×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΒ’. ΠΑΝΙΚΟΣ

ΙΒ’. ΠΑΝΙΚΟΣ

΄ Κοπάδια κατέβαιναν από τα χωριά οι άνθρωποι κι έτρεχαν στη χώρα χωρίς σκοπό, ξετρελαμένοι από φόβο. Το

Βασιλόπουλο γύρευε να τους σταματήσει, μα ο πανικός τους έκανε κουφούς και τυφλούς.

— Δεν έχομε Βασιλιά! Δεν έχομε Πατρίδα! έλεγαν. Και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει.

Έφθασε το Βασιλόπουλο στο παλάτι.

Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές. Η οικογένεια του Βασιλιά, μαζεμένη στην τραπεζαρία, έμοιαζε σαν κοπάδι τρομαγμένες χήνες. Όλες οι γυναίκες φώναζαν μαζί, ο Βασιλιάς, με το μανδύα του τυλιγμένο στο μπράτσο, έδινε οδηγίες σε φανταστικούς υπηρέτες, να κλείσουν τα παράθυρα, να συμμαζέψουν τα πράγματα, και άλλα παρόμοια. Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά. Και, σέρνοντας ένα σεντούκι, ο Πολύκαρπος γύριζε κάθε λίγο και την κοίταζε, και απελπίζουνταν που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.

— Τι είναι αυτά; Τι κακό γίνεται δω; βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο.

Όλοι γύρισαν. Οι γυναίκες έπαυσαν τα ξεφωνητά, η Ειρηνούλα έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του, ο Βασιλιάς αναστέναξε με ανακούφιση, και ο Πολύκαρπος παράτησε το σεντούκι.

— Τι τρέχει; Γιατί αυτή η σύγχυση; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.

Και η ζεστή φωνή του δέσποζε μέσα στην αναμπαμπούλα, και καθησύχαζε κάθε τρομαγμένη καρδιά.

— Αχ, γιε μου! Πού έφυγες! είπε με παράπονο ο Βασιλιάς. Τέτοιες ώρες βρίσκεις να ξεπορτίζεις;

— Και να μας αφήνεις ολομόναχους να φύγομε στα ξένα! πρόσθεσε η Βασίλισσα.

— Τι; φώναξε το Βασιλόπουλο. Ποιος μιλά για φευγιό;

— Μας είχες αφήσει, γιε μου, δικαιολογήθηκε ο Βασιλιάς, και δεν ξέραμε τι να κάνομε και πού να πάμε…

— Όλος ο κόσμος φεύγει, θα φύγομε κι εμείς, πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα.

— Δε θα φύγει κανένας! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο.

— Δε θα μας εμποδίσεις εσύ βέβαια! ξεφώνισε η Πικρόχολη.

— Δε θα φύγει κανένας! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Εσείς οι γυναίκες, να πάτε στα δωμάτια σας. Και συ, πατέρα μου, έλα κάτω μαζί μου. Είναι ανάγκη να παρουσιαστείς αυτή τη στιγμή.

— Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε φοβισμένα ο Βασιλιάς.

— Στη χώρα, για να μας δει όλος ο τρομαγμένος πληθυσμός και να μας ακολουθήσει.

— Πού να μας ακολουθήσει;

Μα πριν προφθάσει το Βασιλόπουλο ν' αποκριθεί, κατρακύλησε μέσα ο πρωτοβεστιάριος.

Τα κρεμαστά του μάγουλα ήταν κατακόκκινα και πυρωμένα, και τα μάτια του πεταμένα έξω από το κεφάλι του.

— Αφέντη! Αφέντη! Ο εχθρός καίει τη χώρα στο αντικρινό μέρος του ποταμού, έβαλε φωτιά στα δάση, όλη εκείνη η πεδιάδα καταστρέφεται! Ο κόσμος, μαζεμένος στον ποταμό και στην πλατεία, φωνάζει και βρίζει που δε βγαίνεις να τους οδηγήσεις, να βοηθήσεις τους αδελφούς τους, που κινδυνεύουν στην πέρα όχθη! Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί! Θα φθάσει στο ποτάμι…

Ο Βασιλιάς γύρισε στο γιο του απελπισμένος.

