3. Η Ένωση των Κοκκινομάλληδων (2)
«Λοιπόν, Γουώτσον,» είπε ο Χολμς, όταν ο επισκέπτης μας είχε αφήσει, «τι συμπεραίνεις από όλα αυτά;»
«Δε βγάζω άκρη,» απάντησα ειλικρινά. «Πρόκειται περί μιας πλέον μυστηριώδους υπόθεσης.»
«Κατά κανόνα,» είπε ο Χολμς, «όσο πιο αλλόκοτο είναι ένα ζήτημα τόσο λιγότερο μυστηριώδες αποδεικνύεται να είναι. Πρόκειται για τα κοινότυπα, άχρωμα, εγκλήματα σου που είναι πραγματικά αινιγματικά, όπως ακριβώς ένα κοινότυπο πρόσωπο είναι δύσκολο να αναγνωρισθεί. Όμως θα πρέπει να είμαι βιαστικός με το παρόν ζήτημα.»
«Τι πρόκειται να κάνεις, τότε;» ρώτησα.
«Να καπνίσω,» απάντησε. «Είναι ζήτημα για κάπου τρεις πίπες, και σε παρακαλώ να μη μου μιλήσεις για πενήντα λεπτά.» Κούρνιασε στην καρέκλα του, με τα πόδια του τραβηγμένα στη γερακίσια μύτη του, και εκεί κάθισε με τα μάτια κλειστά και τη μαύρη πήλινη πίπα του να ξεπετάγεται σα το ράμφος κάποιου παράξενου πουλιού. Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως είχε αποκοιμηθεί, και όντως είχα νανουριστεί κι εγώ, όταν ξάφνου πετάχτηκε από την καρέκλα του με την χειρονομία ανθρώπου που έχει αποφασίσει και άφησε την πίπα του στο γείσο του τζακιού.
«Ο Sarasate παίζει στο Σεντ Τζέημς Χολ σήμερα το απόγευμα,» σχολίασε. «Τι λες, Γουώτσον; Θα μπορούσαν οι ασθενείς σου να περιμένουν για λίγες ώρες;»
«Δεν έχω τίποτα να κάνω σήμερα. Το ιατρείο μου δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα απαιτητικό.»
«Τότε βάλε το καπέλο σου και έλα. Θα περάσω πρώτα από την Πόλη, και θα πάμε να γευματίσουμε καθοδόν. Παρατηρώ πως υπάρχει αρκετή Γερμανική μουσική στο πρόγραμμα, το οποίο μου ταιριάζει καλύτερα στο γούστο μου από όσο η Ιταλική ή η Γαλλική. Είναι περισσότερο στοχαστική, και θέλω να σκεφθώ βαθύτερα. Έλα μαζί μου.»
Ταξιδέψαμε με τον υπόγειο μέχρι το Άλντερσγκέιτ· και ένας σύντομος περίπατος μας έφερε στο τετράγωνο ΣάξΚόμπεργκ, το σκηνικό της μοναδικής ιστορίας που είχαμε ακούσει το πρωί. Επρόκειτο για ένα στενόχωρο, μικρό, ελεεινά υποκριτικά αριστοκρατικό μέρος, όπου τέσσερις σειρές από μουντά διώροφα πλινθόκτιστα κτίρια έβλεπαν σε ένα μικρό σιδηρόφρακτο χώρο, όπου μια αλέα με αφρόντιστο γρασίδι και μερικές συστάδες από μαραμένες δάφνες έδιναν σκληρή μάχη ενάντια στη φορτωμένη καπνό και δυσάρεστη ατμόσφαιρα. Τρεις επιχρυσωμένες σφαίρες και μια καφετιά σανίδα με ένα «ΤΖΑΜΠΕΖ ΓΟΥΙΛΣΟΝ» σε λευκά γράμματα, επί της μιας γωνίας του οικήματος, υποδείκνυαν το μέρος όπου ο κοκκινομάλλης πελάτης μας διεξήγαγε την εργασία του. Ο Σέρλοκ Χολμς σταμάτησε μπροστά από αυτό με το κεφάλι τους προς την μια πλευρά και το κοίταξε από πάνω ως κάτω, με τα μάτια του να λάμπουν μέσα από (puckered) βλέφαρα. Κατόπιν ανηφόρισε αργά τον δρόμο, και ξανακατέβηκε στην γωνία, κοιτάζοντας ακόμη εξεταστικά τα σπίτια. Τελικά επέστρεψε σε εκείνο του ενεχυροδανειστή, και, έχοντας χτυπήσει εντονότατα πάνω στο πεζοδρόμιο με ένα ραβδί δυο τρεις φορές, πήγε στην πόρτα και χτύπησε. Άνοιξε στην στιγμή από έναν φαινομενικά έξυπνο, καλοξυρισμένο νεαρό, ο οποίος του είπε να περάσει μέσα.
«Σας ευχαριστώ,» είπε ο Χολμς. «Ήθελα μόνο να σας ρωτήσω πως πας από εδώ στη Στραντ.»
«Τρίτος δεξιά, τέταρτος αριστερά,» απάντησε ο υπάλληλος αμέσως, κλείνοντας την πόρτα.
«Έξυπνος ο τύπος,» παρατήρησε ο Χολμς καθώς απομακρυνθήκαμε. «Είναι, κατά την άποψη μου, ο τέταρτος εξυπνότερος άνθρωπος στο Λονδίνο, και τολμώ να πω ότι δεν είμαι βέβαιος αν δεν έχει λόγο να είναι τρίτος. Κάτι ήξερα για εκείνον από πριν.»
