×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (1)

Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (1)

Όταν έφθασαν, μες στην κάψα του μεσημεριού, είδαν

την Ειρηνούλα, που από την πόρτα τους έγνεφε να σιμώσουν.

— Το φαγί είναι έτοιμο, είπε χαρούμενη, να μου πείτε αν επέτυχα το γιαχνί.

Ο Βασιλιάς σταμάτησε.

— Εσύ μαγείρεψες; ρώτησε κατσουφιασμένος. Καλά την έχομε σαν το μάθει η Βασίλισσα.

Όλη η χαρά της Ειρηνούλας έσβησε. Μαραμένη ακολούθησε τον πατέρα της.

Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το γιαχνί σερβιρισμένο, τα ποτήρια και τα πιάτα σε καθενός τη θέση.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος έβαλε τα οπωρικά σε μια γαβάθα και τ' ακούμπησε μπρος στη Βασίλισσα.

— Αχ, τι ωραία σμέουρα και φράουλες! είπε χαρούμενη η Παλάβω. Ποιος βασιλιάς ή μεγιστάνας μας τα έστειλε άραγε;

— Εσύ όλο μεγιστάνες και βασιλιάδες ονειρεύεσαι, είπε με παραξενιά ο Βασιλιάς, που συλλογίζουνταν τα καράβια του και το θείο του το Βασιλιά και το γράμμα του Λαγόκαρδου, και ήταν στις κακές του. Ο χαριστής απέθανε, κυρά μου, και ο γιος του δε χαρίζει.

Η Βασίλισσα τα κρέμασε. Έσπρωξε το πιάτο της πέρα και ακούμπησε στη ράχη της καρέγλας της με μεγαλοπρέπεια.

Μα έξαφνα της μύρισε το γιαχνί και της άνοιξε η όρεξη.

— Πουλιά! Πουλιά με μαρούλια! φώναξε ξεχνώντας κακιώματα και καμώματα. Το αγαπημένο μου φαγί! Μα μπράβο του του μάγειρα που το θυμήθηκε! Φωνάξετε τον γρήγορα. Θα τον διορίσω… τι να τον διορίσω, Βασιλιά μου;

— Περιττό να γυρεύεις τίτλους, είπε απότομα ο Βασιλιάς. Ο μάγειρας δεν το έψησε, ούτε έχομε, φαίνεται, μάγειρα πια. Η Ειρηνούλα έβαλε με το νου της να τον αναπληρώσει.

Η Βασίλισσα ξεφώνισε από τη φρίκη της:

— Η κόρη μου! Η κόρη μου μαγείρισσα!

Την έπιασαν πάλι τα νεύρα της, σηκώθηκε από το τραπέζι κι έτρεξε στην κάμαρά της.

Η Ειρηνούλα κοίταξε τον αδελφό της και αντάμωσε τη λυπημένη του ματιά. Κρυφοσκούπισε ένα δάκρυ και κάθισε στο τραπέζι αναστενάζοντας.

Έξαφνα ακούστηκαν κουδουνίσματα που τους ξεκούφαναν.

— Τρεχάτε, είπε ο Βασιλιάς στις παρακόρες, η Βασίλισσα σας φωνάζει.

Σηκώθηκαν αυτές κατσουφιασμένες, ρίχνοντας λαίμαργες ματιές στο γιαχνί.

— Ειρηνούλα, είπε κολακευτικά η μελαχρινή, φύλαξε μου λίγο, να χαρείς τα λαμπρά σου ματάκια!

— Και μένα, είπε η ξανθή.

Μα βαρέθηκε να προσθέσει τίποτε άλλο. Πήγε ως την πόρτα, άφησε την άλλη να περάσει, και τεμπέλικα γύρισε και κάθισε στη θέση της.

Τρεχάτη γύρισε η πρώτη παρακόρη.

— Η Βασίλισσα ζητά γιαχνί και κάρδαμα, είπε κάνοντας το μάτι της Πικρόχολης. Να μην ξεχάσομε, λέει, και φράουλες, γιατί τις έχει λαχτάρα.

— Τα νεύρα της Βασίλισσας δε βαστούν μπροστά στο φαγί, είπε με ειρωνεία η Πικρόχολη.

— Σ' αυτό, αποκρίθηκε η Ζήλιω, μοιάζει της αφεντιάς σου…

Πριν τελειώσει τη φράση της, το ποτήρι της Πικρόχολης πέταξε από πάνω από το τραπέζι και τη βρήκε στο μέτωπο.

— Στρίγλα! φώναξε η Ζήλιω.

Και σ' ένα λεπτό το τραπέζι έγινε άνωκάτω, τα πιάτα και τα ποτήρια διέσχιζαν την κάμαρα, και θα 'σπαζαν και τα τελευταία, αν δεν πρόφθαινε το Βασιλόπουλο να σπρώξει τη Ζήλιω στην κάμαρα της και να κλειδώσει την πόρτα. Ύστερα έπιασε και τη μανιασμένη Πικρόχολη και την κλείδωσε σε άλλη κάμαρα.

Ο Βασιλιάς, με το πιρούνι του όρθιο στο χέρι, κοίταζε ατάραχος όλη τη σκηνή.

Σαν έκλεισαν οι δυο πόρτες και ησύχασε πάλι η κάμαρα, πήρε ένα δεύτερο πουλί στο πιάτο του και άρχισε να το τρώγει.

— Εσύ δεν τρως; ρώτησε το γιο του, που συλλογισμένος κοίταζε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πάνω από την κονσόλα.

— Συλλογίζομαι, πατέρα, πως πρέπει να κατεβούμε στο σπίτι του Πανουργάκου, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, να σκαλίσομε αμέσως στο κελάρι του και να βρούμε τα πράματα που μας έκλεψε. Πρέπει ευθύς να τα πουλήσουμε, για να μπορέσομε, με τα φλουριά που θα πάρομε, να οπλίσομε το έθνος…

— Α, σε βαρέθηκα πια! Από το πρωί γυρνώ μαζί σου! διέκοψε στενοχωρεμένος ο Βασιλιάς. Άφησε με λιγάκι στην ησυχία μου, δεν ξέρω τι σ' έχει πιάσει!

Σηκώθηκε και πήγε και ξαπλώθηκε στο σοφά.

