×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Β: ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ

Β: ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ

΄ Από το μεγάλο και λαμπρό παλάτι του Συνετού Α', μόνος ο

ψηλός πύργος έμενε κατοικήσιμος. Όλα τ' άλλα δωμάτια,

οι μεγάλες σάλες, οι διάδρομοι, οι στρατώνες είχαν γκρεμίσει. Ο ψηλός πύργος ήταν και αυτός σε κακά χάλια. Κανένας δε φρόντισε ποτέ να επιδιορθώσει τους πεσμένους σοβάδες. Και ο άνεμος περιδιάβαζε και σφύριζε ελεύθερα στις άδειες κάμαρες, όπου από τα περισσότερα παράθυρα έλειπαν τα γυαλιά.

Οι χοντροί όμως τοίχοι βαστούσαν ακόμα. Κι εκεί, σε μετρημένα δωμάτια, περιορίζουνταν ο Βασιλιάς και η οικογένεια του.

Καθώς πλησίαζε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο άκουσε φωνές θυμωμένες, γυναικείες και αντρίκειες.

Σταμάτησε μια στιγμή. Ύστερα, με βαρύ αναστεναγμό έκανε να γυρίσει πίσω. Μα την ίδια ώρα ένα κορίτσι δεκαπέντε χρόνων πετάχθηκε από μέσα από τις πέτρες και ρίχθηκε στο λαιμό του.

— Αχ, αδελφέ μου, εγύρισες επιτέλους! του είπε με δάκρυα στα μάτια. Να 'ξερες πώς σε περίμενα τόσην ώρα!

Το Βασιλόπουλο τη φίλησε και ρώτησε λυπημένα:

— Τι είναι πάλι οι φωνές;

— Τι θέλεις να είναι; Τα ίδια και τα ίδια! Η Πικρόχολη μαλώνει με τη Ζήλιω, κι ο πατέρας, γυρεύοντας να τις χωρίσει, τις αγριεύει όλο και περισσότερο.

— Και η μητέρα τι κάνει;

— Τι θες να κάνει; Στολίζεται σαν πάντα!

— Και συ, Ειρηνούλα;

— Εγώ… εγώ… - έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της και ξέσπασε στα κλάματα: Εγώ βγήκα να σε βρω, γιατί μόνο εσύ ξέρεις να παρηγορήσεις.

Κάθισε στην πέτρα κοντά της και ακούμπησε το σαγόνι του στο χέρι του συλλογισμένος, ακούοντας τις φωνές που εξακολουθούσαν στο παλάτι.

Η Ειρηνούλα έριξε το μπράτσο της γύρω το λαιμό του.

— Πες μου τίποτα, παρακάλεσε χαδιάρικα.

— Τι να σου πω; μουρμούρισε ο αδελφός της. Θα φύγω, Ειρηνούλα.

— Θα φύγεις; Πού θα πας;

— Εκεί που πάνε όσοι θέλουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, και αφήνουν το βασίλειο μας κι εκπατρίζονται.

— Και θα μ' αφήσεις;

Το Βασιλόπουλο τη φίλησε.

— Όχι, Ειρηνούλα. Θα σε πάρω μαζί μου.

— Ειρηνούλα! Ειρηνούλα! φώναξε μια αντρίκεια φωνή από μέσα από τον πύργο. Ειρηνούλα! Πού είσαι; Έλα λοιπόν να μας φέρεις το χαμόγελο! Βαρέθηκα τις μεγάλες σου αδελφές και τις φωνές τους!

Και ο Βασιλιάς, με την κορώνα γερμένη στη φαλάκρα του και με σχισμένο μανδύα, παρουσιάστηκε στην πόρτα.

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και ακολούθησαν τον πατέρα τους στο δωμάτιο, όπου ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια.

Εμπρός σ' ένα ραγισμένο καθρέφτη κάθουνταν η Βασίλισσα Παλάβω. Δυο παρακόρες έπλεκαν λουλούδια και ξεθωριασμένες κορδέλες ανάμεσα στα ψαρά της μαλλιά, ενώ γυρνώντας τη ράχη η μια στην άλλη, στις δυο άκρες της κάμαρας, κάθουνταν οι Βασιλοπούλες με κρεμασμένα πρόσωπα και χείλια πεταμένα, θυμωμένες και κατσουφιασμένες.

— Να ομορφιά και φαμελική χαρά, είπε ο Βασιλιάς σταυρώνοντας τα χέρια του, και κοιτάζοντας μια τη Ζήλιω, μια την Πικρόχολη. Όλη μέρα έτσι τα πάμε, η μια να ξεφωνίζει άσπρο και η άλλη να στριγλίζει μαύρο!

