×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 3. II. Η Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια

3. II. Η Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια

Αυτή η ανακάλυψη, εξ αιτίας κάποιου ιδιαίτερου περιστατικού, έκανε τον Γρηγόρη να ταραχτεί πολύ και του επιβεβαίωσε τελειωτικά μια δυσάρεστη και φοβερή υποψία. Τούτη η Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια ήταν μια κοπέλα πολύ κοντή, «δυό πήχες και κάτι,» λέγανε οι θεοσεβούμενες γριούλες μετά το θάνατό της. Το εικοσάχρονο πρόσωπό της ήταν γεμάτο υγεία, χοντρό και κοκκινομάγουλο μα εντελώς ηλίθιο. Το βλέμμα της ήταν ασάλευτο και δυσάρεστο αν και ήρεμο. Τριγύριζε όλη της τη ζωή, χειμώνα-καλοκαίρι, ξυπόλητη, με μια πουκαμίσα από χοντρό λινατσόπανο. Τα σχεδόν μαύρα μαλλιά της ήταν εξαιρετικά πυκνά, κατσαρά σαν του πρόβατου κι όλα μαζί σου δίνανε την εντύπωση ενός τεράστιου σκούφου. Πάντα είχαν χώματα, λάσπες, κολλημένα δω και κει, φυλαράκια, μικρά ξυλαράκια, ροκανίδια, γιατί πάντα κοιμόταν κατάχαμα, μέσα στη βρώμα. Ο πατέρας της ήταν ένας άστεγος, κατεστραμμένος κι αρρωστιάρης άνθρωπος του λαού, Ηλίας τ’ όνομά του, που τα κοπανούσε στα γεμάτα και ζούσε εδώ και πολλά χρόνια στ’ αρχοντικό κάποιων πλούσιων αστών της πολιτείας μας, όπου έκανε θελήματα. Η μάνα της Λιζαβέτας ήταν πολύς καιρός που ’χε πεθάνει. Ο Ηλίας, που ήταν πάντα αρρωστιάρης και μοχθηρός, έδερνε αλύπητα τη Λιζαβέτα όταν αυτή πήγαινε στο σπίτι. Μα πήγαινε σπάνια γιατί ζούσε με τις ελεημοσύνες όλης της πολιτείας που τη θεωρούσε πλάσμα απροστάτευτο. Και οι αφεντάδες του Ηλία κι ο ίδιος ο Ηλίας, ακόμα και πολλοί φιλάνθρωποι της πολιτείας, ιδιαίτερα έμποροι, δοκίμασαν πολλές φορές να ντύσουν ευπρεπέστερα τη Λιζαβέτα και το χειμώνα πάντα της φοράγανε μια προβατόγουνα και παπούτσια. Όμως αυτή τους άφηνε να της τα φορέσουν χωρίς καμιάν αντίρρηση κι έφευγε και τα παράταγε κάπου, τις πιότερες φορές στην είσοδο της μητρόπολης. Έβγαζε όλα όσα της είχαν χαρίσει —μαντήλια ήτανε, φούστα ήτανε, προβατόγουνα ή παπούτσια —τ’ άφηνε κει πέρα κι έφευγε ξυπόλυτη, φορώντας μονάχα την πουκαμίσα της όπως και πρώτα. Μια φορά έγινε έγινε και τούτο: ο νέος νομάρχης μας, ήρθε αναπάντεχα να κάνει επιθεώρηση στην πολιτεία μας και το πήρε κατάκαρδα όταν είδε τη Λιζαβέτα και, αν και κατάλαβε πως ήταν «παλαβή» —πράμα που του το ’παν και οι άλλοι— τους «έθεσε υπ’ όψιν» πως παρ’ όλ’ αυτά τούτο το κορίτσι που αλητεύει φορώντας μονάχα μια πουκαμίσα, προσβάλλει τα δημόσια ήθη και τους πρόσταζε να μην ξαναγίνει αυτό. Μα ο νομάρχης έφυγε και η Λιζαβέτα έμεινε όπως ήταν. Τέλος, ο πατέρας της πέθανε, κι από τότε οι θεοσεβούμενοι της πολιτείας τη λυπόνταν ακόμα περισσότερο μια και ήταν ορφανή. Πραγματικά, είχε κανείς την εντύπωση πως όλοι την αγαπούσαν κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και τα παιδιά δεν την κορόιδευαν και δεν τη φουρκίζανε, κι όμως τα παιδιά στα μέρη μας, προπάντων οι μαθητές, είναι σωστά ζιζάνια. Έμπαινε στα ξένα σπίτια και κανένας δεν την έδιωχνε, απεναντίας την περιποιόνταν και της δίνανε και καμιά πεντάρα. Της δίνανε την πεντάρα και κείνη πήγαινε αμέσως και την έριχνε σε κανένα κουτί της εκκλησίας ή της φυλακής. Της δίνανε στην αγορά κανένα κουλουράκι ή κανένα τσουρεκάκι κι αυτή το ’δινε στο πρώτο παιδάκι που θα ’βρισκε μπροστά της, κι άλλοτε πάλι σταμάταγε καμιάν απ’ τις πιο πλούσιες κυράδες μας και το ’δινε σε κείνην. Και οι κυράδες το πέρνανε σχεδόν μ’ ευχαρίστηση.

