×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΓ’. ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΧΕΡΗΣ

ΙΓ’. ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΧΕΡΗΣ

Όλην εκείνη την ημέρα η «Τρομάρα» και η «Αντάρα»

είχαν πάγει κι έλθει πολλές φορές από τη μιαν ακροποταμιά στην άλλη, περνώντας τους χωρικούς της πεδιάδας, που έφευγαν εμπρός στον εχθρό.

Αφού πέρασε και τον τελευταίο, ο κουλός αντί να δέσει τις φελούκες του στη στεριά και να ξαπλωθεί στην «κάμαρά» του, όπως το συνήθιζε, άρχισε ν' ανεβαίνει τον ποταμό, σπρώχνοντας τις φελούκες του με το κοντάρι.

Ο πρωτομάστορης Αμοιράκος, που δούλευε στο νερό κοντά, τον είδε και τον φώναξε:

— Για πού, πατριώτη;

— Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο κουλός.

Και πρόσθεσε:

— Για τους ήσυχους καιρούς δουλεύεις, παραφέντη;

— Πού ξέρεις εσύ τι κάνω; ρώτησε ο πρωτομάστορης.

— Και αμέ στραβός είμαι; Δε βλέπω τάχα πως φτιάνεις θεόρατα καράβια;

— Και για ήσυχους καιρούς, λες, είναι αυτά;

— Και βέβαια είναι, αφού ως το βράδυ δεν τα τελειώνεις, και πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι μουσαφίρηδες θα είναι αντίκρυ στρωμένοι.

Ο πρωτομάστορης παράτησε τη δουλειά του και πλησίασε το νερό.

— Ξέρεις πως είπες κάτι πολύ σωστό; έκανε σοβαρά.

— Με κολακεύεις, πατριώτη, αποκρίθηκε ο κουλός, ανεβαίνοντας στην πλώρη και σέρνοντας πίσω του το κοντάρι.

Ο πρωτομάστορης ήταν συλλογισμένος.

— Λοιπόν τι λες να κάνω; ρώτησε έξαφνα.

— Γέφυρα, αποκρίθηκε ο κουλός.

— Γέφυρα; Και φαντάζεσαι πως η γέφυρα γίνεται σε τρεις ώρες;

Ο κουλός πήρε το σκοινί του και του το έδειξε.

— Με αυτό, είπε.

Κι δείχνοντας τους κομμένους κορμούς που στοιβάζουνταν στην όχθη, έτοιμοι να πελεκηθούν:

— Και με αυτά, πρόσθεσε.

Και ξανάρχισε το δρόμο του, σπρώχνοντας τις βάρκες του προς τ' απάνω του ποταμού και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά:

Βγήκαν κλέ-ε-φτες στα βου-ου-νά,

Για να κλέ-ε-ψουν άλο-ο-γα…

Κάμποση ώρα ο πρωτομάστορης έμεινε ακίνητος, ακολουθώντας τις φελούκες με συλλογισμένα μάτια. Έξαφνα χτύπησε το μέτωπο του:

— Μα βέβαια! Βέβαια! Δίκιο έχει αυτός! μουρμούρισε.

Και παράγγειλε στους παραγιούς του:

— Παρατάτε τα καράβια όλοι σας! Κι ελάτε δω. Έχω βιαστική δουλειά να σας δώσω.

Ο κουλός ωστόσο εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται από πλώρη σε πρύμη, μπήγοντας το κοντάρι του και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά:

Άλογ-α-α δε βρήκα-α-νε,

Προβατά-α-κια πήρανε…

Μα όσο ανέβαινε, το ρεύμα γίνουνταν όλο και δυνατότερο, και κατήντησε τέτοιο, που δεν μπορούσε πια με το κοντάρι να προχωρήσει.

Τράβηξε για τη δεξιά όχθη του ποταμού και, σα σίμωσε με τις φελούκες του, πήδηξε στη γη. Ξετύλιξε το σκοινί, το έδεσε στη μέση του, και αργά, αλλά με βήμα κανονικό, ανέβηκε την ακροποταμιά, σέρνοντας το σπίτι του.

Το νερό κατέβαινε με ορμή, ο κουλός όμως δε σταμάτησε. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του, το στόμα του στέγνωσε, κρέμασε η γλώσσα του, οι φλέβες του λαιμού του πρήστηκαν από τον αγώνα. Μα το σταθερό αργό του βήμα δεν άλλαξε.

Έφθασε στο Τρελόρεμα, έδεσε το σκοινί σ' ένα δέντρο και ξαπλώθηκε στο γρασίδι να ξελαχανιάσει.

Έξαφνα ακούστηκε τρελό πηλαλητό αλόγου. Ο κουλός ανασηκώθηκε, μα ώσπου να καλοκαταλάβει τι ήταν, ένα άλογο με τον καβαλάρη του όρμησε από μέσα από τα δέντρα και γκρεμίστηκε μπροστά του.

Σε μια στιγμή, ο καβαλάρης ξεμπερδεύτηκε από τις πατήτρες και σηκώθηκε.

