×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Θ'. Μπάτης ο γουρλής

Θ'. Μπάτης ο γουρλής

Τρεχάτα κατέβηκαν τα ένδεκα εξαδέλφια στην αυλή, το ένα σπρώχνοντας το άλλο, το καθένα βαστώντας ποιος ένα κουλούρι, ποιος μια φέτα ψωμί ή μια παστελαριά. Τη λέγανε «αυλή» τα παιδιά της θείας Αργίνης, μα ήταν μάλλον περιβολάκι, με λιλάδια στους δρόμους και πικροδάφνες τούφες τούφες, και στο βάθος μια στέρνα μαρμαρένια για νερό.

Η Αλεξάνδρα η εξαδέλφη έτρωγε αργά και σιωπηλά το κουλούρι της και κάθε λίγο γύριζε στην Πουλουδιά, που της είχε προσκολληθεί και την κοίταζε από το κεφάλι στα πόδια με βαρεμό, σα να της έλεγε: «Δεν πας παρακάτω;»

Μα η Πουλουδιά, που ντρέπουνταν τις δυο μεγάλες εξαδέλφες και που δεν καταδέχουνταν τον Μπανανάκη και τον Αλέκο που έπαιξαν τόπι αναμεταξύ τους, δεν ήξερε με ποιον να πάγει. Γιατί η Αλεξάνδρα η αδελφή, σαν πιο μεγάλη, έκανε τη σοβαρή και κουβέντιαζε με την Κατίνα, ενώ ο Γιάννης έκανε χίλιες τρέλες, για να θαμπώσει τον Αντώνη και την Κλειώ, που στα παιχνίδια ήταν η πιο τρελή απ' όλους. Ο Αλέξανδρος πάλι, το κόμμα της, ο σύντροφος της, κάθουνταν στο πεζούλι της πόρτας με τη Λουκία και κάθε λίγο την αγκάλιαζε και τη φιλούσε, παιχνίδι που το βαριούνταν η Πουλουδιά.

Δεν ήξερε λοιπόν τι να κάνει. Και δειλά, για ν' αρχίσει κουβέντα, είπε της εξαδέλφης Αλεξάνδρας:

— Παίζεις σκοινάκι;

Γύρισε πάλι η εξαδέλφη Αλεξάνδρα και την κοίταξε από πάνω ως κάτω και ρώτησε συρτά:

— Πόσων χρονών είσαι;

Αποκρίθηκε η Πουλουδιά, μεγαλώνοντας λίγο τον εαυτό της:

— Οκτώ. Και συ;

— Εννιά, αποκρίθηκε ακατάδεχτα η εξαδέλφη Αλεξάνδρα μεγαλώνοντας και αυτή κατά λίγους μήνες την ηλικία της.

Και γυρνώντας τη ράχη της στην εξαδέλφη της, πήγε παρακάτω.

Ένιωσε βαριά η Πουλουδιά την απόσταση που τη χώριζε από την εξαδέλφη Αλεξάνδρα και, ταπεινωμένη, μόνη πάλι, πήγε στο βάθος του περιβολιού, κατά τη στέρνα, όπου πάλευαν τ' αγόρια με την Κλειώ. Πάλευε με τα όλα της η Κλειώ, γιατί, αν και τον Αντώνη τον έκανε εύκολα ζάφτι, τον Γιάννη όμως δύσκολα τον έβαζε κάτω και ήταν κατακόκκινη και η ξανθή πλεξούδα της είχε ξεφτίσει και το φόρεμα της ήταν τσαλακωμένο.

— Πουλουδιά! φώναξε. Έλα να με βοηθήσεις! Μα τ' αγόρια δεν την καταδέχθηκαν.

— Μ' αυτήν, τώρα, τη μικρή θα τα βάλομε; έκαναν. Και σταμάτησαν την πάλη.

Πέταξε πίσω η Κλειώ τα μαλλιά της από το ζεσταμένο της πρόσωπο και γελώντας φώναξε του Αντώνη:

— Άιντε! Σου πάγω στοίχημα πως δεν είσαι άξιος να πηδήξεις πάνω από τη στέρνα!

Να πεις του Αντώνη «Δε σ' έχω άξιο», ήταν σα να τον σπιρουνίζεις.

Πήρε τη φόρα του, έτρεξε, πήδηξε... κι έπεσε πλουφ! μέσα στη στέρνα. Η Κλειώ έμπηξε τα γέλια, μαζί κι ο Γιάννης. Μα τον είδε η Αλεξάνδρα αδελφή, από τις ροδοδάφνες όπου κουβέντιαζε με την Κατίνα, και τρεχάτη έφθασε, καταταραγμένη.

— Αχ, Αντώνη! Τι θα πει η θεία; Φορείς τα κυριακάτικα σου! Το νερό δεν ήταν βαθύ κι εύκολα τον έσυραν έξω η Κλειώ και ο Γιάννης. Μα σε τι χάλια! Τα μαλλιά του σα λαδωμένα, κολλημένα στο πρόσωπο του, τα ρούχα του μούσκεμα ως μέσα, η μεταξωτή του γαλάζια γραβάτα σα σκοινί κρέμουνταν άμορφη μπροστά του και λάσπες παντού λέρωναν την αφράτη προ ολίγου λινή του φορεσιά. Η Αλεξάνδρα αδελφή είχε δάκρυα στα μάτια.

— Και τώρα; έκανε αναπολώντας τη μελλούμενη κατσάδα. Η Αλεξάνδρα εξαδέλφη είχε πλησιάσει και, στρέφοντας ακατάδεχτα το κεφάλι της, είπε:

— Αυτό δεν είναι τίποτα! Καλά που δεν έσπασε το κεφάλι του!

Η παρατήρηση αυτή παρηγόρησε την Αλεξάνδρα αδελφή. Όχι όμως και τον Αντώνη που προτιμούσε χίλιες φορές να είχε σπάσει το κεφάλι του, παρά ν' αντιμετωπίσει το θυμό της θείας.

Ξεκαρδισμένοι τίναζαν ο Γιάννης και η Κλειώ τα νερά από τα ρούχα του.

— Μοιάζεις λαδωμένος ποντικός! του έλεγαν για παρηγοριά. Είσαι γελοίος!

Μόνη η Κατίνα δεν είχε χάσει το μεγαλείο της σ' όλη αυτή την ιστορία. Χτύπησε τα παλαμάκια της και φώναξε:

— Μαριόρα!

Και σαν παρουσιάστηκε τρεχάτη η Μαριόρα, της έδειξε με το δάχτυλο το μουσκεμένο Αντώνη και είπε μεγαλόπρεπα:

— Πάρε τον μέσα και στέγνωσε τον!

— Παναγιά μου! Τι έπαθε; Και πώς θα τον στεγνώσω; αναφώνησε η Μαριόρα κι έκανε το σταυρό της. Φωτιά δεν έχομε αναμμένη, σίδερα ζεστά δεν έχει κυριακάτικο...

— Βάλε τα ρούχα του στον ήλιο, διέκοψε ήσυχα η Κατίνα, και φόρεσε του ωστόσο μια φορεσιά του Μανόλη ή... έριξε μια ματιά του Αντώνη και πρόσθεσε, αν δεν του μπαίνει, δώσε του μια φορεσιά του Γιάννη, ώσπου να στεγνώσουν τα δικά του ρούχα.

Είπε η Κατίνα. Και με ήσυχο, μεγαλόπρεπο βήμα πήγε πάλι και κάθισε μες στις ροδοδάφνες και φώναξε την Αλεξάνδρα κοντά της. Η Αλεξάνδρα κολακεύθηκε πολύ που η μεγάλη, σαν κυρία πια, Κατίνα, την ήθελε συντροφιά και μ' όλη της την ανησυχία για τον Αντώνη και τη φορεσιά του, έκανε κι εκείνη την αδιάφορη και κάθισε πλάγι στην εξαδέλφη της μες στις ροδοδάφνες. Όλη όμως η άλλη τσούρμα, από την τρελή Κλειώ ως την μπλου μπάλα τη Λουκία, όλοι σπρώχνοντας και σπρωχνόμενοι, τρεχάτοι ακολούθησαν τη Μαριόρα και τον Αντώνη, που από την πίσω πόρτα μπήκαν στο μαγειρείο.

— Τι είναι αυτά, καλέ; αναφώνησε μια γριά που κάθουνταν πλάγι στο παράθυρο και κοίταζε τους περαστικούς στο δρόμο. Και τι μου κάνατε την κουζίνα μου; Για δες νερά στις πλάκες!

— Μη φωνάζεις, κερα-Αννέτα! είπε γελώντας η Κλειώ. Είναι εξάδελφος μας κι έπεσε στη στέρνα! Πάγει η Μαριόρα να του φέρει στεγνά ρούχα και πρέπει να τον γδύσομε!

— Κύριε ελέησον! είπε η κερα-Αννέτα και σταυροκοπήθηκε και αυτή δυο φορές. Σα δε σκοτώθηκε το παιδί! Εσύ πάλι θα τον έβαλες στα αίματα, κερα-Κλειώ, σα να σε βλέπω, με τις μαριολιές σου!

Ξεκαρδίστηκε η Κλειώ.

— Και τι φταίγω εγώ, σα θέλουν οι μικροί να κάνουν τους μεγάλους; είπε. Γύρευε να πηδήξει από πάνω από τη στέρνα!

— Η Κλειώ φταίγει! φώναξε ο Αλέκος. Την ακούσαμε, ο Μπανανάκης κι εγώ, που του είπε να πηδήξει!

Γύρισε η Αλεξάνδρα εξαδέλφη και τον αποτσίφνωσε με μια ματιά.

— Εσύ να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν! του είπε συρτά, με ύφος δασκάλας, που την έκανε και επιβάλλουνταν σε όλα της τ' αδέλφια. Ας μην την άκουε, αφού δεν ήταν άξιος!

Ταπεινωμένος, αποσβολωμένος, άκουε ο Αντώνης κι έκανε πως σιάζει τα μανίκια του, για ν' αποφύγει τα κοροϊδευτικά βλέμματα των εξαδέλφων του, προπάντων του Γιάννη και της Κλειώς. Μα όταν κατάφθασε η Μαριόρα με στεγνά ρούχα και σίμωσε η Κλειώ χορευτά και φωναχτά να του βγάλει την μπλούζα του, αγρίεψε, επαναστάτησε, ξαναβρήκε όλη την παλικαριά του.

— Να φύγετε όλοι! φώναξε. Δε θα γδυθώ μπροστά σας! Και πάλι σπρώχνοντας και σκουντουφλώντας βγήκε όλη η τσούρμα έξω κι έμεινε μόνος ο Αντώνης στην κουζίνα, με τη Μαριόρα και την κερα-Αννέτα.

Έξω περίμενε η τσούρμα πολιορκώντας την πόρτα. Τα δυο μικρά, ο Αλέξανδρος και η Λουκία, είχαν κολλήσει το μάτι τους σε μια χαραματιά της πόρτας και γύρευαν να δουν.

— Γδύθηκε; Ντύθηκε; Τι κάνει; ρώτησαν τ' άλλα δυο αγόρια, ο Μανόλης και ο Αλέκος.

