×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Θ’. ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΕΒΑΛΕ Η ΜΟΙΡΑ

Θ’. ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΕΒΑΛΕ Η ΜΟΙΡΑ

Στο μεταξύ το Βασιλόπουλο είχε ζητήσει το μεγάλο Κατάστιχο όπου ήταν καταγραμμένοι οι αξιωματικοί και οι

στρατιώτες.

Ο Βασιλιάς γύρισε στον πρωτοβεστιάριο.

— Φερ' το, πρόσταξε.

Ο πρωτοβεστιάριος βγήκε χωρίς βία από την τραπεζαρία και πήγε στο μαγειριό, όπου ο Πολύκαρπος σκούπιζε με ζήλο μια πιατέλα για την Ειρηνούλα που τσιγάριζε το κυνήγι.

— Φερ' το, πρόσταξε ο κυρ-Κατρακυλάκος.

— Ποιο; ρώτησε ο υπασπιστής.

— Το Κατάστιχο του Στρατού.

— Πού είναι;

— Όσα ξέρεις, τόσα ξέρω. 'Εβρε το και φέρ' το.

Ο υπασπιστής κοίταξε την Ειρηνούλα με μάτια σαστισμένα.

— Ποιος το θέλει; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Η Αφεντιά του ο αδελφός σου, κυρα-Βασιλοπούλα, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος.

— Αχ, Πολύκαρπε! Πρέπει να το βρεις! παρακάλεσε η Ειρηνούλα.

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση της, και ο Πολύκαρπος είχε παρατήσει πιατέλα και σφουγγοπάνα, κι έτρεχε στο κελάρι.

Κοίταξε, σκάλισε, αναποδογύρισε ό,τι είχε και δεν είχε στο κελάρι· δε βρήκε τίποτα. Τρεχάτος και σκονισμένος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, άνοιξε ό,τι ντουλάπι, συρτάρι, σεντούκι ή κοφίνι βρίσκουνταν στον πύργο, μα πάλι δε βρήκε τίποτα. Σα γάτα σκαρφάλωσε στην όρθια ξύλινη σκάλα της σοφίτας, κι εκεί, αφού σκάλισε σε όλες τις γωνιές, άνοιξε όλες τις αποθήκες, χώθηκε ως τη μέση στα παλιοσέντουκα που κουτσοστέκουνταν, σαράβαλα μουχλιασμένα και σαρακοφαγωμένα, στο τέλος έβγαλε, από κάτω από μια στοίβα παλιόχαρτα κιτρινιασμένα και ζαρωμένα, ένα κουρελιασμένο μακρύ βιβλίο, με το εξώφυλλο μισοφαγωμένο από τα ποντίκια και τόσο σκονισμένο, που τα εξωτερικά χρυσά γράμματα μόλις διαβάζουνταν πια.

Το φόρτωσε στον ώμο του και θριαμβευτικά το κατέβασε στην τραπεζαρία, όπου Βασιλιάς και Βασιλόπουλο συζητούσαν ακόμα, ενώ με τα χέρια σταυρωμένα περίμενε ο κυρ-Κατρακυλάκος να τελειώσει η συζήτηση, για να πάρει την άδεια να γυρίσει στο σπίτι του, όπου ήξερε πως τον καρτερούσε μια ορεκτικότατη σκορδαλιά.

Ο υπασπιστής ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι.

— Τι είναι αυτό το κουρέλι; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Δεν ξέρω, είπε ο υπασπιστής, μα είναι το μόνο βιβλίο στο παλάτι.

Ο Βασιλιάς το άνοιξε κι έριξε μια ματιά.

— Βέβαια, αυτό είναι, είπε. Βλέπω ονόματα και τίτλους. Και άρχισε να διαβάζει εδώ κι εκεί:

— Πελεκάς, σωματάρχης, - Φοβέρας, στρατηγός - Ατρόμητος, χιλίαρχος, - Βρόντος, εκατόνταρχος.

Γύρισε στον πρωτοβεστιάριο και πρόσταξε:

— Φώναξε ευθύς το στρατηγό Φοβέρα!

Ο κυρ-Κατρακυλάκος προσπάθησε να υποκλιθεί.

— Πέθανε, Αφέντη, από δω και οκτώ χρόνια.

— Α!… χμ!… έκανε ο Βασιλιάς, τότε φώναξε το σωματάρχη Πελέκα.

