×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΑ’. ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ Η’ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ; (1)

ΙΑ’. ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ Η’ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ; (1)

΄ Εκεί τον βρήκε η Ειρηνούλα, πρωί-πρωί, καθώς πήγαινε στο δάσος.

Τον ξύπνησε και μαζί κατέβηκαν.

Την ρώτησε αν είχε άλλα νέα.

— Όχι, του αποκρίθηκε. Οι εχθροί δε φάνηκαν ακόμα στον ποταμό.

— Ο Θεός να δώσει! είπε το Βασιλόπουλο από μέσα από την καρδιά του. Για μας, κάθε ώρα είναι κέρδος.

Σκότωσε με τη σφενδόνα του κουνέλια και αγριόπουλα, και τα μοίρασε σε δυο μάτσα. Μοίρασε και τ' αυγά, και πήρε τα μισά στο μαντίλι του.

— Κάτω εκεί, στου Κακομοιρίδη το σπίτι, θα στρωθεί σήμερα μεγάλο τραπέζι, και πρέπει κι εκεί να πάγω φαγί, είπε της αδελφής του.

Και της διηγήθηκε πως πήγε και βρήκε τον αδελφό του Κακομοιρίδη, που δούλευε τώρα και αυτός να φτιάσει όπλα, και πως μερικά αλητόπαιδα ήταν να έλθουν να δουλέψουν στο μεταλλείο και να πληρωθούν με το φαγί που θα τους έφερνε.

— Τι ωραία! είπε η Ειρηνούλα συγκινημένη. Έτσι τρέφεις ένα πλήθος πεινασμένους και συνάμα τους μαθαίνεις να δουλεύουν για να μη ζητιανεύουν.

— Μα αυτό γυρεύω ίσα-ίσα, αποκρίθηκε απλά το Βασιλόπουλο, να ξαναμάθει ο κόσμος να δουλεύει.

Αποχαιρέτησε την αδελφή του και κατέβηκε τρεχάτος στη χώρα.

Πήγε στου δασκάλου, έκανε το μάθημα του και άφησε δυο πουλιά για πληρωμή. Ύστερα τράβηξε στου Κακομοιρίδη.

Τους βρήκε όλους στη δουλειά. Γύρω στους τοίχους της κάμαρας κρέμουνταν διάφορα νεόφτιαστα όπλα.

— Καλή αρχή! είπε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ο εχθρός δε φαίνεται ακόμα να πλησιάζει. Θάρρος! Θα γίνουν τα όπλα.

Και αφού παρέδωσε το κυνήγι στην κόρη του Κακομοιρίδη, σήκωσε τα μανίκια του κι έπιασε το σφυρί και την τσιμπίδα.

Έξαφνα όμως ακούστηκαν έξω φωνές.

Το Βασιλόπουλο παράτησε τα εργαλεία του, βγήκε τρεχάτος και είδε ένα από τα παιδιά του μεταλλείου, που πάλευε γενναία να σώσει τη φορτωμένη χειράμαξα του από δυο κλέφτες.

Το Βασιλόπουλο αναγνώρισε τον αφιλόξενο άνθρωπο που τους είχε διώξει, με την Ειρηνούλα, από το κατώφλι του, και το παιδί του, που είχε κλέψει τ' ωρολόγι του Κακομοιρίδη.

— Παλιάνθρωπε! φώναξε και ρίχθηκε πάνω του, τον άρπαξε από το λαιμό και τον έστρωσε στο χώμα.

Ο Κακομοιρίδης, ακούοντας τις φωνές, βγήκε και αυτός κι έφθασε την ώρα που το παιδί του κλέφτη ξέκοβε στο δάσος. Το κυνήγησε, το έπιασε και το έφερε πίσω με τις σπρωξιές.

— Δώστε μου ένα σκοινί! φώναξε το Βασιλόπουλο.

Και με τη βοήθεια του Κακομοιρίδη, τους έδεσε πισθάγκωνα, και μαζί γύρισαν στο σιδηρουργείο σπρώχνοντας μπροστά τους δυο κλέφτες.

Το Βασιλόπουλο άφησε απ' έξω το κλεφτόπαιδο, με το γερο- Κακομοιρίδη να το φυλάγει.

— Είναι αμαρτία αυτό που κάνετε! φώναξε ο κλέφτης. Τι μας δέσατε τα χέρια σαν κακούργους, αντί να δείρετε αυτό το παλιόπαιδο που γύρευε να ζημιώσει καλούς και ήσυχους νοικοκυρέους;

— Αυτό θα το δούμε αργότερα, είπε το Βασιλόπουλο. Τώρα πες μου πώς σε λένε.

Έξαφνα ο κλέφτης θυμήθηκε το πρόσωπο του Βασιλόπουλου και αναστέναξε με ανακούφιση. Από ένα τέτοιο παιδί τι είχε να φοβηθεί;

— Μπα! είπε χαρούμενος. Εσύ είσαι, παλικάρι, που ήλθες προχθές και χτύπησες την πόρτα μου; Και τι γίνεται η κοπελίτσα που ήταν μαζί σου; Αδελφή σου δεν είναι;

— Και αυτό θα μείνει για αργότερα. Τώρα πες μου τ' όνομα σου.

— Με λένε Κατεργαρίσκο. Μα δε βλέπω γιατί με ρωτάς εμένα εκείνα που θα έπρεπε να ζητήσεις αυτουνού που γύρευε να μας ζημιώσει…

— Θα τον ρωτήσω και αυτόν ύστερα. Τώρα πες μου εσύ, γιατί προσπάθησες να πάρεις τη φορτωμένη χειράμαξα;

— Μα δεν είναι έτσι τα πράματα, παλικάρι μου, είπε ο άνθρωπος, με αλεπουδίσιο χαμόγελο. Άφησε με να σου πω τι έγινε. Εγώ δούλευα στο δάσος, έσκαβα κι έβγαζα… αυτά, πώς τα λένε… πέτρες. Και το παιδί μου ήταν εκεί και με βοηθούσε. Σα γέμισα λοιπόν το αμαξάκι, είπα στο παιδί μου να το πάγει στο σπίτι…

— Τι τις ήθελες τις πέτρες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Να χτίσω ένα κοταριό, να σε χαρώ, γιατί το δικό μου γκρέμισε. Λοιπόν άκουσα φωνές, βγήκα έξω και είδα το παιδί αυτό που γύρευε να κλέψει τις πέτρες από το γιο μου, και το έριξα κάτω για να γλιτώσω το πράμα μου. Να, παλικάρι μου, η ιστορία πώς είναι, να σε χαρώ! Λύσε μου τα χέρια μου, γιατί μούδιασαν έτσι δεμένα.

