δεν θα καταλάβουν.

Άλλοτε, υπόφερα πολύ που φαινόμουν γελοίος. Δεν φαινόμουν, ήμουν. Πάντα μου ήμουν γελοίος και ξέρω πως σίγουρα θα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα ήμουν και δε θα ήμουν επτά χρονών όταν έμαθα πως ήμουν γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο Πανεπιστήμιο — κι όσο σπούδαζα, τόσο μάθαινα πως ήμουν γελοίος. Κι έτσι, φαίνεται πως όλη η πανεπιστημιακή μου επιστήμη, υπήρχε μόνο και μόνο για να μου αποδείξει και να μου εξηγήσει, όσο την εμβάθυνα, πως ήμουν γελοίος. Και με τη ζωή μου έγινε το ίδιο όπως και στην επιστήμη μου. Χρόνο με το χρόνο, αποκτούσα όλο και περισσότερο τη βεβαιότητα πως απ' όλες τις απόψεις φαινόμουν γελοίος. Παντού και πάντα, όλοι με κορόιδευαν μα κανένας δεν θα μπορούσε να υποπτευθεί πως αν υπήρχε ένας άνθρωπος στον κόσμο που ήξερε καλύτερα απ' όλους πως ήμουν γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Έτσι, ένιωθα κάτι σαν πείσμα διαπιστώνοντας πως κανένας δεν το υποπτευόταν. Σ' αυτό φταίω εγώ, γιατί πάντα η περηφάνια μου μ' εμπόδιζε να ομολογήσω το μυστικό μου. Κι αυτή η περηφάνια όλο και μεγάλωνε όσο περνούσαν τα χρόνια, κι αν παρασυρόμουν κι αναγνώριζα μπροστά σε οποιοδήποτε πως είμαι γελοίος, νομίζω πως το ίδιο βράδυ θάσπαζα το κεφάλι μου με μια πιστολιά. Πόσο υπόφερα, όταν ήμουν έφηβος και σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσα ν' αντέξω και θα τ' ομολογούσα ξαφνικά στους φίλους μου. Μα σαν έγινα παλικάρι, μ' όλο που κάθε χρόνο που περνούσε βεβαιωνόμουν περισσότερο για την τρομερή μου ιδιορρυθμία, κατάφερα, όσο νάναι, να ησυχάσω. Κι αυτό, γιατί ακριβώς ως και τότε αγνοούσα το πώς και το γιατί. Ίσως εξ αιτίας της απέραντης μελαγχολίας που γέμισε την ψυχή μου ένα γεγονός πολύ ανώτερο από τον εαυτό μου, δηλαδή η πεποίθηση που είχε εδραιωθεί μέσα μου, πως εδώ‐κάτω τίποτα δεν έχει σημασία. Αυτό το υποπτευόμουν από πολύ καιρό, μα ξαφνικά βεβαιώθηκα εντελώς και ολοκληρωτικά γι' αυτό: ξαφνικά ένοιωσα πως θα μου ήταν αδιάφορο αν υπήρχε ο κόσμος ή δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. Άρχισα να καταλαβαίνω και να νοιώθω πως κατά βάθος δεν υπήρχε τίποτα για μένα. Ως τα τότες, μου φαινόταν πάντα πως υπήρχαν πολλά πράγματα πριν από μένα. Κι εκείνη τη στιγμή άρχισα ν' αντιλαμβάνομαι πως δεν υπήρχε τίποτα πριν ή μάλλον πως μόνο φαινόμενα υπήρχαν. Σιγά‐σιγά απόκτησα την πεποίθηση πως ποτές δεν υπήρχε τίποτα. Και τότε, έπαψα να εξοργίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μην τους προσέχω πια. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν στα πιο μικρόχαρα γεγονότα της ζωής: παραδείγματος χάρη, τύχαινε καμιά φορά, καθώς περπατούσα στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω στους ανθρώπους. Όχι επειδή ήμουν απορροφημένος από καμιά σκέψη, αφού τότες δεν σκεφτόμουν πια τα πράγματα που θάπρεπε να σκέφτομαι: αδιαφορούσα για όλα. Να είχα τουλάχιστον στα χέρια μου την λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Κι ένας Θεός ξέρει πόσα και πόσα προβλήματα είχαν παρουσιαστεί στο μυαλό μου! Μα επειδή αδιαφορούσα για το κάθε τι, είχα πετάξει και τα προβλήματα.

Να λοιπόν που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια, την έμαθα πέρυσι το Νοέμβρη ακριβώς στις τρεις του Νοέμβρη, και από τότες την έχω πάντα μέσα στο μυαλό μου. Ήτανε μια θεοσκότεινη νύχτα, η πιο σκοτεινή νύχτα που μπορεί ποτές να γίνει. Γύριζα σπίτι μου, θυμάμαι, κατά τις έντεκα η ώρα, και ακριβώς σκεφτόμουν πως θάτανε αδύνατο να δεις μια νύχτα πιο σκοτεινή από εκείνη. Όλη τη μέρα έβρεχε, μια απ' τις πιο κρύες και τις πιο φοβερές βροχές, κάτι σαν απειλητική βροχή, θυμάμαι, γιομάτη εχθρότητα για τους ανθρώπους, όταν ξαφνικά, κατά τις έντεκα σταμάτησε, κι άρχισε να σηκώνεται μια φριχτή υγρασία, πιο υγρή και πιο κρύα απ' την υγρασία της βροχής. Κάτι σαν ατμός αναδινόταν απ' όλες τις πλάκες του δρόμου, από κάθε δρομάκο σαν κοίταζες πιο μακριά σε προοπτική απ' τη μια άκρη του δρόμου ως την άλλη. Και ξαφνικά, μου φάνηκε πως αν έσβηνε από παντού το γκάζι, τότε θάτανε λιγότερο λυπητερή η εντύπωση, τόσο πολύ σου θλίβανε την καρδιά τα φώτα του γκαζιού που τα φωτίζανε όλ' αυτά. Δεν είχα φάει 'κείνη τη μέρα κι είχα περάσει το βράδυ στο σπίτι ενός μηχανικού μαζί με δυο άλλους φίλους του. Δεν μιλούσα, και νομίζω πως με βρήκαν ανιαρό. Εκείνοι μιλούσανε με πύρινα λόγια, και για μια στιγμή μάλιστα, τους έπιασε θυμός: Μα στην πραγματικότητα, όλ' αυτά τους ήταν αδιάφορα∙ αυτό τόβλεπα καλά, κι αν θυμώνανε, το κάνανε μόνο για τον τύπο. Και ξαφνικά, τους είπα: «Κύριοι, κατά βάθος όλ' αυτά σας είναι αδιάφορα». Και 'κείνοι δε θυμώσανε, μόνο γελάσανε μ' αυτά τα λόγια μου. Τους τάπα χωρίς κανένα τόνο μομφής μόνο και μόνο γιατί μου φαινόταν αδιάφορο. Κι εκείνοι παρατήρησαν αυτή την αδιαφορία και σκάσανε στα γέλια.

