×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, ΙΑ'. Αντώνης ο ήρωας

ΙΑ'. Αντώνης ο ήρωας

Μέσα στην κάμαρα ωστόσο άλλος θρήνος γίνουνταν. Ο Αλέξανδρος μάζευε φούχτες τους στρατιώτες του, κλαίγοντας, και τους έριχνε φύρδην μείγδην στο κουτί τους, ενώ ο Αντώνης, με τα χέρια στην τσέπη, πήγαινε κι έρχουνταν σα Μεγάλος Ναπολέων μετά τη νίκη.

— Και πρώτον δεν κάνει να κλαις γιατί νικήθηκες! είπε του αδελφού του. Δεν είναι σπορ αυτό!

Ο Αλέξανδρος, που το ήξερε, που είχε ακούσει αυτό το ίδιο μάθημα ύστερ' από κάθε μάχη με τον Αντώνη, δεν αποκρίθηκε, μόνο μουσούνιζε σιωπηλά, γυρεύοντας να καταπιεί τα δάκρυα του.

Η Αλεξάνδρα είχε ξανακαθίσει στο τραπέζι κι έγλειφε το πινέλο της για να το κάνει μυτερό.

— Ο Αλέξανδρος είναι μικρός, είπε μ' επιείκεια. Μα η Πουλουδιά που είναι μεγάλη πρέπει να μάθει να μη θυμώνει, σα χάνει ένα παιχνίδι.

Ο Αλέξανδρος ξέσπασε σε καινούρια κλάματα.

— Η Πουλουδιά είναι πολύ καλή! είπε.

— Βέβαια, γιατί σε βοήθησε! αποκρίθηκε ο Αντώνης.

— Δε με βοήθησε! Αν με είχε βοηθήσει, θα κέρδιζα εγώ τον πόλεμο!

— Κιαμεδέ! Με τέτοιους στρατιώτες, στραβωμένους, σπασμένους...

— Ναι, θα σου σκότωνε η Πουλουδιά τους δικούς σου!

— Κιαμεδέ! είπε πάλι ο Αντώνης.

Ξανάνοιξε το κουτί του, όπου έναν-έναν είχε συγυρίσει και φυλάξει τους στρατιώτες του, αφού πρώτα διόρθωσε και ίσιασε όσες ξιφολόγχες είχαν κακοπάθει από την κλοτσιά της Πουλουδιάς, και τους χάιδεψε με αγάπη.

— Τέτοιο στρατό δεν τον νικά κανένας! είπε. Οι δικές μου βάσεις είναι όλες στερεές!

— Η Πουλουδιά θα τους νικούσε, γιατί σημαδεύει πιο καλά από σένα!

— Κιαμεδέ! επανέλαβε κοροϊδευτικά ο Αντώνης.

— Ναι, σημαδεύει πιο καλά! επέμεινε με πείσμα ο Αλέξανδρος. Στο κροκέ, στην Αλεξάνδρεια, πολλές φορές σε κέρδιζε!

— Στο κροκέ! Ένα κουτό, κοριτσίστικο παιχνίδι! έκανε ακατάδεχτα ο Αντώνης. Εγώ σου λέγω για βόλους! Στους βόλους τα βγάζει πέρα μαζί μου;

— Και στους βόλους σε κερδίζει η Πουλουδιά!

— Ποτέ!

— Ναι, σε κέρδισε μια μέρα, εγώ το θυμούμαι!

— Λες ανοησίες!

— Σε κέρδισε μια μέρα!

— Και πρώτον η Πουλουδιά δεν έχει βόλους! Πώς με κέρδισε; Με τι;

— Ο Στάμος της είχε δώσει βόλους!

— Ο Στάμος; Θυμάσαι συ τώρα τι έκανε στην Αλεξάνδρεια ο Στάμος!

— Ναι, εγώ θυμούμαι. Εσύ κάνεις πως ξέχασες. Εσύ έπαιζες με την Αλεξάνδρα κι εκείνη εναντίον σου με τον Στάμο.

— Ο Στάμος κέρδισε κείνη τη μέρα, όχι η Πουλουδιά!

— Ναι, η Πουλουδιά! Εγώ το θυμούμαι! Το είπε και ο Στάμος!

— Και συ λες ό,τι ακούσεις, σαν παπαγάλος!

— Και συ λες ψέματα...

— Αλέξανδρε! φώναξε τρομαγμένη η Αλεξάνδρα.

Πιο μεγάλη προσβολή δεν μπορούσε να γίνει του Αντώνη, παρά να του πουν πως λέγει «ανακρίβειες». Τη λέξη όμως «ψέματα» κανένα απ' τ' αδέλφια δεν είχε τολμήσει ποτέ να την ξεστομίσει. Θα έπεφτε τώρα ξύλο;

Σφίγγοντας φούχτες και δόντια, κατακόκκινος, είπε ο Αντώνης:

— Είσαι μικρός και δε σε δέρνω! Μα στάσου να έλθει η μαμά, να μάθει πως είπες «Βρε συ» στον αξιωματικό, και βλέπεις εσύ!

Ο Αλέξανδρος αναλύθηκε πάλι στα κλάματα.

— Μην το πεις! παρακάλεσε.

— Όχι, τι; Να λες έτσι, πως λέγω εγώ ψέματα; Και σα μάθει η μαμά πως λες αυτή τη λέξη...

— Που δε θέλει ο πατέρας ούτε να περνά το στόμα μας! πρόσθεσε αυστηρά η Αλεξάνδρα.

— Και πως μου την είπες εμένα... εμένα! επανέλαβε ο Αντώνης. Να δεις! Να δεις τι θα πάθεις, κι εσύ και η Πουλουδιά, που είπε μουντζούρα και παλιόχαρτο την ελληνική σημαία!

Αυτή η διπλή φοβέρα αποτελείωσε πια τον Αλέξανδρο. Κάθισε χάμω, έχωσε το κεφάλι του στις δίπλες της φούστας του και αφέθηκε στην απελπισία του. Η πόρτα της κάμαρας άνοιξε και το γελαστό κεφάλι της Αλίς, με τις ξανθές της πλεξούδες στεφάνι, παρουσιάστηκε στο άνοιγμα.

— Καλημέρα! φώναξε χαρούμενα. Μας θέλετε; Και μπήκε μέσα με την Πουλουδιά.

Το μάτι της Πουλουδιάς έπεσε αμέσως στο ξαφνισμένο, όλο δάκρυα και δαχτυλιές πασαλειμμένο πρόσωπο του Αλέξανδρου. Μάντεψε ευθύς καβγάδες και λογομαχίες, όπου ο φυσικός της σύμμαχος θα τις έφαγε πάλι.

— Γιατί κλαις; ρώτησε απότομα, έτοιμη για μάχη.