Μα τίποτα δεν έβλεπαν τα μικρά. Η κερα-Αννέτα, με όλο το πλάτος της παχιάς της ράχης, σκέπαζε τη χαραματιά. Και γελούσε η Κλειώ, κορόιδευε ο Γιάννης, και ο καθένας έλεγε το κοντό του και το μακρύ του. Μόνη η Πουλουδιά στέκουνταν παράμερα, σιωπηλή και ανήσυχη. Τι θα πει η θεία, σα δει τα ρούχα του Αντώνη;

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε η Μαριόρα σπρώχνοντας μπροστά της τον Αντώνη.

Ένα ξεφωνητό τον παρέλαβε. Τι Αντώνης ήταν αυτός! Το πανταλόνι του Γιάννη, διπλωμένο και ξαναδιπλωμένο, κρέμουνταν ως τα πόδια του, που έσερναν ξεθωριασμένες και πολυπατημένες παντούφλες. Τα μανίκια, γυρισμένα και αυτά και ξαναγυρισμένα, του σκέπαζαν ακόμα και τα χέρια. Ο λαιμός έχασκε, το κολάρο τον κουκούλωνε, το πιγούνι του χάνουνταν μες στη γραβάτα, ήταν θέαμα ο Αντώνης! Μόνο τα μαλλιά του, στεγνωμένα πια, ήταν καλοχτενισμένα, με καινούρια χωρίστρα.

Μα μαζί με τα στεγνά ρούχα, ας ήταν και κωμικά, είχε ξαναβρεί ο Αντώνης το παραστατικό του και τα μεγάλα του κέφια, και πρώτος αυτός άρχισε τα καραγκιοζλίκια, με χορούς και πήδους, χτυπώντας χάμω τις πλατιές του παντούφλες, που έκαναν πλακ πλακ πλακ στις πέτρες. Και το παιχνίδι έγινε τρελό και γενικό. Και ξαφνικά ο Αντώνης βρέθηκε το κέντρο όλης της εξαδελφικής παρατάξεως. Έγινε αρχηγός, χωρίς να καταλάβει κανείς πώς και πότε του δόθηκε η αρχηγία. Έκοψε κι έραψε όσο και όπως ήθελε, και τυφλά τον ακολούθησαν οι άλλοι.

Κι έτσι έφτιασε στρατούς και στόλους, χώρισε ληστές και χωροφύλακες, έστησε πύργους, περιφρούρησε φυλακές, διεύθυνε τα πάντα. Ποτέ ακόμα δεν είχε φανταστεί τόση ποικιλία από μάχες: πολιορκίες γύρω στις ροδοδάφνες, με φρούρια Κατίνα, Αλεξάνδρα εξαδέλφη, Αλεξάνδρα αδελφή· ναυμαχίες γύρω στη στέρνα, με ναυαρχίδα ανυπότακτη Κλειώ, και μπουρλότα Μανόλη, Αλέκο, Πουλουδιά· ληστείες στα κορφοβούνια των μπάγκων φυγή αιχμαλώτων Λουκία, Αλέξανδρος· μάχη αρχιληστών Γιάννης, Αντώνης. Λαμποκοπούσε όλος ο Αντώνης μες στα μακριά και πλατιά ρούχα του Γιάννη. Ήταν σα ν' άναψε φωτοστέφανο γύρω στο κεφάλι του. Τα μάτια του άστραφταν, η φωνή του σάλπιζε και βροντούσε, οι διαταγές του έπεφταν σαν αστροπελέκια και όλοι υποτάσσουνταν μαγεμένοι, υπάκουαν, εκτελούσαν τις προσταγές του. Εκείνο το απόγεμα ήταν ο Αντώνης στις δόξες του.

— Ο Αντώνης είναι το πιο χρυσό μας εξαδέλφι, δήλωσε η Κλειώ, όταν διακόπηκε το παιχνίδι και μπήκε στην κουζίνα ο Αντώνης, για να ξαναφορέσει τα στεγνωμένα του πια ρούχα.

Και όταν τα φόρεσε και ξαναβγήκε στην αυλή, με τη Μαριόρα και τα καπέλα των αδελφών του, ολόκληρη η τσούρμα τον επευφήμησε και τον ζητωκραύγασε. Ο Αντώνης θριάμβευε, χαμογελούσε, χαιρετούσε, και τον αποχαιρέτησαν τα εξαδέλφια μ' ενθουσιασμούς και υποσχέσεις γρήγορα να ξαναπαντηθούν. Μα, σα βγήκαν στο δρόμο, σαν κόπασαν οι τρέλες κι έλειψαν τα γέλια και σώπασαν οι φωνές και πήγαιναν τα τέσσερα αδέλφια με τη Μαριόρα, έσβησε ξαφνικά το φωτοστέφανο του Αντώνη, διαλύθηκαν τα μάγια. Τον κοίταξαν τ' αδέλφια του, που πήγαινε υπερήφανα μπροστά, στο δρόμο το γεμάτον κόσμο τη βραδινή αυτή ώρα, και τρόμαξαν και ντράπηκαν γι' αυτόν. Τους φάνηκε ανυπόφορα βρώμικος και κωμικός, με τα ρούχα του κιτρινιασμένα και ασιδέρωτα, αλλού ζαρωμένα και αλλού κρεμαστά, με παπούτσια και κάλτσες όπου είχαν ξεραθεί κομμάτια οι λάσπες και με γραβάτα που είχε χάσει και χρώμα και σχήμα και είχε γίνει είδος μουσαμάς. Βίασε το βήμα της η Αλεξάνδρα και τον πρόφθασε και του είπε χαμηλόφωνα, στο αυτί:

— Μην τρέχεις, Αντώνη, χώσου κοντά στη Μαριόρα, μη σε δει κανείς! Είσαι φρίκη!

Κόπηκε η φόρα του Αντώνη και το ωραίο υπερήφανο βήμα του, κοίταξε μπράτσα και πόδια και η καρδιά του βούλιαξε στα παπούτσια του. Έριξε μια ματιά στους περαστικούς που φορούσαν τα καλά τους, για το βραδινό κυριακάτικο περίπατο, και αντάμωσε ένα δυο βλέμματα κοροϊδευτικά. Βράδυνε το βήμα του και χώθηκε μεταξύ της Μαριόρας και της Πουλουδιάς.

Αγγλικά, μην καταλάβει η Μαριόρα, ρώτησε την αδελφή του:

— Φαίνονται πολύ άσχημα τα ρούχα μου;

Με δάκρυα στη φωνή αποκρίθηκε η Πουλουδιά:

— Φρικτά! Τι θα πει η θεία;

Βιαστικά, ψιθυριστά έκαναν συμβούλιο τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια. Να μην περάσουν από τη βεράντα, όπου θα κάθουνταν οι θείες με τις επισκέψεις. Να πάρουν τον πίσω δρόμο. Να μπουν στην αυλή. Να βρουν την Αφροδίτη και να της ζητήσουν βοήθεια. Να μπουν μπροστά τα κορίτσια να την ειδοποιήσουν. Ολόκληρη στρατηγική προετοίμασαν τ' αδέλφια. Γιατί, αν έβλεπε η θεία τον Αντώνη σ' αυτά τα χάλια...

— Σας είπα από το πρωί πως θα μας βγει στραβός ο μπάτης! είπε μελαγχολικά ο Αντώνης.

— Έννοια σου, θα σε γλιτώσομε! είπαν τα κορίτσια που περπατούσαν πότε μπρος και πότε πίσω, για να τον κρύψουν από τους περαστικούς, μην τύχει και τον γνωρίσει κανένας.

Έφθασαν στα σπίτια του Τσίλερ και μεμιάς έστριψαν όλα μαζί τ' αδέλφια στον πίσω δρομάκο.

— Γιατί από δω, παιδιά; ρώτησε η Μαριόρα.

— Πάντα από την αυλή μπαίνομε, αποκρίθηκε αποφασιστικά η Αλεξάνδρα.

— Και πάντα εμείς μπαίνομε πρώτες, πρόσθεσε με φόρα η Πουλουδιά παίρνοντας το χέρι του Αλέξανδρου, για να παρασύρει και τη Μαριόρα προς την αυλή. Τα κατάφεραν τα κορίτσια και μπήκαν πρώτες στην αυλή με τη Μαριόρα και τον Αλέξανδρο, αφήνοντας έξω τον Αντώνη, και από κει στο μαγειρείο, όπου έπιασε η Μαριόρα κουβέντα με την κερα-Ρήνη, ενώ η Αλεξάνδρα απομόνωσε την Αφροδίτη για να της τα πει και η Πουλουδιά έστηνε καραούλι, μην παρουσιαστεί ξαφνικά κανένας από τους μεγάλους της βεράντας.

— Πωπώ! αναφώνησε σαν τ' άκουσε η Αφροδίτη. Μην τον δει μονάχα η θεία σου! Δεν ήθελε να του δώσω, λέει, τα καλά του, γιατί θα τα πατσαβουριάσει παίζοντας! Πού είναι το τρελόπαιδο;

Μα σα βγήκε στην αυλή με την Αλεξάνδρα, το «τρελόπαιδο» δεν ήταν πουθενά.

— Θα φοβήθηκε να μπει μέσα, είπε η Αλεξάνδρα, θα στέκεται απέξω.

Και τωόντι στέκουνταν απέξω. Μα στους λεκέδες και στις λάσπες του ρούχου του είχαν προστεθεί τώρα κι αίματα νωπά, και με τα δυο του χέρια σκέπαζε το στόμα του.

— Αντώνη! Τι έπαθες; φώναξε η Αλεξάνδρα.

— Σσστ! Δεν είναι τίποτα, με δάγκασε ο Ντον! είπε χαμηλόφωνα ο Αντώνης.

Η Αφροδίτη χλόμιασε. Άρπαξε τα χέρια του και τα είδε ματωμένα.

— Πού σε δάγκασε; ρώτησε γυρνώντας μέσα κι έξω τα χέρια του.

— Στο στόμα! είπε ο Αντώνης κι έδειξε το πάνω του χείλι που μάτωνε από δυο τρύπες που είχαν αφήσει τα δόντια του Ντον.

Ο ένοχος κάθουνταν παρακάτω και μασούλιζε ένα κόκαλο. Η Αφροδίτη φαίνουνταν πολύ τρομαγμένη. Πλησίασε τον Ντον να τον εξετάσει και, καθώς την είδε αυτός, πετάχθηκε απάνω και άρχισε να πηδά γύρω της και να της κάνει χίλιες χαρές. Η Αφροδίτη όμως έμοιαζε σκουτουρεμένη.

— Η ουρά του είναι ψηλά, δε μοιάζει άρρωστος, είπε γυρίζοντας κοντά στ' αδέλφια. Τι του έκανες και σε δάγκασε, Τρελαντώνη;

— Του πήρα το κόκαλο! είπε ντροπιασμένος ο Αντώνης.

— Τις αταξίες σου δεν μπορείς να μην τις κάνεις! είπε σκοτισμένη όλο και περισσότερο η Αφροδίτη. Έλα μέσα γρήγορα να σε πλύνω. Πρήστηκαν κιόλα τα χείλια σου.

Την ακολούθησε ο Αντώνης με την Αλεξάνδρα κι έκανε να μπει στην κουζίνα. Μα τον έσπρωξε κατά την είσοδο η Αφροδίτη.

— Πάμε πάνω, του είπε, θέλει καθάρισμα το στόμα σου. Τρεχάτη και τρομαγμένη κατάφθασε η Πουλουδιά με τον άλλο τόσο τρομαγμένο Αλέξανδρο.

— Πίσω! Πίσω! ψιθύρισε. Μπαίνουν μέσα...