— Τόσο το καλύτερο! είπε το Βασιλόπουλο με σφιγμένα δόντια.

— Παιδί μου! Τι λες! Χάνομε το μισό μας βασίλειο! αναφώνησε ο Βασιλιάς.

— Τόσο το καλύτερο! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Τώρα φθάνει το χτένι στον κόμπο! Τώρα νιώθομε πού μας τσούζει.

— Μα βρίζουν το θρόνο! Το Κράτος χάνεται! Σηκώθηκε επανάσταση στη χώρα… μούγκρισε ο πρωτοβεστιάριος. Δε θέλουν πια τη βασιλεία…

— Ποιος σκέπτεται θρόνο και βασιλεία! φώναξε το Βασιλόπουλο. Το έθνος ζει, το έθνος ξυπνά επιτέλους, και σύσσωμο θα σηκωθεί, να πλακώσει τους εχθρούς που ποδοπατούν τη χώρα του! Πατέρα, έλα τώρα!

Και σέρνοντας το Βασιλιά από το μπράτσο, τρεχάτος κατέβηκε το βουνό.

— Εσύ, πήγαινε μπροστά! φώναξε του Πολύκαρπου που τον ακολουθούσε. Πήγαινε στου Κακομοιρίδη, πάρε όσα όπλα είναι έτοιμα και φερ' τα αμέσως στο ποτάμι. Εκεί θα τους μαζέψω όλους.

Ο τόπος ήταν ανάστατος. Οι κάτοικοι της χώρας πετούσαν τα πράματα τους από το παράθυρο και τα φόρτωναν σε αμάξια ή σε μουλάρια, για να φύγουν στα βουνά, ενώ οι χωρικοί, πάλι, έτρεχαν να προφυλαχθούν στη χώρα.

Όλοι είχαν χάσει τα μυαλά τους, κανένας δεν ήξερε τι έκανε.

— Ησυχία, παιδιά, δεν έχομε κανένα φόβο, έλεγε περνώντας το Βασιλόπουλο.

Και στις γυναίκες έλεγε:

— Πηγαίνετε στα σπίτια σας και μη φοβάστε.

Και στους άντρες:

— Ελάτε μαζί μου και μη φοβάστε!

Σαν έφθασε στην πλατεία με το Βασιλιά, εμπρός στο φρουραρχείο είδαν κόσμο πολύ που φώναζε και ζητούσε στρατό. Σ' ένα παράθυρο, με τα μαλλιά του ολόρθα και τα μάτια του γουρλωμένα, ο φρούραρχος, τυλιγμένος μες στην κουβέρτα του, φώναζε πως στρατό δεν έχει και να πάνε να τον ζητήσουν από το Βασιλιά.

— Δεν έχομε Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έφυγε και μας παράτησε. Κάτω ο Βασιλιάς! Κάτω η Βασιλεία! φώναζε το πλήθος.

— Αχ, πάμε να φύγομε! παρακάλεσε ο Βασιλιάς, κρεμασμένος στο μπράτσο του γιου του. Άκου πώς μας βρίζουν!

— Όχι! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. Εδώ θα πεθάνομε ή θα τους δαμάσομε!

Παραμερίζοντας τον κόσμο, πέρασε με το Βασιλιά και ανέβηκε στα σκαλοπάτια του φρουραρχείου.

— Πατριώτες, τι γυρεύετε; φώναξε δυνατά, και η φωνή του ακούστηκε, δεσπόζοντας το θόρυβο, ως πέρα στην πλατεία. Τι περιμένετε μαζεμένοι εδώ, όταν ο εχθρός ρημάζει τη χώρα μας; Κάνετε καρδιά, παιδιά, εμπρός! Ακολουθήσετε με! Όλοι ενωμένοι θα διώξομε τον εχθρό!