— Πήγαινε συ όπου θέλεις, πρόσθεσε, φθάνει να μ' αφήσεις εμένα στην ησυχία μου.

Και γυρίζοντας από τη μέσα μεριά αποκοιμήθηκε.

Από πάνω από την κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι εξακολουθούσε να τους κοιτάζει κοροϊδευτικά.

Ωστόσο, στο μαγειριό η Ειρηνούλα και ο υπασπιστής Πολύκαρπος, κουβεντιάζοντας και γελώντας, ξέπλεναν και σκούπιζαν τα ποτήρια και τα πιάτα.

Εκεί τους βρήκε το Βασιλόπουλο.

— Ειρηνούλα, είπε, θα πάγω στη χώρα. Έρχεσαι μαζί μου;

Ευθύς παράτησε την ποδιά της και τον ακολούθησε.

— Πάμε στου Πανουργάκου, της είπε.

Και της διηγήθηκε τι έλεγε το γράμμα του Λαγόκαρδου και πόση ανάγκη ήταν να βρεθεί αμέσως ο κλεμμένος θησαυρός, για ν' αγοράσουν όπλα.

Κατέβηκαν στη χώρα και πήγαν ίσια στο σπίτι του αρχικαγκελάριου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

— Παράξενο! είπε το Βασιλόπουλο. Πώς έφυγε αυτός χθες, χωρίς να κλειδώσει;

Μπήκαν μέσα και γύρισαν όλα τα δωμάτια. Μα δε βρήκαν άλλο παρά μερικά παλιά ξύλινα έπιπλα. Άνοιξαν όλα τα συρτάρια και ντουλάπια, μα ήταν άδεια.

Κοντά στην εξώπορτα η Ειρηνούλα πάτησε κάτι σκληρό. Έσκυψε, το σήκωσε, και το έδειξε του αδελφού της.

— Ένα κυπρί, είπε.

Το Βασιλόπουλο το πήρε και το κοίταξε.

— Είναι του Τζοτζέ, αποκρίθηκε. Φαίνεται ακόμα το βασιλικό στέμμα, αν και ξεχρυσωμένο. Τίποτα παράξενο να το βρήκε και να το πήρε ο Πανουργάκος με την ελπίδα πως θα έχει και αυτό αξία. Πάμε τώρα στο κελάρι.

Κατέβηκαν μια στενή πέτρινη σκαλίτσα κι έφθασαν μπροστά σε μικρή σιδερένια πόρτα.

Το Βασιλόπουλο εξέτασε την κλειδαριά με προσοχή.

— Καλά είχε κρυμμένα αυτός τους θησαυρούς του! είπε. Θα χρειαστεί να φωνάξομε σιδερά, για ν' ανοίξει τέτοια πόρτα…

— Περιττό, είπε η Ειρηνούλα, να και το κλειδί. Και από χάμω μάζεψε ένα κομψό κλειδάκι που χωρούσε σωστά στην κλειδαριά.

— Λες και το έριξε δω επίτηδες, για να το βρούμε πιο εύκολα, πρόσθεσε γελώντας.

— Όπως άφησε και την εξώπορτα ανοιχτή, για να μπούμε μέσα ανεμπόδιστοι. Σαν πολύ εύκολα μου φαίνονται όλα, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο.

Γύρισε το κλειδί, και η πόρτα άνοιξε.

Η κάμαρα όπου μπήκαν τ' αδέλφια ήταν μικρή, με χαμηλή στέγη και χωρίς παράθυρο.

Καταγής έκαιε ένα φανάρι, και η τρεμουλιάρικη φλόγα του φώτιζε τους τέσσερεις γυμνούς πέτρινους τοίχους.

Πλάγι στο φανάρι, ένα άδειο ξύλινο σεντούκι έχασκε με το σκέπασμα ανοιχτό.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε γύρω του.

Χάμω, σε μια γωνιά, κάτι σα ν' άσπριζε. Το σήκωσε και το εξέτασε στο φως του φαναριού.

Ήταν ένα ξεχρυσωμένο μπαστουνάκι με κουκλίστικο κεφάλι στην άκρη, και στολισμένο με κορδέλες και κυπριά.

— Τι βρήκες; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Την υπογραφή του κλέφτη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Με άλλα λόγια, το σκήπτρο του Τζοτζέ. Εφθάσαμε αργά, Ειρηνούλα! Ο θησαυρός χάθηκε!

— Τι λες! φώναξε η αδελφή του.

— Λέγω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δείχνοντας το παιχνίδι που είχε βρει, πως ετούτο μας εξηγεί γιατί βρήκαμε την εξώπορτα ανοιχτή, το κυπρί καταγής, το κλειδάκι εμπρός στην πόρτα, το φανάρι αναμμένο και το κελάρι αδειανό. Μας εξηγεί και την παρουσία του Τζοτζέ κοντά στο πτώμα του Πανουργάκου. Παλαβός δεν ήταν ο νάνος, αλλά πρέπει να υποψιάζουνταν ή να ήξερε την ύπαρξη του θησαυρού στο κελάρι του αρχικαγκελάριου, και, πρωί-πρωί, την ώρα που πηγαίναμε ‘μεις ανυποψίαστοι να βρούμε φαγί, άλλα κυνηγούσε αυτός. Κατέβαινε στο βάραθρο κι έβρισκε το κλειδί εκεί που ήξερε πως είναι, δηλαδή στον κόρφο του πεθαμένου…

Περίλυπη κοίταζε η Ειρηνούλα το σκήπτρο του Τζοτζέ.

— Και τώρα; ρώτησε.

— Τώρα πάμε να ρωτήσομε αν τον είδε κανείς και από πού πήγαινε. Δεν πιστεύω να είναι δυνατόν να τον προφθάσω. Μα θέλω να δοκιμάσω.

Έκλεισαν το κελάρι και βγήκαν έξω.

Αντίκρυ από το σπίτι, στην πόρτα ενός φτωχικού μπακάλικου, ένα παιδί κουρελιασμένο και χλωμό μασούσε λίγο μαύρο ξερό ψωμί.

Το Βασιλόπουλο το σίμωσε και ρώτησε αν ήταν του μαγαζιού.