— Γιατί... γιατί... κλαψαποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. Μα τον διέκοψε ο Αντώνης μ' ένα νόημα.

— Μην πεις! διέταξε σιωπηλά, κρυφοδείχνοντας την Αλίς. Και σκύβοντας πάνω στον αδελφό του, τάχα να τον βοηθήσει να σηκωθεί, του πρόσταξε στο αυτί:

— Μην πεις για τη σημαία μπροστά της!

Και σώπασε ο Αλέξανδρος κι έγινε σιωπή, και τ' αδέλφια στάθηκαν αδέξια, κουτά, μαγκωμένα.

Μα η Αλίς δεν τους άφησε καιρό να νιώσουν τη στενοχώρια τους. Γελαστή σίμωσε τον Αντώνη και, σπρώχνοντας με το δάχτυλο πίσω το κεφάλι του, είπε:

— Για να δω; Μπα! Περίεργο! Δε φαίνονται τα δαγκάματα του Ντον, μόνο δυο μικρά κοκκινάκια! Πόνεσες πολύ;

— Όχι! Μα πώς το ξέρεις; ρώτησε ο Αντώνης.

— Μας το 'πε χθες βράδυ η Μαρούσα. Μας είπε πως ήλθατε να με φωνάξετε, αλήθεια; Τι κρίμα που είχα φύγει! Και πως ύστερα σε δάγκασε ο Ντον. Καημένε Αντώνη! Πώς θα πόνεσες!

— Όχι, δεν πόνεσα πολύ, με δάγκασε, να, έτσι! είπε ο Αντώνης πιάνοντας το χείλι του ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείχτη.

— Καλέ, τι λες; Σου έκανε, λέει, κιμά το πρόσωπο! Ναι, η Μαρούσα μας το είπε. Και κόντεψες να λυσσάξεις και δεν έκλαψες, ούτε καν φοβήθηκες! Μπράβο σου! Όλοι σε θαυμάσαμε...

Ο Αντώνης, που δεν είχε καταλάβει καθόλου πως έγινε κιμάς το πρόσωπο του, ούτε πως κόντεψε να λυσσάξει, ένιωσε έξαφνα σα να υψώνουνταν μια πήχη πάνω από το μπόι του.

Οι αδελφές του όμως, φυσικά, έκαναν να τον κατεβάσουν από τα ύψη του.

— Τι; Τι είπε η Μαρούσα; ρώτησε ειρωνικά η Αλεξάνδρα. Και φουριαστά διαμαρτυρήθηκε η Πουλουδιά:

— Καθόλου δεν του έκανε κιμά το πρόσωπο! ενώ με βιαστικά βήματα πλησίαζε ο Αλέξανδρος και σηκώνουνταν στις μύτες του, για να δει από πιο κοντά τις άγνωστες πληγές στο πρόσωπο του αδελφού του.

Μα η Αλίς δεν υποχώρησε.

— Ναι, ναι, σε ξέρω! Είσαι πάντα παλικάρι και ποτέ δε λες πως πονείς! επανέλαβε. Μα κόντεψες να λυσσάξεις και να πεθάνεις! Το είπε και ο πατέρας, και κατατρόμαξαν όλοι εδώ...

— Εμείς; Καθόλου! αναφώνησε η Πουλουδιά. Εκτός, ναι, μόνο σαν έτρεχαν τα αίματα...

— Καλέ, τι αίματα! Τόσο τρόμαξε η θεία σας η Μαριέτα, που έστειλε το θείο σας στο βασιλέα να του πει να σκοτώσει τον Ντον. Και είπε ο βασιλέας: «Πώς λυπούμαι γι' αυτό που συνέβηκε! Να είστε βέβαιος πως θα θέσομε τον Ντον και θα τον παραφυλάξομε!» Και κάθε μέρα, ύστερα, μηνούσε πως ο Ντον ήπιε πολύ νερό...

— Γιατί; ρώτησε η Αλεξάνδρα.

— Γιατί, αν ήταν λυσσασμένος, δε θα έπινε νερό, έτσι λέγει ο πατέρας. Μα ο Αντώνης δεν το ήξερε πως δε θα ήταν λυσσασμένος, και όμως δε φοβήθηκε καθόλου! Οι δυο αδελφές άκουαν κλονισμένες και ο Αλέξανδρος ξέχασε, στη σαστιμάδα του, να κλείσει το στόμα του.

— Και όχι μόνο τον δάγκασε, αλλά τον δάγκασε στο πρόσωπο, που είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, εξακολούθησε η Αλίς. Γιατί, όσο πιο κοντά στο κεφάλι σε δαγκάσει ο σκύλος, τόσο πιο άσχημο είναι...

— Γιατί; ρώτησε πάλι η Αλεξάνδρα, θαμπωμένη από τις γνώσεις της Αλίς.

Μ' αυτή τη φορά δεν ήξερε η Αλίς. Σταμάτησε μια στιγμή και πάλι πήρε φόρα:

— Έτσι είπε ο πατέρας. Και είπε: «Πώς θ' ανησύχησαν οι άνθρωποι που τον δάγκασε στο πρόσωπο!» Και μας είπε η Μαρούσα πως και ο Αντώνης θα δάγκανε όλο τον κόσμο και πως θα έπεφτε ξερός! Και όμως ο Αντώνης δε φοβήθηκε!

Άκουσε ο Αντώνης και θαύμαζε. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πόσο ηρωικά είχε φερθεί. Τον γέμιζε λίγο λίγο αίσθημα από συμπόνια και θαυμασμό για τον εαυτό του και συνάμα μια τρυφερή αγάπη για την Αλίς που έβγαζε στη φόρα τον ηρωισμό του.

Μα όταν είδε δάκρυα στα μάτια της Αλεξάνδρας και της Πουλουδιάς τα φρύδια ν' ανεβαίνουν τρομαγμένα κατά τα κατσαρωμένα της μαλλιά, φούσκωσε η καρδιά του από ευγνωμοσύνη και του ήλθε ακράτητη λαχτάρα να διορθώσει την αδικία, την προσβολή που είχε κάνει της Αλίς την τελευταία φορά που την είχε δει.

— Αλίς, της είπε μ' ενθουσιασμό, εσύ δεν είσαι Εβραία! Είμαι βέβαιος πως δεν είσαι Εβραία!

Η Αλίς σώπασε μαζεμένη και ανήσυχα κοίταξε ένα-ένα τ' αδέλφια.

— Πες! επέμεινε ο Αντώνης. Δεν είναι αλήθεια πως δεν είσαι Εβραία;

— Δεν ξέρω... μουρμούρισε διστακτικά η Αλίς.

— Εγώ είμαι βέβαιος πως δεν είσαι Εβραία και πως είσαι Ελληνίδα.

— Ναι, είμαι Ελληνίδα, είπε ντροπαλά η Αλίς.