— Δεν έχομε στρατό! Ούτε άρματα δεν έχομε! φώναξαν μερικοί από μέσα από το πλήθος.

— Στρατός είστε σεις! Πού τον γυρεύετε αφού είστε όλοι μαζεμένοι εδώ; Άρματα θα γίνουν τα εργαλεία που σκάβετε τα χωράφια! Σε αντρειωμένα χέρια, κάθε σίδερο γίνεται όπλο!

— Δεν έχομε αρχηγό! Το έστριψε ο Βασιλιάς!

— Ο Βασιλιάς σας είναι δω, ανάμεσά σας, έτοιμος να σας οδηγήσει στη μάχη! φώναξε το Βασιλόπουλο δείχνοντας το γέρο πατέρα του, που εμπρός στον εξοργισμένο λαό του είχε ξαναβρεί την πατρογονική του υπερηφάνεια, και με σταυρωμένα χέρια και ψηλά το κεφάλι κοίταζε το αγριεμένο πλήθος. Ο Βασιλιάς σας είναι δω, αναγνωρίσετε τον, και ας μη φορεί το στέμμα του, που το πούλησε για να σας δώσει όπλα.

— Πού είναι ο Βασιλιάς; Δείξε μας το Βασιλιά! φώναξαν μερικοί.

— Ο Βασιλιάς μας δεν έφυγε; Ο Βασιλιάς είναι δω; φώναξαν άλλοι. Ζήτω λοιπόν ο Βασιλιάς!

— Αν είναι δω ο Βασιλιάς, ζητάτε του πρώτα-πρώτα όπλα! φώναξε μια θυμωμένη φωνή.

— Ναι, όπλα! Δώσ' μας όπλα! επανέλαβαν άλλες φωνές.

Και το πλήθος, που γυρνά πάντα με τον τελευταίο που μίλησε, ξεφώνισε αγριεμένα:

— Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! Έξω από δω ο Βασιλιάς!

Μερικοί πιο αυθάδεις ανέβηκαν στα σκαλοπάτια φοβερίζοντας με το γρόθο.

— Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! ξεφώνιζαν.

Το Βασιλόπουλο όρμησε μπροστά στον πατέρα του και, με μια σπρωξιά, έριξε κάτω έναν που σήκωνε το χέρι να χτυπήσει το Βασιλιά.

— Σα δεν έχουν όπλα, φώναξε με αγανάκτηση, πάνε και τα παίρνουν από τους εχθρούς τα παλικάρια, μα δε χτυπούν γέρους!

— Γεια σου, λεβέντη! Καλά του αποκρίθηκες! ακούστηκε μια φωνή.

Και το ανθρώπινο κοπάδι, γυρνώντας άλλη μια φορά με τον τελευταίο που του επιβλήθηκε, ξεφώνισε:

— Γεια σου, λεβέντη! Οδήγησε μας εσύ και θα σε ακολουθήσομε! Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! Ζήτω ο Βασιλιάς!

Το Βασιλόπουλο, χωρίς να χάσει καιρό, διέταξε:

— Εμπρός! Στο ποτάμι! Εκεί θα διοργανωθούμε, για να περάσομε αντίκρυ και να διώξομε τον εχθρό! Εμπρός, παιδιά! Ακολουθείτε με!

Κι ενώ, αποκαμωμένος και συγκινημένος, ανέβαινε ο Βασιλιάς στο φρουραρχείο να ξεκουραστεί, το Βασιλόπουλο τράβηξε κατά τον ποταμό, με το ενθουσιασμένο πλήθος που ξεφώνιζε πίσω του.


ΙΒ’. ΠΑΝΙΚΟΣ IB'. PANIC IB'. PANIKA

΄ Κοπάδια κατέβαιναν από τα χωριά οι άνθρωποι κι έτρεχαν στη χώρα χωρίς σκοπό, ξετρελαμένοι από φόβο. "Herds of people came down from the villages and ran through the country without purpose, mad with fear. Το

Βασιλόπουλο γύρευε να τους σταματήσει, μα ο πανικός τους έκανε κουφούς και τυφλούς. Vassilopoulos tried to stop them, but panic made them deaf and blind.

