×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Ε'. Ο Γιάννης

Ε'. Ο Γιάννης

Ο θείος ο γιατρός έφθασε και πήγε πάνω με τη θεία Μαριέτα.

— Μην κουνήσετε από δω από τη βεράντα, είπε η θεία στ' αδέλφια. Εκτός...

Σήκωσε τα μάτια της στα σύννεφα που μαζεύουνταν πυκνά από τη δύση.

— Εκτός αν βρέξει, πρόσθεσε, και τότε να μπείτε μέσα. Και ακολούθησε το θείο, ίσιο, λιγνό, με ψαρό μουστάκι και γένια, που ανέβαινε. Και πέρασε πολλή ώρα κι εκείνοι δεν κατέβαιναν.

— Θα είναι πιο άρρωστη η μις Ράις! είπε η Αλεξάνδρα.

— Ίσως πέθανε πια! πρόσθεσε η Πουλουδιά. Και όλα τ' αδέλφια μελαγχόλησαν.

Και τότε ήλθε ο Γιάννης. Με τα χέρια στις τσέπες, κουνιστός, χωρίς βία, ανέβηκε τις σκάλες της βεράντας και ρώτησε:

— Πού είναι η θεία Μαριέτα;

— Απάνω, με το θείο. Η μις Ράις είναι πολύ άρρωστη, αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

Ο Γιάννης είχε βγάλει το δεξί του χέρι από την τσέπη του και, σα μεγάλος, το έδωσε στην Αλεξάνδρα, στον Αντώνη, στην Πουλουδιά και στον Αλέξανδρο, και είπε στον καθένα χωριστά:

— Καλησπέρα!

Το είπε πολύ ευγενικά. Και ύστερα από τη χθεσινή του διαγωγή, που μάδησε τον τοίχο για να καθαρίσει τα χέρια του, τ' αδέλφια δεν ήξεραν πολύ καλά τι στάση να πάρουν. Ο Γιάννης όμως δε φαίνουνταν καθόλου ν' αντιλαμβάνεται πως βρίσκουνταν σε στενοχώρια τα εξαδέλφια του. Σα να μιλούσε σε μεγάλη κυρία, είπε ευγενικά της Αλεξάνδρας:

— Η μητέρα μ' έστειλε να ρωτήσω ποιος είναι άρρωστος. Ανησύχησε που στείλατε έτσι βιαστικά να πάρετε τον πατέρα.

Ο πληθυντικός «στείλατε» και «να πάρετε» κολάκευσε πολύ την Αλεξάνδρα, που δεν είχε φαντασθεί ως εκείνη την ώρα πως έπαιζε ρόλο, εκείνη και τ' αδέλφια της, στον ερχομό του θείου Γιώργη. Άλλο τόσο ευγενικά και πρόθυμα αποκρίθηκε του Γιάννη:

— Ναι! Παρακαλέσαμε να έλθει πολύ γρήγορα, γιατί η μις Ράις είναι πολύ, πάρα πολύ άρρωστη.

— Τι έχει; ρώτησε ο Γιάννης χωρίς να φαίνεται πολύ ταραγμένος.

— Παραμιλά! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. Μα καθόλου δεν ταράχθηκε ο Γιάννης.

— Πολλοί άνθρωποι παραμιλούν και με λίγο πυρετό! είπε καθησυχαστικά.

Τ' αδέλφια θαύμασαν. Τι είναι ωστόσο να 'χεις πατέρα γιατρό!

Μα θυμήθηκε η Αλεξάνδρα κάτι φοβερό.

— Η θεία. είπε: «Δε μ' αρέσει η θέση της!» Και η κερα-Ρήνη λέγει πως θα είναι του θανατά!

Ο Γιάννης χαμογέλασε με επιείκεια.

— Ούτε η θεία ούτε η κερα-Ρήνη δεν είναι γιατροί! είπε. Αυτή η ασυζήτητη αλήθεια αποστόμωσε τ' αδέλφια που, και τα τέσσερα, όρθια, θαμπωμένα, κοίταζαν τον Γιάννη. Τους είδε αυτός και γέλασε.

— Τι με κοιτάζετε έτσι; ρώτησε.

Πολύ ντράπηκαν τ' αδέλφια και όλα κούνησαν από τη θέση τους και καμώθηκαν πως κάτι γυρεύουν. Άθελα γύρισε η Αλεξάνδρα στον τοίχο που είχε μαδήσει χθες ο Γιάννης, ενώ ο Αλέξανδρος έσκυβε να κουμπώσει ένα χαμένο κουμπί από το παπούτσι του, η Πουλουδιά άπλωνε το χέρι της πάνω από την καγκελαρία να δει αν βρέχει, και σιωπηλά ο Αντώνης κατέβηκε στο δρόμο.

Μα τον είδε ευτυχώς η Αλεξάνδρα κι έτρεξε στη σκάλα και του φώναξε:

— Η θεία είπε να μην κουνήσομε από δω! Κοντοστάθηκε ο Αντώνης και κακοθέλητα είπε:

— Πάγω μια στιγμή στης Αλίς.

— Όχι, να μην πας! πρόσταξε η Αλεξάνδρα. Θα θυμώσει η θεία!

Αργά επέστρεψε ο Αντώνης και, κλοτσώντας ένα-ένα τα σκαλοπάτια όσο ανέβαινε, είπε:

— Θέλω κάτι να ρωτήσω την Αλίς...

— Ποια είναι η Αλίς; ρώτησε ο Γιάννης.

— Η Αλίς Χορν... Κάθεται δω, πλάγι μας, αποκρίθηκε βιαστικά η Πουλουδιά, ενθουσιασμένη που βρήκε μια κουβέντα να κάνει με το μεγάλο εξάδελφο. Παίζομε συχνά μαζί της. Έχει κι έναν αδελφό μεγάλο, που τον λένε Μαξ. Τον ξέρεις, Γιάννη;

— Τον ξέρω, είπε ακατάδεχτα ο Γιάννης. Έρχεται στο σχολείο μου.

— Έχει κι ένα μικρό αδελφό και τον λένε Αλέκο, προθυμοποιήθηκε να τον πληροφορήσει η Πουλουδιά. Και τον αγαπούμε πολύ...

Ο Γιάννης είχε ξαναβάλει τα χέρια του στις τσέπες του και χαμογελούσε ακόμα πιο ακατάδεχτα.

— Τους ξέρω, είπε. Και πρόσθεσε:

— Είναι Εβραίοι!

Τ' αδέλφια έμειναν εμβρόντητα.

— Εβραίοι!... Και πάγει ο Μαξ στο σχολείο σου; έκανε η Αλεξάνδρα.

— Γιατί όχι; είπε ο Γιάννης.

Η απάντηση του Γιάννη τους έριξε όλους σε συλλογή. Και ο Αντώνης, σαν αγόρι προς αγόρι, πήρε το λόγο και είπε:

— Ο Στάμος λέγει πως οι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό!

— Ποιος είναι ο Στάμος; ρώτησε ο Γιάννης.

— Ένας εξάδελφος μας στην Αλεξάνδρεια. Είναι αλήθεια;

— Βέβαια είναι αλήθεια, αποκρίθηκε ο Γιάννης.

— Λοιπόν πώς μπορείς να παίζεις μαζί τους;

— Εγώ δεν παίζω με τον Μαξ, δεν τον έχω φίλο, γιατί είναι μικρός και σ' άλλη τάξη. Μα άλλα παιδιά παίζουν.

— Χριστιανοί;

— Ναι.

— Μα δε φοβούνται; ρώτησε η Πουλουδιά.

— Τι να φοβηθούν;

Η Πουλουδιά αποστομώθηκε. Κάθε απάντηση του Γιάννη της φαίνουνταν αλήθεια, βεβαίωση που δε σήκωνε συζήτηση. Τόσο έμοιαζε να τα ξέρει όλα αυτός ο Γιάννης! Και η Αλεξάνδρα κλονίστηκε. Εκείνη όμως, σαν πιο μεγάλη τόλμησε να πει:

— Μα ο Στάμος λέγει πως αν δείξεις του Εβραίου ένα σταυρό, αυτός πέφτει ξερός! Γιατί έχει ένα διάβολο μέσα του και σα δει ο διάβολος το σταυρό, σκάζει! Ο Γιάννης την κοίταξε και είπε:

— Τι ανοησίες!

— Ναι! επέμεινε η Αλεξάνδρα. Κι εμείς ξέραμε κάτι κορίτσια Εβραίες που πήγαιναν κι έπαιζαν στο ίδιο περιβόλι όπου πηγαίναμε κι εμείς και μας είπε ο Στάμος να δοκιμάσομε και να δούμε. Και πήραμε το σταυρό της βαφτίσεώς μου...

Έχωσε η Αλεξάνδρα το χέρι της μες στο λαιμό του φουστανιού της και τράβηξε έξω ένα χρυσό σταυρό που κρέμουνταν σε μιαν αλυσιδίτσα.

