×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Conan Doyle, A. - Οι Περιπέτειες του Σέρλοκ, 1. Σκάνδαλο στην Βοημία - 2

1. Σκάνδαλο στην Βοημία - 2

Στις τρεις ακριβώς βρισκόμουν στην οδό Μπέϊκερ, όμως ο Χολμς δεν είχε επιστρέψει ακόμη. Η σπιτονοικοκυρά με πληροφόρησε πως είχε αφήσει το σπίτι λίγο μετά τις οχτώ το πρωί. Κάθισα δίπλα στη φωτιά, εντούτοις, με την πρόθεση να τον περιμένω, όσο κι αν αργούσε. Ενδιαφερόμουν ήδη βαθύτατα για την έρευνα του, διότι, μολονότι δεν περικλειόταν από κανένα εκ των δυσοίωνων και αλλόκοτων χαρακτηριστικών που σχετίζονταν με τα δύο εγκλήματα, τα οποία ήδη έχω καταγράψει, εντούτοις, η φύση της υπόθεσης και η υψηλά ιστάμενη θέση του πελάτη του της προσέδιδαν το προσωπικό της ύφος. Ειλικρινά, ξέχωρα από την φύση της έρευνας την οποία ο φίλος μου είχε στη διάθεση του, υπήρχε κάτι στη δεξιοτεχνική κατανόηση μιας κατάστασης, και την οξύτατη, διεισδυτική λογική του, η οποία καθιστούσε ευχαρίστηση για μένα να μελετώ το σύστημα εργασίας του, και να παρακολουθώ τις έξυπνες, δαιμόνιες μεθόδους του υπό τις οποίες ξέμπλεκε τα πλέον αξεδιάλυτα μυστήρια. Τόσο συνηθισμένος ήμουν στην μόνιμη επιτυχία του ώστε η ίδια η πιθανότητα της αποτυχίας του είχε πάψει να εισέρχεται στο μυαλό μου.

Κόντευε τέσσερις πριν η πόρτα ανοίξει, κι ένας φαινομενικά μεθυσμένος ιπποκόμος, αφρόντιστος με φαβορίτες, και με ξαναμμένο πρόσωπο κι επαίσχυντα ρούχα, μπήκε στο δωμάτιο. Συνηθισμένος καθώς ήμουν στις εκπληκτικές ικανότητες του συντρόφου μου στη χρήση μεταμφιέσεων, χρειάστηκε να κοιτάξω τρεις φορές πριν βεβαιωθώ πως ήταν όντως εκείνος. Με ένα νεύμα εξαφανίστηκε στην κρεβατοκάμαρα του, από όπου και ξεπρόβαλε σε πέντε λεπτά ντυμένος με τουίντ και αξιοπρεπής, όπως πάντα. Βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες, άπλωσε τα πόδια του μπροστά από τη φωτιά και γέλασε ολόθυμα για μερικά λεπτά.

«Ωραία, πράγματι!» φώναξε, και κατόπιν έβηξε και γέλασε ξανά μέχρι που υποχρεώθηκε να καθίσει ξέπνοος κι ανήμπορος, στην πολυθρόνα.

«Τι τρέχει;»

«Είναι υπερβολικά αστείο. Είμαι βέβαιος πως ποτέ δε θα μάντευες πως αφιέρωσα το πρωινό μου, ή τι κατέληξα να κάνω.»

«Δε μπορώ να φαντασθώ. Υποθέτω πως παρακολουθούσες τις συνήθειες, και ίσως το σπίτι, της δεσποινίδας Άϊριν Άντλερ.»

«Ακριβώς· όμως το επακόλουθο ήταν μάλλον ασυνήθιστο. Θα στα πω, όμως. Άφησα το σπίτι λίγο μετά τις οχτώ το πρωί υπό την αμφίεση ενός ιπποκόμου που πάει για δουλειά. Υπάρχει υπέροχη συμπαράσταση και αλληλεγγύη μεταξύ των αλογάδων. Γίνε ένας τους, και θα μάθεις όλα όσα υπάρχουν να μάθεις. Σύντομα βρήκα την οικία Μπριόνη. Πρόκειται για μια κομψή βίλα, με κήπο στο πίσω μέρος, μα χτισμένη προς τα μπροστά σχεδόν πάνω στο δρόμο, δύο ορόφων. Με αμπάρα στην πόρτα. Μεγάλο καθιστικό στην δεξιά πλευρά, ωραία επιπλωμένο, με μεγάλα παράθυρα σχεδόν να φτάνουν στο πάτωμα, και εκείνα τα απαράδεκτα Αγγλικά μάνταλα παραθύρων που κι ένα παιδί θα άνοιγε. Πίσω δεν υπάρχει τίποτα το αξιοσημείωτο, εκτός του ότι το παράθυρο του διαδρόμου μπορεί να προσεγγισθεί από το στάβλο. Έκανα το γύρο του και το εξέτασα από κάθε οπτική γωνία, δίχως ωστόσο να προσέξω κάτι άλλο ενδιαφέρον.

«Κατόπιν σουλατσάρισα στο δρόμο και βρήκα, όπως ανέμενα, πως υπήρχε ένα ιπποστάσιο σε μια αλέα που κατηφορίζει πλάι στο ένα τοιχίο του κήπου. Έδωσα ένα χεράκι στους σταβλίτες να τρίψουν τα άλογα τους, και έλαβα σε αντάλλαγμα ένα δίπενο, ένα ποτήρι μισό μισό, δυο γεμίσματα σέρτικου καπνού, και όσες πληροφορίες θα μπορούσα να επιθυμήσω σχετικά με τη δεσποινίδα Άντλερ, για να μην πω τίποτα για μισή ντουζίνα κόσμου της γειτονίας για τους οποίους ούτε στο ελάχιστον δεν ενδιαφερόμουν, αλλά των οποίων τις βιογραφίες υποχρεώθηκα να ακούσω.»

«Και τι έμαθες για την Άϊριν Άντλερ;» ρώτησα.

«Α, έχει γυρίσει όλα τα κεφάλια των αντρών εκεί κάτω. Αποτελεί το πλέον γευστικό μεζεδάκι επί του πλανήτη, έτσι λένε όλα τα ιπποστάσια του Σέρπεντιν, για κάθε άντρα. Ζει διακριτικά, τραγουδά σε κονσέρτα, βγαίνει στις πέντε κάθε ημέρα, και επιστρέφει ακριβώς στις επτά για δείπνο. Σπανίως βγαίνει σε άλλες ώρες, εκτός όταν τραγουδάει. Έχει έναν μόνο άντρα επισκέπτη, αλλά πολύ καλή επιλογή. Μελαχρινός, όμορφος, και κομψός, ποτέ δεν περνά λιγότερο από μια φορά τη μέρα, και συχνά δυο. Είναι κάποιος κ. Γκόντφρι Νόρτον, εκ του Ίνερ Τέμπλ . Βλέπεις τα πλεονεκτήματα ενός αμαξά ως έμπιστου. Τον μετέφεραν μερικές φορές από τα ιπποστάσια του Σερπεντιν, και τα έμαθαν όλα για εκείνον. Όταν είχα ακούσει όλα όσα είχαν να πουν, άρχισα να περπατάω πάνω και κάτω κοντά στην οικία Μπριόνη για ακόμη μια φορά, ώστε να σκεφτώ ξανά το εκστρατευτικό μου σχέδιο.

«Εκείνος ο Γκόντφρη Νόρτον αποτελούσε εμφανώς σημαντικό παράγοντα της υπόθεσης. Ήταν δικηγόρος. Ηχούσε δυσοίωνο. Ποια ήταν η σχέση μεταξύ τους, και ποιο το αντικείμενο των επαναλαμβανόμενων επισκέψεων του; Ήταν πελάτισσα του, φίλη του, ερωμένη του; Αν ίσχυε το πρώτο, είχε πιθανόν παραδώσει τη φωτογραφία στη φύλαξη του. Αν το τελευταίο, δεν ήταν και τόσο πιθανό. Από την απάντηση του συγκεκριμένου ερωτήματος εξαρτιόταν αν θα εξακολουθούσα την εργασία μου στην οικία Μπριόνη, ή θα έστρεφα την προσοχή μου στο χώρο του συγκεκριμένου κυρίου στο Τεμπλ. Επρόκειτο περί ενός λεπτού σημείου, και διεύρυνε το πεδίο της έρευνας μου. Φοβάμαι πως σε κουράζω με αυτές τις λεπτομέρειες, όμως πρέπει να σου επιδείξω τις μικρές μου δυσκολίες, αν θέλεις να καταλάβεις την κατάσταση.»

«Σε ακολουθώ με προσοχή,» απάντησα.

«Ζύγιζα ακόμη το ζήτημα στο μυαλό μου όταν μια δίτροχη άμαξα ανηφόρισε στην οικία Μπριόνη, και ένας κύριος πήδηξε έξω. Επρόκειτο περί ενός αξιοσημείωτα όμορφου άντρα, μελαχρινό, με αετίσια χαρακτηριστικά, και με μουστάκι—προφανώς ο άντρας για τον οποίο είχα ακούσει. Έδειχνε να βρίσκεται σε μεγάλη βιασύνη, φώναξε στον αμαξά να περιμένει, και όρμησε προσπερνώντας την υπηρέτρια που άνοιξε την πόρτα με τον αέρα ανθρώπου που ήταν απολύτως στο σπίτι του.