Όταν συλλογίστηκα στο δρόμο το φως του γκαζιού, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό. Όλος ο θόλος απλωνότανε φριχτά σκοτεινός και ξεχώριζες καθαρά τα κουρελιασμένα σύννεφα που τα όργωναν βαθιές μελανές κηλίδες. Ξαφνικά, πάνω σε μια απ' αυτές τις κηλίδες, είδα ένα μικρό αστεράκι, κι άρχισα να το κοιτάω καλά‐καλά. Γιατί, πραγματικά, αυτό το αστεράκι μου ξύπνησε μέσα μου μιαν ιδέα. Αποφάσισα να σκοτωθώ εκείνη τη νύχτα. Αυτό το σχέδιο το είχα καταστρώσει πριν δυο μήνες και μ' όλη μου τη φτώχεια, αγόρασα ένα θαυμάσιο περίστροφο και το γέμισα την ίδια μέρα. Είχανε περάσει λοιπόν δυο μήνες, και το περίστροφο κοιμότανε μέσα στο συρτάρι, μα όλα μου είχανε γίνει τόσο αδιάφορα που μούρθε η όρεξη να περιμένω την ώρα που θα μου φαινότανε λιγότερο αδιάφορο. Γιατί; δεν ξέρω. Λοιπόν, δυο μήνες. τώρα, κάθε φορά που έπαιρνα το δρόμο για να γυρίσω σπίτι μου, σκεφτόμουν να τινάξω τα μυαλά μου. Μόνον περίμενα την κατάλληλη στιγμή: Και να που μούφερε μια ιδέα αυτό το αστεράκι: αποφάσισα πως θα τόκανα εξάπαντος εκείνη τη νύχτα. Μα όσο για το πώς μου ξύπνησε μέσα μου αυτή την ιδέα δεν το ξέρω καθόλου αυτό.

Και τότε, ενώ κοίταζα τον ουρανό, μ' άρπαξε απ' τον αγκώνα εκείνο το μικρό κοριτσάκι. Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνη τη στιγμή, ή τουλάχιστον δεν περνούσε κανένας από κει. Εκεί‐κάτω, ένας αμαξάς λαγοκοιμότανε πάνω στο κάθισμά του. Το κοριτσάκι θάταν ως οκτώ χρονών: φορούσε στο κεφάλι του ένα μαντήλι κι ήτανε ντυμένο μ' ένα φτωχικό φόρεμα, έσταζε ολόκληρο απ' τη βροχή, μα προπαντός πρόσεξα τα σκασμένα παπούτσια του που μπάζανε νερό, και το θυμάμαι ακόμα κι αυτή τη στιγμή: Μου είχανε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Είχε αρχίσει ξαφνικά να με τραβάει απ' τον αγκώνα και να με φωνάζει. Δεν έκλαιγε, μα με φώναζε με κομμένη φωνή, λέγοντας λόγια που δεν κατάφερνε να τα προφέρει γιατί έτρεμε από το κρύο. Φαινόταν σαν κάτι να την τρόμαζε, και φώναξε με απελπισία: «Μαμά μου, μαμάκα μου!» Γύρισα και την κοίταξα, μα δεν είπα λέξη, και συνέχισα το δρόμο μου. Εκείνη έτρεξε ξοπίσω μου και με τραβούσε από το μπράτσο, ενώ από το λαρύγγι της έβγαινε ένας βραχνός ήχος, εκείνος ο ήχος που δείχνει την απόγνωση όταν βγαίνει απ' τα μικρά παιδιά. Τον ξέρω καλά αυτό τον τόνο. Μ' όλο που δεν πρόφερνε καμιά λέξη, κατάλαβα πως κάπου η μητέρα της αγωνιούσε ή πως κάτι τέτοιο της συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Είχε τρέξει για να βρει κάποιον ή κάτι για να βοηθήσει τη μητέρα της. Μα εγώ δεν την ακολούθησα∙ αντίθετα, μούρθε στο νου μου ξαφνικά να την διώξω. Στην αρχή της είπα να φωνάξει κανέναν αστυφύλακα. Μα αμέσως, εκείνο ένωσε τα χεράκια του και με λυγμούς, καταλαχανιασμένο, εξακολούθησε να περπατάει δίπλα μου χωρίς να με παρατάει. Τότες εγώ την έβρισα και χτύπησα κάτω το πόδι μου. Μα εκείνο φώναξε μονάχα: Κύριε, Κύριε!...» κι ύστερα ξαφνικά με παράτησε και πέρασε σα βέλος στην άλλη άκρη του δρόμου. Σίγουρα, κάποιος άλλος διαβάτης θα φάνηκε εκεί— κάτω, και θα μ' άφησε για να τρέξει σ' εκείνον. Εγώ ανέβηκα τη σκάλα που φέρνει στο πέμπτο μου πάτωμα. Το διαμέρισμα είναι ένα επιπλωμένο σπίτι όπου «μένουν διάφοροι ενοικιαστές. Το δωμάτιό μου είναι μικρό και φτωχικό, κι έχει για παράθυρο το ημιθόλιο ενός παραθυριού της σοφίτας. Έχω ένα ντιβάνι σκεπασμένο μ' ένα μουσαμά, ένα τραπέζι με τα βιβλία μου, δυο καρέκλες και μια παλιά ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα μα που έχει χαμηλό κάθισμα και ψηλή πλάτη. Κάθισα, άναψα το κερί κι άρχισα να συλλογιέμαι. Στο πλαϊνό δωμάτιο, δηλαδή από την άλλη μεριά του χωρίσματος, γινότανε