×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 3. IV. Η Εξομολόγηση μιας Φλογερής Καρδιάς— με Ανέκδοτα

3. IV. Η Εξομολόγηση μιας Φλογερής Καρδιάς— με Ανέκδοτα

Γλεντούσα. Πριν από λίγο έλεγε ο πατέρας πως πλήρωνα χιλιάδες ρούβλια για αποπλάνηση αθώων κοριτσιών. Αυτό το ψέμα μονάχα αυτό το γουρούνι μπορούσε να το πει. Ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο κι ό,τι έγινε δε χρειάστηκαν ποτέ λεφτά «γι' αυτό». Για μένα τα λεφτά είναι ένα αξεσουάρ, ένας διάκοσμος, ένας πυρετός της ψυχής. Σήμερα είναι μια κυρία και την άλλη παίρνει τη θέση της ένα κορίτσι του δρόμου. Τις διασκεδάζω και τη μια και την άλλη, πετάω τα λεφτά με τις χούφτες, μουσική τριγύρω, φασαρία, τσιγγάνες. Αν χρειάζεται της δίνω και κείνης, γιατί όλες τα παίρνουν, τα παίρνουν με λαιμαργία, αυτό πρέπει να το παραδεχτεί κανείς, και σου λένε κι ευχαριστώ και νιώθουν κι ευγνωμοσύνη. Με αγάπησαν πολλές γυναίκες του κόσμου, ναι, πάρα πολλές. Όμως εγώ πάντα προτιμούσα τα στενά καλντερίμια, τα έρημα και σκοτεινά σοκάκια, πίσω απ' την πλατεία: εκεί μονάχα είναι η περιπέτεια, το αναπάντεχο, εκεί μες στο βούρκο έβρισκες καθάριο χρυσάφι. Καταλαβαίνεις βέβαια, αδερφέ μου, πως μιλάω αλληγορικά. Στη μικρή μας πολιτεία δεν υπήρχαν τέτοια σοκάκια μα είχαμε απ' αυτά στην ηθική τους έννοια. Μα αν ήσουν και συ αυτό που είμαι εγώ θα καταλάβαινες τι θέλω να πω. Αγαπούσα την ακολασία, αγαπούσα και το αίσχος της ακολασίας. Αγαπούσα τη σκληρότητα: μήπως δεν είμαι τάχα κοριός, μήπως δεν είμαι ένα αιμοβόρο ζωύφιο; Το 'παμε πια: είμαι Καραμάζοβ! Μια φορά έγινε ένα πικ-νικ όπου πήγε όλη η πολιτεία, εφτά τρόικες είχαμε πάρει. Μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, στο έλκηθρο, άρχισα να χαϊδεύω το χεράκι μιας κοπέλας που καθότανε δίπλα μου και την ανάγκασα να φιληθούμε, τούτη την κοπέλα που ήταν κόρη κάποιου υπάλληλου, φτωχή, χαριτωμένη, σεμνή, αθώα. Μου επέτρεψε πολλά, πάρα πολλά μέσα στο σκοτάδι. Νόμιζε η φτωχούλα πως θα πάω την άλλη μέρα κιόλας και θα της κάνω πρόταση (γιατί όλοι με είχαν για καλό γαμπρό). Όμως εγώ, από τότε, ούτε μια λέξη δεν της είπα, πέντε μήνες, ούτε μια λέξη. Έβλεπα τα μάτια της να με παρακολουθούν απ' τη γωνιά της σάλας, όταν τύχαινε και γινόταν χορός (και σε μας συνεχώς γίνονται χοροί), τα 'βλεπα που καίγανε σαν δυο φωτιές — σαν δυο φωτιές παραπονεμένης αγανάχτησης. Αυτό το παιχνίδι διασκέδαζε πολύ το φιλήδονο ζωύφιο που έτρεφα μέσα μου. Ύστερ' από πέντε μήνες παντρεύτηκε έναν υπάλληλο κι έφυγε... και ήταν ακόμα θυμωμένη και ίσως να μ' αγαπούσε ακόμα. Τώρα ζουν ευτυχισμένα. Σημείωσε πως δεν το 'πα σε κανέναν αυτό, δεν την εξέθεσα. Γιατί εγώ, αν κι έχω ποταπές επιθυμίες κι αγαπώ την ποταπότητα, δεν είμαι άτιμος. Κοκκίνισες, τα μάτια σου αστράψανε. Φτάνει για σένα τούτη η λάσπη. Κι όμως όλ' αυτά δεν είναι τίποτα ακόμα, δεν είναι παρά λουλουδάκια α λα Πωλ ντε Κωκ, αν και το αιμοβόρο ζωύφιο τρεφόταν μ' αυτά, μεγάλωνε πια και καταχτούσε την ψυχή μου. Θα μπορούσα, αδερφέ μου, να κάνω ολάκερο λεύκωμα από τέτοιες αναμνήσεις. Ο Θεός να τις έχει καλά τις καλούλες μου. Όταν τις παράταγα δε μ' άρεσε να μαλώνω μαζί τους. Και ποτέ δεν τις πρόδινα, ποτέ δεν εξέθεσα ούτε μια. Μα φτάνει. Μπας και νόμισες πως σε φώναξα μόνο και μόνο για να σου πω τούτες τις μικροπροστυχιές; Όχι, έχω να σου διηγηθώ πράματα με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και μην απορείς που δε σε ντρέπομαι, και που νιώθω μάλιστα και κάποιαν ευχαρίστηση.

— Το 'πες γιατί κοκκίνισα, παρατήρησε ξαφνικά ο Αλιόσα. Δεν κοκκίνισα γι' αυτά που 'λεγες κι ούτε γι' αυτά που 'κανες, μα γιατί και 'γω είμαι σαν και σένα.

— Εσύ; Τα παραλές.

— Όχι, δεν τα παραλέω, απάντησε με ζέση ο Αλιόσα (φαίνεται πως αυτό το σκεφτόταν από ώρα). Όλοι είμαστε στην ίδια σκάλα. Εγώ είμαι στο πρώτο σκαλοπάτι και συ κάπου απάνω, στο δέκατο τρίτο να πούμε. Εγώ νά πώς βλέπω τα πράματα: όλ' αυτά είναι ένα και το αυτό, εντελώς το ίδιο. Όποιος πάτησε στο κάτω σκαλοπάτι, το δίχως άλλο θα φτάσει και στο πάνω-πάνω.

— Θες να πεις πως θα πρέπει να μην το πατήσει καθόλου κανείς;

— Όποιος μπορεί, καθόλου.

— Και συ μπορείς;

— Νομίζω πως όχι.

— Σώπα, Αλιόσα, σώπα, καλέ μου, έτσι μου ‘ρχεται να φιλήσω το χέρι σου απ' τη συγκίνησή μου. Αυτή η κατεργάρα η Γκρούσενκα, που καταλαβαίνει από ανθρώπους, μου 'λεγε κάποτε πως θα σε ρουφήξει... Δε λέω, δε λέω τίποτα! Απ' αυτό το βρωμερό θέμα το γεμάτο μυγοχέσματα, ας έρθουμε στην τραγωδία μου, που είναι κι αυτό ένα θέμα γεμάτο μυγοχέσματα, δηλαδή έχει όλου του κόσμου τις ποταπότητες. Γιατί συμβαίνει τούτο: αν και το γερόντιο είπε ψέματα πως τάχα αποπλανούσα αθώα κορίτσια όμως αυτό ακριβώς έγινε σε κάποια περίπτωση, μονάχα που η υπόθεση δεν έφτασε ως το τέλος. Ο γέρος που με μεμφόταν για πράματα ανύπαρχτα δεν την ξέρει τούτη την υπόθεση: ποτέ δεν τη διηγήθηκα σε κανέναν εσύ είσαι ο πρώτος που θα την ακούσεις τώρα, εκτός απ' τον Ιβάν φυσικά- ο Ιβάν τα ξέρει όλα. Τα ξέρει πολύ πριν από σένα. Μα ο Ιβάν είναι τάφος.

— Ο Ιβάν είναι τάφος;

— Ναι.

Ο Αλιόσα άκουγε με μεγάλη προσοχή.

