×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 39. Οι δεντροκόποι δεν πέρασαν καλά

39. Οι δεντροκόποι δεν πέρασαν καλά

Την πρώτη βραδιά δεν ήρθε ο εχθρός. Ήρθε όμως τη δεύτερη.

Εκεί κάπου ακούστηκαν τρεις τσεκουριές. Εκείνος που χτυπούσε σταμάτησε λίγα λεπτά για ν' αφουγκραστεί, φαίνεται, γύρω. Έπειτα ξανάδωσε άλλες τρεις.

Τότε σφύριξαν έξαφνα στο σκοτάδι δεκαπέντε σφυρίχτρες. Πρώτα καθεμιά χωριστά, έπειτα κι οι δεκαπέντε μαζί, δυνατά, πολύ δυνατά.

Σ' αυτό το ξαφνικό, οι δεντροκόποι τα έχασαν. Πού πήγαν, από πού, δεν κατάλαβε κανείς. Χάθηκαν. Στο δάσος ξανάγινε σιωπή.

---

Την άλλη μέρα βρέθηκαν εκεί ένα τσεκούρι κι ένα σκοινί. Δε θα 'ρθουν να το ζητήσουν. Οι Πουρναρίτες από κείνη την ώρα έχουν καταλάβει πως δεν μπορούν πια να γυμνώσουν το δάσος.

Καθώς έχουν μείνει άγριοι και αγράμματοι χωριάτες, ο φόβος τους τα μεγαλώνει όλα. Και πιστεύουν όλα όσα φοβούνται.

Οι γριές εξήγησαν τις σφυριξιές εκείνες σαν γριές. Είπαν πως είναι από στοιχειά. Τα μεγαλύτερα στοιχειά, καθώς λένε οι γριές, είναι μέσα στον λόγγο.

Οι Πουρναρίτες, αν κι έχουν περπατήσει νύχτα πολλές φορές, πίστεψαν τις γυναίκες. Το ξαφνικό εκείνο, που το διηγήθηκαν οι φοβισμένοι δεντροκόποι, από στόμα σε στόμα μεγάλωσε. Και καθώς μέσα στο άγριο αυτό χωριό έμειναν οι άνθρωποι αγράμματοι, η ιστορία γύριζε μέρα και νύχτα. Και όσο γύριζε, τόσο πιο φοβερή γινόταν.

Στο τέλος, μερικοί από τους χωριάτες πίστεψαν πως το Χλωρό είχε στοιχειώσει.

---

Απάνω στον φόβο αυτόν ήρθε κι ο φόβος της εξουσίας. Οι Πουρναρίτες είδαν τους δύο χωριανούς τους, που είχαν χτυπήσει τον Κώστα τον Κορφολόγο, να πηγαίνουν στη φυλακή δεμένοι, ανάμεσα σε τέσσερις χωροφύλακες. Την τιμωρία τους τη χρωστούμε στα παιδιά, που είχαν τρέξει στο Μικρό Χωριό και ειδοποίησαν τους χωροφύλακες.

---

Στην κορφή ενός πεύκου, σε ψηλό μέρος, τα παιδιά έχουν δέσει κι ένα άσπρο πανί για σημαία. Αυτή φαίνεται κάμποσο μακριά και δείχνει πως υπάρχουν εκεί φύλακες.

Η μικρή δασοφυλακή μας έκανε το χρέος της. Δεν ησύχασε όμως μ' αυτό. Εξακολουθεί τις βάρδιες.

Πάντα είναι έτοιμη!


39. Οι δεντροκόποι δεν πέρασαν καλά 39. The arborists did not have a good time 39. Les arboriculteurs n'ont pas passé un bon moment 39. Arboryści nie bawili się dobrze 39. Арбористы не очень удачно провели время

Την πρώτη βραδιά δεν ήρθε ο εχθρός. The first night the enemy did not come. Ήρθε όμως τη δεύτερη. But it came on the second.