«Έμεινε στο σπίτι περίπου μισή ώρα, και τον έβλεπα κατά διαστήματα στα παράθυρα του καθιστικού, να βαδίζει πάνω κάτω, και να κουνά τα χέρια του. Από εκείνη δεν έβλεπα τίποτα. Σύντομα ξεπρόβαλε, δείχνοντας ακόμη πιο φουριόζος από πριν. Καθώς ανέβηκε στην άμαξα, τράβηξε ένα χρυσό ρολόι από την τσέπη του και το κοίταξε ανυπόμονα, ‘Οδήγα σα να σε κυνηγά ο διάβολος,' φώναξε, «πρώτα στους Γκρός & Χάνκυ στην οδό Ρήτζεντ, και κατόπιν στην εκκλησία της Αγίας Μόνικα στην οδό Εντζγουέρ. Μισή γκινέα αν το κάνεις σε είκοσι λεπτά!»

«Έφυγαν, και εγώ έμεινα να αναρωτιέμαι αν θα έκανα καλά να τους ακολουθήσω όταν στο δρόμο ήρθε ένα μικρό λαντό, ο αμαξάς με το παλτό του μισοξεκούμπωτο, και την γραβάτα του κάτω από το αυτί, ενώ τα χαλινάρια ξεπρόβαλαν από τη ζώνη του. Δεν είχε προλάβει να σταματήσει πριν εκείνη ξεχυθεί από την είσοδο και μπει μέσα. Πρόλαβα μόνο μια ματιά της τη στιγμή εκείνη, όμως ήταν μια αξιαγάπητη γυναίκα, με πρόσωπο που ένας άντρας θα πέθαινε για αυτό.

«'Στην εκκλησίας της Αγίας Μόνικα, Τζων,' φώναξε, ‘ και μισή χρυσή λίρα αν φτάσεις σε είκοσι λεπτά.'

«Ήταν εξαιρετικά καλό για να το χάσω, Γουώτσον. Απλά το ζύγιζα αν θα έπρεπε να τρέξω πίσω τους, ή αν θα έπρεπε να κουρνιάσω πίσω από το λαντό της όταν μια άμαξα πέρασε. Ο οδηγός κοίταξε δις ένα τόσο ελεεινό επιβάτη, ωστόσο πήδηξα πάνω προτού προλάβει να αντιδράσει. ‘Στην εκκλησία της Αγίας Μόνικα,' είπα, ‘και μισή χρυσή λίρα αν φτάσεις σε είκοσι λεπτά.' Ήταν δώδεκα παρά είκοσι-πέντε, και φυσικά ήταν αρκετά σαφές κατά που φυσούσε ο αέρας.

«Ο αμαξάς μου οδήγησε γρήγορα. Δεν πιστεύω πως ταξίδεψα ποτέ τόσο γρήγορα, όμως οι άλλοι είχαν φτάσει εκεί πριν από εμάς. Η άμαξα και το λαντό με τα ιδρωμένα άλογα τους ήταν μπροστά στην πόρτα όταν έφτασα. Πλήρωσα τον άνθρωπο και βιάστηκα να μπω στην εκκλησία. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί πέραν των δυο που είχα ακολουθήσει και ενός έκπληκτου ιερέα, ο οποίος έδειχνε να τους εναντιώνεται. Και οι τρεις τους στέκονταν σε ένα πηγαδάκι κοντά στην αγία τράπεζα. Σουλατσάρισα στο πλαϊνό διάδρομο όπως θα έκανε κάθε αργόσχολος που περνούσε από μια εκκλησία. Ξαφνικά, προς έκπληξη μου, οι τρεις τους από την αγία τράπεζα στράφηκαν προς το μέρος μου, και ο Γκόντφρη Νόρτον ήρθε τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το μέρος μου.

«'Δόξα σοι ο θεός,' φώναξε. 'Μας κάνεις. Έλα! Έλα!

«'Τι τρέχει;'» ρώτησα.

«'Έλα, άνθρωπε μου, έλα, μόνο τρία λεπτά, αλλιώς δε θα είναι νόμιμο.

Μισό-σύρθηκα μέχρι την αγία τράπεζα, και πριν καταλάβω που ήμουν βρέθηκα να μουρμουρίζω απαντήσεις που ψιθυρίζονταν στο αυτί μου, και να ορκίζομαι για πράγματα που δε γνώριζα τίποτα, και γενικά να συμβάλω στην ασφαλή δέσμευση της Αϊρίν Άντλερ, ανύπαντρης, με τον Γκόντφρη Νόρτον, εργένη. Έγιναν όλα στη στιγμή, και είχα τον κύριο να με ευχαριστεί από τη μια πλευρά και την κυρία από την άλλη, ενώ ο ιερέας μου χαμογελούσε από μπροστά. Επρόκειτο για την πλέον παράλογη θέση στην οποία βρέθηκα ποτέ στη ζωή μου, και η σκέψη αυτή με έκανε να αρχίσω να γελάω μόλις τώρα.

Φαίνεται πως υπήρχε κάποια παρατυπία σχετικά με την άδεια τους, έτσι ο ιερέας αρνιόταν κατηγορηματικά να τους παντρέψει δίχως κάποιου είδους μάρτυρα, και πως η τυχαία εμφάνιση μου έσωσε το γαμπρό από το να αναγκαστεί να πάρει τους δρόμους σε αναζήτηση ενός κουμπάρου. Η νύφη μου έδωσε μια χρυσή λίρα, και σκοπεύω να τη φοράω στην αλυσίδα του ρολογιού μου εις ανάμνηση της περίστασης.»

«Πρόκειται περί μιας ιδιαιτέρως απροσδόκητης τροπής της υπόθεσης,» είπα· «και τώρα τι γίνεται;»

«Λοιπόν, ανακάλυψα πως τα σχέδια μου απειλούνταν σοβαρότατα. Έδειχνε πως το ζεύγος ίσως να αναχωρούσε αμέσως, και έτσι απαιτούνταν εξαιρετικά άμεσα και δραστικά μέτρα από πλευράς μου. Στην πόρτα της εκκλησίας, ωστόσο, χώρισαν, εκείνος επέστρεψε πίσω στο Τεμπλ, και εκείνη στο δικό της σπίτι. ‘Θα έρθω στο πάρκο στις πέντε όπως συνήθως,' είπε εκείνη καθώς τον άφησε. Δεν άκουσα τίποτα άλλο. Απομακρύνθηκαν κινούμενοι προς διαφορετικές κατευθύνσεις, και εγώ έφυγα για να κάνω τα δικά μου σχέδια.»

«Τα οποία είναι;»

«Λίγο κρύο βοδινό και ένα ποτήρι μπύρας,» απάντησε χτυπώντας το κουδούνι. «Ήμουν πολύ απασχολημένος για να σκεφτώ το φαγητό, και είναι πιθανό πως θα είμαι ακόμη περισσότερο το απόγευμα. Επί τη ευκαιρία, Γιατρέ, θα ήθελα τη συνεργασία σου.»

«Θα χαρώ αφάνταστα.»

«Δε σε πειράζει να παραβιάσεις το νόμο;»

«Ούτε στο ελάχιστο.»

«Ούτε να διακινδυνέψεις μια σύλληψη;»

«Όχι για καλό λόγο.»

«Ω, ο λόγος είναι υπέροχος!»

«Τότε είμαι ο άνθρωπος σου.»

«Ήμουν βέβαιος πως θα μπορούσα να βασισθώ πάνω σου.»

«Όμως τι είναι αυτό που επιθυμείς;»

«Όταν η κ, Τέρνερ θα έχει ανεβάσει το δίσκο θα σου το ξεκαθαρίσω. Λοιπόν,» είπε καθώς στράφηκε πεινασμένα προς το απλό φαγητό που η σπιτονοικοκυρά μας είχε ετοιμάσει, «πρέπει να το συζητήσω καθώς θα τρώω, γιατί δεν έχω αρκετό χρόνο. Πάει σχεδόν πέντε. Σε δυο ώρες πρέπει να βρισκόμαστε στη σκηνή της επιχείρησης. Η δεσποινίδα Άϊριν, ή κυρία, καλύτερα, επιστρέφει από τη βόλτα της στις επτά. Πρέπει να βρισκόμαστε στην οικία Μπριόνη για να τη συναντήσουμε.»

«Και έπειτα τι;»

«Θα το αφήσεις σε μένα αυτό. Έχω ήδη κανονίσει τι πρόκειται να συμβεί. Υπάρχει μονάχα ένα σημείο στο οποίο οφείλω να επιμείνω. Δεν πρέπει να παρέμβεις, ότι κι αν προκύψει. Καταλαβαίνεις;»

«Να παραμείνω ουδέτερος;»

«Να μην κάνεις το παραμικρό. Πιθανότατα να υπάρξει κάποια μικρή αναστάτωση. Μην έρθεις κοντά μου. Θα καταλήξει με τη μεταφορά μου εντός της οικίας. Τέσσερα με πέντε λεπτά αργότερα το παράθυρο του καθιστικού θα ανοίξει. Εσύ θα τοποθετηθείς κοντά σε εκείνο το ανοικτό παράθυρο.»

«Μάλιστα.»

«Θα με παρακολουθείς, γιατί θα σου είμαι ορατός.»

«Μάλιστα.»

«Και όταν σηκώσω το χέρι μου —έτσι— θα πετάξεις μέσα στο δωμάτιο αυτό που θα σου δώσω να πετάξεις, και, συγχρόνως, θα σημάνεις συναγερμό φωτιάς. Με ακολουθείς εντελώς;»

«Απολύτως.»

