×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, ΙΣΤ'. Βασιλικά δώρα

ΙΣΤ'. Βασιλικά δώρα

Συγκινημένη τον ακολούθησε η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο στη βεράντα.

— Τι σου είπε, Αντώνη; Ε; Πες, τι σου είπε; έκανε με λαχτάρα.

— Ποιοοος; ρώτησε η Πουλουδιά ξεφυτρώνοντας ξαφνικά μεταξύ της Αλεξάνδρας και του Αντώνη· βαστούσε τα χέρια της πίσω, σα να γύρευε να κρύψει κάτι.

— Από πού έρχεσαι; Πού ήσουν και άργησες τόσο; ρώτησε η Αλεξάνδρα.

— Μήπως πέρασε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; έκανε ξαφνισμένη η Πουλουδιά.

— Ναι. Τώρα, αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος.

— Αχ, τι κρίμα! Γιατί δε με φωνάξατε;

— Ας ήσουν εδώ! είπε ο Αντώνης μπουρινιασμένος ξαφνικά.

— Και πως δεν ήμουν; έκανε αδιάφορα η Πουλουδιά. Δες τι σας φέρνω!

Θριαμβευτικά άνοιξε τα χέρια της και παρουσίασε καμιά δεκαριά μπισκότα «Μαρί».

— Πού τα βρήκες; ρώτησε η Αλεξάνδρα που τα τρελαίνουνταν.

— Μου τα 'δωσε η βασίλισσα!

— Αλήθεια; έκανε μαγεμένος ο Αλέξανδρος. Η Πουλουδιά ακτινοβολούσε.

— Μου έδωσε και τούτο! είπε.

Έχωσε το χέρι της στην τσέπη της κι έβγαλε ένα μακρύ, ελικτό κοχλάδι, γαλάζιο και γυαλιστερό, με κόκκινες πιτσιλάδες.

— Και τούτο!

Και με άλλη βουτιά στην τσέπη, έβγαλε ένα κόκκινο μεταξωτό μαξιλαράκι.

— Και μου είπε να ράψω το κοχλάδι στο μαξιλαράκι και να το βάλω στην τουαλέτα μας, για να τη θυμούμαι, λέει, εξακολούθησε η Πουλουδιά, όλο και με πιότερη έξαψη. Και ύστερα μου είπε: «Να, πάρε και δυο μπισκότα!» Μα εγώ δεν τα έπαιρνα. Και μου είπε: «Δε σ' αρέσουν;» Και είπα: «Ναι, μ' αρέσουν. Μα θα μου τα φάνε τ' αδέλφια μου!» Κι εκείνη είπε: «Πάρε τα λοιπόν όλα!» Και μου άδειασε το πιάτο...

— Πουλουδιά!!! αναφώνησε φρικιασμένη η Αλεξάνδρα. Η Πουλουδιά κοντοστάθηκε.

— Ε... Τι; έκανε ανήσυχη.

— Δεν ντρέπεσαι! της είπαν συγχρόνως τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια.

— Γιατί; ο ενθουσιασμός της Πουλουδιάς είχε πέσει ξαφνικά, άρχιζε να τρομάζει. Τι έκανα;

— Ζητιάνεψες μπισκότα! είπε ο Αντώνης.

— Και ξευτέλισες τ' αδέλφια σου, τάχα πως σου τρων τα μπισκότα σου! πρόσθεσε η Αλεξάνδρα.

— Και μας ντρόπιασες όλους, και τους τέσσερις! είπε ο Αντώνης. Σα να μην έφτανε η πρώτη ντροπή, να τραγουδήσεις το «Τις Μαρίτσκα μόγια»!

— Τραγούδησες το «Τις Μαρίτσκα μόγια»; έκανε πνιγμένη από τη σύγχυση της η Αλεξάνδρα.

Ο Αλέξανδρος, που δεν είχε πει τίποτα, θεώρησε σωστό να λάβει μέρος κι εκείνος στη γενική αγανάκτηση. Έσμιξε τα χέρια του και ανεβοκατέβασε το σγουρό του κεφάλι δυο και τρεις φορές και είπε κι εκείνος με φρίκη, που δεν είχε όμως και πολλή αγριότητα:

— Το «Τις Μαρίτσκα μόγια»! Πωπώ!

Η Πουλουδιά κοίταζε μια τον ένα, μια τον άλλο και μια τα μπισκότα στα χέρια της, ζαλισμένη από τη γενική αποδοκιμασία που γύριζε το θρίαμβο της σε καταστροφή. Και ξαφνικά πέταξε τα μπισκότα στο σιδερένιο τραπεζάκι κι έμπηξε τα κλάματα.

Ομιλίες πολλές και βήματα ακούστηκαν στο δρόμο· ήταν οι Ευέλπιδες που περνούσαν.

Μα τόσο έκλαιγε η Πουλουδιά, που ούτε τους άκουσε.

Η Αλεξάνδρα έσκυψε, όλο μάτια, να δει τα «καναρίνια» που διάβαιναν. Ένας Εύελπις γύρισε, την είδε και φώναξε:

— Έλα, έλα μαζί μας!

Ντροπιασμένη τραβήχθηκε η Αλεξάνδρα και κρύφθηκε ανακούρκουδα πίσω από τις περικοκλάδες και δεν τόλμησε να ξανασηκωθεί να τους κοιτάξει, γιατί μερικοί απ' αυτούς γέλασαν και τρεις τέσσερις μάλιστα ξαναφώναξαν: «Έλα, λοιπόν, κοριτσούδι!...» Και συνάμα κάτι κρότοι ανέβηκαν, σα χαστούκια, πνιγμένες αντεγκλήσεις και θυμωμένα λόγια.

Όταν ξεθαρρεύτηκε και πέρασε το κεφάλι της πάνω από την καγκελαρία, η ουρά των Ευελπίδων έστριφτε στο γύρισμα του βράχου και στο δρόμο, σκονισμένος, με στραπατσαρισμένα τα ρούχα του, σιάζοντας τον τσαλακωμένο του γιακά, ήταν ο Γιάννης. Μουρμουρίζοντας μες στα δόντια του, ανέβηκε στη βεράντα.

— Γιατί τον έδειρες; Τι σου έκανε; ρώτησε ο Αντώνης.

— Εμένα τίποτα, αποκρίθηκε ο Γιάννης.

— Λοιπόν γιατί τον χτύπησες;

— Έτσι θ' αφήσω να μιλάει ένας ξένος στην εξαδέλφη μου; Τ' αδέλφια στάθηκαν λίγο σαστισμένα. Δεν ήξεραν πως δεν επιτρέπεται να μιλά ξένος σ' εξαδέλφες.

