×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1)

Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1)

΄ Πολλές ώρες περπατούσαν στον ξερό απέραντο κάμπο.

Στο τέλος έφθασαν σ' ένα ερειπωμένο χωριουδάκι, όπου

μόλις δυοτρία σπίτια στέκουνταν ακόμα όρθια. Σταμάτησαν στο πρώτο και χτύπησαν την πόρτα. Τους άνοιξε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και βρώμικα ρούχα.

— Τι θέλετε; ρώτησε απότομα.

— Να καθίσομε λιγάκι. Είμαστε κουρασμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

— Δεν είναι δω ξενοδοχείο, είπε ο άνθρωπος. Κι έκλεισε την πόρτα.

Τ' αδέλφια κάθισαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους.

Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο.

— Τι μου καθίσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα.

— Σ' ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί.

— Βέβαια μ' ενοχλείτε! Τραβάτε το δρόμο σας! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Δε μ' αρέσουν οι ζητιάνοι.

— Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο.

Ο άνθρωπος θύμωσε.

— Το κατώφλι είναι δικό μου! φώναξε. Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο!

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, ξαπλώθηκαν σε σκιερή γωνιά και αποκοιμήθηκαν.

Λαφρύς κρότος ξύπνησε το Βασιλόπουλο. Του φάνηκε σα ν' άκουσε ομιλίες.

Σηκώθηκε με προσοχή, κοίταξε ανάμεσα από τις πέτρες, χωρίς να φανεί, και είδε τον ίδιο αφιλόξενο άνθρωπο, που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, μιλούσε σιγά μ' ένα παιδί φορτωμένο μια σακούλα.

— Σε είδε κανένας; ρώτησε χαμηλόφωνα ο άνθρωπος.

— Όχι βέβαια! Κουτός είμαι 'γω για να με πιάσουν; αποκρίθηκε το παιδί. Μα ξεφόρτωσε με τώρα, το σακούλι είναι βαρύ!

— Τι έχει μέσα! ρώτησε ο άνθρωπος σκύβοντας να το πιάσει.

— Μια στάμνα κρασί, τρία μήλα, ένα παπούτσι, δυο πίτες και μια σκούφια.

— Όλα αυτά τα βρήκες μαζί;

— Όχι. Ο Ταλαιπωράκης ήταν σπίτι του. Πήρα το κρασί και τα μήλα που δροσίζουνταν στο παράθυρο και το 'βαλα στα πόδια. Τ' άλλα είναι από το Δυστυχόπουλο. Έλειπε στη χώρα όπου πήγε μάρτυρας στη δίκη του Κακομοιρίδη, κι έτσι με την ησυχία μου συγύρισα το σπίτι του, και το παιδί γέλασε. Μα δεν είδες το καλύτερο, εξακολούθησε βγάζοντας από την τσέπη του ένα ασημένιο ωρολόγι. Αυτό το πήρα χθες βράδυ από την τσέπη του Κακομοιρίδη. Δεν είναι ωραίο;

— Μπα; Και πού τον είδες τον Κακομοιρίδη;

— Αμέ, ήμουν εκεί την ώρα που ο παλατιανός με την αλυσίδα τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. Τότε κατρακύλησα κι εγώ ως κάτω, τον βρήκα αναίσθητο, σκάλισα τις τσέπες του και πήρα τ' ωρολόγι και δυο ασημένια τάλιρα. Δε μου λες μπράβο;

— Έλα μέσα, είπε χαρούμενος ο άνθρωπος. Δωσ' μου τα τάλιρα και θα πάρεις ένα μεγάλο μπράβο. Σου αξίζει!

Το παράθυρο έκλεισε και το παιδί χάθηκε πίσω από το σπίτι.

Το Βασιλόπουλο ξύπνησε την αδελφή του. Το πρόσωπο του ήταν σκοτισμένο.

— Έλα, είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

— Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε.

— Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος;

— Όχι!

— Γιατί είναι κλεφταποδόχος 1, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας!

— Παναγία μου! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια.

Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα.

Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν.

— Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο.

Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι.

— Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη.

— Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το Βασιλόπουλο.

— Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ' έξω, παιδιά μου! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα.

— Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα. 1

Κλεπταποδόχος: αυτός που δέχεται αντικείμενα τα οποία αποτελούν προϊόντα κλοπής

— Α…; έκανε ο άνθρωπος. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει.

Και τους εξήγησε πως απ' έξω έγραφε: «Σχολείο του Κράτους»

— Σχολείο! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! Μα πού είναι τα παιδιά;

Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε:

— Λείπουν αυτή την ώρα.

— Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο.

— Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος.

Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού:

— Ε, ναι! δεν τους κάνω μάθημα! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! Μ' έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! Κι εγώ πρέπει να ζήσω!

Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταζε συλλογισμένο. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό.

— Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; ρώτησε.

— Αμ' αλλιώς θα πεθάνω από το κρύο. Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι!