Σταμάτησε άφωνη εμπρός στον αιματωμένο Αντώνη που πάλευε με την Αφροδίτη να της ξεφύγει.

— Όχι, Αντώνη, δεν κάνει, θα φωνάξω τη θεία σου! έλεγε η Αφροδίτη. Δεν παίρνω απάνω μου αυτή την ιστορία...

Και βλέποντας πως της ξέφευγε ο Αντώνης, τον άρπαξε από την μπλούζα του και φώναξε:

— Κυρία! Ελάτε, κυρία! Γρήγορα...

— Κακιά! μούγκρισε ο Αντώνης κι έμεινε ακίνητος, περιμένοντας το αστροπελέκι που θα έπεφτε τώρα στο κεφάλι του.

Στην ανοιχτή πόρτα του σαλονιού στέκουνταν η θεία Μαριέτα και ο θείος ο γιατρός.

— Τι τρέχει; ρώτησε η θεία.

— Ο σκύλος δάγκασε τον Αντώνη! Δείτε, κύριε γιατρέ! είπε πολύ ταραγμένη η Αφροδίτη.

— Ο σκύλος;

— Ποιος σκύλος;

— Πώς τον δάγκασε;

— Πού; ρώτησαν μαζί θείος και θεία.

— Αχ, Θεέ μου! Τι θα τον κάνουν τώρα! μουρμούρισε τρέμοντας η Αλεξάνδρα.

— Η θεία θα δει τα ρούχα του... πρόσθεσε η Πουλουδιά. Μα θεία και θείος είχαν πλησιάσει κατασυγχυσμένοι και, πίσω τους, ανήσυχοι πρόβαλαν η θεία Αργίνη με το θείο Ζωρξή.

— Τι τρέχει;

— Ποιον δάγκασε ο σκύλος;

— Τον Αντώνη! Τον δάγκασε ο σκύλος του βασιλέα! εξήγησε η Αφροδίτη.

Μεγάλο σούσουρο ακολούθησε. Θείος Ζωρζής, θεία Αργίνη, θεία Μαριέτα και θείος γιατρός μαζεύθηκαν γύρω στον άφωνο Αντώνη, που όλο περίμενε το αστροπελέκι, και το αστροπελέκι δεν έπεφτε. Και όχι μόνο δεν έπεφτε το αστροπελέκι, αλλά και όλοι οι μεγάλοι φασάρευαν γύρω του· η θεία Αργίνη τον πήρε στην αγκαλιά της, η θεία Μαριέτα βουτούσε πανιά σε μια λεκάνη και του ξέπλενε τρυφερά πρόσωπο και χέρια, ενώ ο θείος Γιώργης βουτούσε κομπρέσες σ' ένα κίτρινο γιατρικό και του τις άπλωνε στα χείλια.

— Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα! έλεγε κάθε λίγο. Να του εξακολουθήσετε τις κομπρέσες με την άρνικα και θα ξεπρηστούν τα χείλια του. Μόνο...

Πήρε κατά μέρος το θείο Ζωρζή και κάτι του είπε κρυφά. Αμέσως άρπαξε το καπέλο του ο θείος Ζωρζής και βγήκε έξω.

— Τι τρέχει, Γιώργη; ρώτησε ανήσυχα η θεία Μαριέτα.

— Τίποτα. Μα καλό είναι να εξετάσουν το σκύλο, αποκρίθηκε ο θείος γιατρός.

Σαστισμένα κοίταζαν τ' αδέλφια όλη αυτή τη φασαρία και τον Αντώνη που σιωπηλά δέχουνταν, σα λίγο ζαλισμένος, χάδια και περιποιήσεις. Επέστρεψε ο θείος Ζωρζής και κάτι τον ρώτησε η θεία Μαριέτα και αποκρίθηκε ο θείος:

— Ο βασιλέας διέταξε να δέσουν τον Ντον και να τον παραφυλάγουν!

Και χάιδεψε τα μαλλιά του Αντώνη και είπε:

— Δεν είναι τίποτα, και συ είσαι παλικάρι!

Το βράδυ εκείνο, σα βρέθηκαν μόνα πάλι, γδυμένα και στο κρεβάτι, με κατεβασμένες τις κουνουπιέρες και σβησμένο το φως, τα τέσσερα αδέλφια έκαναν συμβούλιο στα σκοτεινά.

— Ήθελα να ξέρω, είπε η Αλεξάνδρα, τι έκανε τη θεία και δε μάλωσε τον Αντώνη;

Ο Αντώνης είχε δεμένο το στόμα, πράμα που τον δυσκόλευε λίγο και τον έκανε να προφέρει περίεργα, με πολλά φ φ φ φ... και θ θ θ θ..., χωρίς όμως και να τον εμποδίζει να βάζει το λόγο του, και μάλιστα να κόβει το λόγο στ' αδέλφια του, με όλη την επιβολή που του έδινε το δάγκαμα του Ντον και η παλικαρίσια ακλαψιά του. Σήκωσε τη φωνή του πάνω από τα ψιθυρίσματα των αδελφών του και είπε:

— Κάποιοθθθ μάγεπθε τη θεία, γιατί όχι μόνο δε με μάλωθθθε, κουκούτθθθι, μ' απεναντίαθ με φιλούθε θθθαν να ήμουν ο Αλέκθθθαντροθθθ!

— Εγώ νομίζω πως δεν είδε τα ρούχα σου, είπε η Πουλουδιά.

— Ούτε τις λάσπες στα παπούτσια του, πρόσθεσε ο Αλέξανδρος.

— Τα είδε όλα, διέκοψε η Αλεξάνδρα. Την άκουσα που το είπε της Αφροδίτης.

— Τι τηθ είπε; ρώτησε ανήσυχος ξαφνικά ο Αντώνης.

— Να μη σου αλλάξει τα ρούχα σου, μη σε ζαλίσει. Και είπε κι ένα άλλο. Είπε «Καλά και ήταν ο σκύλος του βασιλέα».

— Αλήθεια! θαύμασε η Πουλουδιά. Καλά και ήταν ο Ντον! Από το κρεβάτι του, αργά, ρώτησε ο Αλέξανδρος:

— Γιατί είναι καλύτερο να σε δαγκάσει ο σκύλος του βασιλέα παρά αλλουνού;

— Επειδή... άρχισε η Πουλουδιά, μα στάθηκε. Κι εκείνη δεν ήξερε.

Και ρώτησε διστακτικά:

— Γιατί είπε η θεία πως ήταν καλύτερα, Αλεξάνδρα;

— Επειδή αυτός είναι από καλή ράτσα, είπε με βεβαιότητα η Αλεξάνδρα. Ενώ, αν ήταν κανένας αγριόσκυλος, θα τον είχε φάγει ολόκληρο τον Αντώνη.

— Αλήθεια! στέναξε πάλι η Πουλουδιά.

— Καθόλου! διαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης. Εγώ δε θα τον άφηνα, θα τον κλοτθθθούθα και θα τον έδιωχνα!

— Ναι! Πού θα πρόφθαινες! έκανε η Αλεξάνδρα.

Μα ο Αλέξανδρος, που δεν ικανοποιήθηκε με την εξήγηση, διέκοψε τη συζήτηση.

— Ο δικός μας ο Κέρβερος, στην Αλεξάνδρεια, δεν είναι σκύλος του βασιλέα, και όμως δεν έφαγε ποτέ κανένα μας... ούτε μας δάγκασε ποτέ, είπε συλλογισμένος.

Η παρατήρηση του Αλέξανδρου έριξε την Αλεξάνδρα σε συλλογή.

Μα βρήκε αμέσως μια δικαιολογία.

— Και πρώτον, είπε, ο Κέρβερος είναι δικό μας σκυλί.

— Και τι πειράζει; Η μαμά λέγει πως είναι αγριόσκυλος! επέμεινε ο Αλέξανδρος.

Και πάλι τα λόγια του Αλέξανδρου μπέρδεψαν την Αλεξάνδρα. Μα και πάλι βρήκε μιαν εξήγηση:

— Ναι, μα ο Αντώνης δεν του έπαιρνε τα κόκαλα του! Σήμερα πήρε του Ντον το κόκαλο που έτρωγε. Και θύμωσε αυτός.

— Βέβαια! επισφράγισε η Πουλουδιά.

— Κι έπρεπε γι' αυτό να τον δαγκάσει; ρώτησε ο Αλέξανδρος. Εσύ λες πως δεν πρέπει ποτέ να θυμώνομε μεις, όταν άλλα παιδιά μας παίρνουν τα παιχνίδια μας.

Η Αλεξάνδρα στενοχωρέθηκε. Τι σαλάτα την έκανε ο Αλέξανδρος την παιδαγωγική της!

— Και πρώτον λες ανοησίες! Ο Ντον είναι σκύλος, τι ξέρει; έκανε ανυπόμονα. Έπειτα, να που τον τιμώρησε ο βασιλέας! Είπε να τον δέσουν και να τον παραφυλάξουν!

— Έπρεπε να τον δείρουν! επέμεινε ο Αλέξανδρος που κουρδίζουνταν με τα ίδια του τα λόγια. Γιατί δεν είπε ο θείος Γιώργης να τον δείρουν, παρά είπε μόνο να τον κοιτάξουν;

— Να τον εκθθθετάθουν, διόρθωσε ο Αντώνης.

— Τι θα πει; ρώτησε ο Αλέξανδρος.

— Να τον εκθθθετάθουν θα πει...

Το ήξερε τώρα ο Αντώνης, μα πώς να το πει με λόγια; Αυτός ο Αλέξανδρος, με τα αιώνια ρωτήματα του!

— Δεν καταλαβαίνειθθθ τίποτα! Να, πώθθθ κάνουν εκθετάθθθειθ θτο θκολείο;

Δεν είχε πολλή πεποίθηση στα λόγια του ο Αντώνης, μα επιτέλους ας καταλάβαινε και ο μικρός. Ο Αλέξανδρος όμως δεν είχε καταλάβει. Κι εννοούσε να καταλάβει.

— Θα του κάνουν μάθημα; ρώτησε.

Το ερώτημα έμεινε χωρίς απάντηση, η κουνουπιέρα του Αντώνη σώπαινε. Ένιωσε η Αλεξάνδρα πως κάπου σκάλωσε το κύρος του Αντώνη και πως κινδύνευε να γκρεμιστεί από κει που το είχε ανεβάσει η παλικαριά του όλης της ημέρας. Για ν' αλλάξει την ομιλία και να κόψει τα ρωτήματα του Αλέξανδρου, που έβγαιναν πάντα κομπολόγι, είπε μ' έναν αναστεναγμό:

— Ουφ! Πάει αυτή η Κυριακή! Ήταν γρουσούζικη! Πρώτα το ταξίδι της Αλίς, ύστερα η τούμπα του Αντώνη στην εκκλησία, ύστερα η βουτιά στη στέρνα και τώρα ο Ντον... Πρωί πρωί αλήθεια ο γρουσούζης ο μπάτης...

Μα τη διέκοψε ο Αντώνης.

— Ποιοθθθ λέγει τον μπάτη γρουθούδη; αναφώνησε. Εγώ ποτέ πια δε θα τον πω γρουθθθούδη, χαλάλι του, αφού με δάγκαθε ο Ντον! Αν δε με είχε δαγκάθει ο Ντον, αν δεν είχε τρομάκθει η θεία... Πωπώ! τι με περίμενε!... Μπα! Ο μπάτηθθθ είναι γουρλήθθθ! Δήτω ο μπάτηθθθ!