«Δεν πρόκειται για τίποτα τόσο επικίνδυνο,» είπε, βγάζοντας ένα μακρύ ρολό σα τσιγάρο από την τσέπη του. «Είναι ένα συνηθισμένο καπνογόνο υδραυλικού, με εφαρμοσμένο από ένα καπάκι σε κάθε άκρη για να το καθιστά αυτανάφλεκτο. Η αποστολή σου περιορίζεται σε αυτό. Μόλις σημάνεις συναγερμό φωτιάς, θα αναλάβει πολύς κόσμος. Θα μπορέσεις τότε να πάς στην άκρη του δρόμου, και θα σε συναντήσω σε δέκα λεπτά. Ελπίζω να έγινα σαφής;»

«Οφείλω να παραμείνω ουδέτερος, να πλησιάσω κοντά στο παράθυρο, να σε παρακολουθήσω, και στο σινιάλο σου να ρίξω μέσα αυτό το αντικείμενο, κατόπιν να βάλω μια φωνή για φωτιά, και να σε περιμένω στη γωνιά του δρόμου.»

«Ακριβώς.»

«Τότε μπορείς απολύτως να βασισθείς πάνω μου.»

«Έξοχα. Πιστεύω, πως μάλλον, είναι σχεδόν ώρα να προετοιμαστώ για το νέο ρόλο που θα πρέπει να παίξω.»

Εξαφανίστηκε στο υπνοδωμάτιο του και επέστρεψε σε μερικά λεπτά υπό την αμφίεση ενός προσηνούς και απλοϊκού διισταμένου ιερωμένου. Το φαρδύ μαύρο καπέλο του, το ξεχειλωμένο παντελόνι, η λευκή γραβάτα, το συμπονετικό του χαμόγελο, και η γενικότερη εμφάνιση της εστιασμένης προσοχής και της καλοπροαίρετης περιέργειας ήταν τέτοια που μόνο ένας κ. Τζων Χέαρ θα μπορούσε να έχει αντίστοιχη. Δεν ήταν απλά το γεγονός πως ο Χολμς είχε αλλάξει το κοστούμι του. Η έκφραση του, η συμπεριφορά του, η ίδια του η ψυχή έμοιαζε να διαφοροποιείται με κάθε νέο ρόλο που αναλάμβανε. Η σκηνή έχασε έναν υπέροχο ηθοποιό, όπως και η επιστήμη έχασε έναν διεισδυτικό αναλυτή, όταν έγινε ειδικός του εγκλήματος.

Ήταν έξι και τέταρτο όταν αφήσαμε την οδό Μπέϊκερ, κι ήθελε ακόμη δέκα λεπτά για να φτάσει η ώρα όταν βρεθήκαμε στη λεωφόρο Σέρπεντιν. Είχε ήδη σουρουπώσει, και οι λάμπες μόλις ανάβονταν καθώς βηματίσαμε πάνω και κάτω εμπρός από την οικία Μπριόνη, αναμένοντας τον ερχομό της ενοίκου της. Το σπίτι ήταν όπως ακριβώς το είχε παρουσιάσει η συνοπτική περιγραφή του Σέρλοκ Χολμς, όμως η τοποθεσία εμφανιζόταν λιγότερο μοναχική από όσο ανέμενα. Αντιθέτως, για μικρός δρόμος σε μια ήσυχη γειτονιά, ήταν εξαιρετικά ζωντανός. Υπήρχε μια ομάδα από άθλια ντυμένους άντρες που κάπνιζαν και γελούσαν σε μια γωνία, ένας ακονιστής ψαλιδιών με τον τροχό του, δυο φύλακες που φλερτάριζαν με μια νοσοκόμα, και αρκετοί καλοντυμένοι νεαροί που σουλατσάριζαν πάνω κάτω με πούρα στο στόμα.

«Βλέπεις,» σχολίασε ο Χολμς, καθώς βαδίσαμε πέρα δώθε μπροστά από το σπίτι, «ο συγκεκριμένος γάμος μάλλον απλουστεύει την κατάσταση. Η φωτογραφία μεταβάλλεται σε δίκοπο μαχαίρι πλέον. Οι πιθανότητες είναι πως δε θα επιθυμούσε να τη δει ο κ. Γκόντφρη Νόρτον, όπως ο πελάτης μας δε θα ήθελε να φτάσει ενώπιον της πριγκίπισσας του. Τώρα το ζητούμενο είναι, που θα βρούμε τη φωτογραφία;»

«Που, όντως;»

«Είναι εξαιρετικά απίθανο να τη μεταφέρει μαζί της. Είναι μεγέθους κορνίζας. Πολύ μεγάλη για να καλυφθεί από ένα γυναικείο φόρεμα. Γνωρίζει πως ο βασιλιάς είναι ικανός να της στήσει ενέδρα και να την ψάξει. Δυο απόπειρες τέτοιου είδους έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Μπορούμε να θεωρήσουμε, τότε, πως δεν τη μεταφέρει μαζί της.»

«Που, τότε;»

«Ο τραπεζίτης της ή ο δικηγόρος της. Υπάρχει αυτή η διπλή πιθανότητα. Όμως τείνω να μη δεχτώ καμία. Οι γυναίκες είναι εκ φύσεως μυστικοπαθείς, και προτιμούν να φυλάνε τα μυστικά τους. Γιατί να την παραδώσει σε κάποιον άλλο; Μπορεί να εμπιστευθεί μόνο τη δική της επιμέλεια, μα είναι αδύνατον να γνωρίζει τι έμμεση ή πολιτική επιρροή ενδεχομένως θα επέφερε στους ώμους ενός επιχειρηματία. Επιπλέον, θυμήσου πως είναι αποφασισμένη να τη χρησιμοποιήσει εντός λίγων ημερών. Θα πρέπει να βρίσκεται κάπου όπου να μπορεί να την έχει άμεσα. Θα πρέπει να βρίσκεται στο ίδιο της το σπίτι.»

«Όμως έχει ήδη διαρρηχτεί δυο φορές.»

«Σιγά το πράγμα! Δεν ήξεραν που να ψάξουν.»

«Όμως πως θα ψάξεις εσύ;»

«Δε θα ψάξω.»

«Τότε πως;»

«Θα την κάνω να μου δείξει.»

«Μα θα αρνηθεί.»

«Δεν θα είναι σε θέση να το κάνει. Όμως ακούω το θόρυβο τροχών. Είναι η άμαξα της. Τώρα ακολούθησε τις οδηγίες μου κατά γράμμα.»

Καθώς μίλησε η λάμψη από τα πλευρικά φώτα της άμαξας έστριψαν στη γωνία της λεωφόρου. Επρόκειτο για ένα φίνο μικρό λαντό το οποίο ανέβηκε κροταλίζοντας μέχρι την πόρτα της οικίας Μπριόνη. Καθώς σταμάτησε, ένας από τους αργόσχολους στην γωνίας όρμησε εμπρός να ανοίξει την πόρτα με την ελπίδα να κερδίσει μια δεκάρα, όμως σπρώχθηκε μακριά από τον αγκώνα ενός άλλου, ο οποίος όρμησε με την ίδια πρόθεση. Μια άγρια διαμάχη ξέσπασε, η οποία εντάθηκε από τους δυο φύλακες, που πήραν την μεριά του ενός αργόσχολου, και από τον ακονιστή ψαλιδιών, που υποστήριξε ένθερμα την αντίπαλη πλευρά. Μια γροθιά έπεσε, και στη στιγμή η κυρία, που είχε βγει από την άμαξα, αποτελούσε το επίκεντρο της μπλεγμένης μάζας από αναψοκοκκινισμένους άντρες που πάλευαν, οι οποίοι χτυπούσαν βάναυσα ο ένας τον άλλο με τις γροθιές και τα ραβδιά τους. Ο Χολμς όρμησε μες στο πλήθος για να προστατέψει την κυρία· μα καθώς την έφτασε έβγαλε μια κραυγή και έπεσε στο έδαφος, με αίμα να τρέχει άπλετα από το πρόσωπο του. Στην πτώση του οι φύλακες το έβαλαν στα πόδια προς τη μια πλευρά και οι αργόσχολοι προς την άλλη, ενώ μερικοί από τους καλύτερα ντυμένους ανθρώπους, που είχαν παρακολουθήσει τον καυγά δίχως να λάβουν μέρος, συνωστίστηκαν για να βοηθήσουν την κυρία και να φροντίσουν τον τραυματία. Η Άϊριν Άντλερ, όπως ακόμη θα την αποκαλώ, είχε βιαστεί να ανέβει τα σκαλιά της· όπως στάθηκε στην κορυφή με την εξαίρετη φιγούρα της να διαγράφεται ενάντια στα φώτα της εισόδου, κοιτώντας πίσω στο δρόμο.

«Είναι ο κακόμοιρος ο κύριος πολύ τραυματισμένος;» ρώτησε.

«Είναι νεκρός,» φώναξαν αρκετές φωνές.

«Όχι, όχι, υπάρχει ακόμη ζωή μέσα του!» φώναξε κάποιος άλλος. «Μα θα σβήσει πριν μπορέσετε να τον πάτε στο νοσοκομείο.»

«Είναι γενναίος τύπος,» είπε μια γυναίκα. «Θα είχαν πάρει τσάντα και ρολόι από την κυρία αν δεν ήταν αυτός. Ήταν συμμορία, και αρκετά άγρια, μάλιστα. Αχά, αναπνέει τώρα.»