— Πρέπει να ξέρεις πως όταν βρισκόμουνα σε κείνο το τάγμα της γραμμής ήμουν ανθυπασπιστής. Κι όμως βρισκόμουν πάντα κάτω από 'να είδος επιτήρησης, λες και ήμουν κάνας εξόριστος. Μα στην πολιτεία όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές για μένα. Σκόρπαγα πολλά λεφτά, νόμιζαν πως είμαι πλούσιος μα και 'γω τέτοιαν εντύπωση είχα. Να λέμε την αλήθεια, δεν μπορεί παρά να τους άρεσα και για κάτι άλλο. Αν και κούναγαν όλοι το κεφάλι τους, όμως μ' αγαπούσαν. Ο ταγματάρχης μου, που ήταν γέρος πια, μ' έβαλε ξαφνικά στο μάτι όλο αφορμές έβρισκε για να μου κάνει επιπλήξεις. Όμως εγώ είχα τα μέσα κι εξάλλου όλη η πολιτεία ήταν με το μέρος μου, δεν μπορούσε λοιπόν να μου κάνει τίποτα. Έφταιγα και 'γω δηλαδή, γιατί και 'γω δεν του 'δειχνα τον πρεπούμενο σεβασμό. Ήμουν περήφανος. Αυτός ο γεροπεισματάρης, που δεν ήταν καθόλου κακός άνθρωπος μα απεναντίας τρομερά καλόκαρδος και φιλόξενος, είχε παντρευτεί δυό φορές, μα και οι δυό γυναίκες του είχαν πεθάνει. Η μια, η πρώτη, από απλή οικογένεια, του άφησε μια κόρη κι αυτή ήταν απλή. Όταν ήμουν εκεί, είχε κιόλας τα χρονάκια της —εικοσιτέσσερα— και ζούσε με τον πατέρας της. Η θειά ήταν τύπος σιωπηλής απλότητας κ' η ανιψιά, η μεγαλύτερη κόρη του ταγματάρχη, τύπος ζωηρής απλότητας. Θέλω, τώρα που τα θυμάμαι, να πω γι' αυτή έναν καλό λόγο: ποτέ δε γνώρισα καλύτερο γυναικείο χαρακτήρα απ' αυτή την κοπέλα. Αγάθια τη λέγανε —φαντάσου, Αγάθια Ιβάνοβνα. Και πολύ όμορφη, για το ρούσικο γούστο φυσικά. Ψηλή με σάρκα λευκή και κρουστή, με υπέροχα μάτια, το πρόσωπο μονάχα θα μπορούσες να το πεις κάπως χοντροφτιαγμένο. Δεν αποφάσιζε να παντρευτεί, αν και της είχαν κάνει δυο προξενιά' αυτή αρνήθηκε και δεν έχασε το κέφι της. Συνδέθηκα μαζί της, όχι με κείνο τον τρόπο, όχι. Εδώ δεν υπήρχε καμιά βρωμιά. Έτσι φιλικά συνδέθηκα. Πολλές φορές μου τυχαίνει να συνδεθώ με μια γυναίκα εντελώς αναμάρτητα, φιλικά. Της μιλούσα με τόση ελευθεροστομία που... άστα! Όμως αυτή το μόνο που 'κανε ήταν να γελάει. Πολλές γυναίκες τις αγαπούν τις ελευθεροστομίες, σημείωσέ το αυτό, μα τούτη ήταν και κορίτσι, πράμα που μ' έκανε να διασκεδάζω περισσότερο. Ακόμα πρέπει να σου πω και τούτο: ποτέ δε θα μπορούσες να φανταστείς πως ήταν δεσποινίδα. Ζούσαν στο σπίτι του πατέρα αυτή και η θειά της, λες και θεληματικά υποβίβαζαν τον εαυτό τους σε κατώτερη τάξη σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτή την αγαπούσαν όλοι και την είχαν ανάγκη γιατί ήταν περίφημη μοδίστρα: είχε ταλέντο, δεν τους έπαιρνε λεφτά, έραβε από καλοσύνη της, μα όταν της έκαναν κανένα δώρο δεν το αρνιόταν. Όμως ο ταγματάρχης, αυτόν πού τον πιάνεις! Ο ταγματάρχης ήταν απ' τα σπουδαιότερα πρόσωπα του τόπου μας. Ζούσε πολυέξοδα, δεχότανε στο σπίτι του όλη την πολιτεία, έδινε γεύματα, χορούς. Όταν έφτασα και μπήκα στο τάγμα του αρχίσανε να λένε σ' όλη την πολιτεία πως σε λίγο θα μας έρθει απ' την πρωτεύουσα η δεύτερη κόρη του ταγματάρχη, μια πεντάμορφη στις πεντάμορφες, και πως αυτή μόλις τώρα είχε βγει από 'να αριστοκρατικό πρωτευουσιάνικο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Αυτή η δεύτερη κόρη είναι ακριβώς η Κατερίνα Ιβάνοβνα, που ο ταγματάρχης την απόχτησε απ' τη δεύτερη γυναίκα του. Τούτη η δεύτερη γυναίκα, που 'χε πεθάνει τότε κιόλας, κράταγε από γνωστό τζάκι, από κάποιο μεγάλο σόι στρατηγών που όμως —κι αυτό το ξέρω θετικά— δεν είχε δώσει καμιά προίκα στον ταγματάρχη. Είχε δηλαδή μονάχα πλούσιο συγγενολόι κι από κει κάτι θα μπορούσε να ελπίζει κανείς· αλλιώς μετρητά δεν είχε καθόλου. Κι όμως, όταν μας ήρθε η νεαρά απόφοιτος, (για να μείνει για λίγο, όχι για πάντα), όλη η μικρή μας πολιτεία λες και πήρε μια καινούργια όψη και οι πιο σπουδαίες κυρίες, δυο σύζυγοι «αυτών εξοχοτήτων», μια γυναίκα συνταγματάρχη, μα κι όλες, όλες οι άλλες, ενδιαφέρθηκαν αμέσως, την καλούσανε δω και κει, άρχισαν να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να τη διασκεδάσουν, έγινε η βασίλισσα των χορών, των πικ-νικ, ακόμα και ταμπλώ-βιβάν μαστόρεψαν σε μια γιορτή υπέρ κάποιων γκουβερναντών. Εγώ σώπαινα, γλένταγα κι έκανα κάτι που όλη η πολιτεία άρχισε να φλυαρεί γι' αυτό. Είδα που με καλοκοίταξε μια φορά, στο σπίτι, του διοικητή του πυροβολικού έγινε αυτό, μα εγώ δεν την πλησίασα: δεν καταδέχομαι, σα να λέμε, να γνωριστώ μαζί σου. Την πλησίασα ύστερ' από αρκετόν καιρό, πάλι σε μιαν εσπερίδα, άρχισα να της μιλάω κι αυτή σχεδόν δε μου 'δωσε σημασία, τα χείλη της μόρφασαν περιφρονητικά. Α, σκέφτηκα, περίμενε και θα μου το πληρώσεις! Ήμουν ένα κέρατο βερνικωμένο κείνο τον καιρό στις πιο πολλές περιπτώσεις και το αισθανόμουν κι ο ίδιος. Το σπουδαίο ήταν που ένιωθα πως η «Κάτενκα» δεν ήταν καθόλου μια απλοϊκή μαθητριούλα, μα μια γυναίκα με χαρακτήρα, περήφανη και πραγματικά ενάρετη και, το σπουδαιότερο, μυαλωμένη και μορφωμένη και 'γω δεν ήμουν ούτε το 'να ούτε τ' άλλο. Νομίζεις πως ήθελα να της κάνω πρόταση; Όχι δα. Ήθελα μονάχα να εκδικηθώ γιατί εγώ ήμουν σωστός λεβέντης κι αυτή δεν ήθελε να το καταλάβει. Στο μεταξύ γλένταγα και τα 'σπαγα. Τελικά ο ταγματάρχης μ' έβαλε τρεις μέρες κράτηση. Κείνον ακριβώς τον καιρό ο πατέρας μού 'στειλε έξη χιλιάδες ρούβλια, αφού προηγούμενα του 'χα στείλει εγώ μια κανονική βεβαίωση πως δεν έχω πια καμιά απαίτηση και πως είμαστε «εν πλήρει τάξει» και πως δε θα ζητήσω τίποτα πια. Τότε δεν καταλάβαινα τίποτα. Εγώ, αδερφέ μου, ως την ώρα που ήρθα δω πέρα, και μάλιστα ως τα σήμερα, δεν καταλάβαινα τίποτα απ' όλες αυτές τις χρηματικές διαφορές μου με τον πατέρα. Όμως άστα να πάνε στο διάολο. Αυτά θα στα πω αργότερα. Τότε, μόλις είχα πάρει κείνες τις έξη χιλιάδες, έμαθα ξαφνικά από 'να γραμματάκι κάποιου φίλου μου μια περιεργότατη λεπτομέρεια για τον ταγματάρχη μας. Τούτο δηλαδή: πως είχε πέσει σε δυσμένεια, πως τον υποψιάζονται για κάτι καταχρήσεις, κοντολογίς πως οι εχθροί του του σκάβουν το λάκκο. Και πραγματικά ήρθε ο διοικητής της μεραρχίας κι ο ταγματάρχης έφαγε μια κατσάδα της χρονιάς του. Ύστερ' από λίγο τον διατάξανε να παραιτηθεί. Δε θα κάτσω να σου διηγηθώ με λεπτομέρειες πώς έγιναν όλ' αυτά. Φαίνεται πως πραγματικά είχε εχθρούς και ξαφνικά όλη η πολιτεία άρχισε να τον αποφεύγει αυτόν κι όλο του το σόι. Τότε ήταν που 'δειξα για πρώτη φορά τι αξίζω. Συναντώ την Αγάθια Ιβάνοβνα, που μαζί της είχα ακόμα φιλικές σχέσεις, και της λέω: «Το ξέρετε πως του λείπουν του μπαμπάκα σας τεσσερισήμιση χιλιάδες;» «Πώς, γιατί το λέτε αυτό; Δεν πάει πολύς καιρός που 'χε έρθει ο στρατηγός κι όλα τα 'χε»... «Τότε τα 'χε μα τώρα δεν τα 'χει». Φοβήθηκε τρομερά: «Μη με τρομάζετε, παρακαλώ' από ποιόν τ' ακούσατε;» «Μην ανησυχείτε», της λέω, «σε κανέναν δε θα το πω, το ξέρετε καλά πως είμαι τάφος σ' αυτά τα ζητήματα, μονάχα που 'θελα ακριβώς να σας πω και τούτο για κάθε ενδεχόμενο”: Όταν θα ζητήσουν απ' τον μπαμπάκα σας τις τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια ρούβλια και αυτός δε θα τα 'χει, τότε, αντί να περάσει από στρατοδικείο και ύστερα να πάει στην εξορία φαντάρος, τώρα στα γεράματα, στείλτε μου τότε καλύτερα κρυφά την αδερφούλα σας, γιατί μου 'στειλαν τις προάλλες κάτι λεφτά, και 'γω θα της δώσω ίσως τις τέσσερις χιλιάδες και θα το κρατήσω μυστικό». «Ω», λέει κείνη, «τί πρόστυχος που είστε! (έτσι ακριβώς μου το 'πε), τί μοχθηρός», λέει, «είστε, και τι πρόστυχος! Μα πώς τολμάτε;» Έφυγε τρομερά αγαναχτισμένη και 'γω της φώναξα στο κατόπι της μια ακόμα φορά πως το μυστικό θα το κρατήσω σαν κάτι ιερό. Θα πω από μια αρχής και τούτο: αυτές οι δυό γυναίκες, δηλαδή η Αγάθια και η θειά της, αποδείχτηκαν σ' όλην αυτή την ιστορία σωστοί άγγελοι και την ψηλομύτα την Κάτια τη λατρεύανε στ' αλήθεια, ταπείνωναν τον εαυτό τους μπροστά της, της έκαναν την καμαριέρα... Μονάχα που η Αγάθια είχε την έμπνευση να της μεταδώσει την κουβέντα μας. Αργότερα τα 'μαθα όλ' αυτά με το νι και με το σίγμα. Δεν το κράτησε μυστικό και, καταλαβαίνεις, αυτό ήθελα και γω.