Μια τούμπα στα μαλακά ακούστηκε και από μέσα από την κουνουπιέρα σα σάλπισμα ξαναπέταξε η φωνή του Αντώνη:

— Δήτω-ω-ω!! !

— Ζήτω! φώναξε και ο Αλέξανδρος που ηλεκτρίσθηκε και ανασηκώθηκε και αυτός για τούμπα.

— Τι τρέχει απάνω; Ποιος φωνάζει;

Η φωνή της θείας στη σκάλα σταμάτησε ξαφνικά τις ετοιμασίες των άλλων κρεβατιών. Βήματα ακούστηκαν και συνάμα ένα βιαστικό γλίστρημα σωμάτων κάτω από σεντόνια πίσω από τις τέσσερις κουνουπιέρες, και τέλεια σιωπή απλώθηκε στην κάμαρα. Τα βήματα πλησίαζαν. Η θεία μπήκε μέσα προσεκτικά και στάθηκε ν' ακούσει.

Τσιμουδιά...

— Παιδιά; έκανε χαμηλόφωνα.

— Κανένας δε μίλησε.

Σίμωσε η θεία στο κρεβάτι του Αντώνη, άπλωσε το χέρι της κάτω από την κουνουπιέρα κι έψαξε το μέτωπο και το λαιμό του. Ο Αντώνης δεν κούνησε. Σιγά τράβηξε κείνη κι έσιαξε το σεντόνι του, ξανάμπηξε την κουνουπιέρα και βγήκε έξω.

— Όχι, δεν έχει πυρετό, και κοιμούνται και τα τέσσερα, είπε βγαίνοντας.

Και η φωνή του θείου απέξω αποκρίθηκε:

— Μένει να παρακολουθήσομε τώρα το σκύλο. Ευτυχώς φαίνεται να είναι καλά και σαν τον είδα, είχε σηκωμένη την ουρά κι έπινε Μοιάζει...

Τα παρακάτω χάθηκαν στο γύρισμα της σκάλας.

— Δε θαθθθ είπα πωθ ο μπάτηθθθ είναι γουρλήθθθ; ψιθύρισε τσευδά ο Αντώνης.

Από το κρεβάτι της Αλεξάνδρας ακούστηκε χαμηλόφωνη διαταγή:

— Σσστ!... Η θεία είπε πως κοιμόμαστε! Καληνύχτα!

Που σήμαινε «Δεν πρέπει να τη γελάσομε, λοιπόν φθάνουν τα λόγια». Για τ' αδέλφια ήταν σα να σάλπισε σιωπητήριο. Σε τέτοια διαταγή δεν επιτρέπουνταν αντίρρηση. Και οι τρεις μικρότεροι, ευάγωγα, έκλεισαν τα μάτια τους.


Θ'. Μπάτης ο γουρλής Th'. Batis the Gourlis

Τρεχάτα κατέβηκαν τα ένδεκα εξαδέλφια στην αυλή, το ένα σπρώχνοντας το άλλο, το καθένα βαστώντας ποιος ένα κουλούρι, ποιος μια φέτα ψωμί ή μια παστελαριά. The eleven cousins rushed down to the yard, one pushing the other, each one holding a bagel, another a slice of bread or a pastry. Τη λέγανε «αυλή» τα παιδιά της θείας Αργίνης, μα ήταν μάλλον περιβολάκι, με λιλάδια στους δρόμους και πικροδάφνες τούφες τούφες, και στο βάθος μια στέρνα μαρμαρένια για νερό. Aunt Argini's children called it a "courtyard", but it was more like a small garden, with lilies in the streets and tufts of oleanders, and in the background a marble cistern for water.

Η Αλεξάνδρα η εξαδέλφη έτρωγε αργά και σιωπηλά το κουλούρι της και κάθε λίγο γύριζε στην Πουλουδιά, που της είχε προσκολληθεί και την κοίταζε από το κεφάλι στα πόδια με βαρεμό, σα να της έλεγε: «Δεν πας παρακάτω;» Alexandra, the cousin, was eating her bagel slowly and silently, and every now and then she turned to Pouloudia, who had clung to her and was looking at her from head to toe with a bored expression, as if to say: "Aren't you going further?"

Μα η Πουλουδιά, που ντρέπουνταν τις δυο μεγάλες εξαδέλφες και που δεν καταδέχουνταν τον Μπανανάκη και τον Αλέκο που έπαιξαν τόπι αναμεταξύ τους, δεν ήξερε με ποιον να πάγει. But Pouloudia, who was ashamed of the two older cousins and who did not accept Bananakis and Alekos who played tricks with each other, did not know who to go with. Γιατί η Αλεξάνδρα η αδελφή, σαν πιο μεγάλη, έκανε τη σοβαρή και κουβέντιαζε με την Κατίνα, ενώ ο Γιάννης έκανε χίλιες τρέλες, για να θαμπώσει τον Αντώνη και την Κλειώ, που στα παιχνίδια ήταν η πιο τρελή απ' όλους. Because Alexandra, the older sister, pretended to be serious and chatted with Katina, while Giannis did a thousand crazy things, to dazzle Antonis and Cleo, who was the craziest of all in the games. Ο Αλέξανδρος πάλι, το κόμμα της, ο σύντροφος της, κάθουνταν στο πεζούλι της πόρτας με τη Λουκία και κάθε λίγο την αγκάλιαζε και τη φιλούσε, παιχνίδι που το βαριούνταν η Πουλουδιά. Alexandros again, her party, her partner, sat on the doorstep with Loukia and every now and then he hugged and kissed her, a game that Pouloudia was bored with.

Δεν ήξερε λοιπόν τι να κάνει. So he didn't know what to do. Και δειλά, για ν' αρχίσει κουβέντα, είπε της εξαδέλφης Αλεξάνδρας: And timidly, in order to start a conversation, he said to his cousin Alexandra:

— Παίζεις σκοινάκι; — Are you playing tightrope?

Γύρισε πάλι η εξαδέλφη Αλεξάνδρα και την κοίταξε από πάνω ως κάτω και ρώτησε συρτά: Cousin Alexandra turned again and looked her up and down and asked curtly:

— Πόσων χρονών είσαι; - How old are you;

Αποκρίθηκε η Πουλουδιά, μεγαλώνοντας λίγο τον εαυτό της: Poulodia answered, raising herself a little:

— Οκτώ. Και συ;

— Εννιά, αποκρίθηκε ακατάδεχτα η εξαδέλφη Αλεξάνδρα μεγαλώνοντας και αυτή κατά λίγους μήνες την ηλικία της. — Nine, answered cousin Alexandra disapprovingly, also increasing her age by a few months.

Και γυρνώντας τη ράχη της στην εξαδέλφη της, πήγε παρακάτω. And turning her back on her cousin, she went on.

Ένιωσε βαριά η Πουλουδιά την απόσταση που τη χώριζε από την εξαδέλφη Αλεξάνδρα και, ταπεινωμένη, μόνη πάλι, πήγε στο βάθος του περιβολιού, κατά τη στέρνα, όπου πάλευαν τ' αγόρια με την Κλειώ. Pouloudia felt heavily the distance that separated her from her cousin Alexandra and, humiliated, alone again, she went to the back of the orchard, towards the cistern, where the boys were fighting with Cleo. Πάλευε με τα όλα της η Κλειώ, γιατί, αν και τον Αντώνη τον έκανε εύκολα ζάφτι, τον Γιάννη όμως δύσκολα τον έβαζε κάτω και ήταν κατακόκκινη και η ξανθή πλεξούδα της είχε ξεφτίσει και το φόρεμα της ήταν τσαλακωμένο. Cleo was fighting with all her might, because, although she made Antonis easy, she could hardly put Yannis down and she was red and her blonde braid was frayed and her dress was crumpled.

— Πουλουδιά! φώναξε. Έλα να με βοηθήσεις! Come to help me! Μα τ' αγόρια δεν την καταδέχθηκαν. But the boys didn't accept her.

— Μ' αυτήν, τώρα, τη μικρή θα τα βάλομε; έκαναν. — Shall we deal with her now, the little one? they did. Και σταμάτησαν την πάλη. And they stopped fighting.

Πέταξε πίσω η Κλειώ τα μαλλιά της από το ζεσταμένο της πρόσωπο και γελώντας φώναξε του Αντώνη: Cleo threw back her hair from her heated face and laughingly called out to Antonis:

— Άιντε! Σου πάγω στοίχημα πως δεν είσαι άξιος να πηδήξεις πάνω από τη στέρνα! I bet you that you are not worthy to jump over the cistern!

Να πεις του Αντώνη «Δε σ' έχω άξιο», ήταν σα να τον σπιρουνίζεις. Telling Antonis "I don't deserve you" was like pushing him.

Πήρε τη φόρα του, έτρεξε, πήδηξε... κι έπεσε πλουφ! He took his cue, ran, jumped... and pluff fell! μέσα στη στέρνα. inside the cistern. Η Κλειώ έμπηξε τα γέλια, μαζί κι ο Γιάννης. Cleo stifled laughter, along with Giannis. Μα τον είδε η Αλεξάνδρα αδελφή, από τις ροδοδάφνες όπου κουβέντιαζε με την Κατίνα, και τρεχάτη έφθασε, καταταραγμένη. But sister Alexandra saw him from the rose bushes where she was chatting with Katina, and she came running, distraught.

— Αχ, Αντώνη! Τι θα πει η θεία; Φορείς τα κυριακάτικα σου! What will aunt say? You're wearing your Sundays! Το νερό δεν ήταν βαθύ κι εύκολα τον έσυραν έξω η Κλειώ και ο Γιάννης. The water was not deep and Cleo and Giannis dragged him out easily. Μα σε τι χάλια! What a mess! Τα μαλλιά του σα λαδωμένα, κολλημένα στο πρόσωπο του, τα ρούχα του μούσκεμα ως μέσα, η μεταξωτή του γαλάζια γραβάτα σα σκοινί κρέμουνταν άμορφη μπροστά του και λάσπες παντού λέρωναν την αφράτη προ ολίγου λινή του φορεσιά. His hair was greasy, stuck to his face, his clothes were soaked through, his blue silk tie like a rope hung shapeless in front of him and mud everywhere stained his fluffy linen costume. Η Αλεξάνδρα αδελφή είχε δάκρυα στα μάτια.

— Και τώρα; έκανε αναπολώντας τη μελλούμενη κατσάδα. - And now; he did, recalling the coming cataclysm. Η Αλεξάνδρα εξαδέλφη είχε πλησιάσει και, στρέφοντας ακατάδεχτα το κεφάλι της, είπε: Cousin Alexandra had approached and, turning her head disapprovingly, said:

— Αυτό δεν είναι τίποτα! Καλά που δεν έσπασε το κεφάλι του! Good thing he didn't break his head!

Η παρατήρηση αυτή παρηγόρησε την Αλεξάνδρα αδελφή. This remark comforted sister Alexandra. Όχι όμως και τον Αντώνη που προτιμούσε χίλιες φορές να είχε σπάσει το κεφάλι του, παρά ν' αντιμετωπίσει το θυμό της θείας. But not Antonis, who would have preferred to have his head broken a thousand times, rather than face his aunt's anger.

Ξεκαρδισμένοι τίναζαν ο Γιάννης και η Κλειώ τα νερά από τα ρούχα του. Delighted, Giannis and Cleo shook the water from his clothes.