— Στάσου εκεί τώρα, έχομε και άλλον ν' ακούσομε πριν σε λύσομε, είπε το Βασιλόπουλο.

Και φώναξε το γερο-Κακομοιρίδη, που για να μη χάνει καιρό γυάλιζε ένα σπαθί φυλάγοντας το κλεφτόπαιδο.

— Φερ' τον μέσα, γέρο, είπε.

Και ρώτησε το αγόρι:

— Πώς σε λένε και τι συνέβηκε;

— Με λένε Μήτσο, αποκρίθηκε τρέμοντας το παιδί, και μυστικά έκανε νόημα του πατέρα του πως δεν ήξερε τι να πει.

Το Βασιλόπουλο το αντιλήφθηκε, και ανάγκασε τον Κατεργαρίσκο να γυρίσει την πλάτη.

— Πες, παιδί μου, δεν πήγαινες… άρχισε ο κλέφτης.

— Εσύ να σωπάσεις ή σου στουμπώνω το στόμα! φώναξε το Βασιλόπουλο.

— Μα, παλικάρι μου, θέλω μόνο την αλήθεια να πει το παιδί μου, να πιστέψετε πως πήγαινε…

Μα πριν προφθάσει να πει περισσότερα, ο Κακομοιρίδης του είχε δέσει το στόμα μ' ένα πεσκίρι 1.

— Ναι, είπε ο Μήτσος νομίζοντας πως κατάλαβε την έννοια του πατέρα του, πήγαινα να βοηθήσω το παιδί που έσερνε το φορτωμένο αμαξάκι…

Με μια κλωτσιά στο πάτωμα ο πατέρας του τον σταμάτησε.

— Θέλω να πω, πως πήγαινα τις πέτρες στη χώρα για να τις πουλήσω του πρωτομάστ…

Άλλη μια κλωτσιά στο πάτωμα, και το παιδί τα έχασε ολότελα και άρχισε τα κλάματα.

— Φθάνει, είπε το Βασιλόπουλο.

Και φώναξε το παιδί του μεταλλείου: 1

Πεσκίρι: πετσέτα

— Λέγε, Θάνο, τι έτρεξε;

— Γύριζα από τα πηγάδια με το σίδερο, είπε ο Θάνος, και βγήκε αυτός από το δάσος και μου άρπαξε τη χειράμαξα. Φώναξα πως ήταν ξένο πράμα, μα την ίδια ώρα έφθασε ο άλλος, μ' έριξε χάμω και θα έπαιρνε το αμαξάκι αν δεν έφθανες εσύ.

— Τ' άκουσες, κυρ-Κατεργαρίσκο; είπε το Βασιλόπουλο. Δεν ήξερες βέβαια πως η χειράμαξα είναι δική μας, και πως το παιδί αυτό δουλεύει στο συνεργείο μας, ειδεμή θα έβρισκες άλλην εξήγηση να μας δώσεις. Και συ, Μήτσο, εξακολούθησε γυρνώντας στο κλεφτόπαιδο, τώρα που έχεις την καλή τύχη να ξανανταμώσεις τον κυρ- Κακομοιρίδη, δεν του δίνεις πίσω τ' ωρολόγι του, που το φυλάγεις τώρα τόσες μέρες στον κόρφο σου;

Όλοι παραξενεύθηκαν με τα λόγια του Βασιλόπουλου. Μόνος ο Κατεργαρίσκος κατάλαβε, του λύθηκαν τα γόνατα κι έπεσε σε μια καρέγλα.

Το Βασιλόπουλο πήρε από την τσέπη του κλέφτη το ασημένιο ωρολόγι με την αλυσίδα του και τα έδωσε του Κακομοιρίδη.

— Τ' ωρολόγι μου! αναφώνησε χαρούμενος ο σιδεράς. Πώς βρέθηκε σ' αυτουνού την τσέπη;

Με δυο λόγια το Βασιλόπουλο του διηγήθηκε τι είχε ακούσει και δει από μέσα από τα ερείπια, πίσω από το σπίτι του κλέφτη.

— Και τώρα, είπε, εμπρός! Περπατάτε!

Τους πήγε πισθάγκωνα δεμένους στη φυλακή, και βρήκε το δεσμοφύλακα που κουβέντιαζε στην πόρτα ενός καφενείου μ' ένα παλικάρι.

Με δυσαρέσκεια αναγνώρισε το Βασιλόπουλο τον πιωμένο νέο με τα γυαλιστερά μάτια, που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια εναντίον του Βασιλιά.

Και αυτός τον αναγνώρισε, και ρώτησε ειρωνικά:

— Ε, πατριώτη, βγήκε ο γιος του Βασιλιά;

Το Βασιλόπουλο δεν αποκρίθηκε. Ζήτησε τα κλειδιά, και ο δεσμοφύλακας του τα έδωσε και τον χαιρέτησε ως κάτω.

Ύστερα πήγε στο αντικρινό μέρος της πλατείας όπου ήταν οι φυλακές, άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μέσα τους κλέφτες.

Ο νέος και ο δεσμοφύλακας το κοίταζαν που πήγαινε.

— Δε μου λες, γιατί υποκλίθηκες τόσο βαθιά, σαν του έδωσες τα κλειδιά; ρώτησε ο νέος. Ποιος είναι;

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας. Μα αυτός υποχρέωσε τον κυρ-Λαγόκαρδο να βγάλει τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, ενώ ο ίδιος ο Λαγόκαρδος τον είχε καταδικάσει.