— Πέθανε, αφέντη, από δω και δώδεκα χρόνια.

— Μα λοιπόν τούτος θα είναι γιος του. Φώναξε το γιο του, πρόσταξε νευρικά ο Βασιλιάς.

— Ο γιος του δεν ήταν στο στρατό, Αφέντη. Έφαγε τους παράδες του και μπήκε κοπέλι στου αρχιστράτηγου Μασκαρόπουλου κι έφυγε μαζί του στα ξένα.

— Μα τι λοιπόν έφερες αυτό το παμπάλαιο Κατάστιχο, όπου δεν έχει παρά πεθαμένους! ξέσπασε φουρκισμένος ο Βασιλιάς.

Γύρισε μερικά φύλλα προς το τέλος:

— Α, να και άλλες καταγραφές, είπε ευχαριστημένος, να και ονόματα στρατιωτών. - Κούκος - Κουκάκης - Κουκίδης - Κουκόπουλος -

Κουκιάδης - Κουκουβάγιας… Να στρατιώτες ένα σωρό! Ποιος λέγει πως δεν έχω στρατό;

Και γυρνώντας στον υπασπιστή Πολύκαρπο:

— Διάταξε αμέσως να πάγει κάποιος να φωνάξει… να μαζέψει όλους αυτούς τους στρατιώτες, πρόσταξε.

Μα ο Πολύκαρπος έμεινε με στόμα ανοιχτό.

— Ποιος να πάγει; Και πού; ρώτησε σαστισμένος.

— Όχι, όχι! είπε το Βασιλόπουλο. Αν είναι δυνατόν να βρεθούν, θα τους βρούμε ‘μείς. Πάμε στη χώρα, πατέρα.

— Τώρα; διαμαρτυρήθηκε ο Βασιλιάς. Μα τώρα θα φάμε! Είναι μεσημέρι!

— Θα φάμε με περισσότερη όρεξη αργότερα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

Και ο Βασιλιάς, κατσουφιασμένος και μουρμουρίζοντας, τον ακολούθησε που κατέβαινε τρεχάτος, ενώ σιωπηλά ξέκοβε ο κυρ- Κατρακυλάκος για να πάγει στη σκορδαλιά του.

Εμπρός στους στρατώνες βρήκαν τον κουτσό, που με γλύκα έτρωγε βρεχτοκούκια.

Καθώς τους είδε σηκώθηκε, και, κρατώντας αγκαλιά την ξυλοπινάκα του, χαιρέτησε στρατιωτικά.

— Πήγαινε να φωνάξεις το φρούραρχο, πρόσταξε ο Βασιλιάς.

— Άρρωστος με συνάχι στο κρεβάτι, πίνει φλαμούρι, αποκρίθηκε με τηλεγραφική συντομία ο κουτσός.

— Άκουσε δω, είπε σιγά το Βασιλόπουλο, μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω τους καταγραμμένους στρατιώτες;

— Δεν έχει στρατιώτες.

— Πού είναι ο Κούκος; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.

— Παραγιός του μπαλωματή, αποκρίθηκε βιαστικά ο κουτσός.

— Τι λες; είπε με θυμό ο Βασιλιάς. Με τίνος άδεια έφυγε από τους στρατώνες να γίνει παραγιός; Και ο Κουκάκης…

— Παραμάγειρας του Κουκίδη που σκότωσε τον Κουκόπουλο, για να του πάρει το πουγγί που είχε βρει στη μπαλάσκα του Κουκουβάγια που κέρδισε τρία τάλιρα στην ταβέρνα, κι έφυγε στα ξένα, αποκρίθηκε ο κουτσός με μιαν αναπνοή.

Ο Βασιλιάς άρπαξε τα λιγοστά μαλλιά του και τράπηκε σε φυγή κατά το βουνό.

Με μαύρη καρδιά εξακολούθησε το Βασιλόπουλο να εξετάζει.

— Και οι άλλοι στρατιώτες πού είναι;

— Δεν είναι, αποκρίθηκε ο κουτσός.

— Μα τι γίνηκαν;

— Δε γίνηκαν, γιατί δεν ήταν.

— Από πότε έπαυσε να υπάρχει στρατός; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να χάσει την υπομονή του.