— Ναι! αποκρίθηκε το παιδί, είναι το μπακάλικο του θειού μου, και σα λείπει στην ταβέρνα, το φυλάγω εγώ.

— Πες μου, είπε το Βασιλόπουλο, ξέρεις αν σήμερα το πρωί πέρασε από δω ο Τζοτζές του Βασιλιά;

— Ναι! Ήλθε στο σπίτι του εξοχότατου κυρ-Πανουργάκου.

— Τον είδες να φεύγει; Βαστούσε τίποτα;

— Ναι! Στον ώμο κρατούσε ένα σακούλι.

— Δεν τον ρώτησες τι είχε μέσα;

— Μπα! Πού να τολμήσω! Και άλλες φορές ήλθε στου κυρ- Πανουργάκου φορτωμένος, μα θύμωνε αν τον ρωτούσες τι είχε στο σακούλι του. Πού να ρωτήσω! Είναι κακός και πονηρός.

— Και πού πήγε; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Το παιδί έδειξε με το χέρι:

— Γύρισε κατά τον κάμπο. Ήταν βιαστικός κι έτρεχε.

Τ' αδέλφια ευχαρίστησαν κι έφυγαν.

— Ώστε αυτός ήταν συνένοχος του Πανουργάκου, είπε το Βασιλόπουλο. Αυτός πρέπει να του κουβαλούσε τα πράματα που λίγα-λίγα τα έκλεβε από το παλάτι.

— Λες να τον προφθάσομε; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Ποιος ξέρει;

Πήραν βιαστικά το δρόμο του κάμπου.

— Ωστόσο, δεν έχομε τύχη, είπε μελαγχολικά η Ειρηνούλα. Αν εφθάναμε λίγο νωρίτερα, θα βρίσκαμε το θησαυρό!

— Δεν παραδέχομαι τύχη και ατυχία σε αυτά, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Τύχη έχει εκείνος που ξέρει να κυβερνά τη βάρκα του σε μια φουρτούνα. Αν έχασα το θησαυρό, τον έχασα από λάθος μου… Και ξέρεις τι συλλογίζομαι, Ειρηνούλα; εξακολούθησε αποθαρρυμένος. Πως ποτέ δε θα καταφέρω να εκτελέσω το σκοπό μου, γιατί δεν

ξέρω γράμματα! Χθες βράδυ, όταν βρήκα το γράμμα του Λαγόκαρδου, αν ήξερα να διαβάσω, θα τον κυνηγούσα ευθύς, ίσως τον πρόφθαινα. Και τότε θα τον εμπόδιζα να πάγει στους εχθρούς και να προδώσει. Αν ήξερα να διαβάσω, θα ερχόμουν αμέσως στο σπίτι του Πανουργάκου, θα σπούσα την πόρτα του κελαριού και θα έβρισκα το θησαυρό, που μας είναι τόσο αναγκαίος για να ξαναφτιάσουμε και να οπλίσομε στρατό. Τότε πρόφθαινα ακόμα. Ενώ σήμερα, όταν διάβασε ο πατέρας το γράμμα, ήταν πια αργά. Ο Λαγόκαρδος ήταν μακριά και το κελάρι άδειο. Και τώρα θα έχει φθάσει ο Λαγόκαρδος στο βασίλειο του θείου Βασιλιάς θα έχει προδώσει. Και ποιος ξέρει τι φουρτούνες θα ξεσπάσουν στο δόλιον τόπο μας, φουρτούνες που μπορούσα να προλάβω αν ήξερα γράμματα!…

Η Ειρηνούλα έριξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό του.

— Μη μιλάς έτσι! Μη λυπάσαι τόσο! είπε με δάκρυα στα μάτια. Δε φταις εσύ αν δεν ξέρεις γράμματα!

— Ως τώρα δεν είχα νιώσει ποτέ την ανάγκη να μάθω τίποτα, είπε το Βασιλόπουλο. Περνούσα τις μέρες μου στο δώμα, κοιτάζοντας τον ουρανό και τον κάμπο, ή κατέβαινα και τραβούσα σημάδι με τη σφενδόνα μου, και μόνη μου συλλογή ήταν να ξεφύγω από τους αιώνιους καβγάδες και τις μικροπρέπειες του παλατιού. Μα τώρα, αφότου κατέβηκα από το βουνό μας και πήγα ανάμεσα στους ανθρώπους, βλέπω, νιώθω την ανάγκη να μάθω… Και θα μάθω, εξακολούθησε με δύναμη. Θα πάγω στο δάσκαλο, θα δουλέψω μέρα-νύχτα, και θα μάθω! Αλλιώς δε θα εκτελέσω ποτέ το σκοπό μου.

Κάμποση ώρα πήγαιναν τ' αδέλφια.

Παντού μοναξιά. Κανέναν άνθρωπο δεν αντάμωσαν, ούτε στα χωράφια, ούτε στα δάση, για να ρωτήσουν από πού είχε περάσει ο Τζοτζές.

Βγαίνοντας από το δάσος, πέρασαν από ένα σπιτάκι μοναχικό. Στην πόρτα κάθουνταν ο νοικοκύρης με το κεφάλι μαντιλοδεμένο, και κάπνιζε το τσιμπούκι του.

Το Βασιλόπουλο τον αναγνώρισε και στάθηκε να τον καλημερίσει.

— Πώς πάγει το κεφάλι, Κακομοιρίδη;

Ο άνθρωπος σηκώθηκε, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.

— Η Παναγιά να σ' έχει καλά, παλικάρι μου, είπε συγκινημένος. Δε θα ξεχάσω ποτέ τι σου χρεωστώ.

Και, βλέποντας την Ειρηνούλα, ρώτησε:

— Αδελφή σου είναι η παιδούλα;

— Ναι!

— Ορίστε στο φτωχικό μου λοιπόν, καθήστε να ξεκουραστείτε.

— Δεν έχω καιρό να σταματήσω, είπε το Βασιλόπουλο. Κυνηγώ κάποιον που τρέχει μπροστά μου, και που πρέπει να τον φθάσω.

— Αν κυνηγάς κανένα σαν εσένα και μένα, θα τον πρόφθαινες ίσως. Μ' αν κυνηγάς κανέναν παλατιανό, θα έπρεπε να έχεις το άλογο του Τζοτζέ για να τον φθάσεις.