χαροκόπι που κρατούσε δυο μέρες τώρα. Αυτός που καθότανε σ' αυτό το δωμάτιο, ήταν ένας απόστρατος λοχαγός. Είχε επισκέψεις, καμιά δεκαριά αλήτες που μεθοκοπούσαν με ρακί και παίζανε φαραώ με μια παλιά τράπουλα. Την περασμένη νύχτα είχε ξεσπάσει καυγάς, κι ήξερα πως δυο από δαύτους είχανε πιαστεί στο ξύλο. Βέβαια, η σπιτονοικοκυρά πήγε και έκανε παράπονα, μα τον φοβότανε το λοχαγό. Οι άλλοι νοικάρηδες ήτανε μια μικροκαμωμένη κυρία καχεκτική και αδύνατη, χήρα ενός αξιωματικού, κι είχε τρία παιδιά, που μόλις ήρθανε σ' αυτή την τρώγλη, πέσανε αμέσως άρρωστα. Εκείνη και τα παιδιά φοβόνταν τόσο πολύ το λοχαγό, που όλη τη νύχτα δεν κάνανε άλλο παρά να τρέμουν και να προσεύχονται, και μάλιστα, το μικρότερο παιδί είχε πάθει κάτι σαν νευρική κρίση. Ήξερα πως αυτός ο λοχαγός σταματούσε τους διαβάτες στη λεωφόρο Νέφσκυ και τους ζητούσε ελεημοσύνη. Κανένας δεν του εμπιστευόταν την παραμικρή δουλειά, κι όμως, περίεργο πράγμα (και μιλάω γι' αυτόν μόνο και μόνο για να τονίσω αυτό το γεγονός), ένα ολόκληρο μήνα που έμενε στο ίδιο σπίτι με μένα, δεν είχε ξυπνήσει μέσα μου το παραμικρό συναίσθημα απέχθειας. Βέβαια, από την πρώτη κιόλας μέρα, φρόντισα να μην του συστηθώ, και άλλωστε θα βαριότανε τη συντροφιά μου. Μα μ' όλο το θόρυβο που κάνανε από την άλλη μεριά του χωρίσματος, και όσο πολλοί κι αν ήτανε —μου ήταν αδιάφορο. Συνήθως, δεν κοιμόμουν όλη τη νύχτα, και για να πω την αλήθεια, δεν τους άκουγα, κι έτσι ξεχνούσα την παρουσία τους. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι πριν ξημερώσει: και να φανταστείς, αυτό κρατάει τώρα κι ένα χρόνο! Περνάω λοιπόν τη νύχτα μου μπρος στο τραπέζι μου, καθισμένος στην πολυθρόνα, χωρίς να κάνω τίποτα. Διαβάζω μόνο τη μέρα. Έτσι, μένω καθισμένος χωρίς ούτε να σκέφτομαι τίποτα, κι αφήνω τις σκέψεις μου να πετούν 'δω και 'κει όπως τους αρέσει. Στο κρεβάτι πήρα το περίστροφο και το ακούμπησα δίπλα μου. Θυμάμαι, πως τη στιγμή που το ακουμπούσα, αναρωτήθηκα: «Είναι βέβαιο;» κι απάντησα ο ίδιος στον εαυτό μου, με απόλυτη βεβαιότητα: «Ναι, είναι βέβαιο!» Δηλαδή, θα σκοτωνόμουν. Ήξερα πως ήταν απόλυτα βέβαιο πως θα σκοτωνόμουν εκείνη τη νύχτα, μα πόση ώρα θα εξακολουθούσα ακόμα να κάθομαι έτσι δα μπροστά στο τραπέζι, περιμένοντας την τελευταία στιγμή; Αυτό, δεν τόξερα. Και σίγουρα, θα σκοτωνόμουν, αν δεν ήταν εκείνο το κοριτσάκι.


Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (1) Traum eines Narren - Dostojewski (1) The Dream of a Laugher - Dostoyevsky (1)

Είμαι γελοίος άνθρωπος. I'm a funny person. Τώρα με λένε τρελό. Now they call me crazy. Αυτός θα ήταν ανώτερος τίτλος, αν δεν έπαυα να είμαι γελοίος για τους ανθρώπους. That would be a higher title if I didn't stop being ridiculous to people. Μα τώρα πια δεν θυμώνω, γιατί όλοι είναι αρκετά «ευγενικοί μαζί μου, και όταν με κοροϊδεύουν, είναι, θάλεγες, ακόμα πιο ευγενικοί. But now I'm not angry anymore, because everyone's pretty 'kind to me, and when they make fun of me, they're, you see, even kinder. Ευχαρίστως θα γελούσα μαζί τους, όχι τόσο με τον εαυτό μου, όσο για να τους είμαι ευχάριστος, αν δεν ένοιωθα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. I would gladly laugh with them, not so much at myself, as to please them, if I did not feel so much sorrow looking at them. Θλίβομαι που βλέπω πως δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που εγώ την γνωρίζω. I am saddened to see that they do not know the truth, this truth that I know. Τι σκληρό που είναι να την γνωρίζεις μόνο εσύ! How hard it is to know her only you! Μα δεν θα καταλάβουν. Όχι, δεν θα καταλάβουν.