«Δε μπορεί να μείνει στο δρόμο. Να τον φέρουμε μέσα κυρία;»

«Βεβαίως. Φέρτε τον στο καθιστικό. Υπάρχει ένας άνετος καναπές. Από εδώ, παρακαλώ!»

Αργά και με επισημότητα μεταφέρθηκε εντός της οικίας Μπριόνη και αποτέθηκε στο σαλόνι, καθώς εγώ ακόμη παρατηρούσα τα τεκταινόμενα από τη θέση μου στο παράθυρο. Οι λάμπες είχαν ανάψει, όμως οι κουρτίνες δεν είχαν τραβηχτεί, έτσι ώστε να μπορώ να δω τον Χολμς καθώς ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Δε γνωρίζω αν είχε καταληφθεί από τύψεις την προκειμένη στιγμή για το ρόλο που έπαιζε, όμως γνωρίζω πως ποτέ δεν ένοιωσα τόσο βαθιά ντροπή στη ζωή μου από όση όταν αντίκρισα το πανέμορφο πλάσμα ενάντια του οποίου συνωμοτούσα, είτε τη χάρη και την ευγένεια με την οποία φρόντισε τον τραυματία. Και όμως θα αποτελούσε τη μελανότερη προδοσία προς τον Χολμς αν αποτραβιόμουν από το ρόλο για τον οποίο με είχε ορμηνεύσει. Έκανα πέτρα την καρδιά μου, και έβγαλα το καπνογόνο από τη χλαίνη μου. Σε τελική ανάλυση, συλλογίστηκα, δεν τη βλάπταμε. Αλλά την αποτρέπαμε από το να βλάψει κάποιον άλλο.

Ο Χολμς είχε ανακαθίσει στον καναπέ, και τον είδα να κάνει την κίνηση κάποιου που ήθελε αέρα. Μια υπηρέτρια έτρεξε βιαστικά κι άνοιξε το παράθυρο. Την ίδια στιγμή τον είδα να σηκώνει το χέρι του και στο σινιάλο του πέταξα το καπνογόνο μέσα στο δωμάτιο με μια κραυγή «Φωτιά!» Η λέξη δεν είχε προλάβει να βγει από το στόμα μου όταν όλο το πλήθος των παρατηρητών, καλοντυμένοι και κακοντυμένοι — κύριοι, σταβλίτες και υπηρέτριες —ακολούθησαν σε μια γενικευμένη κραυγή «Φωτιά!» Πυκνά σύννεφα καπνού στριφογύρισαν μέσα στο δωμάτιο και βγήκαν από το ανοικτό παράθυρο. Πρόλαβα να δω μορφές που έτρεχαν, και μια στιγμή αργότερα η φωνή του Χολμς από μέσα τις διαβεβαίωνε πως επρόκειτο περί ενός λανθασμένου συναγερμού. Ξεγλιστρώντας μέσα από το πλήθος που φώναζε προχώρησα προς τη γωνία του δρόμου, και σε δέκα λεπτά αγαλλίασα βρίσκοντας το χέρι του φίλου μου στο δικό μου, και αποχωρώντας από τη σκηνή του ταραχώδους επεισοδίου. Περπάτησε βιαστικά και σιωπηλός για μερικά λεπτά μέχρι που είχε στρίψει σε κάποιο από τα ήρεμα δρομάκια που οδηγούσαν προς την οδό Ετζγουέρ.

«Τα πήγες περίφημα, Γιατρέ,» σχολίασε. «Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Όλα πήγαν σωστά.»

«Έχεις τη φωτογραφία;»

«Γνωρίζω που βρίσκεται.»

«Και πως το ανακάλυψες;»

«Μου έδειξε εκείνη, όπως σου είπα πως θα έκανε.»

«Έχω ακόμη μαύρα μεσάνυχτα.»

«Δε θέλω να στο καταστήσω μυστήριο,» είπε εκείνος γελώντας. «Το ζήτημα υπήρξε απολύτως απλό. Αντιλήφθηκες, φυσικά, πως καθένας στο δρόμο υπήρξε συνεργός. Είχαν όλοι τους προσληφθεί για απόψε.»

«Αυτό το μάντεψα.»

«Λοιπόν, μόλις ο καυγάς ξέσπασε, είχα λίγη υγρή μπογιά στην παλάμη του χεριού μου. Όρμησα μπροστά, έπεσα κάτω, κόλλησα το χέρι μου στο πρόσωπο μου, και έγινα ένα αξιολύπητο θέαμα. Πρόκειται για παλιό κόλπο.»

«Κι αυτό επίσης μπόρεσα να το αντιληφθώ.»

«Τότε με μετέφεραν εντός. Ήταν υποχρεωμένη να με δεχθεί. Τι άλλο να έκανε; Και στο καθιστικό της, το οποίο είναι το ίδιο το δωμάτιο που είχα υποπτευθεί. Με απόθεσαν σε έναν καναπέ, κούνησα τα χέρια μου να πάρω αέρα, και ήταν υποχρεωμένες να ανοίξουν το παράθυρο, και εσύ είχες την ευκαιρία σου.»

«Πως σε βοήθησε αυτό;»

«Ήταν το σημαντικότερο. Όταν μια γυναίκα πιστεύει πως το σπίτι της έχει πιάσει φωτιά, το άμεσο ένστικτο της είναι να ορμήσει προς το αντικείμενο που της είναι πολυτιμότερο. Πρόκειται περί μιας εντελώς ακατανίκητης παρόρμησης, και την έχω εκμεταλλευτεί περισσότερες από μια φορές. Στην υπόθεση του σκανδάλου της αντικατάστασης του Ντάρλινγκτον μου απέβη χρήσιμο, και επίσης στην ιστορία του Κάστρου Αρνσγουόρθ. Μια παντρεμένη γυναίκα αρπάζει το μωρό της· μια ανύπαντρη κάνει να πιάσει την κοσμηματοθήκη της. Εν προκειμένω μου ήταν σαφές πως η σημερινή κυρία μας δεν είχε τίποτα στο σπίτι πολυτιμότερο για εκείνη από αυτό το οποίο αναζητούμε. Θα έτρεχε να το ασφαλίσει. Ο συναγερμός φωτιάς εξελίχθηκε περίφημα. Ο καπνός και οι φωνές αρκούσαν για να ταράξουν και νεύρα από ατσάλι. Ανταποκρίθηκε υπέροχα. Η φωτογραφία βρίσκεται σε μια εσοχή πίσω από ένα κυλιόμενο πάνελ μόλις πάνω από το αριστερό κορδόνι κλήσης. Βρισκόταν εκεί στη στιγμή, και πρόλαβα μια φευγαλέα ματιά της καθώς τη μισοτράβηξε έξω. Όταν φώναξα πως επρόκειτο για λανθασμένο συναγερμό, την έβαλε πίσω, κοίταξε το καπνογόνο, βγήκε ορμητικά από το δωμάτιο, και δεν την είδα έκτοτε. Σηκώθηκα, και, δικαιολογούμενος, ξεγλίστρησα από το σπίτι. Κοντοστάθηκα όσον αφορά το αν θα επιχειρούσα να εξασφαλίσω τη φωτογραφία αμέσως· όμως ο αμαξάς είχε έρθει μέσα, και με παρακολουθούσε από κοντά έτσι φάνηκε ασφαλέστερο να περιμένω. Λίγη υπερβολική βιασύνη ίσως να τα κατέστρεφε όλα.»

«Και τώρα;» ρώτησα.

«Η αποστολή μας πρακτικά τελείωσε. Θα επισκεφθώ το Βασιλιά αύριο, και μαζί σου, αν θα ενδιαφερόσουν να έρθεις μαζί μας. Θα οδηγηθούμε στο καθιστικό όπου θα περιμένουμε για την κυρία· όμως είναι πιθανό πως όταν θα έρθει ίσως να μη βρει ούτε εμάς ούτε τη φωτογραφία. Ενδεχομένως να αποτελέσει μεγάλη ικανοποίηση για τη Μεγαλειότητα του να την επανακτήσει με τα ίδια του τα χέρια.»

«Και πότε θα κάνεις την επίσκεψη;»

«Στις οχτώ το πρωί. Δε θα έχει σηκωθεί ακόμη, έτσι ώστε θα έχουμε το πεδίο καθαρό. Επιπλέον, πρέπει να είμαστε άμεσοι, επειδή αυτός ο γάμος ίσως να σημάνει μια πλήρη αλλαγή στη ζωή της και τις συνήθειες της. Πρέπει να τηλεγραφήσω στο Βασιλιά δίχως καθυστέρηση.»

Είχαμε φτάσει στην οδό Μπέϊκερ και είχαμε σταθεί στην πόρτα. Έψαχνε τις τσέπες του για το κλειδί όταν κάποιος περνώντας είπε:

«Καληνύχτα, κ. Σέρλοκ Χολμς.»

Υπήρχε αρκετός κόσμος στο δρόμο την ώρα εκείνη, όμως ο χαιρετισμός φάνηκε να έρχεται από ένα λεπτό νεαρό με χλαίνη που είχε περάσει βιαστικά.

«Έχω ξανακούσει αυτή τη φωνή,» είπε ο Χολμς, κοιτώντας τον αμυδρά φωτισμένο δρόμο. Λοιπόν, αναρωτιέμαι ποιος στο δαίμονα να ήταν.