Αυτή έτρωγε μονάχα μαύρο ψωμί κι έπινε μονάχα νερό. Καμιά φορά έμπαινε σε κανένα πλούσιο μπακάλικο, καθόταν εκεί δίπλα στα εμπορεύματα, τα λεφτά ήταν πλάι της μα ο μπακάλης δεν την πρόσεχε καθόλου γιατί ήξερε πως αυτή ποτέ δε θα 'παίρνε τίποτα, πως κι αν ξεχνούσε πάνω στον μπάγκο χιλιάδες ρούβλια, εκείνη δε θα 'παιρνε ούτε ένα καπίκι. Πήγαινε πολύ σπάνια στην εκκλησία. Κοιμόταν όμως ή στο νάρθηκα ή έμπαινε σε κανένα περιβόλι σκαρφαλώνοντας απ' το φράχτη (υπάρχουν ακόμα ως τα σήμερα στην πόλη μας πολλοί φράχτες αντί για μάντρες). Στο σπίτι, δηλαδή σε κείνο το σπίτι που ζούσε ο μακαρίτης ο πατέρας της, πήγαινε σχεδόν μια φορά τη βδομάδα και το χειμώνα κάθε μέρα, μα μονάχα για να κοιμηθεί εκεί, στο χαγιάτι ή στο σταύλο. Όλοι τη θαύμαζαν που μπορούσε και υπόφερε μια τέτοια ζωή, όμως αυτή την είχε συνηθίσει. Αν και ήταν πολύ μικρόσωμη ήταν εξαιρετικά γεροδεμένη. Μερικοί κύριοι βεβαίωναν πως όλ' αυτά τα κάνει από ακαταδεξιά, όμως κάτι τέτοιο ήταν εντελώς έξω απ' τα πράγματα: αφού δεν ήξερε ούτε μια λέξη να πει και πολύ σπάνια μονάχα κουνούσε τη γλώσσα της και μούγκριζε, πώς μπορεί να μιλάμε για ακαταδεξιά; Το λοιπόν, μια φωτεινή και ζεστή νύχτα του Σεπτέμβρη —είναι κάμποσος καιρός πια— με πανσέληνο, πολύ αργά για τα δικά μας έθιμα, μια μεθυσμένη παρέα γλεντζέδων, κάπου πέντε ή έξη κύριοι, γυρίζανε απ' τη λέσχη στα σπίτια τους μέσ' απ' τα στενοσόκακα. Κι απ' τις δυο μεριές του δρόμου ήταν οι φράχτες που από πίσω τους απλώνονταν τα περιβόλια των γειτονικών σπιτιών. Ο δρομάκος αυτός έβγαζε σε μια γεφυρίτσα που ένωνε τις δυό όχτες του βρώμικου και μακρόστενου τέλματος, αυτού που 'χουμε καμιά φορά τη συνήθεια να το λέμε ποταμάκι. Δίπλα σ' ένα φράχτη, μέσα στις τσουκνίδες και στ' αγριόχορτα, είδε η παρέα μας τη Λιζαβέτα που κοιμόταν. Οι κύριοι αυτοί, που 'χαν έρθει στο κέφι, σταμάτησαν κι αρχίσανε να γελάνε και να κάνουν πνεύμα μ' όλη τη δυνατή ελευθεροστομία. Κάποιο αφεντόπουλο σκέφτηκε ξαφνικά κάτι πολύ εκκεντρικό κι έκανε μιαν ακατανόμαστη ερώτηση: «Θα μπορούσε τάχα κανένας, όποιος και να 'ναι αυτός, να δει τούτο το κτήνος σαν γυναίκα, νά, έστω και τώρα ακόμα κ.τ.λ.». Όλους τους έπιασε σύγκρυο κι αποφάνθηκαν περήφανα πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει. Μα σε κείνο το μπουλούκι βρέθηκε να 'ναι κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς που ξεπετάχτηκε ξαφνικά δηλώνοντας πως θα μπορούσες να την πάρεις για γυναίκα και πολύ καλή μάλιστα κι ακόμα πως κάτι τέτοιο θα 'ταν ιδιαίτερα πικάντικο κ.τ.λ., κ.τ.λ. Είν' αλήθεια πως εκείνο τον καιρό το παράκανε πολλές φορές, θέλοντας να κάνει τον γελωτοποιό, του άρεσε να ξεφυτρώνει αναπάντεχα και να κάνει χωρατά με τους αφεντάδες, φαινομενικά σαν ίσος προς ίσο, μα ουσιαστικά παίζοντας το ρόλο του πιο χυδαίου λακέ. Όλα τούτα γίνονταν τον καιρό ακριβώς που πήρε απ' την Πετρούπολη την είδηση του θανάτου της πρώτης του γυναίκας, της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας, και γύριζε με μια μαύρη ταινία στο καπέλο και μέθαγε και το 'ρίχνε τόσο έξω, που ακόμα και πολλοί παραλυμένοι της πολιτείας μας αηδιάζανε με τα καμώματά του. Φυσικά η παρέα έβαλε τα γέλια με τούτη την απροσδόκητη άποψη. Κάποιος μάλιστα άρχισε να παροτρύνει τον Φιόντορ Παύλοβιτς, μα οι άλλοι εξακολουθούσανε να φτύνουν με μεγαλύτερη ακόμα αηδία, χωρίς να χάσουν πάντως και το κέφι τους και τέλος τράβηξαν και πάλι το δρόμο τους. Αργότερα ο Φιόντορ Παύλοβιτς βεβαίωνε κι ορκιζόταν πως έφυγε κι αυτός μαζί με τους άλλους. Ίσως και πραγματικά έτσι να 'γινε. Αυτό