— Δεν έπαυσε, αποκρίθηκε με υπερηφάνεια ο κουτσός. Εγώ είμαι στρατός, και θα πεθάνω στρατός.

Το Βασιλόπουλο κατάλαβε πως του κάκου έχανε τον καιρό του. Με σκυμμένο κεφάλι και βαριά καρδιά, τράβηξε κατά το σπίτι του Κακομοιρίδη. Πού να πάγει δεν ήξερε. Κανένα δε γνώριζε στη χώρα που να του γυρέψει βοήθεια ή συμβουλή. Και όμως έπρεπε αμέσως να βρει άντρες και όπλα!

«Ο Βασιλιάς επλήρωνε στρατό», είπε μέσα του με πίκρα, «και οι στρατιώτες γίνονταν μάγειροι ή παραγιοί, ή κλέφτες και φονιάδες. Και τα φλουριά πήγαιναν στην τσέπη των Πανουργάκηδων, και οι

αρχιστράτηγοι πουλούσαν τα όπλα, και οι στόλαρχοι ρήμαζαν το ναύσταθμο και σπούσαν τα καράβια για να κλέψουν λίγο σίδερο!»

Και γύρευε να εννοήσει και να εξηγήσει την αιτία όλου του κακού.

Θυμούνταν τα λόγια του πρωτομάστορη για τους καβγάδες και τις αντεκδικήσεις που γίνουνταν παντού, στα χωριά και στις χώρες. Θυμήθηκε τα λόγια του δασκάλου, πως είναι ώρες όπου χρειάζεται ηρωισμός για να κάνει κανείς το καθήκον του.

Δε βρίσκουνταν λοιπόν στο λαό του κανένας, που να είχε την υπερηφάνεια να κάνει το καθήκον του ηρωικά;

Θυμούνταν τις κλεψιές και τις ατιμίες, μικρές και μεγάλες, που παντού έβλεπε γύρω του, και σκέφθηκε: «Λοιπόν μόνο στην ευτυχία θα είναι τίμιος ο λαός μου;»

Του ήλθε μαύρη απελπισία. Μπήκε στο δάσος και χώθηκε στα πυκνά δέντρα και ξαπλώθηκε στο δροσερό χορτάρι κι έκλεισε με κούραση τα μάτια του.

— Αξίζει άραγε ο κόπος να εργαστώ για τέτοιους ανθρώπους, να πονώ για τέτοιον τόπο; μουρμούρισε.

— Ναι! είπε σιγά μια γυναικεία φωνή. Αξίζει. Άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε ξαφνισμένος. Μπροστά του στέκουνταν η Γνώση.

— Πώς βρέθηκες εδώ; τη ρώτησε.

— Δεν ήλθες πια στην καλύβα μου, και ήξερα πως ήσουν μονάχος.

Σε φανταζόμουν δυστυχισμένο και αποθαρρυμένο, και ήλθα να σε βρω. Σε είδα από το δρόμο που μπήκες στο δάσος και σε ακολούθησα. Ναι, αξίζει να κοπιάζεις για τον τόπο σου.

Το Βασιλόπουλο έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του.

— Αν ήξερες τι είναι αυτοί οι άνθρωποι! είπε με κούραση.

— Λοιπόν, θέλεις να γίνεις και συ όπως είναι αυτοί;

— Τι θες να πεις; ρώτησε.

— Θέλω να πω πως τους περιφρονείς αυτούς τους ανθρώπους που είναι λαός σου, γιατί είναι κλέφτες ή δειλοί, ή μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν ζωή αρκετή, ώστε να παλέψουν εναντίον της δυστυχίας και της γενικής αποχαυνώσεως. Και θέλεις λοιπόν κι εσύ να γίνεις ένα μαζί τους, να παρατήσεις την πάλη, από τις πρώτες δυσκολίες, ν' αφήσεις τη θέση σου, να δειλιάσεις μπρος στον κόπο και στην ευθύνη; Ο λαός σου είναι σαν όλους τους λαούς, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος. Μα έχει ανάγκη από διοίκηση. Μήπως λοιπόν δεν είσαι αρκετά δυνατός να γίνεις εσύ αρχηγός;

Και τον κοίταζε η Γνώση με μάτια γεμάτα σκέψη.

