×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΔ’. Η ΜΑΧΗ

ΙΔ’. Η ΜΑΧΗ

Το Βασιλόπουλο είχε φθάσει στο ποτάμι. Έκρυψε τους ανθρώπους του στο δάσος και τους παράγγειλε να μη βγουν

από μέσα από τα δέντρα, για να μην τους δουν οι εχθροί.

Το σχέδιο του ήταν τη νύχτα να περάσει στην άλλη όχθη, να πλακώσει με τους ανθρώπους του το κοιμισμένο στρατόπεδο, να ωφεληθεί από την αταξία και την τρομάρα που θα έπιανε τους εχθρούς, και να τους διώξει μακριά. Εκεί να τους βαστάξει με κάθε τρόπο, ώσπου να ετοιμάσει στρατό και στόλο, και τότε πολεμώντας τους γερά, να τους υποχρεώσει να ξαναπεράσουν τα σύνορα.

Μα για να επιτύχει το σκοπό του, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να μεταφερθούν οι στρατιώτες του αντίκρυ.

Πήγε λοιπόν αμέσως να βρει τον Αμοιράκο για να του προτείνει ένα σχέδιο του.

Από μακριά είδε κάτω από τα δέντρα ανθρώπους μαζεμένους και αναγνώρισε τον πρωτομάστορη σκυμμένο πάνω σ' ένα σώμα.

— Τι τρέχει; ρώτησε σιμώνοντας.

Ο πρωτομάστορης άκουσε τη φωνή του και γύρισε. Το πρόσωπο του ήταν αγέλαστο και χλωμό.

— Εσένα ζήτησε, Αφέντη, είπε χωρίς να σηκωθεί.

— Ποιος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Και παραμερίζοντας τους εργάτες, έσκυψε και είδε το αιματωμένο πρόσωπο, όπου το βέλος είχε μείνει μπηγμένο στο φρύδι.

— Πολύδωρε! φώναξε, κι έπεσε στα γόνατα κοντά του.

Σήκωσε το κεφάλι του υπασπιστή, το ακούμπησε στο στήθος του, και σκούπισε το αίμα που έσταζε από τα μουσκεμένα μαλλιά.

— Φέρτε νερό, γρήγορα! πρόσταξε.

— Περιττό, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης. Το παλικάρι πέθανε…

— Δε γίνεται! Θα ζήσει! Πρέπει να ζήσει! φώναξε το Βασιλόπουλο. Πολύδωρε… με ακούς! Μίλησε μου…

Δεν έλαβε απόκριση. Τα σφιγμένα χείλια έμειναν βουβά, μαρμαρωμένα στην παντοτινή σιωπή.

Με νευρικά δάχτυλα έσπρωξε την πέτσινη ζώνη ν' ακούσει αν χτυπά η καρδιά. Το λουρί λύθηκε και χρυσά φλουριά χύθηκαν στο χώμα.

Τότε σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και γύρισε στους άντρες του.

— Στρατιώτες! φώναξε, και η φωνή του έτρεμε από την ταραχή της ψυχής του. Το παλικάρι αυθόρμητα έδωσε τη ζωή του στην πατρίδα, και σας έδειξε το δρόμο για να φθάσετε στη δόξα. Από τον καθένα σας απόψε ζητώ την ίδια θυσία, είτε στο θάνατο σας πάγω, είτε στη νίκη! Πατριώτες! Χαιρετήσετε τον Πρωτομάρτυρα!

Και σιωπηλά όλοι γύρω γονάτισαν.

Έθαψαν το παλικάρι εκεί που ξεψύχησε. Στο λάκκο μέσα, όπου τον ξάπλωσε το Βασιλόπουλο, με χέρια σταυρωμένα κοιμούνταν ο Πολύδωρος το στερνό του ύπνο. Πικρό χαμόγελο είχε παγώσει τα χείλια του. Τα μάτια του είχαν σβήσει χωρίς ν' ανταμώσουν του Αφέντη τη φωτεινή ματιά, που είχε ξυπνήσει στην ψυχή του τόση ομορφιά και δύναμη, και από μέτριο άνθρωπο τον έκανε ήρωα.

Με βαριά καρδιά έπιασε πάλι ο καθένας τη δουλειά του, γιατί η ώρα περνούσε και ο εχθρός είχε ζυγώσει.

— Πρωτομάστορη, είπε το Βασιλόπουλο, έχω ένα σχέδιο για απόψε. Μα για να το επιτύχω, πρέπει εσύ να με βοηθήσεις.

— Πρόσταξε, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ό,τι θέλεις θα το κάνω.

— Ξέρω πως πούλησες το σπίτι σου και ό,τι είχες, για να πληρώσεις τεχνίτες και να μου φτιάσεις στόλο…

— Έκανα μονάχα το καθήκον μου, είπε απλά ο πρωτομάστορης.

Το Βασιλόπουλο του άπλωσε το χέρι.

— Σ' ευχαριστώ στ' όνομα της Πατρίδας, είπε συγκινημένος. Μα τώρα σου ζητώ να παρατήσεις τα καράβια σου. Έχω ανάγκη από κάτι πιο βιαστικό.

— Τα παράτησα, Αφέντη. Πες, τι θέλεις;

— Με το στρατό που έχω, δεν μπορώ να καταπιαστώ τακτικό πόλεμο. Λοιπόν, συλλογίστηκα να πέσω απόψε με τους στρατιώτες μου στο εχθρικό στρατόπεδο και να τους διώξω. Μα πρέπει γι' αυτό να περάσομε το ποτάμι.

— Και δεν έχεις καράβια, Αφέντη, αυτό θες να πεις;

— Σκέφθηκα πως πρέπει να μου φτιάσεις μια πρόχειρη γέφυρα… άρχισε το Βασιλόπουλο.

Αλλά ο πρωτομάστορης τον διέκοψε.