κανένας δεν το ξέρει θετικά και ποτέ δεν το 'μαθε, μα σε πεντέξη μήνες όλη η πολιτεία μίλαγε με αληθινή αγανάχτηση για τούτο το γεγονός: πως δηλαδή η Λιζαβέτα είναι γκαστρωμένη. Όλοι ρωτάγανε και προσπαθούσαν να μαντέψουν: Ποιανού είναι το κρίμα; Ποιος είναι ο διαφθορέας; Τότε ακριβώς ακούστηκε σ' όλη την πολιτεία η παράξενη φήμη πως διαφθορέας ήταν ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Από πού βγήκε αυτή η φήμη; Απ' την παρέα των γλεντζέδων έμενε κείνο τον καιρό στην πολιτεία μονάχα ένας μα κι αυτός ήταν ένας ευυπόληπτος και ηλικιωμένος σύμβουλος του Κράτους, που 'χε οικογένεια και κόρες της παντρειάς και φυσικά δε θα καθότανε να πει τίποτα κι αν ακόμα υπήρχε κάτι. Όσο για τους άλλους (κάπου πεντε-έξη ήταν) είχαν σκορπίσει. Μα η φήμη επέμενε να υποδεικνύει τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Φυσικά εκείνος δεν έδειξε και πολύ αγανάχτηση για όλη τούτη τη φασαρία: στους ψωροεμποράκους και στους μικροαστούς ούτε έδινε σημασία κι ούτε θα τους απαντούσε. Τότε ήταν περήφανος και μίλαγε μονάχα με την παρέα των δημοσίων υπαλλήλων και των ευγενών που τους διασκέδαζε στα γεύματά τους. Σε τούτη την περίσταση ο Γρηγόρης υπεράσπισε ενεργητικά και μ ' όλη του τη δύναμη τ ' αφεντικό του.

Έφτασε μάλιστα στο σημείο να καυγαδίσει και να μαλώσει κι έκανε πολλούς να αλλάξουν γνώμη. «Αυτή μονάχη της φταίει, το παλιοκόριτσο» έλεγε πειστικά. Έλεγε ακόμα πως ο διαφθορέας δεν ήταν άλλος απ ' τον «Καρπ με τη βίδα» (έτσι λεγόταν ένας γνωστός τότε στην πολιτεία τρομερός κατάδικος που το 'χε σκάσει απ' τη φυλακή της επαρχίας και κρυβότανε στην πόλη μας). Τούτη η εκδοχή φαινόταν να 'ναι πιθανή. Τον Καρπ τον θυμόνταν, θυμόνταν μάλιστα πως ακριβώς εκείνο το φθινόπωρο, τις νύχτες, σουρτούκευε στους δρόμους και είχε ληστέψει τρεις διαβάτες. Μα όλο τούτο το περιστατικό κι όλες αυτές οι κουβέντες όχι μονάχα δε λιγόστεψαν τη γενική συμπάθεια για την παλαβή, μα απεναντίας όλοι αρχίσανε να την προσέχουν και να την περιποιούνται περισσότερο. Η εμπόρισσα Κοντράτιεβα, μια πλούσια χήρα, φρόντισε μάλιστα και πήρε τη Λιζαβέτα σπίτι της στα τέλη τ' Απρίλη με το σκοπό να την κρατήσει εκεί ώσπου να γεννήσει. Τη φύλαγε μέρα-νύχτα. Μα, παρ' όλ' αυτά η Λιζαβέτα, την τελευταία ακριβώς μέρα, το βράδι, έφυγε κρυφά απ' της Κοντράτιεβα και βρέθηκε στον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Πώς τα κατάφερε και σκαρφάλωσε στην κατάσταση που βρισκόταν στο γερό και ψηλό φράχτη του κήπου, αυτό έμεινε για πάντα κάτι σαν αίνιγμα. Πολλοί βεβαίωναν πως τη «μεταφέρανε» κάποιοι άνθρωποι, άλλοι πάλι πως τη «μετέφερε» κάποιο αερικό. Το πιθανότερο είναι πως όλ' αυτά έγιναν μ' έναν πολύ φυσικό αν και παράξενο τρόπο. Η Λιζαβέτα ήξερε να πηδάει τις μάντρες και να μπαίνει στα ξένα περβόλια για να κοιμηθεί. Θα σκαρφάλωσε λοιπόν όπως-όπως και στο φράχτη του Φιόντορ Παύλοβιτς κι από κει πήδησε στον κήπο παραβλέποντας την κατάστασή της όχι δίχως συνέπειες. Ο Γρηγόρης έτρεξε στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα και την έστειλε να βοηθήσει τη Λιζαβέτα κι αυτός πετάχτηκε ως το σπίτι της μαμής που ζούσε κάπου εκεί κοντά. Το μωρό το σώσανε μα η Λιζαβέτα πέθανε την αυγή. Ο Γρηγόρης πήρε το μωρό, το πήγε στο σπίτι του, έβαλε τη γυναίκα του να κάτσει, το 'βαλε στα γόνατά της και το ακούμπησε ακριβώς πάνω στο στήθος της: «Τούτο το παιδί είναι του Θεού. Τα ορφανά είναι συγγενείς όλων μας. Κι ακόμα πιότερο για μας. Μας το ' στείλε ο πεθαμένος μας γιος. Γεννήθηκε απ' το γιο του διαβόλου κι από μιαν αναμάρτητη.