1. Σκάνδαλο στην Βοημία - 2 1. Scandal in Bohemia - 2

Στις τρεις ακριβώς βρισκόμουν στην οδό Μπέϊκερ, όμως ο Χολμς δεν είχε επιστρέψει ακόμη. Η σπιτονοικοκυρά με πληροφόρησε πως είχε αφήσει το σπίτι λίγο μετά τις οχτώ το πρωί. Κάθισα δίπλα στη φωτιά, εντούτοις, με την πρόθεση να τον περιμένω, όσο κι αν αργούσε. Ενδιαφερόμουν ήδη βαθύτατα για την έρευνα του, διότι, μολονότι δεν περικλειόταν από κανένα εκ των δυσοίωνων και αλλόκοτων χαρακτηριστικών που σχετίζονταν με τα δύο εγκλήματα, τα οποία ήδη έχω καταγράψει, εντούτοις, η φύση της υπόθεσης και η υψηλά ιστάμενη θέση του πελάτη του της προσέδιδαν το προσωπικό της ύφος. Ειλικρινά, ξέχωρα από την φύση της έρευνας την οποία ο φίλος μου είχε στη διάθεση του, υπήρχε κάτι στη δεξιοτεχνική κατανόηση μιας κατάστασης, και την οξύτατη, διεισδυτική λογική του, η οποία καθιστούσε ευχαρίστηση για μένα να μελετώ το σύστημα εργασίας του, και να παρακολουθώ τις έξυπνες, δαιμόνιες μεθόδους του υπό τις οποίες ξέμπλεκε τα πλέον αξεδιάλυτα μυστήρια. Τόσο συνηθισμένος ήμουν στην μόνιμη επιτυχία του ώστε η ίδια η πιθανότητα της αποτυχίας του είχε πάψει να εισέρχεται στο μυαλό μου.

Κόντευε τέσσερις πριν η πόρτα ανοίξει, κι ένας φαινομενικά μεθυσμένος ιπποκόμος, αφρόντιστος με φαβορίτες, και με ξαναμμένο πρόσωπο κι επαίσχυντα ρούχα, μπήκε στο δωμάτιο. Συνηθισμένος καθώς ήμουν στις εκπληκτικές ικανότητες του συντρόφου μου στη χρήση μεταμφιέσεων, χρειάστηκε να κοιτάξω τρεις φορές πριν βεβαιωθώ πως ήταν όντως εκείνος. Με ένα νεύμα εξαφανίστηκε στην κρεβατοκάμαρα του, από όπου και ξεπρόβαλε σε πέντε λεπτά ντυμένος με τουίντ και αξιοπρεπής, όπως πάντα. Βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες, άπλωσε τα πόδια του μπροστά από τη φωτιά και γέλασε ολόθυμα για μερικά λεπτά.

«Ωραία, πράγματι!» φώναξε, και κατόπιν έβηξε και γέλασε ξανά μέχρι που υποχρεώθηκε να καθίσει ξέπνοος κι ανήμπορος, στην πολυθρόνα.

«Τι τρέχει;»

«Είναι υπερβολικά αστείο. Είμαι βέβαιος πως ποτέ δε θα μάντευες πως αφιέρωσα το πρωινό μου, ή τι κατέληξα να κάνω.»

«Δε μπορώ να φαντασθώ. Υποθέτω πως παρακολουθούσες τις συνήθειες, και ίσως το σπίτι, της δεσποινίδας Άϊριν Άντλερ.»

«Ακριβώς· όμως το επακόλουθο ήταν μάλλον ασυνήθιστο. Θα στα πω, όμως. Άφησα το σπίτι λίγο μετά τις οχτώ το πρωί υπό την αμφίεση ενός ιπποκόμου που πάει για δουλειά. Υπάρχει υπέροχη συμπαράσταση και αλληλεγγύη μεταξύ των αλογάδων. Γίνε ένας τους, και θα μάθεις όλα όσα υπάρχουν να μάθεις. Σύντομα βρήκα την οικία Μπριόνη. Πρόκειται για μια κομψή βίλα, με κήπο στο πίσω μέρος, μα χτισμένη προς τα μπροστά σχεδόν πάνω στο δρόμο, δύο ορόφων. Με αμπάρα στην πόρτα. Μεγάλο καθιστικό στην δεξιά πλευρά, ωραία επιπλωμένο, με μεγάλα παράθυρα σχεδόν να φτάνουν στο πάτωμα, και εκείνα τα απαράδεκτα Αγγλικά μάνταλα παραθύρων που κι ένα παιδί θα άνοιγε. Πίσω δεν υπάρχει τίποτα το αξιοσημείωτο, εκτός του ότι το παράθυρο του διαδρόμου μπορεί να προσεγγισθεί από το στάβλο. Έκανα το γύρο του και το εξέτασα από κάθε οπτική γωνία, δίχως ωστόσο να προσέξω κάτι άλλο ενδιαφέρον.

«Κατόπιν σουλατσάρισα στο δρόμο και βρήκα, όπως ανέμενα, πως υπήρχε ένα ιπποστάσιο σε μια αλέα που κατηφορίζει πλάι στο ένα τοιχίο του κήπου. Έδωσα ένα χεράκι στους σταβλίτες να τρίψουν τα άλογα τους, και έλαβα σε αντάλλαγμα ένα δίπενο, ένα ποτήρι μισό μισό, δυο γεμίσματα σέρτικου καπνού, και όσες πληροφορίες θα μπορούσα να επιθυμήσω σχετικά με τη δεσποινίδα Άντλερ, για να μην πω τίποτα για μισή ντουζίνα κόσμου της γειτονίας για τους οποίους ούτε στο ελάχιστον δεν ενδιαφερόμουν, αλλά των οποίων τις βιογραφίες υποχρεώθηκα να ακούσω.»

«Και τι έμαθες για την Άϊριν Άντλερ;» ρώτησα.

«Α, έχει γυρίσει όλα τα κεφάλια των αντρών εκεί κάτω. Αποτελεί το πλέον γευστικό μεζεδάκι επί του πλανήτη, έτσι λένε όλα τα ιπποστάσια του Σέρπεντιν, για κάθε άντρα. Ζει διακριτικά, τραγουδά σε κονσέρτα, βγαίνει στις πέντε κάθε ημέρα, και επιστρέφει ακριβώς στις επτά για δείπνο. Σπανίως βγαίνει σε άλλες ώρες, εκτός όταν τραγουδάει. Έχει έναν μόνο άντρα επισκέπτη, αλλά πολύ καλή επιλογή. Μελαχρινός, όμορφος, και κομψός, ποτέ δεν περνά λιγότερο από μια φορά τη μέρα, και συχνά δυο. Είναι κάποιος κ. Γκόντφρι Νόρτον, εκ του Ίνερ Τέμπλ . Βλέπεις τα πλεονεκτήματα ενός αμαξά ως έμπιστου. Τον μετέφεραν μερικές φορές από τα ιπποστάσια του Σερπεντιν, και τα έμαθαν όλα για εκείνον. Όταν είχα ακούσει όλα όσα είχαν να πουν, άρχισα να περπατάω πάνω και κάτω κοντά στην οικία Μπριόνη για ακόμη μια φορά, ώστε να σκεφτώ ξανά το εκστρατευτικό μου σχέδιο.

«Εκείνος ο Γκόντφρη Νόρτον αποτελούσε εμφανώς σημαντικό παράγοντα της υπόθεσης. Ήταν δικηγόρος. Ηχούσε δυσοίωνο. Ποια ήταν η σχέση μεταξύ τους, και ποιο το αντικείμενο των επαναλαμβανόμενων επισκέψεων του; Ήταν πελάτισσα του, φίλη του, ερωμένη του; Αν ίσχυε το πρώτο, είχε πιθανόν παραδώσει τη φωτογραφία στη φύλαξη του. Αν το τελευταίο, δεν ήταν και τόσο πιθανό. Από την απάντηση του συγκεκριμένου ερωτήματος εξαρτιόταν αν θα εξακολουθούσα την εργασία μου στην οικία Μπριόνη, ή θα έστρεφα την προσοχή μου στο χώρο του συγκεκριμένου κυρίου στο Τεμπλ. Επρόκειτο περί ενός λεπτού σημείου, και διεύρυνε το πεδίο της έρευνας μου. Φοβάμαι πως σε κουράζω με αυτές τις λεπτομέρειες, όμως πρέπει να σου επιδείξω τις μικρές μου δυσκολίες, αν θέλεις να καταλάβεις την κατάσταση.»

«Σε ακολουθώ με προσοχή,» απάντησα.

«Ζύγιζα ακόμη το ζήτημα στο μυαλό μου όταν μια δίτροχη άμαξα ανηφόρισε στην οικία Μπριόνη, και ένας κύριος πήδηξε έξω. Επρόκειτο περί ενός αξιοσημείωτα όμορφου άντρα, μελαχρινό, με αετίσια χαρακτηριστικά, και με μουστάκι—προφανώς ο άντρας για τον οποίο είχα ακούσει. Έδειχνε να βρίσκεται σε μεγάλη βιασύνη, φώναξε στον αμαξά να περιμένει, και όρμησε προσπερνώντας την υπηρέτρια που άνοιξε την πόρτα με τον αέρα ανθρώπου που ήταν απολύτως στο σπίτι του.