— Την έχω μισοέτοιμη, είπε. Το Βασιλόπουλο απόρησε.

— Ποιος σου είπε να την κάνεις; ρώτησε.

— Ο κουλός, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης.

Και διηγήθηκε στο Βασιλόπουλο τα λόγια που είχε ανταλλάξει με το ναύτη.

— Σου έφτιαξα λοιπόν πολλές πλωτές, εξακολούθησε. Την ώρα που διατάξεις, σιωπηλά και ήσυχα θα δέσομε τις πλωτές τη μια με την άλλη, και ο στρατός ολόκληρος θα περάσει.

— Πού είναι ο ναύτης; ρώτησε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. Θέλω αμέσως να του μιλήσω!

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Από την ώρα που ανέβηκε το ποτάμι, δεν τον είδα πια. Το πληγωμένο παλικάρι βρέθηκε μέσα στις φελούκες του, μα ο ναύτης δε βρέθηκε.

— Δε σου είπε πού πήγαινε, σαν τον ρώτησες;

— Όχι. Είπε μόνο: «Μυστική υπηρεσία του Κράτους»! Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.

— Και ο Πολύδωρος δε σου είπε τίποτα;

— Δεν πρόφθασε, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ήταν αναίσθητος σαν τον κατέβασα στη στεριά και βουτηγμένος στο αίμα. Δοκίμασα να τον συνεφέρω, μα δεν άνοιξε τα μάτια του. Μουρμούρισε μόνο τ' όνομα σου δυο φορές και ξεψύχησε.

— Σα γυρίσει ο κουλός απόψε, θέλω να τον δω, είπε, μα το βράδυ ο κουλός δε γύρισε.

Είχε νυχτώσει καλά. Όλα ήταν έτοιμα.

Το Βασιλόπουλο είχε κατατάξει τους στρατιώτες του, αφού τους μοίρασε τα όπλα καθώς και όλα τα δρεπάνια, τις τσάπες και όσα άλλα εργαλεία του είχαν φέρει οι χωρικοί.

Με χαμηλή φωνή έδινε τις τελευταίες του οδηγίες, ενόσω στο ποτάμι ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του σιωπηλά έδενε τις πλωτές τη μια με την άλλη και τις στερέωνε στις δυο όχθες.

Το Βασιλόπουλο έδωσε το σύνθημα, και πρώτος πάτησε τη γέφυρα και πέρασε στο αντικρινό μέρος.

Το εχθρικό στρατόπεδο κοιμούνταν ησυχότατο.

Ο θείος Βασιλιάς είχε φθάσει ως το ποτάμι χωρίς ν' απαντήσει στρατιώτη. Μπροστά του οι κάτοικοι έφευγαν, κοπάδια τρομαγμένα, και παρατούσαν τα χωριά τους που τα έκαιαν οι εχθροί, αφού κατάκλεβαν από τα σπίτια ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν.

Κανένα λόγο για ν' ανησυχήσει δεν μπορούσε να έχει ο θείος Βασιλιάς, ούτε οι στρατιώτες του. Και κουρασμένοι από το δρόμο που είχαν κάνει εκείνη την ημέρα, κοιμούνταν βαριά, χωρίς καν να σκεφθούν να βάλουν φρουρούς.

Το Βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως πόσο μπορούσε να ωφεληθεί από αυτή την αμέλεια.

Σιωπηλά, πνίγοντας τον κρότο των βημάτων τους, οι Μοιρολάτρες περίζωσαν το στρατόπεδο, και βαστώντας την αναπνοή τους περίμεναν το σύνθημα.

Έξαφνα έλαμψε μια φωτιά κοντά στο ποτάμι.

Στο σημείο αυτό, πρώτο το Βασιλόπουλο ξεσπάθωσε και ρίχθηκε καταπάνω στους εχθρούς, και απ' όλες τις μεριές μαζί, αλαλάζοντας, τον ακολούθησαν οι στρατιώτες.

Οι εχθροί ξύπνησαν τρομαγμένοι από τις φωνές.

Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έτρεχε, και οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου πρόφθασαν κι έσφαξαν καμπόσους, πριν σκεφθούν αυτοί να διαφεντευθούν.

Δεν άργησαν όμως ν' αντιληφθούν πως κάποιος άγνωστος εχθρός τους χτυπούσε κι έτρεξαν στα όπλα.

Μα δεν ήταν εύκολο να τα βρουν στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας. Και στο μεταξύ, οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου, με τα μακριά τους δρεπάνια, θέριζαν τους άντρες που έπεφταν σα στάχυα.

Πανικός έπιασε τους εχθρούς, και θέλησαν να τρέξουν κατά τον κάμπο, με την ελπίδα να σωθούν. Μα το Βασιλόπουλο φύλαγε, και με μερικούς διαλεχτούς στρατιώτες έπεσε καταπάνω τους και σκότωσε τόσους πολλούς, που το αίμα έτρεχε ποτάμι.

— Εμπρός! Εμπρός! φώναζε το Βασιλόπουλο. Εμπρός! Το Βασιλιά τους να πιάσομε.

Και με το σπαθί στο χέρι έτρεξε στη σκηνή του θείου Βασιλιά.

Μα ο Άρχοντας ήταν παλικαράς. Τόσο εύκολα δεν παραδίνουνταν. Με τις πρώτες φωνές ξύπνησε, άρπαξε ευθύς τα όπλα του και θέλησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος όμως, από την τρεμούλα που τον έπιασε, δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του και κάθισε χάμω.

— Πιάσε το σπαθί σου, δειλέ! του φώναξε άγρια ο σύμμαχος του. Πάρε τ' άρματα σου και ακολούθα με! Εσύ με πήρες στο λαιμό σου και με παρέσυρες να κάνω τούτο τον πόλεμο. Έβγα τώρα και πολέμα μαζί μου.