— Στη θέση όπου μας έβαλε η μοίρα, εξακολούθησε, εκεί πρέπει να μείνομε. Εσένα σ' έβαλε η μοίρα αρχηγό. Στη θέση σου πρέπει να μείνεις, και, αν είναι ανάγκη, εκεί να πεθάνεις υπερήφανα. Και τότε, μα μόνο τότε, θα έχεις γίνει ανώτερος από κείνους που περιφρονείς. Να φύγεις όμως, όχι! Θα ήταν λιποταξία!

Το Βασιλόπουλο ανατινάχθηκε.

— Θα μείνω! είπε με λαχτάρα. Θα δουλέψω! Ναι, θα τους σώσω, έστω και αν αυτοί δεν το θέλουν. Τον τόπο μου θα τον κάνω μεγάλο, θα του ξαναδώσω ζωή ή θα πεθάνω με αυτόν. Έχε γεια, Γνώση, κι ευχαριστώ για το θάρρος που τα λόγια σου ξύπνησαν μέσα μου. Και με μεγάλα βήματα βγήκε από το δάσος, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.


Θ’. ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΕΒΑΛΕ Η ΜΟΙΡΑ Θ'. W MIEJSCU, W KTÓRYM UMIEŚCIŁ NAS LOS

Στο μεταξύ το Βασιλόπουλο είχε ζητήσει το μεγάλο Κατάστιχο όπου ήταν καταγραμμένοι οι αξιωματικοί και οι In the meantime Vassilopoulos had asked for the large List where the officers and the

στρατιώτες.

Ο Βασιλιάς γύρισε στον πρωτοβεστιάριο. The King has returned to the first-bedroom.

— Φερ' το, πρόσταξε. - Bring it, he commanded.

Ο πρωτοβεστιάριος βγήκε χωρίς βία από την τραπεζαρία και πήγε στο μαγειριό, όπου ο Πολύκαρπος σκούπιζε με ζήλο μια πιατέλα για την Ειρηνούλα που τσιγάριζε το κυνήγι. The protobestiarius came out of the dining-room without violence and went into the kitchen, where Polycarp was busily wiping a plate for Irene, who was smoking the game.

— Φερ' το, πρόσταξε ο κυρ-Κατρακυλάκος. - Bring it, Mr. Froggy commanded.

— Ποιο; ρώτησε ο υπασπιστής. - Which one?" asked the aide.

— Το Κατάστιχο του Στρατού. - The Army Directory.

— Πού είναι;

— Όσα ξέρεις, τόσα ξέρω. - What you know, I know. 'Εβρε το και φέρ' το. Find it and bring it.

Ο υπασπιστής κοίταξε την Ειρηνούλα με μάτια σαστισμένα. The aide looked at Irene with bewildered eyes.

— Ποιος το θέλει; ρώτησε η Ειρηνούλα. - Who wants it?" asked Irene.

— Η Αφεντιά του ο αδελφός σου, κυρα-Βασιλοπούλα, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος. - 'Your brother's mistress, your brother, Mrs.-Vasilopoula,' replied the first-bestier.

— Αχ, Πολύκαρπε! - Ah, Polycarp! Πρέπει να το βρεις! You have to find it! παρακάλεσε η Ειρηνούλα. Irene pleaded.

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση της, και ο Πολύκαρπος είχε παρατήσει πιατέλα και σφουγγοπάνα, κι έτρεχε στο κελάρι. She had not had time to finish her sentence, and Polycarp had dropped his plate and sponge, and was running to the cellar.

Κοίταξε, σκάλισε, αναποδογύρισε ό,τι είχε και δεν είχε στο κελάρι· δε βρήκε τίποτα. He looked, he poked, he rummaged, he turned over everything he had in the cellar; he found nothing. Τρεχάτος και σκονισμένος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, άνοιξε ό,τι ντουλάπι, συρτάρι, σεντούκι ή κοφίνι βρίσκουνταν στον πύργο, μα πάλι δε βρήκε τίποτα. Shivering and dusty, he climbed up to the first floor, opened every cupboard, drawer, chest, or casket in the tower, but still found nothing. Σα γάτα σκαρφάλωσε στην όρθια ξύλινη σκάλα της σοφίτας, κι εκεί, αφού σκάλισε σε όλες τις γωνιές, άνοιξε όλες τις αποθήκες, χώθηκε ως τη μέση στα παλιοσέντουκα που κουτσοστέκουνταν, σαράβαλα μουχλιασμένα και σαρακοφαγωμένα, στο τέλος έβγαλε, από κάτω από μια στοίβα παλιόχαρτα κιτρινιασμένα και ζαρωμένα, ένα κουρελιασμένο μακρύ βιβλίο, με το εξώφυλλο μισοφαγωμένο από τα ποντίκια και τόσο σκονισμένο, που τα εξωτερικά χρυσά γράμματα μόλις διαβάζουνταν πια. Like a cat he climbed up the upright wooden staircase of the attic, and there, after crawling around in all the corners, opening all the storage rooms, he stuffed himself halfway into the old, rattling, musty, old junk that was gnawing away at him, at last he took out, from under a pile of old papers, yellowed and wrinkled, a tattered long book, the cover half eaten away by mice and so dusty that the gold letters on the outside were scarcely readable any more.