Άλλοτε, υπόφερα πολύ που φαινόμουν γελοίος. At other times, I suffered a lot for looking ridiculous. Δεν φαινόμουν, ήμουν. I didn't look, I was. Πάντα μου ήμουν γελοίος και ξέρω πως σίγουρα θα είμαι από γεννησιμιού μου. I've always been ridiculous and I know I certainly will be from birth. Θα ήμουν και δε θα ήμουν επτά χρονών όταν έμαθα πως ήμουν γελοίος. I wouldn't have been seven years old when I found out I was being ridiculous. Ύστερα σπούδασα στο Πανεπιστήμιο — κι όσο σπούδαζα, τόσο μάθαινα πως ήμουν γελοίος. Then I went to university - and the more I studied, the more I learned that I was ridiculous. Κι έτσι, φαίνεται πως όλη η πανεπιστημιακή μου επιστήμη, υπήρχε μόνο και μόνο για να μου αποδείξει και να μου εξηγήσει, όσο την εμβάθυνα, πως ήμουν γελοίος. And so, it seems that all my university science was there just to prove to me and explain to me, as I immersed myself in it, that I was ridiculous. Και με τη ζωή μου έγινε το ίδιο όπως και στην επιστήμη μου. And with my life it was the same as in my science. Χρόνο με το χρόνο, αποκτούσα όλο και περισσότερο τη βεβαιότητα πως απ' όλες τις απόψεις φαινόμουν γελοίος. Year after year, I became more and more certain that in all respects I looked ridiculous. Παντού και πάντα, όλοι με κορόιδευαν μα κανένας δεν θα μπορούσε να υποπτευθεί πως αν υπήρχε ένας άνθρωπος στον κόσμο που ήξερε καλύτερα απ' όλους πως ήμουν γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Everywhere and always, everyone made fun of me, but no one could suspect that if there was one person in the world who knew better than anyone else that I was a fool, that person was me. Έτσι, ένιωθα κάτι σαν πείσμα διαπιστώνοντας πως κανένας δεν το υποπτευόταν. So, I felt something like stubbornness in finding that no one suspected it. Σ' αυτό φταίω εγώ, γιατί πάντα η περηφάνια μου μ' εμπόδιζε να ομολογήσω το μυστικό μου. This is my fault, because my pride has always prevented me from confessing my secret. Κι αυτή η περηφάνια όλο και μεγάλωνε όσο περνούσαν τα χρόνια, κι αν παρασυρόμουν κι αναγνώριζα μπροστά σε οποιοδήποτε πως είμαι γελοίος, νομίζω πως το ίδιο βράδυ θάσπαζα το κεφάλι μου με μια πιστολιά. And that pride grew as the years went by, and if I got carried away and admitted to anyone that I was a fool, I think I'd bury my head with a pistol that very night. И эта гордость росла с годами, и если бы я увлекся и признался кому-нибудь, что я дурак, думаю, я бы в ту же ночь продырявил себе голову пистолетом. Πόσο υπόφερα, όταν ήμουν έφηβος και σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσα ν' αντέξω και θα τ' ομολογούσα ξαφνικά στους φίλους μου. How I suffered when I was a teenager and thought I couldn't stand it and would suddenly confess to my friends. Как я страдала, когда была подростком и думала, что не выдержу и вдруг признаюсь друзьям. Μα σαν έγινα παλικάρι, μ' όλο που κάθε χρόνο που περνούσε βεβαιωνόμουν περισσότερο για την τρομερή μου ιδιορρυθμία, κατάφερα, όσο νάναι, να ησυχάσω. But when I became a lad, though with every passing year I became more and more sure of my terrible peculiarity, I managed, as it were, to be quiet. Κι αυτό, γιατί ακριβώς ως και τότε αγνοούσα το πώς και το γιατί. That's because I was unaware of the how and the why until then. Ίσως εξ αιτίας της απέραντης μελαγχολίας που γέμισε την ψυχή μου ένα γεγονός πολύ ανώτερο από τον εαυτό μου, δηλαδή η πεποίθηση που είχε εδραιωθεί μέσα μου, πως εδώ‐κάτω τίποτα δεν έχει σημασία. Perhaps because of the immense melancholy that filled my soul with a fact much higher than myself, that is, the conviction that had been established in me that nothing here and there matters. Возможно, из-за безмерной меланхолии, наполнявшей мою душу, из-за факта, гораздо более высокого, чем я сам, то есть из-за утвердившегося во мне убеждения, что ничто здесь и там не имеет значения. Αυτό το υποπτευόμουν από πολύ καιρό, μα ξαφνικά βεβαιώθηκα εντελώς και ολοκληρωτικά γι' αυτό: ξαφνικά ένοιωσα πως θα μου ήταν αδιάφορο αν υπήρχε ο κόσμος ή δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. I had suspected this for a long time, but suddenly I was completely and utterly convinced of it: suddenly I felt that it would be indifferent to me whether there was the world or nothing anywhere. Я давно это подозревал, но вдруг я полностью и окончательно убедился в этом: вдруг я почувствовал, что для меня безразлично, есть ли мир или ничего нигде нет. Άρχισα να καταλαβαίνω και να νοιώθω πως κατά βάθος δεν υπήρχε τίποτα για μένα. I began to understand and feel that deep down there was nothing for me. Я начал понимать и чувствовать, что в глубине души для меня ничего не существует. Ως τα τότες, μου φαινόταν πάντα πως υπήρχαν πολλά πράγματα πριν από μένα. Until recently, it always seemed to me that there were many things before me. До недавнего времени мне всегда казалось, что передо мной много вещей. Κι εκείνη τη στιγμή άρχισα ν' αντιλαμβάνομαι πως δεν υπήρχε τίποτα πριν ή μάλλον πως μόνο φαινόμενα υπήρχαν. And at that moment I began to realize that there was nothing before, or rather that there were only appearances. И в этот момент я начал понимать, что раньше ничего не было, вернее, была только видимость. Σιγά‐σιγά απόκτησα την πεποίθηση πως ποτές δεν υπήρχε τίποτα. Slowly I became convinced that there was nothing to drink. Постепенно я убедился, что пить нечего. Και τότε, έπαψα να εξοργίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μην τους προσέχω πια. And then, I stopped getting angry with people and ended up not paying attention to them anymore. А потом я перестал злиться на людей и в итоге перестал обращать на них внимание. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν στα πιο μικρόχαρα γεγονότα της ζωής: παραδείγματος χάρη, τύχαινε καμιά φορά, καθώς περπατούσα στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω στους ανθρώπους. This disposition manifested itself in the smallest events of life: for example, I would sometimes, while walking down the street, stumble over people. Эта предрасположенность проявлялась в самых незначительных событиях жизни: например, я иногда, идя по улице, спотыкался о людей. Όχι επειδή ήμουν απορροφημένος από καμιά σκέψη, αφού τότες δεν σκεφτόμουν πια τα πράγματα που θάπρεπε να σκέφτομαι: αδιαφορούσα για όλα. Not because I was preoccupied with any thought, since by then I was no longer thinking about the things I should be thinking about: I was indifferent to everything. Не потому, что меня занимали какие-то мысли, поскольку к тому времени я уже не думал о том, о чем должен был думать: я был безразличен ко всему. Να είχα τουλάχιστον στα χέρια μου την λύση των προβλημάτων! At least I had the solution to the problems in my hands! По крайней мере, решение проблем было у меня в руках! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. I hadn't solved even one. Я не решил даже одной. Κι ένας Θεός ξέρει πόσα και πόσα προβλήματα είχαν παρουσιαστεί στο μυαλό μου! And God knows how many and how many problems had presented themselves in my mind! И Бог знает, сколько и сколько проблем возникало в моем сознании! Μα επειδή αδιαφορούσα για το κάθε τι, είχα πετάξει και τα προβλήματα. But because I was indifferent to everything, I had thrown away the problems. Но поскольку я был равнодушен ко всему, я отбросил проблемы.