— Τι είναι αυτά μπροστά σε κείνα που τραβώ εγώ, η δύστυχη! κλαύθηκε και είπε η Βασίλισσα Παλάβω. Εσύ δεν έχεις παρά τις κόρες σου. Τι να πω εγώ που έχω και σένα που με ξεκουφαίνεις, και το γιόκα σου που ξεπορτίζει ίσα-ίσα την ώρα που τον θέλω να πάγει να μαζέψει λουλουδάκια…

Μα έξαφνα, βλέποντας πως τα κλάματα κοκκίνιζαν τη μύτη της, σταμάτησε, χαμογέλασε του καθρέφτη της, και σοβαρά βάλθηκε να στερεώσει στη ζώνη της ένα μεγάλο τενεκεδένιο άστρο.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε και χτύπησε το κουδούνι. Μα κανένας δεν παρουσιάστηκε. Ξαναχτύπησε, και πάλι κανένας δεν ήλθε.

Τότε θύμωσε και βγήκε στο κατώφλι και άρχισε να βροντά τα πόδια του στο πάτωμα και να φωνάζει με θυμό:

— Στο διάβολο, τέτοιοι υπηρέτες σαν τους δικούς μου! Θα σας κόψω ολονών το κεφάλι!

Τρομαγμένος και τρεχάτος έφθασε ο αρχικαγκελάριος.

Γύρω στο λαιμό του κουδούνιζε μια τενεκεδένια αλυσίδα.

— Αφέντη, να συγχωρήσεις το δούλο σου… άρχισε.

— Πού είναι όλοι οι μασκαράδες οι υπηρέτες; διέκοψε οργισμένος ο Βασιλιάς. Γιατί δεν αποκρίνεται κανένας σαν κουδουνίζω;

Έξαφνα, βλέποντας την αλυσίδα ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

— Τι μου κάθισες στο λαιμό σου, στη θέση της χρυσής σου αλυσίδας; ρώτησε.

Ο αρχικαγκελάριος κοκκίνισε, ψέλλισε, μπερδεύτηκε, τα έχασε και σώπασε.

— Τι λες; αναφώνησε ο Βασιλιάς. Την πούλησες; Και γιατί;

— Για να δειπνήσει η Αφεντιά σου χθες, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος με χαμηλή φωνή, χαιρετώντας ως κάτω.

— Α!… Χμ!… καλά, είπε ο Βασιλιάς. Σε συγχωρώ αυτή τη φορά.

Τυλίχθηκε με μεγαλείο στο σχισμένο του μανδύα κι εξακολούθησε:

— Δώσε διαταγή να φωνάξουν τον αρχικελάρη. Ο λαιμός μου είναι κατάξερος, και θέλω να τον γλυκάνω με το τοπαζί νησιώτικο κρασί που το ζούλευε ακόμα και ο Βασιλιάς ο θειός μου! Ύστερα πρόσταξε

τον αρχιτραπεζιέρη να στρώσει ευθύς το τραπέζι. Τι μας έχει και περιμένομε; Η ώρα πέρασε.

Σκυμμένος ως κάτω στάθηκε ο αρχικαγκελάριος ακίνητος.

— Με ακούς λοιπόν; είπε ο Βασιλιάς σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα το βασιλικό του κεφάλι. Τι περιμένεις;

— Αφέντη… ο αρχικελάρης σου έφυγε και το κελάρι είναι αδειανό.

— Τι λες; φώναξε ο Βασιλιάς.

— Τι λες; επανέλαβε η Πικρόχολη.

Και ξεχνώντας κακιώματα και πείσματα μπροστά στο φόβο της νηστείας, ξεπετάχθηκε από την καρέγλα της, ενώ οι παρακόρες παρατούσαν τα μαλλιά της Βασίλισσας και σίμωναν και αυτές, ανήσυχες, ν' ακούσουν.

Ο αρχικαγκελάριος υποκλίθηκε λίγο πιο βαθιά, μα δεν αποκρίθηκε.

Ο Βασιλιάς έξυσε νευρικά τη φαλάκρα του και η κορώνα έγειρε μελαγχολικά στο αριστερό του αυτί.

Κάπως μουδιασμένος ρώτησε:

— Φαγί έχει;

Ο αρχικαγκελάριος, χωρίς ν' ανασηκωθεί, άνοιξε τα δυο του χέρια κι έδειξε του Βασιλιά πως ήταν άδεια.

Ο Άρχοντας κατάλαβε. Άφησε το επιτακτικό του ύφος, μαζί με το χρυσοκέντητο λιωμένο μανδύα του που κρεμάστηκε πίσω, αξιοθρήνητος στον κουρέλιασμα του.

Έκανε μερικούς γύρους στο δωμάτιο, ύστερα κάθισε σε μια κουτσή και τρύπια χρυσή πολυθρόνα, και με μια σπρωξιά, στέλνοντας την κορώνα από το αριστερό του αυτί στο δεξί, είπε με απόφαση:

— Πανουργάκο, έλα δω!

Ο αρχικαγκελάριος ίσιασε την πλάτη του και προχώρησε προς το Βασιλιά.