— Να, αυτό το σταυρό! Κι εμείς φοβόμασταν πολύ. Και ο Στάμος είπε: «Δώσ' μου εμένα το σταυρό!» Και σαν είδε τις Εβραίες, σήκωσε το σταυρό...

— Κι έπεσαν ξερές; ρώτησε ο Γιάννης. Η Αλεξάνδρα μαζεύθηκε.

— Όχι! ομολόγησε. Έφυγαν. Μα ο Στάμος λέγει πως δεν τον είχαν κοιτάξει καλά και γι' αυτό δεν έσκασαν...

— Τι ανοησίες! είπε πάλι ο Γιάννης. Ο Στάμος, θαρρώ, τις κόβει!

— Εσύ δεν το πιστεύεις, Γιάννη; ρώτησε η Πουλουδιά κλονισμένη. — Όχι! αποκρίθηκε ο Γιάννης.

— Και όμως είναι αλήθεια! βεβαίωσε η Αλεξάνδρα. Να, ρώτα τον Αντώνη να σου πει τι λέγει ο Στάμος.

Μα ο Αντώνης δε θέλησε να πει τι λέγει ο Στάμος. Δεν ταίριαζε, απέναντι ενός αγοριού, να δώσει δίκαιο σε κορίτσι. Κι εδώ, ή ο Στάμος είχε πει «ανοησίες», όπως έλεγε ο Γιάννης, ή ο Γιάννης ήταν άπιστος Θωμάς, που και αυτό ήταν κακό. Ώστε γύρισε στον Αλέξανδρο και τον διέταξε:

— Πήγαινε απάνω και φέρε μου τη σβούρα μου!

— Δεν πάγω! είπε ο Αλέξανδρος που με πάθος παρακολουθούσε τις περιπέτειες του σταυρού, του διαβόλου και των Εβραίων.

— Πήγαινε! επανέλαβε ο Αντώνης. Δε γυρνά καλά! Θέλω να τη δείξω του Γιάννη!

— Πηγαίνω ύστερα! αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος.

— Αν δεν πας, ξέρεις;... Θα πω του Γιάννη τι είπες στον αξιωματικό!

Ο Αλέξανδρος πετάχθηκε απάνω.

— Όχι! αναφώνησε. Ο Γιάννης γύρισε.

— Τι είπες; Και σε ποιον αξιωματικό; ρώτησε με καλοσύνη.

— Μην πεις! φώναξε με αγωνία ο Αλέξανδρος. Και σου φέρνω τη σβούρα σου!

Και σαν αστραπή χάθηκε πίσω από τις πόρτες και όρμησε στη σκάλα. Στη βεράντα έπεσε σιωπή. Ο Γιάννης κοίταζε τις εξαδέλφες του και οι εξαδέλφες κοίταζαν τη θάλασσα, για να κρύψουν την ντροπή που τις πλάκωσε πάλι με την ενθύμηση του αξιωματικού και του Αλέξανδρου.

Μόνος ο Αντώνης, με τα χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του και το κεφάλι ψηλά, πήγαινε κι έρχουνταν κλοτσώντας καρέγλες και τραπέζι, χωρίς ντροπή και χωρίς ανησυχία, αφού εκείνος όριζε την κατάσταση και από κείνον κρέμουνταν να πει ή να μην πει, να ντροπιάσει την οικογένεια στα μάτια του Γιάννη ή να βαστάξει το γόητρο της ψηλά. Πέρασε ένας κουλούρας φωνάζοντας:

— Φρέσκα κουλούρια της ώρας!

Κατέβηκε ο Γιάννης, διάλεξε ένα κουλούρι κι έβγαλε από την τσέπη του μια φούχτα πράματα, όπου χώριζαν δυο βόλοι, ένας σουγιάς, τρεις τέσσερις πενίτσες, ένα κομματάκι αλυσίδα και μια πεντάρα. Πήρε την πεντάρα και την έδωσε του κουλούρα και άρχισε ν' ανεβαίνει σιγά, σηκώνοντας τη μύτη του κατά τον ουρανό.

— Βρέχει, είπε.

Και με το κουλούρι στο χέρι, ακούμπησε στην ξύλινη κολόνα που βαστούσε τη σκεπή της βεράντας, κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα και αγνοώντας εξάδελφο κι εξαδέλφες, που τον λοξοκοίταζαν με περιέργεια. Ώσπου λαχανιασμένος κατέβηκε ο Αλέξανδρος και, κατακόκκινος και ανήσυχος, έδωσε τη σβούρα του Αντώνη. Γύρισε ο Γιάννης και του χαμογέλασε με το λίγο στραβό χαμόγελο της θείας Αργίνης και του πρόσφερε το κουλούρι.

— Σ' αρέσει; ρώτησε. Για σένα τ' αγόρασα!

Σάστισε ο Αλέξανδρος και κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. Σάστισαν και οι αδελφές του, σάστισε ακόμα περισσότερο και ο Αντώνης.

Και δεν ήξερε ο Αλέξανδρος τι να κάνει.

— Ε, δεν το παίρνεις; ρώτησε ο Γιάννης.

Και το πήρε ο Αλέξανδρος και ξέχασε να πει ευχαριστώ.

— Αυτός ο Αλέξανδρος όλο θα μας ντροπιάζει... μουρμούρισε η Αλεξάνδρα της Πουλουδιάς. Δώσ' του μια σπρωξιά να ξυπνήσει...

Μα, πριν προφθάσει η Πουλουδιά να δώσει την παραγγελμένη σπρωξιά, βγήκε πηδηχτή και θυμωμένη η θεία, άρπαξε τον Αλέξανδρο με το κουλούρι στο χέρι και τον πήρε μέσα φωνάζοντας:

— Βρέχει, δεν το βλέπετε; Τι κάνεις εσύ, Αλεξάνδρα, που είσαι η πιο μεγάλη; Και τι σας είπα πριν; Θέλετε νταντά να σας φυλάγει, κοτζάμ παιδιά;

Η απρόοπτη αυτή μπόρα, που από το κεφάλι του Αλέξανδρου ξεσπούσε έξαφνα στο κεφάλι της Αλεξάνδρας, ζάλισε ακόμα περισσότερο τα ξαφνισμένα από το κουλούρι αδέλφια. Κι επειδή η θεία τούς είπε και άλλα και μάλωσε τον καθένα χωριστά, μπάζοντας τους μέσα, κι έκλεισε με πάταγο τη γυάλινη πόρτα και φώναξε: «Αφροδίτη! Φέρε καφέ και γλυκό για το γιατρό, στο γραφείο του κυρίου» και ξανάφυγε βιαστική, όπως είχε έλθει, τ' αδέλφια άργησαν να συνέλθουν και ύστερα στάθηκαν και κοιτάχθηκαν και μετρήθηκαν. Ο Αλέξανδρος ήταν ολόκληρος εκεί, με το κουλούρι ακόμα στο χέρι. Μα έλειπε ένας, ο Γιάννης.

Μουδιασμένα πήγαν τ' αδέλφια στη γυάλινη πόρτα και κοίταξαν έξω, όπου τώρα έπεφτε καταρράχτης η βροχή.

Ο Γιάννης ήταν ακόμα εκεί, στην ίδια κολόνα, σκασμένος στα γέλια, με τα δυο χέρια στις τσέπες, και κοίταζε τα εξαδέλφια του κοροϊδευτικά. Και, καθώς πλάκωσαν και οι τέσσερις τη μύτη τους στο τζάμι, αυτός τους έβγαλε τη γλώσσα, δηλαδή τους κορόιδεψε ακόμα περισσότερο. Ο Αντώνης δήλωσε πως αυτό ήταν αδικία. Γιατί, σα μάλωνε η θεία Μαριέτα, ήθελαν δεν ήθελαν έπρεπε να μπουν μέσα, ενώ ο Γιάννης, που ήταν μεγάλος και είχε και μητέρα και πατέρα στο σπίτι...

Μα ο Γιάννης, απέξω, τώρα έκανε τέτοια πράματα, που όλες οι κουβέντες σταμάτησαν και ο Αλέξανδρος ξέχασε να κόψει το κουλούρι του. Με τα χέρια στις τσέπες πηδούσε μ' ενωμένα τα ποδάρια κι έπεφτε με ανοιχτά και πάλι ξαναπηδούσε με ανοιχτά και ξανάπεφτε μ' ενωμένα, τρεις, τέσσερις, πέντε φορές στην αράδα. Και ύστερα, χωρίς να σταθεί, έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες του, έπιασε τη μέση του και άρχισε να χορεύει μονάχος του. Και τι χορό! Πετούσε τα πόδια του μπροστά και τα χτυπούσε χάμω και ύστερα τα πετούσε πλάγια και πάλι τα χτυπούσε χάμω και σήκωνε τα γόνατα του ως το πιγούνι και λύγιζε ως κάτω στις πλάκες και πάλι πηδούσε σαν μπάλα κι έστριφτε σα σβούρα στο τακούνι του και στέκουνταν στο ένα πόδι, κι έγερνε το σώμα του ως κάτω και ακουμπούσε χάμω στο χέρι του, τεντώνοντας τάβλα το άλλο πόδι, και πάλι ορθώνουνταν μεμιάς και χτυπούσε απανωτά τις πλάκες με τακούνια και μύτες, πλακαπλάκ, πλακαπλάκ, πλακ, πλακ! Θαμπωμένα τον κοίταζαν τ' αδέλφια. Και, σα να μην έφθαναν όλα αυτά, έβαλε μπροστά του μια καρέγλα και πήδηξε από πάνω. Και ύστερα πήρε το τρίποδο σιδερένιο τραπέζι και το έβαλε στη μέση κι έπαιξε βαρελάκια, πηδώντας από πάνω.