— Αυτό δε σημαίνει, είπε σκοτισμένη η Αλεξάνδρα. Νομίζω πως μπορείς να είσαι και Ελληνίδα και Εβραία...

— Όχι, δεν μπορείς! φώναξε ο Αντώνης. Εγώ ξέρω πως στην Αλεξάνδρεια οι Εβραίοι δεν είναι Έλληνες και δεν πάνε στο δικό μας σχολείο, μόνο πάνε στους ιησουίτες.

— Στάσου να δούμε, έχω μιαν ιδέα και θα καταλάβομε αμέσως, είπε η Αλεξάνδρα. Αλίς, τι μαθαίνεις εσύ στο σχολείο που πας;

— Τι μαθαίνω; ρώτησε ανήσυχα η Αλίς. Γιατί; Τι μαθαίνω;

— Να, σας μαθαίνουν για τον Τρωικό πόλεμο και τον Αχιλλέα;

— Βέβαια!

— Και για τον Σωκράτη; Ξέρεις ποιος είναι ο δίκαιος Αριστείδης;

— Ξέρω!

— Και ο Περικλής; Και ο Λεωνίδας;... Μα τη διέκοψε ο Αντώνης:

— Ξέρεις τι θα πει «Μολών λαβε»; Και «Ή ταν ή επί τας»; Έμαθες το «Πάταξον μεν, άκουσον δε»; ρώτησε ορμητικά.

— Ναι!

— Λοιπόν δεν είσαι βέβαια Εβραία! φώναξε θριαμβευτικά ο Αντώνης.

— Δεν είσαι Εβραία! επικύρωσε η Αλεξάνδρα. Είσαι Ελληνίδα σαν και μας!

Και, στη συγκίνηση της απάνω, φίλησε την Αλίς.

Ήταν το δεύτερο φιλί που δέχουνταν η Αλίς εκείνο το ίδιο πρωί από τις αδελφές. Και χαρούμενη, συγκινημένη κι εκείνη, κάθισε στον καναπέ, ανάμεσα στις δυο αδελφές που της βαστούσαν η καθεμιά από ένα χέρι, σα να είχαν ανακαλύψει ξαφνικά ένα θησαυρό.

Όρθιος, με τα χέρια μπερδεμένα το ένα μες στο άλλο πίσω στην πλάτη, τις κοίταζε ο Αλέξανδρος και συλλογίζουνταν.

— Μα... μα τι πειράζει αν είναι Εβραία η Αλίς; ρώτησε αργά. Ο θείος λέγει πως οι Εβραίοι είναι πάρα πολύ καλοί άνθρωποι και πως ο μπαμπάς της Αλίς...

— Καλά, το ξέρομε, διέκοψε με μεγαλείο η Αλεξάνδρα. Εμείς όμως θέλομε την Αλίς να είναι Ελληνίδα!

Και της χαμογέλασε η Αλίς και χαμογέλασε και του Αλέξανδρου και φαίνουνταν χαρούμενη όσο ποτέ ακόμα.

Μα ο Αντώνης δεν ένιωθε αρκετά ικανοποιημένη την ευγνωμοσύνη του προς την Αλίς. Έκανε να βγει έξω, να πάγει να βρει τη θεία Μαριέτα. Μα το καλοσυλλογίστηκε και προτίμησε να στείλει τον Αλέξανδρο που, σαν πιο μικρός, ήταν πιο χαϊδεμένος κι έτρωγε τις λιγότερες κατσάδες. Τον πήρε ιδιαιτέρως και του είπε:

— Πήγαινε να ρωτήσεις τη θεία αν μπορούμε να προσκαλέσομε την Αλίς στο πρόγευμα.

Και πήγε ο Αλέξανδρος και γύρισε φωνάζοντας:

— Ναι, είπε η θεία πως μπορεί να μείνει η Αλίς το μεσημέρι...

Κατακοκκίνισε η Αλεξάνδρα και ντράπηκε η Πουλουδιά. Αλήθεια, αυτός ο Αλέξανδρος όλο ντρόπιαζε τ' αδέλφια του.

Και, βρουτσίζοντας τα μαλλιά του πριν καθίσουν στο τραπέζι, τον μάλωσε η Αλεξάνδρα:

— Κάνεις σα χωριάτης! του είπε. Δε λεν στους ανθρώπους «μπορείς να μείνεις», τους ρωτούν ευγενικά: «Θες να μείνεις:»

Ο Αλέξανδρος δεν είδε καμιά διαφορά στις δυο προσκλήσεις, μα δεν είπε τίποτα· όλη του την προσοχή τη συγκέντρωνε στις θυμωμένες βρουτσιές της Αλεξάνδρας και κοίταζε πώς να της ξεφύγει και να σμίξει τον Αντώνη, που ακτινοβολούσε όλος και δεν ήξερε πώς να περιποιηθεί καλύτερα την Αλίς.

— Και θα μείνεις το απόγεμα, Αλίς; Και θα παίξεις μαζί μας; Θα έλθει και ο Γιάννης, ο εξάδελφος μας! Να δεις πώς πηδά!...

Θυμήθηκε η Πουλουδιά την πρωινή φοβέρα και όλο της το κέφι έσβησε. Αχ και να μην ήρχουνταν ποτέ πια ο Γιάννης!

Κι έλεγε, έλεγε ο Αντώνης τα καλά και τα κατορθώματα του Γιάννη, και μεγάλωνε και άπλωνε ολοένα η ανησυχία της Πουλουδιάς.

Μα είχε τόσα κέφια σήμερα ο Αντώνης, ήταν τόσο στις καλές του! Αν του το ζητούσε άραγε... Μα πώς να το ζητήσει; Σε παρακάλια δεν ξέπεφτε κανένα από τ' αδέλφια, εκτός από τον Αλέξανδρο που ήταν μικρός...

Κλωθογύριζε λοιπόν η Πουλουδιά γύρω στον Αντώνη και στην Αλίς και άκουε της Αλίς τις διηγήσεις, πως ήταν τόσο ωραία στης θείας της στην Κηφισιά...

— Πού είναι η Κηφισιά; ρώτησε ο Αντώνης. Η Αλίς έδειξε αόριστα κατά το Πασαλιμάνι.

— Να, από κει, μα πέερα, κατά την Πεντέλη. Πας με το τρένο· ανεβαίνεις· είναι βουνό· και όμως δεν είναι βουνό. Κι έχει δέντρα, πολλά δέντρα. Και στο περιβόλι της θείας μου έχει όλα τα φρούτα, δεν έχει πια κεράσια, μα έχει σύκα, σταφύλια, ροδάκινα, αχλάδια... Και τι δεν έχει! Κι έφυγε ο περιβολάρης της θείας μου και κάναμε μεις τον περιβολάρη, σκάβαμε, ποτίζαμε, κόβαμε φρούτα, κλαδεύαμε! Τι ωραία που περάσαμε! Έλα κι συ, Αντώνη, στης θείας μου...