— Άλογο; Ο Τζοτζές έχει άλογο; Πού τον είδες;

— Πέρασε από δω την αυγή. Πιλαλούσε το άλογο του σα δαιμονισμένο…

— Μα πού το βρήκε το άλογο; διέκοψε το Βασιλόπουλο.

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε.

— Οι παλατιανοί όλα τα βρίσκουν, έννοια σου, είπε. Και ο κυρ- Λαγόκαρδος με το άλογο πέρασε χθες τη νύχτα.

— Πήραν τον ίδιο δρόμο;

— Ναι! Και περνώντας σήμερα, μου φώναξε ο νάνος αν είχα χαιρετίσματα για τον κυρ-Λαγόκαρδο, γιατί θα τον έβλεπε, λέει, γρήγορα.

Και παρατηρώντας το Βασιλόπουλο που έστεκε μαραμένο, με τα χέρια δεμένα:

— Μην κακοκαρδίζεις, παλικάρι μου, εξακολούθησε. Έλα μέσα με την αδελφή σου. Του κάκου τον κυνηγάς, δεν τον προφθαίνεις πια!


Ζ’. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (1) Ζ'. NEW REVELATIONS (1) Ζ'. NOUVELLES RÉVÉLATIONS (1) Ζ'. NOWE OBJAWIENIA (1)

Όταν έφθασαν, μες στην κάψα του μεσημεριού, είδαν When they arrived, in the heat of noon, they saw

την Ειρηνούλα, που από την πόρτα τους έγνεφε να σιμώσουν. Irenoula, who beckoned from their door to be fed.

— Το φαγί είναι έτοιμο, είπε χαρούμενη, να μου πείτε αν επέτυχα το γιαχνί. - "The food is ready," she said cheerfully, "tell me if I have succeeded with the yajni.

Ο Βασιλιάς σταμάτησε.

— Εσύ μαγείρεψες; ρώτησε κατσουφιασμένος. - Did you cook?" he asked, frowning. Καλά την έχομε σαν το μάθει η Βασίλισσα. Well, we're in for it when the Queen finds out.

Όλη η χαρά της Ειρηνούλας έσβησε. All of Irene's joy faded. Μαραμένη ακολούθησε τον πατέρα της. Weary, she followed her father.

Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το γιαχνί σερβιρισμένο, τα ποτήρια και τα πιάτα σε καθενός τη θέση. The table was set, the yam was served, the glasses and plates in each person's place.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος έβαλε τα οπωρικά σε μια γαβάθα και τ' ακούμπησε μπρος στη Βασίλισσα. Adjutant Polycarp put the fruit in a bowl and laid it in front of the Queen.

— Αχ, τι ωραία σμέουρα και φράουλες! - Oh, what nice raspberries and strawberries! είπε χαρούμενη η Παλάβω. Palavo said happily. Ποιος βασιλιάς ή μεγιστάνας μας τα έστειλε άραγε; I wonder which king or tycoon sent them to us?

— Εσύ όλο μεγιστάνες και βασιλιάδες ονειρεύεσαι, είπε με παραξενιά ο Βασιλιάς, που συλλογίζουνταν τα καράβια του και το θείο του το Βασιλιά και το γράμμα του Λαγόκαρδου, και ήταν στις κακές του. - 'Thou art always dreaming of lords and kings,' said the King in a strange way, who was thinking of his ships and his uncle the King and the letter of Lagokard, and was in his evil ones. Ο χαριστής απέθανε, κυρά μου, και ο γιος του δε χαρίζει. The giver is dead, my lady, and his son will not give.

Η Βασίλισσα τα κρέμασε. The Queen hung them. Έσπρωξε το πιάτο της πέρα και ακούμπησε στη ράχη της καρέγλας της με μεγαλοπρέπεια. She pushed her plate aside and leaned on the back of her chair with magnificence.

Μα έξαφνα της μύρισε το γιαχνί και της άνοιξε η όρεξη. But suddenly she smelled the yam and her appetite was whetted.

— Πουλιά! - Birds! Πουλιά με μαρούλια! Birds with lettuce! φώναξε ξεχνώντας κακιώματα και καμώματα. he shouted, forgetting his antics and antics. Το αγαπημένο μου φαγί! My favorite food! Μα μπράβο του του μάγειρα που το θυμήθηκε! But good for the cook for remembering! Φωνάξετε τον γρήγορα. Call him quickly. Θα τον διορίσω… τι να τον διορίσω, Βασιλιά μου; I will appoint him... appoint him what, my King?

— Περιττό να γυρεύεις τίτλους, είπε απότομα ο Βασιλιάς. - "No need to look for titles," said the King abruptly. Ο μάγειρας δεν το έψησε, ούτε έχομε, φαίνεται, μάγειρα πια. The cook didn't bake it, and we don't seem to have a cook anymore. Η Ειρηνούλα έβαλε με το νου της να τον αναπληρώσει. Irene set her mind to make up for him.

Η Βασίλισσα ξεφώνισε από τη φρίκη της: The Queen cried out in horror:

— Η κόρη μου! Η κόρη μου μαγείρισσα! My daughter is a cook!

Την έπιασαν πάλι τα νεύρα της, σηκώθηκε από το τραπέζι κι έτρεξε στην κάμαρά της. Her nerves got on her nerves again, she got up from the table and ran to her room.

Η Ειρηνούλα κοίταξε τον αδελφό της και αντάμωσε τη λυπημένη του ματιά. Irene looked at her brother and returned his sad look. Κρυφοσκούπισε ένα δάκρυ και κάθισε στο τραπέζι αναστενάζοντας. He wiped away a tear and sat down at the table, sighing.

Έξαφνα ακούστηκαν κουδουνίσματα που τους ξεκούφαναν. Suddenly there were bells ringing, which eased them out.

— Τρεχάτε, είπε ο Βασιλιάς στις παρακόρες, η Βασίλισσα σας φωνάζει. - Run, said the King to the paracorteurs, the Queen is calling you.

Σηκώθηκαν αυτές κατσουφιασμένες, ρίχνοντας λαίμαργες ματιές στο γιαχνί. They stood up, frowning, casting lustful glances at the yacht.