«Εμφανώς,» είπα εγώ, «ο υπάλληλος του κ. Γουίλσον μετρά αρκετά στο μυστήριο της Ένωσης των Κοκκινομάλληδων. Είμαι βέβαιος πως έκανες την ερώτηση σου με την προοπτική πως ενδεχομένως να τον έβλεπες.»
«Όχι αυτόν.»
«Τότε τι;»
«Τα γόνατα του παντελονιού του.»
«Και τι ανακάλυψες;»
«Ότι ανέμενα να ανακαλύψω.»
«Γιατί χτύπησες το πεζοδρόμιο;»
«Αγαπητέ μου γιατρέ, είναι ώρα για παρατήρηση και όχι για κουβέντα. Είμαστε κατάσκοποι σε εχθρική χώρα. Κάτι μάθαμε σχετικά με το τετράγωνο Σαξ-Κόμπεργκ. Ας εξερευνήσουμε τα κομμάτια που απλώνονται πίσω της.»
Ο δρόμος στον οποίο βρεθήκαμε καθώς στρίψαμε στη γωνία από το απομονωμένο τετράγωνο Σαξ-Κόμπεργκ παρουσίασε μια τόσο σημαντική αντίθεση προς αυτό όσο η εμπρόσθια και η οπίσθια πλευρά μιας φωτογραφίας. Επρόκειτο περί μιας εκ των σημαντικότερων οδικών αρτηρίων που μετέφεραν την κίνηση από την Πόλη προς τα βόρεια και τα δυτικά. Ο δρόμος ήταν κλεισμένος από την πελώρια ροή του εμπορίου που έρεε σε μια διπλής κατεύθυνσης παλίρροιας εντός κι εκτός, ενώ τα πεζοδρόμια ήταν πήχτρα από τα βιαστικά κοπάδια των πεζών. Ήταν δύσκολο να κατανοήσουμε καθώς κοιτάζαμε τη σειρά όμορφων μαγαζιών και επιβλητικών εταιρικών κτιρίων πως γειτνίαζαν με την άλλη πλευρά και το άχρωμο και τελματωμένο τετράγωνο το οποίο είχαμε μόλις εγκαταλείψει.
«Για να δω,» είπε ο Χολμς, μένοντας στην γωνία και κοιτάζοντας την σειρά, «θα ήθελα να καταγράψω την σειρά των σπιτιών εδώ. Αποτελεί πάρεργο μου να κατέχω μια ακριβής γνώση του Λονδίνου. Ορίστε το Μόρτιμερ, του καπνοπώλη, το μικρό πρακτορείο εφημερίδων, το παράρτημα του Κόμπεργκ της Τράπεζας Πρωτευούσης και Προαστίων, το εστιατόριο των Φυτοφάγων, και η μάντρα κατασκευής αμαξών του ΜκΦάρλαν. Μας βγάζει ακριβώς στο άλλο τετράγωνο. Και τώρα, Γιατρέ, τελειώσαμε τη δουλειά μας, έτσι είναι ώρα να πάμε για τη μουσική μας. Ένα σάντουιτς και ένα φλιτζάνι καφέ, και έπειτα φύγαμε για τη χώρα του βιολιού, όπου καθετί είναι γλυκύτητα, λεπτότητα και μελωδία, και δεν υπάρχουν κοκκινομάλληδες πελάτες να μας ενοχλούν με τους γρίφους τους.»
Ο φίλος μου ήταν ενθουσιώδης μουσικός, τελώντας κι ο ίδιος όχι μόνο ένας ιδιαίτερα ικανός εκτελεστής αλλά και συνθέτης ιδιάζουσας ικανότητας. Ολόκληρο το απόγευμα παρέμεινε στο κάθισμα τυλιγμένος στην απόλυτη ευτυχία, κουνώντας απαλά το χέρι του ρυθμικά με τη μουσική, ενώ το ευγενικό χαμογελαστό πρόσωπο και τα νωχελικά, ονειροπόλα μάτια του διέφεραν εντελώς εκείνων του Χολμς, του λαγωνικού, του Χολμς του αδυσώπητου, του οξυδερκούς πνεύματος, του πανέτοιμου εγκληματολόγου, από όσο θα υπήρχε περίπτωση να χωρέσει το μυαλό μου. Στη μοναδική του προσωπικότητα η διπλή φύση εναλλασσόταν δυναμικά, και η εξαιρετική ακρίβεια και οξύνοια αντιπροσώπευε, όπως συχνά το συλλογιόμουν, την αντίδραση ενάντια στην ποιητική και στοχαστική διάθεση η οποία περιστασιακά κυριαρχούσε εντός του. Η μεταστροφή της φύσης του τον έπαιρνε από την ακραία νωχέλεια στην ακόρεστη δραστηριότητα· και όπως γνώριζα καλά, ποτέ δεν ήταν τόσο πραγματικά επικίνδυνος όπως όταν, για μέρες ολόκληρες, καθόταν κουρνιασμένος στην πολυθρόνα του καταμεσής των αυτοσχεδιασμών του και των βαριών βιβλίων του. Τότε ήταν που η λαχτάρα της καταδίωξης θα τον κατελάμβανε, και που η έξοχη ικανότητα λογικής του θα υψωνόταν στο επίπεδο του ένστικτου, μέχρις ότου όσοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με τις μεθόδους του θα τον λοξοκοιτάγαν όπως κάποιον του οποίου η γνώση δεν έχει να κάνει με τους υπόλοιπους θνητούς. Όταν τον είδα εκείνο το απόγευμα, τόσο βυθισμένο στη μουσική της αίθουσας του Σαίντ Τζέημς ένοιωσα πως η ώρα η κακή ίσως να έπεφτε επί εκείνων τους οποίους είχε αποφασίσει να κυνηγήσει.