Και είπε ο Γιάννης:

— Θα του 'σπανα τα μούτρα του, αν δεν ανακατώνουνταν ο αξιωματικός.

Και βλέποντας την απορία των εξαδέλφων του, είπε πάλι:

— Έτσι μιλούν στο δρόμο σε κορίτσια; Ποιος το παραδέχεται; Μια μέρα περπατούσα με την Κλειώ και την Κατίνα και κάποιος άγνωστος πέρασε και τις χαιρέτησε, και τον έδειρα και αυτόν.

Τα τέσσερα αδέλφια τον κοίταζαν τώρα με μάτια και στόμα ανοιχτά. Και από το θαυμασμό της ξέχασε η Πουλουδιά τα κλάματα. Διστακτικά ρώτησε η Αλεξάνδρα:

— Είναι κακό να σε χαιρετά ένας άγνωστος;

— Είναι πρόστυχο, είπε ο Γιάννης.

Και ακούμπησε σ' ένα στύλο της σκεπής και σταύρωσε τα πόδια του, με όλη τη σπουδαιότητα που του έδιναν, απέναντι των εξαδέλφων του, οι πολλαπλές του γνώσεις. Το κύρος του επιβλήθηκε πάλι στα τέσσερα αδέλφια. Ακόμα και ο Αντώνης αισθάνθηκε την άγνοια του. Μα δεν ήθελε και να το δείξει. Μ' έναν πήδο καβαλίκεψε την ξύλινη κουπαστή της βεράντας και με φιάκα ρώτησε τον Γιάννη:

— Γνωρίζεις εσύ τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά; Με το πιγούνι έδειξε ο Γιάννης κατά τον ανήφορο.

— Πέρασε τώρα, αποκρίθηκε.

— Το ξέρω. Μιλήσαμε μαζί... δηλαδή... έκανε ο Αντώνης που φαντάζουνταν έτσι να κάνει πολλή εντύπωση στον εξάδελφο του.

Μα ο Γιάννης είπε:

— Και σε ποιον δε μιλά αυτός; Ακόμα και στο βασιλέα λέγει «εσύ».

Ο Αντώνης πήδηξε χάμω.

— Αλήθεια; έκανε. Και πώς τον λέγει; Γεώργιε;

— Όχι, μπούφο! Τον λέγει, σαν όλους, «μεγαλειότατε». Μα τον λέγει «εσύ».

— Πώς το ξέρεις; ρώτησε θαυμάζοντας η Αλεξάνδρα.

— Τον άκουσα. Μια μέρα που περνούσε αυτός και στέκουνταν ο βασιλέας στον ανήφορο, ρώτησε ο βασιλέας: «Γιατί δε φορείς σήμερα ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά, Μπαρμπαγιάννη;» Κι εκείνος του αποκρίθηκε: «Τα φορώ, όπως και συ το λοφίο σου, μεγαλειότατε, στις μεγάλες περιστάσεις!» Και γέλασε ο βασιλέας.

Όλα μαζί τ' αδέλφια θαύμασαν.

— Αλήθεια, στις εορτές φορεί ο βασιλέας λοφίο, Γιάννη; ρώτησε η Αλεξάνδρα.

Μα τη διέκοψε ο Αντώνης.

— Αλήθεια είναι πως φορεί ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά; ρώτησε.

— Βέβαια, κάθε Κυριακή. Όλη την εβδομάδα τον βλέπεις κουρελιάρη και ξυπόλυτο. Μα την Κυριακή το απόγεμα γίνεται κύριος, βάζει σκούρα ρούχα, ψηλό καπέλο και λουστρίνια, παίρνει στο χέρι ένα μπαστούνι με ασημένιο χερούλι και κάνει τη φιάκα του στο Ζάππειο.

Τ' αδέλφια τ' άκουαν και τους φαίνουνταν σαν παραμύθι της Χαλιμάς.

— Γι' αυτό είπε ο βασιλέας για το Ζάππειο! έκανε η Πουλουδιά.

— Τι είπε ο βασιλέας; ρώτησε ο Γιάννης. Μα ο Αντώνης την πρόλαβε πριν απαντήσει.

— Κάλλιο να μην τ' αναφέρεις! της είπε. Και στάθηκε η Πουλουδιά αποσβολωμένη.

Την είδε ο Γιάννης, κατάλαβε πως κάποιος καβγάς ετοιμάζεται και δεν επέμεινε. Έσπρωξε πίσω το ψάθινο καπέλο του, που στάθηκε σα δόξα αγίου γύρω στο στρογγυλό του πρόσωπο, κι έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του. Με το πιγούνι πάλι έδειξε κατά το σιδερένιο τραπέζι, πίσω από την Πουλουδιά.

— Για ποιον είναι αυτά τα μπισκότα; ρώτησε.

— Για κανένα, είπε περιφρονητικά ο Αντώνης. Είναι ντροπιασμένα μπισκότα.

Η Πουλουδιά ανατινάχθηκε.

— Καθόλου! φώναξε κατακόκκινη. Είναι δικά μου και θα τα φάγω μονάχη!

Ο Αντώνης άπλωσε το χέρι πάνω στα καταδικασμένα μπισκότα.

— Σαν τα φας, θα ντροπιαστείς διπλά... άρχισε. Μα ένας μπάτσος της Πουλουδιάς τον διέκοψε. Εξαγριωμένος για την προσβολή που του έγινε μπρος στον Γιάννη, γύρισε ο Αντώνης και την έπιασε από την ποδιά της.

— Και τώρα, για να μάθεις, θα πεις μόνη σου του Γιάννη ποιος σου τα έδωσε και γιατί! την πρόσταξε.

— Δεν το λέγω! Άφησε με!

— Θα το πεις!

— Δεν το λέγω!

— Δεν το λες; Τότε θα πω εγώ στον Γιάννη τι είπες μια μέρα γι' αυτόν!

— Κι εγώ θα πω για τη ραφτομηχανή!

— Τι με μέλει; Πες το! Πεισμωμένη είπε και η Πουλουδιά:

— Κι εμένα δε με μέλει. Πες το!

Την έμελε και την παραέμελε. Μα, μ' όλη της τη φούρκα, θυμήθηκε πως πάντα την αφόπλιζε ο Αντώνης με την ίδια απάντηση.

— Τι; Δε σε μέλει; αναφώνησε ο Αντώνης. Να το πω λοιπόν; Η Πουλουδιά έτρεμε από ανησυχία, μα το είχε πει πια.