— Το σπίτι λοιπόν το δέχεσαι, είπε το Βασιλόπουλο με αναμμένα μάτια, μα το χρέος σου δεν το κάνεις!

Ο δάσκαλος χαμογέλασε.

— Σα να είναι κι εύκολο! είπε σιγανά. Είσαι παιδί! Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή, και το νομίζεις απλό κι εύκολο να κάνεις το χρέος σου, όταν είναι να δουλεύεις χωρίς απολαβή, για ξένο όφελος! Μα για να κάνεις το καθήκον σου, παιδί μου, χρειάζεται κάποτε ηρωική αυτοθυσία. Και όλοι δεν είναι ήρωες στον κόσμο.

Βγήκε έξω το Βασιλόπουλο, χωρίς ν' αποκριθεί.

Σκέψεις και άλλες σκέψεις σκουντουφλιούνταν στο μυαλό του. Του φαίνουνταν πως αντίκριζε καινούριους κόσμους.

Κάμποσην ώρα πήγαινε σιωπηλά, βαστώντας το χέρι της αδελφής του.

— Η αυτοθυσία! μουρμούρισε. Το άκουσες, Ειρηνούλα; Χρειάζεται, λέει, ηρωική αυτοθυσία, και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες… Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης, πως δουλεύοντας για το γενικό καλό

ωφελούμε τον εαυτό μας στο τέλος; Φοβούμαι πως στον τόπο μας κανένας δεν το έμαθε αυτό. Ο καθένας μας γυρεύει μόνο το δικό του το συμφέρον ή τουλάχιστον τη δική του ησυχία…

— Γιατί το λες αυτό, αδελφέ μου;

— Γιατί και ‘μεις ίδιοι είμαστε. Ούτε συ ούτε εγώ ούτε κανένας μας δεν εκάναμε ποτέ τίποτα για το γενικό καλό… Ναι, Ειρηνούλα, γι' αυτό καταστράφηκε το Κράτος…

Εξακολούθησαν τ' αδέλφια το δρόμο τους χωρίς να μιλήσουν πια, χαμένα στις σκέψεις τους.

Έφθασαν σε άλλο χωριό, φτωχό και ρημαγμένο σαν το πρώτο.

Σ' ένα περιβολάκι απεριποίητο και ακαλλιέργητο, κάθουνταν, πλάγι σε μια μισοξεραμένη δράνα, ένα γεροντάκι φτωχοντυμένο, που ρέμβαζε παίζοντας το κομπολόγι του.

— Ώρες καλές, είπε καθώς πέρασαν κοντά του τα δυο αδέλφια.

— Καλησπέρα, παππού, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μας αφήνεις να καθίσομε στο περιβολάκι σου κοντά σου, να ξεκουραστούμε;

— Και δεν μπαίνετε, παιδιά μου, να μου πείτε δυο λόγια και μένα, του γεροΦτωχούλη, να ξεχάσω κι εγώ τα βάσανα μου; αποκρίθηκε ο γέρος.

Μπήκαν στο κηπαράκι και κάθισαν στον μπάγκο πλάγι του.

— Μου κακοφαίνεται μόνο που δε μου βρίσκεται τίποτα να σας φιλέψω, είπε ο γέρος. Μα μου κλέψανε το μόνο πράμα που είχα δα κι εγώ, λίγα δροσερά σμέουρα, που ήταν το καμάρι μου! Και για πού είσθε, αρχοντόπουλα;

— Για τη χώρα, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα.

— Μπα; Μακριά πάτε. Και τι θα κάνετε στη χώρα;

— Πάμε να βρούμε δουλειά, είπε το Βασιλόπουλο. Ο γέρος χαμογέλασε:

— Του κάκου κάνετε τον κόπο, παιδιά μου. Δε βρίσκεται πια δουλειά στη χώρα.

— Γιατί;

— Γιατί κανένας δεν είναι τόσο κουτός, να δουλεύει για να βγάλει το ψωμί που θα του φάγει ο γείτονας.

Κι έδειξε γύρω του τ' αγκάθια και τ' αγριόχορτα που σκέπαζαν τη γη.

— Όλος ο τόπος έτσι προκόβει, σαν το περιβολάκι μου, εξακολούθησε. Μια φορά ήταν χαρά Θεού τούτη η γωνίτσα. Μα ποιος την αναγνωρίζει πια; Έφυγε το αγόρι μου, έμεινα μονάχος και βαρέθηκα να δουλεύω για άλλους.

— Γιατί έφυγε το αγόρι σου; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Αμέ τι να κάνει εδώ; Μαζί καλλιεργούσαμε τα χωράφια μας, που πήγαιναν ως πέρα κει, και πουλούσαμε τα γεννήματα σε όλα τα γειτονικά μέρη. Βγάζαμε και πορτοκάλια, μήλα, σταφύλια. Όλα τα τροφαντά χόρτα και οπωρικά εδώ πρωτοβγαίναν. Το παλάτι από δω φρόντιζε ό,τι καλό ήθελε. Μ' άλλαξαν τα πράγματα, πέθανε ο καλός μας Βασιλιάς και ο γιος του κοιμάται. Γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου.