Ο κουλός μ' ένα πήδημα έτρεξε στο δέντρο κι έκοψε το σκοινί.

— Γρήγορα! φώναξε. Πήδα μέσα!

Πήδηξε και αυτός στη βάρκα μαζί με τον Πολύδωρο, και τράβηξε το σκοινί.

Το ρεύμα παρέσυρε τις φελούκες, που σε μια στιγμή βρέθηκαν στη μέση του ποταμού, κατεβαίνοντας με μεγάλη γρηγοράδα.

Την ίδια ώρα, σύννεφο σαΐτες πέταξαν από το δάσος και σκορπίστηκαν γύρω τους, πιτσιλώντας τους δυο άντρες με τα νερά που σήκωσαν.

Και η όχθη γέμισε στρατιώτες.

Ο κουλός τους χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση.

— Όσο θέλετε τραβάτε τώρα! φώναξε.

Τωόντι, το ποτάμι που ήταν πολύ γρήγορο και κάμποσο φαρδύ σ' εκείνο το μέρος, τους έσερνε όλο και μακρύτερα από την εχθρική όχθη. Ο κουλός είχε μαζέψει το σκοινί του και ήσυχα το συγύριζε.

— Τα κατάφερες; ρώτησε.

— Ναι! αποκρίθηκε ο Πολύδωρος.

— Έσκασες όμως το άλογο σου.

— Ήταν δικό τους. Τους το άρπαξα. Το δικό μου έσκασε στο δρόμο. Μα πες μου εσύ, πώς κατάλαβες πως θα έφθανα τόσο γρήγορα και βρέθηκες εκεί στην ώρα;

— Ήσουν βιαστικός. Ήξερα πως αν βρεις άλογο, θα το πάρεις. Λογάριασα πως στα τέσσερα θα 'ρχόσουν.

— Κι έκανες καλά. Αν δεν είχες βρεθεί εκεί, σαν από θαύμα, δε θα ξανάβλεπα τα φωτεινά μάτια του Βασιλόπουλου, που για λόγου του θα γίνουμουν κομμάτια!

Ο ναύτης, αφού κουλούριασε το σκοινί στην πλώρη, κάθισε κοντά στον υπασπιστή.

— Μην παινιέσαι, είπε ήσυχα, δεν τα ξαναείδες ακόμα.

Ο Πολύδωρος ανατρίχιασε.

— Τι εννοείς; ρώτησε.

Με το κεφάλι έγνεψε ο κουλός κατά τη στεριά.

— Μας ακολουθούν οι μουσαφιρέοι, είπε.

— Ναι, τους βλέπω, μα είναι πολύ μακριά. Το ποτάμι είναι φαρδύ και δε μας φθάνουν τα βέλη τους.

— Παρακάτω θα μας φθάσουν.

— Στενεύει δηλαδή το ποτάμι;

— Ναι.

Ο υπασπιστής έμεινε συλλογισμένος λίγη ώρα.

— Δε γίνεται τίποτα; ρώτησε.

— Ναι. Θα πάρω το κοντάρι μου, σαν έλθει η ώρα. Τώρα είναι περιττό. Το ποτάμι μας σέρνει γρηγορώτερα.

— Ό,τι και να γίνει, πρέπει να φθάσω, είπε ο υπασπιστής.

Και ρώτησε:

— Τα ξέρεις καλά τούτα τα μέρη;

— Ναι.

— Λες να περάσομε το στενό;

— Δεν πιστεύω.

— Μονοχέρη, είπε ο υπασπιστής, ένας από μας πρέπει να περάσει.

Και δείχνοντας τη φαρδιά πέτσινη ζώνη που φορούσε, πρόσθεσε:

— Πρέπει αυτή να πάγει στα χέρια του Βασιλόπουλου.

Ο κουλός χαμογέλασε.

— Λοιπόν ακουμπά την κάλλιο στην κάμαρα μου, είπε. Το σπίτι μου θα φθάσει πάντα. Εσύ κι εγώ όμως ίσως δε φθάσομε.

— Μα αν είναι τόσος κίνδυνος, γιατί να μην ξεμπαρκάρομε από τώρα; ρώτησε ο Πολύδωρος.

— Λες πως βιάζεσαι να φθάσεις.

— Ναι! Μα πάμε πεζή στη χώρα.

— Δεν έχει δρόμο.

— Περνούμε από πάνω από το βουνό.

— Μόνο με φτερά μπορείς να περάσεις. Έχει γκρεμνούς αδιάβατους κι αιώνια χιόνια, αποκρίθηκε ο κουλός.

— Και κανένας άλλος δρόμος δεν υπάρχει;

— Γρήγορος; Όχι, κανένας.

Κάμποση ώρα τους έσυρε το ποτάμι χωρίς να μιλήσουν πια.

Σιωπηλά κοίταζαν τα νερά που ολοένα στένευαν ανάμεσα στις όχθες.

Έξαφνα, ο κουλός σηκώθηκε μ' έναν πήδο και αρπάζοντας το κοντάρι του το έμπηξε με ορμή στον πάτο.