— Πες το, δε με μέλει! επανέλαβε. Και το είπε ο Αντώνης:

— Είπε για σένα, Γιάννη, πως, σα θα μεγαλώσει, θα σε πάρει!

Η Πουλουδιά δεν το περίμενε. Της ήλθε κόλπος, τόσο, που ούτε για τη ραφτομηχανή δεν μπόρεσε να πει. Με τα μάτια σκυμμένα, μα το κεφάλι πεισματάρικα πεταμένο πίσω, δάγκανε τα χείλια της, για να μην ξεσπάσει στα κλάματα.

Και σιγανή ακούστηκε η φωνή του Γιάννη που έλεγε τραγουδιστά:

— Μακά-αρι!...

Της φάνηκε ξαφνικά πως άνοιξαν τα ουράνια. Τι; Δεν την κορόιδευε ο Γιάννης; Ουφ! Τι ξελάφρωμα!

Στον ενθουσιασμό της, μάζεψε όλα τα «Μαρί», σκορπισμένα στο τραπεζάκι, και τα πρόσφερε του Γιάννη.

— Σου τα χαρίζω όλα! είπε και θριαμβευτικά γύρισε στον Αντώνη, που στέκουνταν μπερδεμένος για την τροπή που είχαν πάρει τα πράματα. Δε θα φας ούτε ένα! του είπε.

— Ούτε τα θέλω ούτε ο Γιάννης δεν τα θέλει, πράματα που ζητιάνεψες από τη βασίλισσα...

— Δε ζητιάνεψα!

— Ναι, ζητιάνεψες! επικύρωσε ο Αλέξανδρος, αφού είπες, είπες... Τι είπε, Αλεξάνδρα;

— Της έδωσε η βασίλισσα δυο και είπε η Πουλουδιά: «Θα μου τα φαν τ' αδέλφια μου!» Και της έδωσε η βασίλισσα όλα όσα ήταν στο πιάτο! επεξήγησε η μεγάλη αδελφή ντροπιασμένη.

Μα ο Γιάννης δε φάνηκε να ένιωσε την ντροπή που είχε πέσει, με τα λόγια της Πουλουδιάς, σ' όλη την οικογένεια. Έβαλε δυο μπισκότα μαζί στο στόμα του και είπε μπουκωμένος:

— Πολύ καλά έκανε, αφού θα της τα τρώγατε!

Πάει το γόητρο του Γιάννη! Γκρεμίστηκε, τσακίστηκε, χάθηκε.

Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνη η Πουλουδιά είπε, χωρίς πολλή πεποίθηση όμως:

— Βέβαια... αφού θα μου τα τρώγατε...

Σαν έφυγε ο Γιάννης κι έμειναν τ' αδέλφια μόνα, σχολίασαν τη διαγωγή του με πολύ μαύρα χρώματα.

— Ακούς, λέει, να φάγει τα ντροπιασμένα μπισκότα! είπε ο Αντώνης.

— Και να πει πως έκανε καλά η Πουλουδιά να τα ζητήσει! πρόσθεσε η Αλεξάνδρα.

— Και να μην ντραπεί! είπε πάλι ο Αντώνης.

— Και ούτε να μας δώσει κι εμάς! διαμαρτυρήθηκε ο Αλέξανδρος.

Μα τον αποπήρε ο Αντώνης.

— Δεν ντρέπεσαι; Τέτοια μπισκότα! φώναξε.

Ο Αλέξανδρος ντράπηκε πολύ. Μα δεν ήξερε καλά γιατί. Και είπε σηκώνοντας το κεφάλι η Αλεξάνδρα:

— Το μόνο που μας ξεπλένει είναι ίσα ίσα που δεν τα φάγαμε, ούτε και η Πουλουδιά που τα ζήτησε. Τουλάχιστον έτσι ξεπλένεται κι εκείνη.

Μόνη η Πουλουδιά δεν είχε μιλήσει. Όσο ήταν παρών ο Γιάννης αισθάνουνταν κάπως σίγουρη και ικανοποιημένη. Μα, μιας και είχε φύγει ο Γιάννης κι έμειναν μεταξύ τους τ' αδέλφια, της φάνηκε πως ξέπεφτε η αξία του, οι αποφάσεις του δεν είχαν πια τη σπουδαιότητα που φαίνουνταν να έχουν την ώρα που τις βεβαίωνε.

Τα λόγια της Αλεξάνδρας της ήλθαν ουρανοκατέβατα, της έδωσαν αέρα. Σήκωσε πάλι το κεφάλι και είπε στερεώνοντας τη φωνή της:

— Ναι, καλύτερα που δεν τα φάγαμε τα μπισκότα. Και η κερα-Ρήνη είπε πως, για να μου δώσουν τόσα, θα ήταν ταγκά...

Με αγανάκτηση τη διέκοψε ο Αντώνης:

— Δεν ντρέπεσαι! Τα μπισκότα του βασιλέα!

Όλα μαζί τ' αδέλφια τής ρίχθηκαν πάλι, και σώπασε η Πουλουδιά ντροπιασμένη, αποθαρρυμένη.

Δεν είχε τύχη σήμερα. Λόγια και πράξεις, όλα της έβγαιναν ξινά.

Και όταν τη ρώτησε η Αλεξάνδρα «Τι ήταν που ήθελες να πεις πριν για τη ραφτομηχανή;», απογοητευμένη αποκρίθηκε: «Τίποτα». Αν το ‘λεγε, θα της έβγαινε κι αυτό στραβό. Θα συμμαχούσε η Αλεξάνδρα με τον Αντώνη και δε θα της έλεγε ο Αντώνης τίποτε άλλη φορά. Και σώπασε. Και μπήκαν μέσα τ' αδέλφια της κι έμεινε μόνη η Πουλουδιά, με μια μεγάλη όρεξη για κλάματα που δύσκολα τα συγκρατούσε. Μα γιατί; Τι της έφταιγε; Ούτε μπάτης γρουσούζης φυσούσε ούτε...

Στο σιδερένιο τραπέζι είχε μείνει ριγμένο το βασιλικό γαλάζιο κοχλάδι με τις κόκκινες πιτσιλάδες και το κόκκινο μεταξωτό μαξιλαράκι. Αυτά ήταν τα γρουσούζικα! Αυτά τα είχαν κάνει όλα... Τ' άρπαξε κι έτρεξε να τα ρίξει στο δρόμο. Η Αφροδίτη στέκουνταν στο πεζοδρόμιο και σιγοκουβέντιαζε με την τραπεζιέρα της Αλίς. Άκουσε τα βήματα και σήκωσε το κεφάλι.

— Τι θέλεις, Πουλουδιά; ρώτησε.