— Τι δεν κάνει αυτός ο Γιάννης! είπε θαυμάζοντας η Αλεξάνδρα.

Μα και αυτού ακόμα δε σταμάτησε ο Γιάννης. Εκεί που θαύμαζαν τ' αδέλφια, σήκωσε το τραπέζι στα χέρια του, το αναποδογύρισε στον αέρα, με τα πόδια πάνω, και το στήριξε στο κεφάλι του.

Τ' αδέλφια ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Και τότε είπε η Πουλουδιά την ιστορική εκείνη αναίδεια που έμεινε μαύρη σελίδα στα οικογενειακά τους αρχεία. Μαγεμένη, εκστατική, είπε:

— Εγώ, σα μεγαλώσω, θα πάρω τον Γιάννη! Καταστροφή! Παν τα μάγια και η γοητεία, πάει και το μεθύσι!

— Και ποια είσαι συ που θα πάρεις τον Γιάννη; ρώτησε με καταφρόνια ο Αντώνης.

— Και πού το ξέρεις αν θέλει να σε πάρει ο Γιάννης; ρώτησε συνάμα η Αλεξάνδρα.

Και ως και ο Αλέξανδρος, που ήταν συνήθως κόμμα της, είπε:

— Ναι, πού το ξέρεις;

Κατακόκκινη, ντροπιασμένη, είχε κολλήσει πάλι η Πουλουδιά το μέτωπο της στο γυαλί της πόρτας μα πού να κοιτάξει πια τον Γιάννη! Και πάλι θα ήθελε να την κατάπινε η γη κι έκανε πως βλέπει τις κλωστές από νερά που κρέμουνταν στην ξύλινη σκεπή της βεράντας και τσάκιζαν στην κουπαστή και γίνουνταν σκόνη υγρή και σκορπίζουνταν χάμω. Και είπε ο Αντώνης:

— Μούτρο για σιδέρωμα! Αυστηρά τον διέκοψε η Αλεξάνδρα:

— Αντώνη, το ξέρεις πως η μαμά δε θέλει να λες τέτοια λόγια!

— Μα είναι φανταγμένη! διαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης.

— Πολύ φανταγμένη, είπε η Αλεξάνδρα. Μα εσύ να μη λες άσχημα λόγια!

Άνοιξε ο Αλέξανδρος το στόμα του να μιλήσει, μα πάλι άλλαξε γνώμη και δεν είπε τίποτα. Και σε λίγο έκοψε ένα κομμάτι από το κουλούρι του και το πρόσφερε της Πουλουδιάς. Μα εκείνη, χωρίς να γυρίσει, σήκωσε τον ώμο της. Και θέλησε ο Αλέξανδρος να της το βάλει στο χέρι κι εκείνη τράβηξε το χέρι της. Και για να μη λυπηθεί ο Αλέξανδρος με τον τρόπο της, είπε ο Αντώνης:

— Δώσε μού το μένα! και το έφαγε. Και είπε η Αλεξάνδρα:

— Και μένα!

Κι έκοψε άλλο κομμάτι ο Αλέξανδρος και της το 'δωσε. Κι επειδή δε γύριζε η Πουλουδιά, ακούμπησε ο Αλέξανδρος το κουλούρι του στο τραπέζι, πήρε μια καρέγλα, την έστησε κοντά της και ανέβηκε πάνω, πλάγι της, να δει τι κοιτάζει. Δεν είδε όμως τίποτα. Και, αφού στραβολαίμιασε γυρεύοντας να δει, ξανακατέβηκε και ζήτησε για παρηγοριά το κουλούρι του. Μα από το κουλούρι δεν έμενε πια παρά ένα κομματάκι μια σταλιά και λίγα σησάμια σκορπισμένα στο τραπέζι. Θύμωσε ο Αλέξανδρος και χτύπησε το πόδι του και είπε πως θέλει όλο το κουλούρι του. Και άναψε καβγάς. Αγανακτισμένη γύρισε η Πουλουδιά ν' ακούσει και απέξω ο Γιάννης κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι να δει, και την ίδια ώρα έβγαινε η θεία Μαριέτα με το θείο Γιώργη από το γραφείο του θείου Ζωρζή.

Τα πράματα ήταν πολύ άσχημα, προπάντων που ο Αλέξανδρος άρχιζε να κλαίει. Πέρασε βιαστικά ο Αντώνης κοντά του και του είπε:

— Αν κλάψεις, θα πω της θείας πως είπες «Βρε συ» στον αξιωματικό!

Και συνάμα άνοιξε του Γιάννη που χτυπούσε το τζάμι. Ο Αλέξανδρος κατάπιε τα δάκρυα του, η Πουλουδιά την αγανάκτηση της, και οι τέσσερις θυμήθηκαν ξαφνικά πως η μις Ράις ήταν πολύ άρρωστη. Μπήκε μέσα ο θείος Γιώργης γελώντας και τον ακολούθησε η θεία Μαριέτα. Εκείνη δε γελούσε· φαίνουνταν μάλιστα πολύ σκοτισμένη και τα φρύδια της ήταν σηκωμένα στη μέση σαν περισπωμένη. Και είπε ο θείος Γιώργης:

— Μπα, Γιάννη, τι κάνεις εδώ;

Μα σαν του αποκρίθηκε ο Γιάννης: «Μ' έστειλε η μητέρα να ρωτήσω ποιος είναι άρρωστος», είπε ο θείος ο γιατρός κάτι παράξενο. Είπε, χτυπώντας τον Γιάννη στον ώμο:

— Κανένας δεν είναι άρρωστος! Άιντε, πάμε σπίτι μας! Καθισμένα στα κρεβάτια τους, εκείνο το ίδιο βράδυ, αφού τα είχε ξεκουμπώσει και πλύνει η Αφροδίτη, και κανένας δεν είχε τυλίξει χαρτιά στα μαλλιά των κοριτσιών, τα τέσσερα αδέλφια, με σβησμένο το κερί και κατεβασμένες τις κουνουπιέρες, χαμηλοκουβέντιαζαν.

— Εγώ ήθελα να ξέρω, είπε η Αλεξάνδρα, γιατί δε μας είπαν την αλήθεια!

— Γιατί δε μας είπαν τίποτα πρόσθεσε η Πουλουδιά.

— Πώς δε μας είπαν τίποτα; ρώτησε ο Αντώνης. Μας είπε η θεία πως είναι πολύ άρρωστη η μις Ράις!

— Και είπε ο θείος Γιώργης του Γιάννη πως κανένας δεν είναι άρρωστος εδώ! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

— Μπορεί να μην ξέρει καλά ο θείος Γιώργης! παρατήρησε ο Αλέξανδρος.

— Σώπα συ! του είπε ο Αντώνης. Αφού είναι γιατρός ο θείος!

— Και η Αφροδίτη δεν ξέρει; έκανε η Πουλουδιά.

— Εκείνη ξέρει πιο καλά απ' όλους! επικύρωσε η Αλεξάνδρα. Αφού ήταν στην κάμαρα σαν πήγε ο θείος με τη θεία, και ήταν και ύστερα, και ήταν και πριν.

— Ε! Αυτή δεν είπε ποτέ πως η μις Ράις δεν είναι άρρωστη! είπε ο Αντώνης.

— Όχι, μα είπε: «Αυτές οι Εγγλέζες δεν παθαίνουν τίποτα, κι έννοια σας!» Που είναι σα να λέγει πως δεν είναι άρρωστη! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

— Είπε και κάτι άλλο, πρόσθεσε συλλογισμένη η Πουλουδιά. Είπε: «Κάθε άλλος θα είχε γκρεμοτσακιστεί δέκα φορές! Αυτή τίποτα!»

Γιατί θα είχε γκρεμοτσακιστεί η μις Ράις; Και από πού;

— Από το κρεβάτι της ίσως; αν είχε πέσει; έκανε δειλά ο Αλέξανδρος.

— Όχι, γιατί είπε η Αφροδίτη: «Με τα εγγλέζικα ποδάρια της τα 'βγαλε πέρα» και δε μίλησε για κρεβάτι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά.

Την άκουσα που το είπε της κερα-Ρήνης.

Τα τέσσερα αδέλφια έπεσαν σε συλλογή.

— Εγώ αύριο θα πάγω μέσα να τη δω και θα σας πω! αποφάσισε ο Αντώνης.

— Κι εγώ! πετάχθηκε και είπε ο Αλέξανδρος.