Τάισέ το κι από δω και μπρος μην κλαις». Έτσι η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ανάθρεψε το παιδί. Το βάφτισαν και τ' ονόμασαν Πάβελ κι όλοι, σαν από συνεννόηση, αρχίσανε να το λένε και Φιοντόρεβιτς. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν έφερε καμιάν αντίρρηση, φαίνεται μάλιστα πως όλα τούτα τον διασκέδαζαν, αν κι εξακολουθούσε ν' αρνιέται πως ήταν ανακατεμένος σε τούτη την υπόθεση. Στην πολιτεία άρεσε που περιμάζεψε αυτός το έκθετο. Στο τέλος ο Φιόντορ Παύλοβιτς έφτιαξε για το έκθετο κι επίθετο: τον είπε Σμερντιακόβ απ' το παρατσούκλι της μάνας του, της Λιζαβέτας Σμερντιάστσαγιας. Αυτός λοιπόν ο Σμερντιακόβ έγινε ο δεύτερος υπηρέτης του Φιόντορ Παύλοβιτς και ζούσε, τον καιρό που αρχίζει η ιστορία μας, στην πτέρυγα μαζί με τη γρια Μάρθα και το γερο-Γρηγόρη. Έκανε το μάγειρα. Το βλέπω πως θα 'πρεπε και γι' αυτόν να πω ξεχωριστά μερικά πράματα, μα ντρέπομαι πια ν' απασχολώ την προσοχή του αναγνώστη μ' έναν τόσο συνηθισμένο λακέ. Γι' αυτό εξακολουθώ τη διήγησή μου με την ελπίδα πως κάπου παρακάτω θα βρεθεί μονάχη της κάποια ευκαιρία να μιλήσω και για τον Σμερντιακόβ.


3. II. Η Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια 3. II. Lizaveta Smerdiashchaya 3. II. Lizaveta Smerdiashchaya 3. II. Lizaveta Smerdiashchaya

Αυτή η ανακάλυψη, εξ αιτίας κάποιου ιδιαίτερου περιστατικού, έκανε τον Γρηγόρη να ταραχτεί πολύ και του επιβεβαίωσε τελειωτικά μια δυσάρεστη και φοβερή υποψία. Τούτη η Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια ήταν μια κοπέλα πολύ κοντή, «δυό πήχες και κάτι,» λέγανε οι θεοσεβούμενες γριούλες μετά το θάνατό της. Το εικοσάχρονο πρόσωπό της ήταν γεμάτο υγεία, χοντρό και κοκκινομάγουλο μα εντελώς ηλίθιο. Το βλέμμα της ήταν ασάλευτο και δυσάρεστο αν και ήρεμο. Τριγύριζε όλη της τη ζωή, χειμώνα-καλοκαίρι, ξυπόλητη, με μια πουκαμίσα από χοντρό λινατσόπανο. Τα σχεδόν μαύρα μαλλιά της ήταν εξαιρετικά πυκνά, κατσαρά σαν του πρόβατου κι όλα μαζί σου δίνανε την εντύπωση ενός τεράστιου σκούφου. Πάντα είχαν χώματα, λάσπες, κολλημένα δω και κει, φυλαράκια, μικρά ξυλαράκια, ροκανίδια, γιατί πάντα κοιμόταν κατάχαμα, μέσα στη βρώμα. Ο πατέρας της ήταν ένας άστεγος, κατεστραμμένος κι αρρωστιάρης άνθρωπος του λαού, Ηλίας τ’ όνομά του, που τα κοπανούσε στα γεμάτα και ζούσε εδώ και πολλά χρόνια στ’ αρχοντικό κάποιων πλούσιων αστών της πολιτείας μας, όπου έκανε θελήματα. Η μάνα της Λιζαβέτας ήταν πολύς καιρός που ’χε πεθάνει. Ο Ηλίας, που ήταν πάντα αρρωστιάρης και μοχθηρός, έδερνε αλύπητα τη Λιζαβέτα όταν αυτή πήγαινε στο σπίτι. Μα πήγαινε σπάνια γιατί ζούσε με τις ελεημοσύνες όλης της πολιτείας που τη θεωρούσε πλάσμα απροστάτευτο. Και οι αφεντάδες του Ηλία κι ο ίδιος ο Ηλίας, ακόμα και πολλοί φιλάνθρωποι της πολιτείας, ιδιαίτερα έμποροι, δοκίμασαν πολλές φορές να ντύσουν ευπρεπέστερα τη Λιζαβέτα και το χειμώνα πάντα της φοράγανε μια προβατόγουνα και παπούτσια. Όμως αυτή τους άφηνε να της τα φορέσουν χωρίς καμιάν αντίρρηση κι έφευγε και τα παράταγε κάπου, τις πιότερες φορές στην είσοδο της μητρόπολης. Έβγαζε όλα όσα της είχαν χαρίσει —μαντήλια ήτανε, φούστα ήτανε, προβατόγουνα ή παπούτσια —τ’ άφηνε κει πέρα κι έφευγε ξυπόλυτη, φορώντας μονάχα την πουκαμίσα της όπως και πρώτα. Μια φορά έγινε έγινε και τούτο: ο νέος νομάρχης μας, ήρθε αναπάντεχα να κάνει επιθεώρηση στην πολιτεία μας και το πήρε κατάκαρδα όταν είδε τη Λιζαβέτα και, αν και κατάλαβε πως ήταν «παλαβή» —πράμα που του το ’παν και οι άλλοι— τους «έθεσε υπ’ όψιν» πως παρ’ όλ’ αυτά τούτο το κορίτσι που αλητεύει φορώντας μονάχα μια πουκαμίσα, προσβάλλει τα δημόσια ήθη και τους πρόσταζε να μην ξαναγίνει αυτό. Μα ο νομάρχης έφυγε και η Λιζαβέτα έμεινε όπως ήταν. Τέλος, ο πατέρας της πέθανε, κι από τότε οι θεοσεβούμενοι της πολιτείας τη λυπόνταν ακόμα περισσότερο μια και ήταν ορφανή. Πραγματικά, είχε κανείς την εντύπωση πως όλοι την αγαπούσαν κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και τα παιδιά δεν την κορόιδευαν και δεν τη φουρκίζανε, κι όμως τα παιδιά στα μέρη μας, προπάντων οι μαθητές, είναι σωστά ζιζάνια. Έμπαινε στα ξένα σπίτια και κανένας δεν την έδιωχνε, απεναντίας την περιποιόνταν και της δίνανε και καμιά πεντάρα. Της δίνανε την πεντάρα και κείνη πήγαινε αμέσως και την έριχνε σε κανένα κουτί της εκκλησίας ή της φυλακής. Της δίνανε στην αγορά κανένα κουλουράκι ή κανένα τσουρεκάκι κι αυτή το ’δινε στο πρώτο παιδάκι που θα ’βρισκε μπροστά της, κι άλλοτε πάλι σταμάταγε καμιάν απ’ τις πιο πλούσιες κυράδες μας και το ’δινε σε κείνην. Και οι κυράδες το πέρνανε σχεδόν μ’ ευχαρίστηση. This discovery, due to some special incident, made Gregory