«Έμεινε στο σπίτι περίπου μισή ώρα, και τον έβλεπα κατά διαστήματα στα παράθυρα του καθιστικού, να βαδίζει πάνω κάτω, και να κουνά τα χέρια του. Από εκείνη δεν έβλεπα τίποτα. Σύντομα ξεπρόβαλε, δείχνοντας ακόμη πιο φουριόζος από πριν. Καθώς ανέβηκε στην άμαξα, τράβηξε ένα χρυσό ρολόι από την τσέπη του και το κοίταξε ανυπόμονα, ‘Οδήγα σα να σε κυνηγά ο διάβολος,' φώναξε, «πρώτα στους Γκρός & Χάνκυ στην οδό Ρήτζεντ, και κατόπιν στην εκκλησία της Αγίας Μόνικα στην οδό Εντζγουέρ. Μισή γκινέα αν το κάνεις σε είκοσι λεπτά!»

«Έφυγαν, και εγώ έμεινα να αναρωτιέμαι αν θα έκανα καλά να τους ακολουθήσω όταν στο δρόμο ήρθε ένα μικρό λαντό, ο αμαξάς με το παλτό του μισοξεκούμπωτο, και την γραβάτα του κάτω από το αυτί, ενώ τα χαλινάρια ξεπρόβαλαν από τη ζώνη του. Δεν είχε προλάβει να σταματήσει πριν εκείνη ξεχυθεί από την είσοδο και μπει μέσα. Πρόλαβα μόνο μια ματιά της τη στιγμή εκείνη, όμως ήταν μια αξιαγάπητη γυναίκα, με πρόσωπο που ένας άντρας θα πέθαινε για αυτό.

«'Στην εκκλησίας της Αγίας Μόνικα, Τζων,' φώναξε, ‘ και μισή χρυσή λίρα αν φτάσεις σε είκοσι λεπτά.'

«Ήταν εξαιρετικά καλό για να το χάσω, Γουώτσον. Απλά το ζύγιζα αν θα έπρεπε να τρέξω πίσω τους, ή αν θα έπρεπε να κουρνιάσω πίσω από το λαντό της όταν μια άμαξα πέρασε. Ο οδηγός κοίταξε δις ένα τόσο ελεεινό επιβάτη, ωστόσο πήδηξα πάνω προτού προλάβει να αντιδράσει. ‘Στην εκκλησία της Αγίας Μόνικα,' είπα, ‘και μισή χρυσή λίρα αν φτάσεις σε είκοσι λεπτά.' Ήταν δώδεκα παρά είκοσι-πέντε, και φυσικά ήταν αρκετά σαφές κατά που φυσούσε ο αέρας.

«Ο αμαξάς μου οδήγησε γρήγορα. Δεν πιστεύω πως ταξίδεψα ποτέ τόσο γρήγορα, όμως οι άλλοι είχαν φτάσει εκεί πριν από εμάς. Η άμαξα και το λαντό με τα ιδρωμένα άλογα τους ήταν μπροστά στην πόρτα όταν έφτασα. Πλήρωσα τον άνθρωπο και βιάστηκα να μπω στην εκκλησία. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί πέραν των δυο που είχα ακολουθήσει και ενός έκπληκτου ιερέα, ο οποίος έδειχνε να τους εναντιώνεται. Και οι τρεις τους στέκονταν σε ένα πηγαδάκι κοντά στην αγία τράπεζα. Σουλατσάρισα στο πλαϊνό διάδρομο όπως θα έκανε κάθε αργόσχολος που περνούσε από μια εκκλησία. Ξαφνικά, προς έκπληξη μου, οι τρεις τους από την αγία τράπεζα στράφηκαν προς το μέρος μου, και ο Γκόντφρη Νόρτον ήρθε τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το μέρος μου.

«'Δόξα σοι ο θεός,' φώναξε. 'Μας κάνεις. Έλα! Έλα!

«'Τι τρέχει;'» ρώτησα.

«'Έλα, άνθρωπε μου, έλα, μόνο τρία λεπτά, αλλιώς δε θα είναι νόμιμο.

Μισό-σύρθηκα μέχρι την αγία τράπεζα, και πριν καταλάβω που ήμουν βρέθηκα να μουρμουρίζω απαντήσεις που ψιθυρίζονταν στο αυτί μου, και να ορκίζομαι για πράγματα που δε γνώριζα τίποτα, και γενικά να συμβάλω στην ασφαλή δέσμευση της Αϊρίν Άντλερ, ανύπαντρης, με τον Γκόντφρη Νόρτον, εργένη. Έγιναν όλα στη στιγμή, και είχα τον κύριο να με ευχαριστεί από τη μια πλευρά και την κυρία από την άλλη, ενώ ο ιερέας μου χαμογελούσε από μπροστά. Επρόκειτο για την πλέον παράλογη θέση στην οποία βρέθηκα ποτέ στη ζωή μου, και η σκέψη αυτή με έκανε να αρχίσω να γελάω μόλις τώρα.

Φαίνεται πως υπήρχε κάποια παρατυπία σχετικά με την άδεια τους, έτσι ο ιερέας αρνιόταν κατηγορηματικά να τους παντρέψει δίχως κάποιου είδους μάρτυρα, και πως η τυχαία εμφάνιση μου έσωσε το γαμπρό από το να αναγκαστεί να πάρει τους δρόμους σε αναζήτηση ενός κουμπάρου. Η νύφη μου έδωσε μια χρυσή λίρα, και σκοπεύω να τη φοράω στην αλυσίδα του ρολογιού μου εις ανάμνηση της περίστασης.»

«Πρόκειται περί μιας ιδιαιτέρως απροσδόκητης τροπής της υπόθεσης,» είπα· «και τώρα τι γίνεται;»

«Λοιπόν, ανακάλυψα πως τα σχέδια μου απειλούνταν σοβαρότατα. Έδειχνε πως το ζεύγος ίσως να αναχωρούσε αμέσως, και έτσι απαιτούνταν εξαιρετικά άμεσα και δραστικά μέτρα από πλευράς μου. Στην πόρτα της εκκλησίας, ωστόσο, χώρισαν, εκείνος επέστρεψε πίσω στο Τεμπλ, και εκείνη στο δικό της σπίτι. ‘Θα έρθω στο πάρκο στις πέντε όπως συνήθως,' είπε εκείνη καθώς τον άφησε. Δεν άκουσα τίποτα άλλο. Απομακρύνθηκαν κινούμενοι προς διαφορετικές κατευθύνσεις, και εγώ έφυγα για να κάνω τα δικά μου σχέδια.»

«Τα οποία είναι;»

«Λίγο κρύο βοδινό και ένα ποτήρι μπύρας,» απάντησε χτυπώντας το κουδούνι. «Ήμουν πολύ απασχολημένος για να σκεφτώ το φαγητό, και είναι πιθανό πως θα είμαι ακόμη περισσότερο το απόγευμα. Επί τη ευκαιρία, Γιατρέ, θα ήθελα τη συνεργασία σου.»

«Θα χαρώ αφάνταστα.»

«Δε σε πειράζει να παραβιάσεις το νόμο;»

«Ούτε στο ελάχιστο.»

«Ούτε να διακινδυνέψεις μια σύλληψη;»

«Όχι για καλό λόγο.»

«Ω, ο λόγος είναι υπέροχος!»

«Τότε είμαι ο άνθρωπος σου.»

«Ήμουν βέβαιος πως θα μπορούσα να βασισθώ πάνω σου.»

«Όμως τι είναι αυτό που επιθυμείς;»

«Όταν η κ, Τέρνερ θα έχει ανεβάσει το δίσκο θα σου το ξεκαθαρίσω. Λοιπόν,» είπε καθώς στράφηκε πεινασμένα προς το απλό φαγητό που η σπιτονοικοκυρά μας είχε ετοιμάσει, «πρέπει να το συζητήσω καθώς θα τρώω, γιατί δεν έχω αρκετό χρόνο. Πάει σχεδόν πέντε. Σε δυο ώρες πρέπει να βρισκόμαστε στη σκηνή της επιχείρησης. Η δεσποινίδα Άϊριν, ή κυρία, καλύτερα, επιστρέφει από τη βόλτα της στις επτά. Πρέπει να βρισκόμαστε στην οικία Μπριόνη για να τη συναντήσουμε.»

«Και έπειτα τι;»

«Θα το αφήσεις σε μένα αυτό. Έχω ήδη κανονίσει τι πρόκειται να συμβεί. Υπάρχει μονάχα ένα σημείο στο οποίο οφείλω να επιμείνω. Δεν πρέπει να παρέμβεις, ότι κι αν προκύψει. Καταλαβαίνεις;»

«Να παραμείνω ουδέτερος;»

«Να μην κάνεις το παραμικρό. Πιθανότατα να υπάρξει κάποια μικρή αναστάτωση. Μην έρθεις κοντά μου. Θα καταλήξει με τη μεταφορά μου εντός της οικίας. Τέσσερα με πέντε λεπτά αργότερα το παράθυρο του καθιστικού θα ανοίξει. Εσύ θα τοποθετηθείς κοντά σε εκείνο το ανοικτό παράθυρο.»

«Μάλιστα.»

«Θα με παρακολουθείς, γιατί θα σου είμαι ορατός.»

«Μάλιστα.»

«Και όταν σηκώσω το χέρι μου —έτσι— θα πετάξεις μέσα στο δωμάτιο αυτό που θα σου δώσω να πετάξεις, και, συγχρόνως, θα σημάνεις συναγερμό φωτιάς. Με ακολουθείς εντελώς;»

«Απολύτως.»