Με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια χαμένα κατά πέερα από το Πασαλιμάνι, ο Αντώνης έβλεπε όσα του ζωγράφιζε με τα λόγια της η Αλίς και χαμογελούσε μακαρίως.

— Και θα μ' αφήσει η θεία σου να σκάψω; ρώτησε.

— Και βέβαια! είπε η Αλίς.

— Και να ποτίσω;

— Ακούς λέει! Θα της κάνεις και χάρη, αφού δεν έχει περιβολάρη!

— Εγώ, σα μεγαλώσω, θα δώσω όλα μου τα παιχνίδια του Αλέξανδρου και θα γίνω περιβολάρης! είπε μαγεμένος ο Αντώνης.

Ήταν η ώρα της Πουλουδιάς. Ποτέ δε θα ξανάβρισκε τον Αντώνη σε τέτοια διάθεση.

— Αντώνη, δε θα πεις του Γιάννη... ξέρεις τι, που έλεγες το πρωί... του ψιθύρισε σιγά.

Μια στιγμή στάθηκε ο Αντώνης, ώσπου να βγει από τα όνειρα του και να ξαναμπεί στην πραγματικότητα. Κι έξαφνα θυμήθηκε.

— Εγώ δε μαντατεύω! είπε περήφανα.

Και ξαναγύρισε στην Αλίς.

— Η θεία είναι στην τραπεζαρία, της ανήγγειλε. Πες της εσύ για την Κηφισιά, να μας αφήσει να πάμε. Του έκανε νόημα «Ναι» και πέρασαν στο τραπέζι.


ΙΑ'. Αντώνης ο ήρωας IA'. Antonis the hero

Μέσα στην κάμαρα ωστόσο άλλος θρήνος γίνουνταν. Inside the chamber, however, another wailing was taking place. Ο Αλέξανδρος μάζευε φούχτες τους στρατιώτες του, κλαίγοντας, και τους έριχνε φύρδην μείγδην στο κουτί τους, ενώ ο Αντώνης, με τα χέρια στην τσέπη, πήγαινε κι έρχουνταν σα Μεγάλος Ναπολέων μετά τη νίκη. Alexander gathered his soldiers together, crying, and threw them in a heap in their box, while Antony, with his hands in his pocket, came and went like Napoleon the Great after the victory.

— Και πρώτον δεν κάνει να κλαις γιατί νικήθηκες! — And first of all, it doesn't make you cry because you were defeated! είπε του αδελφού του. he said of his brother. Δεν είναι σπορ αυτό! This is not sport!

Ο Αλέξανδρος, που το ήξερε, που είχε ακούσει αυτό το ίδιο μάθημα ύστερ' από κάθε μάχη με τον Αντώνη, δεν αποκρίθηκε, μόνο μουσούνιζε σιωπηλά, γυρεύοντας να καταπιεί τα δάκρυα του. Alexander, who knew this, who had heard this same lesson after every battle with Antonis, did not respond, only muttered silently, turning to swallow his tears.

Η Αλεξάνδρα είχε ξανακαθίσει στο τραπέζι κι έγλειφε το πινέλο της για να το κάνει μυτερό. Alexandra had sat down at the table again and was licking her brush to make it pointy.

— Ο Αλέξανδρος είναι μικρός, είπε μ' επιείκεια. — Alexander is small, he said indulgently. Μα η Πουλουδιά που είναι μεγάλη πρέπει να μάθει να μη θυμώνει, σα χάνει ένα παιχνίδι. But Pouloudia, who is older, must learn not to get angry, like losing a game.

Ο Αλέξανδρος ξέσπασε σε καινούρια κλάματα. Alexander burst into new tears.

— Η Πουλουδιά είναι πολύ καλή! — Pouloudia is very good! είπε.

— Βέβαια, γιατί σε βοήθησε! — Of course, because it helped you! αποκρίθηκε ο Αντώνης. answered Antonis.

— Δε με βοήθησε! — He didn't help me! Αν με είχε βοηθήσει, θα κέρδιζα εγώ τον πόλεμο! If he had helped me, I would have won the war!

— Κιαμεδέ! Με τέτοιους στρατιώτες, στραβωμένους, σπασμένους... With such soldiers, crooked, broken...

— Ναι, θα σου σκότωνε η Πουλουδιά τους δικούς σου! — Yes, Poulodia would kill your people!

— Κιαμεδέ! — Kiamede! είπε πάλι ο Αντώνης. Antonis said again.

Ξανάνοιξε το κουτί του, όπου έναν-έναν είχε συγυρίσει και φυλάξει τους στρατιώτες του, αφού πρώτα διόρθωσε και ίσιασε όσες ξιφολόγχες είχαν κακοπάθει από την κλοτσιά της Πουλουδιάς, και τους χάιδεψε με αγάπη. He reopened his box, where he had gathered and guarded his soldiers one by one, after first fixing and straightening all the bayonets that had been damaged by Pouloudia's kick, and caressed them with love.

— Τέτοιο στρατό δεν τον νικά κανένας! — No one defeats such an army! είπε. Οι δικές μου βάσεις είναι όλες στερεές! My bases are all solid!

— Η Πουλουδιά θα τους νικούσε, γιατί σημαδεύει πιο καλά από σένα! — Pouloudia would beat them, because she scores better than you!

— Κιαμεδέ! — Kiamede! επανέλαβε κοροϊδευτικά ο Αντώνης. repeated Antonis mockingly.

— Ναι, σημαδεύει πιο καλά! — Yes, it marks better! επέμεινε με πείσμα ο Αλέξανδρος. Alexander insisted stubbornly. Στο κροκέ, στην Αλεξάνδρεια, πολλές φορές σε κέρδιζε! In croquet, in Alexandria, he beat you many times!

— Στο κροκέ! — To croquet! Ένα κουτό, κοριτσίστικο παιχνίδι! A lame, girly game! έκανε ακατάδεχτα ο Αντώνης. Antonis did disapprovingly. Εγώ σου λέγω για βόλους! I'm telling you about balls! Στους βόλους τα βγάζει πέρα μαζί μου; The hell does he get along with me?

— Και στους βόλους σε κερδίζει η Πουλουδιά! — And Poloudia beats you in volleys!

— Ποτέ!

— Ναι, σε κέρδισε μια μέρα, εγώ το θυμούμαι! — Yes, he beat you one day, I remember it!

— Λες ανοησίες! — You are talking nonsense!

— Σε κέρδισε μια μέρα! — He beat you one day!

— Και πρώτον η Πουλουδιά δεν έχει βόλους! — And first of all, Pouloudia has no balls! Πώς με κέρδισε; Με τι; How did he beat me? With what;

— Ο Στάμος της είχε δώσει βόλους! — Stamos had given her balls!