Να λοιπόν που ξέρω την αλήθεια. So here I am knowing the truth. И вот я знаю правду. Αυτή την αλήθεια, την έμαθα πέρυσι το Νοέμβρη ακριβώς στις τρεις του Νοέμβρη, και από τότες την έχω πάντα μέσα στο μυαλό μου. I learned this truth last November at exactly three o'clock last year, and I have always kept it in my mind ever since. Я узнал эту истину в ноябре прошлого года ровно в три часа дня, и с тех пор всегда держу ее в голове. Ήτανε μια θεοσκότεινη νύχτα, η πιο σκοτεινή νύχτα που μπορεί ποτές να γίνει. It was a dark night, the darkest night there can be. Это была темная ночь, самая темная ночь, какая только может быть. Γύριζα σπίτι μου, θυμάμαι, κατά τις έντεκα η ώρα, και ακριβώς σκεφτόμουν πως θάτανε αδύνατο να δεις μια νύχτα πιο σκοτεινή από εκείνη. I was coming home, I remember, at eleven o'clock, and I was just thinking that it would be impossible to see a night darker than that. Я возвращался домой, помню, в одиннадцать часов, и подумал, что темнее этой ночи просто невозможно представить. Όλη τη μέρα έβρεχε, μια απ' τις πιο κρύες και τις πιο φοβερές βροχές, κάτι σαν απειλητική βροχή, θυμάμαι, γιομάτη εχθρότητα για τους ανθρώπους, όταν ξαφνικά, κατά τις έντεκα σταμάτησε, κι άρχισε να σηκώνεται μια φριχτή υγρασία, πιο υγρή και πιο κρύα απ' την υγρασία της βροχής. It rained all day, one of the coldest and most terrible rains, a sort of threatening rain, I remember, full of hostility to people, when suddenly, at eleven o'clock, it stopped, and a horrible dampness began to rise, wetter and colder than the dampness of the rain. Весь день шел дождь, один из самых холодных и ужасных дождей, какой-то угрожающий дождь, я помню, полный враждебности к людям, как вдруг, в одиннадцать часов, он прекратился, и начала подниматься ужасная сырость, более влажная и холодная, чем сырость дождя. Κάτι σαν ατμός αναδινόταν απ' όλες τις πλάκες του δρόμου, από κάθε δρομάκο σαν κοίταζες πιο μακριά σε προοπτική απ' τη μια άκρη του δρόμου ως την άλλη. Something like a vapour was wafting from all the street slabs, from every alleyway as you looked further in perspective from one end of the street to the other. Что-то похожее на пар исходило от всех уличных плит, из каждого переулка, когда вы смотрели в перспективу от одного конца улицы к другому. Και ξαφνικά, μου φάνηκε πως αν έσβηνε από παντού το γκάζι, τότε θάτανε λιγότερο λυπητερή η εντύπωση, τόσο πολύ σου θλίβανε την καρδιά τα φώτα του γκαζιού που τα φωτίζανε όλ' αυτά. And suddenly, it seemed to me that if the gas was turned off everywhere, then it would be less sad, so sad your heart was saddened by the gas lights that illuminated all of this. Δεν είχα φάει 'κείνη τη μέρα κι είχα περάσει το βράδυ στο σπίτι ενός μηχανικού μαζί με δυο άλλους φίλους του. I hadn't eaten that day and had spent the night at a mechanic's house with two other friends of his. В тот день я ничего не ел и провел ночь в доме механика с двумя другими его друзьями. Δεν μιλούσα, και νομίζω πως με βρήκαν ανιαρό. I wasn't talking, and I think they found me boring. Я не разговаривал, и, думаю, я показался им скучным. Εκείνοι μιλούσανε με πύρινα λόγια, και για μια στιγμή μάλιστα, τους έπιασε θυμός: Μα στην πραγματικότητα, όλ' αυτά τους ήταν αδιάφορα∙ αυτό τόβλεπα καλά, κι αν θυμώνανε, το κάνανε μόνο για τον τύπο. They spoke with fiery words, and for a moment they were even angry: but in fact, they didn't care about all that; I could see that, and if they were angry, it was only for the guy. Они говорили пламенные слова, и на мгновение они даже рассердились: но на самом деле им было наплевать на все это, я видел это, и если они и сердились, то только на парня. Και ξαφνικά, τους είπα: «Κύριοι, κατά βάθος όλ' αυτά σας είναι αδιάφορα». And suddenly, I said to them, "Gentlemen, at the bottom of your hearts, all this is indifferent to you." И вдруг я сказал им: "Господа, в глубине души все это вам безразлично". Και 'κείνοι δε θυμώσανε, μόνο γελάσανε μ' αυτά τα λόγια μου. And they were not angry, but only laughed at these words of mine. И они не рассердились, а только посмеялись над этими моими словами. Τους τάπα χωρίς κανένα τόνο μομφής μόνο και μόνο γιατί μου φαινόταν αδιάφορο. I plugged them without any tone of reproach just because it seemed indifferent to me. Я подключил их без всякого тона упрека, просто потому, что это показалось мне безразличным. Κι εκείνοι παρατήρησαν αυτή την αδιαφορία και σκάσανε στα γέλια. And they noticed this indifference and laughed. И они заметили это безразличие и рассмеялись.