Μα ο κυρ-Λαγόκαρδος ούτε να κουνήσει δεν μπορούσε, και ο θείος Βασιλιάς τον κλώτσησε με θυμό και αηδία και βγήκε από τη σκηνή του.

Βλέποντας τους στρατιώτες του να φεύγουν, ο θυμός του έγινε μανία και άρχισε να τους χτυπά με το κοντάρι του. Κατόρθωσε να μαζέψει μερικούς και θέλησε ν' αντισταθεί, φωνάζοντας:

— Άνανδροι! Πού τρέχετε σαν τ' αρνιά που τα κυνηγάει ο λύκος; Γυρνάτε πίσω! Ελάτε γύρω στο Βασιλιά σας, να δείτε αν ξέρει αυτός να πολεμήσει και να σας προστατέψει!

Με τις φωνές του σταμάτησε ακόμα μερικούς.

— Στο ποτάμι τώρα! πρόσταξε. Όπως πέρασαν αυτοί το νερό, θα το περάσομε κι εμείς. Και όταν μας δουν να φθάνομε στα σπίτια τους, θα σκορπίσουν σα σπουργίτια! Εμπρός, παιδιά! Στο ποτάμι!

Μα το Βασιλόπουλο τον είδε. Αντιλήφθηκε αμέσως τι πανωλεθρία θ' ακολουθούσε, αν περνούσαν οι εχθροί στην αριστερή όχθη, όπου δεν έμενε ούτε ένας στρατιώτης.

Με τους διαλεχτούς του έτρεξε στη γέφυρα κι έφθασε την ώρα που τσάκιζε το μικρό σώμα που τη φύλαγε, και οι πρώτοι εχθροί πηδούσαν στις πλωτές.

— Σπάσε τη γέφυρα! Πρωτομάστορη, κόψε τα σκοινιά! βροντοφώνησε. Και αν κανένας από τους δικούς μας θελήσει να φύγει, ας τον πνίξει το ποτάμι!

Από την αντικρινή όχθη τον άκουσε ο πρωτομάστορης, πετάχθηκε στη γέφυρα και με δυο τσεκουριές την έκοψε στη μέση.

Και οι πλωτές χωρίστηκαν σε δύο μέρη.

Οι εχθροί, βλέποντας κομμένο το δρόμο, θέλησαν να γυρίσουν πίσω.

Μα έξαφνα, από μέσα από τους συντρόφους του Βασιλόπουλου πετάχθηκε ένας νέος, έτρεξε στο ποτάμι και με κίνδυνο της ζωής του, αψηφώντας τα κοντάρια των εχθρών, έκοψε τα σκοινιά που βαστούσαν ακόμα τις πλωτές δεμένες στη στεριά, και η μισή γέφυρα παρασύρθηκε από το ρεύμα με όσους εχθρούς είχαν προφθάσει να πηδήξουν απάνω της.

Και χάθηκε πάλι ο νέος ανάμεσα στους στρατιώτες.

Σα λεοντάρι πολεμούσε το Βασιλόπουλο, και το παράδειγμα του έδινε καρδιά και στον πιο δειλό.

Ο θείος Βασιλιάς τον είδε και τον αναγνώρισε στη λάμψη της φωτιάς που έκαιε ακόμα στην ακροποταμιά.

— Παιδιά! φώναξε στους δικούς του. Το άλογο μου, τ' άρματα μου και την κόρη μου θα δώσω σ' εκείνον που θα μου φέρει αυτό το παλικάρι, ζωντανό ή πεθαμένο.

Όρμησαν οι διαλεχτοί του αξιωματικοί και στρατιώτες να τον αρπάξουν.

Μα το σπαθί του Βασιλόπουλου θέριζε κεφάλια ανοίγοντας κύκλο γύρω του.

Μια μαχαιριά του είχε ανοίξει το μέτωπο, μα το Βασιλόπουλο εξακολουθούσε να πελεκά, και οι εχθροί, σαστισμένοι με την τόλμη του, άρχιζαν να δειλιάζουν και να υποχωρούν, όταν έσπασε το σπαθί του στα χέρια του.

Με άγριες φωνές ρίχθηκαν τότε επάνω του. Ένας του έμπηξε τη λόγχη στον ώμο με τόση ορμή, που το Βασιλόπουλο έπεσε στα γόνατα.

Θα τον έσφαζαν βέβαια. Αλλά έξαφνα πετάχθηκε ο ίδιος νέος που είχε κόψει τα σκοινιά της γέφυρας, και με το σώμα του σκέπασε το Βασιλόπουλο.

— Φύγε, Αφέντη! φώναξε.

Σε μια στιγμή δέκα σπαθιά τον τρύπησαν. Και σωριάστηκε αναίσθητος, κυλισμένος στο αίμα του.

Μ' αυτή η στιγμή είχε αρκέσει. Οι Μοιρολάτρες, βλέποντας το Βασιλόπουλο πεσμένο, έγιναν θηρία, και με καινούρια ορμή ρίχθηκαν στους εχθρούς, τους έσπρωξαν πίσω, τους τσάκισαν και τους έτρεψαν σε φυγή.

Ο ίδιος ο Βασιλιάς τους μόλις πρόφθασε να σωθεί, και βλέποντας τη μάχη χαμένη πήδηξε στο άλογο του και ξέφυγε κατά τον κάμπο με τα συντρίμματα του στρατού του.

Το Βασιλόπουλο, γονατισμένο στο χώμα, αψηφώντας τις πληγές του, γύρευε να συνεφέρει το νέο που με θυσία της ζωής του τον είχε σώσει.

— Δώστε μου ένα φως, πρόσταξε.

Και του έφεραν αναμμένο δαδί.

Στη λάμψη της φλόγας αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.

— Αυτός, εδώ!… μουρμούρισε.

Πήρε από ένα πεθαμένο εχθρό το παγούρι, κι έχυσε μερικές στάλες στα χωρισμένα χείλια του.