«Θέλεις να επιστρέψεις σπίτι, δίχως αμφιβολία, Γιατρέ,» σχολίασε καθώς βγήκαμε.
«Ναι, καλό θα ήταν.»
«Και εγώ έχω κάποιες δουλειές να κάνω οι οποίες θα μου πάρουν μερικές ώρες. Αυτή η υπόθεση του τετραγώνου Κόμπεργκ είναι σοβαρή.»
«Πόσο σοβαρή;»
«Ένα σημαντικό έγκλημα βρίσκεται υπό εξέλιξη. Έχω κάθε λόγο να θεωρώ πως θα προλάβουμε να το εμποδίσουμε. Όμως σήμερα το ότι είναι Σάββατο περιπλέκει τα πράγματα. Θα χρειαστώ τη βοήθεια σου απόψε.»
«Τι ώρα;»
«Δέκα θα είναι αρκετά νωρίς.»
«Θα είμαι στην οδό Μπέϊκερ στις δέκα.»
«Πολύ καλά. Και, σου το λέω, Γιατρέ, πως ίσως να υπάρξει κάποιος κίνδυνος, οπότε αν έχεις την καλοσύνη βάλε το υπηρεσιακό σου περίστροφο στην τσέπη σου.» Χαιρέτησε, έκανε στροφή επιτόπου, και χάθηκε στη στιγμή μες στο πλήθος.
Ευελπιστώ πως δεν είμαι περισσότερο δύσνους από τους γείτονες μου, ωστόσο ένοιωθα πάντοτε καταπιεσμένος από την αίσθηση της βλακείας μου στις δοσοληψίες μου με τον Σέρλοκ Χολμς. Να που είχα ακούσει ότι είχε ακούσει, είχα δει όσα είχε δει, και όμως από τα λόγια ήταν προφανές πως έβλεπε ξεκάθαρα όχι μόνο τι είχε συμβεί αλλά και το τι επρόκειτο να συμβεί, ενώ για μένα όλη η υπόθεση ήταν ακόμη συγκεχυμένη και αλλόκοτη. Καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου στο Κένσινγκτον τα ξανασκέφθηκα όλα, από την αξιοσημείωτη ιστορία του κοκκινομάλλη αντιγραφέα της εγκυκλοπαίδειας ως την επίσκεψη μας στο τετράγωνο ΣαξΚόμπεργκ, και τα δυσοίωνα λόγια με τα οποία είχε απομακρυνθεί. Τι σκοπό είχε αυτή η νυχτερινή αποστολή, και γιατί έπρεπε να πάω οπλισμένος; Που πηγαίναμε, και τι θα κάναμε; Είχα μια νύξη από τον Χολμς, πως ο σπανός υπάλληλος του ενεχυροδανειστή ήταν ένας επικίνδυνος άνθρωπος —ένας άνθρωπος που ίσως να έπαιζε κάποιο βαθύτερο ρόλο. Προσπάθησα να το ξεδιαλύνω, όπως τα παράτησα απελπισμένος και άφησα το ζήτημα στην άκρη μέχρι που το βράδυ να φέρει μια εξήγηση.
Ήταν εννέα και τέταρτο όταν ξεκίνησα από το σπίτι και διέσχισα το Πάρκο, και περνώντας μέσα από την οδό Όξφορντ έφτασα στην οδό Μπέϊκερ. Δύο άμαξες στέκονταν στην πόρτα, καθώς μπήκα στο διάδρομο άκουσα τον ήχο φωνών από πάνω. Μπαίνοντας στο δωμάτιο βρήκα τον Χολμς σε έντονη συζήτηση με δυο άντρες, έναν εκ των οποίων αναγνώρισα ως τον Πήτερ Τζόουνς, τον αστυνομικό πράκτορα, ενώ ο άλλος ήταν ένας άνθρωπος με μακρύ, ισχνό, θλιμμένο πρόσωπο, φορώντας ένα γυαλιστερό καπέλο και μια καταπιεστικά αξιοσέβαστη ρεντιγκότα.
«Αχά! Η ομάδα μας είναι πλήρης,» είπε ο Χολμς, κουμπώνοντας την πατατούκα του και παίρνοντας το βαρύ κυνηγετικό μαστίγιο του από το ράφι του. «Γουώτσον, πιστεύω να γνωρίζεις τον κ. Τζόουνς, της Σκότλαντ Γιάρντ; Να σου συστήσω τον κ. Μέριγουέδερ, ο οποίος θα μας συντροφέψει στην αποψινή περιπέτεια μας.»
«Θα κυνηγήσουμε πάλι σε ζευγάρια, Γιατρέ, βλέπετε,» είπε ο Τζόουνς με τον σπουδαιοφανή τρόπο του. «Ο φίλος μας από εδώ είναι υπέροχος στο να ξεκινά μια καταδίωξη. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα γέρικο σκυλί για να τον βοηθήσει να βρει τον στόχο του.»
