×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 2. III. Γυναικούλες που Πιστεύουν

2. III. Γυναικούλες που Πιστεύουν

ΚΑΤΩ απ' το ξύλινο υπόστεγο, που ήταν στεριωμένο στον εξωτερικό τοίχο του περίβολου, είχαν μαζευτεί τούτη τη φορά όλο γυναίκες του λαού, καμιά εικοσαριά. Τους είχαν πει πως ο στάρετς θα βγει επιτέλους κι αυτές είχαν μαζευτεί και τον περίμεναν. Βγήκανε και οι Χοχλάκοβ που περίμεναν κι αυτές στο σπιτάκι, που ήταν ειδικά φτιαγμένο για τις ευγενείς επισκέπτριες. Ήταν δύο: μάνα και κόρη. Η μητέρα, μια πλούσια κυρία, ντυμένη πάντα με γούστο, ήταν νέα ακόμα, πολύ χαριτωμένη, λίγο χλωμή και με πολύ ζωηρά, σχεδόν κατάμαυρα μάτια. Δε θα 'ταν παραπάνω από τριαντατριών χρονών. Εδώ και πέντε χρόνια είχε μείνει χήρα. Η δεκατετράχρονη κόρη της είχε παράλυτα τα πόδια της. Το καημένο το κορίτσι ήταν πια μισός χρόνος που δεν μπορούσε να περπατήσει και το κυλάγανε σε μια μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα με ρόδες. Είχε πολύ όμορφο προσωπάκι, λίγο αδυνατισμένο απ' την αρρώστια, μα εύθυμο. Τα μεγάλα μαύρα της μάτια, με τα μακριά ματόκλαδα, τα φώτιζε κάποια παιχνιδιάρικη λάμψη. Η μητέρα της είχε σκοπό απ' την άνοιξη ακόμα να την πάει στο εξωτερικό, όμως το καλοκαίρι χασομέρησαν με κάτι εγκαταστάσεις στο κτήμα. Ήταν πια μια βδομάδα που ζούσαν στην πολιτεία μας. Είχαν έρθει πιότερο για τις υποθέσεις τους παρά για το προσκύνημα, μα είχαν επισκεφτεί κιόλας εδώ και τρεις μέρες τον στάρετς. Τώρα ξανάρθαν ξαφνικά, αν και ξέρανε πως ο στάρετς δεν μπορεί να δεχτεί σχεδόν κανέναν, και παρακαλούσαν και ικέτευαν επίμονα «να 'χουν την ευτυχία να δουν για μιαν ακόμα φορά το μεγάλο θεραπευτή». Περιμένοντας την έξοδό του, η μητέρα καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στην πολυθρόνα της κόρης της. Δυό βήματα παραπέρα στεκόταν ένας γέρος καλόγερος που 'χε έρθει από μακριά, από κάποιο άγνωστο σχεδόν κοινόβιο του Βορρά. Ήθελε κι αυτός να ευλογηθεί απ' τον στάρετς. Μα ο στάρετς κατευθύνθηκε πρώτα στο λαό. Το πλήθος συνωστιζόταν στα τρία σκαλοπάτια που οδηγούσαν απ' το χαγιάτι στο χώρο έξω απ' τον περίβολο. Ο στάρετς στάθηκε στο πάνω σκαλοπάτι, φόρεσε το πετραχήλι του κι άρχισε να ευλογεί τις γυναίκες, που 'χαν μαζευτεί γύρω του. Σύρανε προς το μέρος του, τραβώντας την απ' τα δυό της χέρια, μια σεληνιασμένη. Αυτή μόλις είδε τον στάρετς άρχισε να ξεφωνίζει παράξενα, την έπιασε λόξυγγας και τιναζόταν σαν να την πιάσανε σπασμοί. Ο στάρετς έβαλε το πετραχήλι πάνω στο κεφάλι της, διάβασε μια σύντομη προσευχή κι αυτή σώπασε αμέσως και ησύχασε. Δεν ξέρω τι γίνεται τώρα, μα στα παιδικά