— Γιατί λες πως κοιμάται; ρώτησε η Ειρηνούλα κατακόκκινη και με βουρκωμένα μάτια.

— Δεν κοιμάται δηλαδή, μα το ίδιο κάνει, αφού όλο χορούς και ξεφαντώματα ήξερε να διατάζει, και από δουλειά δε νοιάστηκε τίποτα, ώσπου έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε…

— Αυτό δε μας λέγει γιατί έφυγε ο γιος σου, διέκοψε το Βασιλόπουλο, που δεν ήθελε ν' ακούσει περισσότερα για τον πατέρα του.

— Πώς δε μας λέγει; Τότε, στον καλό καιρό, σα ζούσε ο Συνετός Α', πλήρωνε το παλάτι ό,τι έπαιρνε. Και πλήρωνε καλά. Ύστερα, δεν πλήρωνε πια, μα έπαιρνε πάντα. Βιαστικά και γρήγορα λοιπόν, κόβαμε και στέλναμε έξω στα ξένα ό,τι τροφαντό βρίσκουνταν στον τόπο, για να βγάζομε τουλάχιστον μερικά λεφτά. Μα οι δρόμοι ρήμαξαν, κανένας δεν τους φρόντιζε, τ' αμάξια μας σπούσαν στα χαντάκια. Σε λίγο ούτε τα ζώα δεν μπορούσαν πια να περάσουν. Σαπίζανε τα σιτάρια μας στις αποθήκες, ή μας τα έτρωγε απλήρωτα το παλάτι. Φτώχεια και δυστυχία έπεσε στον τόπο, το εμπόριο καταστράφηκε, οι αποθήκες γκρέμισαν, φύγανε τα παλικάρια, οι καλύτεροι πήγαν στα ξένα, άλλοι πήγαν στη χώρα να γίνουν, λέει, επιστήμονες και πεθαίνουν από την πείνα. Οι χειρότεροι μείνανε και ζουν στην καμπούρα του ενός και του άλλου. Βαρέθηκε ο γιος μου, ξεπούλησε τα κτήματα μας, μου άφησε τα λεφτά, κι έφυγε και αυτός στα ξένα. Εγώ δούλευα το περιβολάκι μου κι έβγαζα ακόμα τα λαχανικά μου και αγόραζα το ψωμί μου. Μα δεν έχομε ασφάλεια!

— Τι σας κάνουν; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Τι δε μας κάνουν ρώτα, παιδούλα μου! Ερημώθηκε το χωριό, δεν έμεινε κανένας να μας προστατεύσει, μας κλέβουν ό,τι βρίσκεται στα περιβόλια, και από φθόνο μας καταστρέφουν τα δέντρα και τα λαχανικά. Να, χθες βράδυ ακόμα μου κλέψανε τα λίγα σμέουρα που ωριμάζανε αγάλι-αγάλι στη σμεουριά 2 μου. Και δε φθάνει αυτό μόνο, μου κόψανε και μου ρημάξανε το φυτό ολόκληρο! Βαρέθηκα, τα παράτησα όλα, και ζω κι εγώ όπως-όπως, όσο που να σωθούν και 2

Σμερουριά: αγκαθωτός θάμνος άγριο φυτό που παράγει μικρού μεγέθους κόκκινους καρπούς

μένα οι μέρες μου και να ησυχάσω από τα βάσανα του κόσμου. Έτσι το 'θελε η μοίρα!

— Και τα λεφτά που σου άφησε ο γιος σου; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Μου τα κλέψανε, κόρη μου, να 'ταν και άλλα! Παράδες γυρεύεις εδώ, όταν ούτε ψωμί δεν μας αφήνουν;

— Πώς δεν πας στο δικαστήριο; ρώτησε με αγανάκτηση το Βασιλόπουλο. Γιατί λοιπόν έχομε δικαστές;

Ο Φτωχούλης γέλασε.

— Οι δικαστές δεν είναι για μας, είπε. Είναι για τους πλούσιους που τους γεμίζουν την τσέπη. Από μας τη φτωχολογιά δε βγάζουν τίποτα. Να, αν πας στη χώρα κι έχεις περιέργεια, πήγαινε στη δίκη του Κακομοιρίδη, ν' ακούσεις δικαιοσύνη.

— Θα πάγω, είπε το Βασιλόπουλο, θέλω με τα μάτια μου να τα δω αυτά που λες.

— Να πας, αγόρι μου, και να τα δεις με τα μάτια σου και να τ' ακούσεις με τ' αυτιά σου. Οι δίκες γίνονται στην πλατεία, κάτω από το μεγάλο πλάτανο.