Η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» γύρισαν απότομα και βγήκαν από τη μέση του ποταμού, προς τ' αριστερά.

— Τι τρέχει; ρώτησε ο Πολύδωρος.

Μα δεν πρόφθασε ο κουλός ν' αποκριθεί, και πέντε-έξι σαίτες μπήχθηκαν στις φελούκες, και συνάμα ξεπρόβαλαν από μέσα από τα δέντρα, δεξιά, αρματωμένοι καβαλαρέοι.

— Τώρα θ' αρχίσει το πανηγύρι, είπε ο κουλός.

Το ρεύμα ήταν δυνατό στο στενό αυτό μέρος, και ο ναύτης με δυσκολία οδηγούσε τις φελούκες του. Δεν μπορούσε και να πλησιάσει πολύ την αριστερή ακροποταμιά, γιατί, στα πόδια του όρθιου βουνού, οι μαύροι βράχοι, που εδώ κι εκεί ξεμύτιζαν από τα νερά, φοβέριζαν κάθε στιγμή τα σαπιοσάνιδα της «Τρομάρας» και της «Αντάρας».

— Είμαστε ακόμα μακριά; ρώτησε ο υπασπιστής.

— Όχι, αποκρίθηκε ο κουλός. Αν καταφέρομε να βγούμε από το στενό, σωθήκαμε.

Και σκύβοντας γοργά, ξέφυγε μια σαΐτα, που πέρασε πλάγι του και μπήχθηκε παρακάτω στον ώμο του Πολύδωρου.

Τραβώντας το κοντάρι ο κουλός όρμησε στον υπασπιστή.

— Λαβώθηκες! ξεφώνισε.

— Δεν είναι τίποτα, μια τσουγκρανιά μόνο, αποκρίθηκε ο Πολύδωρος. Σπρώξε το κοντάρι σου, για το Θεό, μας ξαναφέρνει το ρεύμα στη μέση…

Ο κουλός έτρεξε στην πλώρη και ξανάμπηξε το κοντάρι στον πάτο του ποταμού.

Μα έξαφνα κλονίστηκε στα πόδια του, έκανε ένα βήμα μπροστά, έγειρε μονοκόμματος κι έπεσε στο νερό.

— Μονοχέρη! φώναξε με αγωνία ο Πολύδωρος.

— Παρών… αποκρίθηκε η πνιγμένη φωνή του κουλού.

Μια στιγμή ακόμα το αιματωμένο του πρόσωπο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού. Το χέρι του απλώθηκε για βοήθεια, ίσως για τελευταίο αποχαιρετισμό, και το ποτάμι τον σκέπασε με το ασημένιο του σάβανο.

Σα χαλάζι έπεφταν τα βέλη γύρω στις φελούκες, που τις πήρε πάλι το ρεύμα στη μέση του ποταμού.

Ο Πολύδωρος είχε αρπάξει το κοντάρι και με ορμή το έμπηξε στον πάτο.

Την ίδια στιγμή μια σαΐτα του τρύπησε το φρύδι και τον έριξε στα γόνατα. Σκούπισε βιαστικά το αίμα που τον τύφλωνε κι έκανε να σηκωθεί. Μα άλλο βέλος τον πήρε στο στήθος και το κοντάρι ξέφυγε από τα χέρια του και το πήρε το ποτάμι.

Οι καβαλάρηδες, βλέποντας πεσμένο το πληγωμένο παλικάρι, πέταξαν θριαμβευτικές φωνές, και βάζοντας τον στο σημάδι, παράβγαιναν ποιος να του μπήξει περισσότερα βέλη στο κορμί.

Ένα τον βρήκε στο λαιμό, άλλο έκοψε το λουρί της ζώνης του και χύθηκαν μερικά φλουριά.

Ανασηκώθηκε με κόπο και ξανάδεσε το λουρί. Μα άλλο βέλος τρύπησε το πλευρό του, και σωριάστηκε στη φελούκα.

— Μανούλα μου… μουρμούρισε.

Του φάνηκε πως ο ήλιος έσβησε και μαύρη νύχτα απλώθηκε παντού.

Το ρεύμα έπαιρνε ολοένα την «Τρομάρα» και την «Αντάρα», βγάζοντας τες πέρα από το στενό στο ανοιχτό ποτάμι, όπου κατέβαιναν αργά-αργά στα ήσυχα νερά.

Από κάτω από τα παραπόταμα δέντρα όπου δούλευε με πυρετική βία, ο πρωτομάστορης τις διέκρινε από μακριά. Παραξενεύθηκε που δεν είδε τον κουλό να σπρώχνει το κοντάρι του, ή ξαπλωμένο στην πλώρη όπως το συνήθιζε, και τον φώναξε:

— Ε, πατριώτη! πού κρύβεσαι;

Κανένας δεν αποκρίθηκε.

Και οι βάρκες ολοένα σίμωναν.

Του φάνηκε σα να ξεχώρισε ένα κορμί ξαπλωμένο, αλλά δεν αναγνώρισε το ναύτη.