Όταν συλλογίστηκα στο δρόμο το φως του γκαζιού, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό. When I contemplated the gas light on the street, I raised my eyes to the sky. Задумавшись о газовом фонаре на улице, я поднял глаза к небу. Όλος ο θόλος απλωνότανε φριχτά σκοτεινός και ξεχώριζες καθαρά τα κουρελιασμένα σύννεφα που τα όργωναν βαθιές μελανές κηλίδες. The whole dome was horribly dark and you could clearly make out the ragged clouds that were ploughed by deep black spots. Весь купол был ужасно темным, и можно было ясно различить рваные облака, которые перепахивали глубокие черные пятна. Ξαφνικά, πάνω σε μια απ' αυτές τις κηλίδες, είδα ένα μικρό αστεράκι, κι άρχισα να το κοιτάω καλά‐καλά. Suddenly, on one of these spots, I saw a little star, and I started to look at it. Вдруг на одном из таких пятен я увидел маленькую звездочку и стал ее рассматривать. Γιατί, πραγματικά, αυτό το αστεράκι μου ξύπνησε μέσα μου μιαν ιδέα. Because, really, that little star sparked an idea in me. Потому что, действительно, эта маленькая звездочка зародила во мне идею. Αποφάσισα να σκοτωθώ εκείνη τη νύχτα. I decided to kill myself that night. В ту ночь я решил покончить с собой. Αυτό το σχέδιο το είχα καταστρώσει πριν δυο μήνες και μ' όλη μου τη φτώχεια, αγόρασα ένα θαυμάσιο περίστροφο και το γέμισα την ίδια μέρα. I had this plan two months ago, and with all my poverty, I bought a wonderful revolver and loaded it the same day. У меня был такой план два месяца назад, и при всей своей бедности я купил замечательный револьвер и зарядил его в тот же день. Είχανε περάσει λοιπόν δυο μήνες, και το περίστροφο κοιμότανε μέσα στο συρτάρι, μα όλα μου είχανε γίνει τόσο αδιάφορα που μούρθε η όρεξη να περιμένω την ώρα που θα μου φαινότανε λιγότερο αδιάφορο. So two months had passed, and the revolver was sleeping in the drawer, but everything had become so indifferent that I felt like waiting for the time when it would seem less indifferent. Так прошло два месяца, а револьвер все лежал в ящике, но все стало настолько безразличным, что мне захотелось дождаться того времени, когда он покажется менее безразличным. Γιατί; δεν ξέρω. Λοιπόν, δυο μήνες. Ну, два месяца. τώρα, κάθε φορά που έπαιρνα το δρόμο για να γυρίσω σπίτι μου, σκεφτόμουν να τινάξω τα μυαλά μου. Now, every time I was driving home, I thought about blowing my brains out. Теперь, каждый раз, когда я ехал домой, я думал о том, как бы не вышибить себе мозги. Μόνον περίμενα την κατάλληλη στιγμή: Και να που μούφερε μια ιδέα αυτό το αστεράκι: αποφάσισα πως θα τόκανα εξάπαντος εκείνη τη νύχτα. I was just waiting for the right moment: And here was an idea that star gave me: I decided I was going to do it six times that night. Я просто ждал подходящего момента: И тут звезда подала мне идею: я решил, что сделаю это шесть раз в ту ночь. Μα όσο για το πώς μου ξύπνησε μέσα μου αυτή την ιδέα δεν το ξέρω καθόλου αυτό. But as for how it awakened this idea in me, I don't know that at all. Но что касается того, как она пробудила во мне эту идею, я этого совершенно не знаю.

Και τότε, ενώ κοίταζα τον ουρανό, μ' άρπαξε απ' τον αγκώνα εκείνο το μικρό κοριτσάκι. And then, while I was looking at the sky, that little girl grabbed me by the elbow. А потом, когда я смотрел на небо, эта маленькая девочка схватила меня за локоть. Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνη τη στιγμή, ή τουλάχιστον δεν περνούσε κανένας από κει. The road was deserted at that moment, or at least no one was passing by. В этот момент дорога была пустынна, или, по крайней мере, никто не проезжал мимо. Εκεί‐κάτω, ένας αμαξάς λαγοκοιμότανε πάνω στο κάθισμά του. Down there, a coachman was hunched over his seat. Там, внизу, кучер сгорбился на своем сиденье. Το κοριτσάκι θάταν ως οκτώ χρονών: φορούσε στο κεφάλι του ένα μαντήλι κι ήτανε ντυμένο μ' ένα φτωχικό φόρεμα, έσταζε ολόκληρο απ' τη βροχή, μα προπαντός πρόσεξα τα σκασμένα παπούτσια του που μπάζανε νερό, και το θυμάμαι ακόμα κι αυτή τη στιγμή: Μου είχανε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. The little girl was about eight years old: she wore a scarf on her head and was dressed in a poor dress, dripping wet from the rain, but above all I noticed her cracked shoes that were soaked with water, and I remember it even now: They had made a special impression on me. Девочке было около восьми лет: на голове у нее был платок, она была одета в бедное платье, мокрое от дождя, но прежде всего я обратил внимание на ее потрескавшиеся туфли, которые промокли от воды, и я помню это даже сейчас: Они произвели на меня особое впечатление. Είχε αρχίσει ξαφνικά να με τραβάει απ' τον αγκώνα και να με φωνάζει. He had suddenly started pulling me by the elbow and yelling at me. Он вдруг начал тянуть меня за локоть и кричать на меня. Δεν έκλαιγε, μα με φώναζε με κομμένη φωνή, λέγοντας λόγια που δεν κατάφερνε να τα προφέρει γιατί έτρεμε από το κρύο. He didn't cry, but he called me in a broken voice, saying words he couldn't pronounce because he was shivering from the cold. Он не плакал, но звал меня прерывающимся голосом, произнося слова, которые не мог выговорить, потому что дрожал от холода. Φαινόταν σαν κάτι να την τρόμαζε, και φώναξε με απελπισία: «Μαμά μου, μαμάκα μου!» Γύρισα και την κοίταξα, μα δεν είπα λέξη, και συνέχισα το δρόμο μου. It seemed as if something frightened her, and she cried out in desperation, "My