— Αφέντη!… είπε με καινούρια υπόκλιση.

— Τι προτείνεις; ρώτησε σύντομα ο Βασιλιάς.

Ο αρχικαγκελάριος κοίταξε σιωπηλά την κορώνα του Άρχοντα, όπου γυάλιζαν ανάμεσα στο μάλαμα μερικά μεγάλα πολύτιμα πετράδια.

Ο Βασιλιάς κατάλαβε την έννοια της ματιάς, και τρομαγμένος άρπαξε την κορώνα του με τα δυο του χέρια και τη στήριξε στο κεφάλι του.

— Αχ, όχι! Αυτό όχι! φώναξε νευρικά. Πρότεινε κάτι άλλο.

— Τότε, και αφού δεν επιστρέφουν οι υπασπιστές που έστειλα στα γειτονικά βασίλεια από δω και δέκα μέρες, ας κάνει τον κόπο η Αφεντιά του το Βασιλόπουλο, να πάγει άλλη μια φορά στο Βασιλιά τον εξάδελφο σου…

— Όχι, είπε αποφασιστικά το Βασιλόπουλο, βγαίνοντας από τη γωνιά όπου είχε αποτραβηχθεί με την Ειρηνούλα. Έκανα όρκο να μη ζητιανέψω πια ποτέ.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε μ' έναν πήδο και στάθηκε μπροστά στο γιο του, φοβερίζοντας τον με το γρόθο του.

— Και ποιος είσαι συ, παλιόπαιδο, που κάνεις όρκους κι έχεις και γνώμη; είπε με θυμό.

— Είμαι ο αυριανός Βασιλιάς, αποκρίθηκε ήσυχα ο γιος του, και την αξιοπρέπεια μου τη θέλω.

Ο Αστόχαστος έτριψε το μέτωπο του με λύσσα. Απάντηση δεν έβρισκε να δώσει του αγοριού του, μα έμενε το πρόβλημα άλυτο, που να βρουν φαγί.

— Πανουργάκο! φώναξε στο τέλος απελπισμένα, ή θα βρεις μια λύση ή σου κόβω το κεφάλι!

Ο δυστυχισμένος Πανουργάκος ταράχθηκε πολύ. Άρχισε να τρέμει στα γερά και να κοιτάζει την πόρτα, μετρώντας με το μάτι πόσα βήματα έπρεπε να κάνει για να τη φθάσει.

— Λοιπόν, μια λύση! φώναξε ο Βασιλιάς.

Ο αρχικαγκελάριος έτρεμε ολόκληρος.

— Να… να πάγω εγώ… πρότεινε με σβησμένη φωνή.

— Να πας λοιπόν, μα να τρέξεις! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. Θέλω ευθύς φαγί και κρασί. Αν δεν πας κι έλθεις σαν αστραπή, σου κόβω το κεφάλι!

Πριν προφθάσει να τελειώσει τη φράση του, ο αρχικαγκελάριος ήταν κιόλα μακριά.

Τρεχάτος είχε βγει ο Πανουργάκος. Μα σα βρέθηκε έξω, στα σκοτεινά και στο κρύο, σταμάτησε.

— Πού θα πάγω, μουρμούρισε. Και πώς; Θέλω δυο μέρες για να φθάσω στου εξαδέλφου Βασιλιά, και ως τότε…

Έμεινε δυο λεπτά σκεπτικός. Ύστερα πήρε την απόφαση του.

— Τι σήμερα, τι αύριο! μουρμούρισε. Θα φύγω που θα φύγω! Μόνο να τελειώσω πρώτα τις δουλειές μου με το φίλο μου τον Λαγόκαρδο…

Και άρχισε να κατεβαίνει το βουνό.

Εκεί που πήγαινε βιαστικός, άκουσε περπατησιές.

Τον έπιασε τρομάρα.

— Ποιος είναι; ρώτησε φοβισμένα.

— Κανένας, Εξοχότατε, εγώ είμαι! αποκρίθηκε μια φωνή πιο φοβισμένη ακόμα από τη δική του.

Ο αρχικαγκελάριος πήρε αμέσως θάρρος.

— Και ποιος είσαι συ; ρώτησε.

— Εγώ… εγώ… ο Κακομοιρίδης, ο σιδεράς, αποκρίθηκε τρεμουλιαστά η φωνή.

— Έλα μπροστά μου, αμέσως! πρόσταξε ο αρχικαγκελάριος.

Και μια σκιά ανθρώπινη, με μεγάλη καμπούρα στον ώμο, παρουσιάστηκε μπροστά του.

Ο αρχικαγκελάριος έπιασε την καμπούρα.

— Μπρε κλέφτη! Τι έχεις μέσα στο σακούλι σου; ρώτησε άγρια.