— Τι λες, καλέ! είπε ο νέος.

Κι εξακολούθησε περιφρονητικά:

— Κανένας παλατιανός και αυτός… σαν όλους…

— Όχι, βέβαια! είπε ο δεσμοφύλακας. Παλατιανός ήταν εκείνος που ζήτησε την καταδίκη του Κακομοιρίδη. Πουλημένος στους παλατιανούς ήταν ο κυρ-Λαγόκαρδος που καταδίκασε τον αθώο άνθρωπο. Μα τούτος!… Να τον έβλεπες! Με το καμτσίκι οδηγούσε τον κυρ-Λαγόκαρδο, και τον υποχρέωσε να βγάλει τον καταδικασμένο από τη φυλακή.

— Με τι, είπες;

— Με το καμτσίκι! επανέλαβε ο δεσμοφύλακας.

Το Βασιλόπουλο κλείδωσε την πόρτα της φυλακής, έφερε πίσω τα κλειδιά και γύρισε να φύγει.

— Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός; μουρμούρισε ο νέος.

Και από μακριά τον ακολούθησε.

Περνώντας από του Αμοιράκου του πρωτομάστορη, θέλησε το Βασιλόπουλο ν' ανέβει να τον ρωτήσει αν είχε πιάσει δουλειά.

— Δεν είναι απάνω ο πρωτομάστορης, του φώναξε ο κουντουράς της γωνιάς. Βρίσκεται στο ποτάμι.

«Καλά!», σκέφθηκε χαρούμενο το Βασιλόπουλο. «Λοιπόν άρχισε δουλειά!»

Γύρισε κατά το ποτάμι, μα περνώντας από το δάσος άκουσε ομιλίες.

Μπήκε μέσα, και, ανάμεσα στα δέντρα, είδε δύο νέους που γύρευαν να σύρουν ένα μεγάλον κορμό, δεμένο με σκοινιά. Μα ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να τον κουνήσουν.

— Πού θέλετε να το πάτε αυτό; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Στο ποτάμι, όπου το θέλει ο παραφέντης, αποκρίθηκαν.

— Είναι αδύνατο να το σύρετε έτσι. Είναι πολύ μεγάλο.

— Τι να κάνομε; Το θέλει ο παραφέντης. Θα φτύσομε αίμα μα θα το σύρομε.

— Θα σπάσετε τα σκοινιά σας και δε θα κάνετε τίποτα. Άλλο τρόπο να βρούμε. Χρειάζονται ρόδες…

Οι ξυλοκόποι γέλασαν.

— Μα έλα δα που δεν έχομε! είπαν.

Το Βασιλόπουλο σκέφθηκε λίγο.

— Δώσ' μου το τσεκούρι σου, είπε.

Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια. Ύστερα τα τοποθέτησαν κάτω από τον κορμό, ζεύθηκαν και οι τρεις στα σκοινιά, και μαζί τον έσυραν. Ο κορμός κατρακύλησε σαν να ήταν σε τροχούς.

— Και όταν κυλήσει ο κορμός και βγει από το τελευταίο κατρακύλι, πάρτε το αυτό και βάλτε το πάλι μπροστά, τους είπε το Βασιλόπουλο. Έτσι θα τον πάτε ως το ποτάμι.

Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι.

— Δε φαντάζεσαι πόσο μας ευκόλυνες τη δουλειά μας, είπαν ξελαφρωμένοι, και πόσο θα ευχαριστηθεί ο παραφέντης, που θα προχωρήσει γρηγορώτερα η μεταφορά.

— Ποιος είναι ο παραφέντης σας; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Ο Αμοιράκος ο πρωτομάστορης.

— Και πώς έτυχε να δουλεύετε μαζί του; Ενόμιζα πως δεν έχει πια παραγιούς.

— Και δεν είχε. Μονάχος δούλευε από τον καιρό που πήγαν στραβά οι δουλειές του, αποκρίθηκε ο ένας νέος. Είχε κλείσει μάλιστα το εργαστήρι του. Μα πρέπει να πέτυχε καμιά καλή παραγγελία, γιατί πούλησε το σπίτι του και ό,τι είχε, και μας πήρε όλους, όσοι τεχνίτες μαραγκοί είμαστε στη χώρα, με καλή πληρωμή, για να δουλέψομε μέρα-νύχτα.

— Χαρά στον πατριώτη! φώναξε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. Κι έτρεξε κατά το ποτάμι.

Περνώντας βιαστικά, σκουντούφλησε έναν άνθρωπο που στέκουνταν εκεί απαρατήρητος.

— Χωροφύλακας ή ξυλοκόπος; ρώτησε αυτός.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.

— Και τα δυο, αποκρίθηκε.

— Και τίποτε άλλο; ρώτησε ο νέος.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταξε κατάματα.

— Ναι, είπε, και κάτι άλλο.

Κι έφυγε τρεχάτος.

Σ' ένα γύρισμα του δρόμου, απάντησε χωρικούς που έφευγαν τρομαγμένοι κατά τη χώρα.

— Πού τρέχετε; τους φώναξε.

Αλλά δεν αποκρίθηκαν. Εξακολουθούσαν να φεύγουν. Λίγα βήματα μακρύτερα, είδε άλλους πέντε-έξι άντρες που έτρεχαν και αυτοί.

Το Βασιλόπουλο τους σίμωσε.

— Για πού, πατριώτες; ρώτησε.

— Για τη χώρα, του αποκρίθηκαν. Μην πηγαίνεις από κει, οι εχθροί καταφθάνουν!

— Πού φθάνουν;

Μα δεν αποκρίθηκαν. Τρομαγμένοι και σαστισμένοι έφευγαν.

Το Βασιλόπουλο τους κυνήγησε και τους πρόφθασε.

— Πού φεύγετε! ρώτησε θυμωμένος. Τι φοβάστε και τρέχετε σα λαγοί;

— Οι εχθροί κατεβαίνουν στο ποτάμι από την πέρα μεριά, αποκρίθηκε ένας.