— Μοιάζεις λαδωμένος ποντικός! — You look like a greased mouse! του έλεγαν για παρηγοριά. they told him for comfort. Είσαι γελοίος! You are ridiculous!

Μόνη η Κατίνα δεν είχε χάσει το μεγαλείο της σ' όλη αυτή την ιστορία. Katina alone had not lost her greatness in all this history. Χτύπησε τα παλαμάκια της και φώναξε: She clapped her hands and shouted:

— Μαριόρα! — Mariora!

Και σαν παρουσιάστηκε τρεχάτη η Μαριόρα, της έδειξε με το δάχτυλο το μουσκεμένο Αντώνη και είπε μεγαλόπρεπα: And as soon as Mariora presented herself, she pointed to the soaked Antonis with her finger and said majestically:

— Πάρε τον μέσα και στέγνωσε τον! — Take him in and dry him off!

— Παναγιά μου! — My Virgin Mary! Τι έπαθε; Και πώς θα τον στεγνώσω; αναφώνησε η Μαριόρα κι έκανε το σταυρό της. What happened to him; And how do I dry him? Mariora exclaimed and crossed herself. Φωτιά δεν έχομε αναμμένη, σίδερα ζεστά δεν έχει κυριακάτικο... We don't have a fire lit, irons are hot, it's not Sunday...

— Βάλε τα ρούχα του στον ήλιο, διέκοψε ήσυχα η Κατίνα, και φόρεσε του ωστόσο μια φορεσιά του Μανόλη ή... έριξε μια ματιά του Αντώνη και πρόσθεσε, αν δεν του μπαίνει, δώσε του μια φορεσιά του Γιάννη, ώσπου να στεγνώσουν τα δικά του ρούχα. — Put his clothes in the sun, Katina interrupted quietly, and dress him anyway in a Manolis costume or... he glanced at Antonis and added, if it doesn't fit him, give him a Giannis costume, until his clothes dry his clothes.

Είπε η Κατίνα. Και με ήσυχο, μεγαλόπρεπο βήμα πήγε πάλι και κάθισε μες στις ροδοδάφνες και φώναξε την Αλεξάνδρα κοντά της. And with a quiet, majestic step she went again and sat down among the rhododendrons and called Alexandra to her. Η Αλεξάνδρα κολακεύθηκε πολύ που η μεγάλη, σαν κυρία πια, Κατίνα, την ήθελε συντροφιά και μ' όλη της την ανησυχία για τον Αντώνη και τη φορεσιά του, έκανε κι εκείνη την αδιάφορη και κάθισε πλάγι στην εξαδέλφη της μες στις ροδοδάφνες. Όλη όμως η άλλη τσούρμα, από την τρελή Κλειώ ως την μπλου μπάλα τη Λουκία, όλοι σπρώχνοντας και σπρωχνόμενοι, τρεχάτοι ακολούθησαν τη Μαριόρα και τον Αντώνη, που από την πίσω πόρτα μπήκαν στο μαγειρείο. But all the other crowd, from the crazy Cleo to the blue ball Lucia, all pushing and being pushed, ran after Mariora and Antonis, who entered the kitchen through the back door.

— Τι είναι αυτά, καλέ; αναφώνησε μια γριά που κάθουνταν πλάγι στο παράθυρο και κοίταζε τους περαστικούς στο δρόμο. Και τι μου κάνατε την κουζίνα μου; Για δες νερά στις πλάκες! And what did you do to my kitchen? See water on the plates!

— Μη φωνάζεις, κερα-Αννέτα! — Don't shout, kera-Anneta! είπε γελώντας η Κλειώ. Cleo said laughing. Είναι εξάδελφος μας κι έπεσε στη στέρνα! He is our cousin and he fell into the cistern! Πάγει η Μαριόρα να του φέρει στεγνά ρούχα και πρέπει να τον γδύσομε!

— Κύριε ελέησον! - Lord, have mercy! είπε η κερα-Αννέτα και σταυροκοπήθηκε και αυτή δυο φορές. said Kera-Anneta and she also crossed herself twice. Σα δε σκοτώθηκε το παιδί! Your child was not killed! Εσύ πάλι θα τον έβαλες στα αίματα, κερα-Κλειώ, σα να σε βλέπω, με τις μαριολιές σου! You would have put him to blood again, cera-Cleio, as if I could see you, with your mariolies!

Ξεκαρδίστηκε η Κλειώ. Cleo laughed.

— Και τι φταίγω εγώ, σα θέλουν οι μικροί να κάνουν τους μεγάλους; είπε. — And what is my fault, as the little ones want to do to the big ones? he said. Γύρευε να πηδήξει από πάνω από τη στέρνα! He was about to jump over the cistern!

— Η Κλειώ φταίγει! — Cleo's fault! φώναξε ο Αλέκος. Την ακούσαμε, ο Μπανανάκης κι εγώ, που του είπε να πηδήξει! We heard her, Bananakis and I, who told him to jump!

Γύρισε η Αλεξάνδρα εξαδέλφη και τον αποτσίφνωσε με μια ματιά. Cousin Alexandra turned and dismissed him with a glance.

— Εσύ να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν! - Don't grow where you are not sown! του είπε συρτά, με ύφος δασκάλας, που την έκανε και επιβάλλουνταν σε όλα της τ' αδέλφια. Ας μην την άκουε, αφού δεν ήταν άξιος!

Ταπεινωμένος, αποσβολωμένος, άκουε ο Αντώνης κι έκανε πως σιάζει τα μανίκια του, για ν' αποφύγει τα κοροϊδευτικά βλέμματα των εξαδέλφων του, προπάντων του Γιάννη και της Κλειώς. Humiliated, dumbfounded, Antonis listened and pretended to roll up his sleeves, to avoid the mocking looks of his cousins, especially John and Cleos. Μα όταν κατάφθασε η Μαριόρα με στεγνά ρούχα και σίμωσε η Κλειώ χορευτά και φωναχτά να του βγάλει την μπλούζα του, αγρίεψε, επαναστάτησε, ξαναβρήκε όλη την παλικαριά του. But when Mariora arrived with dry clothes and Cleo danced and shouted loudly to take off his shirt, he became wild, rebelled, he regained all his youth.

— Να φύγετε όλοι! — Everyone leave! φώναξε. cried. Δε θα γδυθώ μπροστά σας! I will not undress in front of you! Και πάλι σπρώχνοντας και σκουντουφλώντας βγήκε όλη η τσούρμα έξω κι έμεινε μόνος ο Αντώνης στην κουζίνα, με τη Μαριόρα και την κερα-Αννέτα. Again, pushing and stumbling, the whole crowd got out and Antonis was left alone in the kitchen, with Mariora and kera-Anneta.

Έξω περίμενε η τσούρμα πολιορκώντας την πόρτα. The crowd was waiting outside, besieging the door. Τα δυο μικρά, ο Αλέξανδρος και η Λουκία, είχαν κολλήσει το μάτι τους σε μια χαραματιά της πόρτας και γύρευαν να δουν. The two little ones, Alexander and Loukia, had fixed their eyes on a crack in the door and were turning around to see.

— Γδύθηκε; Ντύθηκε; Τι κάνει; ρώτησαν τ' άλλα δυο αγόρια, ο Μανόλης και ο Αλέκος. — Did he undress? Did she get dressed? What is he doing; asked the other two boys, Manolis and Alekos.

Μα τίποτα δεν έβλεπαν τα μικρά. But the little ones didn't see anything. Η κερα-Αννέτα, με όλο το πλάτος της παχιάς της ράχης, σκέπαζε τη χαραματιά. The horn-Annetta, with the full width of her fat back, covered the crack. Και γελούσε η Κλειώ, κορόιδευε ο Γιάννης, και ο καθένας έλεγε το κοντό του και το μακρύ του. And Cleo was laughing, Giannis was mocking, and everyone was saying his short story and his long story. Μόνη η Πουλουδιά στέκουνταν παράμερα, σιωπηλή και ανήσυχη. Alone Pouloudia was standing aside, silent and worried. Τι θα πει η θεία, σα δει τα ρούχα του Αντώνη; What will the aunt say when she sees Antonis' clothes?

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε η Μαριόρα σπρώχνοντας μπροστά της τον Αντώνη. The door opened and Mariora came out pushing Antonis in front of her.

Ένα ξεφωνητό τον παρέλαβε. An exclamation greeted him. Τι Αντώνης ήταν αυτός! What Antonis he was! Το πανταλόνι του Γιάννη, διπλωμένο και ξαναδιπλωμένο, κρέμουνταν ως τα πόδια του, που έσερναν ξεθωριασμένες και πολυπατημένες παντούφλες. John's trousers, folded and refolded, hung down to his feet, which dragged faded and well-trodden slippers. Τα μανίκια, γυρισμένα και αυτά και ξαναγυρισμένα, του σκέπαζαν ακόμα και τα χέρια. The sleeves, rolled up and rolled up again, covered even his hands. Ο λαιμός έχασκε, το κολάρο τον κουκούλωνε, το πιγούνι του χάνουνταν μες στη γραβάτα, ήταν θέαμα ο Αντώνης! His neck was lost, the collar hooded him, his chin was lost in the tie, Antonis was a sight! Μόνο τα μαλλιά του, στεγνωμένα πια, ήταν καλοχτενισμένα, με καινούρια χωρίστρα. Only his hair, now dry, was well combed, with new partings.

Μα μαζί με τα στεγνά ρούχα, ας ήταν και κωμικά, είχε ξαναβρεί ο Αντώνης το παραστατικό του και τα μεγάλα του κέφια, και πρώτος αυτός άρχισε τα καραγκιοζλίκια, με χορούς και πήδους, χτυπώντας χάμω τις πλατιές του παντούφλες, που έκαναν πλακ πλακ πλακ στις πέτρες. But together with the dry clothes, even if they were comical, Antonis had rediscovered his performance and his great spirits, and he was the first to start the karagiozlikia, with dances and leaps, wildly slapping his wide slippers, which made a clatter on the stones. Και το παιχνίδι έγινε τρελό και γενικό. And the game got crazy and generic. Και ξαφνικά ο Αντώνης βρέθηκε το κέντρο όλης της εξαδελφικής παρατάξεως. And suddenly Antonis found himself the center of the whole brotherhood. Έγινε αρχηγός, χωρίς να καταλάβει κανείς πώς και πότε του δόθηκε η αρχηγία. He became a leader, without anyone understanding how and when he was given the leadership. Έκοψε κι έραψε όσο και όπως ήθελε, και τυφλά τον ακολούθησαν οι άλλοι. He cut and sewed as much and as he pleased, and the others blindly followed him.