— Εξοχότατε… κλέφτης δεν είμαι… Είναι οι κότες μου και το κρασί μου, που τ' αγόρασα και που τα πλήρωσα…

— Ψέματα λες! φώναξε πιο άγρια ο αρχικαγκελάριος. Οι κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν τρώνε κότες ούτε πίνουν κρασί! Τα έκλεψες αυτά. Πες μου από πού!

— Δεν τα έκλεψα, να σε χαρώ, Αφέντη μου, τα πλήρωσα! αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης με δάκρυα στη φωνή. Τα πλήρωσα, Αφέντη μου, με τα λεφτά που μάζεψα πουλώντας το κέντημα που έφτιασε η κόρη μου για το θείο του Βασιλιά, τον Άρχοντα του γειτονικού βασιλείου. Ρώτησε τον, Εξοχότατε, αν δεν τα πλήρωσα! Μου έκανε μάλιστα και δώρο ένα παστίτσιο…

Μα δεν πρόφθασε να τελειώσει. Τέτοια καλή τύχη ο Πανουργάκος δεν την άφησε να φύγει.

Άρπαξε το σακούλι του κατατρομαγμένου Κακομοιρίδη, και με μια κλωτσιά τον έστειλε να δοκιμάσει πόση ώρα χρειάζεται να κατέβει κανείς, κουτρουβαλιστά, από πάνω από ένα ψηλό βουνό, χωρίς να πατήσει το πόδι του χάμω.


Β: ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ B: PALACE AND PALATINE B: PALACIO Y PALATINO B : PALAIS ET PALATIN b:宮殿とパラティーノ

΄ Από το μεγάλο και λαμπρό παλάτι του Συνετού Α', μόνος ο

ψηλός πύργος έμενε κατοικήσιμος. tall tower remained habitable. Όλα τ' άλλα δωμάτια, All the other rooms,

οι μεγάλες σάλες, οι διάδρομοι, οι στρατώνες είχαν γκρεμίσει. the great halls, the corridors, the barracks were demolished. Ο ψηλός πύργος ήταν και αυτός σε κακά χάλια. The tall tower was also in a bad shape. Κανένας δε φρόντισε ποτέ να επιδιορθώσει τους πεσμένους σοβάδες. No one ever bothered to fix the fallen plaster. Και ο άνεμος περιδιάβαζε και σφύριζε ελεύθερα στις άδειες κάμαρες, όπου από τα περισσότερα παράθυρα έλειπαν τα γυαλιά. And the wind roamed and whistled freely in the empty chambers, where most of the windows were missing their glasses.

Οι χοντροί όμως τοίχοι βαστούσαν ακόμα. But the thick walls still held. Κι εκεί, σε μετρημένα δωμάτια, περιορίζουνταν ο Βασιλιάς και η οικογένεια του. And there, in measured rooms, the King and his family were confined.

Καθώς πλησίαζε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο άκουσε φωνές θυμωμένες, γυναικείες και αντρίκειες. As he approached the palace, Vassilopoulos heard angry voices, both female and male.

Σταμάτησε μια στιγμή. Stop for a moment. Ύστερα, με βαρύ αναστεναγμό έκανε να γυρίσει πίσω. Then, with a heavy sigh, he made to turn back. Μα την ίδια ώρα ένα κορίτσι δεκαπέντε χρόνων πετάχθηκε από μέσα από τις πέτρες και ρίχθηκε στο λαιμό του. But at the same time a girl of fifteen years old jumped through the stones and threw herself on his neck.

— Αχ, αδελφέ μου, εγύρισες επιτέλους! - Ah, my brother, you're finally awake! του είπε με δάκρυα στα μάτια. she told him with tears in her eyes. Να 'ξερες πώς σε περίμενα τόσην ώρα! You should know how long I've been waiting for you!

Το Βασιλόπουλο τη φίλησε και ρώτησε λυπημένα: Vassilopoulos kissed her and asked sadly:

— Τι είναι πάλι οι φωνές; - What's with the shouting now?

— Τι θέλεις να είναι; Τα ίδια και τα ίδια! - What do you want it to be? The same old same old! Η Πικρόχολη μαλώνει με τη Ζήλιω, κι ο πατέρας, γυρεύοντας να τις χωρίσει, τις αγριεύει όλο και περισσότερο. Piccrocholi fights with Zelio, and the father, seeking to separate them, makes them increasingly angry.

— Και η μητέρα τι κάνει; - And what does the mother do?

— Τι θες να κάνει; Στολίζεται σαν πάντα! - What do you want him to do? Decorating like always!

— Και συ, Ειρηνούλα; - And you, Irene?

— Εγώ… εγώ… - έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της και ξέσπασε στα κλάματα: Εγώ βγήκα να σε βρω, γιατί μόνο εσύ ξέρεις να παρηγορήσεις.

Κάθισε στην πέτρα κοντά της και ακούμπησε το σαγόνι του στο χέρι του συλλογισμένος, ακούοντας τις φωνές που εξακολουθούσαν στο παλάτι.