Ο νέος άνοιξε τα μάτια, είδε το Βασιλόπουλο σκυμμένο απάνω του και χαμογέλασε.

— Χωροφύλακας, ξυλοκόπος… και Βασιλόπουλο… είπε με κόπο. Βλέπεις… θυμήθηκα, σαν ήλθε η ώρα, τα λόγια μου… Βγήκε το Βασιλόπουλο… και το ακολουθήσαμε όλοι…

Έκλεισε τα μάτια του κι έγειρε αργά το κεφάλι.

— Ξέχασε τ' άλλα λόγια που σου είπα… μουρμούρισε με σβησμένη φωνή, και συχώρνα με…

Το Βασιλόπουλο έσκυψε και τον φίλησε.

— Μου έσωσες τη ζωή σήμερα, είπε βαθιά ταραγμένος, και με το θάρρος σου, κόβοντας τη γέφυρα, κατέστρεψες τόσους εχθρούς. Τι συγχώρηση ζητάς;

Μα ο νέος δεν αποκρίθηκε, ούτε σάλεψε πια.

Στην αγκαλιά του Βασιλόπουλου είχε ξεψυχήσει.


ΙΔ’. Η ΜΑΧΗ IV'. DER KAMPF IV'. THE FIGHT IV LA LUCHA IV'. LE COMBAT IV'. WALKA

Το Βασιλόπουλο είχε φθάσει στο ποτάμι. Vassilopoulos had reached the river. Έκρυψε τους ανθρώπους του στο δάσος και τους παράγγειλε να μη βγουν He hid his people in the woods and ordered them not to come out

από μέσα από τα δέντρα, για να μην τους δουν οι εχθροί. from inside the trees, so that the enemies wouldn't see them.

Το σχέδιο του ήταν τη νύχτα να περάσει στην άλλη όχθη, να πλακώσει με τους ανθρώπους του το κοιμισμένο στρατόπεδο, να ωφεληθεί από την αταξία και την τρομάρα που θα έπιανε τους εχθρούς, και να τους διώξει μακριά. His plan was to cross over to the other side at night, to beat up the sleeping camp with his men, to take advantage of the disorder and terror that would seize the enemies, and drive them away. Εκεί να τους βαστάξει με κάθε τρόπο, ώσπου να ετοιμάσει στρατό και στόλο, και τότε πολεμώντας τους γερά, να τους υποχρεώσει να ξαναπεράσουν τα σύνορα. There to torment them in every way, until he prepares an army and a fleet, and then, fighting them hard, to force them to cross the border again.

Μα για να επιτύχει το σκοπό του, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να μεταφερθούν οι στρατιώτες του αντίκρυ. But in order to achieve his goal, he had to find a way to move his soldiers in the opposite direction.

Πήγε λοιπόν αμέσως να βρει τον Αμοιράκο για να του προτείνει ένα σχέδιο του. So he immediately went to find Amirako to propose a plan to him.

Από μακριά είδε κάτω από τα δέντρα ανθρώπους μαζεμένους και αναγνώρισε τον πρωτομάστορη σκυμμένο πάνω σ' ένα σώμα. From a distance he saw people gathered under the trees and recognized the first mason bent over a body.

— Τι τρέχει; ρώτησε σιμώνοντας. - What's wrong?" he asked in disgust.

Ο πρωτομάστορης άκουσε τη φωνή του και γύρισε. The master builder heard his voice and turned around. Το πρόσωπο του ήταν αγέλαστο και χλωμό. His face was unkempt and pale.

— Εσένα ζήτησε, Αφέντη, είπε χωρίς να σηκωθεί. - He asked for you, Master, he said without getting up.

— Ποιος; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Who? asked Vassilopoulos.

Και παραμερίζοντας τους εργάτες, έσκυψε και είδε το αιματωμένο πρόσωπο, όπου το βέλος είχε μείνει μπηγμένο στο φρύδι. And stepping aside from the workers, he bent down and saw the bloody face, where the arrow was lodged in the eyebrow.

— Πολύδωρε! - My lord! φώναξε, κι έπεσε στα γόνατα κοντά του. she cried, and fell to her knees near him.

Σήκωσε το κεφάλι του υπασπιστή, το ακούμπησε στο στήθος του, και σκούπισε το αίμα που έσταζε από τα μουσκεμένα μαλλιά. He lifted the adjutant's head, put it to his chest, and wiped the blood dripping from the soaked hair.

— Φέρτε νερό, γρήγορα! - Get water, quick! πρόσταξε. he commanded.

— Περιττό, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης. - "Unnecessary, Master," said the master builder. Το παλικάρι πέθανε… The lad died...

— Δε γίνεται! - It can't be done! Θα ζήσει! He will live! Πρέπει να ζήσει! He must live! φώναξε το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos shouted. Πολύδωρε… με ακούς! Polygon... can you hear me! Μίλησε μου… Talk to me...

Δεν έλαβε απόκριση. No response was received. Τα σφιγμένα χείλια έμειναν βουβά, μαρμαρωμένα στην παντοτινή σιωπή. The pursed lips remained silent, marbled in eternal silence.

Με νευρικά δάχτυλα έσπρωξε την πέτσινη ζώνη ν' ακούσει αν χτυπά η καρδιά. With nervous fingers he pushed the leather belt to hear if the heart was beating. Το λουρί λύθηκε και χρυσά φλουριά χύθηκαν στο χώμα. The leash was untied and golden coins were spilled on the ground.

Τότε σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και γύρισε στους άντρες του. Then Vassilopoulos got up and returned to his men.