Τ' αδέλφια αποχαιρέτησαν το γέρο και τράβηξαν κατά τη χώρα.


Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1) D'. IN THE FILM (1) Δ'. AU TOURNANT (1)

΄ Πολλές ώρες περπατούσαν στον ξερό απέραντο κάμπο. For many hours they walked on the dry vast plain.

Στο τέλος έφθασαν σ' ένα ερειπωμένο χωριουδάκι, όπου In the end they arrived at a ruined hamlet, where

μόλις δυοτρία σπίτια στέκουνταν ακόμα όρθια. just two or three houses were still standing. Σταμάτησαν στο πρώτο και χτύπησαν την πόρτα. They stopped at the first one and knocked on the door. Τους άνοιξε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και βρώμικα ρούχα. A middle-aged man with a frowning face and dirty clothes opened the door.

— Τι θέλετε; ρώτησε απότομα. - What do you want?" he asked abruptly.

— Να καθίσομε λιγάκι. - Let's sit down for a minute. Είμαστε κουρασμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. We are tired, replied Vassilopoulos.

— Δεν είναι δω ξενοδοχείο, είπε ο άνθρωπος. - This is not a hotel, the man said. Κι έκλεισε την πόρτα. And he closed the door.

Τ' αδέλφια κάθισαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους. The brothers sat down on the terrace and went out to eat their bread.

Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. In a moment they heard the window being cautiously opened. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο. They turned around and saw the same man.

— Τι μου καθίσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα. - Why are you sitting there on my doorstep?" he said sharply.

— Σ' ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί. - Are we disturbing you?" asked Vassilopoulos without getting up.

— Βέβαια μ' ενοχλείτε! - Of course you're bothering me! Τραβάτε το δρόμο σας! Go on your way! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Δε μ' αρέσουν οι ζητιάνοι. I don't like beggars.

— Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο. - "We're not asking you for anything," said Vasilopoulos quietly.

Ο άνθρωπος θύμωσε.

— Το κατώφλι είναι δικό μου! - The threshold is mine! φώναξε. Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο! Get out of here, I'll catch you with wood!

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. The two brothers got up and went further. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, ξαπλώθηκαν σε σκιερή γωνιά και αποκοιμήθηκαν. But the spring sun was hot, and, to find coolness, they went to the back of the house, where, among some ruins, they lay down in a shady corner and fell asleep.

Λαφρύς κρότος ξύπνησε το Βασιλόπουλο. Vasilopoulos woke up to a soft knock. Του φάνηκε σα ν' άκουσε ομιλίες. It seemed to him as if he was listening to speeches.

Σηκώθηκε με προσοχή, κοίταξε ανάμεσα από τις πέτρες, χωρίς να φανεί, και είδε τον ίδιο αφιλόξενο άνθρωπο, που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, μιλούσε σιγά μ' ένα παιδί φορτωμένο μια σακούλα. He rose cautiously, peered between the stones, without being seen, and saw the same inhospitable man, who from the window, at the back of the house, was talking softly to a child carrying a bag.

— Σε είδε κανένας; ρώτησε χαμηλόφωνα ο άνθρωπος. — Did anyone see you? the man asked softly.

— Όχι βέβαια! Κουτός είμαι 'γω για να με πιάσουν; αποκρίθηκε το παιδί. Am I too deaf to be caught? replied the boy. Μα ξεφόρτωσε με τώρα, το σακούλι είναι βαρύ! But unload me now, the bag is heavy!

— Τι έχει μέσα! ρώτησε ο άνθρωπος σκύβοντας να το πιάσει. the man asked, bending down to pick it up.

— Μια στάμνα κρασί, τρία μήλα, ένα παπούτσι, δυο πίτες και μια σκούφια. - A jug of wine, three apples, a shoe, two pies and a cap.

— Όλα αυτά τα βρήκες μαζί; — Did you find all this together?

— Όχι. Ο Ταλαιπωράκης ήταν σπίτι του. The Talisman was at home. Πήρα το κρασί και τα μήλα που δροσίζουνταν στο παράθυρο και το 'βαλα στα πόδια. I took the wine and apples that were cooling on the window and put it on my feet. Τ' άλλα είναι από το Δυστυχόπουλο. The others are from Dystychopoulos. Έλειπε στη χώρα όπου πήγε μάρτυρας στη δίκη του Κακομοιρίδη, κι έτσι με την ησυχία μου συγύρισα το σπίτι του, και το παιδί γέλασε. He was away in the country where he went as a witness in the trial of Kakomoirides, so I quietly visited his house, and the child laughed. Μα δεν είδες το καλύτερο, εξακολούθησε βγάζοντας από την τσέπη του ένα ασημένιο ωρολόγι. But you didn't see the best, he continued, taking a silver watch from his pocket. Αυτό το πήρα χθες βράδυ από την τσέπη του Κακομοιρίδη. I took this last night from Kakomoiridis's pocket. Δεν είναι ωραίο;

— Μπα; Και πού τον είδες τον Κακομοιρίδη; - Nah; And where did you see Kakomoiridis?