— Τίποτα, αποκρίθηκε η Πουλουδιά κι έκανε να υποχωρήσει κατά την τραπεζαρία. Μα στην πόρτα βρήκε την κερα-Ρήνη που γύρευε την Αφροδίτη.

Την είδε κακόκεφη, γέλασε και της είπε:

— Έλα, τι έχεις πάλι; Μπουρινάκια;

— Όχι... μα... έκανε η Πουλουδιά, όλο και πιο έτοιμη «ν' ανοίξει τις βρύσες», καθώς έλεγε ο Αντώνης.

Η κερα-Ρήνη της έδωσε μια φιλική σπρωξιά.

— Έλα, της είπε, είσαι πάλι στις κακές σου! Μα έχω τρόπο να σε γλυκάνω. Τι μου δίνεις, να σου δώσω εγώ μια κουταλιά σταφύλι γλυκό, που τώρα το κατέβασα από τη φωτιά;

Σταφύλι γλυκό! Το πιο αγαπημένο της! Τα κέφια της Πουλουδιάς ξαναγύρισαν μεμιάς. Αυθόρμητα τέντωσε το χέρι της με τα βασιλικά της δώρα.

— Σου τα δίνω αυτά! είπε ολόκαρδα. Πάρ' τα! Μου τα χάρισε η βασίλισσα κι εγώ σου τα χαρίζω σένα, δεν τα θέλω, είναι γρουσούζικα!

Και πήγε στην κουζίνα και της έδωσε η κερα-Ρήνη ολόκληρο ένα πιατάκι γλυκό, τόσο είχε χαρεί με τα βασιλικά δώρα της Πουλουδιάς.


ΙΣΤ'. Βασιλικά δώρα Sechste. Königliche Geschenke Sixth. Royal gifts XVI. Regalos reales

Συγκινημένη τον ακολούθησε η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο στη βεράντα. Aufgeregt folgte Alexandra ihm mit Alexander auf die Veranda. Excited, Alexandra followed him with Alexander to the veranda.

— Τι σου είπε, Αντώνη; Ε; Πες, τι σου είπε; έκανε με λαχτάρα. — What did he tell you, Antonis? Huh? Say, what did he tell you? he did with longing.

— Ποιοοος; ρώτησε η Πουλουδιά ξεφυτρώνοντας ξαφνικά μεταξύ της Αλεξάνδρας και του Αντώνη· βαστούσε τα χέρια της πίσω, σα να γύρευε να κρύψει κάτι. — Who? asked Pouloudia, springing up suddenly between Alexandra and Antonis; she put her hands back, as if turning to hide something.

— Από πού έρχεσαι; Πού ήσουν και άργησες τόσο; ρώτησε η Αλεξάνδρα. - Where are you from; Where have you been so late? Alexandra asked.

— Μήπως πέρασε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; έκανε ξαφνισμένη η Πουλουδιά. — Did Barbayannis Kanatas pass? said Pouloudia in surprise.

— Ναι. Τώρα, αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. Now, answered Alexander.

— Αχ, τι κρίμα! Γιατί δε με φωνάξατε;

— Ας ήσουν εδώ! — I wish you were here! είπε ο Αντώνης μπουρινιασμένος ξαφνικά. said Antonis suddenly annoyed.

— Και πως δεν ήμουν; έκανε αδιάφορα η Πουλουδιά. — And how was I not? Poulodia said indifferently. Δες τι σας φέρνω! Look what I bring you!

Θριαμβευτικά άνοιξε τα χέρια της και παρουσίασε καμιά δεκαριά μπισκότα «Μαρί». Triumphantly, she opened her arms and presented a dozen or so "Marie" cookies.

— Πού τα βρήκες; ρώτησε η Αλεξάνδρα που τα τρελαίνουνταν. - Where did you find them; asked Alexandra who was going crazy.

— Μου τα 'δωσε η βασίλισσα! — The queen gave them to me!

— Αλήθεια; έκανε μαγεμένος ο Αλέξανδρος. - Truth; said Alexander, enchanted. Η Πουλουδιά ακτινοβολούσε.

— Μου έδωσε και τούτο! είπε.

Έχωσε το χέρι της στην τσέπη της κι έβγαλε ένα μακρύ, ελικτό κοχλάδι, γαλάζιο και γυαλιστερό, με κόκκινες πιτσιλάδες. She reached into her pocket and pulled out a long, coiled bolt, blue and shiny, splashed with red.

— Και τούτο! — And this!

Και με άλλη βουτιά στην τσέπη, έβγαλε ένα κόκκινο μεταξωτό μαξιλαράκι.

— Και μου είπε να ράψω το κοχλάδι στο μαξιλαράκι και να το βάλω στην τουαλέτα μας, για να τη θυμούμαι, λέει, εξακολούθησε η Πουλουδιά, όλο και με πιότερη έξαψη. — And she told me to sew the bolt on the pillow and put it in our toilet, to remember her, she says, continued Pouloudia, with more and more exasperation. Και ύστερα μου είπε: «Να, πάρε και δυο μπισκότα!» Μα εγώ δεν τα έπαιρνα. And then he said to me: "Here, take a couple of cookies!" But I didn't get it. Και μου είπε: «Δε σ' αρέσουν;» Και είπα: «Ναι, μ' αρέσουν. And he said to me: "Don't you like them?" And I said: "Yes, I like them. Μα θα μου τα φάνε τ' αδέλφια μου!» Κι εκείνη είπε: «Πάρε τα λοιπόν όλα!» Και μου άδειασε το πιάτο... But my brothers will eat me!" And she said: "Then take them all!" And he emptied my plate...

— Πουλουδιά!!! αναφώνησε φρικιασμένη η Αλεξάνδρα. Alexandra exclaimed in horror. Η Πουλουδιά κοντοστάθηκε. Pouloudia stopped short.

— Ε... Τι; έκανε ανήσυχη. — Uh... What? she worried.

— Δεν ντρέπεσαι! - Not ashamed! της είπαν συγχρόνως τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια. the two older brothers told her at the same time.

— Γιατί; ο ενθουσιασμός της Πουλουδιάς είχε πέσει ξαφνικά, άρχιζε να τρομάζει. - Why; Pouloudia's enthusiasm had suddenly dropped, she was starting to get scared. Τι έκανα;

— Ζητιάνεψες μπισκότα! — You asked for cookies! είπε ο Αντώνης.

— Και ξευτέλισες τ' αδέλφια σου, τάχα πως σου τρων τα μπισκότα σου! — And you cheated on your brothers, so I'm eating your cookies! πρόσθεσε η Αλεξάνδρα.