— Ο Στάμος; Θυμάσαι συ τώρα τι έκανε στην Αλεξάνδρεια ο Στάμος! — Stamos? Do you now remember what Stamos did in Alexandria!

— Ναι, εγώ θυμούμαι. Εσύ κάνεις πως ξέχασες. You act like you forgot. Εσύ έπαιζες με την Αλεξάνδρα κι εκείνη εναντίον σου με τον Στάμο. You played with Alexandra and she played against you with Stamos.

— Ο Στάμος κέρδισε κείνη τη μέρα, όχι η Πουλουδιά! — Stamos won that day, not Pouloudia!

— Ναι, η Πουλουδιά! Εγώ το θυμούμαι! Το είπε και ο Στάμος!

— Και συ λες ό,τι ακούσεις, σαν παπαγάλος! — And you say everything you hear, like a parrot!

— Και συ λες ψέματα... - And you're lying...

— Αλέξανδρε! φώναξε τρομαγμένη η Αλεξάνδρα. Alexandra shouted in terror.

Πιο μεγάλη προσβολή δεν μπορούσε να γίνει του Αντώνη, παρά να του πουν πως λέγει «ανακρίβειες». A greater insult could not be given to Antonis, than to be told that he says "inaccuracies". Τη λέξη όμως «ψέματα» κανένα απ' τ' αδέλφια δεν είχε τολμήσει ποτέ να την ξεστομίσει. However, none of the brothers had ever dared to utter the word "lies". Θα έπεφτε τώρα ξύλο; Would he fall down now?

Σφίγγοντας φούχτες και δόντια, κατακόκκινος, είπε ο Αντώνης: Clenching his fists and teeth, red-faced, Antonis said:

— Είσαι μικρός και δε σε δέρνω! — You're small and I'm not hitting you! Μα στάσου να έλθει η μαμά, να μάθει πως είπες «Βρε συ» στον αξιωματικό, και βλέπεις εσύ! But wait until mom comes, she finds out how you said "Look" to the officer, and you see!

Ο Αλέξανδρος αναλύθηκε πάλι στα κλάματα. Alexander broke down in tears again.

— Μην το πεις! - Do not say it! παρακάλεσε. he begged.

— Όχι, τι; Να λες έτσι, πως λέγω εγώ ψέματα; Και σα μάθει η μαμά πως λες αυτή τη λέξη... - No what; Say like that, how am I lying? And when mommy learns how you say that word...

— Που δε θέλει ο πατέρας ούτε να περνά το στόμα μας! — Which the father doesn't even want us to say! πρόσθεσε αυστηρά η Αλεξάνδρα. Alexandra added sternly.

— Και πως μου την είπες εμένα... εμένα! — And how did you tell her to me... to me! επανέλαβε ο Αντώνης. Να δεις! Να δεις τι θα πάθεις, κι εσύ και η Πουλουδιά, που είπε μουντζούρα και παλιόχαρτο την ελληνική σημαία! See what will happen to you and Pouloudia, who said the Greek flag was a smear and old paper!

Αυτή η διπλή φοβέρα αποτελείωσε πια τον Αλέξανδρο. This double awesomeness constituted Alexander. Κάθισε χάμω, έχωσε το κεφάλι του στις δίπλες της φούστας του και αφέθηκε στην απελπισία του. He sat down, buried his head in the folds of his skirt and gave himself up to his despair. Η πόρτα της κάμαρας άνοιξε και το γελαστό κεφάλι της Αλίς, με τις ξανθές της πλεξούδες στεφάνι, παρουσιάστηκε στο άνοιγμα. The door of the chamber opened, and the smiling head of Alice, with her blond braids wreathed, presented itself in the opening.

— Καλημέρα! φώναξε χαρούμενα. Μας θέλετε; Και μπήκε μέσα με την Πουλουδιά. Do you want us? And he went inside with Pouloudia.

Το μάτι της Πουλουδιάς έπεσε αμέσως στο ξαφνισμένο, όλο δάκρυα και δαχτυλιές πασαλειμμένο πρόσωπο του Αλέξανδρου. Pouloudia's eye immediately fell on Alexander's surprised face, covered in tears and fingers. Μάντεψε ευθύς καβγάδες και λογομαχίες, όπου ο φυσικός της σύμμαχος θα τις έφαγε πάλι. She guessed straight fights and arguments, where her natural ally would eat them back.

— Γιατί κλαις; ρώτησε απότομα, έτοιμη για μάχη. - Why are you crying; she asked sharply, ready for battle.

— Γιατί... γιατί... κλαψαποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. — Why... why... cried Alexander. Μα τον διέκοψε ο Αντώνης μ' ένα νόημα. But Antonis interrupted him with a meaning.

— Μην πεις! - Do not say! διέταξε σιωπηλά, κρυφοδείχνοντας την Αλίς. he ordered silently, peeking at Alice. Και σκύβοντας πάνω στον αδελφό του, τάχα να τον βοηθήσει να σηκωθεί, του πρόσταξε στο αυτί: And bending over his brother, hastening to help him up, he commanded in his ear:

— Μην πεις για τη σημαία μπροστά της! — Don't tell about the flag in front of her!

Και σώπασε ο Αλέξανδρος κι έγινε σιωπή, και τ' αδέλφια στάθηκαν αδέξια, κουτά, μαγκωμένα. And Alexander kept quiet and there was silence, and the brothers stood awkwardly, lamely, dumbfounded.

Μα η Αλίς δεν τους άφησε καιρό να νιώσουν τη στενοχώρια τους. But Alice did not leave them long to feel their distress. Γελαστή σίμωσε τον Αντώνη και, σπρώχνοντας με το δάχτυλο πίσω το κεφάλι του, είπε: Gelasti sneered at Antonis and, pushing back his head with his finger, said:

— Για να δω; Μπα! - To see; Nah! Περίεργο! Strange! Δε φαίνονται τα δαγκάματα του Ντον, μόνο δυο μικρά κοκκινάκια! You can't see Don's bites, just two little red ones! Πόνεσες πολύ; Were you in a lot of pain?

— Όχι! Μα πώς το ξέρεις; ρώτησε ο Αντώνης. But how do you know that? Antonis asked.

— Μας το 'πε χθες βράδυ η Μαρούσα. — Marousa told us last night. Μας είπε πως ήλθατε να με φωνάξετε, αλήθεια; Τι κρίμα που είχα φύγει! He told us you came to call me, didn't he? What a shame I was gone! Και πως ύστερα σε δάγκασε ο Ντον. And then Don bit you. Καημένε Αντώνη! Poor Anthony! Πώς θα πόνεσες! How you would hurt!