— Ε, καλά! Μένει το ποτάμι. Πώς θα το περάσουν; Ελάτε στα συγκαλά σας, πατριώτες, μη χάνετε έτσι το λογικό σας, για το Θεό! Γυναίκες είστε να φοβάστε; φώναξε το Βασιλόπουλο αναμμένο. Στα όπλα, παιδιά! Θα τους σταματήσομε!

Οι χωρικοί κοντοστάθηκαν.

— Μα δεν έχομε όπλα! είπαν.

— Πιάστε ό,τι κοφτερό έχετε: μαχαίρι, δρεπάνι, τσεκούρι ή σκερπάνι, και ακολουθήστε με!

— Ποιος θα μας οδηγήσει; ρώτησε φοβισμένος ένας.

— Εγώ! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Γυρνάτε πίσω. Για το Θεό, μη φεύγετε!

— Μπα! είπε άλλος. Γιατί να πολεμήσομε; Αν το ποτάμι σταματήσει τους εχθρούς, εμείς από δω είμαστε ήσυχοι. Αν πάλι το ποτάμι δε σταματήσει τους εχθρούς, ουτ' εμείς δε θα τους σταματήσομε. Γιατί να σκοτωθούμε άδικα; Θα κάνομε και ‘μείς εκείνο που κάνει ο Βασιλιάς και το Βασιλόπουλο.


ΙΑ’. ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ Η’ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ; (1) IA'. GENDARME OR LUMBERJACK? (1) IA'. ŻANDARM CZY DRWAL? (1)

΄ Εκεί τον βρήκε η Ειρηνούλα, πρωί-πρωί, καθώς πήγαινε στο δάσος. "There Irene found him, early in the morning, as she went into the forest.

Τον ξύπνησε και μαζί κατέβηκαν. She woke him up and they went down together.

Την ρώτησε αν είχε άλλα νέα. He asked her if she had any more news.

— Όχι, του αποκρίθηκε. - No, he replied. Οι εχθροί δε φάνηκαν ακόμα στον ποταμό. The enemies have not yet appeared on the river.

— Ο Θεός να δώσει! - God grant! είπε το Βασιλόπουλο από μέσα από την καρδιά του. Vassilopoulos said from the bottom of his heart. Για μας, κάθε ώρα είναι κέρδος. For us, every hour is a profit.

Σκότωσε με τη σφενδόνα του κουνέλια και αγριόπουλα, και τα μοίρασε σε δυο μάτσα. He killed rabbits and wild fowls with his sling, and divided them into two flocks. Μοίρασε και τ' αυγά, και πήρε τα μισά στο μαντίλι του. And he divided the eggs, and took half of them in his handkerchief.

— Κάτω εκεί, στου Κακομοιρίδη το σπίτι, θα στρωθεί σήμερα μεγάλο τραπέζι, και πρέπει κι εκεί να πάγω φαγί, είπε της αδελφής του. - "Down there, in Kakomiridis' house, a big table will be laid today, and I must have food there too," he told his sister.

Και της διηγήθηκε πως πήγε και βρήκε τον αδελφό του Κακομοιρίδη, που δούλευε τώρα και αυτός να φτιάσει όπλα, και πως μερικά αλητόπαιδα ήταν να έλθουν να δουλέψουν στο μεταλλείο και να πληρωθούν με το φαγί που θα τους έφερνε. And he told her how he had gone and found his brother Kakomiridis, who was now also working to make weapons, and how some tramps were to come to work in the mine and be paid with the food he would bring them.

— Τι ωραία! είπε η Ειρηνούλα συγκινημένη. said Irene excitedly. Έτσι τρέφεις ένα πλήθος πεινασμένους και συνάμα τους μαθαίνεις να δουλεύουν για να μη ζητιανεύουν. That's how you feed a crowd of hungry people and at the same time teach them to work so they don't beg.

— Μα αυτό γυρεύω ίσα-ίσα, αποκρίθηκε απλά το Βασιλόπουλο, να ξαναμάθει ο κόσμος να δουλεύει. - But that's what I'm just looking for, Vassilopoulos simply replied, for people to learn to work again.

Αποχαιρέτησε την αδελφή του και κατέβηκε τρεχάτος στη χώρα. He said goodbye to his sister and ran off into the country.

Πήγε στου δασκάλου, έκανε το μάθημα του και άφησε δυο πουλιά για πληρωμή. He went to the teacher's, did his lesson and left two birds for payment. Ύστερα τράβηξε στου Κακομοιρίδη. Then he pulled into Kakomiridis'.

Τους βρήκε όλους στη δουλειά. He found them all at work. Γύρω στους τοίχους της κάμαρας κρέμουνταν διάφορα νεόφτιαστα όπλα. Around the walls of the chamber were hanging various newfangled weapons.

— Καλή αρχή! είπε με χαρά το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos said with joy. Ο εχθρός δε φαίνεται ακόμα να πλησιάζει. The enemy does not yet seem to be approaching. Θάρρος! Θα γίνουν τα όπλα. The weapons will be made.

Και αφού παρέδωσε το κυνήγι στην κόρη του Κακομοιρίδη, σήκωσε τα μανίκια του κι έπιασε το σφυρί και την τσιμπίδα. And having handed over the hunt to the daughter of Kakomiridis, he rolled up his sleeves and took the hammer and tongs.

Έξαφνα όμως ακούστηκαν έξω φωνές. But suddenly there were voices outside.

Το Βασιλόπουλο παράτησε τα εργαλεία του, βγήκε τρεχάτος και είδε ένα από τα παιδιά του μεταλλείου, που πάλευε γενναία να σώσει τη φορτωμένη χειράμαξα του από δυο κλέφτες. Vassilopoulos gave up his tools, went out running and saw one of the mine boys, who was bravely struggling to save his loaded wagon from two thieves.