— Στρατιώτες! φώναξε, και η φωνή του έτρεμε από την ταραχή της ψυχής του. he cried, and his voice trembled with the agitation of his soul. Το παλικάρι αυθόρμητα έδωσε τη ζωή του στην πατρίδα, και σας έδειξε το δρόμο για να φθάσετε στη δόξα. The lad spontaneously gave his life to his country, and showed you the way to glory. Από τον καθένα σας απόψε ζητώ την ίδια θυσία, είτε στο θάνατο σας πάγω, είτε στη νίκη! From each of you tonight I ask the same sacrifice, whether in death or in victory! Πατριώτες! Patriots! Χαιρετήσετε τον Πρωτομάρτυρα! Salute the First Martyr!

Και σιωπηλά όλοι γύρω γονάτισαν. And silently everyone around knelt down.

Έθαψαν το παλικάρι εκεί που ξεψύχησε. They buried the lad where he died. Στο λάκκο μέσα, όπου τον ξάπλωσε το Βασιλόπουλο, με χέρια σταυρωμένα κοιμούνταν ο Πολύδωρος το στερνό του ύπνο. In the pit, where Vassilopoulos had laid him down, with his arms crossed, Polydoros was sleeping his last sleep. Πικρό χαμόγελο είχε παγώσει τα χείλια του. A bitter smile had frozen his lips. Τα μάτια του είχαν σβήσει χωρίς ν' ανταμώσουν του Αφέντη τη φωτεινή ματιά, που είχε ξυπνήσει στην ψυχή του τόση ομορφιά και δύναμη, και από μέτριο άνθρωπο τον έκανε ήρωα. His eyes had faded without meeting the Master's bright gaze, which had awakened in his soul such beauty and strength, and had turned him from a mediocre man into a hero.

Με βαριά καρδιά έπιασε πάλι ο καθένας τη δουλειά του, γιατί η ώρα περνούσε και ο εχθρός είχε ζυγώσει. With a heavy heart each man set to work again, for the time was passing and the enemy had weighed in.

— Πρωτομάστορη, είπε το Βασιλόπουλο, έχω ένα σχέδιο για απόψε. - First Mouth, said Vasilopoulos, I have a plan for tonight. Μα για να το επιτύχω, πρέπει εσύ να με βοηθήσεις. But in order for me to succeed, you must help me.

— Πρόσταξε, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. - 'Command, Master,' replied the first mason. Ό,τι θέλεις θα το κάνω. Whatever you want, I'll do it.

— Ξέρω πως πούλησες το σπίτι σου και ό,τι είχες, για να πληρώσεις τεχνίτες και να μου φτιάσεις στόλο… - I know you sold your house and everything you owned to pay for craftsmen and build me a fleet...

— Έκανα μονάχα το καθήκον μου, είπε απλά ο πρωτομάστορης. - I was only doing my duty, the first mason said simply.

Το Βασιλόπουλο του άπλωσε το χέρι. Vassilopoulos held out his hand.

— Σ' ευχαριστώ στ' όνομα της Πατρίδας, είπε συγκινημένος. - Thank you in the name of the Fatherland, he said excitedly. Μα τώρα σου ζητώ να παρατήσεις τα καράβια σου. But now I'm asking you to give up your ships. Έχω ανάγκη από κάτι πιο βιαστικό. I need something a little more urgent.

— Τα παράτησα, Αφέντη. - I've given up, Master. Πες, τι θέλεις;

— Με το στρατό που έχω, δεν μπορώ να καταπιαστώ τακτικό πόλεμο. - With the army I have, I cannot engage in tactical warfare. Λοιπόν, συλλογίστηκα να πέσω απόψε με τους στρατιώτες μου στο εχθρικό στρατόπεδο και να τους διώξω. Well, I contemplated dropping into the enemy camp tonight with my soldiers and driving them out. Μα πρέπει γι' αυτό να περάσομε το ποτάμι. But for that we have to cross the river.

— Και δεν έχεις καράβια, Αφέντη, αυτό θες να πεις; - And you have no ships, Master, is that what you're saying?

— Σκέφθηκα πως πρέπει να μου φτιάσεις μια πρόχειρη γέφυρα… άρχισε το Βασιλόπουλο. - I thought you should build me a makeshift bridge... started with Vassilopoulos.

Αλλά ο πρωτομάστορης τον διέκοψε. But the master builder interrupted him.

— Την έχω μισοέτοιμη, είπε. - I have it half-finished, he said. Το Βασιλόπουλο απόρησε. Vassilopoulos was surprised.

— Ποιος σου είπε να την κάνεις; ρώτησε. - Who told you to run away? he asked.

— Ο κουλός, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. - The cook, replied the first mason.

Και διηγήθηκε στο Βασιλόπουλο τα λόγια που είχε ανταλλάξει με το ναύτη. And he told Vassilopoulos the words he had exchanged with the sailor.

— Σου έφτιαξα λοιπόν πολλές πλωτές, εξακολούθησε. - So I made you many floating ones, go on. Την ώρα που διατάξεις, σιωπηλά και ήσυχα θα δέσομε τις πλωτές τη μια με την άλλη, και ο στρατός ολόκληρος θα περάσει. At the time of the order, silently and quietly we will tie the floats one to the other, and the whole army will pass.

— Πού είναι ο ναύτης; ρώτησε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. - Where is the sailor?" asked Vassilopoulos excitedly. Θέλω αμέσως να του μιλήσω! I want to talk to him right now!

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. - "I don't know," replied the first mason. Από την ώρα που ανέβηκε το ποτάμι, δεν τον είδα πια. From the time he came up the river, I never saw him again. Το πληγωμένο παλικάρι βρέθηκε μέσα στις φελούκες του, μα ο ναύτης δε βρέθηκε. The wounded lad was found in his shells, but the sailor was not found.

— Δε σου είπε πού πήγαινε, σαν τον ρώτησες; - Didn't he tell you where he was going when you asked him?

— Όχι. Είπε μόνο: «Μυστική υπηρεσία του Κράτους»! He only said: "Secret Service of the State"! Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. I didn't understand what he meant.

— Και ο Πολύδωρος δε σου είπε τίποτα; - And Polydoros didn't tell you anything?