Η Ειρηνούλα έριξε το μπράτσο της γύρω το λαιμό του. Irene threw her arm around his neck.

— Πες μου τίποτα, παρακάλεσε χαδιάρικα. - Tell me something, he pleaded cuddly.

— Τι να σου πω; μουρμούρισε ο αδελφός της. - What can I tell you? her brother muttered. Θα φύγω, Ειρηνούλα. I'll go, Irene.

— Θα φύγεις; Πού θα πας; - You're leaving? Where are you going?

— Εκεί που πάνε όσοι θέλουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, και αφήνουν το βασίλειο μας κι εκπατρίζονται. - Where those who want to live with dignity go, and leave our kingdom and emigrate.

— Και θα μ' αφήσεις; - And you're gonna leave me?

Το Βασιλόπουλο τη φίλησε. Vassilopoulos kissed her.

— Όχι, Ειρηνούλα. Θα σε πάρω μαζί μου. I'll take you with me.

— Ειρηνούλα! Ειρηνούλα! φώναξε μια αντρίκεια φωνή από μέσα από τον πύργο. shouted a manly voice from inside the tower. Ειρηνούλα! Πού είσαι; Έλα λοιπόν να μας φέρεις το χαμόγελο! Where are you? So come on and bring us a smile! Βαρέθηκα τις μεγάλες σου αδελφές και τις φωνές τους! I'm sick of your big sisters and their voices!

Και ο Βασιλιάς, με την κορώνα γερμένη στη φαλάκρα του και με σχισμένο μανδύα, παρουσιάστηκε στην πόρτα. And the King, with his crown tilted on his bald head and his cloak torn, appeared at the door.

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και ακολούθησαν τον πατέρα τους στο δωμάτιο, όπου ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια. The two brothers got up and followed their father into the room where the whole family was gathered.

Εμπρός σ' ένα ραγισμένο καθρέφτη κάθουνταν η Βασίλισσα Παλάβω. In front of a cracked mirror sat Queen Palavo. Δυο παρακόρες έπλεκαν λουλούδια και ξεθωριασμένες κορδέλες ανάμεσα στα ψαρά της μαλλιά, ενώ γυρνώντας τη ράχη η μια στην άλλη, στις δυο άκρες της κάμαρας, κάθουνταν οι Βασιλοπούλες με κρεμασμένα πρόσωπα και χείλια πεταμένα, θυμωμένες και κατσουφιασμένες. Two peacocks were weaving flowers and faded ribbons between her fisherman's hair, while, turning their backs to each other, at either end of the chamber, sat the Vassal Girls with drooping faces and drooping lips, angry and frowning.

— Να ομορφιά και φαμελική χαρά, είπε ο Βασιλιάς σταυρώνοντας τα χέρια του, και κοιτάζοντας μια τη Ζήλιω, μια την Πικρόχολη. - Here is beauty and joy, said the King, crossing his arms, and looking at Zelio and Piccrocholi. Όλη μέρα έτσι τα πάμε, η μια να ξεφωνίζει άσπρο και η άλλη να στριγλίζει μαύρο! All day long we've been doing this, one screaming white and the other screaming black!

— Τι είναι αυτά μπροστά σε κείνα που τραβώ εγώ, η δύστυχη! - What are these compared to the ones I'm pulling, poor thing! κλαύθηκε και είπε η Βασίλισσα Παλάβω. cried and said the Queen Palavo. Εσύ δεν έχεις παρά τις κόρες σου. You have nothing but your daughters. Τι να πω εγώ που έχω και σένα που με ξεκουφαίνεις, και το γιόκα σου που ξεπορτίζει ίσα-ίσα την ώρα που τον θέλω να πάγει να μαζέψει λουλουδάκια… What can I say when I have you to take my mind off things, and your little boy who barely pukes when I want him to go pick flowers...

Μα έξαφνα, βλέποντας πως τα κλάματα κοκκίνιζαν τη μύτη της, σταμάτησε, χαμογέλασε του καθρέφτη της, και σοβαρά βάλθηκε να στερεώσει στη ζώνη της ένα μεγάλο τενεκεδένιο άστρο. But suddenly, seeing that tears were reddening her nose, she stopped, smiled at her mirror, and earnestly set about fastening a large tin star to her belt.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε και χτύπησε το κουδούνι. The King stood up and rang the bell. Μα κανένας δεν παρουσιάστηκε. But no one came forward. Ξαναχτύπησε, και πάλι κανένας δεν ήλθε. He struck again, and again no one came.

Τότε θύμωσε και βγήκε στο κατώφλι και άρχισε να βροντά τα πόδια του στο πάτωμα και να φωνάζει με θυμό: Then he got angry and went out into the doorway and began to thump his feet on the floor and shout in anger:

— Στο διάβολο, τέτοιοι υπηρέτες σαν τους δικούς μου! - To hell with servants like mine! Θα σας κόψω ολονών το κεφάλι! I'll cut off all your heads!

