×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 49. Μεγάλη ανησυχία στις καλύβες

49. Μεγάλη ανησυχία στις καλύβες

Όταν έφτασαν οι άλλοι το βράδυ από τον μύλο στις καλύβες κι είπαν πως έχασαν τον Φάνη, λύπη μεγάλη έπεσε στα παιδιά.

Τα πιο αδύνατα δάκρυσαν. Ο Σπύρος κι ο Γιώργος ήθελαν να πάνε κρυφά να κλάψουν.

Τα πιο δυνατά συλλογίστηκαν τι θα κάνουν.

Ο Αντρέας έκρυψε την ταραχή του κι άρχισε να τα ρωτά με λεπτομέρεια όλα. Του είπε ο Κωστάκης το πού, το πότε και το πώς.

«Πρώτα τον εζήτησε ο Πάνος κι ο Μαθιός εκεί τριγύρω, λέει ο Κωστάκης. Έπειτα κατεβήκαμε όλοι από ‘κεί. Συλλογιστήκαμε, αν πρέπει να πάμε πίσω στον μύλο ή να τραβήξουμε προς την κλεισούρα. Τραβήξαμε κατά την κλεισούρα, μα δεν είχε δρόμο.

«Ανεβήκαμε σε ψηλώματα, φωνάξαμε, φωνάξαμε, τίποτα. Προχωρήσαμε, μα είδαμε πως ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει. Πότε να πάμε στον μύλο, πότε να γυρίσουμε;»

«Θα ξεκινήσουμε από ‘δώ στο χάραμα», είπε ο Αντρέας. «Πάμε γρήγορα να πέσουμε».

---

—Μα δε σου είπαμε και τ' άλλο, Αντρέα, είπε ο Μαθιός.

—Είναι τίποτ' άλλο;

—Ναι, είναι κάτι άλλο που δεν το ξέρεις.

Και με χαμηλή και φοβισμένη φωνή πρόσθεσε: «Ο Φάνης πήγε στον Αραπόβραχο.»

—Ποιον Αραπόβραχο; ρώτησε ο Αντρέας. Είναι ο βράχος που μας έλεγε η γριά;

—Εδώ κοντά στον μύλο βρήκαμε έναν γέρο με σκούφο μαύρο στο κεφάλι. Έτσι σαν καλόγερος φαινόταν, μα φορούσε παλιά και σκισμένα ρούχα.

«Μπάρμπα» του λέμε «μήπως πέρασες από την κλεισούρα;»

«Ναι» μας είπε.

«Μήπως είδες κανένα παιδί;»

«Είδα ένα παιδί από μακριά» είπε.

«Πού;»

Ο γέρος δε μας το 'λεγε αμέσως. Συλλογίστηκε όμως κάμποσο και μας κοίταξε.

«Το πού» είπε «φοβάμαι να σας το πω. Να, στον Αραπόβραχο το είδα».

«Τι είναι ο Αραπόβραχος;» ρωτήσαμε.

«Είναι ο βράχος του Αράπη» απάντησε «να μη ρωτήσετε περισσότερα. Κι έφυγε κάνοντας τον σταυρό του».

Μίλησε τότε ο Κωστάκης:

—Θυμάσαι, Αντρέα, τι μας είπε η γρια-Χάρμαινα; Μας είπε πως εδώ κάπου κοντά σε κάποιο βράχο είναι ένα στοιχειό, ένας αράπης· και πήρε πολλούς ανθρώπους. Κάπως έτσι μας το είπε.

Τότε σώπασαν όλοι. Σηκώθηκαν σε λίγο και πήγαν να πλαγιάσουν. Μα κανένας τους δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι καλά.

Ο Αντρέας γύριζε στο στρώμα. Δυο τρεις φορές βγήκε έξω και κοίταξε. Περίμενε ανήσυχα το φως που έφερνε την αυγή απάνω από τα βουνά.


49. Μεγάλη ανησυχία στις καλύβες 49. Great concern in the huts 49. Большое беспокойство в бараках

Όταν έφτασαν οι άλλοι το βράδυ από τον μύλο στις καλύβες κι είπαν πως έχασαν τον Φάνη, λύπη μεγάλη έπεσε στα παιδιά. When the others arrived in the evening from the mill to the huts and said that they had lost Fanis, great sorrow fell on the children.

Τα πιο αδύνατα δάκρυσαν. The weaker ones wept. Ο Σπύρος κι ο Γιώργος ήθελαν να πάνε κρυφά να κλάψουν. Spyros and George wanted to go secretly to cry.

Τα πιο δυνατά συλλογίστηκαν τι θα κάνουν. The loudest ones pondered what to do.