— Όχι εσύ, δεν κάνει! Είσαι μικρός και μπορείς να κολλήσεις την αρρώστια της!

— Καθόλου δε θα κολλήσω! Και θα πάγω!

— Τότε θα πάμε όλοι μας! είπε η Αλεξάνδρα.

— Σιγά, μη ζητήσει τώρα να πάγει και η Πουλουδιά! έκανε κοροϊδευτικά ο Αντώνης.

Η Πουλουδιά ορτσώθηκε υψώνοντας και τη φωνή:

— Και γιατί να μην πάγω;

— Γιατί είσαι κορίτσι, και τα κορίτσια κάθονται ήσυχα!

Από τα κοριτσίστικα κρεβάτια σηκώθηκε διαμαρτυρία. Ο Αντώνης τους είπε να σωπάσουν. Ο Αλέξανδρος υποστήριζε τις αδελφές του. Για να επιβληθεί, αναγκάστηκε ο Αντώνης να φωνάξει. Τα κορίτσια επαναστάτησαν, μα κανένας δεν τις άκουσε, γιατί όλοι μιλούσαν μαζί. Παλαμάκια δυνατά και μια φωνή ανέβηκαν από το κάτω πάτωμα.

— Παιδιά, θέλετε ν' ανεβώ;

Ξαφνική σιωπή απλώθηκε στη σκοτεινή κάμαρα. Ούτε φωνή ούτε κίνηση ακούστηκε πια. Και όταν ανέβηκε η θεία να βεβαιωθεί πως όλα ήταν εντάξει, τέσσερις κουνουπιέρες άσπρες ξεχώριζαν θαμπά στην αστροφεγγιά που έμπαινε από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, μα τσιμουδιά πια δεν ακούουνταν.


Ε'. Ο Γιάννης Eh. John 呃。约翰

Ο θείος ο γιατρός έφθασε και πήγε πάνω με τη θεία Μαριέτα. Uncle the doctor arrived and went upstairs with Aunt Marietta.

— Μην κουνήσετε από δω από τη βεράντα, είπε η θεία στ' αδέλφια. — Beweg dich nicht von hier auf der Veranda, sagte die Tante zu den Geschwistern. — Don't move from here on the porch, said the aunt to the siblings. — Verandada kıpırdamayın, dedi teyze kardeşlere. Εκτός... Außer... Except...

Σήκωσε τα μάτια της στα σύννεφα που μαζεύουνταν πυκνά από τη δύση. She looked up at the clouds gathering thickly from the west.

— Εκτός αν βρέξει, πρόσθεσε, και τότε να μπείτε μέσα. — Unless it rains, he added, and then come inside. Και ακολούθησε το θείο, ίσιο, λιγνό, με ψαρό μουστάκι και γένια, που ανέβαινε. And followed the uncle, straight, lean, with a fishy mustache and beard, who was going up. Ve yukarı çıkan, düz, zayıf, balık gibi bıyıklı ve sakallı amcayı takip etti. Και πέρασε πολλή ώρα κι εκείνοι δεν κατέβαιναν. And a long time passed and they did not come down.

— Θα είναι πιο άρρωστη η μις Ράις! — Miss Rice will be sicker! είπε η Αλεξάνδρα. Alexandra said.

— Ίσως πέθανε πια! — Vielleicht ist er jetzt tot! — Perhaps he is dead now! πρόσθεσε η Πουλουδιά. added Pouloudia. Και όλα τ' αδέλφια μελαγχόλησαν. And all the brothers were sad.

Και τότε ήλθε ο Γιάννης. Und dann kam Johannes. And then John came. Με τα χέρια στις τσέπες, κουνιστός, χωρίς βία, ανέβηκε τις σκάλες της βεράντας και ρώτησε: With his hands in his pockets, swaying, without violence, he went up the porch steps and asked:

— Πού είναι η θεία Μαριέτα; — Where is Aunt Marietta?

— Απάνω, με το θείο. — Above, with the divine. Η μις Ράις είναι πολύ άρρωστη, αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. Miss Rice is very ill, Alexandra answered.

Ο Γιάννης είχε βγάλει το δεξί του χέρι από την τσέπη του και, σα μεγάλος, το έδωσε στην Αλεξάνδρα, στον Αντώνη, στην Πουλουδιά και στον Αλέξανδρο, και είπε στον καθένα χωριστά: Giannis had taken his right hand out of his pocket and, like a grown man, he gave it to Alexandra, Antonis, Pouloudia and Alexander, and said to each of them separately:

— Καλησπέρα! - Good Evening!

Το είπε πολύ ευγενικά. He said it very kindly. Και ύστερα από τη χθεσινή του διαγωγή, που μάδησε τον τοίχο για να καθαρίσει τα χέρια του, τ' αδέλφια δεν ήξεραν πολύ καλά τι στάση να πάρουν. And after his behavior yesterday, when he plucked at the wall to clean his hands, the brothers didn't quite know what attitude to take. Ο Γιάννης όμως δε φαίνουνταν καθόλου ν' αντιλαμβάνεται πως βρίσκουνταν σε στενοχώρια τα εξαδέλφια του. Doch Yannis schien überhaupt nicht zu bemerken, dass seine Cousins in Not waren. But Yannis did not seem at all to realize that his cousins were in distress. Σα να μιλούσε σε μεγάλη κυρία, είπε ευγενικά της Αλεξάνδρας: As if speaking to a great lady, he said politely to Alexandra:

— Η μητέρα μ' έστειλε να ρωτήσω ποιος είναι άρρωστος. — Mother sent me to ask who is sick. Ανησύχησε που στείλατε έτσι βιαστικά να πάρετε τον πατέρα. He was worried that you sent so hastily to fetch father.

Ο πληθυντικός «στείλατε» και «να πάρετε» κολάκευσε πολύ την Αλεξάνδρα, που δεν είχε φαντασθεί ως εκείνη την ώρα πως έπαιζε ρόλο, εκείνη και τ' αδέλφια της, στον ερχομό του θείου Γιώργη. The plural "send" and "take" flattered Alexandra a lot, who had not imagined until that time that she and her siblings played a role in the arrival of Uncle George. Άλλο τόσο ευγενικά και πρόθυμα αποκρίθηκε του Γιάννη: Another so politely and willingly answered John:

— Ναι! — Yes! Παρακαλέσαμε να έλθει πολύ γρήγορα, γιατί η μις Ράις είναι πολύ, πάρα πολύ άρρωστη. We begged her to come very quickly, for Miss Rice is very, very ill.

— Τι έχει; ρώτησε ο Γιάννης χωρίς να φαίνεται πολύ ταραγμένος. - What's the matter with him; John asked without looking too flustered.

— Παραμιλά! — Paramila! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. Alexandra replied. Μα καθόλου δεν ταράχθηκε ο Γιάννης. But Giannis was not disturbed at all.

— Πολλοί άνθρωποι παραμιλούν και με λίγο πυρετό! — Many people talk even with a little fever! είπε καθησυχαστικά. he said reassuringly.

Τ' αδέλφια θαύμασαν. The brothers marveled. Τι είναι ωστόσο να 'χεις πατέρα γιατρό! But what is it to have a doctor father!

Μα θυμήθηκε η Αλεξάνδρα κάτι φοβερό. But Alexandra remembered something awesome.

— Η θεία. - The aunt. είπε: «Δε μ' αρέσει η θέση της!» Και η κερα-Ρήνη λέγει πως θα είναι του θανατά! he said, "I don't like her position!" And the horn-Rini says that it will be his death!

Ο Γιάννης χαμογέλασε με επιείκεια. John smiled indulgently.

— Ούτε η θεία ούτε η κερα-Ρήνη δεν είναι γιατροί! — Neither Auntie nor Kera-Rini are doctors! είπε. Αυτή η ασυζήτητη αλήθεια αποστόμωσε τ' αδέλφια που, και τα τέσσερα, όρθια, θαμπωμένα, κοίταζαν τον Γιάννη. Diese unausgesprochene Wahrheit verblüffte die Brüder, die, alle vier, stehend, geblendet, Giannis ansahen. This undiscussed truth stunned the brothers who, all four, standing, dazzled, looked at Giannis. Τους είδε αυτός και γέλασε. He saw them and laughed.

— Τι με κοιτάζετε έτσι; ρώτησε. — Why are you looking at me like that? asked.

Πολύ ντράπηκαν τ' αδέλφια και όλα κούνησαν από τη θέση τους και καμώθηκαν πως κάτι γυρεύουν. The brothers were very embarrassed and they all moved from their seats and pretended that they were up to something. Άθελα γύρισε η Αλεξάνδρα στον τοίχο που είχε μαδήσει χθες ο Γιάννης, ενώ ο Αλέξανδρος έσκυβε να κουμπώσει ένα χαμένο κουμπί από το παπούτσι του, η Πουλουδιά άπλωνε το χέρι της πάνω από την καγκελαρία να δει αν βρέχει, και σιωπηλά ο Αντώνης κατέβηκε στο δρόμο. Unwillkürlich wandte sich Alexandra der Wand zu, die Yannis gestern gezupft hatte, während Alexander sich bückte, um einen verlorenen Knopf von seinem Schuh zu befestigen, Pouloudia ihre Hand über den Chor streckte, um zu sehen, ob es regnete, und Antonis schweigend die Straße hinunterging. Involuntarily, Alexandra turned to the wall that Yannis had plucked yesterday, while Alexander bent down to fasten a lost button from his shoe, Pouloudia stretched her hand over the chancel to see if it was raining, and silently Antonis went down the street.