— Αμέ, ήμουν εκεί την ώρα που ο παλατιανός με την αλυσίδα τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. - Yep, I was there when the paladin with the chain knocked him off the mountain to get his bag. Τότε κατρακύλησα κι εγώ ως κάτω, τον βρήκα αναίσθητο, σκάλισα τις τσέπες του και πήρα τ' ωρολόγι και δυο ασημένια τάλιρα. Then I also fell down, found him unconscious, dug into his pockets and took the watch and two silver thalers. Δε μου λες μπράβο; Don't you say well done?

— Έλα μέσα, είπε χαρούμενος ο άνθρωπος. - Come in, the man said happily. Δωσ' μου τα τάλιρα και θα πάρεις ένα μεγάλο μπράβο. Give me the tally and you'll get a big thumbs up. Σου αξίζει! You deserve it!

Το παράθυρο έκλεισε και το παιδί χάθηκε πίσω από το σπίτι. The window closed and the child disappeared behind the house.

Το Βασιλόπουλο ξύπνησε την αδελφή του. Vassilopoulos woke up his sister. Το πρόσωπο του ήταν σκοτισμένο. His face was darkened.

— Έλα, είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. — Come on, he said, we have to get out of here too. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Irineula got up and followed him.

— Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε. - Who is sending us away again? he asked.

— Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος; — Ireneula, said Vassilopoulos with furrowed brows, do you know why this man didn't want us on his doorstep before?

— Όχι!

— Γιατί είναι κλεφταποδόχος 1, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. - Because he is a thief 1, and he was afraid that we might see his child carrying his stolen goods. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. And do you know what was the food that Panourgakos brought to the palace last night? He had stolen it from some unfortunate Kacomoirides, and then knocked him down from the top of the mountain, so that he would not speak. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας! This is what is happening in our kingdom!

— Παναγία μου! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια. murmured Irene with tears in her eyes.

Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα. They passed through a small country, with crooked and dirty roads and half-ruined houses.

Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Above a door they noticed some black letters. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν. But they didn't know how to read them.

— Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο. — Let's knock and ask what's here, said Vasilopoulos.

Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι. They knocked on the door and a pale and thin man opened it, carrying a book in his hand.

— Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη. - What do you want, my children?" he asked kindly.

— Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το Βασιλόπουλο. - We want to know what this house is, apologized Vassilopoulos.

— Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ' έξω, παιδιά μου! — This house? But he writes it from the outside, guys! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα. the man said in wonder, pointing to the black letters above the door.

— Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα. - "We don't know how to read," said Irene shamefacedly. 1

Κλεπταποδόχος: αυτός που δέχεται αντικείμενα τα οποία αποτελούν προϊόντα κλοπής Fence: a person who receives objects which are the products of theft

— Α…; έκανε ο άνθρωπος. - Ah...? did the man. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει. However, all over the kingdom it's the same mess, and no young person can read anymore.

Και τους εξήγησε πως απ' έξω έγραφε: «Σχολείο του Κράτους» And he explained to them that on the outside it was written: "State School"

— Σχολείο! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. Vasilopoulos exclaimed with joy. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! I've never seen a school, and I wanted so badly to know what it's like! Μα πού είναι τα παιδιά; But where are the children?

Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε: The man scratched his ear, shortened his length, and finally said:

— Λείπουν αυτή την ώρα. — They are missing at this time.

— Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο. — And what time will they be back for class? I would like to see them, said Vasilopoulos.

— Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος. - But... they don't teach lessons... the man replied hesitantly.

Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού: And seeing the wonder in the boy's eyes:

— Ε, ναι! - Well, yes! δεν τους κάνω μάθημα! I'm not teaching them a lesson! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. she burst out and said to him bitterly. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! As if it were easy to do the right thing in this place! Μ' έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. The State appointed me as a teacher, and entrusts its children to me to teach them letters. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! But he forgets to pay me, he forgets that I have needs too, that I have to eat and dress! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. The children come, but I don't teach them. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. I put them in the orchard to dig, in order to get my bread, and I send them to the forest to gather for me sometimes strawberries, sometimes kumara or other fruits of the season. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! I'm human too! Κι εγώ πρέπει να ζήσω! I have to live too!

Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του. The teacher said these things plaintively, and his eyes watered.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταζε συλλογισμένο. Vassilopoulos looked at him thoughtfully. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό. His face was serious.

— Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; ρώτησε. — And who forces you to remain a teacher? asked.

— Αμ' αλλιώς θα πεθάνω από το κρύο. - Or else I'll freeze to death. Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι! At least here I have a home!

— Το σπίτι λοιπόν το δέχεσαι, είπε το Βασιλόπουλο με αναμμένα μάτια, μα το χρέος σου δεν το κάνεις! - "So you accept the house," said Vassilopoulos with burning eyes, "but you don't do your duty!