μου χρόνια μου 'τυχε πολλές φορές στα χωριά και στα μοναστήρια να δω σεληνιασμένες. Τις έφερναν στην πρωινή λειτουργία και κείνες στρίγγλιζαν και γαύγιζαν σαν σκυλιά, τόσο δυνατά που αντηχούσε όλη η εκκλησία, μα όταν έβγαζαν την άγια μετάληψη και τις έφερναν κοντά στο δισκοπότηρο, το «δαιμόνιασμα» έπαυε αμέσως και οι άρρωστες ησύχαζαν πάντοτε για κάμποσην ώρα. Όντας παιδί απορούσα κι έμενα κατάπληχτος απ' αυτό. Μα κείνο τον ίδιο καιρό άκουσα από πολλούς μορφωμένους και ξέχωρα κι απ' τους δασκάλους μου στην πολιτεία να μου λένε, όταν τους ρωτούσα, πως όλ' αυτά είναι προσποίηση και κόλπο για ν' αποφεύγουν τη δουλειά και πως πάντα μπορεί να το ξεριζώσει κανείς με την κατάλληλη αυστηρότητα. Για να επιβεβαιώσουν τη γνώμη τους, διηγόνταν και διάφορα ανέκδοτα. Όμως αργότερα έμαθα μ' έκπληξή μου από ειδικούς γιατρούς πως σ' όλ' αυτά δεν υπάρχει καμιά προσποίηση, πως αυτή είναι μια τρομερή γυναικεία αρρώστια που, καθώς φαίνεται, είναι διαδομένη εδώ σε μας, στη Ρωσία, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα και που αποδείχνει πόσο βαριά είναι η ζωή της γυναίκας στα χωριά μας. Τούτη η αρρώστια προέρχεται απ' τις εξαντλητικές δουλειές που γίνονται αμέσως μετά τη δύσκολη, χωρίς καμιάν ιατρική βοήθεια γέννα. Εκτός απ' αυτό είναι και οι στενοχώριες που δεν βρίσκουν πουθενά διέξοδο, το ξύλο που τρώνε απ' τους άντρες τους κ.τ.λ., πράματα που ορισμένοι γυναικείοι οργανισμοί δεν μπορούνε να τ' αντέξουν. Όσο για την παράξενη κι ακαριαία θεραπεία της σεληνιασμένης που χτυπιέται και που ησυχάζει μόλις την πλησιάσουν στην άγια μετάληψη — που με βεβαίωναν πως ήταν προσποίηση και μάλιστα κόλπο σκηνοθετημένο απ' το ίδιο το παπαδολόι — γινόταν, καθώς φαίνεται, με τον πιο φυσικό τρόπο. Οι γυναικούλες που την έφερναν μπροστά στο δισκοπότηρο, α το κυριότερο και η ίδια η άρρωστη, πίστευαν απόλυτα —σαν να 'ταν μια αλήθεια που αποδείχτηκε πολλές φορές —πως το κακό πνεύμα που κυρίεψε την άρρωστη δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να μείνει μέσα της, αν την πλησιάσουν στο άγιο δισκοπότηρο και την αναγκάσουν να προσκυνήσει. Γι' αυτό κιόλας πάντοτε δημιουργόταν — και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς — ένας αναπότρεπτος συγκλονισμός όλου του οργανισμού της νευρικής και ψυχικά άρρωστης γυναίκας τη στιγμή που προσκυνούσε το δισκοπότηρο· ο συγκλονισμός οφειλόταν στην αναμονή του αναπότρεπτου θαύματος και στην απόλυτη πίστη πως το θαύμα θα γίνει. Και το θαύμα γινόταν, έστω μονάχα για ένα λεπτό. Ακριβώς έτσι έγινε και τώρα, μόλις ο στάρετς έβαλε το πετραχήλι του πάνω στην άρρωστη.