Όπου, αναπάντεχα, έρχεται ο νέος ταγματάρχης κι αναλαμβάνει τη διοίκηση του τάγματος. Ο παλιός ταγματάρχης ξαφνικά αρρωσταίνει, δεν μπορεί να κουνηθεί απ' τη θέση του, κάθεται στο σπίτι δυό εικοσιτετράωρα, δεν παραδίνει τα χρήματα του δημοσίου. Ο γιατρός μας, ο Κραβτσένκο, βεβαίωνε πως πραγματικά ήταν άρρωστος. Μονάχα που εγώ νά τι ήξερα από αξιόπιστη πηγή και μάλιστα από πολύν καιρό κιόλας: Πως τα χρήματα εξαφανίζονταν μετά την κάθε επιθεώρηση, προσωρινά. Αυτό γινόταν κάπου τέσσερα χρόνια συνέχεια. Ο ταγματάρχης τα δάνειζε σ' έναν πολύ έμπιστον άνθρωπο, σ' έναν απ' τους εμπόρους μας, τον Τριφόνοβ, έναν γέρο χήρο με γενειάδα και χρυσά γυαλιά. Κείνος πήγαινε στην εμποροπανήγυρη, έκανε τις αγοραπωλησίες του κι επέστρεφε αμέσως όλα τα λεφτά στον ταγματάρχη και μαζί μ' αυτά έφερνε και τα δώρα του απ' την εμποροπανήγυρη και μαζί με τα δώρα και τους τόκους. Όμως τούτη τη φορά (τα 'μαθα τότε εντελώς τυχαία απ' τον μυξιάρη γιο και κληρονόμο του Τριφόνοβ που ήταν μικρός ακόμα μα διεφθαρμένος τόσο που δε γίνεται άλλο) τούτη τη φορά λέω, ο Τριφόνοβ γυρνώντας απ' την εμποροπανήγυρη δεν επέστρεψε τίποτα: «Ποτέ δεν πήρα τίποτα από σας κι ούτε και μπορούσα να πάρω»' νά ποια ήταν η απάντησή του. Το λοιπόν κάθεται ο ταγματάρχης μας στο σπίτι, τυλίγει το κεφάλι του με μια πετσέτα, και κείνες, και οι τρεις μαζί, του βάζουν πάγο στην κορφή του κεφαλιού. Ξάφνου έρχεται ένας αγγελιοφόρος μ' ένα βιβλίο και τη διαταγή: «Να παραδώσει αμέσως το ταμείο, αμέσως χωρίς χρονοτριβή, σε δυό ώρες». Εκείνος υπόγραψε (αυτή την υπογραφή την είδα αργότερα στο βιβλίο), σηκώθηκε, είπε πως θα πάει να φορέσει τη στολή του, μπήκε στην κρεβατοκάμαρά του, πήρε το δίκαννο, το γέμισε, του 'βαλε μια σφαίρα στρατιωτική, έβγαλε το παπούτσι του δεξιού του ποδιού, την κάνη τη στήριξε στο στήθος του κι άρχισε να ψάχνει με το πόδι τη σκανδάλη. Μα η Αγάθια κάτι υποπτεύθηκε πια, θυμήθηκε τα λόγια που της είχα πει τότε, πήγε και κρυφοκοίταξε και πρόφτασε έγκαιρα· όρμησε μέσα, ρίχτηκε απάνω του από πίσω, τον αγκάλιασε" το τουφέκι πήρε φωτιά μα η σφαίρα χτύπησε στο ταβάνι. Κανένας δεν πληγώθηκε. Έτρεξαν και οι άλλες, του άρπαξαν το ντουφέκι και τον κρατάγανε απ' τα χέρια... Όλα τούτα τα 'μαθα αργότερα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Εγώ ήμουν τότε στο σπίτι, ήταν σούρουπο και ήμουν έτοιμος να βγω έξω" είχα ντυθεί, είχα χτενιστεί, αρωμάτισα το μαντήλι μου, πήρα το πηλήκιο, όπου ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και βλέπω μπροστά μου, μέσα στο σπίτι μου, την Κατερίνα Ιβάνοβνα.

Συμβαίνουν παράξενα πράματα καμιά φορά: κανένας δεν πήρε είδηση τότε πώς ήρθε στο σπίτι μου, έτσι που η πολιτεία ποτέ δεν το 'μαθε αυτό. Οι σπιτονοικοκυρές μου ήταν δυό γριές, χήρες υπαλλήλων, που μου συγύριζαν κιόλας, δυό κυρούλες πολύ αξιοσέβαστες και υπάκουες και σύμφωνα με τη διαταγή μου δε βγάλανε μετά τσιμουδιά. Φυσικά εγώ κατάλαβα μονομιάς τι είχε συμβεί. Εκείνη μπήκε και με κοίταξε κατάματα, τα μαύρα της μάτια με κοίταζαν αποφασιστικά, ακόμα και με πρόκληση μπορούσες να πεις, μα στις πτυχές γύρω απ' τα χείλη της μάντευα κάποιον δισταγμό.

— Η αδερφή μου είπε πως θα δώσετε τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια ρούβλια, αν έρθω μόνη μου να τα ζητήσω... στο σπίτι σας. Ήρθα... δώστε μου τα λεφτά... δε βάσταξε, λαχάνιασε, τρόμαξε, η φωνή της κόπηκε και οι άκρες των χειλιών της άρχισαν να τρέμουν. Αλιόσα, ακούς ή μήπως αποκοιμήθηκες;

— Μίτια, ξέρω πως θα μου πεις την αλήθεια, πρόφερε ταραγμένα ο Αλιόσα.

— Και βέβαια θα στην πω. Αφού θες όλη την αλήθεια, νά πώς γίνανε τα πράματα, θα στα πω και δε θα λυπηθώ τον εαυτό μου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν σκέψη Καραμάζοβ. Μια φορά, αδερφέ μου, με δάγκασε ένα σφαλάγγι κι έμεινα κρεβατωμένος με πυρετό δυό βδομάδες. Το λοιπόν και τώρα ένιωσα να με δαγκώνει στην καρδιά ένα σφαλάγγι, το αιμοβόρο ζωύφιο, καταλαβαίνεις; Την αναμέτρησα από πάνω ως κάτω. Την είδες ποτέ σου; Είναι στ' αλήθεια καλλονή. Μα δεν ήταν τότε μονάχα γι' αυτό όμορφη. Ήταν όμορφη κείνη τη στιγμή γιατί εκείνη ήταν ευγενικιά και 'γω ήμουν πρόστυχος, γιατί εκείνη βρισκόταν σ' όλο το ύψος της μεγαλοψυχίας και της θυσίας της για χάρη του πατέρα της, και 'γω ήμουν ένας κοριός. Και να που εγώ, ο κοριός κι ο πρόστυχος, την έχω ολάκερη στο χέρι, όλην, ολάκερη, και την ψυχή και το κορμί της. Θα στο πω ειλικρινά: τούτη η σκέψη, η σκέψη του σφαλαγγιού, άδραξε τόσο γερά την καρδιά μου, που λίγο ακόμα και θα 'λιωνε απ' την ηδονή. Θα 'χες την εντύπωση πως σ' αυτό πια δε θα μπορούσε κανείς ν' αντισταθεί: όλα έδειχναν πως θα φερθώ σαν κοριός, σαν αιμοβόρο σφαλάγγι, δίχως κανένα οίκτο... Μου πιάστηκε μάλιστα η ανάσα. Ακου λοιπόν! Θα πήγαινα φυσικά την άλλη κιόλας μέρα να ζητήσω το χέρι της για να τα τελειώσω όλα με τον ευγενικότερο, σαν να λέμε, τρόπο και για να μην το μάθαινε κανείς κι ούτε να μπορούσε να το μάθει. Γιατί εγώ, αν και είμαι άνθρωπος με ποταπές επιθυμίες, είμαι όμως τίμιος. Κι όμως να που ξάφνου, κείνη την ίδια στιγμή, μου ψιθύρισε κάποιος στ' αυτί: «Μα αύριο, τούτη δω, μόλις θα πας να της προσφέρεις το χέρι σου, ούτε θα βγει να σε δει και θα διατάξει τον αμαξά της να σε πετάξει έξω με τις κλωτσιές. Πόμπεψέ με, σαν να σου λέει, σ' όλη την πολιτεία, δε σε φοβάμαι!» Κοίταζα την κοπέλα και είδα πως η φωνή δε μου 'πε ψέματα: Έτσι ακριβώς θα γινόταν. Θα με διώξουν αρπάζοντάς με απ' το γιακά, αυτό θα μπορούσες να το δεις κι απ' την έκφραση του προσώπου της τούτη τη στιγμή. Άρχισα να λυσάω απ' το κακό μου, θέλησα να κάνω μιαν ακόμα μεγαλύτερη προστυχιά, να φερθώ σαν γουρούνι και σαν έμπορος: να την κοιτάξω για λίγο με ειρωνεία κι αμέσως, όταν ακόμα εκείνη θα στέκεται μπροστά μου, να την περιλούσω λέγοντάς της μ' ένα τόνο που μονάχα ένας εμποράκος θα μπορούσε να 'χει:

— Πώς; Τέσσερεις χιλιάδες! Αστειεύτηκα. Τι, μπας και το πιστέψατε; Πολύ εύπιστη φανήκατε, δεσποσύνη! Καμιά διακοσαριά, δε λέω, θα τα 'δινα πρόθυμα και μ' ευχαρίστησή μου μάλιστα, μα οι τέσσερεις χιλιάδες δεν είναι λεφτά που μπορεί να τα σκορπάει κανείς για κάτι τέτοιες ελαφρομυαλιές. Άδικα μπήκατε σε κόπο.

