×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (2)

Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (2)

— Μην ξεχνάς το δώρο του θείου Βασιλιά, πατέρα, είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.

Και ο Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι και δεν εναντιώθηκε πια.

Το Βασιλόπουλο πήρε τους δυο υπασπιστές κι έτρεξε στη χώρα, στο σπίτι του κυρ-Λαγόκαρδου.

Κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο.

Χτύπησαν την πόρτα, μα δεν αποκρίθηκαν από μέσα. Χτύπησαν δεύτερη φορά, πάλι δεν αποκρίθηκαν.

— Σπάσετε την πόρτα, πρόσταξε το Βασιλόπουλο.

Και οι τρεις άντρες μαζί, βάζοντας τα δυνατά τους, με κόπο κατάφεραν να τη ρίξουν κάτω.

Το σπίτι ήταν κατασκότεινο. Μόνο στο μαγειριό μερικά ξύλα αποκαίουνταν, και δυο τρεις τσίροι καρβουνιάζουνταν ανάμεσα στις στάχτες.

Το Βασιλόπουλο άναψε δαδί και με τους συντρόφους του γύρισε σε όλο το σπίτι. Μα δε βρήκε κανένα.

Στο τραπέζι, πλάγι σε μια μποτίλια μαστίχα, είδε διπλωμένο ένα χαρτί. Το άνοιξε, μα δεν ήξερε να διαβάσει, ώστε το ξαναδίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη.

Σκάλισε παντού, μα όλα τα συρτάρια ήταν άδεια, δε βρήκε τίποτα. Βγήκε τότε με τους υπασπιστές και γύρισε στο παλάτι.

Όλοι κοιμούνταν. Μόνο η Ειρηνούλα τον περίμενε ακόμα.

— Γιατί δεν πλάγιασες και συ; τη ρώτησε ο αδελφός της με αγάπη.

Η Ειρηνούλα χαμογέλασε.

— Σε περίμενα, αδελφέ μου, και ωστόσο ξέρεις τι έκανα; Έραψα το μανδύα του πατέρα και τα ρούχα του που ήταν κουρελιασμένα, και διόρθωσα την τρυπημένη φούστα της Πικρόχολης και της Ζήλιως την τραχηλιά, που στάθηκε αιτία του σημερινού καβγά.

Το Βασιλόπουλο τη φίλησε.

— Άρχισες, βλέπω, να βάζεις σε πράξη τις συμβουλές της Γνώσης, είπε. Μα πες μου, έφαγες τίποτα;

Η Ειρηνούλα έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι ψωμί και του το έδωσε μελαγχολικά.

— Δε βρήκα τίποτε άλλο! Κι εγώ μ' ένα τέτοιο κομμάτι δείπνησα. Σου φύλαξα το μισό.

— Μα είχε αυγά, τα περίφημα αυγά του εξαδέλφου Βασιλιά. Δε σου έδωσαν;

Η Ειρηνούλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

— Τ' αυγά ήταν λίγα, αποκρίθηκε, και οι αδελφές μας έχουν καλή όρεξη… Έπειτα πεινούσε και ο πατέρας…

— Κατάλαβα, είπε το Βασιλόπουλο. Όλοι έφαγαν εκτός από σένα.

Τ' αδέλφια φιλήθηκαν και πήγε ο καθένας στο δωμάτιό του. Κοιμήθηκαν αμέσως, και στη γλύκα του ύπνου ξέχασαν για λίγες ώρες τις δυσκολίες και τις πίκρες της ζωής.


Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (2) Ε'. THE GIFT OF UNCLE KING (2) Ε'. LE CADEAU DE L'ONCLE ROI (2)

— Μην ξεχνάς το δώρο του θείου Βασιλιά, πατέρα, είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο. - 'Don't forget Uncle King's gift, father,' said the King's son seriously.

Και ο Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι και δεν εναντιώθηκε πια. And the king bowed his head and opposed no more.

Το Βασιλόπουλο πήρε τους δυο υπασπιστές κι έτρεξε στη χώρα, στο σπίτι του κυρ-Λαγόκαρδου. Vassilopoulos took the two aides-de-camp and ran into the country, to the house of Mr. Lagokardos.

Κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο. None of the windows were lit.

Χτύπησαν την πόρτα, μα δεν αποκρίθηκαν από μέσα. They knocked on the door, but there was no answer from inside. Χτύπησαν δεύτερη φορά, πάλι δεν αποκρίθηκαν. They knocked a second time, again no response.