Ο δάσκαλος χαμογέλασε. The teacher smiled.

— Σα να είναι κι εύκολο! — As if it were easy! είπε σιγανά. he said softly. Είσαι παιδί! You're a child! Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή, και το νομίζεις απλό κι εύκολο να κάνεις το χρέος σου, όταν είναι να δουλεύεις χωρίς απολαβή, για ξένο όφελος! You don't know what life is, and you think it's simple and easy to do your duty, when it's to work without pay, for someone else's benefit! Μα για να κάνεις το καθήκον σου, παιδί μου, χρειάζεται κάποτε ηρωική αυτοθυσία. But to do your duty, my child, sometimes it takes heroic self-sacrifice. Και όλοι δεν είναι ήρωες στον κόσμο. And not everyone is a hero in the world.

Βγήκε έξω το Βασιλόπουλο, χωρίς ν' αποκριθεί. Vassilopoulos came out without answering.

Σκέψεις και άλλες σκέψεις σκουντουφλιούνταν στο μυαλό του. Thoughts and other thoughts were rummaging through his mind. Του φαίνουνταν πως αντίκριζε καινούριους κόσμους. It seemed to him that he was seeing new worlds.

Κάμποσην ώρα πήγαινε σιωπηλά, βαστώντας το χέρι της αδελφής του. For some time he walked in silence, holding his sister's hand.

— Η αυτοθυσία! - The sacrifice! μουρμούρισε. Το άκουσες, Ειρηνούλα; Χρειάζεται, λέει, ηρωική αυτοθυσία, και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες… Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης, πως δουλεύοντας για το γενικό καλό Did you hear that, Irene? It says it takes heroic self-sacrifice, and all men are not heroes... Remember the words of Knowledge, that working for the common good

ωφελούμε τον εαυτό μας στο τέλος; Φοβούμαι πως στον τόπο μας κανένας δεν το έμαθε αυτό. do we benefit ourselves in the end? I'm afraid that in our country no one has learned this. Ο καθένας μας γυρεύει μόνο το δικό του το συμφέρον ή τουλάχιστον τη δική του ησυχία… Each of us is only looking out for his own interest or at least his own peace of mind...

— Γιατί το λες αυτό, αδελφέ μου; - Why do you say that, my brother?

— Γιατί και ‘μεις ίδιοι είμαστε. - Because we're the same. Ούτε συ ούτε εγώ ούτε κανένας μας δεν εκάναμε ποτέ τίποτα για το γενικό καλό… Ναι, Ειρηνούλα, γι' αυτό καταστράφηκε το Κράτος… Neither you nor I nor any of us have ever done anything for the common good... Yes, Ireneula, that is why the State was destroyed...

Εξακολούθησαν τ' αδέλφια το δρόμο τους χωρίς να μιλήσουν πια, χαμένα στις σκέψεις τους. They followed the brothers on their way without speaking anymore, lost in their thoughts.

Έφθασαν σε άλλο χωριό, φτωχό και ρημαγμένο σαν το πρώτο. They arrived in another village, poor and ruined like the first one.

Σ' ένα περιβολάκι απεριποίητο και ακαλλιέργητο, κάθουνταν, πλάγι σε μια μισοξεραμένη δράνα, ένα γεροντάκι φτωχοντυμένο, που ρέμβαζε παίζοντας το κομπολόγι του. In an unkempt and uncultivated orchard, an old man in poor clothes was sitting beside a half-dried tree, playing his rosary.

— Ώρες καλές, είπε καθώς πέρασαν κοντά του τα δυο αδέλφια. — Good afternoon, he said as the two brothers passed by him.

— Καλησπέρα, παππού, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - Good evening, grandfather, replied Vassilopoulos. Μας αφήνεις να καθίσομε στο περιβολάκι σου κοντά σου, να ξεκουραστούμε; Will you let us sit in your little garden near you and rest?

— Και δεν μπαίνετε, παιδιά μου, να μου πείτε δυο λόγια και μένα, του γεροΦτωχούλη, να ξεχάσω κι εγώ τα βάσανα μου; αποκρίθηκε ο γέρος. - And won't you come in, my children, and say a few words to me, poor old man, so that I too may forget my troubles?The old man replied.

Μπήκαν στο κηπαράκι και κάθισαν στον μπάγκο πλάγι του. They went into the waxworks and sat on the bench beside him.

— Μου κακοφαίνεται μόνο που δε μου βρίσκεται τίποτα να σας φιλέψω, είπε ο γέρος. - "I only resent the fact that I have nothing to kiss you with," said the old man. Μα μου κλέψανε το μόνο πράμα που είχα δα κι εγώ, λίγα δροσερά σμέουρα, που ήταν το καμάρι μου! But they stole the only thing I had, a few cool raspberries, which were my pride and joy! Και για πού είσθε, αρχοντόπουλα; And where are you going, you bastards?