— Ειρηνούλα, είπε κολακευτικά η μελαχρινή, φύλαξε μου λίγο, να χαρείς τα λαμπρά σου ματάκια! - "Irene," said the brunette flatteringly, "save me some, so you can enjoy your bright little eyes!

— Και μένα, είπε η ξανθή. - Me too, said the blonde.

Μα βαρέθηκε να προσθέσει τίποτε άλλο. But he was tired of adding anything else. Πήγε ως την πόρτα, άφησε την άλλη να περάσει, και τεμπέλικα γύρισε και κάθισε στη θέση της. She went to the door, let the other one pass, and lazily turned and sat down in her seat.

Τρεχάτη γύρισε η πρώτη παρακόρη. The first chaperone returned.

— Η Βασίλισσα ζητά γιαχνί και κάρδαμα, είπε κάνοντας το μάτι της Πικρόχολης. - The Queen asks for yahni and cardamom," he said, making eye contact with Piccrocholi. Να μην ξεχάσομε, λέει, και φράουλες, γιατί τις έχει λαχτάρα. And don't forget strawberries, he says, because he has a craving for them.

— Τα νεύρα της Βασίλισσας δε βαστούν μπροστά στο φαγί, είπε με ειρωνεία η Πικρόχολη. - "The Queen's nerves don't hold up in front of food," said Pirocholi ironically.

— Σ' αυτό, αποκρίθηκε η Ζήλιω, μοιάζει της αφεντιάς σου… - In this, replied Zelio, she looks like your mistress...

Πριν τελειώσει τη φράση της, το ποτήρι της Πικρόχολης πέταξε από πάνω από το τραπέζι και τη βρήκε στο μέτωπο. Before she finished her sentence, Piccolo's glass flew off the table and hit her in the forehead.

— Στρίγλα! - Stripping! φώναξε η Ζήλιω. Zelio shouted.

Και σ' ένα λεπτό το τραπέζι έγινε άνωκάτω, τα πιάτα και τα ποτήρια διέσχιζαν την κάμαρα, και θα 'σπαζαν και τα τελευταία, αν δεν πρόφθαινε το Βασιλόπουλο να σπρώξει τη Ζήλιω στην κάμαρα της και να κλειδώσει την πόρτα. And in a minute the table was turned upside down, the plates and glasses were strewn across the chamber, and the last of them would have been broken if Vassilopoulos had not had time to push Zelio into her chamber and lock the door. Ύστερα έπιασε και τη μανιασμένη Πικρόχολη και την κλείδωσε σε άλλη κάμαρα. Then he caught the raging Picroholi and locked her in another chamber.

Ο Βασιλιάς, με το πιρούνι του όρθιο στο χέρι, κοίταζε ατάραχος όλη τη σκηνή. The King, with his fork upright in his hand, was staring unmoved across the stage.

Σαν έκλεισαν οι δυο πόρτες και ησύχασε πάλι η κάμαρα, πήρε ένα δεύτερο πουλί στο πιάτο του και άρχισε να το τρώγει. When the two doors were closed and the chamber was quiet again, he took a second bird on his plate and began to eat it.

— Εσύ δεν τρως; ρώτησε το γιο του, που συλλογισμένος κοίταζε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πάνω από την κονσόλα. - Aren't you eating?" he asked his son, who was contemplating the donkey's head above the console.

— Συλλογίζομαι, πατέρα, πως πρέπει να κατεβούμε στο σπίτι του Πανουργάκου, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, να σκαλίσομε αμέσως στο κελάρι του και να βρούμε τα πράματα που μας έκλεψε. - "I think, father, that we must go down to Panourgakos' house," replied Vassilopoulos, "and dig in his cellar at once and find the things he has stolen from us. Πρέπει ευθύς να τα πουλήσουμε, για να μπορέσομε, με τα φλουριά που θα πάρομε, να οπλίσομε το έθνος… We must sell them right away, so that we can, with the proceeds, arm the nation...

— Α, σε βαρέθηκα πια! - Oh, I'm sick of you! Από το πρωί γυρνώ μαζί σου! I'm coming back with you in the morning! διέκοψε στενοχωρεμένος ο Βασιλιάς. interrupted the King, distressed. Άφησε με λιγάκι στην ησυχία μου, δεν ξέρω τι σ' έχει πιάσει! Leave me alone for a while, I don't know what's got into you!

Σηκώθηκε και πήγε και ξαπλώθηκε στο σοφά. He got up and went and lay down on the wise.

— Πήγαινε συ όπου θέλεις, πρόσθεσε, φθάνει να μ' αφήσεις εμένα στην ησυχία μου. - You go wherever you want, he added, as long as you leave me alone.

Και γυρίζοντας από τη μέσα μεριά αποκοιμήθηκε. And turning inward he fell asleep.

Από πάνω από την κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι εξακολουθούσε να τους κοιτάζει κοροϊδευτικά. From above the console the hanging donkey's head was still looking at them mockingly.

Ωστόσο, στο μαγειριό η Ειρηνούλα και ο υπασπιστής Πολύκαρπος, κουβεντιάζοντας και γελώντας, ξέπλεναν και σκούπιζαν τα ποτήρια και τα πιάτα. However, in the kitchen, Irinoula and the adjutant Polycarp, chatting and laughing, were washing and wiping the glasses and plates.

Εκεί τους βρήκε το Βασιλόπουλο. That's where Vassilopoulos found them.

— Ειρηνούλα, είπε, θα πάγω στη χώρα. - "Peace," he said, "I'm going to the country. Έρχεσαι μαζί μου; Will you come with me?

Ευθύς παράτησε την ποδιά της και τον ακολούθησε. She immediately dropped her apron and followed him.

— Πάμε στου Πανουργάκου, της είπε. - "Let's go to Panourgakou's," he told her.

Και της διηγήθηκε τι έλεγε το γράμμα του Λαγόκαρδου και πόση ανάγκη ήταν να βρεθεί αμέσως ο κλεμμένος θησαυρός, για ν' αγοράσουν όπλα. And he told her what Lagokard's letter said, and how necessary it was that the stolen treasure should be found immediately, so that they could buy weapons.