«Ελπίζω μόνο να μη καταλήξουμε σε ένα χιμαιρικό κυνήγι στο τέλος της καταδίωξης μας,» παρατήρησε ο κ. Μέριγουέδερ μελαγχολικά.
«Μπορείτε να αποθέσετε εξαιρετική εμπιστοσύνη στον κ. Σέρλοκ Χολμς, κύριε,» είπε ο αστυνομικός αλαζονικά. «Έχει τις δικές τους μεθόδους, οι οποίες είναι, αν δε σας πειράζει που το λέω, μόλις μια ιδέα περισσότερο θεωρητικές και φανταστικές, μα έχει τη στόφα του ντετέκτιβ μέσα του. Δε θα υπερέβαλα αν έλεγα πως μια δυο φορές, όπως σε εκείνη την υπόθεση του φόνου του Σόλτο και του θησαυρού του Άνγκρα, υπήρξε περισσότερο σωστός από ότι το αστυνομικό σώμα.»
«Ω, αν το λέτε εσείς, κ. Τζόουνς, δε τίθεται θέμα,» είπε ο ξένος με σεβασμό. «Εντούτοις, ομολογώ πως μου λείπει το μπριτζ μου. Είναι η πρώτη Σαββατιάτικη βραδιά εδώ και είκοσι-επτά χρόνια που δεν έπαιξα το μπριτζ μου.»
«Πιστεύω πως θα ανακαλύψετε,» είπε ο Σέρλοκ Χολμς, «ότι θα παίξετε για ένα υψηλότερο στοίχημα απόψε από όσο παίξατε ποτέ σας, και πως το παιχνίδι θα είναι εξαιρετικά συναρπαστικό. Για εσάς, κ. Μέριγουέδερ, το ύψος του στοιχήματος θα ανέρχεται περίπου στις 30.000 λίρες· και για εσένα Τζόουνς, θα αποτελέσει τον άντρα τον οποίο επιθυμείς να τσακώσεις.»
«Τον Τζων Κλέϊ, τον δολοφόνο, τον κλέφτη, (smasher), και παραχαράκτη. Είναι νεαρός, κ. Μέριγουέδερ, όμως τελεί επικεφαλής του επαγγέλματος του, και θα ήθελα να του φορέσω χειροπέδες περισσότερο από κάθε άλλο εγκληματία του Λονδίνου. Ένας αξιοσημείωτος άνθρωπος, είναι ο νεαρός Τζων Κλέϊ. Ο παππούς του ήταν ευγενής δούκας, και ο ίδιος βρέθηκε στο Ήτον και στην Οξφόρδη. Το μυαλό του είναι τόσο πανούργο όσο τα δάκτυλα του, και μολονότι συναντάμε ίχνη του όπου κι αν στραφούμε, δεν έχουμε ιδέα που να ψάξουμε για τον ίδιο. Θα μπει σε κάποιο σπίτι στη Σκοτία τη μια βδομάδα, και θα συγκεντρώνει χρήματα για κάποιο ορφανοτροφείο στην Κορνουάλη την επόμενη. Βρισκόμουν στα ίχνη του για χρόνια και ποτέ μου δεν τον αντίκρισα.»
«Ελπίζω να έχω την ευχαρίστηση να σας τον γνωρίσω απόψε. Είχα μια δυο συναντήσεις με τον κ. Τζων Κλέϊ, και συμφωνώ μαζί σας πως είναι κορυφή στο επάγγελμα του. Είναι περασμένες δέκα, ωστόσο, και ώρα να ξεκινήσουμε. Αν οι δυο σας πάρετε την πρώτη άμαξα, ο Γουώτσον και εγώ θα σας ακολουθήσουμε με τη δεύτερη.»
Ο Σέρλοκ Χολμς δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός κατά τη διάρκεια της μακριάς διαδρομής και ακουμπούσε πίσω στην άμαξα μουρμουρίζοντας τις μελωδίες που είχαμε ακούσει το απόγευμα. Περάσαμε κροταλίζοντας μέσα από έναν ατέλειωτο λαβύρινθο, φωτισμένων από λυχνοστάτες, οδών ώσπου βγήκαμε στην οδό Φάρινγκτον.
«Σχεδόν φτάσαμε,» σχολίασε ο φίλος μου. «Αυτός ο τύπος, ο Μέριγουέδερ, είναι διευθυντής τράπεζας, και προσωπικά εμπλεκόμενος στο ζήτημα. Σκέφτηκα πως ήταν εξίσου καλό να έχουμε μαζί μας και τον Τζόουνς. Δεν είναι κακός τύπος, μολονότι εντελώς ανίκανος στο επάγγελμα του. Έχει μια θετική αρετή. Είναι τόσο γενναίος όσο ένα μπουλντόγκ και τόσο ανθεκτικός σαν αστακός αν κλείσει τα χέρια του γύρω από κάποιον. Ορίστε εδώ είμαστε, και μας περιμένουν.»
