×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε:

- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς.

Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών.

Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς.

Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια.

Παντού χαρά και καλοπέραση.

Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγε- λάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν.

Πέρασαν χρόνια πολλά.

Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών.

Παντού ερημιά. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές

7 ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'.

Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια.

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου.

Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα. Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι.

Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι. Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρί- χιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα, όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά.

- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι.

Ποιος το ξέρει! αποκρίθηκε το πεύκο. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι;

Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη.

- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο!

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος...

Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει;

Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γεροπλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα. Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέ- τοιο πράμα από δω. Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του. Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα.

- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου. Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος;

- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γεροπλάτανος. Και η λεύκα μουρμούρισε:

- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου.

Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά.

- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. Τι θέλει στο βασίλειο μας;

Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε.

Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους.

Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.

Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες.

- Ο γιος του Βασιλιά! αναφώνησε ο γεροπλάτανος. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα;

10

- Να το πιστέψεις! αποκρίθηκε ο κότσυφας. Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα.

- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο.

- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας.

- Πώς! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους.

- Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. Μήπως νομίζεις πως ο Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη;

- Λες παράξενα πράματα! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν.

- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις!

- Γιατί; ρώτησε η φραουλιά.

Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε:

- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο!

Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού.

Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο.

Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα.

Είχε βραδιάσει. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι.

11


A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ A'. THE FOREST A'. EL BOSQUE A'.森 A'. LAS

A'. A'. A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ THE FOREST EL BOSQUE

ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε: WHEN the old King Wise realized that his days were numbered, he called his son, the young Astochasto, and said to him: CUANDO el viejo rey Prudente se dio cuenta de que sus días estaban contados, llamó a su hijo, el nuevo Amostochatos, y le dijo:

- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. - Enough, my son, of games and amusements. - No más juegos y diversiones, hijo mío. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. The time has come for you to get married and take the government of the State into your hands. Es hora de casarse y tomar el gobierno del Estado en sus manos. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. I ate my bread. Me he comido el pan. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς. You look to rule like a good king. Pareces gobernar como un buen rey.

Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών. And he sent his chancellor to the neighboring kingdom to ask for the beautiful Vassilopoula Pallavo, for Astochastos, the son of Synetos I, King of the Fate-worshippers. Y envió a su canciller principal al reino vecino, para que pidiera a la bella reina Palavo a Astochastos, hijo de Cyntos I, rey de los adoradores de los moros.

Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς. The marriage took place with rejoicings and revelry, and a few days later, after blessing his children, the wise old man left them years, and Astochastos was crowned King.

Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. Everything looked rosy and enviable for the new couple. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια. The riches overflowed from the chests of the old Synetus; strong castles and full of soldiers surrounded the kingdom; the brilliant palace, built high on a verdant mountain, dominated the country where the citizens lived in comfort; wide and well-paved roads united the kingdom of Fate worshipers with all the neighboring kingdoms.

Παντού χαρά και καλοπέραση. Everywhere joy and good times.

Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. Und wohin der neue König auch blickte, von dem hohen Turm seines Palastes aus, sah er weite Felder besät, Schluchten und überwucherte Wiesen, Länder und Dörfer mit schönen Hirtenhäusern, bewaldete Berge und grüne Wiesen. And wherever the new king turned his eyes, from above the high tower of his palace, he saw vast fields sown, ravines and meadows verdant, countries and villages with beautiful pastoral houses, mountains wooded and meadows verdant. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Unzählige Kühe weideten neben Herden von Lämmern und Ziegen. Countless cows grazed alongside flocks of lambs and goats. Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγε- λάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν. And like hard workers the villagers worked the land, milked the cows, sheared the sheep and carried crops and fruits to the country, where they sold them.

Πέρασαν χρόνια πολλά. Many years have passed.

Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών. The weather, which whitened and plucked the hair of Astochastos and withered the beauty of Palavos, also changed the appearance of the entire kingdom of the Fate-worshippers.

Παντού ερημιά. Desolation everywhere. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές Weite, kahle, unkultivierte Ebenen, die sich bis an die Grenzen des Königreichs erstreckten, und nur wenige Plains vast, bare, uncultivated, stretched to the borders of the kingdom, and only a few

7 ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'. 7 zerstörte Steine zeugten noch von den Orten, an denen einst stolz und bedrohlich die schrecklichen Burgen von Cynetos I' standen. 7 ruined stones still witnessed the places where once stood, proud and menacing, the terrible castles of Cynetos I'.

Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Hier und da stach kein bröckelndes altes Haus aus der Eintönigkeit der Wüstenebene hervor. Here and there, no crumbling old house stood out in the monotony of the desert plain. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια. Weeds and stones covered the hills, the roads, abandoned, were lost under the thorns that freely spread their thick branches.

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου. And whistling among the stones and rocks, the wind mourned the destruction of the place.

Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα. Only the dense forests remained in their place, forgotten and uncultivated, hiding under their flaming foliage a whole world of butterflies, moths and bees, who enjoyed undisturbed the fragrant wild flowers. Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι. Multitudes of wild strawberries blossomed and fruited brotherly with the blackberries, and their fruit rotted and fell to the ground useless.

Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι. The paths, which used to pass between the trees, had also disappeared since the time when human foot had stepped on them. Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρί- χιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα, όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά. And the trees and the junipers had so forgotten the human form that they were all shaken, and frightened, and shuddered, and shook, and shook, and murmured among themselves in fear, when one day they saw a young boy with deep dreamy brown eyes, walking under their foliage, stopping at every step to look now at a flower, now at a bug, with wonder and amazement, as if seeing them for the first time.

- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι. - What is this thing that is passing through?A scorpion asked fearfully, tidying up his little leaves for fear that the boy might see him.

Ποιος το ξέρει! Who knows! αποκρίθηκε το πεύκο. replied the pine tree. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι; Vielleicht eine andere Hirschart? Maybe another kind of deer?

Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη. A poplar tree, standing nearby, bowed its proud head to look at the passerby.

- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. - Deer?She said with a start that turned all her leaves over, and in a moment turned her from green to silver. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! You're dreaming, my child! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο! But the deer has four legs, and this one has only two!

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος... And whistling among the rocks and stones, the wind...

Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. So what kind of animal is it?" asked a blackberry tree anxiously. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει; Is it bad? Do not eat my new dress, and find me naked in the summer when it comes?

Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γεροπλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα. Don't be dismayed, my children, said the old plane tree, this is not an animal and it does not eat leaves. Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέ- τοιο πράμα από δω. It's been a long time since one of those things came through here. Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του. But I remember a time when our forest was full of his kind. Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα. Those were the good old days, when people used to gather the honey of the bee, and the strawberry, and the strawberry, and the blackberries, and the ripe kumaras.

- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου. Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος; What do you think, Grandpa? Isn't he human?

- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γεροπλάτανος. - Of course he is a man, the old man replied. Και η λεύκα μουρμούρισε:

- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! - Of course, he's human! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου. I remember seeing them in my youth.

Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά. The moth, curious, stretched out its branches to get a closer look.

- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. - Human? said the untidy oak. Τι θέλει στο βασίλειο μας; What does he want in our kingdom?

Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε. And all together the trees bent down to see the "man" who was passing by.

Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. He was a greasy boy as a sixteen-year-old. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους. Seine goldbestickten Samtkleider, die an Ellbogen und Knien geschmolzen waren, waren eingelaufen und zerrissen, und die goldenen Bänder, die die Sandalen an seinen nackten Füßen zusammenhielten, waren zerschnitten und mit groben Knoten neu gebunden. His gold velvet clothes, melted at the elbows and knees, were shrunken and torn, and the gold ribbons that held the sandals to his bare feet were cut and retied in coarse knots.

Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. He lay down at the root of the old plane tree, saw the strawberry tree near him loaded with red strawberries, cut them up and ate them. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε. Then he folded his hands under his head and fell asleep.

Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες. He slept so soundly that he did not hear the whispering of the trees, nor the murmur of the brook that ran by, nor the whistling of the blackbird that, jumping from branch to branch, told the trees all sorts of strange stories.

- Ο γιος του Βασιλιά! - The King's son! αναφώνησε ο γεροπλάτανος. rief die alte Platane. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα; How could I believe it, seeing his bare feet and melted clothes?

10

- Να το πιστέψεις! - Glaube es! - Believe it! αποκρίθηκε ο κότσυφας. replied the blackbird. Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα. Listen to me, I go and come to the windows of the palace and see what is going on inside.

- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο. - But why doesn't he change his clothes?" asked the pine tree, scandalized.

- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας. - Because he has nothing else, answered the black man.

- Πώς! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους. The King's son?The thyme exclaimed, offering its blooming flowers to the buzzing bee, looking for a place to rest and suck their honey.

- Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. Μήπως νομίζεις πως ο Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη; Do you think that the King has anything more than the shepherd or the boatman?

- Λες παράξενα πράματα! - You say strange things! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν. murmelte die nicht überzeugte Schlange. muttered the unconvinced sentry.

- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. - But believe him, said the bee, fluttering around him, he's telling you the truth. Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. The King also wears such clothes. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις! Wenn Sie die Eisvögel sehen, werden Sie entsetzt sein! M' if you see the Vassalettes, you'll be horrified!

- Γιατί; ρώτησε η φραουλιά. - Why? asked the strawberry.

Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε: The mockingbird jumped close to her and whispered:

- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο! - Because under their clothes they don't even have a shirt!

Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού. And he burst out laughing without noticing that he was near the boy's ear.

Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο.

Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα. The blackbird was frightened and flew away, and the bee hid among the leaves of the darkness, while the trees lifted up their heads and pretended not to notice anything.

Είχε βραδιάσει. It was getting dark. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. Vasilopoulos got up and went on his way again. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι. He came out of the woods, crossed the rough plain, and, pulling at the palace, with quick steps he climbed the mountain, clambering among the rocks and the dirt like a goat.

11