Καταλαβαίνεις βέβαια πως θα τα 'χανα όλα, εκείνη θα 'φευγε τρέχοντας, μα γι' αυτό θα 'χα πάρει μια καταχθόνια εκδίκηση. Όλη μου τη ζωή ύστερα θα μετάνιωνα, μα θα μου 'φτανε να της παίξω τώρα, τούτη τη στιγμή, αυτό το παιχνίδι! Το πιστεύεις; Ποτέ δε μου συνέβη αυτό, με καμιά γυναίκα, έτσι που να την κοιτάω με μίσος μια τέτοια στιγμή κι όμως, μα το σταυρό που κάνω τώρα, εκείνη την κοίταξα τότε κάπου τρία ή πέντε δευτερόλεπτα με τρομερό μίσος —με κείνο το ίδιο μίσος που απέχει απ' τον έρωτα, απ' τον πιο παλαβό έρωτα, μόλις μια τρίχα! Πλησίασα στο παράθυρο, ακούμπησα το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι και θυμάμαι πως ο πάγος μ' έκαψε σαν να 'τανε φωτιά. Μην ανησυχείς, δεν την καθυστέρησα πολύ, γύρισα, πλησίασα στο τραπέζι, άνοιξα το συρτάρι κι έβγαλα μιαν ομολογία των πέντε χιλιάδων με 5% τόκο (την είχα μέσα στο γαλλικό λεξικό). Ύστερα της την έδειξα χωρίς να πω λέξη, τη δίπλωσα, της την έδωσα, της άνοιξα μονάχος μου την πόρτα του προθάλαμου και παραμερίζοντας ένα βήμα, υποκλίθηκα βαθιά, με μιαν υπόκλιση γεμάτη σεβασμό. Ναι, πίστεψέ με, έτσι ακριβώς έγινε. Αυτή ρίγησε ολάκερη, με κοίταξε επίμονα για ένα δευτερόλεπτο, χλόμιασε φοβερά, πάνιασε και, ξαφνικά, χωρίς κι αυτή να πει λέξη, χωρίς να βιάζεται, έσκυψε σιγά-σιγά, βαθιά, ήρεμα κι έπεσε στα πόδια μου, τόσο που το μέτωπό της ακούμπησε στο πάτωμα, όχι σαν μια απόφοιτη ινστιτούτου μα σαν Ρώσα χωριάτισσα! Σηκώθηκε απότομα κι έφυγε τρέχοντας. Εγώ είχα φορεμένο το σπαθί μου. Το τράβηξα κι ήθελα να σφαχτώ κείνη την ίδια στιγμή. Γιατί; Δεν ξέρω. Θα 'ταν φυσικά μια μεγάλη ανοησία, μα νομίζω πως θα το 'κανα απ' τον ενθουσιασμό μου. Το καταλαβαίνεις τάχα πως καμιά φορά μπορεί ν' αυτοκτονήσεις από ενθουσιασμό; Μα εγώ δε μαχαιρώθηκα και μονάχα φίλησα το σπαθί και το ξανάβαλα στη θήκη του — πράμα, εδώ που τα λέμε, που μπορούσα και να μη στ' αναφέρω τούτη την ώρα. Νομίζω κιόλας πως ιστορώντας τώρα όλη την πάλη με τον εαυτό μου, έβαλα και λίγη σάλτσα για να παινευτώ. Μα ας είναι κι έτσι, ας είναι κι έτσι, κι ο διάολος να πάρει τους κατάσκοπους της ανθρώπινης καρδιάς! Να 'το όλο κι όλο κείνο το παλιό μου «περιστατικό» με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τώρα λοιπόν το ξέρει ο αδερφός μας ο Ιβάν και συ. Κανένας άλλος!

Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε, έκανε ταραγμένος δυο-τρία βήματα, έβγαλε το μαντήλι του, σκούπισε τον ίδρωτα απ' τ ο μέτωπό του, ύστερα ξανακάθησε όχι σε κείνη τη θέση που καθόταν πρώτα μα στον απέναντι πάγκο, στον άλλο τοίχο, έτσι που ο Αλιόσα αναγκάστηκε να κάνει ολάκερη μισή στροφή.


3. IV. Η Εξομολόγηση μιας Φλογερής Καρδιάς— με Ανέκδοτα 3. IV. The Confession of a Fiery Heart; with Anecdotes 3. IV. Spowiedź ognistego serca; z anegdotami

Γλεντούσα. I was partying. Πριν από λίγο έλεγε ο πατέρας πως πλήρωνα χιλιάδες ρούβλια για αποπλάνηση αθώων κοριτσιών. A moment ago the father was saying that I was paying thousands of rubles for seducing innocent girls. Αυτό το ψέμα μονάχα αυτό το γουρούνι μπορούσε να το πει. Only that pig could tell that lie. Ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο κι ό,τι έγινε δε χρειάστηκαν ποτέ λεφτά «γι' αυτό». It was never done and what was done never needed money "for that". Για μένα τα λεφτά είναι ένα αξεσουάρ, ένας διάκοσμος, ένας πυρετός της ψυχής. For me, money is an accessory, a decoration, a fever of the soul. Σήμερα είναι μια κυρία και την άλλη παίρνει τη θέση της ένα κορίτσι του δρόμου. One day she is a lady and the next she is replaced by a street girl. Τις διασκεδάζω και τη μια και την άλλη, πετάω τα λεφτά με τις χούφτες, μουσική τριγύρω, φασαρία, τσιγγάνες. I have fun with them both, throwing money around, music all around, noise, gypsies. Αν χρειάζεται της δίνω και κείνης, γιατί όλες τα παίρνουν, τα παίρνουν με λαιμαργία, αυτό πρέπει να το παραδεχτεί κανείς, και σου λένε κι ευχαριστώ και νιώθουν κι ευγνωμοσύνη. If I have to give it to her, because they all take it, they take it with gluttony, you have to admit that, and they say thank you and they feel grateful. Με αγάπησαν πολλές γυναίκες του κόσμου, ναι, πάρα πολλές. I was loved by many women of the world, yes, very many. Όμως εγώ πάντα προτιμούσα τα στενά καλντερίμια, τα έρημα και σκοτεινά σοκάκια, πίσω απ' την πλατεία: εκεί μονάχα είναι η περιπέτεια, το αναπάντεχο, εκεί μες στο βούρκο έβρισκες καθάριο χρυσάφι. But I always preferred the narrow cobbled streets, the deserted and dark alleys, behind the square: that's where the adventure, the unexpected is, where in the gutter you could find pure gold. Καταλαβαίνεις βέβαια, αδερφέ μου, πως μιλάω αλληγορικά. You understand of course, my brother, that I am speaking allegorically. Στη μικρή μας πολιτεία δεν υπήρχαν τέτοια σοκάκια μα είχαμε απ' αυτά στην ηθική τους έννοια. In our small state there were no such alleys but we had them in their moral sense. Μα αν ήσουν και συ αυτό που είμαι εγώ θα καταλάβαινες τι θέλω να πω. But if you were what I am, you would understand what I mean. Αγαπούσα την ακολασία, αγαπούσα και το αίσχος της ακολασίας. I loved debauchery, I loved the disgrace of debauchery. Αγαπούσα τη σκληρότητα: μήπως δεν είμαι τάχα κοριός, μήπως δεν είμαι ένα αιμοβόρο ζωύφιο; Το 'παμε πια: είμαι Καραμάζοβ! I loved cruelty: am I not a bug, am I not a bloodsucking bug? Here we go: I am Karamazov! Μια φορά έγινε ένα πικ-νικ όπου πήγε όλη η πολιτεία, εφτά τρόικες είχαμε πάρει. One time there was a picnic where the whole state went, we had seven troupes. Μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, στο έλκηθρο, άρχισα να χαϊδεύω το χεράκι μιας κοπέλας που καθότανε δίπλα μου και την ανάγκασα να φιληθούμε, τούτη την κοπέλα που ήταν κόρη κάποιου υπάλληλου, φτωχή, χαριτωμένη, σεμνή, αθώα. In the winter darkness, in the sleigh, I began to caress the little hand of a girl sitting next to me and forced her to kiss me, this girl who was the daughter of a clerk, poor, cute, modest, innocent. Μου επέτρεψε πολλά, πάρα πολλά μέσα στο σκοτάδι. It allowed me much, very much in the darkness. Νόμιζε η φτωχούλα πως θα πάω την άλλη μέρα κιόλας και θα της κάνω πρόταση (γιατί όλοι με είχαν για καλό γαμπρό). The poor girl thought I would go the next day and propose to her (because everyone thought I was a good son-in-law). Όμως εγώ, από τότε, ούτε μια λέξη δεν της είπα, πέντε μήνες, ούτε μια λέξη. But I, since then, I haven't said a word to her, five months, not a word. Έβλεπα τα μάτια της να με παρακολουθούν απ' τη γωνιά της σάλας, όταν τύχαινε και γινόταν χορός (και σε μας συνεχώς γίνονται χοροί), τα 'βλεπα που καίγανε σαν δυο φωτιές — σαν δυο φωτιές παραπονεμένης αγανάχτησης. I could see her eyes watching me from the corner of the hall, when there happened to be a dance (and there are always dances in our house), I saw them burning like two fires - like two fires of complaining indignation. Αυτό το παιχνίδι διασκέδαζε πολύ το φιλήδονο ζωύφιο που έτρεφα μέσα μου. This game was great fun for the kissing bug I was nurturing in me. Ύστερ' από πέντε μήνες παντρεύτηκε έναν υπάλληλο κι έφυγε... και ήταν ακόμα θυμωμένη και ίσως να μ' αγαπούσε ακόμα. Five months later, she married a clerk and left... and she was still angry and maybe she still loved me. Τώρα ζουν ευτυχισμένα. Now they live happily. Σημείωσε πως δεν το 'πα σε κανέναν αυτό, δεν την εξέθεσα. She noted that I didn't tell anyone that, I didn't expose her. Γιατί εγώ, αν κι έχω ποταπές επιθυμίες κι αγαπώ την ποταπότητα, δεν είμαι άτιμος. For though I have vile desires and love vile things, I am not dishonest. Κοκκίνισες, τα μάτια σου αστράψανε. You blushed, your eyes sparkled. Φτάνει για σένα τούτη η λάσπη. Enough of this mud for you. Κι όμως όλ' αυτά δεν είναι τίποτα ακόμα, δεν είναι παρά λουλουδάκια α λα Πωλ ντε Κωκ, αν και το αιμοβόρο ζωύφιο τρεφόταν μ' αυτά, μεγάλωνε πια και καταχτούσε την ψυχή μου. And yet all this is nothing yet, nothing but little flowers a la Paul de Coke, though the bloodsucking bug fed on them, growing up and devouring my soul. Θα μπορούσα, αδερφέ μου, να κάνω ολάκερο λεύκωμα από τέτοιες αναμνήσεις. I could, my brother, make a whole scrapbook of such memories. Ο Θεός να τις έχει καλά τις καλούλες μου. God bless my goodies. Όταν τις παράταγα δε μ' άρεσε να μαλώνω μαζί τους. When I was leaving them I didn't like to argue with them. Και ποτέ δεν τις πρόδινα, ποτέ δεν εξέθεσα ούτε μια. And I never gave them away, I never exposed a single one. Μα φτάνει. But that's enough. Μπας και νόμισες πως σε φώναξα μόνο και μόνο για να σου πω τούτες τις μικροπροστυχιές; Όχι, έχω να σου διηγηθώ πράματα με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Did you think I called you here just to tell you these little tricks? No, I have more interesting things to tell you. Και μην απορείς που δε σε ντρέπομαι, και που νιώθω μάλιστα και κάποιαν ευχαρίστηση. And no wonder I'm not ashamed of you, and even feel a certain pleasure.