— Όχι, δεν πόνεσα πολύ, με δάγκασε, να, έτσι! — No, it didn't hurt much, he bit me, yes! είπε ο Αντώνης πιάνοντας το χείλι του ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείχτη. said Antonis, taking his lip between thumb and forefinger.

— Καλέ, τι λες; Σου έκανε, λέει, κιμά το πρόσωπο! — Well, what do you say? He said, he minced your face! Ναι, η Μαρούσα μας το είπε. Yes, Marousa told us. Και κόντεψες να λυσσάξεις και δεν έκλαψες, ούτε καν φοβήθηκες! And you almost went berserk and you didn't cry, you weren't even scared! Μπράβο σου! Όλοι σε θαυμάσαμε...

Ο Αντώνης, που δεν είχε καταλάβει καθόλου πως έγινε κιμάς το πρόσωπο του, ούτε πως κόντεψε να λυσσάξει, ένιωσε έξαφνα σα να υψώνουνταν μια πήχη πάνω από το μπόι του. Antonis, who had not realized at all that his face had turned into mincemeat, nor that he was about to rage, suddenly felt as if an arm was raised above his boi.

Οι αδελφές του όμως, φυσικά, έκαναν να τον κατεβάσουν από τα ύψη του. But his sisters, of course, brought him down from his heights.

— Τι; Τι είπε η Μαρούσα; ρώτησε ειρωνικά η Αλεξάνδρα. - What; What did Maroussa say? Alexandra asked ironically. Και φουριαστά διαμαρτυρήθηκε η Πουλουδιά: And Pouloudia protested furiously:

— Καθόλου δεν του έκανε κιμά το πρόσωπο! — He didn't mince his face at all! ενώ με βιαστικά βήματα πλησίαζε ο Αλέξανδρος και σηκώνουνταν στις μύτες του, για να δει από πιο κοντά τις άγνωστες πληγές στο πρόσωπο του αδελφού του. while Alexander approached with hasty steps and rose on his tiptoes, to see more closely the unknown wounds on his brother's face.

Μα η Αλίς δεν υποχώρησε. But Alice did not back down.

— Ναι, ναι, σε ξέρω! Είσαι πάντα παλικάρι και ποτέ δε λες πως πονείς! You're always a boy and you never say you're in pain! επανέλαβε. Μα κόντεψες να λυσσάξεις και να πεθάνεις! But you nearly went berserk and died! Το είπε και ο πατέρας, και κατατρόμαξαν όλοι εδώ... Father said so too, and everyone here was horrified...

— Εμείς; Καθόλου! — Us? Not at all! αναφώνησε η Πουλουδιά. Poulodia exclaimed. Εκτός, ναι, μόνο σαν έτρεχαν τα αίματα... Except, yes, only as if the blood was flowing...

— Καλέ, τι αίματα! Τόσο τρόμαξε η θεία σας η Μαριέτα, που έστειλε το θείο σας στο βασιλέα να του πει να σκοτώσει τον Ντον. Your aunt Marietta was so frightened, that your uncle sent the king to tell him to kill the Don. Και είπε ο βασιλέας: «Πώς λυπούμαι γι' αυτό που συνέβηκε! And said the king: “How I am sorry for what has happened! Να είστε βέβαιος πως θα θέσομε τον Ντον και θα τον παραφυλάξομε!» Και κάθε μέρα, ύστερα, μηνούσε πως ο Ντον ήπιε πολύ νερό... Rest assured that we will place Don and protect him!” And every day after that, Don didn't seem to drink a lot of water...

— Γιατί; ρώτησε η Αλεξάνδρα. - Why; Alexandra asked.

— Γιατί, αν ήταν λυσσασμένος, δε θα έπινε νερό, έτσι λέγει ο πατέρας. — Because, if he was mad, he wouldn't drink water, so says the father. Μα ο Αντώνης δεν το ήξερε πως δε θα ήταν λυσσασμένος, και όμως δε φοβήθηκε καθόλου! But Antonis did not know that he would not be furious, and yet he was not afraid at all! Οι δυο αδελφές άκουαν κλονισμένες και ο Αλέξανδρος ξέχασε, στη σαστιμάδα του, να κλείσει το στόμα του. The two sisters listened in shock and Alexander forgot, in his rage, to close his mouth.

— Και όχι μόνο τον δάγκασε, αλλά τον δάγκασε στο πρόσωπο, που είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, εξακολούθησε η Αλίς. — And not only did it bite him, but it bit him in the face, which is even more dangerous, continued Alice. Γιατί, όσο πιο κοντά στο κεφάλι σε δαγκάσει ο σκύλος, τόσο πιο άσχημο είναι... Because the closer the dog bites you to the head, the worse it is...

— Γιατί; ρώτησε πάλι η Αλεξάνδρα, θαμπωμένη από τις γνώσεις της Αλίς. - Why; Alexandra asked again, dazzled by Alice's knowledge.

Μ' αυτή τη φορά δεν ήξερε η Αλίς. Alice didn't know this time. Σταμάτησε μια στιγμή και πάλι πήρε φόρα: He paused for a moment, and again began:

— Έτσι είπε ο πατέρας. — That's what the father said. Και είπε: «Πώς θ' ανησύχησαν οι άνθρωποι που τον δάγκασε στο πρόσωπο!» Και μας είπε η Μαρούσα πως και ο Αντώνης θα δάγκανε όλο τον κόσμο και πως θα έπεφτε ξερός! And he said, "How will the people be troubled that he bit him in the face!" And Marousa told us that Antonis would bite the whole world and that he would fall dry! Και όμως ο Αντώνης δε φοβήθηκε! And yet Antonis was not afraid!

Άκουσε ο Αντώνης και θαύμαζε. Antonis listened and admired. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πόσο ηρωικά είχε φερθεί. He had never imagined how heroically he had behaved. Τον γέμιζε λίγο λίγο αίσθημα από συμπόνια και θαυμασμό για τον εαυτό του και συνάμα μια τρυφερή αγάπη για την Αλίς που έβγαζε στη φόρα τον ηρωισμό του. He was filled with a little feeling of compassion and admiration for himself, and at the same time a tender love for Alice which brought out his heroism.

Μα όταν είδε δάκρυα στα μάτια της Αλεξάνδρας και της Πουλουδιάς τα φρύδια ν' ανεβαίνουν τρομαγμένα κατά τα κατσαρωμένα της μαλλιά, φούσκωσε η καρδιά του από ευγνωμοσύνη και του ήλθε ακράτητη λαχτάρα να διορθώσει την αδικία, την προσβολή που είχε κάνει της Αλίς την τελευταία φορά που την είχε δει. But when he saw tears in Alexandra's eyes and Pouloudia's brows rising in terror against her curled hair, his heart swelled with gratitude and he felt an uncontrollable longing to correct the injustice, the insult he had done to Alice the last time he he had seen her.

