×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2)

Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2)

Έφθασαν αργά. Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από το βουνό, η δίκη, εκείνη την ώρα, είχε τελειώσει.

Ο δικαστής, τυλιγμένος στο παλιωμένο κόκκινο επανωφόρι του, που από τον καιρό και τη σκόνη είχε χάσει πια το αρχικό του χρώμα, σηκώνουνταν να πάγει στο σπίτι του, ενώ δυο κουρελιασμένοι χωροφύλακες έσερναν στη φυλακή ένα φτωχοντυμένο χλωμό άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο, και θλιμμένος έσφιγγε στην αγκαλιά του την κόρη του που έκλαιγε με λυγμούς.

— Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Ο Κακομοιρίδης ο σιδεράς, του αποκρίθηκε ένας από τους παρόντες.

— Γιατί τον πάνε φυλακή;

— Ξέρω 'γω! Έκλεψε, λένε, κάτι κότες. Δεν κατάλαβα καλά, δεν είπαν και πολλά πράματα, μα τον βάλανε δυο χρόνια φυλακή. Ήταν όμως και κουτός! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. Του κλέψανε, λέει, και τ' ωρολόγι του και δυο ασημένια τάλιρα. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Δεν κάθουνταν στ' αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη!

— Μα είναι αμαρτία! Είναι αμαρτία! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο.

— Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! αποκρίθηκε ο άλλος.

— Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! είπε το Βασιλόπουλο. Πού κάθεται ο δικαστής;

Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.

Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα.

— Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί.

— Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Έχω να σου πω για τον Κακομοιρίδη.

— Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο.

— Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι!

— Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος. Ο Βασιλιάς θα είναι!

Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός.

— Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησε απότομα. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή.

Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του.

— Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε. Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω.

Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει.

— Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος.

— Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως.

— Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής. Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Θες κανένα;

— Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα.

— Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα;

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια 3.

— Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας.

— Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! πρόσταξε το Βασιλόπουλο.

— Αμέσως, αφέντη!

— Και να στείλεις να συλλάβεις τον αρχικαγκελάριο και να τον χώσεις αυτόν στη φυλακή, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως αυτός έκλεψε τις κότες και όχι ο Κακομοιρίδης.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος έπεσε στα γόνατα.

— Αφέντη, λυπήσου με! Μη μου ζητάς τέτοια πράματα. Ποιος σου είπε την αλήθεια δεν ξέρω, μ' αν ξέρεις αυτό, θα ξέρεις και άλλα! Ο Πανουργάκος είναι δυνατός! Πώς μπορώ να τον συλλάβω;

— Είναι κλέφτης!

— Μα έχει φλουριά!

— Πού τα βρήκε; Δεν έχει τίποτα!

Γίνομαι δυο κάτια: έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι

— Έχει στα χέρια του το ταμείο του παλατιού. Ό,τι θέλει κάνει!

— Δεν έχει τίποτα, σου λέγω. Αναγκάστηκε, για να θρέψει το παλάτι δυο μέρες, να πουλήσει τη χρυσή του αλυσίδα που δεν ήταν καν δική του, παρά ήταν το σημείο του αξιώματος του. Μα και αν είχε φλουριά, αυτό δεν έπρεπε να σ' εμποδίσει να τον συλλάβεις.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άρχισε τα κλάματα.

— Δεν μπορώ, θα με καταστρέψει, είναι αρχικαγκελάριος κι έχει όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά. Άκουσε και λυπήσου με, γιατί αλήθεια κι εγώ δεν ξέρω πώς να φερθώ! Σαν ήλθε ο Κακομοιρίδης και μου είπε τα παράπονα του, και μου περίγραψε τον παλατιανό που τον γκρέμισε και του έκλεψε το σακούλι του, αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί, λέει, φορούσε αλυσίδα. Με στενοχώρεσε πολύ αυτή η δουλειά, γιατί δεν ήθελα να τα βάλω με τον αρχικαγκελάριο, και θέλησα να πείσω τον Κακομοιρίδη να σωπάσει. Μα πού αυτός! Γύρευε το δίκαιο του και δεν ησύχαζε!