very upset and confirmed a very unpleasant and terrible suspicion. This Lizaveta Smerdiaschaia was a very short girl, "two cubits and something," said the pious old ladies after her death. Her twenty-year-old face was full of health, fat and red-cheeked but utterly stupid. Her look was unwhite and unpleasant though calm. She walked all her life, winter and summer, barefoot, in a shirt of thick linen cloth. Her almost black hair was extremely thick, curly like a sheep's, and all together gave you the impression of a huge cap. She always had dirt, mud, stuck here and there, talismans, little sticks, wood chips, because she always slept down in the dirt. Her father was a homeless, ruined and sickly man of the people, Elijah was his name, who ran away to the full and had lived for many years in the mansion of some rich townspeople in our state, where he ran errands. Lizaveta's mother was long dead. Elijah, who was always sickly and vicious, beat Lizaveta mercilessly when she went home. But she rarely went because she lived on the handouts of the whole state, which considered her a creature without protection. And Elijah's masters and Elijah himself, and even many philanthropists of the state, especially merchants, tried many times to dress Lizaveta more decently, and in winter they always put a sheepskin coat and shoes on her. But she let them put them on her without any objection and went away and left them somewhere, most often at the entrance of the metropolis. She would take off everything that had been given to her -whether it was diamonds, a skirt, sheepskin or shoes-she would leave it there and go away barefoot, wearing only her shirt as before. Once upon a time this happened: our new prefect came unexpectedly to make an inspection in our state, and took it to heart when he saw Lizaveta, and, although he understood that she was "crazy"-which the others told him, too-he "pointed out" to them that, nevertheless, this girl who was vagrancy wearing only a shirt was an affront to public morals, and ordered them not to do it again. But the prefect left and Lizaveta stayed as she was. Finally, her father died, and from that time on the pious people of the state pitied her all the more since she was an orphan. Indeed, one had the impression that everybody loved her in some way, even the children did not laugh at her or make fun of her, and yet children in our country, especially schoolchildren, are proper weeds. She would enter other people's houses and no one would turn her away, on the contrary they would treat her and give her a penny or two. They would give her the penny and she would immediately go and drop it in a church or prison box. They would give her a cookie or a bun in the market and she would give it to the first child she came across, and sometimes she would stop at one of our richer ladies and give it to her. And the ladies took it almost with pleasure.

Αυτή έτρωγε μονάχα μαύρο ψωμί κι έπινε μονάχα νερό. She ate only black bread and drank only water. Καμιά φορά έμπαινε σε κανένα πλούσιο μπακάλικο, καθόταν εκεί δίπλα στα εμπορεύματα, τα λεφτά ήταν πλάι της μα ο μπακάλης δεν την πρόσεχε καθόλου γιατί ήξερε πως αυτή ποτέ δε θα 'παίρνε τίποτα, πως κι αν ξεχνούσε πάνω στον μπάγκο χιλιάδες ρούβλια, εκείνη δε θα 'παιρνε ούτε ένα καπίκι. Sometimes she would go into a rich grocer's shop, sit there next to the goods, the money was by her side, but the grocer didn't pay any attention to her because he knew that she would never take anything, that if she forgot thousands of roubles on the counter, she wouldn't take a single match. Πήγαινε πολύ σπάνια στην εκκλησία. He very rarely went to church. Κοιμόταν όμως ή στο νάρθηκα ή έμπαινε σε κανένα περιβόλι σκαρφαλώνοντας απ' το φράχτη (υπάρχουν ακόμα ως τα σήμερα στην πόλη μας πολλοί φράχτες αντί για μάντρες). But he slept either in the narthex or entered an orchard by climbing over the fence (there are still many fences instead of paddocks in our city today). Στο σπίτι, δηλαδή σε κείνο το σπίτι που ζούσε ο μακαρίτης ο πατέρας της, πήγαινε σχεδόν μια φορά τη βδομάδα και το χειμώνα κάθε μέρα, μα μονάχα για να κοιμηθεί εκεί, στο χαγιάτι ή στο σταύλο. She went to the house, that is, the house where her late father lived, almost once a week and every day in winter, but only to sleep there, in the hayati or in the stable. Όλοι τη θαύμαζαν που μπορούσε και υπόφερε μια τέτοια ζωή, όμως αυτή την είχε συνηθίσει. Everyone admired her for being able to endure such a life, but she was used to it. Αν και ήταν πολύ μικρόσωμη