Μα τον είδε ευτυχώς η Αλεξάνδρα κι έτρεξε στη σκάλα και του φώναξε: But luckily Alexandra saw him and ran to the stairs and shouted to him:

— Η θεία είπε να μην κουνήσομε από δω! — The aunt said not to move from here! Κοντοστάθηκε ο Αντώνης και κακοθέλητα είπε: Antonis stopped short and said maliciously:

— Πάγω μια στιγμή στης Αλίς. — I freeze for a moment in Alice.

— Όχι, να μην πας! — No, don't go! πρόσταξε η Αλεξάνδρα. Alexandra ordered. Θα θυμώσει η θεία! Aunt will be angry!

Αργά επέστρεψε ο Αντώνης και, κλοτσώντας ένα-ένα τα σκαλοπάτια όσο ανέβαινε, είπε: Antonis kehrte langsam zurück und trat beim Hinaufsteigen eine Stufe nach der anderen mit den Füßen und sagte: Antonis returned slowly and, kicking the steps one by one as he went up, said:

— Θέλω κάτι να ρωτήσω την Αλίς... — I want to ask Alice something...

— Ποια είναι η Αλίς; ρώτησε ο Γιάννης. — Who is Alice? asked John.

— Η Αλίς Χορν... Κάθεται δω, πλάγι μας, αποκρίθηκε βιαστικά η Πουλουδιά, ενθουσιασμένη που βρήκε μια κουβέντα να κάνει με το μεγάλο εξάδελφο. — Alice Horne... She's sitting here, next to us, answered Poulodia hastily, excited to find a conversation to have with the big cousin. Παίζομε συχνά μαζί της. We often play with her. Έχει κι έναν αδελφό μεγάλο, που τον λένε Μαξ. He also has an older brother named Max. Τον ξέρεις, Γιάννη; Do you know him, John?

— Τον ξέρω, είπε ακατάδεχτα ο Γιάννης. — I know him, said Yannis disapprovingly. Έρχεται στο σχολείο μου. He comes to my school.

— Έχει κι ένα μικρό αδελφό και τον λένε Αλέκο, προθυμοποιήθηκε να τον πληροφορήσει η Πουλουδιά. — He also has a little brother and his name is Aleco, Pouloudia was willing to inform him. Και τον αγαπούμε πολύ... And we love him so much...

Ο Γιάννης είχε ξαναβάλει τα χέρια του στις τσέπες του και χαμογελούσε ακόμα πιο ακατάδεχτα. Giannis hatte die Hände wieder in die Hosentaschen gesteckt und lächelte noch verschmitzter. Giannis had put his hands in his pockets again and was smiling even more impishly.

— Τους ξέρω, είπε. — I know them, he said. Και πρόσθεσε: And he added:

— Είναι Εβραίοι! — They are Jews!

Τ' αδέλφια έμειναν εμβρόντητα. Die Brüder waren fassungslos. The brothers were stunned.

— Εβραίοι!... — Jews!... Και πάγει ο Μαξ στο σχολείο σου; έκανε η Αλεξάνδρα. Und geht Max auf deine Schule? Alexandra tat es. And does Max go to your school? Alexandra did.

— Γιατί όχι; είπε ο Γιάννης. - Why not; said John.

Η απάντηση του Γιάννη τους έριξε όλους σε συλλογή. Johns Antwort versetzte sie alle in Raserei. John's answer sent them all into a frenzy. Και ο Αντώνης, σαν αγόρι προς αγόρι, πήρε το λόγο και είπε: Und Antonis ergriff wie von Junge zu Junge das Wort und sagte: And Antonis, like boy to boy, took the floor and said:

— Ο Στάμος λέγει πως οι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό! — Stamos says that the Jews crucified Christ!

— Ποιος είναι ο Στάμος; ρώτησε ο Γιάννης. — Who is Stamos? asked John.

— Ένας εξάδελφος μας στην Αλεξάνδρεια. — A cousin of ours in Alexandria. Είναι αλήθεια; Is true;

— Βέβαια είναι αλήθεια, αποκρίθηκε ο Γιάννης. — Of course it's true, answered Giannis.

— Λοιπόν πώς μπορείς να παίζεις μαζί τους; — So how can you play with them?

— Εγώ δεν παίζω με τον Μαξ, δεν τον έχω φίλο, γιατί είναι μικρός και σ' άλλη τάξη. — I don't play with Max, I don't have him as a friend, because he is small and in another class. Μα άλλα παιδιά παίζουν. But other children are playing.

— Χριστιανοί;

— Ναι.

— Μα δε φοβούνται; ρώτησε η Πουλουδιά. — But aren't they afraid? asked Pouloudia.

— Τι να φοβηθούν; — What should they be afraid of?

Η Πουλουδιά αποστομώθηκε. Pouloudia was speechless. Κάθε απάντηση του Γιάννη της φαίνουνταν αλήθεια, βεβαίωση που δε σήκωνε συζήτηση. Jede Antwort von Giannis schien ihr wahr zu sein, eine Bestätigung, die keine Debatte auslöste. Every answer from Giannis seemed true to her, a confirmation that did not raise any debate. Τόσο έμοιαζε να τα ξέρει όλα αυτός ο Γιάννης! This John seemed to know everything! Και η Αλεξάνδρα κλονίστηκε. And Alexandra was shaken. Εκείνη όμως, σαν πιο μεγάλη τόλμησε να πει: But she, as an older woman, dared to say:

— Μα ο Στάμος λέγει πως αν δείξεις του Εβραίου ένα σταυρό, αυτός πέφτει ξερός! — But Stamos says that if you show a Jew a cross, he falls dead! Γιατί έχει ένα διάβολο μέσα του και σα δει ο διάβολος το σταυρό, σκάζει! Denn er hat einen Teufel in sich und als der Teufel das Kreuz sieht, platzt er! Because he has a devil inside him and when the devil sees the cross, he bursts! Ο Γιάννης την κοίταξε και είπε: John looked at her and said:

— Τι ανοησίες! — What nonsense!

— Ναι! επέμεινε η Αλεξάνδρα. insisted Alexandra. Κι εμείς ξέραμε κάτι κορίτσια Εβραίες που πήγαιναν κι έπαιζαν στο ίδιο περιβόλι όπου πηγαίναμε κι εμείς και μας είπε ο Στάμος να δοκιμάσομε και να δούμε. We also knew some Jewish girls who went and played in the same orchard where we went and Stamos told us to try and see. Και πήραμε το σταυρό της βαφτίσεώς μου... And we got my baptismal cross...

Έχωσε η Αλεξάνδρα το χέρι της μες στο λαιμό του φουστανιού της και τράβηξε έξω ένα χρυσό σταυρό που κρέμουνταν σε μιαν αλυσιδίτσα. Alexandra reached into the neck of her dress and pulled out a gold cross hanging on a small chain.

— Να, αυτό το σταυρό! — Yes, this cross! Κι εμείς φοβόμασταν πολύ. We were also very afraid. Και ο Στάμος είπε: «Δώσ' μου εμένα το σταυρό!» Και σαν είδε τις Εβραίες, σήκωσε το σταυρό... And Stamos said: "Give me the cross!" And when he saw the Jewish women, he lifted up the cross...

— Κι έπεσαν ξερές; ρώτησε ο Γιάννης. — And they fell dry? asked John. Η Αλεξάνδρα μαζεύθηκε. Alexandra pulled herself together.

— Όχι! ομολόγησε. he confessed. Έφυγαν. They left. Μα ο Στάμος λέγει πως δεν τον είχαν κοιτάξει καλά και γι' αυτό δεν έσκασαν... But Stamos says that they hadn't looked at him properly and that's why they didn't explode...

— Τι ανοησίες! — What nonsense! είπε πάλι ο Γιάννης. said John again. Ο Στάμος, θαρρώ, τις κόβει! Stamos, wage ich zu behaupten, schneidet sie! Stamos, I daresay, cuts them!

— Εσύ δεν το πιστεύεις, Γιάννη; ρώτησε η Πουλουδιά κλονισμένη. — You don't believe it, John? asked Pouloudia, shaken. — Όχι! αποκρίθηκε ο Γιάννης. John replied.

— Και όμως είναι αλήθεια! — And yet it is true! βεβαίωσε η Αλεξάνδρα. confirmed Alexandra. Να, ρώτα τον Αντώνη να σου πει τι λέγει ο Στάμος. Yes, ask Antonis to tell you what Stamos says.