— Σπάσετε την πόρτα, πρόσταξε το Βασιλόπουλο. - Break down the door, ordered Vassilopoulos.

Και οι τρεις άντρες μαζί, βάζοντας τα δυνατά τους, με κόπο κατάφεραν να τη ρίξουν κάτω. All three men together, doing their best, managed with difficulty to bring her down.

Το σπίτι ήταν κατασκότεινο. The house was gutted. Μόνο στο μαγειριό μερικά ξύλα αποκαίουνταν, και δυο τρεις τσίροι καρβουνιάζουνταν ανάμεσα στις στάχτες. Only in the galley did some wood burn, and two or three cirrus were charred among the ashes.

Το Βασιλόπουλο άναψε δαδί και με τους συντρόφους του γύρισε σε όλο το σπίτι. Vassilopoulos lit a torch and with his companions went around the house. Μα δε βρήκε κανένα. But he found none.

Στο τραπέζι, πλάγι σε μια μποτίλια μαστίχα, είδε διπλωμένο ένα χαρτί. On the table, next to a bowl of mastic, he saw a folded piece of paper. Το άνοιξε, μα δεν ήξερε να διαβάσει, ώστε το ξαναδίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη. He opened it, but he didn't know how to read, so he folded it up again and put it in his pocket.

Σκάλισε παντού, μα όλα τα συρτάρια ήταν άδεια, δε βρήκε τίποτα. He looked everywhere, but all the drawers were empty, he found nothing. Βγήκε τότε με τους υπασπιστές και γύρισε στο παλάτι. He then went out with the aides-de-camp and returned to the palace.

Όλοι κοιμούνταν. Μόνο η Ειρηνούλα τον περίμενε ακόμα. Only Irene was still waiting for him.

— Γιατί δεν πλάγιασες και συ; τη ρώτησε ο αδελφός της με αγάπη. — Why didn't you lean over too? her brother asked her lovingly.

Η Ειρηνούλα χαμογέλασε. Irene smiled.

— Σε περίμενα, αδελφέ μου, και ωστόσο ξέρεις τι έκανα; Έραψα το μανδύα του πατέρα και τα ρούχα του που ήταν κουρελιασμένα, και διόρθωσα την τρυπημένη φούστα της Πικρόχολης και της Ζήλιως την τραχηλιά, που στάθηκε αιτία του σημερινού καβγά. - I have waited for you, my brother, and yet do you know what I have done? I have sewed father's cloak and his clothes that were ragged, and I have mended the pierced skirt of Piccrocholi and Zelia's cervix, which was the cause of the quarrel to-day.

Το Βασιλόπουλο τη φίλησε. Vassilopoulos kissed her.

— Άρχισες, βλέπω, να βάζεις σε πράξη τις συμβουλές της Γνώσης, είπε. — You have begun, I see, to put into practice the advice of Knowledge, he said. Μα πες μου, έφαγες τίποτα; But tell me, did you eat anything?

Η Ειρηνούλα έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι ψωμί και του το έδωσε μελαγχολικά. Ireneula took out a piece of bread from her pocket and gave it to him gloomily.

— Δε βρήκα τίποτε άλλο! — I didn't find anything else! Κι εγώ μ' ένα τέτοιο κομμάτι δείπνησα. I also dined with such a piece. Σου φύλαξα το μισό. I saved half of it for you.

— Μα είχε αυγά, τα περίφημα αυγά του εξαδέλφου Βασιλιά. — But he had eggs, the famous eggs of his cousin the King. Δε σου έδωσαν; They didn't give it to you?

Η Ειρηνούλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Irene shook her head negatively.

— Τ' αυγά ήταν λίγα, αποκρίθηκε, και οι αδελφές μας έχουν καλή όρεξη… Έπειτα πεινούσε και ο πατέρας… — The eggs were few, he answered, and our sisters have a good appetite... Then the father was also hungry...

— Κατάλαβα, είπε το Βασιλόπουλο. - I see, said Vassilopoulos. Όλοι έφαγαν εκτός από σένα. Everyone ate except you.

Τ' αδέλφια φιλήθηκαν και πήγε ο καθένας στο δωμάτιό του. The brothers kissed and each went to his room. Κοιμήθηκαν αμέσως, και στη γλύκα του ύπνου ξέχασαν για λίγες ώρες τις δυσκολίες και τις πίκρες της ζωής. They fell asleep immediately, and in the sweetness of sleep they forgot for a few hours the difficulties and bitterness of life.