— Δεν έχομε Βασιλιά! - We have no king! Δεν έχομε Πατρίδα! έλεγαν. Και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. And nothing could hold them back.

Έφθασε το Βασιλόπουλο στο παλάτι. The king's son arrived at the palace.

Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές. The doors were all open. Η οικογένεια του Βασιλιά, μαζεμένη στην τραπεζαρία, έμοιαζε σαν κοπάδι τρομαγμένες χήνες. Όλες οι γυναίκες φώναζαν μαζί, ο Βασιλιάς, με το μανδύα του τυλιγμένο στο μπράτσο, έδινε οδηγίες σε φανταστικούς υπηρέτες, να κλείσουν τα παράθυρα, να συμμαζέψουν τα πράγματα, και άλλα παρόμοια. All the women were shouting together, the King, with his cloak wrapped around his arm, was giving instructions to imaginary servants to close the windows, tidy things up, and the like. Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά. Sitting in a corner, Irene was sobbing. Και, σέρνοντας ένα σεντούκι, ο Πολύκαρπος γύριζε κάθε λίγο και την κοίταζε, και απελπίζουνταν που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει. And, dragging a chest, Polycarp turned every little while and looked at her, and despaired that he could not comfort her.

— Τι είναι αυτά; Τι κακό γίνεται δω; βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο. - What are these? What's going on here? thundered Vassilopoulos.

Όλοι γύρισαν. Οι γυναίκες έπαυσαν τα ξεφωνητά, η Ειρηνούλα έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του, ο Βασιλιάς αναστέναξε με ανακούφιση, και ο Πολύκαρπος παράτησε το σεντούκι.

— Τι τρέχει; Γιατί αυτή η σύγχυση; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο. - What's the matter? Why this confusion? asked Vassilopoulos again.

Και η ζεστή φωνή του δέσποζε μέσα στην αναμπαμπούλα, και καθησύχαζε κάθε τρομαγμένη καρδιά. And his warm voice was dominant in the midst of the tumult, and reassured every frightened heart.

— Αχ, γιε μου! - Oh, son! Πού έφυγες! Where did you go! είπε με παράπονο ο Βασιλιάς. said the King with complaint. Τέτοιες ώρες βρίσκεις να ξεπορτίζεις; Is this the kind of time you find to take a dump?

— Και να μας αφήνεις ολομόναχους να φύγομε στα ξένα! - And leave us all alone to go off to foreign lands! πρόσθεσε η Βασίλισσα. added the Queen.

— Τι; φώναξε το Βασιλόπουλο. - What? shouted Vassilopoulos. Ποιος μιλά για φευγιό; Who's talking about leaving?

— Μας είχες αφήσει, γιε μου, δικαιολογήθηκε ο Βασιλιάς, και δεν ξέραμε τι να κάνομε και πού να πάμε… - You had left us, my son, the King excused himself, and we didn't know what to do and where to go...

— Όλος ο κόσμος φεύγει, θα φύγομε κι εμείς, πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα. - "The whole world is leaving, we will leave too," the Queen added again.

— Δε θα φύγει κανένας! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos said in a resolution.

— Δε θα μας εμποδίσεις εσύ βέβαια! - You won't stop us, of course! ξεφώνισε η Πικρόχολη. Piccrocholi exclaimed.

— Δε θα φύγει κανένας! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos repeated louder. Εσείς οι γυναίκες, να πάτε στα δωμάτια σας. Και συ, πατέρα μου, έλα κάτω μαζί μου. Είναι ανάγκη να παρουσιαστείς αυτή τη στιγμή. It is necessary to present yourself at this time.

— Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε φοβισμένα ο Βασιλιάς. - Where do you want to go?" asked the King fearfully.

— Στη χώρα, για να μας δει όλος ο τρομαγμένος πληθυσμός και να μας ακολουθήσει. - In the country, for the whole frightened population to see us and follow us.