Πολλές απ' τις γυναίκες που συνωστίζονταν γύρω του χύνανε ποτάμι δάκρυα κατάνυξης και αγαλλίασης κάτω απ ' την εντύπωση αυτής της στιγμής. Άλλες ανοίγανε δρόμο μέσ' απ' το πλήθος προσπαθώντας ν' ασπαστούν έστω και την άκρη του ράσου του, άλλες μουρμούριζαν κάτι προσευχές. Αυτός τις ευλογούσε όλες και μιλούσε σε κάποιες. Τη σεληνιασμένη την ήξερε, την είχαν φέρει πολλές φορές, ζούσε σ' ένα κοντινό χωριό, μόλις έξη βέρστια απ' το μοναστήρι.

— Να και μια που 'ρθε από μακριά, είπε αυτός δείχνοντας μια γυναίκα ακόμα νέα μα μ' ένα πρόσωπο αδύνατο και τραβηγμένο που έμοιαζε όχι απλώς ηλιοκαμένο μα μαυρισμένο. Καθόταν πεσμένη στα γόνατα και είχε καρφώσει τα μάτια της στον στάρετς. Το βλέμμα της ήταν κάπως εξημμένο.

— Από μακριά έρχομαι, παπούλη, από μακριά. Τρακόσια βέρστια από δω. Από μακριά, πάτερ, από μακριά, πρόφερε η γυναίκα με μια τραγουδιστή φωνή, κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι της δεξιά αριστερά κι ακουμπώντας το πηγούνι της στην παλάμη.

Μίλαγε κάπως σαν να 'ψελνε. Υπάρχει κάποτε στο λαό μια θλίψη σιωπηλή και υπομονετική: αναδιπλώνεται μέσα τους και σωπαίνει. Μα υπάρχει και μια θλίψη ξέφρενη, που ξεσπάει σε δάκρια και καμιά φορά ξεχύνεται σε μοιρολόι. Αυτό συμβαίνει περισσότερο στις γυναίκες. Μα η θλίψη αυτή δεν είναι πιο ευκολοβάσταχτη απ' τη σιωπηλή. Το μοιρολόι, το μόνο που καταφέρνει είναι να φαρμακώνει και να πληγώνει ακόμα περισσότερο την καρδιά. Μια τέτοια θλίψη ούτε καν το θέλει να παρηγορηθεί, τρέφεται απ' την ίδια την επίγνωση πως δεν υπάρχει γι' αυτήν παρηγοριά. Κι αν απαριθμεί συνεχώς τα δεινά της, το κάνει μόνο και μόνο γιατί αισθάνεται την ανάγκη ν' ανασκαλεύει συνεχώς την πληγή της.

— Σίγουρα θα 'σαι από καμιά πολιτεία, ε; συνέχισε ο στάρετς κοιτάζοντάς την μ' ενδιαφέρον.

— Σε πολιτεία ζούμε, πάτερ μου, σε πολιτεία. Χωριάτες είμαστε μα ζούμε στην πολιτεία. Ήρθα να σε δω, πάτερ μου. Έχουμε ακουστά για σένα, παπούλη, έχουμε ακουστά. Κήδεψα το γιόκα μου, το γιόκα μου, πήγα να προσευχηθώ. Σε τρία μοναστήρια ήμουνα και μου 'πανε: «Πήγαινε, Ναστάσιουσκα, και κει, σε σας δηλαδή, καλέ μου, σε σας». Ήρθα χτες, έμεινα στην ολονυχτία και σήμερα είπα να 'ρθω και σε σας.

— Και γιατί κλαις;

— Για το γιόκα μου θλίβομαι, παπούλη τριών χρονών ήτανε, τρεις μήνες ακόμα και θα 'κλείνε τα τρία. Απ' τη λύπη για το γιόκα μου βασανίζομαι, πάτερ μου, για το γιόκα μου. Ήταν το τελευταίο παιδάκι που μας έμενε, τέσσερα είχαμε με τον Νικήτουσκα, όμως όλα μας φύγανε, ακριβέ μου, όλα μας φύγανε. Τα τρία πρώτα τα κήδεψα και δε λυπήθηκα και τόσο, μα τούτο το τελευταίο το 'θαψα και δεν μπορώ να το ξεχάσω. Λες και στέκεται δω μπροστά μου και δε φεύγει. Μου σπάραξε την καρδιά. Μόλις δω τα ρουχαλάκια του, το πουκαμισάκι του ή τα παπουτσάκια του, αρχίζω το μοιρολόι. Τ' αραδιάζω μπροστά μου όσα άφησε, το κάθε τι δικό του, τα κοιτάω και μοιρολογάω.