— Το 'πες γιατί κοκκίνισα, παρατήρησε ξαφνικά ο Αλιόσα. - You said that because I blushed, Alyosha suddenly remarked. Δεν κοκκίνισα γι' αυτά που 'λεγες κι ούτε γι' αυτά που 'κανες, μα γιατί και 'γω είμαι σαν και σένα. I did not blush for what you said, nor for what you did, but because I am like you.

— Εσύ; Τα παραλές. - How about you? You're giving up.

— Όχι, δεν τα παραλέω, απάντησε με ζέση ο Αλιόσα (φαίνεται πως αυτό το σκεφτόταν από ώρα). - "No, I'm not going too far," replied Aliosha with vigour (he had been thinking about this for some time, it seems). Όλοι είμαστε στην ίδια σκάλα. We are all on the same ladder. Εγώ είμαι στο πρώτο σκαλοπάτι και συ κάπου απάνω, στο δέκατο τρίτο να πούμε. I'm on the first rung and you're somewhere above, the thirteenth rung, so to speak. Εγώ νά πώς βλέπω τα πράματα: όλ' αυτά είναι ένα και το αυτό, εντελώς το ίδιο. This is how I see things: they are all one and the same, completely the same. Όποιος πάτησε στο κάτω σκαλοπάτι, το δίχως άλλο θα φτάσει και στο πάνω-πάνω. Whoever has stepped on the bottom step will sooner or later reach the top step.

— Θες να πεις πως θα πρέπει να μην το πατήσει καθόλου κανείς; - Are you saying no one should step on it at all?

— Όποιος μπορεί, καθόλου. - Whoever can, not at all.

— Και συ μπορείς; - And you can?

— Νομίζω πως όχι. - I think not.

— Σώπα, Αλιόσα, σώπα, καλέ μου, έτσι μου ‘ρχεται να φιλήσω το χέρι σου απ' τη συγκίνησή μου. - Hush, Alyosha, hush, my dear, I feel like kissing your hand out of my emotion. Αυτή η κατεργάρα η Γκρούσενκα, που καταλαβαίνει από ανθρώπους, μου 'λεγε κάποτε πως θα σε ρουφήξει... Δε λέω, δε λέω τίποτα! That rascal Grushenka, who understands people, once told me she'd suck you dry... I'm not saying, I'm not saying anything! Απ' αυτό το βρωμερό θέμα το γεμάτο μυγοχέσματα, ας έρθουμε στην τραγωδία μου, που είναι κι αυτό ένα θέμα γεμάτο μυγοχέσματα, δηλαδή έχει όλου του κόσμου τις ποταπότητες. From this stinking subject full of myths, let's come to my tragedy, which is also a subject full of myths, that is, it has all the vile things of the world. Γιατί συμβαίνει τούτο: αν και το γερόντιο είπε ψέματα πως τάχα αποπλανούσα αθώα κορίτσια όμως αυτό ακριβώς έγινε σε κάποια περίπτωση, μονάχα που η υπόθεση δεν έφτασε ως το τέλος. Because this is what happens: although the old man lied about seducing innocent girls, that's exactly what happened on one occasion, only the case didn't go all the way. Ο γέρος που με μεμφόταν για πράματα ανύπαρχτα δεν την ξέρει τούτη την υπόθεση: ποτέ δεν τη διηγήθηκα σε κανέναν εσύ είσαι ο πρώτος που θα την ακούσεις τώρα, εκτός απ' τον Ιβάν φυσικά- ο Ιβάν τα ξέρει όλα. The old man who has been reproaching me for things untold does not know this affair: I have never told it to anyone; you are the first to hear it now, except Ivan, of course; Ivan knows everything. Τα ξέρει πολύ πριν από σένα. He knows them long before you do. Μα ο Ιβάν είναι τάφος. But Ivan is a tomb.

— Ο Ιβάν είναι τάφος;

— Ναι.

Ο Αλιόσα άκουγε με μεγάλη προσοχή. Alyosha was listening intently.