— Πού να μας ακολουθήσει;

Μα πριν προφθάσει το Βασιλόπουλο ν' αποκριθεί, κατρακύλησε μέσα ο πρωτοβεστιάριος. But before Vassilopoulos had time to respond, the protovestirian rushed in.

Τα κρεμαστά του μάγουλα ήταν κατακόκκινα και πυρωμένα, και τα μάτια του πεταμένα έξω από το κεφάλι του. His sagging cheeks were flushed and fiery, and his eyes protruded from his head.

— Αφέντη! Αφέντη! Ο εχθρός καίει τη χώρα στο αντικρινό μέρος του ποταμού, έβαλε φωτιά στα δάση, όλη εκείνη η πεδιάδα καταστρέφεται! The enemy is burning the country on the opposite side of the river, he has set the forests on fire, the whole of that plain is being destroyed! Ο κόσμος, μαζεμένος στον ποταμό και στην πλατεία, φωνάζει και βρίζει που δε βγαίνεις να τους οδηγήσεις, να βοηθήσεις τους αδελφούς τους, που κινδυνεύουν στην πέρα όχθη! The people, gathered on the river and in the square, are shouting and cursing that you won't come out to lead them, to help their brothers and sisters who are in danger on the other side! Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί! Master, the enemy advances! Θα φθάσει στο ποτάμι… It will reach the river...

Ο Βασιλιάς γύρισε στο γιο του απελπισμένος. The King turned to his son in despair.

— Τόσο το καλύτερο! - So much the better! είπε το Βασιλόπουλο με σφιγμένα δόντια. Vassilopoulos said through clenched teeth.

— Παιδί μου! Τι λες! Χάνομε το μισό μας βασίλειο! We're losing half our kingdom! αναφώνησε ο Βασιλιάς.

— Τόσο το καλύτερο! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos repeated louder. Τώρα φθάνει το χτένι στον κόμπο! Now the scalpel is reaching the knot! Τώρα νιώθομε πού μας τσούζει. Now we feel where it stings.

— Μα βρίζουν το θρόνο! - But they curse the throne! Το Κράτος χάνεται! The State is disappearing! Σηκώθηκε επανάσταση στη χώρα… μούγκρισε ο πρωτοβεστιάριος. A revolution has risen in the country... growled the protovestrian. Δε θέλουν πια τη βασιλεία… They no longer want the kingdom...

— Ποιος σκέπτεται θρόνο και βασιλεία! - Who thinks of throne and kingdom! φώναξε το Βασιλόπουλο. Το έθνος ζει, το έθνος ξυπνά επιτέλους, και σύσσωμο θα σηκωθεί, να πλακώσει τους εχθρούς που ποδοπατούν τη χώρα του! The nation is alive, the nation is finally waking up, and as a whole it will rise up to defeat the enemies who trample on its country! Πατέρα, έλα τώρα!

Και σέρνοντας το Βασιλιά από το μπράτσο, τρεχάτος κατέβηκε το βουνό. And dragging the King by the arm, he ran down the mountain.

— Εσύ, πήγαινε μπροστά! φώναξε του Πολύκαρπου που τον ακολουθούσε. he called to Polycarp who was following him. Πήγαινε στου Κακομοιρίδη, πάρε όσα όπλα είναι έτοιμα και φερ' τα αμέσως στο ποτάμι. Go to Kakomiridis', take all the weapons you have ready and bring them to the river immediately. Εκεί θα τους μαζέψω όλους.

Ο τόπος ήταν ανάστατος. The place was agitated. Οι κάτοικοι της χώρας πετούσαν τα πράματα τους από το παράθυρο και τα φόρτωναν σε αμάξια ή σε μουλάρια, για να φύγουν στα βουνά, ενώ οι χωρικοί, πάλι, έτρεχαν να προφυλαχθούν στη χώρα. The inhabitants of the country threw their belongings out of the window and loaded them into wagons or mules to flee to the mountains, while the peasants, on the other hand, ran for shelter in the country.