Λέω τότε στον Νικήτουσκα, στον άντρα μου δηλαδή: άσε με, αφέντη μου, να πάω για προσκύνημα. Είναι αμαξάς ελόγου του, δεν είμαστε φτωχοί, πάτερ μου, δεν είμαστε φτωχοί, έχουμε δικά μας αλόγατα κι αμάξι. Μα τι το θέλουμε τώρα πια το βιος; Ο Νικήτουσκα άρχισε να πίνει, αυτό γινόταν και πρώτα δηλαδής, μόλις τον άφηνα για λίγο απ' τα μάτια μου, κείνος δε βάσταγε και τα 'πινε. Μα τώρα ούτε και για δαύτονε δε με νοιάζει. Είναι τρεις μήνες πια που 'φυγα απ' το σπίτι. Τα ξέχασα, όλα τα ξέχασα κι ούτε θέλω να τα θυμάμαι. Μα και γιατί να ζήσω πια τώρα μαζί του; Χώρισα πια απ' αυτόν, χώρισα, κανένανε δικό μου δεν έχω πια. Καμιάν όρεξη δεν έχω να κοιτάω τώρα το σπίτι μου και το βιος μου, μακάρι τίποτα να μη βλέπω καλύτερα!

— Άκου, μητέρα, είπε ο στάρετς. Μια φορά, στα πολύ παλιά χρόνια, ένας μεγάλος άγιος είδε στο ναό μια μητέρα που 'κλαιγε σαν και σένα γιατί κι αυτή είχε χάσει το μωρό της, το μοναδικό της παιδί, που το πήρε και κείνο κοντά του ο Κύριος. «Μήπως δεν το ξέρεις, της είπε ο άγιος, πως αυτά τα μωρά έχουν πιότερο θάρρος απ' όλους μπροστά στο θρόνο του Θεού; Δεν υπάρχει κανένας σ' όλη τη βασιλεία των ουρανών που να 'χει τη δίκιά τους τόλμη: Εσύ, Κύριε, μας χάρισες τη ζωή, λένε στο Θεό, και, μόλις προφτάσαμε να τη δούμε. Εσύ μας την πήρες πίσω. Και με τόσο θάρρος παρακαλούν και Του ζητάνε τη χάρη που ο Κύριος τους κάνει αμέσως αγγελούδια. Γι' αυτό και συ, είπε ο άγιος, πρέπει να χαίρεσαι, γυναίκα, και να μην κλαις γιατί τούτη τη στιγμή το μωρό σου βρίσκεται κοντά στον Κύριο, στη χορεία των αγγέλων». Να τι είπε ο άγιος στη γυναίκα που 'κλαιγε τα παλιά κείνα χρόνια. Και ήταν μεγάλος άγιος αυτός και δεν μπορούσε να πει ψέματα. Μάθε λοιπόν και συ, μητέρα, πως και το δικό σου το μωρό θα βρίσκεται ίσως τούτη τη στιγμή μπροστά στο θρόνο του Κυρίου και θα χαίρεται και θα παίζει και θα προσεύχεται για σένα στο Θεό, Γι' αυτό και συ κλάψε, μα να 'σαι χαρούμενη.

Η γυναίκα τον άκουγε, ακουμπώντας το πηγούνι στην παλάμη της και το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Αναστέναξε βαθιά.