Το Βασιλόπουλο αναγνώρισε τον αφιλόξενο άνθρωπο που τους είχε διώξει, με την Ειρηνούλα, από το κατώφλι του, και το παιδί του, που είχε κλέψει τ' ωρολόγι του Κακομοιρίδη. Vassilopoulos recognized the unfriendly man who had driven them, with Irinula, from his doorstep, and his child, who had stolen Kakomiridis' watch.

— Παλιάνθρωπε! - You son of a bitch! φώναξε και ρίχθηκε πάνω του, τον άρπαξε από το λαιμό και τον έστρωσε στο χώμα. she cried, and threw herself upon him, and seized him by the throat, and laid him on the ground.

Ο Κακομοιρίδης, ακούοντας τις φωνές, βγήκε και αυτός κι έφθασε την ώρα που το παιδί του κλέφτη ξέκοβε στο δάσος. Kakomiridis, hearing the voices, came out and arrived just as the thief's child was running away in the woods. Το κυνήγησε, το έπιασε και το έφερε πίσω με τις σπρωξιές. He chased it, caught it and brought it back with the pushes.

— Δώστε μου ένα σκοινί! - Give me a rope! φώναξε το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos shouted.

Και με τη βοήθεια του Κακομοιρίδη, τους έδεσε πισθάγκωνα, και μαζί γύρισαν στο σιδηρουργείο σπρώχνοντας μπροστά τους δυο κλέφτες. And with the help of Kakomiridis, he tied them backwards, and together they returned to the forge, pushing two thieves in front of them.

Το Βασιλόπουλο άφησε απ' έξω το κλεφτόπαιδο, με το γερο- Κακομοιρίδη να το φυλάγει. Vassilopoulos left the thieving boy outside, with old Kakomiridis guarding him.

— Είναι αμαρτία αυτό που κάνετε! - It is a sin what you are doing! φώναξε ο κλέφτης. the thief shouted. Τι μας δέσατε τα χέρια σαν κακούργους, αντί να δείρετε αυτό το παλιόπαιδο που γύρευε να ζημιώσει καλούς και ήσυχους νοικοκυρέους; Why did you tie our hands like thugs, instead of beating this brat who was looking to harm good and quiet householders?

— Αυτό θα το δούμε αργότερα, είπε το Βασιλόπουλο. - We'll see about that later, said Vassilopoulos. Τώρα πες μου πώς σε λένε. Now tell me your name.

Έξαφνα ο κλέφτης θυμήθηκε το πρόσωπο του Βασιλόπουλου και αναστέναξε με ανακούφιση. Suddenly the thief remembered the face of Vassilopoulos and sighed with relief. Από ένα τέτοιο παιδί τι είχε να φοβηθεί; What did he have to fear from such a child?

— Μπα! - Nah! είπε χαρούμενος. he said happily. Εσύ είσαι, παλικάρι, που ήλθες προχθές και χτύπησες την πόρτα μου; Και τι γίνεται η κοπελίτσα που ήταν μαζί σου; Αδελφή σου δεν είναι; Is it you, lad, who came the day before yesterday and knocked at my door? And what of the little girl who was with you? She's your sister, isn't she?

— Και αυτό θα μείνει για αργότερα. - And that will be left for later. Τώρα πες μου τ' όνομα σου. Now tell me your name.

— Με λένε Κατεργαρίσκο. - My name is Catergarisko. Μα δε βλέπω γιατί με ρωτάς εμένα εκείνα που θα έπρεπε να ζητήσεις αυτουνού που γύρευε να μας ζημιώσει… But I don't see why you ask me what you should ask the one who was trying to harm us...

— Θα τον ρωτήσω και αυτόν ύστερα. - I'll ask him later. Τώρα πες μου εσύ, γιατί προσπάθησες να πάρεις τη φορτωμένη χειράμαξα; Now you tell me, why did you try to take the loaded handcart?

— Μα δεν είναι έτσι τα πράματα, παλικάρι μου, είπε ο άνθρωπος, με αλεπουδίσιο χαμόγελο. - 'But that's not the way it is, lad,' said the man, with a foxy smile. Άφησε με να σου πω τι έγινε. Let me tell you what happened. Εγώ δούλευα στο δάσος, έσκαβα κι έβγαζα… αυτά, πώς τα λένε… πέτρες. I was working in the forest, digging and taking out... these, what do you call them... stones. Και το παιδί μου ήταν εκεί και με βοηθούσε. And my child was there to help me. Σα γέμισα λοιπόν το αμαξάκι, είπα στο παιδί μου να το πάγει στο σπίτι… So as I filled the cart, I told my child to take it home...

— Τι τις ήθελες τις πέτρες; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Why did you want the stones? asked Vassilopoulos.

— Να χτίσω ένα κοταριό, να σε χαρώ, γιατί το δικό μου γκρέμισε. - To build a chicken coop, to make you happy, because mine has fallen down. Λοιπόν άκουσα φωνές, βγήκα έξω και είδα το παιδί αυτό που γύρευε να κλέψει τις πέτρες από το γιο μου, και το έριξα κάτω για να γλιτώσω το πράμα μου. So I heard shouting, I went out and saw this kid trying to steal the stones from my son, and I knocked him down to get away with my stuff. Να, παλικάρι μου, η ιστορία πώς είναι, να σε χαρώ! Here, lad, the story is what it is, I'm glad to see you! Λύσε μου τα χέρια μου, γιατί μούδιασαν έτσι δεμένα. Untie my hands, for they are so numb.

— Στάσου εκεί τώρα, έχομε και άλλον ν' ακούσομε πριν σε λύσομε, είπε το Βασιλόπουλο. - Stand there now, we have another to listen to before we untie you, said Vassilopoulos.

Και φώναξε το γερο-Κακομοιρίδη, που για να μη χάνει καιρό γυάλιζε ένα σπαθί φυλάγοντας το κλεφτόπαιδο. And he called old Kakomiridis, who, to save time, was polishing a sword to guard the thieving boy.

— Φερ' τον μέσα, γέρο, είπε. - "Bring him in, old man," he said.

Και ρώτησε το αγόρι: And he asked the boy:

— Πώς σε λένε και τι συνέβηκε; - What's your name and what happened?