Όλοι είχαν χάσει τα μυαλά τους, κανένας δεν ήξερε τι έκανε. Everyone had lost their minds, no one knew what they were doing.

— Ησυχία, παιδιά, δεν έχομε κανένα φόβο, έλεγε περνώντας το Βασιλόπουλο. - "Quiet, children, we have no fear," said Vassilopoulos as he passed by.

Και στις γυναίκες έλεγε:

— Πηγαίνετε στα σπίτια σας και μη φοβάστε. - Go home and do not be afraid.

Και στους άντρες:

— Ελάτε μαζί μου και μη φοβάστε! - Come with me and do not be afraid!

Σαν έφθασε στην πλατεία με το Βασιλιά, εμπρός στο φρουραρχείο είδαν κόσμο πολύ που φώναζε και ζητούσε στρατό. When he arrived in the square with the King, in front of the guardhouse they saw a lot of people shouting and asking for troops. Σ' ένα παράθυρο, με τα μαλλιά του ολόρθα και τα μάτια του γουρλωμένα, ο φρούραρχος, τυλιγμένος μες στην κουβέρτα του, φώναζε πως στρατό δεν έχει και να πάνε να τον ζητήσουν από το Βασιλιά. At a window, with his hair standing on end and his eyes rolled, the fortress commander, wrapped in his blanket, cried out that he had no army and that they should go and ask the King for it.

— Δεν έχομε Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έφυγε και μας παράτησε. The King left and abandoned us. Κάτω ο Βασιλιάς! Κάτω η Βασιλεία! φώναζε το πλήθος.

— Αχ, πάμε να φύγομε! - Oh, let's go! παρακάλεσε ο Βασιλιάς, κρεμασμένος στο μπράτσο του γιου του. begged the King, hanging on his son's arm. Άκου πώς μας βρίζουν! Listen to how they call us names!

— Όχι! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos said in a resolution. Εδώ θα πεθάνομε ή θα τους δαμάσομε! Here we will die or be tamed!

Παραμερίζοντας τον κόσμο, πέρασε με το Βασιλιά και ανέβηκε στα σκαλοπάτια του φρουραρχείου. Pushing the people aside, he passed with the King and climbed the steps of the guardhouse.

— Πατριώτες, τι γυρεύετε; φώναξε δυνατά, και η φωνή του ακούστηκε, δεσπόζοντας το θόρυβο, ως πέρα στην πλατεία. - Patriots, what are you looking for?He shouted loudly, and his voice could be heard, dominating the noise, as far as the square. Τι περιμένετε μαζεμένοι εδώ, όταν ο εχθρός ρημάζει τη χώρα μας; Κάνετε καρδιά, παιδιά, εμπρός! What are you waiting for here, when the enemy is ravaging our country? Have a heart, boys, come on! Ακολουθήσετε με! Όλοι ενωμένοι θα διώξομε τον εχθρό! All united, we will drive out the enemy!

— Δεν έχομε στρατό! - We don't have an army! Ούτε άρματα δεν έχομε! We don't even have tanks! φώναξαν μερικοί από μέσα από το πλήθος. some people shouted from the crowd.

— Στρατός είστε σεις! - You're an army! Πού τον γυρεύετε αφού είστε όλοι μαζεμένοι εδώ; Άρματα θα γίνουν τα εργαλεία που σκάβετε τα χωράφια! Where are you looking for him if you're all gathered here? You'll be the tools you use to dig the fields! Σε αντρειωμένα χέρια, κάθε σίδερο γίνεται όπλο! In manly hands, any iron becomes a weapon!

— Δεν έχομε αρχηγό! Το έστριψε ο Βασιλιάς! The King has turned it!