— Αλίς, της είπε μ' ενθουσιασμό, εσύ δεν είσαι Εβραία! — Alice, he told her enthusiastically, you are not Jewish! Είμαι βέβαιος πως δεν είσαι Εβραία! I'm sure you're not Jewish!

Η Αλίς σώπασε μαζεμένη και ανήσυχα κοίταξε ένα-ένα τ' αδέλφια. Alice fell silent, collected, and anxiously looked at the siblings one by one.

— Πες! επέμεινε ο Αντώνης. Δεν είναι αλήθεια πως δεν είσαι Εβραία; Isn't it true that you are not Jewish?

— Δεν ξέρω... μουρμούρισε διστακτικά η Αλίς. — I don't know... Alice muttered hesitantly.

— Εγώ είμαι βέβαιος πως δεν είσαι Εβραία και πως είσαι Ελληνίδα. — I am certain that you are not Jewish and that you are Greek.

— Ναι, είμαι Ελληνίδα, είπε ντροπαλά η Αλίς. — Yes, I'm Greek, said Alice shyly.

— Αυτό δε σημαίνει, είπε σκοτισμένη η Αλεξάνδρα. — That doesn't mean, said Alexandra, dumbfounded. Νομίζω πως μπορείς να είσαι και Ελληνίδα και Εβραία... I think you can be both Greek and Jewish...

— Όχι, δεν μπορείς! φώναξε ο Αντώνης. Εγώ ξέρω πως στην Αλεξάνδρεια οι Εβραίοι δεν είναι Έλληνες και δεν πάνε στο δικό μας σχολείο, μόνο πάνε στους ιησουίτες. I know that in Alexandria the Jews are not Greeks and they do not go to our school, they only go to the Jesuits.

— Στάσου να δούμε, έχω μιαν ιδέα και θα καταλάβομε αμέσως, είπε η Αλεξάνδρα. — Let's see, I have an idea and we will understand immediately, said Alexandra. Αλίς, τι μαθαίνεις εσύ στο σχολείο που πας; Alice, what do you study at the school you go to?

— Τι μαθαίνω; ρώτησε ανήσυχα η Αλίς. — What am I learning? Alice asked anxiously. Γιατί; Τι μαθαίνω;

— Να, σας μαθαίνουν για τον Τρωικό πόλεμο και τον Αχιλλέα; — Yes, are they teaching you about the Trojan War and Achilles?

— Βέβαια!

— Και για τον Σωκράτη; Ξέρεις ποιος είναι ο δίκαιος Αριστείδης; — And about Socrates? Do you know who the righteous Aristides is?

— Ξέρω!

— Και ο Περικλής; Και ο Λεωνίδας;... Μα τη διέκοψε ο Αντώνης: — And Pericles? And Leonidas?... But Antonis interrupted her:

— Ξέρεις τι θα πει «Μολών λαβε»; Και «Ή ταν ή επί τας»; Έμαθες το «Πάταξον μεν, άκουσον δε»; ρώτησε ορμητικά. — Do you know what "Molon labe" means? And "When or when"? Did you learn "Knock, don't listen"? he asked impetuously.

— Ναι!

— Λοιπόν δεν είσαι βέβαια Εβραία! — Well, you're certainly not Jewish! φώναξε θριαμβευτικά ο Αντώνης. shouted Antonis triumphantly.

— Δεν είσαι Εβραία! επικύρωσε η Αλεξάνδρα. confirmed Alexandra. Είσαι Ελληνίδα σαν και μας! You are Greek like us!

Και, στη συγκίνηση της απάνω, φίλησε την Αλίς. And, in her excitement, she kissed Alice.

Ήταν το δεύτερο φιλί που δέχουνταν η Αλίς εκείνο το ίδιο πρωί από τις αδελφές. It was the second kiss Alice received that morning from the sisters. Και χαρούμενη, συγκινημένη κι εκείνη, κάθισε στον καναπέ, ανάμεσα στις δυο αδελφές που της βαστούσαν η καθεμιά από ένα χέρι, σα να είχαν ανακαλύψει ξαφνικά ένα θησαυρό. And happy, moved too, she sat down on the couch, between the two sisters who each supported her with one hand, as if they had suddenly discovered a treasure.

Όρθιος, με τα χέρια μπερδεμένα το ένα μες στο άλλο πίσω στην πλάτη, τις κοίταζε ο Αλέξανδρος και συλλογίζουνταν. Standing, with his hands intertwined behind his back, Alexander looked at them and pondered.

— Μα... μα τι πειράζει αν είναι Εβραία η Αλίς; ρώτησε αργά. — But... but what does it matter if Alice is Jewish? he asked slowly. Ο θείος λέγει πως οι Εβραίοι είναι πάρα πολύ καλοί άνθρωποι και πως ο μπαμπάς της Αλίς... The uncle says that the Jews are very good people and that Alice's father...

— Καλά, το ξέρομε, διέκοψε με μεγαλείο η Αλεξάνδρα. — Well, we knew that, interrupted Alexandra grandly. Εμείς όμως θέλομε την Αλίς να είναι Ελληνίδα! But we want Alice to be Greek!

Και της χαμογέλασε η Αλίς και χαμογέλασε και του Αλέξανδρου και φαίνουνταν χαρούμενη όσο ποτέ ακόμα. And Alice smiled at her and Alexander smiled too and she looked happier than ever.

Μα ο Αντώνης δεν ένιωθε αρκετά ικανοποιημένη την ευγνωμοσύνη του προς την Αλίς. But Antonis did not feel sufficiently satisfied with his gratitude to Alice. Έκανε να βγει έξω, να πάγει να βρει τη θεία Μαριέτα. He made her go out and find Aunt Marietta. Μα το καλοσυλλογίστηκε και προτίμησε να στείλει τον Αλέξανδρο που, σαν πιο μικρός, ήταν πιο χαϊδεμένος κι έτρωγε τις λιγότερες κατσάδες. But he thought it over and preferred to send Alexander who, being younger, was more pampered and ate the least amount of food. Τον πήρε ιδιαιτέρως και του είπε: He took him privately and said to him:

— Πήγαινε να ρωτήσεις τη θεία αν μπορούμε να προσκαλέσομε την Αλίς στο πρόγευμα. — Go and ask aunt if we can invite Alice to breakfast.

Και πήγε ο Αλέξανδρος και γύρισε φωνάζοντας: And Alexander went and returned shouting:

— Ναι, είπε η θεία πως μπορεί να μείνει η Αλίς το μεσημέρι... — Yes, the aunt said that Alice can stay at noon...

Κατακοκκίνισε η Αλεξάνδρα και ντράπηκε η Πουλουδιά. Alexandra blushed and Pouloudia was embarrassed. Αλήθεια, αυτός ο Αλέξανδρος όλο ντρόπιαζε τ' αδέλφια του. Truly, this Alexander was always putting his brothers to shame.