Μα ο Αντώνης δε θέλησε να πει τι λέγει ο Στάμος. But Antonis did not want to say what Stamos was saying. Δεν ταίριαζε, απέναντι ενός αγοριού, να δώσει δίκαιο σε κορίτσι. It was not fitting, against a boy, to give justice to a girl. Κι εδώ, ή ο Στάμος είχε πει «ανοησίες», όπως έλεγε ο Γιάννης, ή ο Γιάννης ήταν άπιστος Θωμάς, που και αυτό ήταν κακό. And here, either Stamos had said "nonsense", as John said, or John was an unfaithful Thomas, which was also bad. Ώστε γύρισε στον Αλέξανδρο και τον διέταξε: So he turned to Alexander and ordered him:

— Πήγαινε απάνω και φέρε μου τη σβούρα μου! — Go up and bring me my spinning-wheel!

— Δεν πάγω! — I'm not freezing! είπε ο Αλέξανδρος που με πάθος παρακολουθούσε τις περιπέτειες του σταυρού, του διαβόλου και των Εβραίων. said Alexander who was following with passion the adventures of the cross, the devil and the Jews.

— Πήγαινε! επανέλαβε ο Αντώνης. Antonis repeated. Δε γυρνά καλά! Es läuft nicht gut! It's not going well! Θέλω να τη δείξω του Γιάννη! I want to show it to John!

— Πηγαίνω ύστερα! — I'll go later! αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. Alexander replied.

— Αν δεν πας, ξέρεις;... Θα πω του Γιάννη τι είπες στον αξιωματικό! – Wenn Sie nicht gehen, wissen Sie? … Ich werde Giannis erzählen, was Sie dem Offizier gesagt haben! — If you don't go, you know?... I'll tell Giannis what you said to the officer!

Ο Αλέξανδρος πετάχθηκε απάνω. Alexander jumped up.

— Όχι! αναφώνησε. he exclaimed. Ο Γιάννης γύρισε.

— Τι είπες; Και σε ποιον αξιωματικό; ρώτησε με καλοσύνη. - What did you say; And to which officer? he asked kindly.

— Μην πεις! - Do not say! φώναξε με αγωνία ο Αλέξανδρος. cried Alexander anxiously. Και σου φέρνω τη σβούρα σου! And I bring you your spin!

Και σαν αστραπή χάθηκε πίσω από τις πόρτες και όρμησε στη σκάλα. And like lightning he disappeared behind the doors and rushed up the stairs. Στη βεράντα έπεσε σιωπή. Silence fell on the porch. Ο Γιάννης κοίταζε τις εξαδέλφες του και οι εξαδέλφες κοίταζαν τη θάλασσα, για να κρύψουν την ντροπή που τις πλάκωσε πάλι με την ενθύμηση του αξιωματικού και του Αλέξανδρου. Giannis sah seine Cousins an und die Cousins blickten auf das Meer, um die Scham zu verbergen, die sie mit der Erinnerung an den Offizier und Alexander erneut traf. Giannis was looking at his cousins and the cousins were looking at the sea, to hide the shame that hit them again with the memory of the officer and Alexander.

Μόνος ο Αντώνης, με τα χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του και το κεφάλι ψηλά, πήγαινε κι έρχουνταν κλοτσώντας καρέγλες και τραπέζι, χωρίς ντροπή και χωρίς ανησυχία, αφού εκείνος όριζε την κατάσταση και από κείνον κρέμουνταν να πει ή να μην πει, να ντροπιάσει την οικογένεια στα μάτια του Γιάννη ή να βαστάξει το γόητρο της ψηλά. Antonis alone, with his hands in his trouser pockets and his head held high, went back and forth kicking boards and tables, without shame and without concern, since he defined the situation and it was up to him to say or not to say, to embarrass her family in the eyes of John or to raise her prestige high. Πέρασε ένας κουλούρας φωνάζοντας: Ein Bagel ging vorbei und rief: A bagel passed by shouting:

— Φρέσκα κουλούρια της ώρας! — Fresh bagels of the hour!

Κατέβηκε ο Γιάννης, διάλεξε ένα κουλούρι κι έβγαλε από την τσέπη του μια φούχτα πράματα, όπου χώριζαν δυο βόλοι, ένας σουγιάς, τρεις τέσσερις πενίτσες, ένα κομματάκι αλυσίδα και μια πεντάρα. Πήρε την πεντάρα και την έδωσε του κουλούρα και άρχισε ν' ανεβαίνει σιγά, σηκώνοντας τη μύτη του κατά τον ουρανό. He took the fiver and gave it to the roll and began to climb slowly, lifting his nose to the sky.

— Βρέχει, είπε. — It's raining, he said.

Και με το κουλούρι στο χέρι, ακούμπησε στην ξύλινη κολόνα που βαστούσε τη σκεπή της βεράντας, κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα και αγνοώντας εξάδελφο κι εξαδέλφες, που τον λοξοκοίταζαν με περιέργεια. And with the bagel in his hand, he leaned against the wooden pillar that supported the roof of the veranda, looking towards the sea and ignoring his cousins, who were looking askance at him. Ώσπου λαχανιασμένος κατέβηκε ο Αλέξανδρος και, κατακόκκινος και ανήσυχος, έδωσε τη σβούρα του Αντώνη. Until Alexander came down panting and, red-faced and anxious, gave Antonis' swoora. Γύρισε ο Γιάννης και του χαμογέλασε με το λίγο στραβό χαμόγελο της θείας Αργίνης και του πρόσφερε το κουλούρι. Giannis turned and smiled at him with Aunt Argini's slightly crooked smile and offered him the bagel.

— Σ' αρέσει; ρώτησε. — Do you like it? asked. Για σένα τ' αγόρασα! I bought it for you!

Σάστισε ο Αλέξανδρος και κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. Alexander was startled and blushed even more. Σάστισαν και οι αδελφές του, σάστισε ακόμα περισσότερο και ο Αντώνης. His sisters were also surprised, Antonis was even more surprised.

Και δεν ήξερε ο Αλέξανδρος τι να κάνει. And Alexander did not know what to do.

— Ε, δεν το παίρνεις; ρώτησε ο Γιάννης. — Well, you don't get it? asked John.

Και το πήρε ο Αλέξανδρος και ξέχασε να πει ευχαριστώ. And Alexander took it and forgot to say thank you.

— Αυτός ο Αλέξανδρος όλο θα μας ντροπιάζει... μουρμούρισε η Αλεξάνδρα της Πουλουδιάς. — Dieser Alexander wird uns in Verlegenheit bringen... murmelte Alexandra von Pouloudia. — This Alexander will embarrass us... muttered Alexandra of Pouloudia. Δώσ' του μια σπρωξιά να ξυπνήσει... Give him a nudge to wake up...

Μα, πριν προφθάσει η Πουλουδιά να δώσει την παραγγελμένη σπρωξιά, βγήκε πηδηχτή και θυμωμένη η θεία, άρπαξε τον Αλέξανδρο με το κουλούρι στο χέρι και τον πήρε μέσα φωνάζοντας: Aber bevor Pouloudia den befohlenen Schubs geben konnte, kam die Tante aufgeschreckt und wütend heraus, packte Alexandros mit dem Bagel in der Hand und führte ihn schreiend hinein: But, before Pouloudia could give the ordered push, the aunt came out jumping and angry, grabbed Alexandros with the bagel in his hand and took him inside shouting:

— Βρέχει, δεν το βλέπετε; Τι κάνεις εσύ, Αλεξάνδρα, που είσαι η πιο μεγάλη; Και τι σας είπα πριν; Θέλετε νταντά να σας φυλάγει, κοτζάμ παιδιά; — Es regnet, siehst du nicht? Was machst du, Alexandra, da du die Älteste bist? Und was habe ich dir vorher gesagt? Wollen Sie, dass ein Kindermädchen auf Sie aufpasst, kojam kids?

Η απρόοπτη αυτή μπόρα, που από το κεφάλι του Αλέξανδρου ξεσπούσε έξαφνα στο κεφάλι της Αλεξάνδρας, ζάλισε ακόμα περισσότερο τα ξαφνισμένα από το κουλούρι αδέλφια. Dieser unerwartete Sturm, der plötzlich von Alexanders Kopf zu Alexandras Kopf ausbrach, verblüffte die Brüder, die von dem Brötchen überrascht waren, noch mehr. This unexpected storm, which suddenly erupted from Alexander's head to Alexandra's head, stunned the brothers, who were surprised by the bun, even more. Κι επειδή η θεία τούς είπε και άλλα και μάλωσε τον καθένα χωριστά, μπάζοντας τους μέσα, κι έκλεισε με πάταγο τη γυάλινη πόρτα και φώναξε: «Αφροδίτη! And because the aunt told them more and scolded each of them separately, putting them inside, and slammed the glass door and shouted: "Aphrodite! Φέρε καφέ και γλυκό για το γιατρό, στο γραφείο του κυρίου» και ξανάφυγε βιαστική, όπως είχε έλθει, τ' αδέλφια άργησαν να συνέλθουν και ύστερα στάθηκαν και κοιτάχθηκαν και μετρήθηκαν. Bring coffee and sweets for the doctor, in the master's office" and she left hurriedly, as she had come, the brothers were slow to recover and then they stood and looked at each other and measured each other. Ο Αλέξανδρος ήταν ολόκληρος εκεί, με το κουλούρι ακόμα στο χέρι. Alexander was there whole, with the bagel still in his hand. Μα έλειπε ένας, ο Γιάννης. But one person was missing, Giannis.