Κατέβηκαν στη χώρα και πήγαν ίσια στο σπίτι του αρχικαγκελάριου. They came down to the country and went straight to the house of the Chancellor. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

— Παράξενο! είπε το Βασιλόπουλο. Πώς έφυγε αυτός χθες, χωρίς να κλειδώσει; How did he leave yesterday without locking up?

Μπήκαν μέσα και γύρισαν όλα τα δωμάτια. They went in and went through all the rooms. Μα δε βρήκαν άλλο παρά μερικά παλιά ξύλινα έπιπλα. But all they found was some old wooden furniture. Άνοιξαν όλα τα συρτάρια και ντουλάπια, μα ήταν άδεια. They opened all the drawers and cupboards, but they were empty.

Κοντά στην εξώπορτα η Ειρηνούλα πάτησε κάτι σκληρό. Near the front door Irene stepped on something hard. Έσκυψε, το σήκωσε, και το έδειξε του αδελφού της. She bent down, picked it up, and showed it to her brother.

— Ένα κυπρί, είπε.

Το Βασιλόπουλο το πήρε και το κοίταξε. Vassilopoulos picked it up and looked at it.

— Είναι του Τζοτζέ, αποκρίθηκε. - It's Joje's, he replied. Φαίνεται ακόμα το βασιλικό στέμμα, αν και ξεχρυσωμένο. You can still see the royal crown, albeit gilded. Τίποτα παράξενο να το βρήκε και να το πήρε ο Πανουργάκος με την ελπίδα πως θα έχει και αυτό αξία. Nothing strange that Panourgakos found it and took it in the hope that it would have value. Πάμε τώρα στο κελάρι. Now let's go to the cellar.

Κατέβηκαν μια στενή πέτρινη σκαλίτσα κι έφθασαν μπροστά σε μικρή σιδερένια πόρτα. They went down a narrow stone staircase and came to a small iron door.

Το Βασιλόπουλο εξέτασε την κλειδαριά με προσοχή. Vasilopoulos examined the lock carefully.

— Καλά είχε κρυμμένα αυτός τους θησαυρούς του! - He had his treasures well hidden! είπε. Θα χρειαστεί να φωνάξομε σιδερά, για ν' ανοίξει τέτοια πόρτα… We'd have to call a blacksmith to open a door like that...

— Περιττό, είπε η Ειρηνούλα, να και το κλειδί. - 'Needless,' said Irene, 'here is the key. Και από χάμω μάζεψε ένα κομψό κλειδάκι που χωρούσε σωστά στην κλειδαριά. And out of nowhere he picked up a neat little key that fit neatly into the lock.

— Λες και το έριξε δω επίτηδες, για να το βρούμε πιο εύκολα, πρόσθεσε γελώντας. - As if he dropped it here on purpose, to make it easier to find, he added with a laugh.

— Όπως άφησε και την εξώπορτα ανοιχτή, για να μπούμε μέσα ανεμπόδιστοι. - Just like he left the front door open so we could get in unhindered. Σαν πολύ εύκολα μου φαίνονται όλα, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο. It all seems too easy to me, muttered Vassilopoulos.

Γύρισε το κλειδί, και η πόρτα άνοιξε. He turned the key, and the door opened.

Η κάμαρα όπου μπήκαν τ' αδέλφια ήταν μικρή, με χαμηλή στέγη και χωρίς παράθυρο. The chamber where the brothers entered was small, with a low roof and no window.

Καταγής έκαιε ένα φανάρι, και η τρεμουλιάρικη φλόγα του φώτιζε τους τέσσερεις γυμνούς πέτρινους τοίχους. A lantern was burning below, and its trembling flame illuminated the four bare stone walls.

Πλάγι στο φανάρι, ένα άδειο ξύλινο σεντούκι έχασκε με το σκέπασμα ανοιχτό. Sideways at the lantern, an empty wooden chest was lost with the cover open.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε γύρω του. Vassilopoulos looked around.

Χάμω, σε μια γωνιά, κάτι σα ν' άσπριζε. In a corner, in a corner, something seemed to turn white. Το σήκωσε και το εξέτασε στο φως του φαναριού. He picked it up and examined it in the light of the lantern.

Ήταν ένα ξεχρυσωμένο μπαστουνάκι με κουκλίστικο κεφάλι στην άκρη, και στολισμένο με κορδέλες και κυπριά. It was a gilded cane with a doll's head on the end, and decorated with ribbons and carp.

— Τι βρήκες; ρώτησε η Ειρηνούλα. - What did you find?" asked Irene.

— Την υπογραφή του κλέφτη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - The thief's signature, replied Vasilopoulos. Με άλλα λόγια, το σκήπτρο του Τζοτζέ. In other words, the scepter of Jodges. Εφθάσαμε αργά, Ειρηνούλα! We arrived late, Irene! Ο θησαυρός χάθηκε! The treasure is gone!

— Τι λες! φώναξε η αδελφή του. his sister shouted.

— Λέγω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δείχνοντας το παιχνίδι που είχε βρει, πως ετούτο μας εξηγεί γιατί βρήκαμε την εξώπορτα ανοιχτή, το κυπρί καταγής, το κλειδάκι εμπρός στην πόρτα, το φανάρι αναμμένο και το κελάρι αδειανό. - "I say," replied Vassilopoulos, pointing to the toy he had found, "that this explains why we found the front door open, the carp on the floor, the key in front of the door, the lantern lit and the cellar empty. Μας εξηγεί και την παρουσία του Τζοτζέ κοντά στο πτώμα του Πανουργάκου. It also explains the presence of Joze near the corpse of Panourgakos. Παλαβός δεν ήταν ο νάνος, αλλά πρέπει να υποψιάζουνταν ή να ήξερε την ύπαρξη του θησαυρού στο κελάρι του αρχικαγκελάριου, και, πρωί-πρωί, την ώρα που πηγαίναμε ‘μεις ανυποψίαστοι να βρούμε φαγί, άλλα κυνηγούσε αυτός. The dwarf was not a lunatic, but he must have suspected or known of the existence of the treasure in the cellar of the chief chancellor, and, first thing in the morning, while we went unsuspectingly to find food, he hunted for other things. Κατέβαινε στο βάραθρο κι έβρισκε το κλειδί εκεί που ήξερε πως είναι, δηλαδή στον κόρφο του πεθαμένου… He would go down into the abyss and find the key where he knew it was, in the bosom of the dead man...