Και, βρουτσίζοντας τα μαλλιά του πριν καθίσουν στο τραπέζι, τον μάλωσε η Αλεξάνδρα: And, brushing his hair before they sat down at the table, Alexandra chided him:

— Κάνεις σα χωριάτης! — You act like a peasant! του είπε. Δε λεν στους ανθρώπους «μπορείς να μείνεις», τους ρωτούν ευγενικά: «Θες να μείνεις:» They don't tell people "you can stay", they ask them politely: "Do you want to stay:"

Ο Αλέξανδρος δεν είδε καμιά διαφορά στις δυο προσκλήσεις, μα δεν είπε τίποτα· όλη του την προσοχή τη συγκέντρωνε στις θυμωμένες βρουτσιές της Αλεξάνδρας και κοίταζε πώς να της ξεφύγει και να σμίξει τον Αντώνη, που ακτινοβολούσε όλος και δεν ήξερε πώς να περιποιηθεί καλύτερα την Αλίς. Alexander saw no difference in the two invitations, but said nothing; he concentrated all his attention on Alexandra's angry brushes, and was looking how to escape her and embrace Antony, who was beaming all over and did not know how best to treat Alice .

— Και θα μείνεις το απόγεμα, Αλίς; Και θα παίξεις μαζί μας; Θα έλθει και ο Γιάννης, ο εξάδελφος μας! — And will you stay the afternoon, Alice? And will you play with us? Giannis, our cousin, will also come! Να δεις πώς πηδά!... See how he jumps!

Θυμήθηκε η Πουλουδιά την πρωινή φοβέρα και όλο της το κέφι έσβησε. Pouloudia remembered the morning's awesomeness and all her mirth disappeared. Αχ και να μην ήρχουνταν ποτέ πια ο Γιάννης! Oh, and if John never came again!

Κι έλεγε, έλεγε ο Αντώνης τα καλά και τα κατορθώματα του Γιάννη, και μεγάλωνε και άπλωνε ολοένα η ανησυχία της Πουλουδιάς. And Antonis kept saying, saying the good things and the achievements of Giannis, and Pouloudia's concern grew and spread more and more.

Μα είχε τόσα κέφια σήμερα ο Αντώνης, ήταν τόσο στις καλές του! But Antonis was in such good spirits today, he was at his best! Αν του το ζητούσε άραγε... Μα πώς να το ζητήσει; Σε παρακάλια δεν ξέπεφτε κανένα από τ' αδέλφια, εκτός από τον Αλέξανδρο που ήταν μικρός... If he asked him... But how to ask him? None of the siblings, except for Alexander who was small...

Κλωθογύριζε λοιπόν η Πουλουδιά γύρω στον Αντώνη και στην Αλίς και άκουε της Αλίς τις διηγήσεις, πως ήταν τόσο ωραία στης θείας της στην Κηφισιά... So Pouloudia was spinning around Antonis and Alice and listening to Alice's stories about how she was so nice to her aunts in Kifissia...

— Πού είναι η Κηφισιά; ρώτησε ο Αντώνης. — Where is Kifissia? Antonis asked. Η Αλίς έδειξε αόριστα κατά το Πασαλιμάνι. Alice pointed vaguely at Pasalimani.

— Να, από κει, μα πέερα, κατά την Πεντέλη. — Yes, from there, but I got it, according to Penteli. Πας με το τρένο· ανεβαίνεις· είναι βουνό· και όμως δεν είναι βουνό. You go by train; you go up; it is a mountain; and yet it is not a mountain. Κι έχει δέντρα, πολλά δέντρα. And it has trees, lots of trees. Και στο περιβόλι της θείας μου έχει όλα τα φρούτα, δεν έχει πια κεράσια, μα έχει σύκα, σταφύλια, ροδάκινα, αχλάδια... Και τι δεν έχει! And in my aunt's orchard she has all the fruits, she no longer has cherries, but she has figs, grapes, peaches, pears... And what she doesn't have! Κι έφυγε ο περιβολάρης της θείας μου και κάναμε μεις τον περιβολάρη, σκάβαμε, ποτίζαμε, κόβαμε φρούτα, κλαδεύαμε! And my aunt's gardener left and we became gardeners, we dug, watered, cut fruit, pruned! Τι ωραία που περάσαμε! What a great time we had! Έλα κι συ, Αντώνη, στης θείας μου... Come too, Antonis, to my aunts...

Με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια χαμένα κατά πέερα από το Πασαλιμάνι, ο Αντώνης έβλεπε όσα του ζωγράφιζε με τα λόγια της η Αλίς και χαμογελούσε μακαρίως. With his hands together and his eyes completely lost from Pasalimani, Antonis saw what Alice was drawing for him with her words and smiled blissfully.

— Και θα μ' αφήσει η θεία σου να σκάψω; ρώτησε. — And will your aunt let me dig? asked.

— Και βέβαια! είπε η Αλίς.

— Και να ποτίσω; — And water?

— Ακούς λέει! Θα της κάνεις και χάρη, αφού δεν έχει περιβολάρη! You'll be doing her a favor too, since she doesn't have a ring!

— Εγώ, σα μεγαλώσω, θα δώσω όλα μου τα παιχνίδια του Αλέξανδρου και θα γίνω περιβολάρης! — When I grow up, I will give away all of Alexander's toys and become a gardener! είπε μαγεμένος ο Αντώνης. said Antonis enchanted.

Ήταν η ώρα της Πουλουδιάς. It was Pouloudia time. Ποτέ δε θα ξανάβρισκε τον Αντώνη σε τέτοια διάθεση. Never again would he find Antonis in such a mood.

— Αντώνη, δε θα πεις του Γιάννη... ξέρεις τι, που έλεγες το πρωί... του ψιθύρισε σιγά. — Antonis, you won't tell Giannis... you know what you said in the morning... he whispered to him softly.

Μια στιγμή στάθηκε ο Αντώνης, ώσπου να βγει από τα όνειρα του και να ξαναμπεί στην πραγματικότητα. Antonis stood for a moment, until he came out of his dreams and re-entered reality. Κι έξαφνα θυμήθηκε. And suddenly he remembered.

— Εγώ δε μαντατεύω! — I'm not guessing! είπε περήφανα. he said proudly.

Και ξαναγύρισε στην Αλίς. And back to Alice again.

— Η θεία είναι στην τραπεζαρία, της ανήγγειλε. — Aunt is in the dining room, he announced. Πες της εσύ για την Κηφισιά, να μας αφήσει να πάμε. You tell her about Kifissia, to let us go. Του έκανε νόημα «Ναι» και πέρασαν στο τραπέζι. She motioned "Yes" to him and they moved to the table.