Κι έτσι έφτιασε στρατούς και στόλους, χώρισε ληστές και χωροφύλακες, έστησε πύργους, περιφρούρησε φυλακές, διεύθυνε τα πάντα. And so he built armies and fleets, separated robbers and gendarmes, erected towers, guarded prisons, directed everything. Ποτέ ακόμα δεν είχε φανταστεί τόση ποικιλία από μάχες: πολιορκίες γύρω στις ροδοδάφνες, με φρούρια Κατίνα, Αλεξάνδρα εξαδέλφη, Αλεξάνδρα αδελφή· ναυμαχίες γύρω στη στέρνα, με ναυαρχίδα ανυπότακτη Κλειώ, και μπουρλότα Μανόλη, Αλέκο, Πουλουδιά· ληστείες στα κορφοβούνια των μπάγκων φυγή αιχμαλώτων Λουκία, Αλέξανδρος· μάχη αρχιληστών Γιάννης, Αντώνης. Never before had he imagined such a variety of battles: sieges around the rose-trees, with fortresses Catina, Alexandra cousin, Alexandra sister; naval battles around the cistern, with insubordinate admiral Cleo, and burlota Manolis, Aleko, Pouloudia; robberies in the corphobounia of the barges escape of captives Loukia, Alexander; battle of archilistians Giannis, Antonis. Λαμποκοπούσε όλος ο Αντώνης μες στα μακριά και πλατιά ρούχα του Γιάννη. All of Antonis was glowing in the long and wide clothes of Giannis. Ήταν σα ν' άναψε φωτοστέφανο γύρω στο κεφάλι του. It was like a halo was lit around his head. Τα μάτια του άστραφταν, η φωνή του σάλπιζε και βροντούσε, οι διαταγές του έπεφταν σαν αστροπελέκια και όλοι υποτάσσουνταν μαγεμένοι, υπάκουαν, εκτελούσαν τις προσταγές του. His eyes flashed, his voice trumpeted and thundered, his orders fell like shooting stars, and everyone submitted spellbound, obeyed, carried out his orders. Εκείνο το απόγεμα ήταν ο Αντώνης στις δόξες του. That afternoon was Antonis in his glory.

— Ο Αντώνης είναι το πιο χρυσό μας εξαδέλφι, δήλωσε η Κλειώ, όταν διακόπηκε το παιχνίδι και μπήκε στην κουζίνα ο Αντώνης, για να ξαναφορέσει τα στεγνωμένα του πια ρούχα. — Antonis is our most golden cousin, Cleo declared, when the game was interrupted and Antonis entered the kitchen, to put on his already dried clothes again.

Και όταν τα φόρεσε και ξαναβγήκε στην αυλή, με τη Μαριόρα και τα καπέλα των αδελφών του, ολόκληρη η τσούρμα τον επευφήμησε και τον ζητωκραύγασε. And when he put them on and went out into the yard again, with Mariora and his brothers' hats, the whole crowd applauded and cheered him. Ο Αντώνης θριάμβευε, χαμογελούσε, χαιρετούσε, και τον αποχαιρέτησαν τα εξαδέλφια μ' ενθουσιασμούς και υποσχέσεις γρήγορα να ξαναπαντηθούν. Antonis was triumphant, smiling, greeting, and the cousins said goodbye to him with enthusiasm and promises to meet again soon. Μα, σα βγήκαν στο δρόμο, σαν κόπασαν οι τρέλες κι έλειψαν τα γέλια και σώπασαν οι φωνές και πήγαιναν τα τέσσερα αδέλφια με τη Μαριόρα, έσβησε ξαφνικά το φωτοστέφανο του Αντώνη, διαλύθηκαν τα μάγια. But, as soon as they went out into the street, as if the craziness stopped and the laughter stopped and the voices fell silent and the four siblings went with Mariora, Antonis' halo suddenly went out, the magic dissolved. Τον κοίταξαν τ' αδέλφια του, που πήγαινε υπερήφανα μπροστά, στο δρόμο το γεμάτον κόσμο τη βραδινή αυτή ώρα, και τρόμαξαν και ντράπηκαν γι' αυτόν. His brothers looked at him, who was walking proudly in front, in the street full of people at this time of the evening, and they were afraid and ashamed of him. Τους φάνηκε ανυπόφορα βρώμικος και κωμικός, με τα ρούχα του κιτρινιασμένα και ασιδέρωτα, αλλού ζαρωμένα και αλλού κρεμαστά, με παπούτσια και κάλτσες όπου είχαν ξεραθεί κομμάτια οι λάσπες και με γραβάτα που είχε χάσει και χρώμα και σχήμα και είχε γίνει είδος μουσαμάς. He appeared to them unbearably dirty and comical, with his clothes yellowed and unironed, wrinkled in places and hanging in places, with shoes and socks where pieces of mud had dried and with a tie that had lost both color and shape and had become a kind of tarpaulin. Βίασε το βήμα της η Αλεξάνδρα και τον πρόφθασε και του είπε χαμηλόφωνα, στο αυτί: Alexandra hurried her step and reached him and said softly in his ear:

— Μην τρέχεις, Αντώνη, χώσου κοντά στη Μαριόρα, μη σε δει κανείς! — Don't run, Antonis, get close to Mariora, don't let anyone see you! Είσαι φρίκη! You are a horror!

Κόπηκε η φόρα του Αντώνη και το ωραίο υπερήφανο βήμα του, κοίταξε μπράτσα και πόδια και η καρδιά του βούλιαξε στα παπούτσια του. Antony's coat and his handsome proud step were cut off, he looked at arms and legs and his heart sank into his shoes. Έριξε μια ματιά στους περαστικούς που φορούσαν τα καλά τους, για το βραδινό κυριακάτικο περίπατο, και αντάμωσε ένα δυο βλέμματα κοροϊδευτικά. He glanced at the passers-by dressed for their Sunday evening stroll and received a mocking glance or two. Βράδυνε το βήμα του και χώθηκε μεταξύ της Μαριόρας και της Πουλουδιάς. He slowed his pace and pushed himself between Mariora and Pouloudia.

Αγγλικά, μην καταλάβει η Μαριόρα, ρώτησε την αδελφή του: Mariora did not understand English, he asked his sister:

— Φαίνονται πολύ άσχημα τα ρούχα μου; — Do my clothes look too bad?

Με δάκρυα στη φωνή αποκρίθηκε η Πουλουδιά: Pouloudia answered with tears in her voice:

— Φρικτά! Τι θα πει η θεία; What will aunt say?

Βιαστικά, ψιθυριστά έκαναν συμβούλιο τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια. Hastily, in whispers, the three older brothers held a council. Να μην περάσουν από τη βεράντα, όπου θα κάθουνταν οι θείες με τις επισκέψεις. Not to pass through the veranda, where the aunts would sit with the visitors. Να πάρουν τον πίσω δρόμο. To take the back road. Να μπουν στην αυλή. To enter the yard. Να βρουν την Αφροδίτη και να της ζητήσουν βοήθεια. To find Aphrodite and ask her for help. Να μπουν μπροστά τα κορίτσια να την ειδοποιήσουν. Let the girls come forward to alert her. Ολόκληρη στρατηγική προετοίμασαν τ' αδέλφια. The whole strategy was prepared by the brothers. Γιατί, αν έβλεπε η θεία τον Αντώνη σ' αυτά τα χάλια... Why, if the aunt saw Antonis in this mess...

— Σας είπα από το πρωί πως θα μας βγει στραβός ο μπάτης! — I told you from the morning that our batis will turn out crooked! είπε μελαγχολικά ο Αντώνης. Antonis said gloomily.

— Έννοια σου, θα σε γλιτώσομε! — You mean, we'll spare you! είπαν τα κορίτσια που περπατούσαν πότε μπρος και πότε πίσω, για να τον κρύψουν από τους περαστικούς, μην τύχει και τον γνωρίσει κανένας. said the girls who were walking sometimes forwards and sometimes backwards, to hide him from the passers-by, so that no one should happen to know him.

Έφθασαν στα σπίτια του Τσίλερ και μεμιάς έστριψαν όλα μαζί τ' αδέλφια στον πίσω δρομάκο. They arrived at Chiller's house and all at once the brothers turned into the back alley.

— Γιατί από δω, παιδιά; ρώτησε η Μαριόρα. — Why from here, guys? Mariora asked.

— Πάντα από την αυλή μπαίνομε, αποκρίθηκε αποφασιστικά η Αλεξάνδρα. — We always enter from the courtyard, answered Alexandra decisively.

— Και πάντα εμείς μπαίνομε πρώτες, πρόσθεσε με φόρα η Πουλουδιά παίρνοντας το χέρι του Αλέξανδρου, για να παρασύρει και τη Μαριόρα προς την αυλή. — And we always go in first, added Pouloudia quickly, taking Alexander's hand, to drag Mariora towards the courtyard. Τα κατάφεραν τα κορίτσια και μπήκαν πρώτες στην αυλή με τη Μαριόρα και τον Αλέξανδρο, αφήνοντας έξω τον Αντώνη, και από κει στο μαγειρείο, όπου έπιασε η Μαριόρα κουβέντα με την κερα-Ρήνη, ενώ η Αλεξάνδρα απομόνωσε την Αφροδίτη για να της τα πει και η Πουλουδιά έστηνε καραούλι, μην παρουσιαστεί ξαφνικά κανένας από τους μεγάλους της βεράντας. The girls succeeded and entered the courtyard first with Mariora and Alexander, leaving Antonis outside, and from there to the kitchen, where Mariora started a conversation with the candle-Rini, while Alexandra isolated Aphrodite to tell her and Pouloudia was setting up a watch, lest any of the elders of the veranda suddenly appear.

— Πωπώ! - Wow! αναφώνησε σαν τ' άκουσε η Αφροδίτη. exclaimed Aphrodite as she heard him. Μην τον δει μονάχα η θεία σου! Don't let only your aunt see him! Δεν ήθελε να του δώσω, λέει, τα καλά του, γιατί θα τα πατσαβουριάσει παίζοντας! He didn't want me to give him, he says, his good things, because he will spoil them playing! Πού είναι το τρελόπαιδο; Where's the crazy kid?

Μα σα βγήκε στην αυλή με την Αλεξάνδρα, το «τρελόπαιδο» δεν ήταν πουθενά. But when he went out into the yard with Alexandra, the "crazy child" was nowhere to be found.

— Θα φοβήθηκε να μπει μέσα, είπε η Αλεξάνδρα, θα στέκεται απέξω. — He would be afraid to go in, said Alexandra, he will stand outside.

Και τωόντι στέκουνταν απέξω. And they were standing outside. Μα στους λεκέδες και στις λάσπες του ρούχου του είχαν προστεθεί τώρα κι αίματα νωπά, και με τα δυο του χέρια σκέπαζε το στόμα του. But fresh blood had now been added to the stains and mud on his clothes, and he was covering his mouth with both hands.

— Αντώνη! Τι έπαθες; φώναξε η Αλεξάνδρα. What happened to you; Alexandra shouted.

— Σσστ! — Shhh! Δεν είναι τίποτα, με δάγκασε ο Ντον! It's nothing, Don bit me! είπε χαμηλόφωνα ο Αντώνης. said Antonis in a low voice.

Η Αφροδίτη χλόμιασε. Venus paled. Άρπαξε τα χέρια του και τα είδε ματωμένα. He grabbed his hands and saw they were bloody.

— Πού σε δάγκασε; ρώτησε γυρνώντας μέσα κι έξω τα χέρια του. — Where did he bite you? he asked, twirling his hands in and out.

— Στο στόμα! - In the mouth! είπε ο Αντώνης κι έδειξε το πάνω του χείλι που μάτωνε από δυο τρύπες που είχαν αφήσει τα δόντια του Ντον. said Antonis and pointed to his upper lip which was marred by two holes left by Don's teeth.

Ο ένοχος κάθουνταν παρακάτω και μασούλιζε ένα κόκαλο. The culprit was sitting below, chewing on a bone. Η Αφροδίτη φαίνουνταν πολύ τρομαγμένη. Aphrodite looked very frightened. Πλησίασε τον Ντον να τον εξετάσει και, καθώς την είδε αυτός, πετάχθηκε απάνω και άρχισε να πηδά γύρω της και να της κάνει χίλιες χαρές. She approached Don to examine him, and as he saw her, he jumped up and began to jump around her and give her a thousand cheers. Η Αφροδίτη όμως έμοιαζε σκουτουρεμένη. Aphrodite, however, looked shaken.