— Καλά έκανε! είπε το Βασιλόπουλο. Και θα ήταν ανανδρία αν σώπαινε!

— Λοιπόν, εξακολούθησε ο κυρ-Λαγόκαρδος, εμήνυσα αμέσως μυστικά του Πανουργάκου, να επιστρέψει τον κλεμμένο σάκο, για να σωπάσει ο Κακομοιρίδης. Μ' αυτός ήλθε ευθύς και μου είπε πως αν δε βρω τρόπο να χώσω τον Κακομοιρίδη στη φυλακή, θα με καταγγείλει πως έκλεψα εγώ την αλυσίδα του και θα μου κόψουν το κεφάλι.

— Φοβιτσιάρη! Γιατί να τον ειδοποιήσεις μυστικά;

— Τον εφοβήθηκα!

— Δεν έπρεπε να φοβηθείς! Ούτε θα πίστευε κανένας πως έκλεψες την αλυσίδα του, αφού ο ίδιος την πούλησε για να θρέψει το παλάτι.

— Δεν την πούλησε για το παλάτι, είπε ο δικαστής με χαμηλή φωνή. Και θα πίστευαν πως την έκλεψα εγώ.

— Πώς αυτό;

— Γιατί… την αλυσίδα μού την είχε δώσει εμένα να την πουλήσω για λογαριασμό του… και του έκανα ένα χαρτί… και την αλυσίδα την είχα ακόμα στο σπίτι μου.

— Και από την πούληση αυτή εσύ δεν είχες κανένα κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές.

Ο δικαστής δεν αποκρίθηκε, μόνο έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα.

Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε, γονατισμένον μπροστά του, ελεεινό και ταπεινωμένο.

— Είχες δίκαιο να φοβάσαι, είπε στο τέλος, βάζοντας στη φωνή του όλη την αηδία που φούσκωνε την καρδιά του. Ένας μπερμπάντης δεν μπορεί να δικάσει άλλον μπερμπάντη. Είστε της ίδιας φάρας!

Και αρπάζοντας ένα καμτσίκι που κρέμουνταν στον τοίχο:

— Περπατά μπροστά μου, πρόσταξε με θυμό. Πάρε τα κλειδιά σου και άνοιξε ευθύς την πόρτα της φυλακής, ειδεμή οι ώμοι σου θα νιώσουν αν τσούζει το λουρί!

Τρέμοντας όλος βγήκε έξω ο δικαστής και πήγε στου δεσμοφύλακα, πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή.

Το Βασιλόπουλο και η Ειρηνούλα τον είχαν συνοδεύσει.

Στην πόρτα απ' έξω, πεσμένο στα χώματα, ένα κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητα.

Το Βασιλόπουλο την αναγνώρισε.

— Μην κλαις, της είπε με συμπάθεια. Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε. Έμπα μέσα και πάρε τον.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άνοιξε την πόρτα, και η κόρη ρίχθηκε στο λαιμό του πατέρα της και τον τράβηξε έξω.

— Σε ποιον χρεωστώ την ελευθερία μου; ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Κακομοιρίδης, αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση.

— Σ' αυτό το αγόρι, αποκρίθηκε η κόρη δείχνοντας το Βασιλόπουλο.

Ο Κακομοιρίδης έσκυψε και φίλησε το λιωμένο χρυσοκέντητο ρούχο του.

— Η Παναγία να σου το πληρώσει! είπε με την καρδιά του. Αν χρειαστείς ποτέ αληθινό φίλο, θυμήσου με.

Και, στηριγμένος στο μπράτσο της κόρης του, τράβηξε κατά το σπίτι του.

— Τώρα πήγαινε να φας τους τσίρους σου, είπε το Βασιλόπουλο περιφρονητικά στο δικαστή, και μην ξαναπαρουσιαστείς πια μπροστά μου, γιατί να ξέρεις πως δεύτερη φορά δε θα γλιτώσεις από το καμτσίκι μου.