— Για τη χώρα, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. - For the country, Irene replied.

— Μπα; Μακριά πάτε. - Nah? Go away. Και τι θα κάνετε στη χώρα; And what will you do to the country?

— Πάμε να βρούμε δουλειά, είπε το Βασιλόπουλο. - Let's go find a job, said Vassilopoulos. Ο γέρος χαμογέλασε:

— Του κάκου κάνετε τον κόπο, παιδιά μου. — You're making trouble, my children. Δε βρίσκεται πια δουλειά στη χώρα. There is no more work in the country.

— Γιατί;

— Γιατί κανένας δεν είναι τόσο κουτός, να δουλεύει για να βγάλει το ψωμί που θα του φάγει ο γείτονας. — Because no one is so lame, to work to earn the bread that his neighbor will eat.

Κι έδειξε γύρω του τ' αγκάθια και τ' αγριόχορτα που σκέπαζαν τη γη. And he showed around him the thorns and the weeds that covered the earth.

— Όλος ο τόπος έτσι προκόβει, σαν το περιβολάκι μου, εξακολούθησε. - The whole place is thus prospered, as my garden, he continued. Μια φορά ήταν χαρά Θεού τούτη η γωνίτσα. Once upon a time this little corner was God's delight. Μα ποιος την αναγνωρίζει πια; Έφυγε το αγόρι μου, έμεινα μονάχος και βαρέθηκα να δουλεύω για άλλους. But who recognizes her anymore? My boyfriend left, I was lonely and tired of working for others.

— Γιατί έφυγε το αγόρι σου; ρώτησε το Βασιλόπουλο. — Why did your boyfriend leave? asked Vassilopoulos.

— Αμέ τι να κάνει εδώ; Μαζί καλλιεργούσαμε τα χωράφια μας, που πήγαιναν ως πέρα κει, και πουλούσαμε τα γεννήματα σε όλα τα γειτονικά μέρη. - What's he doing here? Together we cultivated our fields, which went all the way over there, and sold the produce to all the neighboring places. Βγάζαμε και πορτοκάλια, μήλα, σταφύλια. We also picked oranges, apples, grapes. Όλα τα τροφαντά χόρτα και οπωρικά εδώ πρωτοβγαίναν. All the tropical grasses and fruit trees were first grown here. Το παλάτι από δω φρόντιζε ό,τι καλό ήθελε. The palace from here took care of whatever good it wanted. Μ' άλλαξαν τα πράγματα, πέθανε ο καλός μας Βασιλιάς και ο γιος του κοιμάται. Things have changed, our good King is dead and his son is asleep. Γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου. That's why we go to hell.

— Γιατί λες πως κοιμάται; ρώτησε η Ειρηνούλα κατακόκκινη και με βουρκωμένα μάτια. — Why do you say he is sleeping? Ireneula asked, red and with puffy eyes.

— Δεν κοιμάται δηλαδή, μα το ίδιο κάνει, αφού όλο χορούς και ξεφαντώματα ήξερε να διατάζει, και από δουλειά δε νοιάστηκε τίποτα, ώσπου έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε… — That is, he doesn't sleep, but he does the same, since he knew how to order all the dances and revelries, and he didn't care about work, until he ate everything he had and didn't have...

— Αυτό δε μας λέγει γιατί έφυγε ο γιος σου, διέκοψε το Βασιλόπουλο, που δεν ήθελε ν' ακούσει περισσότερα για τον πατέρα του. — That doesn't tell us why your son left, interrupted Vassilopoulos, who didn't want to hear more about his father.

— Πώς δε μας λέγει; Τότε, στον καλό καιρό, σα ζούσε ο Συνετός Α', πλήρωνε το παλάτι ό,τι έπαιρνε. — What doesn't he call us? Then, in good times, as Synetos I lived, he paid the palace whatever he got. Και πλήρωνε καλά. And it paid well. Ύστερα, δεν πλήρωνε πια, μα έπαιρνε πάντα. After that, he didn't pay anymore, but he always took. Βιαστικά και γρήγορα λοιπόν, κόβαμε και στέλναμε έξω στα ξένα ό,τι τροφαντό βρίσκουνταν στον τόπο, για να βγάζομε τουλάχιστον μερικά λεφτά. So, quickly and hastily, we cut and sent out to foreign countries whatever we could find in the country, in order to make at least some money. Μα οι δρόμοι ρήμαξαν, κανένας δεν τους φρόντιζε, τ' αμάξια μας σπούσαν στα χαντάκια. But the roads were ruined, no one took care of them, our cars were smashed in the ditches. Σε λίγο ούτε τα ζώα δεν μπορούσαν πια να περάσουν. Soon even the animals could no longer pass. Σαπίζανε τα σιτάρια μας στις αποθήκες, ή μας τα έτρωγε απλήρωτα το παλάτι. They rotted our grain in the warehouses, or the palace ate it unpaid. Φτώχεια και δυστυχία έπεσε στον τόπο, το εμπόριο καταστράφηκε, οι αποθήκες γκρέμισαν, φύγανε τα παλικάρια, οι καλύτεροι πήγαν στα ξένα, άλλοι πήγαν στη χώρα να γίνουν, λέει, επιστήμονες και πεθαίνουν από την πείνα. Poverty and misery fell on the land, trade was destroyed, the warehouses were demolished, the lads left, the best went to foreign countries, others went to the country to become, he says, scientists and are dying of hunger. Οι χειρότεροι μείνανε και ζουν στην καμπούρα του ενός και του άλλου. The worst are left living on the hump of one and the other. Βαρέθηκε ο γιος μου, ξεπούλησε τα κτήματα μας, μου άφησε τα λεφτά, κι έφυγε και αυτός στα ξένα. My son got bored, sold our land, left me the money, and he too left for foreign countries. Εγώ δούλευα το περιβολάκι μου κι έβγαζα ακόμα τα λαχανικά μου και αγόραζα το ψωμί μου. I was working in my orchard and I was still growing my vegetables and buying my bread. Μα δεν έχομε ασφάλεια! But we don't have insurance!