Εκεί κάπου ακούστηκαν τρεις τσεκουριές. Somewhere there were three axe blows. Εκείνος που χτυπούσε σταμάτησε λίγα λεπτά για ν' αφουγκραστεί, φαίνεται, γύρω. The one who was knocking stopped a few minutes to listen, it seems, around. Έπειτα ξανάδωσε άλλες τρεις. Then he gave three more.

Τότε σφύριξαν έξαφνα στο σκοτάδι δεκαπέντε σφυρίχτρες. Then fifteen whistles suddenly blew in the darkness. Πρώτα καθεμιά χωριστά, έπειτα κι οι δεκαπέντε μαζί, δυνατά, πολύ δυνατά. First each one separately, then all fifteen together, loudly, very loudly.

Σ' αυτό το ξαφνικό, οι δεντροκόποι τα έχασαν. In this suddenness, the arborists lost it. Πού πήγαν, από πού, δεν κατάλαβε κανείς. Where they went, from where, nobody understood. Χάθηκαν. They're gone. Στο δάσος ξανάγινε σιωπή. Silence returned to the forest.

---

Την άλλη μέρα βρέθηκαν εκεί ένα τσεκούρι κι ένα σκοινί. The next day an axe and a rope were found there. Δε θα 'ρθουν να το ζητήσουν. They won't come asking. Οι Πουρναρίτες από κείνη την ώρα έχουν καταλάβει πως δεν μπορούν πια να γυμνώσουν το δάσος.

Καθώς έχουν μείνει άγριοι και αγράμματοι χωριάτες, ο φόβος τους τα μεγαλώνει όλα. As they are left wild and uneducated peasants, their fear is magnified. Και πιστεύουν όλα όσα φοβούνται. And they believe everything they fear.

Οι γριές εξήγησαν τις σφυριξιές εκείνες σαν γριές. The old women explained those whistles as old women. Είπαν πως είναι από στοιχειά. They said it was made of ghosts. Τα μεγαλύτερα στοιχειά, καθώς λένε οι γριές, είναι μέσα στον λόγγο. The biggest clues, as the old women say, are in the scholarship.

Οι Πουρναρίτες, αν κι έχουν περπατήσει νύχτα πολλές φορές, πίστεψαν τις γυναίκες. The Purnarites, though they have walked at night many times, believed the women. Το ξαφνικό εκείνο, που το διηγήθηκαν οι φοβισμένοι δεντροκόποι, από στόμα σε στόμα μεγάλωσε. Και καθώς μέσα στο άγριο αυτό χωριό έμειναν οι άνθρωποι αγράμματοι, η ιστορία γύριζε μέρα και νύχτα. And as the people in this wild village remained illiterate, the story went on day and night. Και όσο γύριζε, τόσο πιο φοβερή γινόταν.

Στο τέλος, μερικοί από τους χωριάτες πίστεψαν πως το Χλωρό είχε στοιχειώσει. In the end, some of the villagers believed that Chloro was haunted.

---

Απάνω στον φόβο αυτόν ήρθε κι ο φόβος της εξουσίας. On top of this fear came the fear of power. Οι Πουρναρίτες είδαν τους δύο χωριανούς τους, που είχαν χτυπήσει τον Κώστα τον Κορφολόγο, να πηγαίνουν στη φυλακή δεμένοι, ανάμεσα σε τέσσερις χωροφύλακες. Την τιμωρία τους τη χρωστούμε στα παιδιά, που είχαν τρέξει στο Μικρό Χωριό και ειδοποίησαν τους χωροφύλακες. We owe their punishment to the children who had run to the Little Village and alerted the gendarmes.

---

Στην κορφή ενός πεύκου, σε ψηλό μέρος, τα παιδιά έχουν δέσει κι ένα άσπρο πανί για σημαία. Αυτή φαίνεται κάμποσο μακριά και δείχνει πως υπάρχουν εκεί φύλακες. This one seems a little far away and shows that there are guards there.

Η μικρή δασοφυλακή μας έκανε το χρέος της. Δεν ησύχασε όμως μ' αυτό. But he did not rest on that. Εξακολουθεί τις βάρδιες. He's still taking shifts.

Πάντα είναι έτοιμη!