— Και μας ντρόπιασες όλους, και τους τέσσερις! — And you shamed us all, all four of us! είπε ο Αντώνης. Σα να μην έφτανε η πρώτη ντροπή, να τραγουδήσεις το «Τις Μαρίτσκα μόγια»! As if the first shame wasn't enough, sing "Tis Maritska moya"!

— Τραγούδησες το «Τις Μαρίτσκα μόγια»; έκανε πνιγμένη από τη σύγχυση της η Αλεξάνδρα. — Did you sing "Tis Maritska Moya"? Alexandra choked out her confusion.

Ο Αλέξανδρος, που δεν είχε πει τίποτα, θεώρησε σωστό να λάβει μέρος κι εκείνος στη γενική αγανάκτηση. Alexander, who had said nothing, thought it right that he too should take part in the general indignation. Έσμιξε τα χέρια του και ανεβοκατέβασε το σγουρό του κεφάλι δυο και τρεις φορές και είπε κι εκείνος με φρίκη, που δεν είχε όμως και πολλή αγριότητα: He clasped his hands together and bobbed his curly head up and down two or three times, and he too said with horror, but not much ferocity:

— Το «Τις Μαρίτσκα μόγια»! — "Tis Maritska moya"! Πωπώ!

Η Πουλουδιά κοίταζε μια τον ένα, μια τον άλλο και μια τα μπισκότα στα χέρια της, ζαλισμένη από τη γενική αποδοκιμασία που γύριζε το θρίαμβο της σε καταστροφή. Pouloudia was looking at one, then at the other, and at the cookies in her hands, stunned by the general disapproval that was turning her triumph into disaster. Και ξαφνικά πέταξε τα μπισκότα στο σιδερένιο τραπεζάκι κι έμπηξε τα κλάματα. And suddenly she threw the cookies on the iron table and burst into tears.

Ομιλίες πολλές και βήματα ακούστηκαν στο δρόμο· ήταν οι Ευέλπιδες που περνούσαν. Many speeches and footsteps were heard on the street; it was the Euelpides who were passing by.

Μα τόσο έκλαιγε η Πουλουδιά, που ούτε τους άκουσε. But Pouloudia was crying so much that she didn't even hear them.

Η Αλεξάνδρα έσκυψε, όλο μάτια, να δει τα «καναρίνια» που διάβαιναν. Alexandra bent down, wide-eyed, to see the "canaries" passing by. Ένας Εύελπις γύρισε, την είδε και φώναξε: A Euelpis turned, saw her and shouted:

— Έλα, έλα μαζί μας!

Ντροπιασμένη τραβήχθηκε η Αλεξάνδρα και κρύφθηκε ανακούρκουδα πίσω από τις περικοκλάδες και δεν τόλμησε να ξανασηκωθεί να τους κοιτάξει, γιατί μερικοί απ' αυτούς γέλασαν και τρεις τέσσερις μάλιστα ξαναφώναξαν: «Έλα, λοιπόν, κοριτσούδι!...» Και συνάμα κάτι κρότοι ανέβηκαν, σα χαστούκια, πνιγμένες αντεγκλήσεις και θυμωμένα λόγια. Ashamed, Alexandra pulled herself away and hid herself behind the wigs and did not dare to look at them again, for some of them laughed and three or four of them even cried out again: "Come on, then, little girl!" And at the same time something crackled up, like slaps, muffled counter-arguments and angry words.

Όταν ξεθαρρεύτηκε και πέρασε το κεφάλι της πάνω από την καγκελαρία, η ουρά των Ευελπίδων έστριφτε στο γύρισμα του βράχου και στο δρόμο, σκονισμένος, με στραπατσαρισμένα τα ρούχα του, σιάζοντας τον τσαλακωμένο του γιακά, ήταν ο Γιάννης. When she broke free and passed her head over the railing, the tail of the Evelides was twisting at the turn of the rock, and in the street, dusty, with his clothes wrinkled, fumbling with his crumpled collar, was John. Μουρμουρίζοντας μες στα δόντια του, ανέβηκε στη βεράντα. Muttering in his teeth, he went up to the terrace.

— Γιατί τον έδειρες; Τι σου έκανε; ρώτησε ο Αντώνης. - Why did you beat him up? What did he do to you? asked Anthony.

— Εμένα τίποτα, αποκρίθηκε ο Γιάννης. - Nothing for me, replied John.

— Λοιπόν γιατί τον χτύπησες; - So why did you hit him?

— Έτσι θ' αφήσω να μιλάει ένας ξένος στην εξαδέλφη μου; Τ' αδέλφια στάθηκαν λίγο σαστισμένα. Δεν ήξεραν πως δεν επιτρέπεται να μιλά ξένος σ' εξαδέλφες. They didn't know it was not allowed for a stranger to talk to cousins.

Και είπε ο Γιάννης:

— Θα του 'σπανα τα μούτρα του, αν δεν ανακατώνουνταν ο αξιωματικός. - I'd have kicked his ass if the officer hadn't interfered.

Και βλέποντας την απορία των εξαδέλφων του, είπε πάλι: And seeing the wonder of his cousins, he said again:

— Έτσι μιλούν στο δρόμο σε κορίτσια; Ποιος το παραδέχεται; Μια μέρα περπατούσα με την Κλειώ και την Κατίνα και κάποιος άγνωστος πέρασε και τις χαιρέτησε, και τον έδειρα και αυτόν. - Is that how they talk to girls on the street? Who admits it? One day I was walking with Cleo and Katina and a stranger walked by and waved at them, and I beat him up too.

Τα τέσσερα αδέλφια τον κοίταζαν τώρα με μάτια και στόμα ανοιχτά. The four brothers were now looking at him with eyes and mouths wide open. Και από το θαυμασμό της ξέχασε η Πουλουδιά τα κλάματα. And in her admiration Birdie forgot to cry. Διστακτικά ρώτησε η Αλεξάνδρα: Alexandra asked hesitantly:

— Είναι κακό να σε χαιρετά ένας άγνωστος; - Is it bad to be greeted by a stranger?

— Είναι πρόστυχο, είπε ο Γιάννης. - It's dirty, said John.