Είχαμε φτάσει στην ίδια συνωστισμένη λεωφόρο στην οποία είχαμε βρεθεί το ίδιο πρωινό. Οι άμαξες αφέθηκαν να φύγουν, και, ακολουθώντας τις οδηγίες του κ. Μέριγουέδερ, περάσαμε ένα στενό διάδρομο και μια πλευρική πόρτα η οποία άνοιξε για να μπούμε. Εντός βρισκόταν ένας μικρός διάδρομος που κατέληγε σε μια συμπαγή σιδερένια πόρτα. Κι αυτή άνοιξε επίσης, και μας οδήγησε σε μια κυκλική πέτρινη σκάλα, που τελείωσαν σε μια ακόμη πιο μεγάλη πόρτα. Ο κ. Μέριγουέδερ στάθηκε για να ανάψει μια λάμπα, και κατόπιν μας οδήγησε σε ένα σκοτεινό διάδρομο που μύριζε χώμα, και έτσι, ανοίγοντας μια τρίτη πόρτα, σε ένα τεράστιο θολωτό θάλμα ή κελάρι, το οποίο ήταν γεμάτο από κιβώτια και ευμεγέθη κουτιά.
«Δεν είστε ιδιαίτερα ευάλωτοι από την πάνω πλευρά,» σχολίασε ο Χολμς καθώς σήκωσε την λάμπα του και κοίταξε ολόγυρα του.
«Ούτε από κάτω,» είπε ο κ. Μέριγουέδερ, χτυπώντας το ραβδί του πάνω στις πλάκες που αποτελούσαν το πάτωμα. «Μα, τρομάρα μου, ακούγεται εντελώς κούφιο!» σχολίασε, ανασηκώνοντας το βλέμμα του σε έκπληξη.
«Οφείλω ειλικρινά να σας ζητήσω να είστε πιο ήσυχος!» είπε ο Χολμς αυστηρά. «Θέσατε ήδη σε κίνδυνο την όλη επιτυχία της αποστολής μας. Θα μπορούσα να σας παρακαλέσω αν έχετε την καλοσύνη να καθίσετε πάνω σε εκείνα τα κουτιά, και να μην ανακατευθείτε;»
Ο βαρύς κ. Μέριγουέδερ κούρνιασε πάνω σε ένα κιβώτιο, με μια ιδιαιτέρως πληγωμένη έκφραση στο πρόσωπο του, ενώ ο Χολμς έπεσε στα γόνατα στο δάπεδο και, με τη λάμπα και ένα μεγεθυντικό φακό, άρχισε να εξετάζει εξονυχιστικά τις πλάκες. Μερικές δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να τον ικανοποιήσουν, γιατί τινάχτηκε όρθιος και πάλι και έβαλε το φακό του στην τσέπη.
«Έχουμε τουλάχιστον μια ώρα μπροστά μας,» σχολίασε, «γιατί ελάχιστα μπορούν να κινηθούν έως ότου ο καλός ενεχυροδανειστή να πάει να κοιμηθεί. Κατόπιν δε θα χάσουν ούτε στιγμή, γιατί όσο πιο σύντομα κάνουν τη δουλειά τόσο περισσότερο χρόνο θα έχουν για την απόδραση τους. Βρισκόμαστε επί του παρόντος, Γιατρέ —όπως δίχως αμφιβολία θα έχεις μαντέψει— στο υπόγειο του παραρτήματος της πόλης μιας εκ των βασικών τραπεζών του Λονδίνου. Ο κ. Μέριγουέδερ είναι ο πρόεδρος του συμβουλίου, και θα σου εξηγήσει ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους οι πλέον παράτολμοι εγκληματίες του Λονδίνου θα έδειχναν τόσο σημαντικό ενδιαφέρον για το υπόγειο επί της παρούσης.»
«Πρόκειται για το Γαλλικό χρυσό μας,» ψιθύρισε ο διευθυντής. «Είχαμε αρκετές προειδοποιήσεις πως κάποια απόπειρα θα πραγματοποιούταν.»
«Το Γαλλικό χρυσό σας;»
«Μάλιστα. Μας δόθηκε η ευκαιρία προ μερικών μηνών να ενισχύσουμε το αποθεματικό μας και δανειστήκαμε για το σκοπό αυτό 30.000 ναπολεόνια από την Τράπεζα της Γαλλίας. Έχει καταστεί γνωστό πως ποτέ δεν υπήρξε λόγος να αποσυσκευάσουμε τα χρήματα, και πως ακόμα αναπαύονται στο υπόγειο μας. Το κιβώτιο επί του οποίου κάθομαι περιέχει 2.000 ναπολεόνια συσκευασμένα μεταξύ στρώσεων από ελάσματα μολύβδου. Το απόθεμα μας σε χρυσές ράβδους είναι πολύ μεγαλύτερο επί του παρόντος από ότι συνήθως παραμένει σε κάποιο παράρτημα, και οι διευθυντές είχαν ανησυχίες επί του ζητήματος.»
«Οι οποίες ήταν εξαιρετικά δικαιολογημένες,» παρατήρησε ο Χολμς. «Και τώρα είναι ώρα να στήσουμε το σχεδιάκι μας. Αναμένω πως εντός μιας ώρας το θέμα θα φτάσει στην κορύφωση του. Εν τω μεταξύ κ. Μέριγουέδερ, πρέπει να τοποθετήσουμε το κάλυμμα πάνω από το φανάρι.»
«Και να καθίσουμε στο σκοτάδι;»
«Φοβάμαι πως ναι. Είχα φέρει μια τράπουλα στην τσέπη μου, και σκέφτηκα πως, καθώς κάνουμε καρέ, ίσως να είχατε τελικά την παρτίδα σας. Όμως βλέπω πως οι προετοιμασίες του εχθρού έχουν προχωρήσει πολύ ώστε δε μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την παρουσία φωτός. Και, πρώτα από όλα, πρέπει να επιλέξουμε τις θέσεις μας. Πρόκειται για επικίνδυνους ανθρώπους, και μολονότι θα τους έχουμε σε μειονέκτημα, ίσως να μας βλάψουν εκτός κι αν είμαστε προσεκτικοί. Θα σταθώ πίσω από αυτό το κιβώτιο, και εσείς καλυφθείτε πίσω από εκείνα. Κατόπιν, όταν ρίξω το φως πάνω τους, πλησιάστε γοργά. Αν πυροβολήσουν, Γουώτσον, μη διστάσεις να τους ρίξεις.»