— Ο Βασιλιάς σας είναι δω, ανάμεσά σας, έτοιμος να σας οδηγήσει στη μάχη! - Your King is here, among you, ready to lead you into battle! φώναξε το Βασιλόπουλο δείχνοντας το γέρο πατέρα του, που εμπρός στον εξοργισμένο λαό του είχε ξαναβρεί την πατρογονική του υπερηφάνεια, και με σταυρωμένα χέρια και ψηλά το κεφάλι κοίταζε το αγριεμένο πλήθος. cried Vassilopoulos, pointing to his old father, who had regained his paternal pride in front of his outraged people, and with crossed arms and his head held high he looked at the angry crowd. Ο Βασιλιάς σας είναι δω, αναγνωρίσετε τον, και ας μη φορεί το στέμμα του, που το πούλησε για να σας δώσει όπλα. Your King is here, acknowledge him, and let him not wear his crown, which he sold to give you arms.

— Πού είναι ο Βασιλιάς; Δείξε μας το Βασιλιά! - Where is the King? Show us the King! φώναξαν μερικοί.

— Ο Βασιλιάς μας δεν έφυγε; Ο Βασιλιάς είναι δω; φώναξαν άλλοι. - Our King is not gone? Is the King here? others shouted. Ζήτω λοιπόν ο Βασιλιάς! Long live the King!

— Αν είναι δω ο Βασιλιάς, ζητάτε του πρώτα-πρώτα όπλα! - If the King is here, ask him for weapons first! φώναξε μια θυμωμένη φωνή.

— Ναι, όπλα! Δώσ' μας όπλα! επανέλαβαν άλλες φωνές.

Και το πλήθος, που γυρνά πάντα με τον τελευταίο που μίλησε, ξεφώνισε αγριεμένα: And the crowd, which always turns with the last one who spoke, cried out wildly:

— Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! Down with the King! Έξω από δω ο Βασιλιάς! Get the King out of here!

Μερικοί πιο αυθάδεις ανέβηκαν στα σκαλοπάτια φοβερίζοντας με το γρόθο. Some of the more impudent ones climbed the steps, bullying with the grotto.

— Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! ξεφώνιζαν.

Το Βασιλόπουλο όρμησε μπροστά στον πατέρα του και, με μια σπρωξιά, έριξε κάτω έναν που σήκωνε το χέρι να χτυπήσει το Βασιλιά. The King's son rushed in front of his father and, with a shove, knocked down one who was raising his hand to strike the King.

— Σα δεν έχουν όπλα, φώναξε με αγανάκτηση, πάνε και τα παίρνουν από τους εχθρούς τα παλικάρια, μα δε χτυπούν γέρους! - As if they have no weapons, he cried with indignation, they go and take them from the enemy, but they don't hit old men!

— Γεια σου, λεβέντη! - Hey, buddy! Καλά του αποκρίθηκες! You answered him well! ακούστηκε μια φωνή.

Και το ανθρώπινο κοπάδι, γυρνώντας άλλη μια φορά με τον τελευταίο που του επιβλήθηκε, ξεφώνισε: And the human herd, turning once more with the last one imposed upon it, cried out:

— Γεια σου, λεβέντη! - Hey, buddy! Οδήγησε μας εσύ και θα σε ακολουθήσομε! Lead us and we will follow you! Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! Long live our Vassilopoulos! Ζήτω ο Βασιλιάς!

Το Βασιλόπουλο, χωρίς να χάσει καιρό, διέταξε: Vassilopoulos, without wasting time, ordered:

— Εμπρός! Στο ποτάμι! Εκεί θα διοργανωθούμε, για να περάσομε αντίκρυ και να διώξομε τον εχθρό! There we will organize ourselves, so that we can face and drive out the enemy! Εμπρός, παιδιά! Ακολουθείτε με!

Κι ενώ, αποκαμωμένος και συγκινημένος, ανέβαινε ο Βασιλιάς στο φρουραρχείο να ξεκουραστεί, το Βασιλόπουλο τράβηξε κατά τον ποταμό, με το ενθουσιασμένο πλήθος που ξεφώνιζε πίσω του. And while, exhausted and moved, the King was climbing up to the guardhouse to rest, the King's boat pulled out across the river, with the excited crowd roaring behind him.