— Με λένε Μήτσο, αποκρίθηκε τρέμοντας το παιδί, και μυστικά έκανε νόημα του πατέρα του πως δεν ήξερε τι να πει. - "My name is Mitso," the boy replied shakily, and secretly motioned to his father that he didn't know what to say.

Το Βασιλόπουλο το αντιλήφθηκε, και ανάγκασε τον Κατεργαρίσκο να γυρίσει την πλάτη. Vassilopoulos noticed this, and forced Catergarisco to turn his back.

— Πες, παιδί μου, δεν πήγαινες… άρχισε ο κλέφτης. - Say, son, you weren't going... the thief started.

— Εσύ να σωπάσεις ή σου στουμπώνω το στόμα! - You shut your mouth or I'll shut it for you! φώναξε το Βασιλόπουλο.

— Μα, παλικάρι μου, θέλω μόνο την αλήθεια να πει το παιδί μου, να πιστέψετε πως πήγαινε… - But, lad, I only want my boy to tell the truth, to believe that he was going...

Μα πριν προφθάσει να πει περισσότερα, ο Κακομοιρίδης του είχε δέσει το στόμα μ' ένα πεσκίρι 1. But before he could say more, Kakomiridis had bound his mouth with a peskiri 1.

— Ναι, είπε ο Μήτσος νομίζοντας πως κατάλαβε την έννοια του πατέρα του, πήγαινα να βοηθήσω το παιδί που έσερνε το φορτωμένο αμαξάκι… - Yes, said Mitsos, thinking he understood his father's meaning, I was going to help the boy who was pulling the loaded cart...

Με μια κλωτσιά στο πάτωμα ο πατέρας του τον σταμάτησε. With a kick on the floor his father stopped him.

— Θέλω να πω, πως πήγαινα τις πέτρες στη χώρα για να τις πουλήσω του πρωτομάστ… - I mean, I was taking the stones across the country to sell them to the first maste...

Άλλη μια κλωτσιά στο πάτωμα, και το παιδί τα έχασε ολότελα και άρχισε τα κλάματα. Another kick on the floor, and the child completely lost it and started crying.

— Φθάνει, είπε το Βασιλόπουλο.

Και φώναξε το παιδί του μεταλλείου: 1

Πεσκίρι: πετσέτα Pencil: towel

— Λέγε, Θάνο, τι έτρεξε; - Say, Thanos, what's he run?

— Γύριζα από τα πηγάδια με το σίδερο, είπε ο Θάνος, και βγήκε αυτός από το δάσος και μου άρπαξε τη χειράμαξα. - I was returning from the wells with the iron, said Thanos, and he came out of the forest and grabbed my handcuffs. Φώναξα πως ήταν ξένο πράμα, μα την ίδια ώρα έφθασε ο άλλος, μ' έριξε χάμω και θα έπαιρνε το αμαξάκι αν δεν έφθανες εσύ. I shouted that it was a foreign thing, but at the same time the other guy arrived, knocked me down and would have taken the cart if you hadn't arrived.

— Τ' άκουσες, κυρ-Κατεργαρίσκο; είπε το Βασιλόπουλο. - Did you hear that, Mr. Catergarisko? said Vassilopoulos. Δεν ήξερες βέβαια πως η χειράμαξα είναι δική μας, και πως το παιδί αυτό δουλεύει στο συνεργείο μας, ειδεμή θα έβρισκες άλλην εξήγηση να μας δώσεις. Of course you didn't know that the handicapper is ours, and that this child works in our workshop, or else you would have found another explanation to give us. Και συ, Μήτσο, εξακολούθησε γυρνώντας στο κλεφτόπαιδο, τώρα που έχεις την καλή τύχη να ξανανταμώσεις τον κυρ- Κακομοιρίδη, δεν του δίνεις πίσω τ' ωρολόγι του, που το φυλάγεις τώρα τόσες μέρες στον κόρφο σου; And you, Mitso, continue turning to the thief-boy, now that you have the good fortune to meet Mr. Kakomiridis again, won't you give him back his watch-book, which you have kept in your bosom for so many days?

Όλοι παραξενεύθηκαν με τα λόγια του Βασιλόπουλου. Everyone was surprised by Vassilopoulos' words. Μόνος ο Κατεργαρίσκος κατάλαβε, του λύθηκαν τα γόνατα κι έπεσε σε μια καρέγλα. Only Catergariskos understood, his knees were loosened and he fell on a chair.

Το Βασιλόπουλο πήρε από την τσέπη του κλέφτη το ασημένιο ωρολόγι με την αλυσίδα του και τα έδωσε του Κακομοιρίδη. Vassilopoulos took from the thief's pocket the silver watch chain and chain and gave them to Kakomiridis.

— Τ' ωρολόγι μου! - My watch! αναφώνησε χαρούμενος ο σιδεράς. exclaimed the blacksmith happily. Πώς βρέθηκε σ' αυτουνού την τσέπη; How did it get in his pocket?

Με δυο λόγια το Βασιλόπουλο του διηγήθηκε τι είχε ακούσει και δει από μέσα από τα ερείπια, πίσω από το σπίτι του κλέφτη. In short, Vasilopoulos told him what he had heard and seen from inside the ruins behind the thief's house.

— Και τώρα, είπε, εμπρός! - And now, he said, go ahead! Περπατάτε! You're walking!

Τους πήγε πισθάγκωνα δεμένους στη φυλακή, και βρήκε το δεσμοφύλακα που κουβέντιαζε στην πόρτα ενός καφενείου μ' ένα παλικάρι. He took them back to the jail, and found the jailer chatting in the doorway of a café with a lad.

Με δυσαρέσκεια αναγνώρισε το Βασιλόπουλο τον πιωμένο νέο με τα γυαλιστερά μάτια, που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια εναντίον του Βασιλιά. With displeasure Vassilopoulos recognized the drunken young man with the shining eyes, who in the tavern had spoken such insulting words against the King.