— Τι σας κάνουν; ρώτησε η Ειρηνούλα. — What are they doing to you? Ireneula asked.

— Τι δε μας κάνουν ρώτα, παιδούλα μου! — What are they not doing, ask us, my child! Ερημώθηκε το χωριό, δεν έμεινε κανένας να μας προστατεύσει, μας κλέβουν ό,τι βρίσκεται στα περιβόλια, και από φθόνο μας καταστρέφουν τα δέντρα και τα λαχανικά. The village is deserted, there is no one left to protect us, they steal everything in the orchards, and out of envy they destroy our trees and vegetables. Να, χθες βράδυ ακόμα μου κλέψανε τα λίγα σμέουρα που ωριμάζανε αγάλι-αγάλι στη σμεουριά 2 μου. Well, last night I was still robbed of the few raspberries that were ripening wildly in my sméuria 2. Και δε φθάνει αυτό μόνο, μου κόψανε και μου ρημάξανε το φυτό ολόκληρο! And that's not enough, they cut me down and ruined my whole plant! Βαρέθηκα, τα παράτησα όλα, και ζω κι εγώ όπως-όπως, όσο που να σωθούν και 2 I got bored, I gave up everything, and I live like-like, as long as 2 are saved

Σμερουριά: αγκαθωτός θάμνος άγριο φυτό που παράγει μικρού μεγέθους κόκκινους καρπούς Rosemary: thorny bush wild plant that produces small red fruits

μένα οι μέρες μου και να ησυχάσω από τα βάσανα του κόσμου. me my days and rest from the sufferings of the world. Έτσι το 'θελε η μοίρα! That's how fate wanted it!

— Και τα λεφτά που σου άφησε ο γιος σου; ρώτησε η Ειρηνούλα. — And the money your son left you? Ireneula asked.

— Μου τα κλέψανε, κόρη μου, να 'ταν και άλλα! - They stole them from me, my daughter, if only there were more! Παράδες γυρεύεις εδώ, όταν ούτε ψωμί δεν μας αφήνουν; Are you hanging around here, when they don't even leave us bread?

— Πώς δεν πας στο δικαστήριο; ρώτησε με αγανάκτηση το Βασιλόπουλο. — How come you don't go to court? Vasilopoulos asked indignantly. Γιατί λοιπόν έχομε δικαστές; So why do we have judges?

Ο Φτωχούλης γέλασε. Poor guy laughed.

— Οι δικαστές δεν είναι για μας, είπε. - Judges are not for us, he said. Είναι για τους πλούσιους που τους γεμίζουν την τσέπη. It's for the rich who line their pockets. Από μας τη φτωχολογιά δε βγάζουν τίποτα. They don't get anything out of us poor people. Να, αν πας στη χώρα κι έχεις περιέργεια, πήγαινε στη δίκη του Κακομοιρίδη, ν' ακούσεις δικαιοσύνη. Well, if you go to the country and are curious, go to the trial of Kakomoiridis, to hear justice.

— Θα πάγω, είπε το Βασιλόπουλο, θέλω με τα μάτια μου να τα δω αυτά που λες. — I will go, said Vasilopoulos, I want to see with my own eyes what you are saying.

— Να πας, αγόρι μου, και να τα δεις με τα μάτια σου και να τ' ακούσεις με τ' αυτιά σου. — Go, my boy, and see them with your eyes and hear them with your ears. Οι δίκες γίνονται στην πλατεία, κάτω από το μεγάλο πλάτανο. The trials take place in the square, under the big plane tree.

Τ' αδέλφια αποχαιρέτησαν το γέρο και τράβηξαν κατά τη χώρα. The brothers said goodbye to the old man and set off across the country.