Μουδιασμένα πήγαν τ' αδέλφια στη γυάλινη πόρτα και κοίταξαν έξω, όπου τώρα έπεφτε καταρράχτης η βροχή. Numbly, the brothers went to the glass door and looked out, where the rain was now pouring down.

Ο Γιάννης ήταν ακόμα εκεί, στην ίδια κολόνα, σκασμένος στα γέλια, με τα δυο χέρια στις τσέπες, και κοίταζε τα εξαδέλφια του κοροϊδευτικά. Giannis was still there, on the same pillar, laughing, with both hands in his pockets, looking at his cousins mockingly. Και, καθώς πλάκωσαν και οι τέσσερις τη μύτη τους στο τζάμι, αυτός τους έβγαλε τη γλώσσα, δηλαδή τους κορόιδεψε ακόμα περισσότερο. And, as they all four pressed their noses against the glass, he stuck out their tongues, that is, mocked them still more. Ο Αντώνης δήλωσε πως αυτό ήταν αδικία. Γιατί, σα μάλωνε η θεία Μαριέτα, ήθελαν δεν ήθελαν έπρεπε να μπουν μέσα, ενώ ο Γιάννης, που ήταν μεγάλος και είχε και μητέρα και πατέρα στο σπίτι...

Μα ο Γιάννης, απέξω, τώρα έκανε τέτοια πράματα, που όλες οι κουβέντες σταμάτησαν και ο Αλέξανδρος ξέχασε να κόψει το κουλούρι του. Με τα χέρια στις τσέπες πηδούσε μ' ενωμένα τα ποδάρια κι έπεφτε με ανοιχτά και πάλι ξαναπηδούσε με ανοιχτά και ξανάπεφτε μ' ενωμένα, τρεις, τέσσερις, πέντε φορές στην αράδα. Mit den Händen in den Hosentaschen sprang er mit geschlossenen Beinen und fiel mit geöffneten Beinen und sprang wieder mit geöffneten Füßen und fiel wieder mit geöffneten Füßen, drei-, vier-, fünfmal in der Arena. Και ύστερα, χωρίς να σταθεί, έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες του, έπιασε τη μέση του και άρχισε να χορεύει μονάχος του. Und dann nahm er, ohne aufzustehen, die Hände aus den Taschen, faßte sich an die Taille und begann allein zu tanzen. Και τι χορό! Πετούσε τα πόδια του μπροστά και τα χτυπούσε χάμω και ύστερα τα πετούσε πλάγια και πάλι τα χτυπούσε χάμω και σήκωνε τα γόνατα του ως το πιγούνι και λύγιζε ως κάτω στις πλάκες και πάλι πηδούσε σαν μπάλα κι έστριφτε σα σβούρα στο τακούνι του και στέκουνταν στο ένα πόδι, κι έγερνε το σώμα του ως κάτω και ακουμπούσε χάμω στο χέρι του, τεντώνοντας τάβλα το άλλο πόδι, και πάλι ορθώνουνταν μεμιάς και χτυπούσε απανωτά τις πλάκες με τακούνια και μύτες, πλακαπλάκ, πλακαπλάκ, πλακ, πλακ! Θαμπωμένα τον κοίταζαν τ' αδέλφια. Και, σα να μην έφθαναν όλα αυτά, έβαλε μπροστά του μια καρέγλα και πήδηξε από πάνω. Und als wäre das alles noch nicht genug, stellte er ein Brett vor sich hin und sprang darauf. Και ύστερα πήρε το τρίποδο σιδερένιο τραπέζι και το έβαλε στη μέση κι έπαιξε βαρελάκια, πηδώντας από πάνω.

— Τι δεν κάνει αυτός ο Γιάννης! είπε θαυμάζοντας η Αλεξάνδρα.

Μα και αυτού ακόμα δε σταμάτησε ο Γιάννης. Εκεί που θαύμαζαν τ' αδέλφια, σήκωσε το τραπέζι στα χέρια του, το αναποδογύρισε στον αέρα, με τα πόδια πάνω, και το στήριξε στο κεφάλι του.

Τ' αδέλφια ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Και τότε είπε η Πουλουδιά την ιστορική εκείνη αναίδεια που έμεινε μαύρη σελίδα στα οικογενειακά τους αρχεία. Μαγεμένη, εκστατική, είπε:

— Εγώ, σα μεγαλώσω, θα πάρω τον Γιάννη! Καταστροφή! Παν τα μάγια και η γοητεία, πάει και το μεθύσι!

— Και ποια είσαι συ που θα πάρεις τον Γιάννη; ρώτησε με καταφρόνια ο Αντώνης.

— Και πού το ξέρεις αν θέλει να σε πάρει ο Γιάννης; ρώτησε συνάμα η Αλεξάνδρα.

Και ως και ο Αλέξανδρος, που ήταν συνήθως κόμμα της, είπε:

— Ναι, πού το ξέρεις;

Κατακόκκινη, ντροπιασμένη, είχε κολλήσει πάλι η Πουλουδιά το μέτωπο της στο γυαλί της πόρτας μα πού να κοιτάξει πια τον Γιάννη! Και πάλι θα ήθελε να την κατάπινε η γη κι έκανε πως βλέπει τις κλωστές από νερά που κρέμουνταν στην ξύλινη σκεπή της βεράντας και τσάκιζαν στην κουπαστή και γίνουνταν σκόνη υγρή και σκορπίζουνταν χάμω. Και είπε ο Αντώνης:

— Μούτρο για σιδέρωμα! — Gesicht zum Bügeln! Αυστηρά τον διέκοψε η Αλεξάνδρα:

— Αντώνη, το ξέρεις πως η μαμά δε θέλει να λες τέτοια λόγια!

— Μα είναι φανταγμένη! διαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης.

— Πολύ φανταγμένη, είπε η Αλεξάνδρα. Μα εσύ να μη λες άσχημα λόγια!

Άνοιξε ο Αλέξανδρος το στόμα του να μιλήσει, μα πάλι άλλαξε γνώμη και δεν είπε τίποτα. Και σε λίγο έκοψε ένα κομμάτι από το κουλούρι του και το πρόσφερε της Πουλουδιάς. Μα εκείνη, χωρίς να γυρίσει, σήκωσε τον ώμο της. Και θέλησε ο Αλέξανδρος να της το βάλει στο χέρι κι εκείνη τράβηξε το χέρι της. Και για να μη λυπηθεί ο Αλέξανδρος με τον τρόπο της, είπε ο Αντώνης:

— Δώσε μού το μένα! και το έφαγε. Και είπε η Αλεξάνδρα:

— Και μένα!

Κι έκοψε άλλο κομμάτι ο Αλέξανδρος και της το 'δωσε. Κι επειδή δε γύριζε η Πουλουδιά, ακούμπησε ο Αλέξανδρος το κουλούρι του στο τραπέζι, πήρε μια καρέγλα, την έστησε κοντά της και ανέβηκε πάνω, πλάγι της, να δει τι κοιτάζει. Δεν είδε όμως τίποτα. Και, αφού στραβολαίμιασε γυρεύοντας να δει, ξανακατέβηκε και ζήτησε για παρηγοριά το κουλούρι του. And, after squinting to see, he came down again and asked for his bun for consolation. Μα από το κουλούρι δεν έμενε πια παρά ένα κομματάκι μια σταλιά και λίγα σησάμια σκορπισμένα στο τραπέζι. But all that was left of the bun was a small piece, a drop and a few sesame seeds scattered on the table. Θύμωσε ο Αλέξανδρος και χτύπησε το πόδι του και είπε πως θέλει όλο το κουλούρι του. Alexander got angry and stamped his foot and said he wanted all his bun. Και άναψε καβγάς. And a fight broke out. Αγανακτισμένη γύρισε η Πουλουδιά ν' ακούσει και απέξω ο Γιάννης κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι να δει, και την ίδια ώρα έβγαινε η θεία Μαριέτα με το θείο Γιώργη από το γραφείο του θείου Ζωρζή. Indignant, Pouloudia turned to listen and outside Yannis stuck his face to the glass to see, and at the same time Aunt Marietta and Uncle George came out of Uncle George's office.

Τα πράματα ήταν πολύ άσχημα, προπάντων που ο Αλέξανδρος άρχιζε να κλαίει. Things were very bad, especially since Alexander was starting to cry. Πέρασε βιαστικά ο Αντώνης κοντά του και του είπε: Antonis hurried over to him and said:

— Αν κλάψεις, θα πω της θείας πως είπες «Βρε συ» στον αξιωματικό! — If you cry, I'll tell your aunt that you said "Here" to the officer!