Περίλυπη κοίταζε η Ειρηνούλα το σκήπτρο του Τζοτζέ. Irene looked at the scepter of Jodges in bewilderment.

— Και τώρα; ρώτησε.

— Τώρα πάμε να ρωτήσομε αν τον είδε κανείς και από πού πήγαινε. - Now we're going to ask if anyone saw him and where he was coming from. Δεν πιστεύω να είναι δυνατόν να τον προφθάσω. I don't think it's possible to catch up with him. Μα θέλω να δοκιμάσω. But I want to try.

Έκλεισαν το κελάρι και βγήκαν έξω. They closed the cellar and went out.

Αντίκρυ από το σπίτι, στην πόρτα ενός φτωχικού μπακάλικου, ένα παιδί κουρελιασμένο και χλωμό μασούσε λίγο μαύρο ξερό ψωμί. Across the street from the house, at the door of a poor grocery store, a ragged and pale child was chewing on some dry black bread.

Το Βασιλόπουλο το σίμωσε και ρώτησε αν ήταν του μαγαζιού. Vassilopoulos sifted it and asked if it was the shop's.

— Ναι! αποκρίθηκε το παιδί, είναι το μπακάλικο του θειού μου, και σα λείπει στην ταβέρνα, το φυλάγω εγώ. replied the boy, "it is my uncle's grocery, and as he is away at the tavern, I keep it.

— Πες μου, είπε το Βασιλόπουλο, ξέρεις αν σήμερα το πρωί πέρασε από δω ο Τζοτζές του Βασιλιά; - 'Tell me,' said the King's boy, 'do you know if the King's Joze came by this morning?

— Ναι! Ήλθε στο σπίτι του εξοχότατου κυρ-Πανουργάκου. He came to the house of His Excellency Mr. Panourgakos.

— Τον είδες να φεύγει; Βαστούσε τίποτα; - Did you see him leave? Was he holding anything?

— Ναι! Στον ώμο κρατούσε ένα σακούλι. On his shoulder he carried a bag.

— Δεν τον ρώτησες τι είχε μέσα; - Didn't you ask him what was in it?

— Μπα! Πού να τολμήσω! How dare I! Και άλλες φορές ήλθε στου κυρ- Πανουργάκου φορτωμένος, μα θύμωνε αν τον ρωτούσες τι είχε στο σακούλι του. And other times he came to Mr. Panourgakou's loaded, but he would get angry if you asked him what was in his bag. Πού να ρωτήσω! Where to ask! Είναι κακός και πονηρός. He is evil and cunning.

— Και πού πήγε; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - And where did he go? asked Vassilopoulos.

Το παιδί έδειξε με το χέρι: The child pointed with his hand:

— Γύρισε κατά τον κάμπο. - He turned towards the plain. Ήταν βιαστικός κι έτρεχε. He was in a hurry and running.

Τ' αδέλφια ευχαρίστησαν κι έφυγαν. The brothers thanked him and left.

— Ώστε αυτός ήταν συνένοχος του Πανουργάκου, είπε το Βασιλόπουλο. - So he was an accomplice of Panourgakos, said Vassilopoulos. Αυτός πρέπει να του κουβαλούσε τα πράματα που λίγα-λίγα τα έκλεβε από το παλάτι. He must have carried the things he stole from the palace.

— Λες να τον προφθάσομε; ρώτησε η Ειρηνούλα. - Do you think we can catch up with him?" asked Irene.

— Ποιος ξέρει; - Who knows?

Πήραν βιαστικά το δρόμο του κάμπου. They hurriedly took the road to the plain.

— Ωστόσο, δεν έχομε τύχη, είπε μελαγχολικά η Ειρηνούλα. - However, we are out of luck, said Irene sadly. Αν εφθάναμε λίγο νωρίτερα, θα βρίσκαμε το θησαυρό! If we had arrived a little earlier, we would have found the treasure!

— Δεν παραδέχομαι τύχη και ατυχία σε αυτά, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - I do not admit luck and misfortune in them, replied Vassilopoulos. Τύχη έχει εκείνος που ξέρει να κυβερνά τη βάρκα του σε μια φουρτούνα. Fortune favours the man who knows how to steer his boat in a storm. Αν έχασα το θησαυρό, τον έχασα από λάθος μου… Και ξέρεις τι συλλογίζομαι, Ειρηνούλα; εξακολούθησε αποθαρρυμένος. If I lost the treasure, I lost it through my fault... And do you know what I'm thinking about, Irene?" he continued, discouraged. Πως ποτέ δε θα καταφέρω να εκτελέσω το σκοπό μου, γιατί δεν That I'll never be able to accomplish my purpose, because I won't

ξέρω γράμματα! I know letters! Χθες βράδυ, όταν βρήκα το γράμμα του Λαγόκαρδου, αν ήξερα να διαβάσω, θα τον κυνηγούσα ευθύς, ίσως τον πρόφθαινα. Last night, when I found the letter of Lagokard, if I knew how to read, I would have gone after him straight away, perhaps catching up with him. Και τότε θα τον εμπόδιζα να πάγει στους εχθρούς και να προδώσει. And then I would prevent him from going to the enemies and betraying. Αν ήξερα να διαβάσω, θα ερχόμουν αμέσως στο σπίτι του Πανουργάκου, θα σπούσα την πόρτα του κελαριού και θα έβρισκα το θησαυρό, που μας είναι τόσο αναγκαίος για να ξαναφτιάσουμε και να οπλίσομε στρατό. If I knew how to read, I would come at once to Panourgakos' house, break down the cellar door and find the treasure, which is so necessary for us to rebuild and rearm an army. Τότε πρόφθαινα ακόμα. Then I was still catching up. Ενώ σήμερα, όταν διάβασε ο πατέρας το γράμμα, ήταν πια αργά. Today, when the father read the letter, it was too late. Ο Λαγόκαρδος ήταν μακριά και το κελάρι άδειο. Rabbitheart was far away, and the cellar was empty. Και τώρα θα έχει φθάσει ο Λαγόκαρδος στο βασίλειο του θείου Βασιλιάς θα έχει προδώσει. And now shall the Rabbitheart have reached the kingdom of the uncle King will have betrayed. Και ποιος ξέρει τι φουρτούνες θα ξεσπάσουν στο δόλιον τόπο μας, φουρτούνες που μπορούσα να προλάβω αν ήξερα γράμματα!… And who knows what storms will break out in our treacherous land, storms that I could have prevented if I knew letters!....