Τοποθέτησα το περίστροφο μου, οπλισμένο, στο πάνω μέρος του ξύλινου κιβωτίου πίσω από το οποίο έσκυψα. Ο Χολμς τράβηξε το κάλυμμα μπροστά από το φανάρι του και μας άφησε στο απόλυτο σκοτάδι —ένα τόσο απόλυτο σκοτάδι που ποτέ ξανά δεν είχα βιώσει. Η μυρωδιά του ζεστού μέταλλου παρέμενε για να μας διαβεβαιώνει πως το φως βρισκόταν ακόμη εκεί, έτοιμο να λάμψει στη στιγμή. Για μένα, με τα νεύρα μου τεντωμένα στην κόψη της προσδοκίας, υπήρχε κάτι το καταθλιπτικό, και το κατασταλτικό στο αιφνίδιο μισοσκόταδο, και στην ψυχρή υγρή ατμόσφαιρα του θαλάμου.
«Δεν έχουν παρά μόνο μια έξοδο,» ψιθύρισε ο Χολμς. «Αυτή βρίσκεται πίσω στο σπίτι του τετραγώνου Σαξ-Κόμπεργκ. Ελπίζω πως έκανες ότι σου ζήτησα, Τζόουνς;»
«Τοποθέτησα έναν επιθεωρητή και δυο αξιωματικούς να περιμένουν στην μπροστινή πόρτα.»
«Τότε κλείσαμε όλες τις τρύπες. Και τώρα θα πρέπει να παραμείνουμε σιωπηλοί και να περιμένουμε.»
Και πως δεν περνούσε η ώρα! Συγκρίνοντας τις γνώμες μας μετέπειτα δεν ήταν παρά μια ώρα και ένα τέταρτο, και όμως μου φάνηκε πως η νύχτα είχε σχεδόν τελειώσει και η αυγή χάραζε από πάνω μας. Τα άκρα μου ήταν κουρασμένα και παγωμένα, γιατί φοβόμουν να αλλάξω τη θέση μου· και όμως τα νεύρα μου λειτουργούσαν στο έπακρο της έντασης, και η ακοή ήταν τόσο οξυμένη που δεν άκουγα μονάχα την ήρεμη ανάσα των συντρόφων μου, αλλά ξεχώριζα τη βαθύτερη εισπνοή του ογκώδη Τζόουνς από τη λεπτή, σαν αναστεναγμό, ανάσα του τραπεζικού διευθυντή. Από τη θέση μου έβλεπα πάνω από το κιβώτιο στη μεριά του πατώματος. Ξάφνου τα μάτια έπιασαν ένα φωτεινό λαμπύρισμα.
Αρχικά ήταν μονάχα μια χλωμή αναλαμπή πάνω στο πέτρινο δάπεδο. Κατόπιν μάκρυνε μέχρι που έγινε μια κιτρινωπή γραμμή, και ύστερα, δίχως κάποια προειδοποίηση ή ήχο, μια σχισμή φάνηκε να ανοίγει και ένα χέρι εμφανίστηκε· ένα λευκό, σχεδόν γυναικείο χέρι, το οποίο ψηλάφισε ολόγυρα μέσα στην μικρή φωτισμένη περιοχή. Για ένα λεπτό ή κάτι παραπάνω το χέρι, με τα δάκτυλα που ψηλαφούσαν, προεξείχε στο πάτωμα. Κατόπιν αποτραβήχτηκε τόσο αιφνίδια όσο είχε εμφανισθεί, και όλα ήταν σκοτεινά και πάλι εκτός της μοναδικής χλωμής λάμψης η οποία επεσήμαινε μια χαραμάδα ανάμεσα στις πλάκες.
Η εξαφάνιση του, εντούτοις, δεν ήταν παρά στιγμιαία. Με ένα συρτό, ήχο σκισίματος, μιας από τις φαρδιές, λευκές πλάκες αναποδογύρισε και άφησε μια τετράγωνη τρύπα που έχασκε, μέσα από την οποία ξεχύθηκε το φως μιας λάμπας. Στην άκρη της εμφανίστηκε ένα καλοξυρισμένο, αγορίστικο πρόσωπο, το οποίο κοίταξε έντονα τριγύρω του, και κατόπιν, με ένα χέρι σε κάθε πλευρά του ανοίγματος, τραβήχτηκε μέχρι τους ώμους και τη μέση, ώσπου ένα γόνατο ακούμπησε στην άκρη. Μια στιγμή αργότερα στεκόταν στο πλάι της τρύπας και τραβούσε πίσω του έναν σύντροφο, λυγερό και μικρόσωμο σαν κι εκείνον, με ωχρό πρόσωπο και πυκνά κατακόκκινα μαλλιά.
«Όλα είναι εντάξει,» ψιθύρισε. «Έχεις το κοπίδι και τους σάκους. Μα το μεγάλο Σκότ! Πήδα, Άρτσι, πήδα, και σε ακολουθώ!»