ήταν εξαιρετικά γεροδεμένη. Although she was very small, she was extremely robust. Μερικοί κύριοι βεβαίωναν πως όλ' αυτά τα κάνει από ακαταδεξιά, όμως κάτι τέτοιο ήταν εντελώς έξω απ' τα πράγματα: αφού δεν ήξερε ούτε μια λέξη να πει και πολύ σπάνια μονάχα κουνούσε τη γλώσσα της και μούγκριζε, πώς μπορεί να μιλάμε για ακαταδεξιά; Το λοιπόν, μια φωτεινή και ζεστή νύχτα του Σεπτέμβρη —είναι κάμποσος καιρός πια— με πανσέληνο, πολύ αργά για τα δικά μας έθιμα, μια μεθυσμένη παρέα γλεντζέδων, κάπου πέντε ή έξη κύριοι, γυρίζανε απ' τη λέσχη στα σπίτια τους μέσ' απ' τα στενοσόκακα. Some gentlemen asserted that she did all this out of ignorance, but this was quite out of the question: since she did not know a word to say, and very seldom only wagged her tongue and growled, how can we speak of ignorance? Well, on a bright and warm September night-it is some time now-under a full moon, too late for our customs, a drunken party of revelers, some five or six gentlemen, were returning from the club to their homes through the narrow streets. Κι απ' τις δυο μεριές του δρόμου ήταν οι φράχτες που από πίσω τους απλώνονταν τα περιβόλια των γειτονικών σπιτιών. On both sides of the road were the fences behind which the orchards of the neighbouring houses stretched. Ο δρομάκος αυτός έβγαζε σε μια γεφυρίτσα που ένωνε τις δυό όχτες του βρώμικου και μακρόστενου τέλματος, αυτού που 'χουμε καμιά φορά τη συνήθεια να το λέμε ποταμάκι. This alley led to a bridge that joined the two banks of the dirty and long-stretched swamp, the one we sometimes have the habit of calling a river. Δίπλα σ' ένα φράχτη, μέσα στις τσουκνίδες και στ' αγριόχορτα, είδε η παρέα μας τη Λιζαβέτα που κοιμόταν. Next to a fence, in the nettles and weeds, our group saw Lizaveta sleeping. Οι κύριοι αυτοί, που 'χαν έρθει στο κέφι, σταμάτησαν κι αρχίσανε να γελάνε και να κάνουν πνεύμα μ' όλη τη δυνατή ελευθεροστομία. These gentlemen, who had come in good spirits, stopped and began to laugh and make wit with all possible liberality. Κάποιο αφεντόπουλο σκέφτηκε ξαφνικά κάτι πολύ εκκεντρικό κι έκανε μιαν ακατανόμαστη ερώτηση: «Θα μπορούσε τάχα κανένας, όποιος και να 'ναι αυτός, να δει τούτο το κτήνος σαν γυναίκα, νά, έστω και τώρα ακόμα κ.τ.λ.». Some little boss suddenly thought of something very eccentric and asked an incomprehensible question: "Could anyone, whoever he may be, see this beast as a woman, even now, even now, etc.?" Όλους τους έπιασε σύγκρυο κι αποφάνθηκαν περήφανα πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει. They all felt a chill and proudly decided that such a thing was impossible. Μα σε κείνο το μπουλούκι βρέθηκε να 'ναι κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς που ξεπετάχτηκε ξαφνικά δηλώνοντας πως θα μπορούσες να την πάρεις για γυναίκα και πολύ καλή μάλιστα κι ακόμα πως κάτι τέτοιο θα 'ταν ιδιαίτερα πικάντικο κ.τ.λ., κ.τ.λ. But in that bunch there was also Fyodor Pavlovich who suddenly popped up declaring that you could take her as a wife and a very good one at that, and that such a thing would be particularly spicy, etc., etc. Είν' αλήθεια πως εκείνο τον καιρό το παράκανε πολλές φορές, θέλοντας να κάνει τον γελωτοποιό, του άρεσε να ξεφυτρώνει αναπάντεχα και να κάνει χωρατά με τους αφεντάδες, φαινομενικά σαν ίσος προς ίσο, μα ουσιαστικά παίζοντας το ρόλο του πιο χυδαίου λακέ. It's true that at that time he went too far many times, wanting to play the jester, he liked to pop up unexpectedly and make a fool of the bosses, seemingly as an equal, but actually playing the role of the vulgar lackey. Όλα τούτα γίνονταν τον καιρό ακριβώς που πήρε απ' την Πετρούπολη την είδηση του θανάτου της πρώτης του γυναίκας, της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας, και γύριζε με μια μαύρη ταινία στο καπέλο και μέθαγε και το 'ρίχνε τόσο έξω, που ακόμα και πολλοί παραλυμένοι της πολιτείας μας αηδιάζανε με τα καμώματά του. All this was going on at the very time when he received from Petersburg the news of the death of his first wife, Adelaide Ivanovna, and he was turning around with a black band on his hat, and he was dying and throwing it out so much that even many paralytics of our state were disgusted with his antics. Φυσικά η παρέα έβαλε τα γέλια με τούτη την απροσδόκητη άποψη. Of course the company laughed at this unexpected view. Κάποιος μάλιστα άρχισε να παροτρύνει τον Φιόντορ Παύλοβιτς, μα οι άλλοι εξακολουθούσανε να φτύνουν με μεγαλύτερη ακόμα αηδία, χωρίς να χάσουν πάντως και το κέφι τους και τέλος τράβηξαν και πάλι το δρόμο τους. Someone even began to urge Fiodor