Η Ειρηνούλα έριξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό του. Irene threw her arms around his neck.

— Μη μιλάς έτσι! - Don't talk like that! Μη λυπάσαι τόσο! Don't be so sorry! είπε με δάκρυα στα μάτια. she said with tears in her eyes. Δε φταις εσύ αν δεν ξέρεις γράμματα! It's not your fault if you can't read or write!

— Ως τώρα δεν είχα νιώσει ποτέ την ανάγκη να μάθω τίποτα, είπε το Βασιλόπουλο. - Until now I had never felt the need to know anything, Vasilopoulos said. Περνούσα τις μέρες μου στο δώμα, κοιτάζοντας τον ουρανό και τον κάμπο, ή κατέβαινα και τραβούσα σημάδι με τη σφενδόνα μου, και μόνη μου συλλογή ήταν να ξεφύγω από τους αιώνιους καβγάδες και τις μικροπρέπειες του παλατιού. I spent my days on the roof, looking at the sky and the plain, or going down and drawing a mark with my sling, and my only collection was to escape from the eternal quarrels and pettiness of the palace. Μα τώρα, αφότου κατέβηκα από το βουνό μας και πήγα ανάμεσα στους ανθρώπους, βλέπω, νιώθω την ανάγκη να μάθω… Και θα μάθω, εξακολούθησε με δύναμη. But now, since I came down from our mountain and went among the people, I see, I feel the need to know... And I will learn, he continued with strength. Θα πάγω στο δάσκαλο, θα δουλέψω μέρα-νύχτα, και θα μάθω! I will go to the teacher, work day and night, and learn! Αλλιώς δε θα εκτελέσω ποτέ το σκοπό μου. Otherwise I will never accomplish my purpose.

Κάμποση ώρα πήγαιναν τ' αδέλφια. For some time the brothers were going.

Παντού μοναξιά. Loneliness everywhere. Κανέναν άνθρωπο δεν αντάμωσαν, ούτε στα χωράφια, ούτε στα δάση, για να ρωτήσουν από πού είχε περάσει ο Τζοτζές. They did not meet any man, neither in the fields nor in the woods, to ask where Dzhodges had passed through.

Βγαίνοντας από το δάσος, πέρασαν από ένα σπιτάκι μοναχικό. Coming out of the forest, they passed a lonely little house. Στην πόρτα κάθουνταν ο νοικοκύρης με το κεφάλι μαντιλοδεμένο, και κάπνιζε το τσιμπούκι του. At the door sat the landlord with his head in a castle, smoking his blowjob.

Το Βασιλόπουλο τον αναγνώρισε και στάθηκε να τον καλημερίσει. Vassilopoulos recognized him and stood to greet him.

— Πώς πάγει το κεφάλι, Κακομοιρίδη; - How's the head, you rascal?

Ο άνθρωπος σηκώθηκε, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε. The man stood up, grabbed the boy's hand and kissed it.

— Η Παναγιά να σ' έχει καλά, παλικάρι μου, είπε συγκινημένος. - The Virgin Mary bless you, my lad, he said excitedly. Δε θα ξεχάσω ποτέ τι σου χρεωστώ. I'll never forget what I owe you.

Και, βλέποντας την Ειρηνούλα, ρώτησε: And, seeing Irene, he asked:

— Αδελφή σου είναι η παιδούλα; - Is the little girl your sister?

— Ναι!

— Ορίστε στο φτωχικό μου λοιπόν, καθήστε να ξεκουραστείτε. - So here in my poor house, sit down and rest.

— Δεν έχω καιρό να σταματήσω, είπε το Βασιλόπουλο. - I don't have time to stop, said Vassilopoulos. Κυνηγώ κάποιον που τρέχει μπροστά μου, και που πρέπει να τον φθάσω. I'm chasing someone who's running ahead of me, and who I have to catch up to.

— Αν κυνηγάς κανένα σαν εσένα και μένα, θα τον πρόφθαινες ίσως. - If you were chasing someone like you and me, you might catch up. Μ' αν κυνηγάς κανέναν παλατιανό, θα έπρεπε να έχεις το άλογο του Τζοτζέ για να τον φθάσεις. If you're after a paladin, you'd have to have Joze's horse to get to him.

— Άλογο; Ο Τζοτζές έχει άλογο; Πού τον είδες; - Horse? Jodges has a horse? Where did you see him?

— Πέρασε από δω την αυγή. - Come by here at dawn. Πιλαλούσε το άλογο του σα δαιμονισμένο… He whinnied his horse like a demon possessed...

— Μα πού το βρήκε το άλογο; διέκοψε το Βασιλόπουλο. - But where did he find the horse? interrupted Vassilopoulos.

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε. Kakomiridis smiled.

— Οι παλατιανοί όλα τα βρίσκουν, έννοια σου, είπε. - "The palatines find everything," he said. Και ο κυρ- Λαγόκαρδος με το άλογο πέρασε χθες τη νύχτα. And Mr. Rabbitheart and his horse passed the night last night.

— Πήραν τον ίδιο δρόμο; - Did they go the same way?

— Ναι! Και περνώντας σήμερα, μου φώναξε ο νάνος αν είχα χαιρετίσματα για τον κυρ-Λαγόκαρδο, γιατί θα τον έβλεπε, λέει, γρήγορα. And passing by to-day, the dwarf called out to me if I had any greetings for Mr. Buckwheat, for he would see him, he said, quickly.

Και παρατηρώντας το Βασιλόπουλο που έστεκε μαραμένο, με τα χέρια δεμένα: And noticing Vassilopoulos standing withered, his hands tied:

— Μην κακοκαρδίζεις, παλικάρι μου, εξακολούθησε. - Don't sneer, lad, go on. Έλα μέσα με την αδελφή σου. Come in with your sister. Του κάκου τον κυνηγάς, δεν τον προφθαίνεις πια! You're chasing the cuckoo's nest, you can't keep up with him anymore!