mummy, my mummy!" I turned and looked at her, but said not a word, and went on my way. Казалось, что ее что-то напугало, и она в отчаянии закричала: "Моя мамочка, моя мамочка!". Я повернулся и посмотрел на нее, но не сказал ни слова и пошел дальше. Εκείνη έτρεξε ξοπίσω μου και με τραβούσε από το μπράτσο, ενώ από το λαρύγγι της έβγαινε ένας βραχνός ήχος, εκείνος ο ήχος που δείχνει την απόγνωση όταν βγαίνει απ' τα μικρά παιδιά. She ran after me and pulled me by the arm, while a hoarse sound came out of her throat, that sound that shows the desperation that comes from little children. Она побежала за мной и потянула меня за руку, а из ее горла вырвался хриплый звук, тот звук, который показывает отчаяние, исходящее от маленьких детей. Τον ξέρω καλά αυτό τον τόνο. Μ' όλο που δεν πρόφερνε καμιά λέξη, κατάλαβα πως κάπου η μητέρα της αγωνιούσε ή πως κάτι τέτοιο της συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Even though she didn't utter a word, I could tell that somewhere her mother was in agony or that something like that was happening to her at that moment. Хотя она не произнесла ни слова, я мог сказать, что где-то ее мать мучается или что что-то подобное происходит с ней в этот момент. Είχε τρέξει για να βρει κάποιον ή κάτι για να βοηθήσει τη μητέρα της. She had run to find someone or something to help her mother. Она побежала искать кого-то или что-то, чтобы помочь матери. Μα εγώ δεν την ακολούθησα∙ αντίθετα, μούρθε στο νου μου ξαφνικά να την διώξω. But I did not follow her; on the contrary, it suddenly occurred to me to send her away. Но я не последовал за ней; напротив, мне вдруг пришло в голову отослать ее прочь. Στην αρχή της είπα να φωνάξει κανέναν αστυφύλακα. At first I told her to call a policeman. Сначала я сказал ей, чтобы она вызвала полицейского. Μα αμέσως, εκείνο ένωσε τα χεράκια του και με λυγμούς, καταλαχανιασμένο, εξακολούθησε να περπατάει δίπλα μου χωρίς να με παρατάει. But immediately, he put his hands together and with sobs, sobbing, sobbing, he continued to walk beside me without leaving me. Но тут же он сложил руки вместе и с рыданиями, всхлипывая, всхлипывая, продолжал идти рядом со мной, не оставляя меня. Τότες εγώ την έβρισα και χτύπησα κάτω το πόδι μου. Then I cursed her and stamped my foot. Затем я проклял ее и топнул ногой. Μα εκείνο φώναξε μονάχα: Κύριε, Κύριε!...» κι ύστερα ξαφνικά με παράτησε και πέρασε σα βέλος στην άλλη άκρη του δρόμου. But that one only cried out: "Lord, Lord!..." and then suddenly he left me and shot like an arrow across the street. Но тот только вскрикнул: "Господи, Господи!...", а потом вдруг оставил меня и пустился, как стрела, через дорогу. Σίγουρα, κάποιος άλλος διαβάτης θα φάνηκε εκεί— κάτω, και θα μ' άφησε για να τρέξει σ' εκείνον. Surely, another passerby would have appeared down there, and left me to run to him. Наверняка там внизу появился бы другой прохожий и оставил меня бежать к нему. Εγώ ανέβηκα τη σκάλα που φέρνει στο πέμπτο μου πάτωμα. I climbed the staircase that leads to my fifth floor. Я поднялся по лестнице, ведущей на мой пятый этаж. Το διαμέρισμα είναι ένα επιπλωμένο σπίτι όπου «μένουν διάφοροι ενοικιαστές. The apartment is a furnished house where "several tenants live. Квартира представляет собой меблированный дом, в котором "живут несколько жильцов". Το δωμάτιό μου είναι μικρό και φτωχικό, κι έχει για παράθυρο το ημιθόλιο ενός παραθυριού της σοφίτας. My room is small and poor, and has for a window the half-light of a window in the attic. Моя комната маленькая и бедная, а в качестве окна - полумрак окна на чердаке. Έχω ένα ντιβάνι σκεπασμένο μ' ένα μουσαμά, ένα τραπέζι με τα βιβλία μου, δυο καρέκλες και μια παλιά ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα μα που έχει χαμηλό κάθισμα και ψηλή πλάτη. I have a divan covered with a tarpaulin, a table with my books, two chairs and an old rickety armchair but with a low seat and a high back. У меня есть диван, покрытый брезентом, стол с моими книгами, два стула и старое шаткое кресло, но с низким сиденьем и высокой спинкой. Κάθισα, άναψα το κερί κι άρχισα να συλλογιέμαι. I sat down, lit the candle and began to contemplate. Я сел, зажег свечу и начал размышлять. Στο πλαϊνό δωμάτιο, δηλαδή από την άλλη μεριά του χωρίσματος, γινότανε χαροκόπι που κρατούσε δυο μέρες τώρα. In the side room, that is, on the other side of the partition, there had been a hubbub that had been going on for two days now. В боковой комнате, то есть по другую сторону перегородки, уже два дня не утихала шумиха. Αυτός που καθότανε σ' αυτό το δωμάτιο, ήταν ένας απόστρατος λοχαγός. Человек, сидевший в этой комнате, был капитаном в отставке. Είχε επισκέψεις, καμιά δεκαριά αλήτες που μεθοκοπούσαν με ρακί και παίζανε φαραώ με μια παλιά τράπουλα. He had visitors, a dozen or so bums who were drinking raki and playing pharaoh with an old deck of cards. У него были посетители, дюжина или около того бомжей, которые пили раки и играли в фараона со старой колодой карт. Την περασμένη νύχτα είχε ξεσπάσει καυγάς, κι ήξερα πως δυο από δαύτους είχανε πιαστεί στο ξύλο. Last night a fight had broken out, and I knew that two of them had been beaten up. Вчера вечером произошла драка, и я знал, что двое из них были избиты. Βέβαια, η σπιτονοικοκυρά πήγε και έκανε παράπονα, μα τον φοβότανε το λοχαγό. Конечно, хозяйка пошла и пожаловалась, но она боялась капитана. Οι άλλοι νοικάρηδες