— Πατριώτη! Ε, Μονοχέρη! φώναξε πάλι.

Μα δεν ακούστηκε απόκριση.

Ο πρωτομάστορης δεν έχασε καιρό. Με τη βοήθεια των παραγιών του έριξε στο νερό την πλωτή που έφτιανε, και πήδηξε απάνω.

— Λαργάρετε, παιδιά το σκοινί ώσπου να φθάσω στη μέση του ποταμού, φώναξε.

Απ' αντίκρυ, όπου οι εχθροί ήταν τώρα στρατοπεδευμένοι, μερικοί στρατιώτες του έριξαν σαΐτες και του φώναξαν βρισιές.

— Ζήτω ο στόλος του Αστόχαστου Α', φώναξε ένας.

Και όλοι οι άλλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.

Χωρίς να ταραχθεί, ο πρωτομάστορης άφησε τις φελούκες να σιμώσουν, ώσπου χτύπησαν την πλωτή και σταμάτησαν μια στιγμή. Άρπαξε τότε το σκοινί, που ήταν κουλουριασμένο στην πλώρη, κι έκανε νόημα να τον τραβήξουν στην όχθη.


ΙΓ’. ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΧΕΡΗΣ IC'. CHANDELIER AND MONOCHROME

Όλην εκείνη την ημέρα η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» All that day the "Terror" and the "Adara"

είχαν πάγει κι έλθει πολλές φορές από τη μιαν ακροποταμιά στην άλλη, περνώντας τους χωρικούς της πεδιάδας, που έφευγαν εμπρός στον εχθρό. had come and gone many times from one forebay to another, passing the peasants of the plain, who were fleeing before the enemy.

Αφού πέρασε και τον τελευταίο, ο κουλός αντί να δέσει τις φελούκες του στη στεριά και να ξαπλωθεί στην «κάμαρά» του, όπως το συνήθιζε, άρχισε ν' ανεβαίνει τον ποταμό, σπρώχνοντας τις φελούκες του με το κοντάρι. Having passed the last one, the cook, instead of tying his straws on land and lying down in his "chamber", as was his custom, began to go up the river, pushing his straws with the pole.

Ο πρωτομάστορης Αμοιράκος, που δούλευε στο νερό κοντά, τον είδε και τον φώναξε: The first-master Amirakos, who was working on the water nearby, saw him and called him:

— Για πού, πατριώτη; - Where to, patriot?

— Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο κουλός. - "Secret service of the State," replied the cook.

Και πρόσθεσε:

— Για τους ήσυχους καιρούς δουλεύεις, παραφέντη; - Are you working for the quiet times, you lunatic?

— Πού ξέρεις εσύ τι κάνω; ρώτησε ο πρωτομάστορης. - How do you know what I do? asked the first mason.

— Και αμέ στραβός είμαι; Δε βλέπω τάχα πως φτιάνεις θεόρατα καράβια; - What if I'm crooked? Can't I see you're building great ships?

— Και για ήσυχους καιρούς, λες, είναι αυτά; - And for quiet times, do you think these are?

— Και βέβαια είναι, αφού ως το βράδυ δεν τα τελειώνεις, και πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι μουσαφίρηδες θα είναι αντίκρυ στρωμένοι. — And of course it is, since you don't finish them until the evening, and before the sun reigns, the musafiris will be opposite.

Ο πρωτομάστορης παράτησε τη δουλειά του και πλησίασε το νερό. The foreman left his work and approached the water.

— Ξέρεις πως είπες κάτι πολύ σωστό; έκανε σοβαρά. - You know you said something very right? He was serious.

— Με κολακεύεις, πατριώτη, αποκρίθηκε ο κουλός, ανεβαίνοντας στην πλώρη και σέρνοντας πίσω του το κοντάρι. - "You flatter me, patriot," replied the coolie, climbing up to the bow and dragging the pole behind him.

Ο πρωτομάστορης ήταν συλλογισμένος. The master builder was contemplative.

— Λοιπόν τι λες να κάνω; ρώτησε έξαφνα.

— Γέφυρα, αποκρίθηκε ο κουλός. - Bridge, the cook replied.

— Γέφυρα; Και φαντάζεσαι πως η γέφυρα γίνεται σε τρεις ώρες; - Bridge? And can you imagine how the bridge is done in three hours?

Ο κουλός πήρε το σκοινί του και του το έδειξε. The cook took his rope and showed it to him.

— Με αυτό, είπε.

Κι δείχνοντας τους κομμένους κορμούς που στοιβάζουνταν στην όχθη, έτοιμοι να πελεκηθούν: And pointing to the cut logs piled on the bank, ready to be chopped:

— Και με αυτά, πρόσθεσε. - And with these, he added.

Και ξανάρχισε το δρόμο του, σπρώχνοντας τις βάρκες του προς τ' απάνω του ποταμού και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά: And he started on his way again, pushing his boats up the river and muttering melancholy:

Βγήκαν κλέ-ε-φτες στα βου-ου-νά, They've gone out steal-ee-feet on the boo-oo-na,

Για να κλέ-ε-ψουν άλο-ο-γα… To steal all-o-go-go-go-go-go-go-go-go-go-go-go-go...