— Η ουρά του είναι ψηλά, δε μοιάζει άρρωστος, είπε γυρίζοντας κοντά στ' αδέλφια. — His tail is high, he doesn't look sick, he said turning to the brothers. Τι του έκανες και σε δάγκασε, Τρελαντώνη; What did you do to him that he bit you, Trelanton?

— Του πήρα το κόκαλο! — I took his bone! είπε ντροπιασμένος ο Αντώνης. said Antonis embarrassed.

— Τις αταξίες σου δεν μπορείς να μην τις κάνεις! — You can't help but do your mischief! είπε σκοτισμένη όλο και περισσότερο η Αφροδίτη. said Aphrodite, darkening more and more. Έλα μέσα γρήγορα να σε πλύνω. Come in quickly and let me wash you. Πρήστηκαν κιόλα τα χείλια σου. Your lips are already swollen.

Την ακολούθησε ο Αντώνης με την Αλεξάνδρα κι έκανε να μπει στην κουζίνα. Antonis followed her with Alexandra and led her into the kitchen. Μα τον έσπρωξε κατά την είσοδο η Αφροδίτη. But Aphrodite pushed him at the entrance.

— Πάμε πάνω, του είπε, θέλει καθάρισμα το στόμα σου. — Let's go upstairs, she told him, your mouth needs cleaning. Τρεχάτη και τρομαγμένη κατάφθασε η Πουλουδιά με τον άλλο τόσο τρομαγμένο Αλέξανδρο. Pouloudia arrived running and frightened with the equally frightened Alexander.

— Πίσω! Πίσω! Back! ψιθύρισε. he whispered. Μπαίνουν μέσα... They go in...

Σταμάτησε άφωνη εμπρός στον αιματωμένο Αντώνη που πάλευε με την Αφροδίτη να της ξεφύγει. She stopped speechless in front of the bloodied Antonis who was fighting with Aphrodite to escape from her.

— Όχι, Αντώνη, δεν κάνει, θα φωνάξω τη θεία σου! — No, Antonis, it doesn't work, I'll call your aunt! έλεγε η Αφροδίτη. said Aphrodite. Δεν παίρνω απάνω μου αυτή την ιστορία... I'm not taking this story personally...

Και βλέποντας πως της ξέφευγε ο Αντώνης, τον άρπαξε από την μπλούζα του και φώναξε: And seeing how Antonis was escaping her, she grabbed him by his shirt and shouted:

— Κυρία! - Lady! Ελάτε, κυρία! Come on, lady! Γρήγορα... Quickly...

— Κακιά! — Wicked! μούγκρισε ο Αντώνης κι έμεινε ακίνητος, περιμένοντας το αστροπελέκι που θα έπεφτε τώρα στο κεφάλι του. Antonis roared and stood still, waiting for the lightning that would now fall on his head.

Στην ανοιχτή πόρτα του σαλονιού στέκουνταν η θεία Μαριέτα και ο θείος ο γιατρός. Aunt Marietta and uncle the doctor were standing in the open door of the living room.

— Τι τρέχει; ρώτησε η θεία.

— Ο σκύλος δάγκασε τον Αντώνη! — The dog bit Antonis! Δείτε, κύριε γιατρέ! Look, doctor! είπε πολύ ταραγμένη η Αφροδίτη. Aphrodite said very agitated.

— Ο σκύλος;

— Ποιος σκύλος;

— Πώς τον δάγκασε; — How did he bite him?

— Πού; ρώτησαν μαζί θείος και θεία. - Where; uncle and aunt asked together.

— Αχ, Θεέ μου! - Oh my God! Τι θα τον κάνουν τώρα! What will they do to him now! μουρμούρισε τρέμοντας η Αλεξάνδρα. muttered Alexandra trembling.

— Η θεία θα δει τα ρούχα του... πρόσθεσε η Πουλουδιά. — The aunt will see his clothes... added Pouloudia. Μα θεία και θείος είχαν πλησιάσει κατασυγχυσμένοι και, πίσω τους, ανήσυχοι πρόβαλαν η θεία Αργίνη με το θείο Ζωρξή. But aunt and uncle had approached confused and, behind them, anxiously, aunt Argini and uncle Zorxis showed up.

— Τι τρέχει;

— Ποιον δάγκασε ο σκύλος; — Who did the dog bite?

— Τον Αντώνη! Τον δάγκασε ο σκύλος του βασιλέα! He was bitten by the king's dog! εξήγησε η Αφροδίτη. Aphrodite explained.

Μεγάλο σούσουρο ακολούθησε. A great commotion followed. Θείος Ζωρζής, θεία Αργίνη, θεία Μαριέτα και θείος γιατρός μαζεύθηκαν γύρω στον άφωνο Αντώνη, που όλο περίμενε το αστροπελέκι, και το αστροπελέκι δεν έπεφτε. Uncle Georges, aunt Argini, aunt Marietta and uncle doctor gathered around the speechless Antonis, who was waiting for the starling, and the starling did not fall. Και όχι μόνο δεν έπεφτε το αστροπελέκι, αλλά και όλοι οι μεγάλοι φασάρευαν γύρω του· η θεία Αργίνη τον πήρε στην αγκαλιά της, η θεία Μαριέτα βουτούσε πανιά σε μια λεκάνη και του ξέπλενε τρυφερά πρόσωπο και χέρια, ενώ ο θείος Γιώργης βουτούσε κομπρέσες σ' ένα κίτρινο γιατρικό και του τις άπλωνε στα χείλια. And not only did the starfish not fall, but also all the adults were fussing around him: aunt Argini took him in her arms, aunt Marietta dipped cloths in a basin and tenderly washed his face and hands, while uncle Giorgis dipped compresses into a yellow medicine and spread them to his lips.

— Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα! — It's nothing, it's nothing! έλεγε κάθε λίγο. he said every now and then. Να του εξακολουθήσετε τις κομπρέσες με την άρνικα και θα ξεπρηστούν τα χείλια του. Follow up with arnica compresses and his lips will swell. Μόνο...

Πήρε κατά μέρος το θείο Ζωρζή και κάτι του είπε κρυφά. He took Uncle George aside and said something to him secretly. Αμέσως άρπαξε το καπέλο του ο θείος Ζωρζής και βγήκε έξω. Uncle Zorzis immediately grabbed his hat and went outside.

— Τι τρέχει, Γιώργη; ρώτησε ανήσυχα η θεία Μαριέτα. — What's going on, George? Aunt Marietta asked anxiously.

— Τίποτα. Μα καλό είναι να εξετάσουν το σκύλο, αποκρίθηκε ο θείος γιατρός. But it is good that they examine the dog, replied the uncle doctor.

Σαστισμένα κοίταζαν τ' αδέλφια όλη αυτή τη φασαρία και τον Αντώνη που σιωπηλά δέχουνταν, σα λίγο ζαλισμένος, χάδια και περιποιήσεις. Bewildered, they looked at the brothers at all this commotion and at Antonis, who was silently receiving caresses and caresses, as if a little dazed. Επέστρεψε ο θείος Ζωρζής και κάτι τον ρώτησε η θεία Μαριέτα και αποκρίθηκε ο θείος: Uncle Zorzis returned and Aunt Marietta asked him something and the uncle answered:

— Ο βασιλέας διέταξε να δέσουν τον Ντον και να τον παραφυλάγουν! — The king has ordered the Don to be bound and guarded!

Και χάιδεψε τα μαλλιά του Αντώνη και είπε: And he stroked Antonis' hair and said:

— Δεν είναι τίποτα, και συ είσαι παλικάρι! — It's nothing, and you're a boy!

Το βράδυ εκείνο, σα βρέθηκαν μόνα πάλι, γδυμένα και στο κρεβάτι, με κατεβασμένες τις κουνουπιέρες και σβησμένο το φως, τα τέσσερα αδέλφια έκαναν συμβούλιο στα σκοτεινά. That night, when they found themselves alone again, naked and in bed, with the mosquito nets down and the light off, the four brothers held a council in the dark.

— Ήθελα να ξέρω, είπε η Αλεξάνδρα, τι έκανε τη θεία και δε μάλωσε τον Αντώνη; — I wanted to know, said Alexandra, what did the aunt do and didn't fight Antonis?

Ο Αντώνης είχε δεμένο το στόμα, πράμα που τον δυσκόλευε λίγο και τον έκανε να προφέρει περίεργα, με πολλά φ φ φ φ... και θ θ θ θ..., χωρίς όμως και να τον εμποδίζει να βάζει το λόγο του, και μάλιστα να κόβει το λόγο στ' αδέλφια του, με όλη την επιβολή που του έδινε το δάγκαμα του Ντον και η παλικαρίσια ακλαψιά του. Antonis had his mouth tied, which made it a bit difficult for him and made him pronounce strangely, with a lot of ff ff ff... and þ þ þ þ..., but without preventing him from speaking, and even interrupting his brothers, with all the force that Don's bite and boyish whining gave him. Σήκωσε τη φωνή του πάνω από τα ψιθυρίσματα των αδελφών του και είπε: He raised his voice above the whispers of his brothers and said:

— Κάποιοθθθ μάγεπθε τη θεία, γιατί όχι μόνο δε με μάλωθθθε, κουκούτθθθι, μ' απεναντίαθ με φιλούθε θθθαν να ήμουν ο Αλέκθθθαντροθθθ! — Someone bewitched the aunt, because not only did she not fight with me, but she kissed me in front of me, as if I were Aleksththantrothth!

— Εγώ νομίζω πως δεν είδε τα ρούχα σου, είπε η Πουλουδιά. — I think he didn't see your clothes, said Pouloudia.

— Ούτε τις λάσπες στα παπούτσια του, πρόσθεσε ο Αλέξανδρος. — Not even the mud on his shoes, added Alexander.

— Τα είδε όλα, διέκοψε η Αλεξάνδρα. — He saw everything, interrupted Alexandra. Την άκουσα που το είπε της Αφροδίτης. I heard her say it of Aphrodite.

— Τι τηθ είπε; ρώτησε ανήσυχος ξαφνικά ο Αντώνης. — What did she say? Antonis asked suddenly worried.

— Να μη σου αλλάξει τα ρούχα σου, μη σε ζαλίσει. — Don't change your clothes, don't make you dizzy. Και είπε κι ένα άλλο. And he said one more thing. Είπε «Καλά και ήταν ο σκύλος του βασιλέα». He said "Good and it was the king's dog."

— Αλήθεια! θαύμασε η Πουλουδιά. Pouloudia marveled. Καλά και ήταν ο Ντον! Well, it was Don! Από το κρεβάτι του, αργά, ρώτησε ο Αλέξανδρος: From his bed, slowly, Alexander asked:

— Γιατί είναι καλύτερο να σε δαγκάσει ο σκύλος του βασιλέα παρά αλλουνού; — Why is it better to be bitten by the king's dog than someone else's?

— Επειδή... άρχισε η Πουλουδιά, μα στάθηκε. — Because... Pouloudia began, but stopped. Κι εκείνη δεν ήξερε. She didn't know either.