ήτανε μια μικροκαμωμένη κυρία καχεκτική και αδύνατη, χήρα ενός αξιωματικού, κι είχε τρία παιδιά, που μόλις ήρθανε σ' αυτή την τρώγλη, πέσανε αμέσως άρρωστα. The other tenants were a small, stunted and thin lady, the widow of an officer, and she had three children, who, as soon as they came to this hovel, fell ill. Другими жильцами были маленькая, низкорослая и худая женщина, вдова офицера, у нее было трое детей, которые, как только попали в эту лачугу, заболели. Εκείνη και τα παιδιά φοβόνταν τόσο πολύ το λοχαγό, που όλη τη νύχτα δεν κάνανε άλλο παρά να τρέμουν και να προσεύχονται, και μάλιστα, το μικρότερο παιδί είχε πάθει κάτι σαν νευρική κρίση. She and the children were so afraid of the captain that all night long they did nothing but tremble and pray, and even the youngest child had a sort of nervous breakdown. Она и дети так боялись капитана, что всю ночь только и делали, что дрожали и молились, и даже у младшего ребенка было что-то вроде нервного срыва. Ήξερα πως αυτός ο λοχαγός σταματούσε τους διαβάτες στη λεωφόρο Νέφσκυ και τους ζητούσε ελεημοσύνη. I knew that this captain used to stop pedestrians on Nefsky Avenue and ask them for a handout. Я знал, что этот капитан останавливал пешеходов на проспекте Нефски и просил у них подаяние. Κανένας δεν του εμπιστευόταν την παραμικρή δουλειά, κι όμως, περίεργο πράγμα (και μιλάω γι' αυτόν μόνο και μόνο για να τονίσω αυτό το γεγονός), ένα ολόκληρο μήνα που έμενε στο ίδιο σπίτι με μένα, δεν είχε ξυπνήσει μέσα μου το παραμικρό συναίσθημα απέχθειας. No one trusted him with the slightest job, and yet, strange thing (and I speak of him only to emphasize this fact), for a whole month that he lived in the same house with me, he had not awakened in me the slightest feeling of dislike. Никто не доверял ему ни малейшей работы, и все же, странное дело (я говорю о нем только для того, чтобы подчеркнуть этот факт), за целый месяц, что он жил со мной в одном доме, он не пробудил во мне ни малейшего чувства неприязни. Βέβαια, από την πρώτη κιόλας μέρα, φρόντισα να μην του συστηθώ, και άλλωστε θα βαριότανε τη συντροφιά μου. Of course, from the very first day, I made sure not to introduce myself to him, and besides, he would have been bored with my company. Конечно, с самого первого дня я постаралась не представляться ему, да и вообще, ему было бы скучно в моей компании. Μα μ' όλο το θόρυβο που κάνανε από την άλλη μεριά του χωρίσματος, και όσο πολλοί κι αν ήτανε —μου ήταν αδιάφορο. But with all the noise they were making on the other side of the partition, and no matter how many there were - I didn't care. Но из-за шума, который они производили по ту сторону перегородки, и неважно, сколько их было - мне было все равно. Συνήθως, δεν κοιμόμουν όλη τη νύχτα, και για να πω την αλήθεια, δεν τους άκουγα, κι έτσι ξεχνούσα την παρουσία τους. Usually, I didn't sleep all night, and to tell you the truth, I didn't listen to them, so I forgot about their presence. Обычно я не спал всю ночь, и, по правде говоря, я их не слушал, поэтому забыл об их присутствии. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι πριν ξημερώσει: και να φανταστείς, αυτό κρατάει τώρα κι ένα χρόνο! I can't sleep a wink before dawn: and to think, it's been going on for a year now! Я не могу сомкнуть глаз перед рассветом: и подумать только, это продолжается уже год! Περνάω λοιπόν τη νύχτα μου μπρος στο τραπέζι μου, καθισμένος στην πολυθρόνα, χωρίς να κάνω τίποτα. So I spend the night in front of my table, sitting in my armchair, doing nothing. Поэтому я провожу ночь перед своим столом, сидя в кресле и ничего не делая. Διαβάζω μόνο τη μέρα. I only read during the day. Я читаю только днем. Έτσι, μένω καθισμένος χωρίς ούτε να σκέφτομαι τίποτα, κι αφήνω τις σκέψεις μου να πετούν 'δω και 'κει όπως τους αρέσει. So, I stay seated without even thinking about anything, and let my thoughts fly here and there as they please. Поэтому я сижу, ни о чем не думая, и позволяю своим мыслям летать туда-сюда, как им вздумается. Στο κρεβάτι πήρα το περίστροφο και το ακούμπησα δίπλα μου. On the bed I took the revolver and put it next to me. На кровати я взял револьвер и положил его рядом с собой. Θυμάμαι, πως τη στιγμή που το ακουμπούσα, αναρωτήθηκα: «Είναι βέβαιο;» κι απάντησα ο ίδιος στον εαυτό μου, με απόλυτη βεβαιότητα: «Ναι, είναι βέβαιο!» Δηλαδή, θα σκοτωνόμουν. I remember the moment I touched it, I wondered: "Is it certain?" and I answered myself with absolute certainty: "Yes, it is certain!" That is, I was going to be killed. Помню, как в тот момент, когда я прикоснулся к нему, я задался вопросом: "Это точно?" и я ответил себе с абсолютной уверенностью: "Да, это точно!" То есть меня собирались убить. Ήξερα πως ήταν απόλυτα βέβαιο πως θα σκοτωνόμουν εκείνη τη νύχτα, μα πόση ώρα θα εξακολουθούσα ακόμα να κάθομαι έτσι δα μπροστά στο τραπέζι, περιμένοντας την τελευταία στιγμή; Αυτό, δεν τόξερα. I knew I was absolutely certain to be killed that night, but how long would I still be sitting there in front of the table, waiting for the last moment? That, I didn't know. Я знал, что меня абсолютно точно убьют в ту ночь, но как долго я еще буду сидеть там перед столом, ожидая последнего момента? Этого я не знал. Και σίγουρα, θα σκοτωνόμουν, αν δεν ήταν εκείνο το κοριτσάκι. And sure, I'd be killed if it wasn't for that little girl. И конечно, меня бы убили, если бы не та маленькая девочка.