Τρομαγμένος και τρεχάτος έφθασε ο αρχικαγκελάριος. Terrified and running, the Archchancellor arrived.

Γύρω στο λαιμό του κουδούνιζε μια τενεκεδένια αλυσίδα. Around his neck a tin chain was jingling.

— Αφέντη, να συγχωρήσεις το δούλο σου… άρχισε. - Master, forgive your servant... begin.

— Πού είναι όλοι οι μασκαράδες οι υπηρέτες; διέκοψε οργισμένος ο Βασιλιάς. - Where are all the masked servants?" interrupted the King angrily. Γιατί δεν αποκρίνεται κανένας σαν κουδουνίζω; Why doesn't anyone respond when I ring the bell?

Έξαφνα, βλέποντας την αλυσίδα ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Suddenly, seeing the chain, he burst out laughing.

— Τι μου κάθισες στο λαιμό σου, στη θέση της χρυσής σου αλυσίδας; ρώτησε. - What have you put on your neck, in place of your golden chain? he asked.

Ο αρχικαγκελάριος κοκκίνισε, ψέλλισε, μπερδεύτηκε, τα έχασε και σώπασε. The chancellor blushed, chanted, confused, lost his head and fell silent.

— Τι λες; αναφώνησε ο Βασιλιάς. - What do you say?" exclaimed the King. Την πούλησες; Και γιατί; You sold it? And why?

— Για να δειπνήσει η Αφεντιά σου χθες, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος με χαμηλή φωνή, χαιρετώντας ως κάτω. - 'For your Mistress to dine yesterday,' replied the Chief Chancellor in a low voice, waving down.

— Α!… Χμ!… καλά, είπε ο Βασιλιάς. - Ah!.... Hm!... well, said the King. Σε συγχωρώ αυτή τη φορά.

Τυλίχθηκε με μεγαλείο στο σχισμένο του μανδύα κι εξακολούθησε: He wrapped himself majestically in his torn cloak and continued:

— Δώσε διαταγή να φωνάξουν τον αρχικελάρη. - Give the order to call the head clerk. Ο λαιμός μου είναι κατάξερος, και θέλω να τον γλυκάνω με το τοπαζί νησιώτικο κρασί που το ζούλευε ακόμα και ο Βασιλιάς ο θειός μου! My throat is raw, and I want to sweeten it with the topaz island wine that even my uncle the King used to drink! Ύστερα πρόσταξε Then he commanded

τον αρχιτραπεζιέρη να στρώσει ευθύς το τραπέζι. the head waiter to set the table immediately. Τι μας έχει και περιμένομε; Η ώρα πέρασε. What's he got us waiting for? The time has passed.

Σκυμμένος ως κάτω στάθηκε ο αρχικαγκελάριος ακίνητος. Stooped down to the bottom, the chancellor stood still.

— Με ακούς λοιπόν; είπε ο Βασιλιάς σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα το βασιλικό του κεφάλι. - Do you hear me then?The King said, raising his royal head even higher. Τι περιμένεις;

— Αφέντη… ο αρχικελάρης σου έφυγε και το κελάρι είναι αδειανό. - Master... your master has left and the cellar is empty.

— Τι λες; φώναξε ο Βασιλιάς. - What do you say? cried the King.

— Τι λες; επανέλαβε η Πικρόχολη. - "What do you think?" repeated Piccrocholi.

Και ξεχνώντας κακιώματα και πείσματα μπροστά στο φόβο της νηστείας, ξεπετάχθηκε από την καρέγλα της, ενώ οι παρακόρες παρατούσαν τα μαλλιά της Βασίλισσας και σίμωναν και αυτές, ανήσυχες, ν' ακούσουν. And forgetting all her stubbornness and stubbornness before the fear of fasting, she sprang up from her chair, while the paracorns gave up the Queen's hair, and they too, anxious to hear.

Ο αρχικαγκελάριος υποκλίθηκε λίγο πιο βαθιά, μα δεν αποκρίθηκε. The archchancellor bowed a little deeper, but did not respond.

Ο Βασιλιάς έξυσε νευρικά τη φαλάκρα του και η κορώνα έγειρε μελαγχολικά στο αριστερό του αυτί. The King scratched his bald head nervously and the crown leaned melancholically on his left ear.

Κάπως μουδιασμένος ρώτησε: Somewhat numbly he asked:

— Φαγί έχει; - Does he have food?

Ο αρχικαγκελάριος, χωρίς ν' ανασηκωθεί, άνοιξε τα δυο του χέρια κι έδειξε του Βασιλιά πως ήταν άδεια. The chief chancellor, without rising, opened both his hands and showed the King that they were empty.

Ο Άρχοντας κατάλαβε. Άφησε το επιτακτικό του ύφος, μαζί με το χρυσοκέντητο λιωμένο μανδύα του που κρεμάστηκε πίσω, αξιοθρήνητος στον κουρέλιασμα του. He left his commanding style, along with his gold-embroidered molten cloak that hung back, pitiful in its raggedness.