«Δεν πρόκειται για τίποτα τόσο επικίνδυνο,» είπε, βγάζοντας ένα μακρύ ρολό σα τσιγάρο από την τσέπη του. «Είναι ένα συνηθισμένο καπνογόνο υδραυλικού, με εφαρμοσμένο από ένα καπάκι σε κάθε άκρη για να το καθιστά αυτανάφλεκτο. Η αποστολή σου περιορίζεται σε αυτό. Μόλις σημάνεις συναγερμό φωτιάς, θα αναλάβει πολύς κόσμος. Θα μπορέσεις τότε να πάς στην άκρη του δρόμου, και θα σε συναντήσω σε δέκα λεπτά. Ελπίζω να έγινα σαφής;»

«Οφείλω να παραμείνω ουδέτερος, να πλησιάσω κοντά στο παράθυρο, να σε παρακολουθήσω, και στο σινιάλο σου να ρίξω μέσα αυτό το αντικείμενο, κατόπιν να βάλω μια φωνή για φωτιά, και να σε περιμένω στη γωνιά του δρόμου.»

«Ακριβώς.»

«Τότε μπορείς απολύτως να βασισθείς πάνω μου.»

«Έξοχα. Πιστεύω, πως μάλλον, είναι σχεδόν ώρα να προετοιμαστώ για το νέο ρόλο που θα πρέπει να παίξω.»

Εξαφανίστηκε στο υπνοδωμάτιο του και επέστρεψε σε μερικά λεπτά υπό την αμφίεση ενός προσηνούς και απλοϊκού διισταμένου ιερωμένου. Το φαρδύ μαύρο καπέλο του, το ξεχειλωμένο παντελόνι, η λευκή γραβάτα, το συμπονετικό του χαμόγελο, και η γενικότερη εμφάνιση της εστιασμένης προσοχής και της καλοπροαίρετης περιέργειας ήταν τέτοια που μόνο ένας κ. Τζων Χέαρ θα μπορούσε να έχει αντίστοιχη. Δεν ήταν απλά το γεγονός πως ο Χολμς είχε αλλάξει το κοστούμι του. Η έκφραση του, η συμπεριφορά του, η ίδια του η ψυχή έμοιαζε να διαφοροποιείται με κάθε νέο ρόλο που αναλάμβανε. Η σκηνή έχασε έναν υπέροχο ηθοποιό, όπως και η επιστήμη έχασε έναν διεισδυτικό αναλυτή, όταν έγινε ειδικός του εγκλήματος.

Ήταν έξι και τέταρτο όταν αφήσαμε την οδό Μπέϊκερ, κι ήθελε ακόμη δέκα λεπτά για να φτάσει η ώρα όταν βρεθήκαμε στη λεωφόρο Σέρπεντιν. Είχε ήδη σουρουπώσει, και οι λάμπες μόλις ανάβονταν καθώς βηματίσαμε πάνω και κάτω εμπρός από την οικία Μπριόνη, αναμένοντας τον ερχομό της ενοίκου της. Το σπίτι ήταν όπως ακριβώς το είχε παρουσιάσει η συνοπτική περιγραφή του Σέρλοκ Χολμς, όμως η τοποθεσία εμφανιζόταν λιγότερο μοναχική από όσο ανέμενα. Αντιθέτως, για μικρός δρόμος σε μια ήσυχη γειτονιά, ήταν εξαιρετικά ζωντανός. Υπήρχε μια ομάδα από άθλια ντυμένους άντρες που κάπνιζαν και γελούσαν σε μια γωνία, ένας ακονιστής ψαλιδιών με τον τροχό του, δυο φύλακες που φλερτάριζαν με μια νοσοκόμα, και αρκετοί καλοντυμένοι νεαροί που σουλατσάριζαν πάνω κάτω με πούρα στο στόμα.

«Βλέπεις,» σχολίασε ο Χολμς, καθώς βαδίσαμε πέρα δώθε μπροστά από το σπίτι, «ο συγκεκριμένος γάμος μάλλον απλουστεύει την κατάσταση. Η φωτογραφία μεταβάλλεται σε δίκοπο μαχαίρι πλέον. Οι πιθανότητες είναι πως δε θα επιθυμούσε να τη δει ο κ. Γκόντφρη Νόρτον, όπως ο πελάτης μας δε θα ήθελε να φτάσει ενώπιον της πριγκίπισσας του. Τώρα το ζητούμενο είναι, που θα βρούμε τη φωτογραφία;»

«Που, όντως;»

«Είναι εξαιρετικά απίθανο να τη μεταφέρει μαζί της. Είναι μεγέθους κορνίζας. Πολύ μεγάλη για να καλυφθεί από ένα γυναικείο φόρεμα. Γνωρίζει πως ο βασιλιάς είναι ικανός να της στήσει ενέδρα και να την ψάξει. Δυο απόπειρες τέτοιου είδους έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Μπορούμε να θεωρήσουμε, τότε, πως δεν τη μεταφέρει μαζί της.»

«Που, τότε;»

«Ο τραπεζίτης της ή ο δικηγόρος της. Υπάρχει αυτή η διπλή πιθανότητα. Όμως τείνω να μη δεχτώ καμία. Οι γυναίκες είναι εκ φύσεως μυστικοπαθείς, και προτιμούν να φυλάνε τα μυστικά τους. Γιατί να την παραδώσει σε κάποιον άλλο; Μπορεί να εμπιστευθεί μόνο τη δική της επιμέλεια, μα είναι αδύνατον να γνωρίζει τι έμμεση ή πολιτική επιρροή ενδεχομένως θα επέφερε στους ώμους ενός επιχειρηματία. Επιπλέον, θυμήσου πως είναι αποφασισμένη να τη χρησιμοποιήσει εντός λίγων ημερών. Θα πρέπει να βρίσκεται κάπου όπου να μπορεί να την έχει άμεσα. Θα πρέπει να βρίσκεται στο ίδιο της το σπίτι.»

«Όμως έχει ήδη διαρρηχτεί δυο φορές.»

«Σιγά το πράγμα! Δεν ήξεραν που να ψάξουν.»

«Όμως πως θα ψάξεις εσύ;»

«Δε θα ψάξω.»

«Τότε πως;»

«Θα την κάνω να μου δείξει.»

«Μα θα αρνηθεί.»

«Δεν θα είναι σε θέση να το κάνει. Όμως ακούω το θόρυβο τροχών. Είναι η άμαξα της. Τώρα ακολούθησε τις οδηγίες μου κατά γράμμα.»

Καθώς μίλησε η λάμψη από τα πλευρικά φώτα της άμαξας έστριψαν στη γωνία της λεωφόρου. Επρόκειτο για ένα φίνο μικρό λαντό το οποίο ανέβηκε κροταλίζοντας μέχρι την πόρτα της οικίας Μπριόνη. Καθώς σταμάτησε, ένας από τους αργόσχολους στην γωνίας όρμησε εμπρός να ανοίξει την πόρτα με την ελπίδα να κερδίσει μια δεκάρα, όμως σπρώχθηκε μακριά από τον αγκώνα ενός άλλου, ο οποίος όρμησε με την ίδια πρόθεση. Μια άγρια διαμάχη ξέσπασε, η οποία εντάθηκε από τους δυο φύλακες, που πήραν την μεριά του ενός αργόσχολου, και από τον ακονιστή ψαλιδιών, που υποστήριξε ένθερμα την αντίπαλη πλευρά. Μια γροθιά έπεσε, και στη στιγμή η κυρία, που είχε βγει από την άμαξα, αποτελούσε το επίκεντρο της μπλεγμένης μάζας από αναψοκοκκινισμένους άντρες που πάλευαν, οι οποίοι χτυπούσαν βάναυσα ο ένας τον άλλο με τις γροθιές και τα ραβδιά τους. Ο Χολμς όρμησε μες στο πλήθος για να προστατέψει την κυρία· μα καθώς την έφτασε έβγαλε μια κραυγή και έπεσε στο έδαφος, με αίμα να τρέχει άπλετα από το πρόσωπο του. Στην πτώση του οι φύλακες το έβαλαν στα πόδια προς τη μια πλευρά και οι αργόσχολοι προς την άλλη, ενώ μερικοί από τους καλύτερα ντυμένους ανθρώπους, που είχαν παρακολουθήσει τον καυγά δίχως να λάβουν μέρος, συνωστίστηκαν για να βοηθήσουν την κυρία και να φροντίσουν τον τραυματία. At his fall the guards put him on his feet to one side and the idlers to the other, while some of the better-dressed people, who had watched the fight without taking part, crowded in to help the lady and attend to the wounded man. Η Άϊριν Άντλερ, όπως ακόμη θα την αποκαλώ, είχε βιαστεί να ανέβει τα σκαλιά της· όπως στάθηκε στην κορυφή με την εξαίρετη φιγούρα της να διαγράφεται ενάντια στα φώτα της εισόδου, κοιτώντας πίσω στο δρόμο.

«Είναι ο κακόμοιρος ο κύριος πολύ τραυματισμένος;» ρώτησε.

«Είναι νεκρός,» φώναξαν αρκετές φωνές.

«Όχι, όχι, υπάρχει ακόμη ζωή μέσα του!» φώναξε κάποιος άλλος. «Μα θα σβήσει πριν μπορέσετε να τον πάτε στο νοσοκομείο.»

«Είναι γενναίος τύπος,» είπε μια γυναίκα. «Θα είχαν πάρει τσάντα και ρολόι από την κυρία αν δεν ήταν αυτός. Ήταν συμμορία, και αρκετά άγρια, μάλιστα. Αχά, αναπνέει τώρα.»