Και συνάμα άνοιξε του Γιάννη που χτυπούσε το τζάμι. And at the same time it was opened by John who was knocking on the window. Ο Αλέξανδρος κατάπιε τα δάκρυα του, η Πουλουδιά την αγανάκτηση της, και οι τέσσερις θυμήθηκαν ξαφνικά πως η μις Ράις ήταν πολύ άρρωστη. Alexander swallowed his tears, Pouloudia her indignation, and all four suddenly remembered that Miss Rice was very ill. Μπήκε μέσα ο θείος Γιώργης γελώντας και τον ακολούθησε η θεία Μαριέτα. Uncle Giorgis entered laughing and Aunt Marietta followed him. Εκείνη δε γελούσε· φαίνουνταν μάλιστα πολύ σκοτισμένη και τα φρύδια της ήταν σηκωμένα στη μέση σαν περισπωμένη. Sie lachte nicht, im Gegenteil, sie sah sehr dunkel aus und ihre Augenbrauen waren in der Mitte hochgezogen, als wäre sie abgelenkt. She wasn't laughing; in fact, she looked very dark, and her eyebrows were raised in the middle as if distracted. Και είπε ο θείος Γιώργης: And uncle George said:

— Μπα, Γιάννη, τι κάνεις εδώ; — Well, John, what are you doing here?

Μα σαν του αποκρίθηκε ο Γιάννης: «Μ' έστειλε η μητέρα να ρωτήσω ποιος είναι άρρωστος», είπε ο θείος ο γιατρός κάτι παράξενο. But as John answered him: "My mother sent me to ask who is sick", uncle the doctor said something strange. Είπε, χτυπώντας τον Γιάννη στον ώμο: He said, tapping John on the shoulder:

— Κανένας δεν είναι άρρωστος! — Nobody is sick! Άιντε, πάμε σπίτι μας! Come on, let's go home! Καθισμένα στα κρεβάτια τους, εκείνο το ίδιο βράδυ, αφού τα είχε ξεκουμπώσει και πλύνει η Αφροδίτη, και κανένας δεν είχε τυλίξει χαρτιά στα μαλλιά των κοριτσιών, τα τέσσερα αδέλφια, με σβησμένο το κερί και κατεβασμένες τις κουνουπιέρες, χαμηλοκουβέντιαζαν. In derselben Nacht, nachdem Venus sie aufgeknöpft und gewaschen hatte und niemand Papier in die Haare der Mädchen gewickelt hatte, saßen die vier Geschwister auf ihren Betten, während die Kerze gelöscht und die Moskitonetze heruntergeklappt waren, und unterhielten sich leise. Sitting on their beds, that same night, after Venus had unbuttoned and washed them, and no one had wrapped paper in the girls' hair, the four siblings, with the candle extinguished and the mosquito nets down, chatted softly.

— Εγώ ήθελα να ξέρω, είπε η Αλεξάνδρα, γιατί δε μας είπαν την αλήθεια! — I wanted to know, said Alexandra, why they didn't tell us the truth!

— Γιατί δε μας είπαν τίποτα πρόσθεσε η Πουλουδιά. — Because they didn't tell us anything, Pouloudia added.

— Πώς δε μας είπαν τίποτα; ρώτησε ο Αντώνης. — How come they didn't tell us anything? Antonis asked. Μας είπε η θεία πως είναι πολύ άρρωστη η μις Ράις! Aunt told us that Miss Rice is very sick!

— Και είπε ο θείος Γιώργης του Γιάννη πως κανένας δεν είναι άρρωστος εδώ! — And John's uncle George said that no one is sick here! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. Alexandra replied.

— Μπορεί να μην ξέρει καλά ο θείος Γιώργης! — Uncle George may not know well! παρατήρησε ο Αλέξανδρος. remarked Alexander.

— Σώπα συ! - Shut up! του είπε ο Αντώνης. Antonis told him. Αφού είναι γιατρός ο θείος! Since the uncle is a doctor!

— Και η Αφροδίτη δεν ξέρει; έκανε η Πουλουδιά. — And Venus does not know? Pouloudia did.

— Εκείνη ξέρει πιο καλά απ' όλους! — She knows better than anyone! επικύρωσε η Αλεξάνδρα. confirmed Alexandra. Αφού ήταν στην κάμαρα σαν πήγε ο θείος με τη θεία, και ήταν και ύστερα, και ήταν και πριν. After he was in the chamber, it was as if the uncle went with the aunt, and it was after, and it was before.

— Ε! Αυτή δεν είπε ποτέ πως η μις Ράις δεν είναι άρρωστη! She never said Miss Rice wasn't sick! είπε ο Αντώνης.

— Όχι, μα είπε: «Αυτές οι Εγγλέζες δεν παθαίνουν τίποτα, κι έννοια σας!» Που είναι σα να λέγει πως δεν είναι άρρωστη! — No, but he said: "These Englishmen suffer nothing, and what do you mean!" Which is like saying that she is not sick! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

— Είπε και κάτι άλλο, πρόσθεσε συλλογισμένη η Πουλουδιά. — He also said something else, Pouloudia added thoughtfully. Είπε: «Κάθε άλλος θα είχε γκρεμοτσακιστεί δέκα φορές! He said: “Anyone else would have been smashed ten times over! Αυτή τίποτα!» She's nothing!"

Γιατί θα είχε γκρεμοτσακιστεί η μις Ράις; Και από πού; Why would Miss Rice have been crushed? And from where?

— Από το κρεβάτι της ίσως; αν είχε πέσει; έκανε δειλά ο Αλέξανδρος. — From her bed perhaps? if it had fallen? Alexander said timidly.

— Όχι, γιατί είπε η Αφροδίτη: «Με τα εγγλέζικα ποδάρια της τα 'βγαλε πέρα» και δε μίλησε για κρεβάτι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά. — No, because Aphrodite said: "With her English legs, she got over it" and she didn't talk about bed, answered Pouloudia.

Την άκουσα που το είπε της κερα-Ρήνης. I heard her say it about Kera-Rini.

Τα τέσσερα αδέλφια έπεσαν σε συλλογή. Die vier Brüder fielen in die Sammlung. The four brothers fell into collection.

— Εγώ αύριο θα πάγω μέσα να τη δω και θα σας πω! — Morgen werde ich hineingehen, um sie zu sehen, und ich werde es dir sagen! — Tomorrow I will go inside to see her and I will tell you! αποφάσισε ο Αντώνης. Antonis decided.

— Κι εγώ! πετάχθηκε και είπε ο Αλέξανδρος. Alexander jumped and said.

— Όχι εσύ, δεν κάνει! Είσαι μικρός και μπορείς να κολλήσεις την αρρώστια της! You are young and you can catch her disease!

— Καθόλου δε θα κολλήσω! — I will not get stuck at all! Και θα πάγω! And I will go!

— Τότε θα πάμε όλοι μας! — Then we will all go! είπε η Αλεξάνδρα. Alexandra said.

— Σιγά, μη ζητήσει τώρα να πάγει και η Πουλουδιά! — Wait, don't ask for Pouloudia to freeze too! έκανε κοροϊδευτικά ο Αντώνης.

Η Πουλουδιά ορτσώθηκε υψώνοντας και τη φωνή: Pouloudia shouted, raising her voice as well:

— Και γιατί να μην πάγω; — And why should I not go?

— Γιατί είσαι κορίτσι, και τα κορίτσια κάθονται ήσυχα! — Because you are a girl, and girls sit quietly!

Από τα κοριτσίστικα κρεβάτια σηκώθηκε διαμαρτυρία. A protest rose from the girls' beds. Ο Αντώνης τους είπε να σωπάσουν. Antonis told them to shut up. Ο Αλέξανδρος υποστήριζε τις αδελφές του. Alexander supported his sisters. Για να επιβληθεί, αναγκάστηκε ο Αντώνης να φωνάξει. Τα κορίτσια επαναστάτησαν, μα κανένας δεν τις άκουσε, γιατί όλοι μιλούσαν μαζί. The girls rebelled, but no one heard them, because they were all talking together. Παλαμάκια δυνατά και μια φωνή ανέβηκαν από το κάτω πάτωμα. Loud clapping and a voice rose from the floor below.

— Παιδιά, θέλετε ν' ανεβώ; — Guys, do you want me to go up?

Ξαφνική σιωπή απλώθηκε στη σκοτεινή κάμαρα. A sudden silence spread over the dark chamber. Ούτε φωνή ούτε κίνηση ακούστηκε πια. Neither voice nor movement was heard anymore. Και όταν ανέβηκε η θεία να βεβαιωθεί πως όλα ήταν εντάξει, τέσσερις κουνουπιέρες άσπρες ξεχώριζαν θαμπά στην αστροφεγγιά που έμπαινε από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, μα τσιμουδιά πια δεν ακούουνταν. And when the aunt went up to make sure that everything was all right, four white mosquito nets stood out dimly in the starlight that came in through the wide open windows, but no more buzzing could be heard.