Και ακούμπησε σ' ένα στύλο της σκεπής και σταύρωσε τα πόδια του, με όλη τη σπουδαιότητα που του έδιναν, απέναντι των εξαδέλφων του, οι πολλαπλές του γνώσεις. And he leaned against a pillar of the roof and crossed his legs, with all the importance that his multiple knowledge gave him over his cousins. Το κύρος του επιβλήθηκε πάλι στα τέσσερα αδέλφια. His authority was again imposed on the four brothers. Ακόμα και ο Αντώνης αισθάνθηκε την άγνοια του. Even Anthony felt his ignorance. Μα δεν ήθελε και να το δείξει. But he didn't want to show it. Μ' έναν πήδο καβαλίκεψε την ξύλινη κουπαστή της βεράντας και με φιάκα ρώτησε τον Γιάννη: With a bar he mounted the wooden railing of the veranda and with a flask he asked John:

— Γνωρίζεις εσύ τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά; Με το πιγούνι έδειξε ο Γιάννης κατά τον ανήφορο. - Do you know Barbagianni Kanata? John pointed with his chin on the way up the hill.

— Πέρασε τώρα, αποκρίθηκε.

— Το ξέρω. Μιλήσαμε μαζί... δηλαδή... έκανε ο Αντώνης που φαντάζουνταν έτσι να κάνει πολλή εντύπωση στον εξάδελφο του. We talked together... that is... did Anthony, who imagined that he was making a great impression on his cousin.

Μα ο Γιάννης είπε:

— Και σε ποιον δε μιλά αυτός; Ακόμα και στο βασιλέα λέγει «εσύ». - And who isn't he talking to? He even says "you" to the king.

Ο Αντώνης πήδηξε χάμω. Anthony jumped down.

— Αλήθεια; έκανε. Και πώς τον λέγει; Γεώργιε;

— Όχι, μπούφο! Τον λέγει, σαν όλους, «μεγαλειότατε». He calls him, like everyone else, "your majesty". Μα τον λέγει «εσύ». But he calls him "you."

— Πώς το ξέρεις; ρώτησε θαυμάζοντας η Αλεξάνδρα. - How do you know?" asked Alexandra, admiringly.

— Τον άκουσα. - I heard him. Μια μέρα που περνούσε αυτός και στέκουνταν ο βασιλέας στον ανήφορο, ρώτησε ο βασιλέας: «Γιατί δε φορείς σήμερα ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά, Μπαρμπαγιάννη;» Κι εκείνος του αποκρίθηκε: «Τα φορώ, όπως και συ το λοφίο σου, μεγαλειότατε, στις μεγάλες περιστάσεις!» Και γέλασε ο βασιλέας. One day as he was passing by and the king was standing on the hill, the king asked: "Why don't you wear a high hat and shiny shoes today, Barbayanni?" And he answered him: "I wear them, as you wear your crest, your majesty, on great occasions!" And the king laughed.

Όλα μαζί τ' αδέλφια θαύμασαν. All together the brothers marveled.

— Αλήθεια, στις εορτές φορεί ο βασιλέας λοφίο, Γιάννη; ρώτησε η Αλεξάνδρα. - "Does the king really wear a crest on holidays, John?" asked Alexandra.

Μα τη διέκοψε ο Αντώνης.

— Αλήθεια είναι πως φορεί ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά; ρώτησε. - Is it true that Barbagianni Kanatas wears a high hat and polished shoes? he asked.

— Βέβαια, κάθε Κυριακή. Όλη την εβδομάδα τον βλέπεις κουρελιάρη και ξυπόλυτο. All week you see him ragged and barefoot. Μα την Κυριακή το απόγεμα γίνεται κύριος, βάζει σκούρα ρούχα, ψηλό καπέλο και λουστρίνια, παίρνει στο χέρι ένα μπαστούνι με ασημένιο χερούλι και κάνει τη φιάκα του στο Ζάππειο. But on Sunday afternoon he becomes a gentleman, puts on dark clothes, a tall hat and patent leather shoes, takes in his hand a cane with a silver handle and does his fiaka in the Zappeion.

Τ' αδέλφια τ' άκουαν και τους φαίνουνταν σαν παραμύθι της Χαλιμάς. The brothers listened to it and it seemed to them like Halima's fairy tale.

— Γι' αυτό είπε ο βασιλέας για το Ζάππειο! — That is why the king said about Zappeio! έκανε η Πουλουδιά.

— Τι είπε ο βασιλέας; ρώτησε ο Γιάννης. — What did the king say? asked John. Μα ο Αντώνης την πρόλαβε πριν απαντήσει. But Antonis caught up with her before she could answer.

— Κάλλιο να μην τ' αναφέρεις! — Better not mention it! της είπε. Και στάθηκε η Πουλουδιά αποσβολωμένη. And Pouloudia stood stunned.

Την είδε ο Γιάννης, κατάλαβε πως κάποιος καβγάς ετοιμάζεται και δεν επέμεινε. Giannis saw her, understood that a fight was brewing and did not insist. Έσπρωξε πίσω το ψάθινο καπέλο του, που στάθηκε σα δόξα αγίου γύρω στο στρογγυλό του πρόσωπο, κι έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του. He pushed back his straw hat, which stood like the glory of a saint around his round face, and thrust his hands into his pockets. Με το πιγούνι πάλι έδειξε κατά το σιδερένιο τραπέζι, πίσω από την Πουλουδιά. With his chin again he pointed at the iron table, behind Pouloudia.

— Για ποιον είναι αυτά τα μπισκότα; ρώτησε. — Who are these cookies for? asked.

— Για κανένα, είπε περιφρονητικά ο Αντώνης. — For no one, said Antonis contemptuously. Είναι ντροπιασμένα μπισκότα. They are disgraced cookies.

Η Πουλουδιά ανατινάχθηκε. Pouloudia blew up.

— Καθόλου! φώναξε κατακόκκινη. she cried crimson. Είναι δικά μου και θα τα φάγω μονάχη! They are mine and I will eat them alone!

Ο Αντώνης άπλωσε το χέρι πάνω στα καταδικασμένα μπισκότα. Antonis reached for the doomed cookies.

— Σαν τα φας, θα ντροπιαστείς διπλά... άρχισε. Μα ένας μπάτσος της Πουλουδιάς τον διέκοψε. But a policeman from Pouloudia interrupted him. Εξαγριωμένος για την προσβολή που του έγινε μπρος στον Γιάννη, γύρισε ο Αντώνης και την έπιασε από την ποδιά της. Enraged at the insult done to him in front of Giannis, Antonis turned and grabbed her by her apron.

— Και τώρα, για να μάθεις, θα πεις μόνη σου του Γιάννη ποιος σου τα έδωσε και γιατί! — And now, to find out, you yourself will tell John who gave them to you and why! την πρόσταξε.

— Δεν το λέγω! — I'm not saying that! Άφησε με!

— Θα το πεις! — You will say it!

— Δεν το λέγω!

— Δεν το λες; Τότε θα πω εγώ στον Γιάννη τι είπες μια μέρα γι' αυτόν! — You don't say so? Then I will tell John what you said one day about him!

