×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (2)

Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (2)

Η Γνώση γέλασε.

— Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς; ρώτησε.

— Το ίδιο δεν κάνει;

— Όχι! Η ώρα πάντα περνά. Μ' αν κάνεις περιττά πράματα, τη σκορπάς· ενώ αν κάνεις δουλειές με σκοπό, τη μεταχειρίζεσαι.

— Δεν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατέλειωτη!

— Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση. Σε τι καταγίνεσαι όλη μέρα;

— Σε τίποτα! Σε τι μπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγίνεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα.

— Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα.

— Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί.

— Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπημένη η Γνώση. Και ο τόπος σου κουτσοζεί. Το καταδέχεσαι όμως;

— Τι να του κάνω;

— Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να καλοζεί.

— Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο.

Η Γνώση γέλασε.

— Σε σκότισα; είπε. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανάμεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα.

— Θα πάγω! είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.

Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριό ν' αποχαιρετήσουν την κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί.

— Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά.

— Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. Βιάζομαι να πάγω πίσω.

Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το έχωσε στην τσέπη τους.

— Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου. Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο του παλατιού.

Κάθε λίγο γύριζε η Ειρηνούλα να δει το ανοιχτόκαρδο άσπρο σπιτάκι που ξεχώριζε ανάμεσα στα πράσινα δέντρα. Και όταν χάθηκε από τα μάτια της, αναστέναξε βαριά και κοίταξε τον αδελφό της που πήγαινε ίσια μπροστά του, με σταθερό βήμα και με το μέτωπο ψηλά.


Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (2) Γ'. IN THE POORHOUSE OF MRS. JOY (2) Γ'. EN LA CASA POBRE DE LA SRA. ALEGRÍA (2) Γ'. DANS L'HOSPICE DE MME JOY (2)

Η Γνώση γέλασε. Knowledge laughed. Knowledge se rió.

— Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς; ρώτησε. — Do you want to kill them or treat them? asked. - ¿Quieres matarlos o tratarlos? preguntó.

— Το ίδιο δεν κάνει; — Doesn't he do the same? - ¿No es así?

— Όχι! - ¡No! Η ώρα πάντα περνά. Time always passes. El tiempo siempre pasa. Μ' αν κάνεις περιττά πράματα, τη σκορπάς· ενώ αν κάνεις δουλειές με σκοπό, τη μεταχειρίζεσαι. If you do unnecessary things, you scatter it; while if you do things with a purpose, you use it. Si haces cosas innecesarias, la dispersas; pero si haces obras con propósito, la utilizas.

— Δεν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. — I never considered this, said Vasilopoulos thoughtfully. - Nunca me lo había planteado, dijo Vasilopoulos pensativo. Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατέλειωτη! Time seems endless to me too! A mí también me parece que el tiempo no tiene fin.

— Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση. — And yet time is precious, replied Knowledge. - Y sin embargo, el tiempo es precioso, replicó el Conocimiento. Σε τι καταγίνεσαι όλη μέρα; What do you spend all day on? ¿En qué te pasas el día?

— Σε τίποτα! — Nothing! - ¡No puede ser! Σε τι μπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγίνεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα. What can I do? Everyone lives and lives for himself, and I have no need of anything. ¿De qué me puedo quejar? Cada uno vive y para sí, y yo no necesito nada.

— Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα. - But your country needs you. - Pero tu país te necesita.

— Μπα! - ¡No! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί. Everyone fends for themselves and limps along. Cada uno se ocupa de sí mismo y cotillea.

— Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπημένη η Γνώση. — You said it well, how he is limping, replied Gnosisi sadly. - Bien dicho, que cotillee, replicó tristemente Conocimiento. Και ο τόπος σου κουτσοζεί. And your place is limping. Y tu lugar es el cotilleo. Το καταδέχεσαι όμως; But do you accept it?

— Τι να του κάνω; — What shall I do to him?

— Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να καλοζεί. — If everyone thought less of his own person and worked more for the general good, he would see one day that he worked for himself again, and that instead of limping, he managed to live well.

— Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο. - "I don't understand," muttered Vassilopoulos.

Η Γνώση γέλασε. Knowledge laughed.

— Σε σκότισα; είπε. - Did I kill you? He said. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανάμεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα. But if you go back to your people, and live among them, and talk with them, and hear what they have to say to you, you will then understand better.

— Θα πάγω! - I'm going! είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos said seriously.

Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριό ν' αποχαιρετήσουν την κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί. The two brothers went into the kitchen to say goodbye to Mrs.-Fronis, and found her blushing meat in the trench.

— Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά. - How? Won't you stay and taste my yak?" asked the old woman.

— Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. - Thank you, no, said Vassilopoulos. Βιάζομαι να πάγω πίσω. I'm in a hurry to get back.

Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το έχωσε στην τσέπη τους. The old woman cut a large piece of bread for each of them and put it in their pockets.

— Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου. Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο του παλατιού. They said goodbye to Knowledge, and the brothers took the road to the palace again.

Κάθε λίγο γύριζε η Ειρηνούλα να δει το ανοιχτόκαρδο άσπρο σπιτάκι που ξεχώριζε ανάμεσα στα πράσινα δέντρα. Every now and then Irinoula would turn around to see the light-hearted white house that stood out among the green trees. Και όταν χάθηκε από τα μάτια της, αναστέναξε βαριά και κοίταξε τον αδελφό της που πήγαινε ίσια μπροστά του, με σταθερό βήμα και με το μέτωπο ψηλά. And when he was out of sight, she sighed heavily, and looked at her brother who was walking straight before him, with firm step and forehead high.