— Έτσι ακριβώς με παρηγορούσε κι ο Νικήτουσκα κι έλεγε τα ίδια ακριβώς λόγια όπως και συ: «(Στραβοκέφαλη είσαι, μου 'λεγε, τι κλαις; Ο γιόκας μας ίσως να 'ναι τώρα δίπλα στον Κύριο το Θεό μας και θα τραγουδάει μαζί με τους αγγέλους». Μου τα λέει αυτά και κλαίει, τον βλέπω που κλαίει σαν και μένανε. «Το ξέρω, του λέω, Νικήτουσκα, που αλλού μπορεί να 'ναι; Κοντά στον Κύριο το Θεό μας είναι, μονάχα που εμείς πια δεν τον έχουμε, δεν τον έχουμε πια τώρα, Νικήτουσκα, δεν κάθεται πια εδώ στο πλάι μας σαν και πρώτα!» Κι ας ήταν τουλάχιστο να τον έβλεπα μια φορά, μονάχα μια φορά, να τον κοίταζα τουλάχιστον κι ούτε θα τον ζύγωνα καθόλου, λέξη δε θα 'λεγα, στη γωνιά θα χωνόμουνα, μονάχα μια στιγμούλα να τον έβλεπα, να τον άκουγα καθώς έπαιζε τότε στην αυλή κι ερχόταν καμιά φορά και με φώναζε με τη φωνούλα του: «Μάνα, πού είσαι;» Ας τον άκουγα καθώς θα πέρναγε απ' το δωμάτιο χτυπώντας τα ποδαράκια του, μονάχα μια φορά ας ήταν καθώς χτύπαγε με τα ποδαράκια του, τουκ-τουκ, γρήγορα-γρήγορα, θυμάμαι, τρέχοντας προς τα μένανε, φωνάζοντας και γελώντας, ας άκουγα μονάχα τα ποδαράκια του, ας τ' άκουγα και θα τα γνώριζα αμέσως! Μα δεν υπάρχει πια, παπούλη, δεν υπάρχει και ποτέ δε θα τον ξανακούσω! Να η ζωνίτσα του, μα κείνο δεν υπάρχει πια και ποτέ δε θα το ξανακούσω κι ούτε θα το ξαναδώ!,..

Έβγαλε απ' τον κόρφο της μια μικρή κεντητή ζώνη του αγοριού της και μόλις της κοίταξε άρχισε να τρέμει απ' τ' αναφιλητά. Έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Μέσ' απ' τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να τρέχουν δάκρυα.

— Αυτό, είπε ο στάρετς, ξανάγινε στους πολύ παλιούς καιρούς και είναι η «Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν». Κι αφού δε βρίσκεις παρηγοριά, ούτε και να προσπαθείς να παρηγορηθείς, μην παρηγοριέσαι κι άσε να τρέχουν τα δάκρυά σου, μονάχα την κάθε φορά που θα κλαις να θυμάσαι καλά πως ο γιόκας σου είναι ένας απ' τους αγγέλους του Θεού, σε κοιτάει από κει πάνω και χαίρεται που σε βλέπει δακρυσμένη και δείχνει τα δάκριά σου στον Κύριο το Θεό μας. Και πολύν καιρό ακόμα θα συνεχίσεις τούτο το μητρικό κλάμα, μα στο τέλος θα κατασταλάξει σε μιαν ήρεμη χαρά και τα πικρά σου δάκρυα θα γίνουν δάκρυα κατάνυξης κι εξιλασμού. Όσο για το μωρό σου θα προσευχηθώ για την ανάπαυση της ψυχής του. Πώς το λέγανε; — Αλεξέι, παπούλη.

— Όμορφο όνομα. Για να τιμήσετε τον Αλεξέι, τον Άνθρωπο του Θεού, του το δώσατε;

— Αυτόν, πατερούλη, αυτόν. Τον Αλεξέι, τον Άνθρωπο του Θεού.

— Μεγάλος άγιος! Θα προσευχηθώ, μητέρα, και τη λύπη σου θα θυμηθώ στην προσευχή μου και για την υγεία του άντρα σου θα δεηθώ. Μονάχα που αμαρτάνεις παρατώντας τον.

Ξαναγύρισε στον άντρα σου και πρόσεχέ τον. Γιατί θα δει από κει πάνω τ' αγόρι σου πως παράτησες τον πατέρα του και θα κλάψει για σας: γιατί λοιπόν του χαλάς τη μακαριότητά του; Αφού το ξέρεις πως ζει τ' αγόρι σου, ζει γιατί η ψυχή μένει ζωντανή στον αιώνα τον άπαντα. Κι ας μην είναι στο σπίτι, είναι πάντα κοντά σας, μονάχα που δεν το βλέπετε. Πώς λοιπόν θα 'ρθει στο σπίτι, όταν λες πως μίσησες το σπίτι σου; Σε ποιον θα 'ρθει, όταν δε σας βρει μαζί εσάς, τον πατέρα με τη μητέρα του; Τώρα τον βλέπεις στα όνειρά σου και βασανίζεσαι, μα τότε θα σου στέλνει ύπνον ανάλαφρο. Γύρνα στον άντρα σου, μητέρα, σήμερα κιόλας πάρε το δρόμο.