Και αυτός τον αναγνώρισε, και ρώτησε ειρωνικά: And he recognized him, and asked ironically:

— Ε, πατριώτη, βγήκε ο γιος του Βασιλιά; - Hey, patriot, has the King's son come out?

Το Βασιλόπουλο δεν αποκρίθηκε. Ζήτησε τα κλειδιά, και ο δεσμοφύλακας του τα έδωσε και τον χαιρέτησε ως κάτω. He asked for the keys, and the jailer gave them to him and waved him down.

Ύστερα πήγε στο αντικρινό μέρος της πλατείας όπου ήταν οι φυλακές, άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μέσα τους κλέφτες. Then he went to the opposite side of the square where the prisons were, opened the door and put the thieves inside.

Ο νέος και ο δεσμοφύλακας το κοίταζαν που πήγαινε. The young man and the jailer watched where he was going.

— Δε μου λες, γιατί υποκλίθηκες τόσο βαθιά, σαν του έδωσες τα κλειδιά; ρώτησε ο νέος. - Don't tell me, why did you bow so low when you gave him the keys?The young man asked. Ποιος είναι;

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας. - "I don't know," replied the jailer. Μα αυτός υποχρέωσε τον κυρ-Λαγόκαρδο να βγάλει τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, ενώ ο ίδιος ο Λαγόκαρδος τον είχε καταδικάσει. But he forced Mr. Lagokardos to release Kakomiridis from prison, while Lagokardos himself had condemned him.

— Τι λες, καλέ! είπε ο νέος.

Κι εξακολούθησε περιφρονητικά: And he continued contemptuously:

— Κανένας παλατιανός και αυτός… σαν όλους… - No palatine and he... like everyone else...

— Όχι, βέβαια! είπε ο δεσμοφύλακας. said the jailer. Παλατιανός ήταν εκείνος που ζήτησε την καταδίκη του Κακομοιρίδη. It was Palatianos who called for the conviction of Kakomiridis. Πουλημένος στους παλατιανούς ήταν ο κυρ-Λαγόκαρδος που καταδίκασε τον αθώο άνθρωπο. Sold to the palatines was Mr. Lagokardos who condemned the innocent man. Μα τούτος!… Να τον έβλεπες! But that one! You should have seen him! Με το καμτσίκι οδηγούσε τον κυρ-Λαγόκαρδο, και τον υποχρέωσε να βγάλει τον καταδικασμένο από τη φυλακή. He drove the little carriage to Mr.-Lagocard, and compelled him to get the condemned man out of prison.

— Με τι, είπες;

— Με το καμτσίκι! - With the little car! επανέλαβε ο δεσμοφύλακας. the jailer repeated.

Το Βασιλόπουλο κλείδωσε την πόρτα της φυλακής, έφερε πίσω τα κλειδιά και γύρισε να φύγει. Vasilopoulos locked the prison door, brought back the keys and turned to leave.

— Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός; μουρμούρισε ο νέος. - "But who is he?" the young man muttered.

Και από μακριά τον ακολούθησε. And from afar he followed him.

Περνώντας από του Αμοιράκου του πρωτομάστορη, θέλησε το Βασιλόπουλο ν' ανέβει να τον ρωτήσει αν είχε πιάσει δουλειά. Passing by Amiraku's first mason, he wanted Vassilopoulos to come up and ask him if he had gotten a job.

— Δεν είναι απάνω ο πρωτομάστορης, του φώναξε ο κουντουράς της γωνιάς. - "The first mason is not upstairs," shouted the corner roofer. Βρίσκεται στο ποτάμι.

«Καλά!», σκέφθηκε χαρούμενο το Βασιλόπουλο. «Λοιπόν άρχισε δουλειά!»

Γύρισε κατά το ποτάμι, μα περνώντας από το δάσος άκουσε ομιλίες. He turned towards the river, but passing through the forest he heard talking.

Μπήκε μέσα, και, ανάμεσα στα δέντρα, είδε δύο νέους που γύρευαν να σύρουν ένα μεγάλον κορμό, δεμένο με σκοινιά. He went in, and, among the trees, he saw two young men working at dragging a large log tied with ropes. Μα ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να τον κουνήσουν. But it was very heavy and they couldn't move it.

— Πού θέλετε να το πάτε αυτό; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Where do you want to take this? asked Vassilopoulos.

— Στο ποτάμι, όπου το θέλει ο παραφέντης, αποκρίθηκαν. - At the river, where the paraffin wants it, they answered.

— Είναι αδύνατο να το σύρετε έτσι. - It's impossible to slide it like that. Είναι πολύ μεγάλο.

— Τι να κάνομε; Το θέλει ο παραφέντης. - What should we do? It's what the paraffin wants. Θα φτύσομε αίμα μα θα το σύρομε. We'll spit blood, but we'll draw it.

— Θα σπάσετε τα σκοινιά σας και δε θα κάνετε τίποτα. - You will break your ropes and do nothing. Άλλο τρόπο να βρούμε. Another way to find another way. Χρειάζονται ρόδες… They need wheels...

Οι ξυλοκόποι γέλασαν. The lumberjacks laughed.

— Μα έλα δα που δεν έχομε! - But come on, we don't have any! είπαν.

Το Βασιλόπουλο σκέφθηκε λίγο. Vassilopoulos thought for a moment.

— Δώσ' μου το τσεκούρι σου, είπε. - "Give me your axe," he said.

Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια. And taking off his clothes, Vassilopoulos made three rolls. Ύστερα τα τοποθέτησαν κάτω από τον κορμό, ζεύθηκαν και οι τρεις στα σκοινιά, και μαζί τον έσυραν. Then they placed them under the log, all three of them tied themselves to the ropes, and together they dragged it. Ο κορμός κατρακύλησε σαν να ήταν σε τροχούς. The trunk rolled down as if it were on wheels.

— Και όταν κυλήσει ο κορμός και βγει από το τελευταίο κατρακύλι, πάρτε το αυτό και βάλτε το πάλι μπροστά, τους είπε το Βασιλόπουλο. - And when the trunk rolls and comes out of the last roll, take this and put it back on the front again, Vasilopoulos told them. Έτσι θα τον πάτε ως το ποτάμι. That's how you'll take him to the river.

Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι. The two young men thanked him, delighted.

— Δε φαντάζεσαι πόσο μας ευκόλυνες τη δουλειά μας, είπαν ξελαφρωμένοι, και πόσο θα ευχαριστηθεί ο παραφέντης, που θα προχωρήσει γρηγορώτερα η μεταφορά. - You can't imagine how much you've made our work easier, they said, and how pleased the paraffin will be that the transport will go faster.

— Ποιος είναι ο παραφέντης σας; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - "Who is your paraplegic?" asked Vassilopoulos.

— Ο Αμοιράκος ο πρωτομάστορης. - Amirakos the pioneer.

— Και πώς έτυχε να δουλεύετε μαζί του; Ενόμιζα πως δεν έχει πια παραγιούς. - And how did you happen to work with him? I thought he didn't have any more children.

— Και δεν είχε. Μονάχος δούλευε από τον καιρό που πήγαν στραβά οι δουλειές του, αποκρίθηκε ο ένας νέος. He had been working alone since his business went bad, one of the young men replied. Είχε κλείσει μάλιστα το εργαστήρι του. He had even closed his workshop. Μα πρέπει να πέτυχε καμιά καλή παραγγελία, γιατί πούλησε το σπίτι του και ό,τι είχε, και μας πήρε όλους, όσοι τεχνίτες μαραγκοί είμαστε στη χώρα, με καλή πληρωμή, για να δουλέψομε μέρα-νύχτα. But he must have gotten a good order, because he sold his house and everything he had, and took all of us, all the carpenter craftsmen in the country, with good pay, to work day and night.

— Χαρά στον πατριώτη! - Joy to the patriot! φώναξε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. Κι έτρεξε κατά το ποτάμι.

Περνώντας βιαστικά, σκουντούφλησε έναν άνθρωπο που στέκουνταν εκεί απαρατήρητος. Passing hurriedly, he nudged a man standing there unnoticed.

— Χωροφύλακας ή ξυλοκόπος; ρώτησε αυτός. - A gendarme or a lumberjack? he asked.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.

— Και τα δυο, αποκρίθηκε.

— Και τίποτε άλλο; ρώτησε ο νέος. - And nothing else?" asked the young man.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταξε κατάματα. Vassilopoulos looked him in the eye.

— Ναι, είπε, και κάτι άλλο. - Yes, he said, and something else.

Κι έφυγε τρεχάτος. And he ran away.

Σ' ένα γύρισμα του δρόμου, απάντησε χωρικούς που έφευγαν τρομαγμένοι κατά τη χώρα. At a turn of the road, he answered villagers who were fleeing in terror across the country.

— Πού τρέχετε; τους φώναξε. - Where are you running to? he called out to them.

Αλλά δεν αποκρίθηκαν. But they did not respond. Εξακολουθούσαν να φεύγουν. They were still leaving. Λίγα βήματα μακρύτερα, είδε άλλους πέντε-έξι άντρες που έτρεχαν και αυτοί. A few steps away, he saw five or six other men also running.

Το Βασιλόπουλο τους σίμωσε. Vassilopoulos silenced them.

— Για πού, πατριώτες; ρώτησε. - Where to, patriots? he asked.

— Για τη χώρα, του αποκρίθηκαν. - For the country, they replied. Μην πηγαίνεις από κει, οι εχθροί καταφθάνουν! Don't go that way, the enemies are coming!

— Πού φθάνουν;

Μα δεν αποκρίθηκαν. Τρομαγμένοι και σαστισμένοι έφευγαν. Frightened and bewildered, they left.

Το Βασιλόπουλο τους κυνήγησε και τους πρόφθασε. Vassilopoulos chased them and caught up with them.

— Πού φεύγετε! - Where are you going! ρώτησε θυμωμένος. Τι φοβάστε και τρέχετε σα λαγοί; What are you afraid of and running like rabbits?

— Οι εχθροί κατεβαίνουν στο ποτάμι από την πέρα μεριά, αποκρίθηκε ένας. - The enemies are coming down the river from the other side, one replied.

— Ε, καλά! Μένει το ποτάμι. That leaves the river. Πώς θα το περάσουν; Ελάτε στα συγκαλά σας, πατριώτες, μη χάνετε έτσι το λογικό σας, για το Θεό! How will they get through it? Come to your senses, patriots, don't lose your sanity, for God's sake! Γυναίκες είστε να φοβάστε; φώναξε το Βασιλόπουλο αναμμένο. Are you women to be afraid? shouted the Vassilopoulos lit. Στα όπλα, παιδιά! Θα τους σταματήσομε! We will stop them!

Οι χωρικοί κοντοστάθηκαν. The villagers were shortened.

— Μα δεν έχομε όπλα! - But we have no weapons! είπαν.

— Πιάστε ό,τι κοφτερό έχετε: μαχαίρι, δρεπάνι, τσεκούρι ή σκερπάνι, και ακολουθήστε με! - Grab whatever sharp thing you have: knife, sickle, axe or sledgehammer, and follow me!

— Ποιος θα μας οδηγήσει; ρώτησε φοβισμένος ένας. - "Who will lead us?" asked a frightened one.

— Εγώ! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Γυρνάτε πίσω. You're coming back. Για το Θεό, μη φεύγετε! For God's sake, don't go!

— Μπα! είπε άλλος. Γιατί να πολεμήσομε; Αν το ποτάμι σταματήσει τους εχθρούς, εμείς από δω είμαστε ήσυχοι. Why should we fight? If the river stops the enemies, we're quiet from here. Αν πάλι το ποτάμι δε σταματήσει τους εχθρούς, ουτ' εμείς δε θα τους σταματήσομε. If the river again will not stop the enemies, neither shall we stop them. Γιατί να σκοτωθούμε άδικα; Θα κάνομε και ‘μείς εκείνο που κάνει ο Βασιλιάς και το Βασιλόπουλο. Why should we be killed needlessly? We'll do what the King and the King's boy do.