Κάμποση ώρα ο πρωτομάστορης έμεινε ακίνητος, ακολουθώντας τις φελούκες με συλλογισμένα μάτια. Έξαφνα χτύπησε το μέτωπο του: Suddenly he hit his forehead:

— Μα βέβαια! Βέβαια! Δίκιο έχει αυτός! μουρμούρισε.

Και παράγγειλε στους παραγιούς του: And he ordered his servants:

— Παρατάτε τα καράβια όλοι σας! - Abandon ship, all of you! Κι ελάτε δω. And come here. Έχω βιαστική δουλειά να σας δώσω. I have some urgent business to give you.

Ο κουλός ωστόσο εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται από πλώρη σε πρύμη, μπήγοντας το κοντάρι του και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά: The coolie, however, was still pacing back and forth from bow to stern, thrusting his pole and muttering melancholy:

Άλογ-α-α δε βρήκα-α-νε, I didn't find a horse,

Προβατά-α-κια πήρανε… Sheep a-ca-ca got...

Μα όσο ανέβαινε, το ρεύμα γίνουνταν όλο και δυνατότερο, και κατήντησε τέτοιο, που δεν μπορούσε πια με το κοντάρι να προχωρήσει. But as he went up, the current became stronger and stronger, and he became so low that he could no longer go on with the pole.

Τράβηξε για τη δεξιά όχθη του ποταμού και, σα σίμωσε με τις φελούκες του, πήδηξε στη γη. He pulled for the right bank of the river and, as he silenced himself with his shafts, he jumped to the earth. Ξετύλιξε το σκοινί, το έδεσε στη μέση του, και αργά, αλλά με βήμα κανονικό, ανέβηκε την ακροποταμιά, σέρνοντας το σπίτι του. He unwound the rope, tied it to his waist, and slowly, but with a regular step, he climbed the foreshore, dragging his house.

Το νερό κατέβαινε με ορμή, ο κουλός όμως δε σταμάτησε. The water was coming down with a rush, but the cook did not stop. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του, το στόμα του στέγνωσε, κρέμασε η γλώσσα του, οι φλέβες του λαιμού του πρήστηκαν από τον αγώνα. Sweat was pouring down his forehead, his mouth was dry, his tongue hung, the veins in his throat swollen from the struggle. Μα το σταθερό αργό του βήμα δεν άλλαξε. But his steady slow pace did not change.

Έφθασε στο Τρελόρεμα, έδεσε το σκοινί σ' ένα δέντρο και ξαπλώθηκε στο γρασίδι να ξελαχανιάσει. He reached Trelorema, tied the rope to a tree and lay down on the grass to have a good laugh.

Έξαφνα ακούστηκε τρελό πηλαλητό αλόγου. Suddenly there was a crazy horse jumping. Ο κουλός ανασηκώθηκε, μα ώσπου να καλοκαταλάβει τι ήταν, ένα άλογο με τον καβαλάρη του όρμησε από μέσα από τα δέντρα και γκρεμίστηκε μπροστά του. The coulos stood up, but just as he was about to realize what it was, a horse and its rider rushed through the trees and crashed down in front of him.

Σε μια στιγμή, ο καβαλάρης ξεμπερδεύτηκε από τις πατήτρες και σηκώθηκε. In a moment, the rider untangled himself from the stirrups and stood up.

Ο κουλός μ' ένα πήδημα έτρεξε στο δέντρο κι έκοψε το σκοινί. With a leap the cook ran to the tree and cut the rope.

— Γρήγορα! φώναξε. Πήδα μέσα! Jump in!

Πήδηξε και αυτός στη βάρκα μαζί με τον Πολύδωρο, και τράβηξε το σκοινί. He jumped into the boat with Polydoros, and pulled the rope.

Το ρεύμα παρέσυρε τις φελούκες, που σε μια στιγμή βρέθηκαν στη μέση του ποταμού, κατεβαίνοντας με μεγάλη γρηγοράδα. The current carried away the pellets, which in an instant were in the middle of the river, descending with great rapidity.

Την ίδια ώρα, σύννεφο σαΐτες πέταξαν από το δάσος και σκορπίστηκαν γύρω τους, πιτσιλώντας τους δυο άντρες με τα νερά που σήκωσαν. At the same time, a cloud of shuttles flew from the forest and scattered around them, splashing the two men with the water they lifted.

Και η όχθη γέμισε στρατιώτες. And the bank was filled with soldiers.

Ο κουλός τους χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση. The cook greeted them with a deep bow.

— Όσο θέλετε τραβάτε τώρα! - Take as much as you want now! φώναξε.