— Πρέπει να ξέρεις πως όταν βρισκόμουνα σε κείνο το τάγμα της γραμμής ήμουν ανθυπασπιστής. - You should know that when I was in that line battalion I was a sergeant. Κι όμως βρισκόμουν πάντα κάτω από 'να είδος επιτήρησης, λες και ήμουν κάνας εξόριστος. And yet I was always under some kind of surveillance, as if I was an exile. Μα στην πολιτεία όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές για μένα. But in the state all doors were open for me. Σκόρπαγα πολλά λεφτά, νόμιζαν πως είμαι πλούσιος μα και 'γω τέτοιαν εντύπωση είχα. I was spending a lot of money, they thought I was rich, but I had that impression too. Να λέμε την αλήθεια, δεν μπορεί παρά να τους άρεσα και για κάτι άλλο. Truth be told, they couldn't help but like me for something else. Αν και κούναγαν όλοι το κεφάλι τους, όμως μ' αγαπούσαν. Even though they all shook their heads, they loved me. Ο ταγματάρχης μου, που ήταν γέρος πια, μ' έβαλε ξαφνικά στο μάτι όλο αφορμές έβρισκε για να μου κάνει επιπλήξεις. My major, who was an old man, suddenly set his eyes on me, and found all the excuses he could find to reproach me. Όμως εγώ είχα τα μέσα κι εξάλλου όλη η πολιτεία ήταν με το μέρος μου, δεν μπορούσε λοιπόν να μου κάνει τίποτα. But I had the means and besides, the whole state was on my side, so he couldn't do anything to me. Έφταιγα και 'γω δηλαδή, γιατί και 'γω δεν του 'δειχνα τον πρεπούμενο σεβασμό. It was my fault too, because I didn't show him the proper respect. Ήμουν περήφανος. I was proud. Αυτός ο γεροπεισματάρης, που δεν ήταν καθόλου κακός άνθρωπος μα απεναντίας τρομερά καλόκαρδος και φιλόξενος, είχε παντρευτεί δυό φορές, μα και οι δυό γυναίκες του είχαν πεθάνει. This old man, who was not a bad man at all but on the contrary a very kind-hearted and hospitable man, had married twice, but both his wives had died. Η μια, η πρώτη, από απλή οικογένεια, του άφησε μια κόρη κι αυτή ήταν απλή. One, the first, from a simple family, left him a daughter and she was simple. Όταν ήμουν εκεί, είχε κιόλας τα χρονάκια της —εικοσιτέσσερα— και ζούσε με τον πατέρας της. When I was there, she was already twenty-four years old and living with her father. Η θειά ήταν τύπος σιωπηλής απλότητας κ' η ανιψιά, η μεγαλύτερη κόρη του ταγματάρχη, τύπος ζωηρής απλότητας. The aunt was a type of quiet simplicity and the niece, the major's eldest daughter, a type of lively simplicity. Θέλω, τώρα που τα θυμάμαι, να πω γι' αυτή έναν καλό λόγο: ποτέ δε γνώρισα καλύτερο γυναικείο χαρακτήρα απ' αυτή την κοπέλα. I want, now that I remember, to say one good thing about her: I never met a better female character than this girl. Αγάθια τη λέγανε —φαντάσου, Αγάθια Ιβάνοβνα. Her name was Agathia - look at you, Agathia Ivanovna. Και πολύ όμορφη, για το ρούσικο γούστο φυσικά. And very beautiful, for the Russian taste of course. Ψηλή με σάρκα λευκή και κρουστή, με υπέροχα μάτια, το πρόσωπο μονάχα θα μπορούσες να το πεις κάπως χοντροφτιαγμένο. Tall with white flesh, white and chubby, with lovely eyes, the face only you could call it a bit coarse. Δεν αποφάσιζε να παντρευτεί, αν και της είχαν κάνει δυο προξενιά' αυτή αρνήθηκε και δεν έχασε το κέφι της. She did not decide to marry, although she had been proposed to twice; she refused and did not lose her spirits. Συνδέθηκα μαζί της, όχι με κείνο τον τρόπο, όχι. I connected with her, not in that way, no. Εδώ δεν υπήρχε καμιά βρωμιά. There was no dirt here. Έτσι φιλικά συνδέθηκα. So I got friendly. Πολλές φορές μου τυχαίνει να συνδεθώ με μια γυναίκα εντελώς αναμάρτητα, φιλικά. Many times I happen to connect with a woman in a completely unhealthy, friendly way. Της μιλούσα με τόση ελευθεροστομία που... άστα! I was talking to her with such free speech that... Never mind! Όμως αυτή το μόνο που 'κανε ήταν να γελάει. But all she did was laugh. Πολλές γυναίκες τις αγαπούν τις ελευθεροστομίες, σημείωσέ το αυτό, μα τούτη ήταν και κορίτσι, πράμα που μ' έκανε να διασκεδάζω περισσότερο. Lots of women love free-speaking, mind you, but this one was a girl, which made me more amused. Ακόμα πρέπει να σου πω και τούτο: ποτέ δε θα μπορούσες να φανταστείς πως ήταν δεσποινίδα. I must also tell you this: you could never imagine that she was a young lady. Ζούσαν στο σπίτι του πατέρα αυτή και η θειά της, λες και θεληματικά υποβίβαζαν τον εαυτό τους σε κατώτερη τάξη σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. She and her aunt lived in her father's house, as if they were willingly relegating themselves to a lower class than the rest of society. Αυτή την αγαπούσαν όλοι και την είχαν ανάγκη γιατί ήταν περίφημη μοδίστρα: είχε ταλέντο, δεν τους έπαιρνε λεφτά, έραβε από καλοσύνη της, μα όταν της έκαναν κανένα δώρο δεν το αρνιόταν. Everyone loved her and needed her because she was a famous seamstress: she had talent, she didn't take money from them, she sewed out of kindness, but when they gave her a gift she didn't refuse. Όμως ο ταγματάρχης, αυτόν πού τον πιάνεις! But the Major, where do you get him? Ο ταγματάρχης ήταν απ' τα σπουδαιότερα πρόσωπα του τόπου μας. The major was one of the most important persons of our country. Ζούσε πολυέξοδα, δεχότανε στο σπίτι του όλη την πολιτεία, έδινε γεύματα, χορούς. He lived extravagantly, received the whole state in his house, gave meals, dances. Όταν έφτασα και μπήκα στο τάγμα του αρχίσανε να λένε σ' όλη την πολιτεία πως σε λίγο θα μας έρθει απ' την πρωτεύουσα η δεύτερη κόρη του ταγματάρχη, μια πεντάμορφη στις πεντάμορφες, και πως αυτή μόλις τώρα είχε βγει από 'να αριστοκρατικό πρωτευουσιάνικο εκπαιδευτικό ίδρυμα. When I arrived and joined his battalion they began to tell all over the state that the Major's second daughter, a five-eyed and five-shaped girl, would soon be coming to us from the capital, and that she had just come out of an aristocratic capital educational institution. Αυτή η δεύτερη κόρη είναι ακριβώς η Κατερίνα Ιβάνοβνα, που ο ταγματάρχης την απόχτησε απ' τη δεύτερη γυναίκα του. This second daughter is precisely Katerina Ivanovna, whom the major took from his second wife. Τούτη η δεύτερη γυναίκα, που 'χε πεθάνει τότε κιόλας, κράταγε από γνωστό τζάκι, από κάποιο μεγάλο σόι στρατηγών που όμως —κι αυτό το ξέρω θετικά— δεν είχε δώσει καμιά προίκα στον ταγματάρχη. This second wife, who was already dead by that time, was the keeper of a well-known fireplace, from a large family of generals who, however - and I know this positively - had not given the Major any dowry. Είχε δηλαδή μονάχα πλούσιο συγγενολόι κι από κει κάτι θα μπορούσε να ελπίζει κανείς· αλλιώς μετρητά δεν είχε καθόλου. That is, he had only a rich relative and from there one could hope for something; otherwise he had no cash at all. Κι όμως, όταν μας ήρθε η νεαρά απόφοιτος, (για να μείνει για λίγο, όχι για πάντα), όλη η μικρή μας πολιτεία λες και πήρε μια καινούργια όψη και οι πιο σπουδαίες κυρίες, δυο σύζυγοι «αυτών εξοχοτήτων», μια γυναίκα συνταγματάρχη, μα κι όλες, όλες οι άλλες, ενδιαφέρθηκαν αμέσως, την καλούσανε δω και κει, άρχισαν να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να τη διασκεδάσουν, έγινε η βασίλισσα των χορών, των πικ-νικ, ακόμα και ταμπλώ-βιβάν μαστόρεψαν σε μια γιορτή υπέρ κάποιων γκουβερναντών. And yet, when the young graduate came to us, (to stay for a while, not for ever), our whole little state seemed to take on a new look, and the greatest ladies, two wives of "these exiles," a colonel's wife, and all, all the others, took an immediate interest, called her here and there, began to do what they could to entertain her, became the queen of dances, picnics, even tinkered with a tableau-vivan at a feast for some governesses. Εγώ σώπαινα, γλένταγα κι έκανα κάτι που όλη η πολιτεία άρχισε να φλυαρεί γι' αυτό. I was silent, I was partying and I did something that the whole state started to talk about it. Είδα που με καλοκοίταξε μια φορά, στο σπίτι, του διοικητή του πυροβολικού έγινε αυτό, μα εγώ δεν την πλησίασα: δεν καταδέχομαι, σα να λέμε, να γνωριστώ μαζί σου. I saw her looking at me once, at the house of the artillery commander, but I didn't approach her: I don't feel like getting acquainted with you, so to speak. Την πλησίασα ύστερ' από αρκετόν καιρό, πάλι σε μιαν εσπερίδα, άρχισα να της μιλάω κι αυτή σχεδόν δε μου 'δωσε σημασία, τα χείλη της μόρφασαν περιφρονητικά. I approached her after some time, again at a dinner party, I began to talk to her and she hardly paid any attention to me, her lips curled contemptuously. Α, σκέφτηκα, περίμενε και θα μου το πληρώσεις! Oh, I thought, wait and you'll pay for it! Ήμουν ένα κέρατο βερνικωμένο κείνο τον καιρό στις πιο πολλές περιπτώσεις και το αισθανόμουν κι ο ίδιος. I was a horned horn at the time in most cases and I felt it myself. Το σπουδαίο ήταν που ένιωθα πως η «Κάτενκα» δεν ήταν καθόλου μια απλοϊκή μαθητριούλα, μα μια γυναίκα με χαρακτήρα, περήφανη και πραγματικά ενάρετη και, το σπουδαιότερο, μυαλωμένη και μορφωμένη και 'γω δεν ήμουν ούτε το 'να ούτε τ' άλλο. The great thing was that I felt that "Katenka" was not at all a simple schoolgirl, but a woman of character, proud and truly virtuous and, most importantly, intelligent and educated, and I was neither one thing nor the other. Νομίζεις πως ήθελα να της κάνω πρόταση; Όχι δα. You think I wanted to propose? No. Ήθελα μονάχα να εκδικηθώ γιατί εγώ ήμουν σωστός λεβέντης κι αυτή δεν ήθελε να το καταλάβει. I only wanted to get revenge because I was a good boy and she didn't want to understand it. Στο μεταξύ γλένταγα και τα 'σπαγα. In the meantime, I was partying my ass off. Τελικά ο ταγματάρχης μ' έβαλε τρεις μέρες κράτηση. Finally, the major put me under arrest for three days. Κείνον ακριβώς τον καιρό ο πατέρας μού 'στειλε έξη χιλιάδες ρούβλια, αφού προηγούμενα του 'χα στείλει εγώ μια κανονική βεβαίωση πως δεν έχω πια καμιά απαίτηση και πως είμαστε «εν πλήρει τάξει» και πως δε θα ζητήσω τίποτα πια. Just at that time my father sent me six thousand roubles, after I had previously sent him a proper certificate that I no longer had any claims and that we were "in full order" and that I would not ask for anything more. Τότε δεν καταλάβαινα τίποτα. I didn't understand anything then. Εγώ, αδερφέ μου, ως την ώρα που ήρθα δω πέρα, και μάλιστα ως τα σήμερα, δεν καταλάβαινα τίποτα απ' όλες αυτές τις χρηματικές διαφορές μου με τον πατέρα. I, my brother, up to the time I came here, and even to this day, I didn't understand anything about all these money disputes between me and my father. Όμως άστα να πάνε στο διάολο. But let them go to hell. Αυτά θα στα πω αργότερα. I'll tell you that later. Τότε, μόλις είχα πάρει κείνες τις έξη χιλιάδες, έμαθα ξαφνικά από 'να γραμματάκι κάποιου φίλου μου μια περιεργότατη λεπτομέρεια για τον ταγματάρχη μας. Then, as soon as I had received those six thousand, I suddenly learned from a friend's letter a curious detail about our Major. Τούτο δηλαδή: πως είχε πέσει σε δυσμένεια, πως τον υποψιάζονται για κάτι καταχρήσεις, κοντολογίς πως οι εχθροί του του σκάβουν το λάκκο. That is: that he had fallen into disgrace, that he was suspected of some abuses, in short, that his enemies were digging a hole for him. Και πραγματικά ήρθε ο διοικητής της μεραρχίας κι ο ταγματάρχης έφαγε μια κατσάδα της χρονιάς του. And actually the division commander came and the major got a bad time of year. Ύστερ' από λίγο τον διατάξανε να παραιτηθεί. After a while he was ordered to resign. Δε θα κάτσω να σου διηγηθώ με λεπτομέρειες πώς έγιναν όλ' αυτά. I won't sit here and tell you in detail how all this happened. Φαίνεται πως πραγματικά είχε εχθρούς και ξαφνικά όλη η πολιτεία άρχισε να τον αποφεύγει αυτόν κι όλο του το σόι. It seems he really did have enemies and suddenly the whole state started avoiding him and his whole family. Τότε ήταν που 'δειξα για πρώτη φορά τι αξίζω. It was then that I showed for the first time what I was worth. Συναντώ την Αγάθια Ιβάνοβνα, που μαζί της είχα ακόμα φιλικές σχέσεις, και της λέω: «Το ξέρετε πως του λείπουν του μπαμπάκα σας τεσσερισήμιση χιλιάδες;» «Πώς, γιατί το λέτε αυτό; Δεν πάει πολύς καιρός που 'χε έρθει ο στρατηγός κι όλα τα 'χε»... «Τότε τα 'χε μα τώρα δεν τα 'χει». I meet Agathia Ivanovna, with whom I was still on friendly terms, and I say to her, "Do you know that your daddy is four and a half thousand short?" "How, why do you say that? It wasn't long ago that the general came and had everything." "He had it then, but he doesn't have it now." Φοβήθηκε τρομερά: «Μη με τρομάζετε, παρακαλώ' από ποιόν τ' ακούσατε;» «Μην ανησυχείτε», της λέω, «σε κανέναν δε θα το πω, το ξέρετε καλά πως είμαι τάφος σ' αυτά τα ζητήματα, μονάχα που 'θελα ακριβώς να σας πω και τούτο για κάθε ενδεχόμενο”: Όταν θα ζητήσουν απ' τον μπαμπάκα σας τις τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια ρούβλια και αυτός δε θα τα 'χει, τότε, αντί να περάσει από στρατοδικείο και ύστερα να πάει στην εξορία φαντάρος, τώρα στα γεράματα, στείλτε μου τότε καλύτερα κρυφά την αδερφούλα σας, γιατί μου 'στειλαν τις προάλλες κάτι λεφτά, και 'γω θα της δώσω ίσως τις τέσσερις χιλιάδες και θα το κρατήσω μυστικό». He was terribly afraid: "Don't frighten me, please, who did you hear it from?" "Don't worry," I said, "I won't tell anyone, you know very well that I am a grave in these matters, but I just wanted to tell you this just in case." When they ask your daddy for the four thousand five hundred roubles and he does not have it, then, instead of going through a court-martial and then going into exile as a soldier, now in his old age, you had better send me your little sister secretly, because they sent me some money the other day, and I will perhaps give her the four thousand and keep it a secret." «Ω», λέει κείνη, «τί πρόστυχος που είστε! "Oh," she says, "what a dirty man you are! (έτσι ακριβώς μου το 'πε), τί μοχθηρός», λέει, «είστε, και τι πρόστυχος! (that's exactly what he told me), what a wicked man," he says, "you are, and what a wicked man! Μα πώς τολμάτε;» Έφυγε τρομερά αγαναχτισμένη και 'γω της φώναξα στο κατόπι της μια ακόμα φορά πως το μυστικό θα το κρατήσω σαν κάτι ιερό. But how dare you?" She went away terribly indignant, and I shouted at her once more that I would keep the secret as sacred. Θα πω από μια αρχής και τούτο: αυτές οι δυό γυναίκες, δηλαδή η Αγάθια και η θειά της, αποδείχτηκαν σ' όλην αυτή την ιστορία σωστοί άγγελοι και την ψηλομύτα την Κάτια τη λατρεύανε στ' αλήθεια, ταπείνωναν τον εαυτό τους μπροστά της, της έκαναν την καμαριέρα... Μονάχα που η Αγάθια είχε την έμπνευση να της μεταδώσει την κουβέντα μας. I will say this from the beginning: these two women, namely Agathia and her aunt, proved to be true angels throughout this story and they really adored the snooty Katya, humbled themselves before her, made her their maid... Only that Agatha had the inspiration to convey our conversation to her. Αργότερα τα 'μαθα όλ' αυτά με το νι και με το σίγμα. Later on I learned all this with the ni and with the sigma. Δεν το κράτησε μυστικό και, καταλαβαίνεις, αυτό ήθελα και γω. He didn't keep it a secret and, you know, that's what I wanted.