Pavlovic, but the others continued to spit with even more disgust, without losing their spirits, and finally they went their way again. Αργότερα ο Φιόντορ Παύλοβιτς βεβαίωνε κι ορκιζόταν πως έφυγε κι αυτός μαζί με τους άλλους. Later, Fiodor Pavlovic affirmed and swore that he had left with the others. Ίσως και πραγματικά έτσι να 'γινε. Maybe it really did. Αυτό κανένας δεν το ξέρει θετικά και ποτέ δεν το 'μαθε, μα σε πεντέξη μήνες όλη η πολιτεία μίλαγε με αληθινή αγανάχτηση για τούτο το γεγονός: πως δηλαδή η Λιζαβέτα είναι γκαστρωμένη. No one knows this positively and never knew it, but in five months the whole state was talking with real indignation about this fact: that Lizaveta is pregnant. Όλοι ρωτάγανε και προσπαθούσαν να μαντέψουν: Ποιανού είναι το κρίμα; Ποιος είναι ο διαφθορέας; Τότε ακριβώς ακούστηκε σ' όλη την πολιτεία η παράξενη φήμη πως διαφθορέας ήταν ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Everyone was asking questions and trying to guess: Whose fault is it? Who is the corrupter? Just then the strange rumor was heard throughout the state that the corrupter was Fyodor Pavlovich himself. Από πού βγήκε αυτή η φήμη; Απ' την παρέα των γλεντζέδων έμενε κείνο τον καιρό στην πολιτεία μονάχα ένας μα κι αυτός ήταν ένας ευυπόληπτος και ηλικιωμένος σύμβουλος του Κράτους, που 'χε οικογένεια και κόρες της παντρειάς και φυσικά δε θα καθότανε να πει τίποτα κι αν ακόμα υπήρχε κάτι. Where did this rumor come from? Of the group of revelers there was only one living in the state at that time, but he was a respectable and elderly adviser to the State, who had a family and daughters of his wife and of course would not sit down to say anything, even if there was still something to say. Όσο για τους άλλους (κάπου πεντε-έξη ήταν) είχαν σκορπίσει. As for the others (there were about five or six of them) they had scattered. Μα η φήμη επέμενε να υποδεικνύει τον Φιόντορ Παύλοβιτς. But the rumour insisted on pointing to Fiodor Pavlovic. Φυσικά εκείνος δεν έδειξε και πολύ αγανάχτηση για όλη τούτη τη φασαρία: στους ψωροεμποράκους και στους μικροαστούς ούτε έδινε σημασία κι ούτε θα τους απαντούσε. Of course he did not show much indignation at all this fuss: he paid no attention to the scab and the petty bourgeois and would not answer them. Τότε ήταν περήφανος και μίλαγε μονάχα με την παρέα των δημοσίων υπαλλήλων και των ευγενών που τους διασκέδαζε στα γεύματά τους. Then he was proud and spoke only to the company of the civil servants and nobles who entertained them at their meals. Σε τούτη την περίσταση ο Γρηγόρης υπεράσπισε ενεργητικά και μ ' όλη του τη δύναμη τ ' αφεντικό του. On this occasion Gregory defended his boss energetically and with all his strength.

Έφτασε μάλιστα στο σημείο να καυγαδίσει και να μαλώσει κι έκανε πολλούς να αλλάξουν γνώμη. He even went so far as to argue and fight and made many people change their minds. «Αυτή μονάχη της φταίει, το παλιοκόριτσο» έλεγε πειστικά. "It's all her fault, the little girl," he said convincingly. Έλεγε ακόμα πως ο διαφθορέας δεν ήταν άλλος απ ' τον «Καρπ με τη βίδα» (έτσι λεγόταν ένας γνωστός τότε στην πολιτεία τρομερός κατάδικος που το 'χε σκάσει απ' τη φυλακή της επαρχίας και κρυβότανε στην πόλη μας). He also said that the corrupter was none other than "Karp the Screw" (that was the name of a terrible convict known in the state at the time who had escaped from the county jail and was hiding in our town). Τούτη η εκδοχή φαινόταν να 'ναι πιθανή. This version seemed to be possible. Τον Καρπ τον θυμόνταν, θυμόνταν μάλιστα πως ακριβώς εκείνο το φθινόπωρο, τις νύχτες, σουρτούκευε στους δρόμους και είχε ληστέψει τρεις διαβάτες. They remembered Karp, they even remembered that that very autumn, at night, he had been prowling the streets and had robbed three pedestrians. Μα όλο τούτο το περιστατικό κι όλες αυτές οι κουβέντες όχι μονάχα δε λιγόστεψαν τη γενική συμπάθεια για την παλαβή, μα απεναντίας όλοι αρχίσανε να την προσέχουν και να την περιποιούνται περισσότερο. But the whole incident and all this talk not only did not diminish the general sympathy for the madwoman, but on the contrary, everyone began to take more care of her and treat her with more attention. Η εμπόρισσα Κοντράτιεβα, μια πλούσια χήρα, φρόντισε μάλιστα και πήρε τη Λιζαβέτα σπίτι της στα τέλη τ' Απρίλη με το σκοπό να την κρατήσει εκεί ώσπου να γεννήσει. The merchantess Kondratieva, a rich widow, even took care of Lizaveta and took her home at the end of April with the intention of keeping her there until she gave birth. Τη φύλαγε μέρα-νύχτα. He