Το φόρτωσε στον ώμο του και θριαμβευτικά το κατέβασε στην τραπεζαρία, όπου Βασιλιάς και Βασιλόπουλο συζητούσαν ακόμα, ενώ με τα χέρια σταυρωμένα περίμενε ο κυρ-Κατρακυλάκος να τελειώσει η συζήτηση, για να πάρει την άδεια να γυρίσει στο σπίτι του, όπου ήξερε πως τον καρτερούσε μια ορεκτικότατη σκορδαλιά. He loaded it on his shoulder and triumphantly took it down to the dining-room, where the King and Vassilopoulos were still talking, while Mr. Froggy was waiting with his arms folded for the conversation to end, to get permission to return home, where he knew that an appetizing garlic was waiting for him.

Ο υπασπιστής ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι. The aide laid the book on the table.

— Τι είναι αυτό το κουρέλι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - What is this rag? asked Vassilopoulos.

— Δεν ξέρω, είπε ο υπασπιστής, μα είναι το μόνο βιβλίο στο παλάτι. - I don't know, said the adjutant, but it's the only book in the palace.

Ο Βασιλιάς το άνοιξε κι έριξε μια ματιά. The King opened it and took a look.

— Βέβαια, αυτό είναι, είπε. - Sure, that's it, he said. Βλέπω ονόματα και τίτλους. I see names and titles. Και άρχισε να διαβάζει εδώ κι εκεί: And he started reading here and there:

— Πελεκάς, σωματάρχης, - Φοβέρας, στρατηγός - Ατρόμητος, χιλίαρχος, - Βρόντος, εκατόνταρχος.

Γύρισε στον πρωτοβεστιάριο και πρόσταξε: He turned to the first-bestower and commanded:

— Φώναξε ευθύς το στρατηγό Φοβέρα! - Get General Fovera at once!

Ο κυρ-Κατρακυλάκος προσπάθησε να υποκλιθεί. Mr. Froggy tried to bow.

— Πέθανε, Αφέντη, από δω και οκτώ χρόνια. - He died, Master, eight years ago.

— Α!… χμ!… έκανε ο Βασιλιάς, τότε φώναξε το σωματάρχη Πελέκα. - Ah!..... hm!.... did the King, then he called the bodyguard Peleka.

— Πέθανε, αφέντη, από δω και δώδεκα χρόνια. - He died, master, twelve years ago.

— Μα λοιπόν τούτος θα είναι γιος του. - But this man shall be his son. Φώναξε το γιο του, πρόσταξε νευρικά ο Βασιλιάς. Call his son, the King commanded nervously.

— Ο γιος του δεν ήταν στο στρατό, Αφέντη. - His son was not in the army, Master. Έφαγε τους παράδες του και μπήκε κοπέλι στου αρχιστράτηγου Μασκαρόπουλου κι έφυγε μαζί του στα ξένα. He ate his own shit and joined the girl of the Commander-in-Chief Maskaropoulos and left with him to foreign countries.

— Μα τι λοιπόν έφερες αυτό το παμπάλαιο Κατάστιχο, όπου δεν έχει παρά πεθαμένους! - Why then have you brought this old inventory, where there is nothing but the dead! ξέσπασε φουρκισμένος ο Βασιλιάς. the King burst out in a huff.