— Κι εγώ θα πω για τη ραφτομηχανή! — I'll tell about the sewing machine too!

— Τι με μέλει; Πες το! — What's wrong with me? Say it! Πεισμωμένη είπε και η Πουλουδιά: Pouloudia also said stubbornly:

— Κι εμένα δε με μέλει. — I don't care either. Πες το!

Την έμελε και την παραέμελε. He neglected her and neglected her. Μα, μ' όλη της τη φούρκα, θυμήθηκε πως πάντα την αφόπλιζε ο Αντώνης με την ίδια απάντηση. But, with all her anger, she remembered how Antonis always disarmed her with the same answer.

— Τι; Δε σε μέλει; αναφώνησε ο Αντώνης. - What; Don't you miss it? exclaimed Antonis. Να το πω λοιπόν; Η Πουλουδιά έτρεμε από ανησυχία, μα το είχε πει πια. So should I say it? Pouloudia was trembling with worry, but she had already said it.

— Πες το, δε με μέλει! — Say it, I don't care! επανέλαβε. he repeated. Και το είπε ο Αντώνης: And Antonis said it:

— Είπε για σένα, Γιάννη, πως, σα θα μεγαλώσει, θα σε πάρει! — He said about you, Giannis, that when he grows up, he will take you!

Η Πουλουδιά δεν το περίμενε. Της ήλθε κόλπος, τόσο, που ούτε για τη ραφτομηχανή δεν μπόρεσε να πει. She was so taken aback that she couldn't even talk about the sewing machine. Με τα μάτια σκυμμένα, μα το κεφάλι πεισματάρικα πεταμένο πίσω, δάγκανε τα χείλια της, για να μην ξεσπάσει στα κλάματα. With her eyes downcast, but her head stubbornly thrown back, she bit her lips, so as not to burst into tears.

Και σιγανή ακούστηκε η φωνή του Γιάννη που έλεγε τραγουδιστά: And John's voice was softly heard singing:

— Μακά-αρι!... — Maka-ari!...

Της φάνηκε ξαφνικά πως άνοιξαν τα ουράνια. It suddenly seemed to her that the heavens opened. Τι; Δεν την κορόιδευε ο Γιάννης; Ουφ! What; Wasn't Giannis making fun of her? Phew! Τι ξελάφρωμα! What a relief!

Στον ενθουσιασμό της, μάζεψε όλα τα «Μαρί», σκορπισμένα στο τραπεζάκι, και τα πρόσφερε του Γιάννη. In her excitement, she collected all the "Mari", scattered on the small table, and offered them to Giannis.

— Σου τα χαρίζω όλα! — I give you everything! είπε και θριαμβευτικά γύρισε στον Αντώνη, που στέκουνταν μπερδεμένος για την τροπή που είχαν πάρει τα πράματα. he said and triumphantly turned to Antonis, who was standing confused at the turn things had taken. Δε θα φας ούτε ένα! You won't eat a single one! του είπε.

— Ούτε τα θέλω ούτε ο Γιάννης δεν τα θέλει, πράματα που ζητιάνεψες από τη βασίλισσα... — Neither do I want them nor does John want them, things you begged from the queen...

— Δε ζητιάνεψα!

— Ναι, ζητιάνεψες! επικύρωσε ο Αλέξανδρος, αφού είπες, είπες... Τι είπε, Αλεξάνδρα; affirmed Alexander, since you said, you said... What did he say, Alexandra?

— Της έδωσε η βασίλισσα δυο και είπε η Πουλουδιά: «Θα μου τα φαν τ' αδέλφια μου!» Και της έδωσε η βασίλισσα όλα όσα ήταν στο πιάτο! — The queen gave her two and Pouloudia said: "My brothers will love me!" And the queen gave her everything that was on the plate! επεξήγησε η μεγάλη αδελφή ντροπιασμένη. the big sister explained in embarrassment.

Μα ο Γιάννης δε φάνηκε να ένιωσε την ντροπή που είχε πέσει, με τα λόγια της Πουλουδιάς, σ' όλη την οικογένεια. But Yannis didn't seem to feel the shame that had fallen, with the words of Pouloudia, on the whole family. Έβαλε δυο μπισκότα μαζί στο στόμα του και είπε μπουκωμένος: He put two cookies together in his mouth and said with a mouthful:

— Πολύ καλά έκανε, αφού θα της τα τρώγατε! — She did very well, since you would eat them for her!

Πάει το γόητρο του Γιάννη! The prestige of Giannis is gone! Γκρεμίστηκε, τσακίστηκε, χάθηκε. Crumbled, crushed, lost.

Κανένας δεν του αποκρίθηκε. No one answered him. Μόνη η Πουλουδιά είπε, χωρίς πολλή πεποίθηση όμως: Pouloudia alone said, but without much conviction:

— Βέβαια... αφού θα μου τα τρώγατε... — Of course... since you would eat them...

Σαν έφυγε ο Γιάννης κι έμειναν τ' αδέλφια μόνα, σχολίασαν τη διαγωγή του με πολύ μαύρα χρώματα. When Giannis left and the brothers were left alone, they commented on his behavior in very dark colors.

— Ακούς, λέει, να φάγει τα ντροπιασμένα μπισκότα! — You hear, he says, to eat the disgraced cookies! είπε ο Αντώνης.

— Και να πει πως έκανε καλά η Πουλουδιά να τα ζητήσει! — And to say that Pouloudia did well to ask for them! πρόσθεσε η Αλεξάνδρα.

— Και να μην ντραπεί! — And don't be ashamed! είπε πάλι ο Αντώνης.

— Και ούτε να μας δώσει κι εμάς! — And not to give us either! διαμαρτυρήθηκε ο Αλέξανδρος. protested Alexander.

Μα τον αποπήρε ο Αντώνης. But Antonis refused him.

— Δεν ντρέπεσαι; Τέτοια μπισκότα! - Not ashamed; Such cookies! φώναξε.

Ο Αλέξανδρος ντράπηκε πολύ. Μα δεν ήξερε καλά γιατί. Και είπε σηκώνοντας το κεφάλι η Αλεξάνδρα: And Alexandra said, raising her head:

— Το μόνο που μας ξεπλένει είναι ίσα ίσα που δεν τα φάγαμε, ούτε και η Πουλουδιά που τα ζήτησε. — The only thing that washes us away is that we didn't eat them, neither did Pouloudia who asked for them. Τουλάχιστον έτσι ξεπλένεται κι εκείνη. At least that's how she washes off.