Έκανε μερικούς γύρους στο δωμάτιο, ύστερα κάθισε σε μια κουτσή και τρύπια χρυσή πολυθρόνα, και με μια σπρωξιά, στέλνοντας την κορώνα από το αριστερό του αυτί στο δεξί, είπε με απόφαση: He made a few rounds of the room, then sat down in a lame and holey golden armchair, and with a push, sending the crown from his left ear to his right, said with decision:

— Πανουργάκο, έλα δω! - Hey, you little shit, come here!

Ο αρχικαγκελάριος ίσιασε την πλάτη του και προχώρησε προς το Βασιλιά. The Chief Chancellor straightened his back and walked towards the King.

— Αφέντη!… είπε με καινούρια υπόκλιση. - Master!.... he said with a new bow.

— Τι προτείνεις; ρώτησε σύντομα ο Βασιλιάς. - What do you suggest?" asked the King shortly.

Ο αρχικαγκελάριος κοίταξε σιωπηλά την κορώνα του Άρχοντα, όπου γυάλιζαν ανάμεσα στο μάλαμα μερικά μεγάλα πολύτιμα πετράδια. The Archchancellor gazed silently at the Lord's crown, where a few large gems gleamed among the flesh.

Ο Βασιλιάς κατάλαβε την έννοια της ματιάς, και τρομαγμένος άρπαξε την κορώνα του με τα δυο του χέρια και τη στήριξε στο κεφάλι του. The King understood the meaning of the glance, and, frightened, grabbed his crown with both hands and held it on his head.

— Αχ, όχι! - Oh, no! Αυτό όχι! Not this one! φώναξε νευρικά. he shouted nervously. Πρότεινε κάτι άλλο. He suggested something else.

— Τότε, και αφού δεν επιστρέφουν οι υπασπιστές που έστειλα στα γειτονικά βασίλεια από δω και δέκα μέρες, ας κάνει τον κόπο η Αφεντιά του το Βασιλόπουλο, να πάγει άλλη μια φορά στο Βασιλιά τον εξάδελφο σου… - Then, and since the adjutants I have sent to the neighbouring kingdoms from ten days hence do not return, let his Mistress take the trouble to take your cousin once more to the King...

— Όχι, είπε αποφασιστικά το Βασιλόπουλο, βγαίνοντας από τη γωνιά όπου είχε αποτραβηχθεί με την Ειρηνούλα. - No, said Vassilopoulos firmly, coming out of the corner where he had retreated with Irene. Έκανα όρκο να μη ζητιανέψω πια ποτέ. I made a vow never to beg again.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε μ' έναν πήδο και στάθηκε μπροστά στο γιο του, φοβερίζοντας τον με το γρόθο του. The king rose up with a bar and stood before his son, bullying him with his broom.

— Και ποιος είσαι συ, παλιόπαιδο, που κάνεις όρκους κι έχεις και γνώμη; είπε με θυμό. - And who are you, you brat, who swears and has an opinion?He said angrily.

— Είμαι ο αυριανός Βασιλιάς, αποκρίθηκε ήσυχα ο γιος του, και την αξιοπρέπεια μου τη θέλω. - I am the King of tomorrow, his son replied quietly, and I want my dignity.

Ο Αστόχαστος έτριψε το μέτωπο του με λύσσα. The Unforgettable rubbed his forehead with rage. Απάντηση δεν έβρισκε να δώσει του αγοριού του, μα έμενε το πρόβλημα άλυτο, που να βρουν φαγί. He could not find an answer for his boy, but the problem remained unsolved, where to find food.

— Πανουργάκο! - Asshole! φώναξε στο τέλος απελπισμένα, ή θα βρεις μια λύση ή σου κόβω το κεφάλι! he shouted at the end desperately, "Either you find a solution or I'll cut your head off!

Ο δυστυχισμένος Πανουργάκος ταράχθηκε πολύ. The unhappy Panourgakos was very upset. Άρχισε να τρέμει στα γερά και να κοιτάζει την πόρτα, μετρώντας με το μάτι πόσα βήματα έπρεπε να κάνει για να τη φθάσει. He began to shiver and look at the door, counting with his eye how many steps he had to take to reach it.

— Λοιπόν, μια λύση! - Well, a solution! φώναξε ο Βασιλιάς.

Ο αρχικαγκελάριος έτρεμε ολόκληρος.

— Να… να πάγω εγώ… πρότεινε με σβησμένη φωνή. - Shall I... I'll go... he suggested in a hushed voice.

— Να πας λοιπόν, μα να τρέξεις! - So go, but run! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. Θέλω ευθύς φαγί και κρασί. I want straight food and wine. Αν δεν πας κι έλθεις σαν αστραπή, σου κόβω το κεφάλι! If you don't go and come like lightning, I'll cut your head off!