Ο Σέρλοκ Χολμς είχε τιναχθεί και πιάσει τον εισβολέα από το γιακά. Ο άλλος βούτηξε μες στην τρύπα και άκουσα τον ήχο ρούχου που σχίζεται καθώς ο Τζόουνς τον άρπαξε από το πουκάμισο. Το φως άστραψε επί της κάνης ενός περιστρόφου, μα το κυνηγετικό μαστίγιο του Χολμς έπεσε στον καρπό του άντρα, και το πιστόλι χτύπησε στο πέτρινο δάπεδο.
«Είναι μάταιο, Τζων Κλέϊ,» είπε ο Χολμς ήρεμα. «Δεν έχεις την παραμικρή πιθανότητα.»
«Έτσι νομίζω,» απάντησε ο άλλος με τη μέγιστη δυνατή ψυχραιμία. «Φαντάζομαι πως το φιλαράκι μου είναι εντάξει, μολονότι βλέπω πως κρατάτε τις άκρες του σακακιού του.»
«Τρεις άντρες τον περιμένουν στην πόρτα,» είπε ο Χολμς.
«Ω, αλήθεια! Δείχνετε πως υπολογίσατε την κατάσταση απολύτως. Οφείλω να σας συγχαρώ.»
«Και εγώ εσάς,» απάντησε ο Χολμς. «Η ιδέα των κοκκινομάλληδων ήταν κατακαινούργια και αποτελεσματική.»
«Θα δεις ξανά το φιλαράκι σου αμέσως,» είπε ο Τζόουνς. «Είναι ταχύτερος στο να κατεβαίνει τρύπες από όσο εγώ. Περίμενε μόνο ενώ στήνω τους αγώνες.»
«Σας ικετεύω να μη τον αγγίξετε με τα βρωμερά σας χέρια,» σχολίασε ο κρατούμενος μας καθώς οι χειροπέδες κροτάλισαν στα χέρια του. «Ίσως να μην έχετε επίγνωση πως έχω βασιλικό αίμα στις φλέβες μου. Δείξτε την καλοσύνη, επίσης, όταν μου απευθύνεστε να λέτε ‘κύριε' και ‘παρακαλώ. '»
«Καλώς,» είπε ο Τζόουνς με μια ματιά και ένα κοροϊδευτικό γέλιο. «Λοιπόν, θα θέλατε σας παρακαλώ, κύριε, να ανέβετε επάνω όπου θα πάρουμε μια άμαξα για να μεταφέρουμε την εξοχότητα σας στο αστυνομικό τμήμα;»
«Έτσι είναι καλύτερα,» είπε ο Τζων Κλέϊ γαλήνια. Έκανε μια σαρωτική υπόκλιση προς τους τρεις μας και απομακρύνθηκε ήσυχα υπό τη συνοδεία του ντετέκτιβ.
«Ειλικρινά, κ. Χολμς,» είπε ο κ. Μέρυγουέδερ καθώς τους ακολουθήσαμε έξω από το υπόγειο, «δεν έχω ιδέα πως η τράπεζα θα μπορέσει να σας ευχαριστήσει είτε να σας το ξεπληρώσει. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εντοπίσατε και κατατροπώσατε με τον πλέον απόλυτο τρόπο μια από τις πιο αποφασιστικές απόπειρες ληστείας τράπεζας που υπέπεσε ποτέ στην αντίληψη μου.»
«Είχα κάνα δυο δικούς μου λογαριασμούς να ξεκαθαρίσω με τον κ. Τζων Κλέϊ,» είπε ο Χολμς. «Υποχρεώθηκα σε ορισμένα μικροέξοδα σχετικά με το ζήτημα, τα οποία και αναμένω να αποζημιωθούν από την τράπεζα, όμως πέραν αυτών ανταμείφθηκα επαρκώς έχοντας μια εμπειρία η οποία κατά πολλούς τρόπους είναι μοναδική, και ακούγοντας την ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη αφήγηση σχετικά με την Ένωση των Κοκκινομάλληδων.»
«Βλέπεις, Γουώτσον,» εξήγησε τις μικρές ώρες του πρωινού καθώς καθόμασταν πίνοντας ένα ποτήρι ουίσκι με σόδα στην οδό Μπέϊκερ, «ήταν απόλυτα προφανές εξ αρχής πως το μοναδικό αντικείμενο της μάλλον φανταστικής υπόθεσης της αγγελίας για την Ένωση, και της αντιγραφής της εγκυκλοπαίδειας, ήταν να βγάλει αυτόν τον όχι και τόσο έξυπνο ενεχυροδανειστή από την μέση για μερικές ώρες ημερησίως. Ήταν αρκετά παράδοξος ο τρόπος κατά τον οποίο επιτεύχθηκε, αλλά, ειλικρινά, δε θα μπορούσα να προτείνω καλύτερο. Η μέθοδος αναμφίβολα προτάθηκε από το πανούργο μυαλό του Κλέϊ χάρη στο χρώμα των μαλλιών του συνεργού του. Οι 4 λίρες εβδομαδιαίως ήταν απλά ένα δόλωμα το οποίο έπρεπε να τον προσελκύσει, και τι σήμαινε για αυτούς, που πλήρωναν για να κερδίσουν χιλιάδες; Έβαλαν την αγγελία, ο ένας κακούργος έχει το προσωρινό γραφείο, ο άλλος κακούργος παρακινεί τον άνθρωπο να κάνει αίτηση, και μαζί κατορθώνουν να εξασφαλίσουν την απουσία του κάθε πρωί της εβδομάδας. Από τη στιγμή που άκουσα πως ο υπάλληλος είχε πάει μόνο για το μισό μισθό, μου ήταν προφανές πως είχε κάποιο ισχυρό κίνητρο για να εξασφαλίσει την κατάσταση.»