Όπου, αναπάντεχα, έρχεται ο νέος ταγματάρχης κι αναλαμβάνει τη διοίκηση του τάγματος. Where, unexpectedly, the new major comes in and takes command of the battalion. Ο παλιός ταγματάρχης ξαφνικά αρρωσταίνει, δεν μπορεί να κουνηθεί απ' τη θέση του, κάθεται στο σπίτι δυό εικοσιτετράωρα, δεν παραδίνει τα χρήματα του δημοσίου. The old major suddenly falls ill, cannot move from his seat, sits at home for two twenty-four hours, does not hand over the public money. Ο γιατρός μας, ο Κραβτσένκο, βεβαίωνε πως πραγματικά ήταν άρρωστος. Our doctor, Kravchenko, assured us that he was really sick. Μονάχα που εγώ νά τι ήξερα από αξιόπιστη πηγή και μάλιστα από πολύν καιρό κιόλας: Πως τα χρήματα εξαφανίζονταν μετά την κάθε επιθεώρηση, προσωρινά. Except that I knew what I knew from a reliable source and from a long time ago: That the money disappeared after each inspection, temporarily. Αυτό γινόταν κάπου τέσσερα χρόνια συνέχεια. This was going on for about four years straight. Ο ταγματάρχης τα δάνειζε σ' έναν πολύ έμπιστον άνθρωπο, σ' έναν απ' τους εμπόρους μας, τον Τριφόνοβ, έναν γέρο χήρο με γενειάδα και χρυσά γυαλιά. The Major lent them to a very trustworthy man, one of our merchants, Trifonov, an old widower with a beard and golden glasses. Κείνος πήγαινε στην εμποροπανήγυρη, έκανε τις αγοραπωλησίες του κι επέστρεφε αμέσως όλα τα λεφτά στον ταγματάρχη και μαζί μ' αυτά έφερνε και τα δώρα του απ' την εμποροπανήγυρη και μαζί με τα δώρα και τους τόκους. He would go to the fair, make his purchases and immediately return all the money to the major and with it he would bring his gifts from the fair and with the gifts and the interest. Όμως τούτη τη φορά (τα 'μαθα τότε εντελώς τυχαία απ' τον μυξιάρη γιο και κληρονόμο του Τριφόνοβ που ήταν μικρός ακόμα μα διεφθαρμένος τόσο που δε γίνεται άλλο) τούτη τη φορά λέω, ο Τριφόνοβ γυρνώντας απ' την εμποροπανήγυρη δεν επέστρεψε τίποτα: «Ποτέ δεν πήρα τίποτα από σας κι ούτε και μπορούσα να πάρω»' νά ποια ήταν η απάντησή του. But this time (I learned it quite by chance from Trifonov's snotty son and heir, who was still a boy but so corrupt that it can't be any more) this time I say, Trifonov returned from the fair without returning anything: "I never took anything from you, nor could I take anything from you," was his answer. Το λοιπόν κάθεται ο ταγματάρχης μας στο σπίτι, τυλίγει το κεφάλι του με μια πετσέτα, και κείνες, και οι τρεις μαζί, του βάζουν πάγο στην κορφή του κεφαλιού. So our major sits in the house, wraps his head with a towel, and they, all three of them together, put ice on the top of his head. Ξάφνου έρχεται ένας αγγελιοφόρος μ' ένα βιβλίο και τη διαταγή: «Να παραδώσει αμέσως το ταμείο, αμέσως χωρίς χρονοτριβή, σε δυό ώρες». Suddenly a messenger comes with a book and the order: "Deliver the treasury at once, immediately, without delay, in two hours." Εκείνος υπόγραψε (αυτή την υπογραφή την είδα αργότερα στο βιβλίο), σηκώθηκε, είπε πως θα πάει να φορέσει τη στολή του, μπήκε στην κρεβατοκάμαρά του, πήρε το δίκαννο, το γέμισε, του 'βαλε μια σφαίρα στρατιωτική, έβγαλε το παπούτσι του δεξιού του ποδιού, την κάνη τη στήριξε στο στήθος του κι άρχισε να ψάχνει με το πόδι τη σκανδάλη. He signed (I saw this signature later in the book), got up, said he was going to go put on his uniform, went into his bedroom, took the shotgun, loaded it, put a military bullet in it, took off the shoe of his right foot, put the barrel on his chest and started to feel for the trigger with his foot. Μα η Αγάθια κάτι υποπτεύθηκε πια, θυμήθηκε τα λόγια που της είχα πει τότε, πήγε και κρυφοκοίταξε και πρόφτασε έγκαιρα· όρμησε μέσα, ρίχτηκε απάνω του από πίσω, τον αγκάλιασε" το τουφέκι πήρε φωτιά μα η σφαίρα χτύπησε στο ταβάνι. But Agathia suspected something, remembered the words I had told her then, went and peeped and caught up in time; she rushed in, threw herself on him from behind, hugged him" the rifle caught fire but the bullet hit the ceiling. Κανένας δεν πληγώθηκε. No one was hurt. Έτρεξαν και οι άλλες, του άρπαξαν το ντουφέκι και τον κρατάγανε απ' τα χέρια... Όλα τούτα τα 'μαθα αργότερα ως την τελευταία λεπτομέρεια. The others ran and grabbed his rifle and held him by the arms... I learned all this later, down to the last detail. Εγώ ήμουν τότε στο σπίτι, ήταν σούρουπο και ήμουν έτοιμος να βγω έξω" είχα ντυθεί, είχα χτενιστεί, αρωμάτισα το μαντήλι μου, πήρα το πηλήκιο, όπου ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και βλέπω μπροστά μου, μέσα στο σπίτι μου, την Κατερίνα Ιβάνοβνα. I was at home at the time, it was dusk and I was ready to go out" I had dressed, I had combed my hair, I had perfumed my handkerchief, I took the cork, when suddenly the door opened and I saw in front of me, in my house, Katerina Ivanovna.

Συμβαίνουν παράξενα πράματα καμιά φορά: κανένας δεν πήρε είδηση τότε πώς ήρθε στο σπίτι μου, έτσι που η πολιτεία ποτέ δεν το 'μαθε αυτό. Strange things happen sometimes: no one noticed how he came to my house, so the state never found out about it. Οι σπιτονοικοκυρές μου ήταν δυό γριές, χήρες υπαλλήλων, που μου συγύριζαν κιόλας, δυό κυρούλες πολύ αξιοσέβαστες και υπάκουες και σύμφωνα με τη διαταγή μου δε βγάλανε μετά τσιμουδιά. My landladies were two old women, widows of servants, who tidied up after me, two very respectable and obedient ladies, and according to my order they did not make a sound. Φυσικά εγώ κατάλαβα μονομιάς τι είχε συμβεί. Of course I understood at once what had happened. Εκείνη μπήκε και με κοίταξε κατάματα, τα μαύρα της μάτια με κοίταζαν αποφασιστικά, ακόμα και με πρόκληση μπορούσες να πεις, μα στις πτυχές γύρω απ' τα χείλη της μάντευα κάποιον δισταγμό. She came in and looked me straight in the eye, her black eyes looking at me with determination, even with challenge you could tell, but in the folds around her lips I could sense some hesitation.

— Η αδερφή μου είπε πως θα δώσετε τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια ρούβλια, αν έρθω μόνη μου να τα ζητήσω... στο σπίτι σας. - My sister said you would give me four thousand five hundred roubles if I came alone to ask for it... to your house. Ήρθα... δώστε μου τα λεφτά... δε βάσταξε, λαχάνιασε, τρόμαξε, η φωνή της κόπηκε και οι άκρες των χειλιών της άρχισαν να τρέμουν. I'm here... give me the money... she didn't stop, she gasped, she was frightened, her voice trailed off and the tips of her lips began to tremble. Αλιόσα, ακούς ή μήπως αποκοιμήθηκες; Alyosha, are you listening or did you fall asleep?

— Μίτια, ξέρω πως θα μου πεις την αλήθεια, πρόφερε ταραγμένα ο Αλιόσα. - 'Mitia, I know you're going to tell me the truth,' Alyosha said agitatedly.