Πριν προφθάσει να τελειώσει τη φράση του, ο αρχικαγκελάριος ήταν κιόλα μακριά. Before he could finish his sentence, the archchancellor was far away.

Τρεχάτος είχε βγει ο Πανουργάκος. Panourgakos had come out of his shell. Μα σα βρέθηκε έξω, στα σκοτεινά και στο κρύο, σταμάτησε. But once outside, in the dark and cold, it stopped.

— Πού θα πάγω, μουρμούρισε. - Where am I going to go, he muttered. Και πώς; Θέλω δυο μέρες για να φθάσω στου εξαδέλφου Βασιλιά, και ως τότε… And how? I need two days to get to Cousin King's, and until then...

Έμεινε δυο λεπτά σκεπτικός. He spent two minutes thinking. Ύστερα πήρε την απόφαση του.

— Τι σήμερα, τι αύριο! - What today, what tomorrow! μουρμούρισε. Θα φύγω που θα φύγω! I'm going to go away! Μόνο να τελειώσω πρώτα τις δουλειές μου με το φίλο μου τον Λαγόκαρδο… If only I could finish my business with my friend Lagokardo first...

Και άρχισε να κατεβαίνει το βουνό. And the mountain began to come down.

Εκεί που πήγαινε βιαστικός, άκουσε περπατησιές. Where he was walking in a hurry, he heard walking.

Τον έπιασε τρομάρα. He got a fright.

— Ποιος είναι; ρώτησε φοβισμένα.

— Κανένας, Εξοχότατε, εγώ είμαι! - No one, Your Excellency, it's me! αποκρίθηκε μια φωνή πιο φοβισμένη ακόμα από τη δική του. replied a voice even more frightened than his own.

Ο αρχικαγκελάριος πήρε αμέσως θάρρος. The Chief Chancellor immediately took heart.

— Και ποιος είσαι συ; ρώτησε. - And who are you? he asked.

— Εγώ… εγώ… ο Κακομοιρίδης, ο σιδεράς, αποκρίθηκε τρεμουλιαστά η φωνή. - "I... I... Kakomiridis, the blacksmith," the voice replied shakily.

— Έλα μπροστά μου, αμέσως! πρόσταξε ο αρχικαγκελάριος. the chancellor commanded.

Και μια σκιά ανθρώπινη, με μεγάλη καμπούρα στον ώμο, παρουσιάστηκε μπροστά του. And a human shadow, with a large hunched shoulder, appeared before him.

Ο αρχικαγκελάριος έπιασε την καμπούρα. The Chief Chancellor took the hump.

— Μπρε κλέφτη! - Brer thief! Τι έχεις μέσα στο σακούλι σου; ρώτησε άγρια. What's in your bag?" he asked wildly.

— Εξοχότατε… κλέφτης δεν είμαι… Είναι οι κότες μου και το κρασί μου, που τ' αγόρασα και που τα πλήρωσα… - Your Excellency... I am not a thief... It is my chickens and my wine that I bought and paid for...

— Ψέματα λες! - You're lying! φώναξε πιο άγρια ο αρχικαγκελάριος. the archchancellor shouted more fiercely. Οι κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν τρώνε κότες ούτε πίνουν κρασί! Rags like you don't eat chickens or drink wine! Τα έκλεψες αυτά. Πες μου από πού! Tell me where!

— Δεν τα έκλεψα, να σε χαρώ, Αφέντη μου, τα πλήρωσα! - I didn't steal it, I paid for it, my lord, I paid for it! αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης με δάκρυα στη φωνή. replied Kakomiridis with tears in his voice. Τα πλήρωσα, Αφέντη μου, με τα λεφτά που μάζεψα πουλώντας το κέντημα που έφτιασε η κόρη μου για το θείο του Βασιλιά, τον Άρχοντα του γειτονικού βασιλείου. I paid for it, my lord, with the money I raised by selling the embroidery my daughter made for the King's uncle, the Lord of the neighbouring kingdom. Ρώτησε τον, Εξοχότατε, αν δεν τα πλήρωσα! Ask him, Your Excellency, if I didn't pay them! Μου έκανε μάλιστα και δώρο ένα παστίτσιο… He even gave me a pasticcio as a gift...

Μα δεν πρόφθασε να τελειώσει. But he didn't have time to finish. Τέτοια καλή τύχη ο Πανουργάκος δεν την άφησε να φύγει. Such good luck Panourgakos did not let her go.

Άρπαξε το σακούλι του κατατρομαγμένου Κακομοιρίδη, και με μια κλωτσιά τον έστειλε να δοκιμάσει πόση ώρα χρειάζεται να κατέβει κανείς, κουτρουβαλιστά, από πάνω από ένα ψηλό βουνό, χωρίς να πατήσει το πόδι του χάμω. He grabbed the bag of the terrified Kakomiridis, and with a kick sent him off to test how long it takes one to descend, hunched over a high mountain, without setting foot on the ground.