×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 31. Ο Γεροθανάσης

31. Ο Γεροθανάσης

Σήμερα ήρθαν δυο τσοπάνηδες κι έφεραν γάλα. Δεν είναι πολύ, γιατί τώρα τα πρόβατα και τα γίδια στέρεψαν, μα είναι δώρο του Γεροθανάση.

Τους έφεραν και μια γαλατόπιτα, καμωμένη από τα χέρια της Αφρόδως. Κι αυτή δώρο του Γεροθανάση.

Τέλος, τους ήρθε κι ο ίδιος ο Γεροθανάσης.

Ο Γεροθανάσης φοράει άσπρη φουστανέλα, άσπρες κάλτσες, άσπρο σκούφο· κι είναι και τα γένια του και τα μαλλιά του άσπρα. Είναι χιονισμένος χειμώνα καλοκαίρι· κατακάθαρος. Η Ρούμελη θα τον λευκαίνει τον γέρο!

Είναι ο πρώτος τσέλιγκας σε κείνα τα βουνά· από έξι χιλιάδες τα ζωντανά του δεν έπεσαν ποτέ κάτω.

Είναι ο παππούς της γενιάς. Έδωσε κόρες κι εγγονές στις γύρω καλύβες. Έχει δοσμένες και άλλες σε βουνά μακριά που δε φαίνονται. Όλες τις προίκισε και το βιος του δε σώνεται.

Γράμματα δεν ξέρει, έμαθε όμως και βάζει την υπογραφή του, σιγά σιγά και γερά, με μια γκλίτσα στο τέλος, να έτσι:

Μ' αυτή την υπογραφή πουλάει, αγοράζει, ξέρει πού βρίσκεται η περιουσία του.

—Ξέρω κι εγώ, λέει, δεκάξι γράμματα.

Και λέει αλήθεια. Τα μέτρησε μια φορά, όσα κάνουν την υπογραφή του, και τα βρήκε δεκάξι. Μια ζωή τώρα δεν έγιναν δεκαεφτά.

Ό,τι του λείπει σε γράμματα το έχει ο Γεροθανάσης σε νου. Δεν τον γέλασε κανείς, μα ούτε και γέλασε κανέναν. Λόγο δεύτερο δεν έχει· έναν και σωστό.

---

Όταν κατεβαίνει στην πολιτεία –γιατί πηγαίνει και στην πολιτεία μια φορά τον χρόνο, τη Λαμπρή–, πιάνει όλο τον δρόμο και γυρίζουν και τον κοιτάζουν αυτόν και την αγκλίτσα του. Τότε κουνούν το κεφάλι και λένε:

—Τι γάλα να τρώει! Τι γιαούρτια, τι μυζήθρες!

Είναι ογδόντα χρονών, μα την γκλίτσα δεν την πάτησε χάμω. Πόσες φορές είδε ν' ανθίζει ο γάβρος κι η οξιά! Πόσοι χειμώνες έριξαν απάνω του τη βροχή και το χαλάζι! Και πάλι ολόισιος είναι.

Να 'χουμε τα καλά σου γεράματα, Γεροθανάση!


31. Ο Γεροθανάσης 31. Der alte Mann 31. The old man 31. El anciano 31. Stary człowiek 31. Старик

Σήμερα ήρθαν δυο τσοπάνηδες κι έφεραν γάλα. Δεν είναι πολύ, γιατί τώρα τα πρόβατα και τα γίδια στέρεψαν, μα είναι δώρο του Γεροθανάση.

Τους έφεραν και μια γαλατόπιτα, καμωμένη από τα χέρια της Αφρόδως. Κι αυτή δώρο του Γεροθανάση. And this one is a gift from Old Thanatassis.

Τέλος, τους ήρθε κι ο ίδιος ο Γεροθανάσης. Finally, they were joined by Gerothanasis himself.

Ο Γεροθανάσης φοράει άσπρη φουστανέλα, άσπρες κάλτσες, άσπρο σκούφο· κι είναι και τα γένια του και τα μαλλιά του άσπρα. Είναι χιονισμένος χειμώνα καλοκαίρι· κατακάθαρος. It is snowy in winter and summer - clear. Η Ρούμελη θα τον λευκαίνει τον γέρο! Rumeli will whiten the old man!

Είναι ο πρώτος τσέλιγκας σε κείνα τα βουνά· από έξι χιλιάδες τα ζωντανά του δεν έπεσαν ποτέ κάτω. He is the first cheligian in those mountains; out of six thousand of his cattle never fell down.

Είναι ο παππούς της γενιάς. He is the grandfather of the generation. Έδωσε κόρες κι εγγονές στις γύρω καλύβες. He gave daughters and granddaughters to the surrounding huts. Έχει δοσμένες και άλλες σε βουνά μακριά που δε φαίνονται. He has given others in mountains far away that cannot be seen. Όλες τις προίκισε και το βιος του δε σώνεται. He endowed them all, and his life is not saved.

Γράμματα δεν ξέρει, έμαθε όμως και βάζει την υπογραφή του, σιγά σιγά και γερά, με μια γκλίτσα στο τέλος, να έτσι: He can't spell, but he's learned and he's putting his signature, slowly and firmly, with a little slime at the end, like this:

Μ' αυτή την υπογραφή πουλάει, αγοράζει, ξέρει πού βρίσκεται η περιουσία του. With this signature he sells, he buys, he knows where his property is.

—Ξέρω κι εγώ, λέει, δεκάξι γράμματα. -I too, he says, know sixteen letters.

Και λέει αλήθεια. Τα μέτρησε μια φορά, όσα κάνουν την υπογραφή του, και τα βρήκε δεκάξι. He counted them once, the ones that make his signature, and found sixteen. Μια ζωή τώρα δεν έγιναν δεκαεφτά. A lifetime now has not been seventeen.

Ό,τι του λείπει σε γράμματα το έχει ο Γεροθανάσης σε νου. Whatever he lacks in letters, Gerothanasis has it in mind. Δεν τον γέλασε κανείς, μα ούτε και γέλασε κανέναν. No one laughed at him, but he didn't laugh at anyone either. Λόγο δεύτερο δεν έχει· έναν και σωστό. He has no second reason; one and right.

---

Όταν κατεβαίνει στην πολιτεία –γιατί πηγαίνει και στην πολιτεία μια φορά τον χρόνο, τη Λαμπρή–, πιάνει όλο τον δρόμο και γυρίζουν και τον κοιτάζουν αυτόν και την αγκλίτσα του. When he goes down to the state - because he goes to the state once a year, on Labor Day - he catches the whole street and they turn around and look at him and his buckle. Τότε κουνούν το κεφάλι και λένε:

—Τι γάλα να τρώει! -What milk to eat! Τι γιαούρτια, τι μυζήθρες!

Είναι ογδόντα χρονών, μα την γκλίτσα δεν την πάτησε χάμω. He's 80 years old, but he hasn't fallen off the wagon. Πόσες φορές είδε ν' ανθίζει ο γάβρος κι η οξιά! How many times he saw the gavros and the beech tree bloom! Πόσοι χειμώνες έριξαν απάνω του τη βροχή και το χαλάζι! How many winters the rain and hail have fallen on him! Και πάλι ολόισιος είναι. He's still all there.

Να 'χουμε τα καλά σου γεράματα, Γεροθανάση! Happy old age, old man!