Γύρισε μερικά φύλλα προς το τέλος: Turn over a few cards towards the end:

— Α, να και άλλες καταγραφές, είπε ευχαριστημένος, να και ονόματα στρατιωτών. - Ah, here are more records, he said happily, here are the names of soldiers. - Κούκος - Κουκάκης - Κουκίδης - Κουκόπουλος -

Κουκιάδης - Κουκουβάγιας… Να στρατιώτες ένα σωρό! Koukiadis - Koukouwaias... Here are a bunch of soldiers! Ποιος λέγει πως δεν έχω στρατό; Who says I don't have an army?

Και γυρνώντας στον υπασπιστή Πολύκαρπο: And turning to Adjutant Polycarp:

— Διάταξε αμέσως να πάγει κάποιος να φωνάξει… να μαζέψει όλους αυτούς τους στρατιώτες, πρόσταξε. - He immediately ordered someone to go and shout... to gather all these soldiers, he ordered.

Μα ο Πολύκαρπος έμεινε με στόμα ανοιχτό. But Polycarp was left with his mouth hanging open.

— Ποιος να πάγει; Και πού; ρώτησε σαστισμένος. - Who should go? And where to?" he asked, bewildered.

— Όχι, όχι! είπε το Βασιλόπουλο. Αν είναι δυνατόν να βρεθούν, θα τους βρούμε ‘μείς. If they can be found, we will find them ourselves. Πάμε στη χώρα, πατέρα. Let's go to the country, Father.

— Τώρα; διαμαρτυρήθηκε ο Βασιλιάς. - Now?" protested the King. Μα τώρα θα φάμε! But now we're going to eat! Είναι μεσημέρι! It's noon!

— Θα φάμε με περισσότερη όρεξη αργότερα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - We'll eat with more appetite later, replied Vassilopoulos.

Και ο Βασιλιάς, κατσουφιασμένος και μουρμουρίζοντας, τον ακολούθησε που κατέβαινε τρεχάτος, ενώ σιωπηλά ξέκοβε ο κυρ- Κατρακυλάκος για να πάγει στη σκορδαλιά του. And the King, frowning and muttering, followed him, who came running down, while Mr. Katrakylakos was silently cutting himself off to go to his garrison.

Εμπρός στους στρατώνες βρήκαν τον κουτσό, που με γλύκα έτρωγε βρεχτοκούκια. In front of the barracks they found the lame man, who was sweetly eating water cakes.

Καθώς τους είδε σηκώθηκε, και, κρατώντας αγκαλιά την ξυλοπινάκα του, χαιρέτησε στρατιωτικά. As soon as he saw them he stood up, and, holding his cane in his arms, saluted militarily.

— Πήγαινε να φωνάξεις το φρούραρχο, πρόσταξε ο Βασιλιάς. - "Go and call for the warden," commanded the King.

— Άρρωστος με συνάχι στο κρεβάτι, πίνει φλαμούρι, αποκρίθηκε με τηλεγραφική συντομία ο κουτσός. - Sick with a cold in bed, drinking linden, replied the lame man with telegraphic brevity.

— Άκουσε δω, είπε σιγά το Βασιλόπουλο, μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω τους καταγραμμένους στρατιώτες; - Listen here, said Vassilopoulos quietly, do you know where I can find the registered soldiers?

— Δεν έχει στρατιώτες. - There are no soldiers.

— Πού είναι ο Κούκος; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο. - Where is Cuckoo? asked Vassilopoulos again.

— Παραγιός του μπαλωματή, αποκρίθηκε βιαστικά ο κουτσός. - "The patcher's son," replied the lame man hastily.

— Τι λες; είπε με θυμό ο Βασιλιάς. - What do you say? said the King angrily. Με τίνος άδεια έφυγε από τους στρατώνες να γίνει παραγιός; Και ο Κουκάκης… With whose permission did he leave the barracks to become a paragon? And Koukakis...

— Παραμάγειρας του Κουκίδη που σκότωσε τον Κουκόπουλο, για να του πάρει το πουγγί που είχε βρει στη μπαλάσκα του Κουκουβάγια που κέρδισε τρία τάλιρα στην ταβέρνα, κι έφυγε στα ξένα, αποκρίθηκε ο κουτσός με μιαν αναπνοή. - "He was the cook of the Cook who killed the Cuckold, to take the pouch he had found in the patch of the Cuckoo, who had won three talers in the tavern, and fled to foreign lands," replied the lame man with a breath.

Ο Βασιλιάς άρπαξε τα λιγοστά μαλλιά του και τράπηκε σε φυγή κατά το βουνό. The King grabbed what little hair he had and fled down the mountain.