«Δε μπορεί να μείνει στο δρόμο. Να τον φέρουμε μέσα κυρία;»

«Βεβαίως. Φέρτε τον στο καθιστικό. Υπάρχει ένας άνετος καναπές. Από εδώ, παρακαλώ!»

Αργά και με επισημότητα μεταφέρθηκε εντός της οικίας Μπριόνη και αποτέθηκε στο σαλόνι, καθώς εγώ ακόμη παρατηρούσα τα τεκταινόμενα από τη θέση μου στο παράθυρο. Οι λάμπες είχαν ανάψει, όμως οι κουρτίνες δεν είχαν τραβηχτεί, έτσι ώστε να μπορώ να δω τον Χολμς καθώς ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Δε γνωρίζω αν είχε καταληφθεί από τύψεις την προκειμένη στιγμή για το ρόλο που έπαιζε, όμως γνωρίζω πως ποτέ δεν ένοιωσα τόσο βαθιά ντροπή στη ζωή μου από όση όταν αντίκρισα το πανέμορφο πλάσμα ενάντια του οποίου συνωμοτούσα, είτε τη χάρη και την ευγένεια με την οποία φρόντισε τον τραυματία. Και όμως θα αποτελούσε τη μελανότερη προδοσία προς τον Χολμς αν αποτραβιόμουν από το ρόλο για τον οποίο με είχε ορμηνεύσει. Έκανα πέτρα την καρδιά μου, και έβγαλα το καπνογόνο από τη χλαίνη μου. Σε τελική ανάλυση, συλλογίστηκα, δεν τη βλάπταμε. Αλλά την αποτρέπαμε από το να βλάψει κάποιον άλλο.

Ο Χολμς είχε ανακαθίσει στον καναπέ, και τον είδα να κάνει την κίνηση κάποιου που ήθελε αέρα. Μια υπηρέτρια έτρεξε βιαστικά κι άνοιξε το παράθυρο. Την ίδια στιγμή τον είδα να σηκώνει το χέρι του και στο σινιάλο του πέταξα το καπνογόνο μέσα στο δωμάτιο με μια κραυγή «Φωτιά!» Η λέξη δεν είχε προλάβει να βγει από το στόμα μου όταν όλο το πλήθος των παρατηρητών, καλοντυμένοι και κακοντυμένοι — κύριοι, σταβλίτες και υπηρέτριες —ακολούθησαν σε μια γενικευμένη κραυγή «Φωτιά!» Πυκνά σύννεφα καπνού στριφογύρισαν μέσα στο δωμάτιο και βγήκαν από το ανοικτό παράθυρο. Πρόλαβα να δω μορφές που έτρεχαν, και μια στιγμή αργότερα η φωνή του Χολμς από μέσα τις διαβεβαίωνε πως επρόκειτο περί ενός λανθασμένου συναγερμού. Ξεγλιστρώντας μέσα από το πλήθος που φώναζε προχώρησα προς τη γωνία του δρόμου, και σε δέκα λεπτά αγαλλίασα βρίσκοντας το χέρι του φίλου μου στο δικό μου, και αποχωρώντας από τη σκηνή του ταραχώδους επεισοδίου. Περπάτησε βιαστικά και σιωπηλός για μερικά λεπτά μέχρι που είχε στρίψει σε κάποιο από τα ήρεμα δρομάκια που οδηγούσαν προς την οδό Ετζγουέρ.

«Τα πήγες περίφημα, Γιατρέ,» σχολίασε. «Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Όλα πήγαν σωστά.»

«Έχεις τη φωτογραφία;»

«Γνωρίζω που βρίσκεται.»

«Και πως το ανακάλυψες;»

«Μου έδειξε εκείνη, όπως σου είπα πως θα έκανε.»

«Έχω ακόμη μαύρα μεσάνυχτα.»

«Δε θέλω να στο καταστήσω μυστήριο,» είπε εκείνος γελώντας. «Το ζήτημα υπήρξε απολύτως απλό. Αντιλήφθηκες, φυσικά, πως καθένας στο δρόμο υπήρξε συνεργός. Είχαν όλοι τους προσληφθεί για απόψε.»

«Αυτό το μάντεψα.»

«Λοιπόν, μόλις ο καυγάς ξέσπασε, είχα λίγη υγρή μπογιά στην παλάμη του χεριού μου. Όρμησα μπροστά, έπεσα κάτω, κόλλησα το χέρι μου στο πρόσωπο μου, και έγινα ένα αξιολύπητο θέαμα. Πρόκειται για παλιό κόλπο.»

«Κι αυτό επίσης μπόρεσα να το αντιληφθώ.»

«Τότε με μετέφεραν εντός. Ήταν υποχρεωμένη να με δεχθεί. Τι άλλο να έκανε; Και στο καθιστικό της, το οποίο είναι το ίδιο το δωμάτιο που είχα υποπτευθεί. Με απόθεσαν σε έναν καναπέ, κούνησα τα χέρια μου να πάρω αέρα, και ήταν υποχρεωμένες να ανοίξουν το παράθυρο, και εσύ είχες την ευκαιρία σου.»

«Πως σε βοήθησε αυτό;»

«Ήταν το σημαντικότερο. Όταν μια γυναίκα πιστεύει πως το σπίτι της έχει πιάσει φωτιά, το άμεσο ένστικτο της είναι να ορμήσει προς το αντικείμενο που της είναι πολυτιμότερο. Πρόκειται περί μιας εντελώς ακατανίκητης παρόρμησης, και την έχω εκμεταλλευτεί περισσότερες από μια φορές. Στην υπόθεση του σκανδάλου της αντικατάστασης του Ντάρλινγκτον μου απέβη χρήσιμο, και επίσης στην ιστορία του Κάστρου Αρνσγουόρθ. Μια παντρεμένη γυναίκα αρπάζει το μωρό της· μια ανύπαντρη κάνει να πιάσει την κοσμηματοθήκη της. Εν προκειμένω μου ήταν σαφές πως η σημερινή κυρία μας δεν είχε τίποτα στο σπίτι πολυτιμότερο για εκείνη από αυτό το οποίο αναζητούμε. Θα έτρεχε να το ασφαλίσει. Ο συναγερμός φωτιάς εξελίχθηκε περίφημα. Ο καπνός και οι φωνές αρκούσαν για να ταράξουν και νεύρα από ατσάλι. Ανταποκρίθηκε υπέροχα. Η φωτογραφία βρίσκεται σε μια εσοχή πίσω από ένα κυλιόμενο πάνελ μόλις πάνω από το αριστερό κορδόνι κλήσης. Βρισκόταν εκεί στη στιγμή, και πρόλαβα μια φευγαλέα ματιά της καθώς τη μισοτράβηξε έξω. Όταν φώναξα πως επρόκειτο για λανθασμένο συναγερμό, την έβαλε πίσω, κοίταξε το καπνογόνο, βγήκε ορμητικά από το δωμάτιο, και δεν την είδα έκτοτε. Σηκώθηκα, και, δικαιολογούμενος, ξεγλίστρησα από το σπίτι. Κοντοστάθηκα όσον αφορά το αν θα επιχειρούσα να εξασφαλίσω τη φωτογραφία αμέσως· όμως ο αμαξάς είχε έρθει μέσα, και με παρακολουθούσε από κοντά έτσι φάνηκε ασφαλέστερο να περιμένω. Λίγη υπερβολική βιασύνη ίσως να τα κατέστρεφε όλα.»

«Και τώρα;» ρώτησα.

«Η αποστολή μας πρακτικά τελείωσε. Θα επισκεφθώ το Βασιλιά αύριο, και μαζί σου, αν θα ενδιαφερόσουν να έρθεις μαζί μας. Θα οδηγηθούμε στο καθιστικό όπου θα περιμένουμε για την κυρία· όμως είναι πιθανό πως όταν θα έρθει ίσως να μη βρει ούτε εμάς ούτε τη φωτογραφία. Ενδεχομένως να αποτελέσει μεγάλη ικανοποίηση για τη Μεγαλειότητα του να την επανακτήσει με τα ίδια του τα χέρια.»

«Και πότε θα κάνεις την επίσκεψη;»

«Στις οχτώ το πρωί. Δε θα έχει σηκωθεί ακόμη, έτσι ώστε θα έχουμε το πεδίο καθαρό. Επιπλέον, πρέπει να είμαστε άμεσοι, επειδή αυτός ο γάμος ίσως να σημάνει μια πλήρη αλλαγή στη ζωή της και τις συνήθειες της. Πρέπει να τηλεγραφήσω στο Βασιλιά δίχως καθυστέρηση.»

Είχαμε φτάσει στην οδό Μπέϊκερ και είχαμε σταθεί στην πόρτα. Έψαχνε τις τσέπες του για το κλειδί όταν κάποιος περνώντας είπε:

«Καληνύχτα, κ. Σέρλοκ Χολμς.»

Υπήρχε αρκετός κόσμος στο δρόμο την ώρα εκείνη, όμως ο χαιρετισμός φάνηκε να έρχεται από ένα λεπτό νεαρό με χλαίνη που είχε περάσει βιαστικά.

«Έχω ξανακούσει αυτή τη φωνή,» είπε ο Χολμς, κοιτώντας τον αμυδρά φωτισμένο δρόμο. Λοιπόν, αναρωτιέμαι ποιος στο δαίμονα να ήταν.