Τωόντι, το ποτάμι που ήταν πολύ γρήγορο και κάμποσο φαρδύ σ' εκείνο το μέρος, τους έσερνε όλο και μακρύτερα από την εχθρική όχθη. Tody, the river, which was very swift and somewhat wide in that place, was dragging them farther and farther from the enemy's bank. Ο κουλός είχε μαζέψει το σκοινί του και ήσυχα το συγύριζε. The cook had gathered his rope and was quietly tidying it.

— Τα κατάφερες; ρώτησε. - Did you make it? he asked.

— Ναι! αποκρίθηκε ο Πολύδωρος.

— Έσκασες όμως το άλογο σου. - But you blew your horse.

— Ήταν δικό τους. Τους το άρπαξα. I grabbed it from them. Το δικό μου έσκασε στο δρόμο. Mine exploded in the street. Μα πες μου εσύ, πώς κατάλαβες πως θα έφθανα τόσο γρήγορα και βρέθηκες εκεί στην ώρα; But you tell me, how did you know I would arrive so quickly and get there in time?

— Ήσουν βιαστικός. - You were in a hurry. Ήξερα πως αν βρεις άλογο, θα το πάρεις. I knew if you found a horse, you'd get it. Λογάριασα πως στα τέσσερα θα 'ρχόσουν. I figured you'd be here on all fours.

— Κι έκανες καλά. Αν δεν είχες βρεθεί εκεί, σαν από θαύμα, δε θα ξανάβλεπα τα φωτεινά μάτια του Βασιλόπουλου, που για λόγου του θα γίνουμουν κομμάτια! If you hadn't been there, miraculously, I would never have seen the bright eyes of Vassilopoulos again, for whose sake I would have been torn to pieces!

Ο ναύτης, αφού κουλούριασε το σκοινί στην πλώρη, κάθισε κοντά στον υπασπιστή. The sailor, after winding the rope across the bow, sat down near the adjutant.

— Μην παινιέσαι, είπε ήσυχα, δεν τα ξαναείδες ακόμα. - Don't brag, he said quietly, you haven't seen them yet.

Ο Πολύδωρος ανατρίχιασε.

— Τι εννοείς; ρώτησε. - What do you mean? he asked.

Με το κεφάλι έγνεψε ο κουλός κατά τη στεριά. With his head the cook nodded towards the land.

— Μας ακολουθούν οι μουσαφιρέοι, είπε. - The mousers are following us, he said.

— Ναι, τους βλέπω, μα είναι πολύ μακριά. - Yes, I see them, but they're far away. Το ποτάμι είναι φαρδύ και δε μας φθάνουν τα βέλη τους. The river is wide and their arrows cannot reach us.

— Παρακάτω θα μας φθάσουν. - Below they will reach us.

— Στενεύει δηλαδή το ποτάμι; - So the river is narrowing?

— Ναι.

Ο υπασπιστής έμεινε συλλογισμένος λίγη ώρα. The aide pondered for a while.

— Δε γίνεται τίποτα; ρώτησε. - Can't anything be done? he asked.

— Ναι. Θα πάρω το κοντάρι μου, σαν έλθει η ώρα. I'll get my pole when the time comes. Τώρα είναι περιττό. Now it is unnecessary. Το ποτάμι μας σέρνει γρηγορώτερα. The river drags us faster.

— Ό,τι και να γίνει, πρέπει να φθάσω, είπε ο υπασπιστής. - Whatever happens, I must arrive, said the aide.

Και ρώτησε:

— Τα ξέρεις καλά τούτα τα μέρη; - You know these places well?

— Ναι. - Yes.

— Λες να περάσομε το στενό; - You think we'll cross the alley?

— Δεν πιστεύω.

— Μονοχέρη, είπε ο υπασπιστής, ένας από μας πρέπει να περάσει. - 'Single-handed,' said the adjutant, 'one of us must go through.

Και δείχνοντας τη φαρδιά πέτσινη ζώνη που φορούσε, πρόσθεσε: And pointing to the wide leather belt he was wearing, he added:

— Πρέπει αυτή να πάγει στα χέρια του Βασιλόπουλου. - It must go into the hands of Vassilopoulos.

Ο κουλός χαμογέλασε. The cook smiled.

— Λοιπόν ακουμπά την κάλλιο στην κάμαρα μου, είπε. - Well, touch the calliope in my chamber, he said. Το σπίτι μου θα φθάσει πάντα. My home will always arrive. Εσύ κι εγώ όμως ίσως δε φθάσομε. But you and I may not get there.

— Μα αν είναι τόσος κίνδυνος, γιατί να μην ξεμπαρκάρομε από τώρα; ρώτησε ο Πολύδωρος. - But if it is such a danger, why not get out of it now?" asked Polydoros.

— Λες πως βιάζεσαι να φθάσεις. - You say you're in a hurry to get there.

— Ναι! Μα πάμε πεζή στη χώρα. But we're walking across the country.

— Δεν έχει δρόμο. - There's no road.

— Περνούμε από πάνω από το βουνό. - We are passing over the mountain.

— Μόνο με φτερά μπορείς να περάσεις. - You can only get through with wings. Έχει γκρεμνούς αδιάβατους κι αιώνια χιόνια, αποκρίθηκε ο κουλός. "It has impassable cliffs and eternal snow," replied the cook.