watched over her day and night. Μα, παρ' όλ' αυτά η Λιζαβέτα, την τελευταία ακριβώς μέρα, το βράδι, έφυγε κρυφά απ' της Κοντράτιεβα και βρέθηκε στον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς. But, in spite of all this, Lizaveta, on the very last day, in the evening, secretly left Kondratieva and found herself in Fyodor Pavlovich's garden. Πώς τα κατάφερε και σκαρφάλωσε στην κατάσταση που βρισκόταν στο γερό και ψηλό φράχτη του κήπου, αυτό έμεινε για πάντα κάτι σαν αίνιγμα. How he managed to climb the sturdy and tall garden fence in the state he was in, that has forever remained something of a mystery. Πολλοί βεβαίωναν πως τη «μεταφέρανε» κάποιοι άνθρωποι, άλλοι πάλι πως τη «μετέφερε» κάποιο αερικό. Many were sure that it was "carried" by some people, others that it was "carried" by a ship. Το πιθανότερο είναι πως όλ' αυτά έγιναν μ' έναν πολύ φυσικό αν και παράξενο τρόπο. Most likely, all of this happened in a very natural, albeit strange, way. Η Λιζαβέτα ήξερε να πηδάει τις μάντρες και να μπαίνει στα ξένα περβόλια για να κοιμηθεί. Lizaveta knew how to jump the paddocks and get into other people's orchards to sleep. Θα σκαρφάλωσε λοιπόν όπως-όπως και στο φράχτη του Φιόντορ Παύλοβιτς κι από κει πήδησε στον κήπο παραβλέποντας την κατάστασή της όχι δίχως συνέπειες. So she must have climbed up to the fence of Fiodor Pavlovic and from there jumped into the garden, overlooking her situation, not without consequences. Ο Γρηγόρης έτρεξε στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα και την έστειλε να βοηθήσει τη Λιζαβέτα κι αυτός πετάχτηκε ως το σπίτι της μαμής που ζούσε κάπου εκεί κοντά. Gregory ran to Martha Ignatievna and sent her to help Lizaveta and he flew to the house of the midwife who lived somewhere nearby. Το μωρό το σώσανε μα η Λιζαβέτα πέθανε την αυγή. The baby was saved, but Lizaveta died at dawn. Ο Γρηγόρης πήρε το μωρό, το πήγε στο σπίτι του, έβαλε τη γυναίκα του να κάτσει, το 'βαλε στα γόνατά της και το ακούμπησε ακριβώς πάνω στο στήθος της: «Τούτο το παιδί είναι του Θεού. Gregory took the baby, took it to his house, made his wife sit down, put it on her lap and placed it right on her chest: "This child is of God. Τα ορφανά είναι συγγενείς όλων μας. Orphans are relatives of all of us. Κι ακόμα πιότερο για μας. And even more for us. Μας το ' στείλε ο πεθαμένος μας γιος. Our dead son sent it to us. Γεννήθηκε απ' το γιο του διαβόλου κι από μιαν αναμάρτητη. He was born of the son of the devil, and of one without sin.

Τάισέ το κι από δω και μπρος μην κλαις». Feed it and don't cry from now on." Έτσι η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ανάθρεψε το παιδί. So Martha Ignatievna raised the child. Το βάφτισαν και τ' ονόμασαν Πάβελ κι όλοι, σαν από συνεννόηση, αρχίσανε να το λένε και Φιοντόρεβιτς. They christened it and named it Pavel and everyone, as if by common consent, started calling it Fyodorevich. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν έφερε καμιάν αντίρρηση, φαίνεται μάλιστα πως όλα τούτα τον διασκέδαζαν, αν κι εξακολουθούσε ν' αρνιέται πως ήταν ανακατεμένος σε τούτη την υπόθεση. Fiodor Pavlovic made no objection, and it seemed to amuse him, although he still denied that he was involved in this affair. Στην πολιτεία άρεσε που περιμάζεψε αυτός το έκθετο. The state liked that he took care of the exhibit. Στο τέλος ο Φιόντορ Παύλοβιτς έφτιαξε για το έκθετο κι επίθετο: τον είπε Σμερντιακόβ απ' το παρατσούκλι της μάνας του, της Λιζαβέτας Σμερντιάστσαγιας. In the end, Fiodor Pavlovic made up a surname for the expatriate: he called him Smerdiakov after his mother's nickname, Lizaveta Smerdiastsiya. Αυτός λοιπόν ο Σμερντιακόβ έγινε ο δεύτερος υπηρέτης του Φιόντορ Παύλοβιτς και ζούσε, τον καιρό που αρχίζει η ιστορία μας, στην πτέρυγα μαζί με τη γρια Μάρθα και το γερο-Γρηγόρη. So this Smerdiakov became Fyodor Pavlovich's second servant and lived, at the time our story begins, in the ward with old Martha and old Gregory. Έκανε το μάγειρα. He did the cooking. Το βλέπω πως θα 'πρεπε και γι' αυτόν να πω ξεχωριστά μερικά πράματα, μα ντρέπομαι πια ν' απασχολώ την προσοχή του αναγνώστη μ' έναν τόσο συνηθισμένο λακέ. I can see that I ought to say a few things about him too, but I am ashamed to distract the reader's attention with such a common lackey. Γι' αυτό εξακολουθώ τη διήγησή μου με την ελπίδα πως κάπου παρακάτω θα βρεθεί μονάχη της κάποια ευκαιρία να μιλήσω και για τον Σμερντιακόβ. That is why I continue my narrative in the hope that somewhere down the line there will be an opportunity to talk about Smerdiakov.