Και ρώτησε διστακτικά: And he hesitantly asked:

— Γιατί είπε η θεία πως ήταν καλύτερα, Αλεξάνδρα; — Why did the aunt say it was better, Alexandra?

— Επειδή αυτός είναι από καλή ράτσα, είπε με βεβαιότητα η Αλεξάνδρα. — Because he is of good stock, said Alexandra confidently. Ενώ, αν ήταν κανένας αγριόσκυλος, θα τον είχε φάγει ολόκληρο τον Αντώνη. Whereas, if he had been a wild dog, he would have eaten Antonis whole.

— Αλήθεια! στέναξε πάλι η Πουλουδιά. Pouloudia groaned again.

— Καθόλου! διαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης. Εγώ δε θα τον άφηνα, θα τον κλοτθθθούθα και θα τον έδιωχνα! I wouldn't let him go, I would kick him and kick him out!

— Ναι! Πού θα πρόφθαινες! Where would you go! έκανε η Αλεξάνδρα. Alexandra did.

Μα ο Αλέξανδρος, που δεν ικανοποιήθηκε με την εξήγηση, διέκοψε τη συζήτηση. But Alexander, not satisfied with the explanation, interrupted the discussion.

— Ο δικός μας ο Κέρβερος, στην Αλεξάνδρεια, δεν είναι σκύλος του βασιλέα, και όμως δεν έφαγε ποτέ κανένα μας... ούτε μας δάγκασε ποτέ, είπε συλλογισμένος. — Our Cerberus, in Alexandria, is no king's dog, and yet he never ate any of us... nor did he ever bite us, he said thoughtfully.

Η παρατήρηση του Αλέξανδρου έριξε την Αλεξάνδρα σε συλλογή. Alexander's remark sent Alexandra into a frenzy.

Μα βρήκε αμέσως μια δικαιολογία. But he immediately found an excuse.

— Και πρώτον, είπε, ο Κέρβερος είναι δικό μας σκυλί. — And first, he said, Cerberus is our dog.

— Και τι πειράζει; Η μαμά λέγει πως είναι αγριόσκυλος! — And what's the matter? Mom says he's a wild dog! επέμεινε ο Αλέξανδρος. Alexander insisted.

Και πάλι τα λόγια του Αλέξανδρου μπέρδεψαν την Αλεξάνδρα. Again Alexander's words confused Alexandra. Μα και πάλι βρήκε μιαν εξήγηση: But again he found an explanation:

— Ναι, μα ο Αντώνης δεν του έπαιρνε τα κόκαλα του! — Yes, but Antonis didn't take his bones from him! Σήμερα πήρε του Ντον το κόκαλο που έτρωγε. Today he got Don the bone he was eating. Και θύμωσε αυτός. And he got angry.

— Βέβαια! επισφράγισε η Πουλουδιά. Poulodia stamped.

— Κι έπρεπε γι' αυτό να τον δαγκάσει; ρώτησε ο Αλέξανδρος. — And did she have to bite him for that? Alexander asked. Εσύ λες πως δεν πρέπει ποτέ να θυμώνομε μεις, όταν άλλα παιδιά μας παίρνουν τα παιχνίδια μας. You say that we should never get angry when other children take our toys.

Η Αλεξάνδρα στενοχωρέθηκε. Alexandra was upset. Τι σαλάτα την έκανε ο Αλέξανδρος την παιδαγωγική της! What a salad Alexander made her pedagogy!

— Και πρώτον λες ανοησίες! — And first of all you talk nonsense! Ο Ντον είναι σκύλος, τι ξέρει; έκανε ανυπόμονα. Don is a dog, what does he know? she did impatiently. Έπειτα, να που τον τιμώρησε ο βασιλέας! Then, behold, the king punished him! Είπε να τον δέσουν και να τον παραφυλάξουν! He said to tie him up and secure him!

— Έπρεπε να τον δείρουν! — He should have been beaten! επέμεινε ο Αλέξανδρος που κουρδίζουνταν με τα ίδια του τα λόγια. Alexander insisted, reeling from his own words. Γιατί δεν είπε ο θείος Γιώργης να τον δείρουν, παρά είπε μόνο να τον κοιτάξουν; Why didn't uncle George say to beat him, instead he only said to look at him?

— Να τον εκθθθετάθουν, διόρθωσε ο Αντώνης. — To expose him, corrected Antonis.

— Τι θα πει; ρώτησε ο Αλέξανδρος. - What does it mean; Alexander asked.

— Να τον εκθθθετάθουν θα πει... — To expose him will mean...

Το ήξερε τώρα ο Αντώνης, μα πώς να το πει με λόγια; Αυτός ο Αλέξανδρος, με τα αιώνια ρωτήματα του! Antonis knew it now, but how to put it into words? This Alexander, with his eternal questions!

— Δεν καταλαβαίνειθθθ τίποτα! — He doesn't understand anything! Να, πώθθθ κάνουν εκθετάθθθειθ θτο θκολείο; Yes, how do they exhibit their work?

Δεν είχε πολλή πεποίθηση στα λόγια του ο Αντώνης, μα επιτέλους ας καταλάβαινε και ο μικρός. Antonis didn't have much conviction in his words, but finally let the little one understand. Ο Αλέξανδρος όμως δεν είχε καταλάβει. But Alexander did not understand. Κι εννοούσε να καταλάβει. And he meant to understand.

— Θα του κάνουν μάθημα; ρώτησε. — Will they teach him a lesson? asked.

Το ερώτημα έμεινε χωρίς απάντηση, η κουνουπιέρα του Αντώνη σώπαινε. The question remained unanswered, Antonis' mosquito net was silent. Ένιωσε η Αλεξάνδρα πως κάπου σκάλωσε το κύρος του Αντώνη και πως κινδύνευε να γκρεμιστεί από κει που το είχε ανεβάσει η παλικαριά του όλης της ημέρας. Alexandra felt that somewhere Antonis's prestige had been damaged and that it was in danger of falling from where his boyishness had raised it all day. Για ν' αλλάξει την ομιλία και να κόψει τα ρωτήματα του Αλέξανδρου, που έβγαιναν πάντα κομπολόγι, είπε μ' έναν αναστεναγμό: In order to change the speech and cut off Alexander's questions, which were always rosary, he said with a sigh:

— Ουφ! Πάει αυτή η Κυριακή! It goes this Sunday! Ήταν γρουσούζικη! She was grumpy! Πρώτα το ταξίδι της Αλίς, ύστερα η τούμπα του Αντώνη στην εκκλησία, ύστερα η βουτιά στη στέρνα και τώρα ο Ντον... Πρωί πρωί αλήθεια ο γρουσούζης ο μπάτης... First Alice's trip, then Anthony's somersault in the church, then the dip in the cistern and now Don... Morning morning, really, the grunt is the batter...

Μα τη διέκοψε ο Αντώνης. But Antonis interrupted her.

— Ποιοθθθ λέγει τον μπάτη γρουθούδη; αναφώνησε. — Who calls the bati grouthoudis? he exclaimed. Εγώ ποτέ πια δε θα τον πω γρουθθθούδη, χαλάλι του, αφού με δάγκαθε ο Ντον! I will never call him out again, damn it, since Don bit me! Αν δε με είχε δαγκάθει ο Ντον, αν δεν είχε τρομάκθει η θεία... Πωπώ! If Don hadn't bitten me, if my aunt hadn't been scared... Poop! τι με περίμενε!... what was waiting for me!... Μπα! Ο μπάτηθθθ είναι γουρλήθθθ! The batththth is gurliththth! Δήτω ο μπάτηθθθ! Here comes the batitthth!

Μια τούμπα στα μαλακά ακούστηκε και από μέσα από την κουνουπιέρα σα σάλπισμα ξαναπέταξε η φωνή του Αντώνη: A soft somersault was heard and from inside the mosquito net, Antonis's voice flew again like a trumpet:

— Δήτω-ω-ω!! — Give-oh-oh!! !

— Ζήτω! φώναξε και ο Αλέξανδρος που ηλεκτρίσθηκε και ανασηκώθηκε και αυτός για τούμπα. shouted Alexandros who was electrified and he also got up for somersault.

— Τι τρέχει απάνω; Ποιος φωνάζει; — What's going on upstairs? Who's shouting?

Η φωνή της θείας στη σκάλα σταμάτησε ξαφνικά τις ετοιμασίες των άλλων κρεβατιών. The aunt's voice on the stairs suddenly stopped the preparations of the other beds. Βήματα ακούστηκαν και συνάμα ένα βιαστικό γλίστρημα σωμάτων κάτω από σεντόνια πίσω από τις τέσσερις κουνουπιέρες, και τέλεια σιωπή απλώθηκε στην κάμαρα. Footsteps were heard, and at the same time a hurried sliding of bodies under sheets behind the four mosquito nets, and perfect silence spread over the chamber. Τα βήματα πλησίαζαν. The footsteps were getting closer. Η θεία μπήκε μέσα προσεκτικά και στάθηκε ν' ακούσει. The aunt entered carefully and stood to listen.

Τσιμουδιά... Silence...

— Παιδιά; έκανε χαμηλόφωνα. — Children? he whispered.

— Κανένας δε μίλησε. — No one spoke.

Σίμωσε η θεία στο κρεβάτι του Αντώνη, άπλωσε το χέρι της κάτω από την κουνουπιέρα κι έψαξε το μέτωπο και το λαιμό του. The aunt sat on Antonis' bed, reached under the mosquito net and searched his forehead and neck. Ο Αντώνης δεν κούνησε. Antonis didn't move. Σιγά τράβηξε κείνη κι έσιαξε το σεντόνι του, ξανάμπηξε την κουνουπιέρα και βγήκε έξω. He slowly pulled it and dried his sheet, put the mosquito net back in and went out.

— Όχι, δεν έχει πυρετό, και κοιμούνται και τα τέσσερα, είπε βγαίνοντας. — No, he doesn't have a fever, and all four are asleep, he said as he went out.

Και η φωνή του θείου απέξω αποκρίθηκε: And the voice of the uncle outside answered:

— Μένει να παρακολουθήσομε τώρα το σκύλο. — We now have to watch the dog. Ευτυχώς φαίνεται να είναι καλά και σαν τον είδα, είχε σηκωμένη την ουρά κι έπινε Μοιάζει... Luckily he seems to be fine and when I saw him, his tail was up and he was drinking. It looks like...

Τα παρακάτω χάθηκαν στο γύρισμα της σκάλας. The following were lost on the staircase turn.

— Δε θαθθθ είπα πωθ ο μπάτηθθθ είναι γουρλήθθθ; ψιθύρισε τσευδά ο Αντώνης. — Didn't I say that the batitthth is gurlithth? Antonis whispered softly.

Από το κρεβάτι της Αλεξάνδρας ακούστηκε χαμηλόφωνη διαταγή: From Alexandra's bed came a low voiced command:

— Σσστ!... Η θεία είπε πως κοιμόμαστε! Aunt said we are sleeping! Καληνύχτα!

Που σήμαινε «Δεν πρέπει να τη γελάσομε, λοιπόν φθάνουν τα λόγια». Which meant "We shouldn't laugh at her, so enough words." Για τ' αδέλφια ήταν σα να σάλπισε σιωπητήριο. For the brothers, it was like a silence was blown. Σε τέτοια διαταγή δεν επιτρέπουνταν αντίρρηση. No objection was allowed to such an order. Και οι τρεις μικρότεροι, ευάγωγα, έκλεισαν τα μάτια τους. All three of the younger ones blissfully closed their eyes.