— Και κανένας άλλος δρόμος δεν υπάρχει; - And there is no other way?

— Γρήγορος; Όχι, κανένας. - Fast? No, none.

Κάμποση ώρα τους έσυρε το ποτάμι χωρίς να μιλήσουν πια. For some time the river dragged them along without speaking any more.

Σιωπηλά κοίταζαν τα νερά που ολοένα στένευαν ανάμεσα στις όχθες. Silently they watched the waters that were ever narrowing between the banks.

Έξαφνα, ο κουλός σηκώθηκε μ' έναν πήδο και αρπάζοντας το κοντάρι του το έμπηξε με ορμή στον πάτο. Suddenly, the cook rose with a forearm and grabbing his pole, he drove it with great force to the bottom.

Η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» γύρισαν απότομα και βγήκαν από τη μέση του ποταμού, προς τ' αριστερά. The "Tromara" and the "Antara" turned sharply and came out of the middle of the river, to the left.

— Τι τρέχει; ρώτησε ο Πολύδωρος. - What is it? asked Polydoros.

Μα δεν πρόφθασε ο κουλός ν' αποκριθεί, και πέντε-έξι σαίτες μπήχθηκαν στις φελούκες, και συνάμα ξεπρόβαλαν από μέσα από τα δέντρα, δεξιά, αρματωμένοι καβαλαρέοι. But the cook did not have time to respond, and five or six shuttles entered the sheds, and at the same time armored horsemen emerged from the trees on the right.

— Τώρα θ' αρχίσει το πανηγύρι, είπε ο κουλός. - Now the feast will begin, said the cook.

Το ρεύμα ήταν δυνατό στο στενό αυτό μέρος, και ο ναύτης με δυσκολία οδηγούσε τις φελούκες του. The current was strong in this narrow place, and the sailor could hardly drive his shuttles. Δεν μπορούσε και να πλησιάσει πολύ την αριστερή ακροποταμιά, γιατί, στα πόδια του όρθιου βουνού, οι μαύροι βράχοι, που εδώ κι εκεί ξεμύτιζαν από τα νερά, φοβέριζαν κάθε στιγμή τα σαπιοσάνιδα της «Τρομάρας» και της «Αντάρας». He could not even get very close to the left forebay, because, at the foot of the upright mountain, the black rocks, which here and there were peeking out of the water, frightened every moment the sloops of the "Tromara" and "Antara".

— Είμαστε ακόμα μακριά; ρώτησε ο υπασπιστής. - Are we still far away? asked the adjutant.

— Όχι, αποκρίθηκε ο κουλός. - "No," replied the cook. Αν καταφέρομε να βγούμε από το στενό, σωθήκαμε. If we can get out of the alley, we're saved.

Και σκύβοντας γοργά, ξέφυγε μια σαΐτα, που πέρασε πλάγι του και μπήχθηκε παρακάτω στον ώμο του Πολύδωρου. And stooping swiftly, a shuttle escaped, which passed by his side, and entered further along on the shoulder of Polydoros.

Τραβώντας το κοντάρι ο κουλός όρμησε στον υπασπιστή. Pulling the pole, the coolie rushed at the adjutant.

— Λαβώθηκες! - You're lame! ξεφώνισε. he exclaimed.

— Δεν είναι τίποτα, μια τσουγκρανιά μόνο, αποκρίθηκε ο Πολύδωρος. - "It's nothing, just a rake," replied Polydoros. Σπρώξε το κοντάρι σου, για το Θεό, μας ξαναφέρνει το ρεύμα στη μέση… Push your pole, for God's sake, it's bringing the current back to the middle...

Ο κουλός έτρεξε στην πλώρη και ξανάμπηξε το κοντάρι στον πάτο του ποταμού. The coolie ran to the bow and stuck the pole back into the bottom of the river.

Μα έξαφνα κλονίστηκε στα πόδια του, έκανε ένα βήμα μπροστά, έγειρε μονοκόμματος κι έπεσε στο νερό. But suddenly he swayed on his feet, took a step forward, leaned over and fell into the water.

— Μονοχέρη! - One-handed! φώναξε με αγωνία ο Πολύδωρος. Polydoros cried in agony.

— Παρών… αποκρίθηκε η πνιγμένη φωνή του κουλού. - Present... the muffled voice of the coolie replied.

Μια στιγμή ακόμα το αιματωμένο του πρόσωπο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού. A moment more his bloody face appeared on the surface of the water. Το χέρι του απλώθηκε για βοήθεια, ίσως για τελευταίο αποχαιρετισμό, και το ποτάμι τον σκέπασε με το ασημένιο του σάβανο. His hand reached out for help, perhaps a final farewell, and the river covered him with its silver shroud.

Σα χαλάζι έπεφταν τα βέλη γύρω στις φελούκες, που τις πήρε πάλι το ρεύμα στη μέση του ποταμού. Like hail the arrows fell like hail around the pellets, which were taken up again by the current in the middle of the river.