Δεν περίμενε άλλο λόγο ο κυρ-Λαγόκαρδος, και το έβαλε στα πόδια.

Είχε νυχτώσει πια. Τα δυο αδέλφια, πεινασμένα, κουρασμένα, τραβούσαν μπροστά τους.

— Πού πάμε τώρα; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Στο παλάτι, αποκρίθηκε ο αδελφός της. Έχω να κανονίσω τις δουλειές του κυρ-Πανουργάκου.

Και πήραν τον ανήφορο και σκαρφάλωσαν στο βουνό.


Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2) Δ'. ON THE TURN (2) Δ'. AU TOURNANT (2)

Έφθασαν αργά. They arrived late. Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από το βουνό, η δίκη, εκείνη την ώρα, είχε τελειώσει. The sun was leaning behind the mountain, the trial, at that time, was over.

Ο δικαστής, τυλιγμένος στο παλιωμένο κόκκινο επανωφόρι του, που από τον καιρό και τη σκόνη είχε χάσει πια το αρχικό του χρώμα, σηκώνουνταν να πάγει στο σπίτι του, ενώ δυο κουρελιασμένοι χωροφύλακες έσερναν στη φυλακή ένα φτωχοντυμένο χλωμό άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. The judge, wrapped in his old red overcoat, which had lost its original color from weather and dust, was getting up to go to his house, while two ragged constables were dragging a poorly dressed pale man with chains in his hands to the prison. Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο, και θλιμμένος έσφιγγε στην αγκαλιά του την κόρη του που έκλαιγε με λυγμούς. His head was wrapped in a scarf, and in sorrow he was holding his sobbing daughter in his arms.

— Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε το Βασιλόπουλο. — Who is this man? asked Vassilopoulos.

— Ο Κακομοιρίδης ο σιδεράς, του αποκρίθηκε ένας από τους παρόντες. — Kakomoirides the blacksmith, one of those present answered him.

— Γιατί τον πάνε φυλακή; — Why are they taking him to prison?

— Ξέρω 'γω! — I know! Έκλεψε, λένε, κάτι κότες. He stole, they say, something chickens. Δεν κατάλαβα καλά, δεν είπαν και πολλά πράματα, μα τον βάλανε δυο χρόνια φυλακή. I didn't understand well, they didn't say much, but they put him in prison for two years. Ήταν όμως και κουτός! But he was also lame! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. He came and complained that someone, he said, a paladin had stolen his chickens, wine, and I don't know what else, and knocked him down, he said, at the root of the mountain, where he broke his head. Του κλέψανε, λέει, και τ' ωρολόγι του και δυο ασημένια τάλιρα. They also stole his watch and two silver thalers, he says. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. You understand that his Excellency Mr. Lagokardos the judge refused him, called him a liar and a thief, told us that not only was it not true that his hens were stolen, but that he had stolen them from I don't know where, he ordered they beat him until he confesses, he says, the truth. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Then Kakomoirides was afraid and said that they should not beat him, but that he would admit to going to prison, and let them say that he stole the hens. Δεν κάθουνταν στ' αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη! The lame man was not sitting on his eggs, he was just going around courts and justice!

— Μα είναι αμαρτία! — But it is a sin! Είναι αμαρτία! It's a sin! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos shouted out frantically.

— Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! — Sin, sin, these are the courts! αποκρίθηκε ο άλλος. the other replied.

— Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! - No, that's not what the courts should have! είπε το Βασιλόπουλο. Πού κάθεται ο δικαστής; Where does the judge sit?

Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα. They showed him the house, and taking Ireneula by the hand, he ran and knocked on the door.

Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα. The judge at this time had returned home, and was at the table, sweetly eating cherries and drinking mastic.

— Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί. — Who is this? he shouted with his mouth full, without getting up.

— Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. commanded Vassilopoulos. Έχω να σου πω για τον Κακομοιρίδη. I have to tell you about Kakomoiridis.

— Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! — But you won't leave me alone! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο. replied the judge, and crushed another dry cheetah.

— Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos shouted. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι! I swear to you, before the sun rises, I'll have your head cut off!

— Παναγιά μου! - Oh, my God! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος. Mr. Buckbeard exclaimed. Ο Βασιλιάς θα είναι! The King will be!

Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. Shaking like a leaf, he ran and opened the door. Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός. But when he saw two children in front of him, his fear turned to anger.

— Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησε απότομα. — To tell you, are you kidding me? he asked abruptly. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή. Get out of here, I'm putting you both in jail.

Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του. Quietly, but decisively, Vasilopoulos pushed him aside and entered with his sister.

— Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε. — The good thing I want for you, Mr. Lagokarde, is to listen to me, he said. Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω. Close your door and come here.

Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει. The boy's commanding tone made Hareheart frown.

— Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος. - What do you want?" he asked numbly.

— Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως. - I want you to get Kakomiridis out of jail right now.

— Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής. - Well, well, we have time for that, said the judge brightly. Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Now the cheerios are hot and appetizing. Θες κανένα; Do you want any?

— Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. - "I can't fit, Mr. Lagokard," said Vassilopoulos sternly. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα. Either you get Kakomiridis out of jail right now or you'll have to deal with me.

— Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! — Ah, but to tell you, you finally stunned me! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. said the judge who started getting angry again. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα; Why don't you tell me who your boss is, the one you've been bullying?

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! - I am the King's son and I command you! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos responded angrily.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Mr. Buckbeard has lost it. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια 3. He made to bow and remained folded two katia 3.

— Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας. - Order... order your servant... he muttered, trembling.

— Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! - You must release Kakomiridis immediately! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. commanded Vassilopoulos.

— Αμέσως, αφέντη! - At once, master!

— Και να στείλεις να συλλάβεις τον αρχικαγκελάριο και να τον χώσεις αυτόν στη φυλακή, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως αυτός έκλεψε τις κότες και όχι ο Κακομοιρίδης. - And you should send for the arrest of the chief chancellor and put him in jail, because you know very well that he stole the chickens and not Kakomiridis.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος έπεσε στα γόνατα. Mr. Buckhorn fell to his knees.

— Αφέντη, λυπήσου με! - Master, spare me! Μη μου ζητάς τέτοια πράματα. Don't ask me to do that. Ποιος σου είπε την αλήθεια δεν ξέρω, μ' αν ξέρεις αυτό, θα ξέρεις και άλλα! Who told you the truth I don't know, if you know this, you will know more! Ο Πανουργάκος είναι δυνατός! Panourgakos is strong! Πώς μπορώ να τον συλλάβω; How can I arrest him?

— Είναι κλέφτης! - He's a thief!

— Μα έχει φλουριά! — But he has freckles!

— Πού τα βρήκε; Δεν έχει τίποτα! — Where did he find them? It does not have anything!

Γίνομαι δυο κάτια: έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι I become two things: expression meaning to fold

— Έχει στα χέρια του το ταμείο του παλατιού. - He has the palace treasury in his hands. Ό,τι θέλει κάνει! He does whatever he wants!

— Δεν έχει τίποτα, σου λέγω. — He has nothing, I tell you. Αναγκάστηκε, για να θρέψει το παλάτι δυο μέρες, να πουλήσει τη χρυσή του αλυσίδα που δεν ήταν καν δική του, παρά ήταν το σημείο του αξιώματος του. He was forced, in order to feed the palace for two days, to sell his gold chain, which was not even his, but was the sign of his office. Μα και αν είχε φλουριά, αυτό δεν έπρεπε να σ' εμποδίσει να τον συλλάβεις. But even if he had scales, that shouldn't stop you from arresting him.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άρχισε τα κλάματα. Mr. Buckbeard began to cry.