Μόνη η Πουλουδιά δεν είχε μιλήσει. Only Pouloudia had not spoken. Όσο ήταν παρών ο Γιάννης αισθάνουνταν κάπως σίγουρη και ικανοποιημένη. As long as Yannis was present she felt somewhat confident and satisfied. Μα, μιας και είχε φύγει ο Γιάννης κι έμειναν μεταξύ τους τ' αδέλφια, της φάνηκε πως ξέπεφτε η αξία του, οι αποφάσεις του δεν είχαν πια τη σπουδαιότητα που φαίνουνταν να έχουν την ώρα που τις βεβαίωνε. But, since Giannis had left and the brothers were left between them, it seemed to her that his value was falling, his decisions no longer had the importance they seemed to have at the time he made them.

Τα λόγια της Αλεξάνδρας της ήλθαν ουρανοκατέβατα, της έδωσαν αέρα. Alexandra's words came to her from heaven, they gave her air. Σήκωσε πάλι το κεφάλι και είπε στερεώνοντας τη φωνή της: She raised her head again and said, steadying her voice:

— Ναι, καλύτερα που δεν τα φάγαμε τα μπισκότα. — Yes, it's better that we didn't eat the cookies. Και η κερα-Ρήνη είπε πως, για να μου δώσουν τόσα, θα ήταν ταγκά... And Kera-Rini said that, to give me that much, it would be tanga...

Με αγανάκτηση τη διέκοψε ο Αντώνης: Antonis interrupted her with indignation:

— Δεν ντρέπεσαι! - Not ashamed! Τα μπισκότα του βασιλέα! The King's Biscuits!

Όλα μαζί τ' αδέλφια τής ρίχθηκαν πάλι, και σώπασε η Πουλουδιά ντροπιασμένη, αποθαρρυμένη. All together the brothers rushed at her again, and Pouloudia fell silent, ashamed and discouraged.

Δεν είχε τύχη σήμερα. He had no luck today. Λόγια και πράξεις, όλα της έβγαιναν ξινά. Words and actions, everything came out sour to her.

Και όταν τη ρώτησε η Αλεξάνδρα «Τι ήταν που ήθελες να πεις πριν για τη ραφτομηχανή;», απογοητευμένη αποκρίθηκε: «Τίποτα». And when Alexandra asked her "What was it you wanted to say before about the sewing machine?", she disappointedly replied: "Nothing." Αν το ‘λεγε, θα της έβγαινε κι αυτό στραβό. If she said it, it would also come out wrong. Θα συμμαχούσε η Αλεξάνδρα με τον Αντώνη και δε θα της έλεγε ο Αντώνης τίποτε άλλη φορά. Alexandra would ally herself with Antonis and Antonis would not say anything to her again. Και σώπασε. Και μπήκαν μέσα τ' αδέλφια της κι έμεινε μόνη η Πουλουδιά, με μια μεγάλη όρεξη για κλάματα που δύσκολα τα συγκρατούσε. And her brothers came in and Pouloudia was left alone, with a great desire to cry that she could hardly hold back. Μα γιατί; Τι της έφταιγε; Ούτε μπάτης γρουσούζης φυσούσε ούτε... But why; What was wrong with her? There wasn't even a breeze blowing nor...

Στο σιδερένιο τραπέζι είχε μείνει ριγμένο το βασιλικό γαλάζιο κοχλάδι με τις κόκκινες πιτσιλάδες και το κόκκινο μεταξωτό μαξιλαράκι. The royal blue bolt with the red splashes and the red silk pad were left on the iron table. Αυτά ήταν τα γρουσούζικα! These were the pears! Αυτά τα είχαν κάνει όλα... Τ' άρπαξε κι έτρεξε να τα ρίξει στο δρόμο. They had done all these things... He grabbed them and ran to throw them on the street. Η Αφροδίτη στέκουνταν στο πεζοδρόμιο και σιγοκουβέντιαζε με την τραπεζιέρα της Αλίς. Aphrodite was standing on the sidewalk talking quietly to Alice's coffee table. Άκουσε τα βήματα και σήκωσε το κεφάλι. He heard footsteps and looked up.

— Τι θέλεις, Πουλουδιά; ρώτησε.

— Τίποτα, αποκρίθηκε η Πουλουδιά κι έκανε να υποχωρήσει κατά την τραπεζαρία. — Nothing, replied Pouloudia and made to retreat towards the dining room. Μα στην πόρτα βρήκε την κερα-Ρήνη που γύρευε την Αφροδίτη. But at the door he found the horn-Rhine that was circling Aphrodite.

Την είδε κακόκεφη, γέλασε και της είπε: He saw her in a bad mood, laughed and said to her:

— Έλα, τι έχεις πάλι; Μπουρινάκια; — Come on, what have you got again? Bites?

— Όχι... μα... έκανε η Πουλουδιά, όλο και πιο έτοιμη «ν' ανοίξει τις βρύσες», καθώς έλεγε ο Αντώνης. — No... but... Pouloudia said, more and more ready to "turn on the taps", as Antonis said.

Η κερα-Ρήνη της έδωσε μια φιλική σπρωξιά. Kera-Rini gave her a friendly nudge.

— Έλα, της είπε, είσαι πάλι στις κακές σου! — Come on, he said to her, you're in your bad mood again! Μα έχω τρόπο να σε γλυκάνω. But I have a way to sweeten you up. Τι μου δίνεις, να σου δώσω εγώ μια κουταλιά σταφύλι γλυκό, που τώρα το κατέβασα από τη φωτιά; What do you give me, that I give you a spoonful of sweet grapes, which I have just taken down from the fire?

Σταφύλι γλυκό! Το πιο αγαπημένο της! Her most favorite! Τα κέφια της Πουλουδιάς ξαναγύρισαν μεμιάς. Pouloudia's spirits suddenly returned. Αυθόρμητα τέντωσε το χέρι της με τα βασιλικά της δώρα. She spontaneously extended her hand with her royal gifts.

— Σου τα δίνω αυτά! — I give you these! είπε ολόκαρδα. he said wholeheartedly. Πάρ' τα! Take them! Μου τα χάρισε η βασίλισσα κι εγώ σου τα χαρίζω σένα, δεν τα θέλω, είναι γρουσούζικα! The queen gave them to me and I'm giving them to you, I don't want them, they're lumpy!

Και πήγε στην κουζίνα και της έδωσε η κερα-Ρήνη ολόκληρο ένα πιατάκι γλυκό, τόσο είχε χαρεί με τα βασιλικά δώρα της Πουλουδιάς. And she went to the kitchen and Kera-Rini gave her a whole plate of sweets, she was so happy with the royal gifts of Pouloudia.