«Μα πως κατόρθωσες να μαντέψεις ποιο ήταν το κίνητρο;»
«Αν υπήρχαν γυναίκες στο σπίτι, θα είχα υποπτευθεί μια απλή κοινή δολοπλοκία. Αυτό, ωστόσο, δεν υφίστατο. Η επιχείρηση του ανθρώπου ήταν μικρή, και δεν υπήρχε τίποτα στο σπίτι του το οποίο να μπορούσε να λογοδοτήσει για τις τόσο εξεζητημένες προετοιμασίες, και ένα τέτοιο εγχείρημα όπως αυτό στο οποίο σκόπευαν. Έπρεπε, λοιπόν, να είναι κάτι εκτός οικίας. Τι να ήταν; Σκέφτηκα την αγάπη του υπαλλήλου για τη φωτογραφία, και το κόλπο του να εξαφανίζεται στο υπόγειο. Το υπόγειο! Αυτή ήταν η άκρη του μπλεγμένου κουβαριού. Κατόπιν προέβηκα σε έρευνες σχετικά με το μυστηριώδη υπάλληλο και ανακάλυψα πως είχα να κάνω με ένα εκ των πλέον στυγνών και πλέον επικίνδυνων εγκληματιών του Λονδίνου. Έκανε κάτι στο υπόγειο —κάτι το οποίο ήθελε πολλές ώρες σε καθημερινή βάση για σειρά μηνών. Τι να ήταν, ξανά; Δε μπορούσα να σκεφθώ τίποτα άλλο εκτός από το ότι έσκαβε ένα τούνελ προς κάποιο άλλο κτίριο.
«Μέχρι εκεί είχα φτάσει όταν πήγαμε να επισκεφτούμε την σκηνή της δράσης. Σε ξάφνιασα χτυπώντας το πεζοδρόμιο με το ραβδί μου. Εξακρίβωνα αν το υπόγειο εκτεινόταν εμπρός ή πίσω. Δεν ήταν μπροστά. Κατόπιν χτύπησα το κουδούνι, και, όπως έλπιζα, ο υπάλληλος άνοιξε. Είχα μερικές αψιμαχίες, αλλά ποτέ δεν είχαμε αντικρίσει ο ένας τον άλλο πριν. Ελάχιστα κοίταξα το πρόσωπο του. Τα γόνατα του ήταν εκείνα τα οποία ήθελα να δω. Θα πρέπει και ο ίδιος να παρατήρησες πόσο φθαρμένα, τσαλακωμένα, και λεκιασμένα ήταν. Φανέρωναν πολλές ώρες σκαψίματος. Το μοναδικό εναπομείναν μέρος ήταν εκείνο προς το οποίο έσκαβαν. Έστριψα την γωνία, αντιλήφθηκα πως η Τράπεζα Πρωτευούσης και Προαστίων γειτνίαζε με το κτίριο του φίλου μας, και αισθάνθηκα πως είχα λύσει το μυστήριο μου. Όταν επέστρεψα σπίτι μετά το κονσέρτο επισκέφτηκα τη Σκότλαντ Γιαρντ και τον πρόεδρο των διοικητών της τράπεζας, με το αποτέλεσμα το οποίο είδες.»
«Και πως μπόρεσες να καταλάβεις πως θα έκαναν την απόπειρα τους απόψε;» ρώτησα.
«Βασικά, όταν έκλεισαν τα γραφεία της Ένωσης ήταν σημάδι πως δε νοιάζονταν πλέον για την παρουσία του κ. Τζαμπέζ Γουίλσον —με άλλα λόγια, πως είχαν ολοκληρώσει το τούνελ τους. Ωστόσο κρινόταν αναγκαίο να το χρησιμοποιήσουν σύντομα, καθώς ενδέχετω να ανακαλυφθεί, ή ίσως τα ναπολεόνια να απομακρύνονταν. Το Σάββατο θα τους έκανε καλύτερα από κάθε άλλη μέρα, καθώς θα τους προσέφερε δυο μέρες για την απόδραση τους. Για όλους αυτούς τους λόγους ανέμενα να κινηθούν απόψε.»
«Το συλλογίστηκες υπέροχα,» αναφώνησα με πηγαίο θαυμασμό. «Πρόκειται για μια ιδιαίτερα μακριά αλυσίδα, και όμως κάθε κρίκος ηχεί σωστά.»
«Με έσωσε από την ανία,» απάντησε, με ένα χασμούρητο. «Αλίμονο! Την νοιώθω ήδη να με πλησιάζει. Η ζωή χάνεται σε μια διαρκή προσπάθεια να ξεφύγω από τις κοινοτοπίες της ύπαρξης. Αυτά τα προβληματάκια με βοηθούν να το επιτυγχάνω.»
«Και είσαι ευεργέτης του γένους,» είπα εγώ.
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Καλά, ίσως, σε τελική ανάλυση, να έχει κάποιο μικρό όφελος,» σχολίασε. «'L'homme c'est rien—l'oeuvre c'est tout ,' όπως ο Γουστάβος Φλωμπέρ έγραψε στη Γεωργία Σανδή.»