— Δεν μπορώ, θα με καταστρέψει, είναι αρχικαγκελάριος κι έχει όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά. - I can't, he'll destroy me, he's the chief chancellor and has all the King's confidence. Άκουσε και λυπήσου με, γιατί αλήθεια κι εγώ δεν ξέρω πώς να φερθώ! Listen and take pity on me, because I really don't know how to behave either! Σαν ήλθε ο Κακομοιρίδης και μου είπε τα παράπονα του, και μου περίγραψε τον παλατιανό που τον γκρέμισε και του έκλεψε το σακούλι του, αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί, λέει, φορούσε αλυσίδα. When Kakomoiridis came and told me his complaints, and described to me the palatian who knocked him down and stole his bag, I immediately understood who he was, because, he says, he was wearing a chain. Με στενοχώρεσε πολύ αυτή η δουλειά, γιατί δεν ήθελα να τα βάλω με τον αρχικαγκελάριο, και θέλησα να πείσω τον Κακομοιρίδη να σωπάσει. I was very saddened by this business, because I did not want to get into trouble with the chancellor, and I wanted to persuade Kakomoiridis to keep quiet. Μα πού αυτός! But where is he! Γύρευε το δίκαιο του και δεν ησύχαζε! He was getting his justice and he didn't rest!

— Καλά έκανε! - Well done! είπε το Βασιλόπουλο. Και θα ήταν ανανδρία αν σώπαινε! And it would be cowardice to remain silent!

— Λοιπόν, εξακολούθησε ο κυρ-Λαγόκαρδος, εμήνυσα αμέσως μυστικά του Πανουργάκου, να επιστρέψει τον κλεμμένο σάκο, για να σωπάσει ο Κακομοιρίδης. - Well, continued Mr.-Lagokard, I immediately told Panourgakos secretly, to return the stolen sack, to silence Kakomiridis. Μ' αυτός ήλθε ευθύς και μου είπε πως αν δε βρω τρόπο να χώσω τον Κακομοιρίδη στη φυλακή, θα με καταγγείλει πως έκλεψα εγώ την αλυσίδα του και θα μου κόψουν το κεφάλι. He came straight away with him and told me that if I don't find a way to put Kakomoiridis in prison, he will accuse me of stealing his chain and they will cut off my head.

— Φοβιτσιάρη! - Fowler! Γιατί να τον ειδοποιήσεις μυστικά; Why tip him off?

— Τον εφοβήθηκα!

— Δεν έπρεπε να φοβηθείς! — You shouldn't have been afraid! Ούτε θα πίστευε κανένας πως έκλεψες την αλυσίδα του, αφού ο ίδιος την πούλησε για να θρέψει το παλάτι. Nor would anyone believe that you stole his chain, since he himself sold it to feed the palace.

— Δεν την πούλησε για το παλάτι, είπε ο δικαστής με χαμηλή φωνή. — He did not sell her for the palace, said the judge in a low voice. Και θα πίστευαν πως την έκλεψα εγώ. And they'd think I stole it.

— Πώς αυτό;

— Γιατί… την αλυσίδα μού την είχε δώσει εμένα να την πουλήσω για λογαριασμό του… και του έκανα ένα χαρτί… και την αλυσίδα την είχα ακόμα στο σπίτι μου. — Why... he had given the chain to me to sell on his behalf... and I made him a note... and I still had the chain at my house.

— Και από την πούληση αυτή εσύ δεν είχες κανένα κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές. - And from this sale you have not made any profit?" he asked Vassilopoulos, stressing the syllables one by one.

Ο δικαστής δεν αποκρίθηκε, μόνο έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα. The judge did not respond, only bowed his head a little lower.

Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε, γονατισμένον μπροστά του, ελεεινό και ταπεινωμένο. With crossed arms, Vassilopoulos looked at him, kneeling before him, miserable and humiliated.

— Είχες δίκαιο να φοβάσαι, είπε στο τέλος, βάζοντας στη φωνή του όλη την αηδία που φούσκωνε την καρδιά του. — You were right to be afraid, he said at last, putting into his voice all the disgust that swelled his heart. Ένας μπερμπάντης δεν μπορεί να δικάσει άλλον μπερμπάντη. A berbant cannot judge another berbant. Είστε της ίδιας φάρας! You're of the same ilk!