— Δεν πρόφθασε, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. - "He didn't have time," replied the first mason. Ήταν αναίσθητος σαν τον κατέβασα στη στεριά και βουτηγμένος στο αίμα. He was unconscious when I brought him ashore and covered in blood. Δοκίμασα να τον συνεφέρω, μα δεν άνοιξε τα μάτια του. I tried to revive him, but he wouldn't open his eyes. Μουρμούρισε μόνο τ' όνομα σου δυο φορές και ξεψύχησε. Just mumble your name twice and die.

— Σα γυρίσει ο κουλός απόψε, θέλω να τον δω, είπε, μα το βράδυ ο κουλός δε γύρισε. - "When the cook comes back tonight, I want to see him," he said, "but the cook didn't come back in the evening.

Είχε νυχτώσει καλά. It was well after dark. Όλα ήταν έτοιμα.

Το Βασιλόπουλο είχε κατατάξει τους στρατιώτες του, αφού τους μοίρασε τα όπλα καθώς και όλα τα δρεπάνια, τις τσάπες και όσα άλλα εργαλεία του είχαν φέρει οι χωρικοί. Vassilopoulos had ranked his soldiers, after distributing the weapons and all the scythe, hoes and other tools that the villagers had brought him.

Με χαμηλή φωνή έδινε τις τελευταίες του οδηγίες, ενόσω στο ποτάμι ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του σιωπηλά έδενε τις πλωτές τη μια με την άλλη και τις στερέωνε στις δυο όχθες. In a low voice he gave his last instructions, while the foremaster and his parishioners silently tied the floats together on the river and fastened them to the two banks.

Το Βασιλόπουλο έδωσε το σύνθημα, και πρώτος πάτησε τη γέφυρα και πέρασε στο αντικρινό μέρος. Vassilopoulos gave the signal, and first stepped on the bridge and crossed to the opposite side.

Το εχθρικό στρατόπεδο κοιμούνταν ησυχότατο. The enemy camp was sleeping peacefully.

Ο θείος Βασιλιάς είχε φθάσει ως το ποτάμι χωρίς ν' απαντήσει στρατιώτη. Uncle King had reached the river without answering a soldier. Μπροστά του οι κάτοικοι έφευγαν, κοπάδια τρομαγμένα, και παρατούσαν τα χωριά τους που τα έκαιαν οι εχθροί, αφού κατάκλεβαν από τα σπίτια ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν. In front of him the inhabitants fled, herds of frightened people, and abandoned their villages, which were burned by the enemies, after stealing from the houses what they could lift.

Κανένα λόγο για ν' ανησυχήσει δεν μπορούσε να έχει ο θείος Βασιλιάς, ούτε οι στρατιώτες του. There was no reason for the uncle King or his soldiers to worry. Και κουρασμένοι από το δρόμο που είχαν κάνει εκείνη την ημέρα, κοιμούνταν βαριά, χωρίς καν να σκεφθούν να βάλουν φρουρούς. And tired from the journey they had made that day, they slept heavily, without even thinking of putting guards on.

Το Βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως πόσο μπορούσε να ωφεληθεί από αυτή την αμέλεια. Vassilopoulos immediately realized how much he could benefit from this negligence.

Σιωπηλά, πνίγοντας τον κρότο των βημάτων τους, οι Μοιρολάτρες περίζωσαν το στρατόπεδο, και βαστώντας την αναπνοή τους περίμεναν το σύνθημα. Silently, muffling the clatter of their footsteps, the Moorishmen girdled the camp, holding their breath as they waited for the signal.

Έξαφνα έλαμψε μια φωτιά κοντά στο ποτάμι. Suddenly there was a fire near the river.

Στο σημείο αυτό, πρώτο το Βασιλόπουλο ξεσπάθωσε και ρίχθηκε καταπάνω στους εχθρούς, και απ' όλες τις μεριές μαζί, αλαλάζοντας, τον ακολούθησαν οι στρατιώτες. At this point, Vasilopoulos was the first to break free and threw himself on the enemies, and the soldiers followed him from all sides together, shouting.

Οι εχθροί ξύπνησαν τρομαγμένοι από τις φωνές. The enemies woke up frightened by the voices.

Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έτρεχε, και οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου πρόφθασαν κι έσφαξαν καμπόσους, πριν σκεφθούν αυτοί να διαφεντευθούν. At first they couldn't understand what was going on, and Vassilopoulos' soldiers caught up and slaughtered the Kabos before they could think of being dispersed.

Δεν άργησαν όμως ν' αντιληφθούν πως κάποιος άγνωστος εχθρός τους χτυπούσε κι έτρεξαν στα όπλα. But it didn't take them long to realize that an unknown enemy was striking them and they ran to arms.

Μα δεν ήταν εύκολο να τα βρουν στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας. But it was not easy to find them in the darkness of the moonless night. Και στο μεταξύ, οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου, με τα μακριά τους δρεπάνια, θέριζαν τους άντρες που έπεφταν σα στάχυα. And in the meantime, the soldiers of Vassilopoulos, with their long scythe, were mowing down the men who were falling like ashes.

Πανικός έπιασε τους εχθρούς, και θέλησαν να τρέξουν κατά τον κάμπο, με την ελπίδα να σωθούν. Panic gripped the enemies, and they wanted to run towards the plain in the hope of being saved. Μα το Βασιλόπουλο φύλαγε, και με μερικούς διαλεχτούς στρατιώτες έπεσε καταπάνω τους και σκότωσε τόσους πολλούς, που το αίμα έτρεχε ποτάμι. But Vassilopoulos was on guard, and with a few picked soldiers he fell upon them and killed so many that the blood flowed like a river.

— Εμπρός! Εμπρός! φώναζε το Βασιλόπουλο. Εμπρός! Το Βασιλιά τους να πιάσομε. Let's get their king.