— Και βέβαια θα στην πω. - Of course I'll tell you. Αφού θες όλη την αλήθεια, νά πώς γίνανε τα πράματα, θα στα πω και δε θα λυπηθώ τον εαυτό μου. Since you want the whole truth, here's how it happened, I'll tell you and I won't feel sorry for myself. Η πρώτη μου σκέψη ήταν σκέψη Καραμάζοβ. My first thought was a Karamazov thought. Μια φορά, αδερφέ μου, με δάγκασε ένα σφαλάγγι κι έμεινα κρεβατωμένος με πυρετό δυό βδομάδες. Once, my brother, I was bitten by a bullet and I was bedridden with a fever for two weeks. Το λοιπόν και τώρα ένιωσα να με δαγκώνει στην καρδιά ένα σφαλάγγι, το αιμοβόρο ζωύφιο, καταλαβαίνεις; Την αναμέτρησα από πάνω ως κάτω. So now I felt a bullet biting me in the heart, the blood-sucking bug, you know? I fought it from top to bottom. Την είδες ποτέ σου; Είναι στ' αλήθεια καλλονή. Did you ever see her? She really is a beauty. Μα δεν ήταν τότε μονάχα γι' αυτό όμορφη. But that was not the only reason she was beautiful then. Ήταν όμορφη κείνη τη στιγμή γιατί εκείνη ήταν ευγενικιά και 'γω ήμουν πρόστυχος, γιατί εκείνη βρισκόταν σ' όλο το ύψος της μεγαλοψυχίας και της θυσίας της για χάρη του πατέρα της, και 'γω ήμουν ένας κοριός. It was beautiful at that moment because she was gentle and I was vulgar, because she was at the height of her magnanimity and sacrifice for her father's sake, and I was a bug. Και να που εγώ, ο κοριός κι ο πρόστυχος, την έχω ολάκερη στο χέρι, όλην, ολάκερη, και την ψυχή και το κορμί της. And here I, the bug and the lewd one, have her whole in my hand, all of her, all of her, her soul and her body. Θα στο πω ειλικρινά: τούτη η σκέψη, η σκέψη του σφαλαγγιού, άδραξε τόσο γερά την καρδιά μου, που λίγο ακόμα και θα 'λιωνε απ' την ηδονή. I'll tell you honestly: this thought, the thought of the helmet, gripped my heart so tightly that it would have melted with pleasure. Θα 'χες την εντύπωση πως σ' αυτό πια δε θα μπορούσε κανείς ν' αντισταθεί: όλα έδειχναν πως θα φερθώ σαν κοριός, σαν αιμοβόρο σφαλάγγι, δίχως κανένα οίκτο... Μου πιάστηκε μάλιστα η ανάσα. You would have the impression that this could no longer be resisted: everything indicated that I would behave like a bug, like a bloodthirsty juggernaut, without any mercy... I even caught my breath. Ακου λοιπόν! So listen! Θα πήγαινα φυσικά την άλλη κιόλας μέρα να ζητήσω το χέρι της για να τα τελειώσω όλα με τον ευγενικότερο, σαν να λέμε, τρόπο και για να μην το μάθαινε κανείς κι ούτε να μπορούσε να το μάθει. I would of course go the very next day to ask for her hand in order to finish everything in the kindest, so to speak, way and so that no one would know and no one could know. Γιατί εγώ, αν και είμαι άνθρωπος με ποταπές επιθυμίες, είμαι όμως τίμιος. For I, though I am a man of base desires, yet I am honest. Κι όμως να που ξάφνου, κείνη την ίδια στιγμή, μου ψιθύρισε κάποιος στ' αυτί: «Μα αύριο, τούτη δω, μόλις θα πας να της προσφέρεις το χέρι σου, ούτε θα βγει να σε δει και θα διατάξει τον αμαξά της να σε πετάξει έξω με τις κλωτσιές. Πόμπεψέ με, σαν να σου λέει, σ' όλη την πολιτεία, δε σε φοβάμαι!» Κοίταζα την κοπέλα και είδα πως η φωνή δε μου 'πε ψέματα: Έτσι ακριβώς θα γινόταν. Wave me around, as if to say, all over the state, I'm not afraid of you!" I looked at the girl and saw that the voice wasn't lying to me: That's exactly how it was going to be. Θα με διώξουν αρπάζοντάς με απ' το γιακά, αυτό θα μπορούσες να το δεις κι απ' την έκφραση του προσώπου της τούτη τη στιγμή. They'll send me away by grabbing me by the collar, you could tell that by the look on her face right now. Άρχισα να λυσάω απ' το κακό μου, θέλησα να κάνω μιαν ακόμα μεγαλύτερη προστυχιά, να φερθώ σαν γουρούνι και σαν έμπορος: να την κοιτάξω για λίγο με ειρωνεία κι αμέσως, όταν ακόμα εκείνη θα στέκεται μπροστά μου, να την περιλούσω λέγοντάς της μ' ένα τόνο που μονάχα ένας εμποράκος θα μπορούσε να 'χει: I began to rage from my evil, I wanted to make an even greater insult, to behave like a pig and a merchant: to look at her for a moment with irony and immediately, when she was still standing in front of me, to surround her by saying to her in a tone that only a merchant could have:

— Πώς; Τέσσερεις χιλιάδες! - How? Four thousand! Αστειεύτηκα. I was joking. Τι, μπας και το πιστέψατε; Πολύ εύπιστη φανήκατε, δεσποσύνη! What, did you believe it? You seemed very credulous, Your Ladyship. Καμιά διακοσαριά, δε λέω, θα τα 'δινα πρόθυμα και μ' ευχαρίστησή μου μάλιστα, μα οι τέσσερεις χιλιάδες δεν είναι λεφτά που μπορεί να τα σκορπάει κανείς για κάτι τέτοιες ελαφρομυαλιές. A couple of hundred, I don't say, I would gladly give it, and with pleasure, but four thousand is not money to be wasted on such frivolities. Άδικα μπήκατε σε κόπο. You went to all that trouble for nothing.

Καταλαβαίνεις βέβαια πως θα τα 'χανα όλα, εκείνη θα 'φευγε τρέχοντας, μα γι' αυτό θα 'χα πάρει μια καταχθόνια εκδίκηση. You understand, of course, that I would have lost everything, she would have run away, but for that I would have taken a hellish revenge. Όλη μου τη ζωή ύστερα θα μετάνιωνα, μα θα μου 'φτανε να της παίξω τώρα, τούτη τη στιγμή, αυτό το παιχνίδι! I would regret all my life afterwards, but I would be content to play this game for her now, this very moment! Το πιστεύεις; Ποτέ δε μου συνέβη αυτό, με καμιά γυναίκα, έτσι που να την κοιτάω με μίσος μια τέτοια στιγμή κι όμως, μα το σταυρό που κάνω τώρα, εκείνη την κοίταξα τότε κάπου τρία ή πέντε δευτερόλεπτα με τρομερό μίσος —με κείνο το ίδιο μίσος που απέχει απ' τον έρωτα, απ' τον πιο παλαβό έρωτα, μόλις μια τρίχα! Can you believe it? It never happened to me, with any woman, so that I looked at her with hatred at such a moment, and yet, but the cross I am making now, I looked at her then for about three or five seconds with terrible hatred-with that same hatred that is only a hair's breadth away from love, from the craziest love! Πλησίασα στο παράθυρο, ακούμπησα το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι και θυμάμαι πως ο πάγος μ' έκαψε σαν να 'τανε φωτιά. I approached the window, put my forehead against the icy glass and I remember that the ice burned me as if I were on fire. Μην ανησυχείς, δεν την καθυστέρησα πολύ, γύρισα, πλησίασα στο τραπέζι, άνοιξα το συρτάρι κι έβγαλα μιαν ομολογία των πέντε χιλιάδων με 5% τόκο (την είχα μέσα στο γαλλικό λεξικό). Don't worry, I didn't take too long, I turned around, approached the table, opened the drawer and took out a five thousand dollar bond with 5% interest (I had it in the French dictionary). Ύστερα της την έδειξα χωρίς να πω λέξη, τη δίπλωσα, της την έδωσα, της άνοιξα μονάχος μου την πόρτα του προθάλαμου και παραμερίζοντας ένα βήμα, υποκλίθηκα βαθιά, με μιαν υπόκλιση γεμάτη σεβασμό. Then I showed it to her without saying a word, folded it, gave it to her, opened the door of the anteroom for her alone, and, stepping aside a step, bowed deeply, with a respectful bow. Ναι, πίστεψέ με, έτσι ακριβώς έγινε. Yes, believe me, that's exactly what happened. Αυτή ρίγησε ολάκερη, με κοίταξε επίμονα για ένα δευτερόλεπτο, χλόμιασε φοβερά, πάνιασε και, ξαφνικά, χωρίς κι αυτή να πει λέξη, χωρίς να βιάζεται, έσκυψε σιγά-σιγά, βαθιά, ήρεμα κι έπεσε στα πόδια μου, τόσο που το μέτωπό της ακούμπησε στο πάτωμα, όχι σαν μια απόφοιτη ινστιτούτου μα σαν Ρώσα χωριάτισσα! She shuddered, stared at me for a second, turned terribly pale, pale and suddenly, without a word, without hurrying, she slowly, deeply, calmly bent over and fell at my feet, so much so that her forehead touched the floor, not like an institute graduate but like a Russian peasant girl! Σηκώθηκε απότομα κι έφυγε τρέχοντας. He got up abruptly and ran away. Εγώ είχα φορεμένο το σπαθί μου. I had my sword on. Το τράβηξα κι ήθελα να σφαχτώ κείνη την ίδια στιγμή. I pulled it out and wanted to be slaughtered at the same time. Γιατί; Δεν ξέρω. Why? I don't know. Θα 'ταν φυσικά μια μεγάλη ανοησία, μα νομίζω πως θα το 'κανα απ' τον ενθουσιασμό μου. It would be a great folly, of course, but I think I would do it out of enthusiasm. Το καταλαβαίνεις τάχα πως καμιά φορά μπορεί ν' αυτοκτονήσεις από ενθουσιασμό; Μα εγώ δε μαχαιρώθηκα και μονάχα φίλησα το σπαθί και το ξανάβαλα στη θήκη του — πράμα, εδώ που τα λέμε, που μπορούσα και να μη στ' αναφέρω τούτη την ώρα. Do you realize that sometimes you can kill yourself out of excitement? But I was not stabbed, and only kissed the sword and put it back in its sheath - a thing, in fact, that I might as well not mention at this time. Νομίζω κιόλας πως ιστορώντας τώρα όλη την πάλη με τον εαυτό μου, έβαλα και λίγη σάλτσα για να παινευτώ. I also think that by telling you about my struggle with myself, I put a little sauce on it to play with. Μα ας είναι κι έτσι, ας είναι κι έτσι, κι ο διάολος να πάρει τους κατάσκοπους της ανθρώπινης καρδιάς! But so be it, so be it, and the devil take the spies of the human heart! Να 'το όλο κι όλο κείνο το παλιό μου «περιστατικό» με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. There's that old "incident" with Katerina Ivanovna. Τώρα λοιπόν το ξέρει ο αδερφός μας ο Ιβάν και συ. So now our brother Ivan and you know. Κανένας άλλος! No one else!

Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε, έκανε ταραγμένος δυο-τρία βήματα, έβγαλε το μαντήλι του, σκούπισε τον ίδρωτα απ' τ ο μέτωπό του, ύστερα ξανακάθησε όχι σε κείνη τη θέση που καθόταν πρώτα μα στον απέναντι πάγκο, στον άλλο τοίχο, έτσι που ο Αλιόσα αναγκάστηκε να κάνει ολάκερη μισή στροφή. Dimitri Fyodorovich stood up, took two or three steps in agitation, took off his handkerchief, wiped the sweat from his forehead, then sat down again, not in the position he had been sitting in, but on the opposite bench, against the other wall, so that Aliosha had to make a complete half-turn.