Και αρπάζοντας ένα καμτσίκι που κρέμουνταν στον τοίχο: And grabbing a log hanging on the wall:

— Περπατά μπροστά μου, πρόσταξε με θυμό. - Walk in front of me, he commanded angrily. Πάρε τα κλειδιά σου και άνοιξε ευθύς την πόρτα της φυλακής, ειδεμή οι ώμοι σου θα νιώσουν αν τσούζει το λουρί! Take your keys and open the prison door straight away, or your shoulders will feel the sting of the strap!

Τρέμοντας όλος βγήκε έξω ο δικαστής και πήγε στου δεσμοφύλακα, πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή. The judge went out in a tremble and went to the jailer's, took the keys, and from there he went to the prison.

Το Βασιλόπουλο και η Ειρηνούλα τον είχαν συνοδεύσει. Vasilopoulos and Irinoula had accompanied him.

Στην πόρτα απ' έξω, πεσμένο στα χώματα, ένα κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητα. At the door outside, lying on the ground, a girl was crying inconsolably.

Το Βασιλόπουλο την αναγνώρισε. Vassilopoulos recognized her.

— Μην κλαις, της είπε με συμπάθεια. - Don't cry, he told her sympathetically. Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε. Your father will return to your house tonight. Έμπα μέσα και πάρε τον. Get in and get him.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άνοιξε την πόρτα, και η κόρη ρίχθηκε στο λαιμό του πατέρα της και τον τράβηξε έξω. Mr. Buckhorn opened the door, and the daughter threw herself on her father's neck and pulled him out.

— Σε ποιον χρεωστώ την ελευθερία μου; ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Κακομοιρίδης, αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση. — To whom do I owe my freedom? Kakomoiridis asked with a trembling voice, after recovering from the first emotion.

— Σ' αυτό το αγόρι, αποκρίθηκε η κόρη δείχνοντας το Βασιλόπουλο. - "To that boy," the daughter replied, pointing to Vassilopoulos.

Ο Κακομοιρίδης έσκυψε και φίλησε το λιωμένο χρυσοκέντητο ρούχο του. Kakomiridis leaned over and kissed his melted gold-encrusted clothing.

— Η Παναγία να σου το πληρώσει! — May the Virgin pay it to you! είπε με την καρδιά του. he said in his heart. Αν χρειαστείς ποτέ αληθινό φίλο, θυμήσου με. If you ever need a true friend, remember me.

Και, στηριγμένος στο μπράτσο της κόρης του, τράβηξε κατά το σπίτι του. And, leaning on his daughter's arm, he trudged homeward.

— Τώρα πήγαινε να φας τους τσίρους σου, είπε το Βασιλόπουλο περιφρονητικά στο δικαστή, και μην ξαναπαρουσιαστείς πια μπροστά μου, γιατί να ξέρεις πως δεύτερη φορά δε θα γλιτώσεις από το καμτσίκι μου. — Now go and eat your tsiris, said Vassilopoulos contemptuously to the judge, and don't appear before me again, because you know that you will not escape my whip a second time.

Δεν περίμενε άλλο λόγο ο κυρ-Λαγόκαρδος, και το έβαλε στα πόδια. Mr. Lagokardos didn't wait for another reason, and put it to his feet.

Είχε νυχτώσει πια. It was already dark. Τα δυο αδέλφια, πεινασμένα, κουρασμένα, τραβούσαν μπροστά τους. The two brothers, hungry, tired, pulled in front of them.

— Πού πάμε τώρα; ρώτησε η Ειρηνούλα. - Where are we going now; Ireneula asked.

— Στο παλάτι, αποκρίθηκε ο αδελφός της. - At the palace, her brother replied. Έχω να κανονίσω τις δουλειές του κυρ-Πανουργάκου. I have to arrange Mr. Panourgakos' business.

Και πήραν τον ανήφορο και σκαρφάλωσαν στο βουνό. And they took the steeple and climbed the mountain.