Ο Πολύδωρος είχε αρπάξει το κοντάρι και με ορμή το έμπηξε στον πάτο. Polydoros had grabbed the pole and with a rush he plunged it into the bottom.

Την ίδια στιγμή μια σαΐτα του τρύπησε το φρύδι και τον έριξε στα γόνατα. At the same moment a shuttle pierced his eyebrow and brought him to his knees. Σκούπισε βιαστικά το αίμα που τον τύφλωνε κι έκανε να σηκωθεί. He hastily wiped away the blood that blinded him and made to stand up. Μα άλλο βέλος τον πήρε στο στήθος και το κοντάρι ξέφυγε από τα χέρια του και το πήρε το ποτάμι. But another arrow took him in the chest, and the shaft escaped his hands and was taken by the river.

Οι καβαλάρηδες, βλέποντας πεσμένο το πληγωμένο παλικάρι, πέταξαν θριαμβευτικές φωνές, και βάζοντας τον στο σημάδι, παράβγαιναν ποιος να του μπήξει περισσότερα βέλη στο κορμί. The horsemen, seeing the wounded lad lying down, threw up triumphant shouts, and, putting him on the mark, vied to see who could put more arrows into his body.

Ένα τον βρήκε στο λαιμό, άλλο έκοψε το λουρί της ζώνης του και χύθηκαν μερικά φλουριά. One hit him in the neck, another cut the strap of his belt and a few coins were spilled.

Ανασηκώθηκε με κόπο και ξανάδεσε το λουρί. He rose with difficulty and reattached the leash. Μα άλλο βέλος τρύπησε το πλευρό του, και σωριάστηκε στη φελούκα. But another arrow pierced his side, and he fell down in the fellowship.

— Μανούλα μου… μουρμούρισε. - Mommy... she mumbled.

Του φάνηκε πως ο ήλιος έσβησε και μαύρη νύχτα απλώθηκε παντού. It seemed to him that the sun had gone out and black night spread everywhere.

Το ρεύμα έπαιρνε ολοένα την «Τρομάρα» και την «Αντάρα», βγάζοντας τες πέρα από το στενό στο ανοιχτό ποτάμι, όπου κατέβαιναν αργά-αργά στα ήσυχα νερά. The current was taking the "Tromara" and "Antara", taking them across the strait to the open river, where they slowly descended into the calm waters.

Από κάτω από τα παραπόταμα δέντρα όπου δούλευε με πυρετική βία, ο πρωτομάστορης τις διέκρινε από μακριά. From beneath the saplings where he worked with feverish violence, the master builder could see them in the distance. Παραξενεύθηκε που δεν είδε τον κουλό να σπρώχνει το κοντάρι του, ή ξαπλωμένο στην πλώρη όπως το συνήθιζε, και τον φώναξε: He was surprised not to see the coolie pushing his pole, or lying on the bow as was his wont, and called him:

— Ε, πατριώτη! - Hey, patriot! πού κρύβεσαι; where are you hiding?

Κανένας δεν αποκρίθηκε. No one responded.

Και οι βάρκες ολοένα σίμωναν. And the boats were getting smaller and smaller.

Του φάνηκε σα να ξεχώρισε ένα κορμί ξαπλωμένο, αλλά δεν αναγνώρισε το ναύτη. It seemed to him as if he could make out a lying body, but he did not recognize the sailor.

— Πατριώτη! - Patriot! Ε, Μονοχέρη! Hey, Mono! φώναξε πάλι. he shouted again.

Μα δεν ακούστηκε απόκριση. But there was no response.

Ο πρωτομάστορης δεν έχασε καιρό. The master builder wasted no time. Με τη βοήθεια των παραγιών του έριξε στο νερό την πλωτή που έφτιανε, και πήδηξε απάνω. With the help of his agents he threw the float he was making into the water, and jumped over.

— Λαργάρετε, παιδιά το σκοινί ώσπου να φθάσω στη μέση του ποταμού, φώναξε. - "You boys hold the rope until I reach the middle of the river," he shouted.

Απ' αντίκρυ, όπου οι εχθροί ήταν τώρα στρατοπεδευμένοι, μερικοί στρατιώτες του έριξαν σαΐτες και του φώναξαν βρισιές. From opposite, where the enemies were now encamped, some of the soldiers threw shuttles at him and shouted insults at him.

— Ζήτω ο στόλος του Αστόχαστου Α', φώναξε ένας. - Long live the fleet of Astochastos I, cried one.

Και όλοι οι άλλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. And everyone else burst out laughing.

Χωρίς να ταραχθεί, ο πρωτομάστορης άφησε τις φελούκες να σιμώσουν, ώσπου χτύπησαν την πλωτή και σταμάτησαν μια στιγμή. Unperturbed, the master builder let the pellets hiss until they hit the float and stopped for a moment. Άρπαξε τότε το σκοινί, που ήταν κουλουριασμένο στην πλώρη, κι έκανε νόημα να τον τραβήξουν στην όχθη. He then grabbed the rope, which was coiled in the bow, and motioned for him to be pulled to shore.