Και με το σπαθί στο χέρι έτρεξε στη σκηνή του θείου Βασιλιά. And with sword in hand he ran to the tent of the uncle King.

Μα ο Άρχοντας ήταν παλικαράς. But the Lord was a brave man. Τόσο εύκολα δεν παραδίνουνταν. They were not so easily surrendered. Με τις πρώτες φωνές ξύπνησε, άρπαξε ευθύς τα όπλα του και θέλησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του. At the first shouts he woke up, immediately grabbed his weapons and wanted to get his soldiers together.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος όμως, από την τρεμούλα που τον έπιασε, δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του και κάθισε χάμω. But Mr.-Lagokardos, from the tremor that seized him, could no longer stand on his feet and sat down.

— Πιάσε το σπαθί σου, δειλέ! - Grab your sword, coward! του φώναξε άγρια ο σύμμαχος του. his ally shouted wildly at him. Πάρε τ' άρματα σου και ακολούθα με! Take your chariots and follow me! Εσύ με πήρες στο λαιμό σου και με παρέσυρες να κάνω τούτο τον πόλεμο. Thou hast taken me by the neck, and led me on to make this war. Έβγα τώρα και πολέμα μαζί μου. Come out now and fight me.

Μα ο κυρ-Λαγόκαρδος ούτε να κουνήσει δεν μπορούσε, και ο θείος Βασιλιάς τον κλώτσησε με θυμό και αηδία και βγήκε από τη σκηνή του. But Mr.-Lagocard could not move, and the uncle King kicked him in anger and disgust, and went out of his tent.

Βλέποντας τους στρατιώτες του να φεύγουν, ο θυμός του έγινε μανία και άρχισε να τους χτυπά με το κοντάρι του. Seeing his soldiers leaving, his anger turned to fury and he began to beat them with his staff. Κατόρθωσε να μαζέψει μερικούς και θέλησε ν' αντισταθεί, φωνάζοντας: He managed to gather a few and wanted to resist, shouting:

— Άνανδροι! - Cowards! Πού τρέχετε σαν τ' αρνιά που τα κυνηγάει ο λύκος; Γυρνάτε πίσω! Where are you running like lambs being chased by the wolf? Come back! Ελάτε γύρω στο Βασιλιά σας, να δείτε αν ξέρει αυτός να πολεμήσει και να σας προστατέψει! Come around to your King, see if he knows how to fight and protect you!

Με τις φωνές του σταμάτησε ακόμα μερικούς. With his shouting he stopped a few more.

— Στο ποτάμι τώρα! πρόσταξε. Όπως πέρασαν αυτοί το νερό, θα το περάσομε κι εμείς. As they have passed through the water, so shall we. Και όταν μας δουν να φθάνομε στα σπίτια τους, θα σκορπίσουν σα σπουργίτια! And when they see us arrive at their homes, they will scatter like sparrows! Εμπρός, παιδιά! Στο ποτάμι!

Μα το Βασιλόπουλο τον είδε. But Vassilopoulos saw him. Αντιλήφθηκε αμέσως τι πανωλεθρία θ' ακολουθούσε, αν περνούσαν οι εχθροί στην αριστερή όχθη, όπου δεν έμενε ούτε ένας στρατιώτης. He immediately realised what a disaster would follow if the enemy crossed to the left bank, where not a single soldier remained.

Με τους διαλεχτούς του έτρεξε στη γέφυρα κι έφθασε την ώρα που τσάκιζε το μικρό σώμα που τη φύλαγε, και οι πρώτοι εχθροί πηδούσαν στις πλωτές. With his chosen men he ran to the bridge and arrived just as the small body guarding it was being crushed, and the first enemies were jumping on the pontoons.

— Σπάσε τη γέφυρα! - Break the bridge! Πρωτομάστορη, κόψε τα σκοινιά! First mate, cut the ropes! βροντοφώνησε. he thundered. Και αν κανένας από τους δικούς μας θελήσει να φύγει, ας τον πνίξει το ποτάμι! And if any of our people want to leave, let the river drown them!

Από την αντικρινή όχθη τον άκουσε ο πρωτομάστορης, πετάχθηκε στη γέφυρα και με δυο τσεκουριές την έκοψε στη μέση. From the opposite bank the first mason heard him, jumped onto the bridge and with two axes cut it in half.

Και οι πλωτές χωρίστηκαν σε δύο μέρη. And the floats were divided into two parts.

Οι εχθροί, βλέποντας κομμένο το δρόμο, θέλησαν να γυρίσουν πίσω. The enemies, seeing the road cut off, wanted to turn back.

Μα έξαφνα, από μέσα από τους συντρόφους του Βασιλόπουλου πετάχθηκε ένας νέος, έτρεξε στο ποτάμι και με κίνδυνο της ζωής του, αψηφώντας τα κοντάρια των εχθρών, έκοψε τα σκοινιά που βαστούσαν ακόμα τις πλωτές δεμένες στη στεριά, και η μισή γέφυρα παρασύρθηκε από το ρεύμα με όσους εχθρούς είχαν προφθάσει να πηδήξουν απάνω της. But suddenly, from among Vassilopoulos' comrades a young man jumped out, ran into the river and at the risk of his life, defying the poles of the enemy, cut the ropes that still held the floats tied to the land, and half the bridge was swept away by the current with all the enemies who had managed to jump over it.

Και χάθηκε πάλι ο νέος ανάμεσα στους στρατιώτες. And the young man was lost again among the soldiers.

Σα λεοντάρι πολεμούσε το Βασιλόπουλο, και το παράδειγμα του έδινε καρδιά και στον πιο δειλό. Like a lion he fought Vassilopoulos, and his example gave heart to the most cowardly.

Ο θείος Βασιλιάς τον είδε και τον αναγνώρισε στη λάμψη της φωτιάς που έκαιε ακόμα στην ακροποταμιά. Uncle King saw him and recognized him in the glow of the fire still burning in the forebay.