Ο Αντρέας έκρυψε την ταραχή του κι άρχισε να τα ρωτά με λεπτομέρεια όλα. Andreas hid his agitation and began to ask in detail everything. Του είπε ο Κωστάκης το πού, το πότε και το πώς. Kostakis told him where, when and how.

«Πρώτα τον εζήτησε ο Πάνος κι ο Μαθιός εκεί τριγύρω, λέει ο Κωστάκης. "First Panos and Mathios around there asked for him, says Kostakis. Έπειτα κατεβήκαμε όλοι από ‘κεί. Then we all came down from there. Συλλογιστήκαμε, αν πρέπει να πάμε πίσω στον μύλο ή να τραβήξουμε προς την κλεισούρα. We pondered whether we should go back to the mill or pull towards the lock. Τραβήξαμε κατά την κλεισούρα, μα δεν είχε δρόμο. We pulled out at the close, but there was no way out.

«Ανεβήκαμε σε ψηλώματα, φωνάξαμε, φωνάξαμε, τίποτα. Προχωρήσαμε, μα είδαμε πως ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει. We moved on, but we saw that the sun was about to set. Πότε να πάμε στον μύλο, πότε να γυρίσουμε;» When to go to the mill, when to return?"

«Θα ξεκινήσουμε από ‘δώ στο χάραμα», είπε ο Αντρέας. "We'll start here at dawn," said Andreas. «Πάμε γρήγορα να πέσουμε». "Let's go down fast."

---

—Μα δε σου είπαμε και τ' άλλο, Αντρέα, είπε ο Μαθιός. -"But we didn't tell you the other thing, Andrea," said Mathius.

—Είναι τίποτ' άλλο; -Is there anything else?

—Ναι, είναι κάτι άλλο που δεν το ξέρεις. -Yes, it's something else you don't know.

Και με χαμηλή και φοβισμένη φωνή πρόσθεσε: «Ο Φάνης πήγε στον Αραπόβραχο.» And in a low and frightened voice he added: "Fanis has gone to the Arabian Sea."

—Ποιον Αραπόβραχο; ρώτησε ο Αντρέας. -Which Arabian Nightshade? asked Andreas. Είναι ο βράχος που μας έλεγε η γριά; Is that the rock the old lady was telling us about?

—Εδώ κοντά στον μύλο βρήκαμε έναν γέρο με σκούφο μαύρο στο κεφάλι. -Here near the mill we found an old man with a black cap on his head. Έτσι σαν καλόγερος φαινόταν, μα φορούσε παλιά και σκισμένα ρούχα. So he looked like a monk, but he wore old and torn clothes.

«Μπάρμπα» του λέμε «μήπως πέρασες από την κλεισούρα;» "Daddy," we say to him, "have you been through the closet?"

«Ναι» μας είπε. "Yes," he told us.

«Μήπως είδες κανένα παιδί;» "Have you seen a child?"

«Είδα ένα παιδί από μακριά» είπε. "I saw a child in the distance," he said.

«Πού;» "Where?"

Ο γέρος δε μας το 'λεγε αμέσως. The old man didn't tell us right away. Συλλογίστηκε όμως κάμποσο και μας κοίταξε. But he pondered for a while and looked at us.

«Το πού» είπε «φοβάμαι να σας το πω. "Where," he said, "I am afraid to tell you. Να, στον Αραπόβραχο το είδα». Here, in the Arabian Nights I saw it."

«Τι είναι ο Αραπόβραχος;» ρωτήσαμε. "What's the Arapobrachos?" we asked.

«Είναι ο βράχος του Αράπη» απάντησε «να μη ρωτήσετε περισσότερα. "It is the rock of Arapis" he replied "don't ask more. Κι έφυγε κάνοντας τον σταυρό του». And he left, making his cross."

Μίλησε τότε ο Κωστάκης: Kostakis spoke then:

—Θυμάσαι, Αντρέα, τι μας είπε η γρια-Χάρμαινα; Μας είπε πως εδώ κάπου κοντά σε κάποιο βράχο είναι ένα στοιχειό, ένας αράπης· και πήρε πολλούς ανθρώπους. -Do you remember, Andrea, what the old lady Charmaine told us? She told us that here somewhere near a rock there is a ghost, a nigger; and she took many people. Κάπως έτσι μας το είπε. That's how he told us.

Τότε σώπασαν όλοι. Then they all fell silent. Σηκώθηκαν σε λίγο και πήγαν να πλαγιάσουν. They got up shortly and went to bed. Μα κανένας τους δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι καλά. But none of them could get a good wink.

Ο Αντρέας γύριζε στο στρώμα. Δυο τρεις φορές βγήκε έξω και κοίταξε. Two or three times he went out and looked. Περίμενε ανήσυχα το φως που έφερνε την αυγή απάνω από τα βουνά. He waited anxiously for the light that brought the dawn over the mountains.