Με μαύρη καρδιά εξακολούθησε το Βασιλόπουλο να εξετάζει. With a black heart Vasilopoulos continued to examine.

— Και οι άλλοι στρατιώτες πού είναι; - And where are the other soldiers?

— Δεν είναι, αποκρίθηκε ο κουτσός. - It is not, replied the lame man.

— Μα τι γίνηκαν; - But what happened to them?

— Δε γίνηκαν, γιατί δεν ήταν. - They weren't, because they weren't.

— Από πότε έπαυσε να υπάρχει στρατός; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να χάσει την υπομονή του. - Since when did the army cease to exist?He asked Vassilopoulos without losing his patience.

— Δεν έπαυσε, αποκρίθηκε με υπερηφάνεια ο κουτσός. - He didn't stop, the lame man replied proudly. Εγώ είμαι στρατός, και θα πεθάνω στρατός. I am an army, and I will die an army.

Το Βασιλόπουλο κατάλαβε πως του κάκου έχανε τον καιρό του. Vassilopoulos realized that he was wasting his time. Με σκυμμένο κεφάλι και βαριά καρδιά, τράβηξε κατά το σπίτι του Κακομοιρίδη. With bowed head and heavy heart, he pulled towards the house of Kakomiridis. Πού να πάγει δεν ήξερε. Where to go he did not know. Κανένα δε γνώριζε στη χώρα που να του γυρέψει βοήθεια ή συμβουλή. He knew no one in the country who could give him help or advice. Και όμως έπρεπε αμέσως να βρει άντρες και όπλα! And yet he had to immediately find men and weapons!

«Ο Βασιλιάς επλήρωνε στρατό», είπε μέσα του με πίκρα, «και οι στρατιώτες γίνονταν μάγειροι ή παραγιοί, ή κλέφτες και φονιάδες. "The King was raising an army," he said to himself bitterly, "and the soldiers were becoming cooks, or shrine-keepers, or thieves and murderers. Και τα φλουριά πήγαιναν στην τσέπη των Πανουργάκηδων, και οι And the coins went into the pockets of the Panourgakis, and the

αρχιστράτηγοι πουλούσαν τα όπλα, και οι στόλαρχοι ρήμαζαν το ναύσταθμο και σπούσαν τα καράβια για να κλέψουν λίγο σίδερο!» the generals-in-chief were selling the guns, and the starfighters were raiding the dockyard and breaking the ships to steal some iron!"

Και γύρευε να εννοήσει και να εξηγήσει την αιτία όλου του κακού. And he sought to understand and explain the cause of all evil.

Θυμούνταν τα λόγια του πρωτομάστορη για τους καβγάδες και τις αντεκδικήσεις που γίνουνταν παντού, στα χωριά και στις χώρες. They remembered the words of the master builder about the quarrels and counter-quarrels that took place everywhere, in villages and countries. Θυμήθηκε τα λόγια του δασκάλου, πως είναι ώρες όπου χρειάζεται ηρωισμός για να κάνει κανείς το καθήκον του. He remembered the teacher's words that there are times when it takes heroism to do one's duty.

Δε βρίσκουνταν λοιπόν στο λαό του κανένας, που να είχε την υπερηφάνεια να κάνει το καθήκον του ηρωικά; Was there not then to be found among his people anyone who had the pride to do his duty heroically?

Θυμούνταν τις κλεψιές και τις ατιμίες, μικρές και μεγάλες, που παντού έβλεπε γύρω του, και σκέφθηκε: «Λοιπόν μόνο στην ευτυχία θα είναι τίμιος ο λαός μου;» He remembered the thievery and dishonesty, great and small, that he saw all around him, and he thought: "So only in happiness will my people be honest?"

Του ήλθε μαύρη απελπισία. Black despair came over him. Μπήκε στο δάσος και χώθηκε στα πυκνά δέντρα και ξαπλώθηκε στο δροσερό χορτάρι κι έκλεισε με κούραση τα μάτια του. He went into the forest and hid himself in the thick trees and lay down on the cool grass and closed his eyes in weariness.

— Αξίζει άραγε ο κόπος να εργαστώ για τέτοιους ανθρώπους, να πονώ για τέτοιον τόπο; μουρμούρισε. - Is it worth it to work for such people, to suffer for such a place? he muttered.