— Παιδιά! φώναξε στους δικούς του. he shouted to his family. Το άλογο μου, τ' άρματα μου και την κόρη μου θα δώσω σ' εκείνον που θα μου φέρει αυτό το παλικάρι, ζωντανό ή πεθαμένο. I will give my horse, my chariots, and my daughter to him that shall bring me this lad, whether he be living or dead.

Όρμησαν οι διαλεχτοί του αξιωματικοί και στρατιώτες να τον αρπάξουν. His chosen officers and soldiers rushed to seize him.

Μα το σπαθί του Βασιλόπουλου θέριζε κεφάλια ανοίγοντας κύκλο γύρω του. But the sword of Vassilopoulos was reaping heads, circling around him.

Μια μαχαιριά του είχε ανοίξει το μέτωπο, μα το Βασιλόπουλο εξακολουθούσε να πελεκά, και οι εχθροί, σαστισμένοι με την τόλμη του, άρχιζαν να δειλιάζουν και να υποχωρούν, όταν έσπασε το σπαθί του στα χέρια του. A stab had opened his forehead, but Vassilopoulos was still hacking away, and the enemies, bewildered by his boldness, began to coward and retreat when he broke his sword in his hands.

Με άγριες φωνές ρίχθηκαν τότε επάνω του. Then with wild shouts they threw themselves upon him. Ένας του έμπηξε τη λόγχη στον ώμο με τόση ορμή, που το Βασιλόπουλο έπεσε στα γόνατα. One of them thrust the spear into his shoulder with such force that Vassilopoulos fell to his knees.

Θα τον έσφαζαν βέβαια. They would have slaughtered him, of course. Αλλά έξαφνα πετάχθηκε ο ίδιος νέος που είχε κόψει τα σκοινιά της γέφυρας, και με το σώμα του σκέπασε το Βασιλόπουλο. But suddenly the same young man who had cut the ropes of the bridge sprang up, and with his body he covered Vassilopoulos.

— Φύγε, Αφέντη! φώναξε.

Σε μια στιγμή δέκα σπαθιά τον τρύπησαν. In an instant ten swords pierced him. Και σωριάστηκε αναίσθητος, κυλισμένος στο αίμα του. And he collapsed unconscious, rolling in his own blood.

Μ' αυτή η στιγμή είχε αρκέσει. That moment was enough. Οι Μοιρολάτρες, βλέποντας το Βασιλόπουλο πεσμένο, έγιναν θηρία, και με καινούρια ορμή ρίχθηκαν στους εχθρούς, τους έσπρωξαν πίσω, τους τσάκισαν και τους έτρεψαν σε φυγή. The Moirotlatres, seeing the fallen Vassilopoulos, became beasts, and with renewed vigour they threw themselves at their enemies, pushed them back, crushed them and drove them away.

Ο ίδιος ο Βασιλιάς τους μόλις πρόφθασε να σωθεί, και βλέποντας τη μάχη χαμένη πήδηξε στο άλογο του και ξέφυγε κατά τον κάμπο με τα συντρίμματα του στρατού του. Their King himself barely managed to save himself, and seeing the battle lost he jumped on his horse and fled across the plain with the wreckage of his army.

Το Βασιλόπουλο, γονατισμένο στο χώμα, αψηφώντας τις πληγές του, γύρευε να συνεφέρει το νέο που με θυσία της ζωής του τον είχε σώσει. Vassilopoulos, kneeling on the ground, defying his wounds, sought to revive the young man who had saved him with the sacrifice of his life.

— Δώστε μου ένα φως, πρόσταξε. - Give me a light, he commanded.

Και του έφεραν αναμμένο δαδί. And they brought him a lighted torch.

Στη λάμψη της φλόγας αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας. In the glow of the flame he recognized the new tavern.

— Αυτός, εδώ!… μουρμούρισε. - Him, here!.... he muttered.

Πήρε από ένα πεθαμένο εχθρό το παγούρι, κι έχυσε μερικές στάλες στα χωρισμένα χείλια του. He took the canteen from a dead enemy, and poured a few drops on his parted lips.

Ο νέος άνοιξε τα μάτια, είδε το Βασιλόπουλο σκυμμένο απάνω του και χαμογέλασε. The young man opened his eyes, saw Vassilopoulos bent over him and smiled.

— Χωροφύλακας, ξυλοκόπος… και Βασιλόπουλο… είπε με κόπο. - Gendarme, lumberjack... and Vassilopoulos... he said with difficulty. Βλέπεις… θυμήθηκα, σαν ήλθε η ώρα, τα λόγια μου… Βγήκε το Βασιλόπουλο… και το ακολουθήσαμε όλοι… You see... I remembered, when the time came, my words... Vassilopoulos came out... and we all followed him...

Έκλεισε τα μάτια του κι έγειρε αργά το κεφάλι. He closed his eyes and slowly tilted his head.

— Ξέχασε τ' άλλα λόγια που σου είπα… μουρμούρισε με σβησμένη φωνή, και συχώρνα με… - Forget the other words I said to you... he muttered in a hushed voice, and dragged me...

Το Βασιλόπουλο έσκυψε και τον φίλησε. Vassilopoulos leaned over and kissed him.

— Μου έσωσες τη ζωή σήμερα, είπε βαθιά ταραγμένος, και με το θάρρος σου, κόβοντας τη γέφυρα, κατέστρεψες τόσους εχθρούς. - 'You saved my life today,' he said, deeply disturbed, 'and by your courage, by cutting the bridge, you destroyed so many enemies. Τι συγχώρηση ζητάς; What forgiveness are you asking for?

Μα ο νέος δεν αποκρίθηκε, ούτε σάλεψε πια. But the young man answered no more, neither did he answer, nor did he any longer sit down.

Στην αγκαλιά του Βασιλόπουλου είχε ξεψυχήσει.