— Ναι! είπε σιγά μια γυναικεία φωνή. a woman's voice said softly. Αξίζει. Άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε ξαφνισμένος. He opened his eyes and sat up in surprise. Μπροστά του στέκουνταν η Γνώση. In front of him stood Knowledge.

— Πώς βρέθηκες εδώ; τη ρώτησε. - How did you get here? he asked her.

— Δεν ήλθες πια στην καλύβα μου, και ήξερα πως ήσουν μονάχος. - You no longer came to my hut, and I knew you were alone.

Σε φανταζόμουν δυστυχισμένο και αποθαρρυμένο, και ήλθα να σε βρω. I imagined you unhappy and discouraged, and I came to find you. Σε είδα από το δρόμο που μπήκες στο δάσος και σε ακολούθησα. I saw you from the road as you entered the woods and followed you. Ναι, αξίζει να κοπιάζεις για τον τόπο σου. Yes, it's worth working for your country.

Το Βασιλόπουλο έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του. Vassilopoulos hid his face in his hands.

— Αν ήξερες τι είναι αυτοί οι άνθρωποι! - If you only knew what these people are! είπε με κούραση. he said wearily.

— Λοιπόν, θέλεις να γίνεις και συ όπως είναι αυτοί; - So, do you want to be like them?

— Τι θες να πεις; ρώτησε. - What do you mean? he asked.

— Θέλω να πω πως τους περιφρονείς αυτούς τους ανθρώπους που είναι λαός σου, γιατί είναι κλέφτες ή δειλοί, ή μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν ζωή αρκετή, ώστε να παλέψουν εναντίον της δυστυχίας και της γενικής αποχαυνώσεως. - I mean to say that you despise these people who are your people, because they are thieves or cowards, or just because they do not have enough life to fight against misery and general disillusionment. Και θέλεις λοιπόν κι εσύ να γίνεις ένα μαζί τους, να παρατήσεις την πάλη, από τις πρώτες δυσκολίες, ν' αφήσεις τη θέση σου, να δειλιάσεις μπρος στον κόπο και στην ευθύνη; Ο λαός σου είναι σαν όλους τους λαούς, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος. And so do you want to become one with them, to give up the struggle, from the first difficulties, to give up your position, to cowardly give in to effort and responsibility? Your people are like all peoples, neither better nor worse. Μα έχει ανάγκη από διοίκηση. But it needs an administration. Μήπως λοιπόν δεν είσαι αρκετά δυνατός να γίνεις εσύ αρχηγός; So are you not strong enough to be a leader yourself?

Και τον κοίταζε η Γνώση με μάτια γεμάτα σκέψη. And Knowledge looked at him with eyes full of thought.

— Στη θέση όπου μας έβαλε η μοίρα, εξακολούθησε, εκεί πρέπει να μείνομε. - In the place where fate has placed us, it has continued, and there we must stay. Εσένα σ' έβαλε η μοίρα αρχηγό. You're the one fate put in charge. Στη θέση σου πρέπει να μείνεις, και, αν είναι ανάγκη, εκεί να πεθάνεις υπερήφανα. In your place you must stay, and, if necessary, there you must die proudly. Και τότε, μα μόνο τότε, θα έχεις γίνει ανώτερος από κείνους που περιφρονείς. And then, but only then, you will have become superior to those you despise. Να φύγεις όμως, όχι! But to go, no! Θα ήταν λιποταξία! That would be desertion!

Το Βασιλόπουλο ανατινάχθηκε. The Vassilopoulos was blown up.

— Θα μείνω! - I'm staying! είπε με λαχτάρα. he said wistfully. Θα δουλέψω! I'll work! Ναι, θα τους σώσω, έστω και αν αυτοί δεν το θέλουν. Yes, I will save them, even if they don't want it. Τον τόπο μου θα τον κάνω μεγάλο, θα του ξαναδώσω ζωή ή θα πεθάνω με αυτόν. I will make my country great, I will give it life again or die with it. Έχε γεια, Γνώση, κι ευχαριστώ για το θάρρος που τα λόγια σου ξύπνησαν μέσα μου. Goodbye, Knowledge, and thank you for the courage your words have awakened in me. Και με μεγάλα βήματα βγήκε από το δάσος, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. And with long strides he came out of the forest, without looking back.