— Θα πάω, ακριβέ μου, θα πάω και θα κάνω καθώς τα είπες. Στην καρδιά μου μέσα διάβασες. Νικήτουσκα, καλέ μου Νικήτουσκα, με περιμένεις, καλούλη μου, με περιμένεις! άρχισε να θρηνολογάει η γυναικούλα, μα ο στάρετς γύρισε πια σε μια γρια που απ' το ντύσιμό της φαινόταν πως ζούσε σε πολιτεία. Απ' τα μάτια της καταλάβαινε κανείς πως κάτι την απασχολούσε κι είχε έρθει να ρωτήσει. Είπε πως είναι χήρα υπαζιωματικού και ήρθε από κοντά, απ' την πολιτεία μας. Ο γιόκας της, ο Βάσανκα, δούλευε σε μιαν Επιτροπή και τον μεταθέσανε στη Σιβηρία, στο Ιρκούτσκ. Δυό φορές της έγραψε από κει πέρα μα τώρα είχε ολάκερο χρόνο να της γράψει. Ζήτησε πληροφορίες γι' αυτόν μα, για να πει την αλήθεια, ούτε ήξερε καλά-καλά πού μπορούσε να πληροφορηθεί.

— Το λοιπόν, μου λέει τις προάλλες η Στεπανίντα Ιλίνισνα Μπεντριάγινα, είναι έμπορος ο άντρας της, πλούσιοι άνθρωποι: Τράβα, λέει, Προχόροβνα, και γράψε, λέει, το γιόκα σου στο μνημόσυνο, πήγαινέ τον στην εκκλησία και μνημόνεψέ τον για ν' αναπαυτεί η ψυχή του. Τότε, λέει, η ψυχή του θα μελαγχολήσει και θα σου γράψει γράμμα. Κι αυτό, λέει η Στεπανίντα Ιλίνισνα, είναι όσο παίρνει σίγουρο, πολλές φορές δοκιμασμένο. Μονάχα που αμφιβάλλω... Πες μου, εσύ, φως μου, αλήθεια είναι για όχι; Και θα 'ναι τάχα καλό να το κάνω;

— Δεν πρέπει ούτε και να το σκέφτεσαι. Είναι ντροπή και να το ρωτάς. Μα και πώς είναι δυνατό να δέεται κανείς για την ανάπαυση μιας ζωντανής ψυχής και μάλιστα η ίδια η μητέρα! Αυτό είναι μεγάλη αμαρτία, μοιάζει με μαγγανεία και συγχωριέσαι μόνο και μόνο γιατί δεν το 'ξερες. Προσευχήσου καλύτερα στην Παναγιά τη Δέσποινα, τη φιλεύσπλαχνη βοηθό μας, να δίνει υγεία στο γιό σου και να σε συχωρέσει και σένα για τη λαθεμένη σκέψη σου. Και θα σου πω και τούτο ακόμα, Προχόροβνα: Ή, θα 'ρθει σε λίγο ο ίδιος ο γιόκας σου κοντά σου ή, θα σου στείλει γράμμα. Αυτό πια είναι σίγουρο. Πήγαινε και μη στεναχωριέσαι. Ζει ο γιόκας σου, άκου με που στο λέω. — Καλέ μας, ο Θεός να σ' ανταμείψει, ευεργέτη μας, που προσεύχεσαι για όλους μας, για την άφεση των αμαρτιών μας...

Μα ο στάρετς παρατήρησε κιόλας μες στο πλήθος δυό φλογερά μάτια μιας χωριάτισσας που τον κοίταζαν επίμονα. Αν και ήταν νέα ακόμα, φαινόταν πολύ εξαντλημένη, τόσο που θα μπορούσες να πεις πως είναι φθισικιά. Κοίταζε σιωπηλή, στο βλέμμα της διακρινόταν κάποια ικεσία, όμως φοβότανε να πλησιάσει.

— Εσύ γιατί ήρθες καλή μου;

— Ξαλάφρωσε την ψυχή μου, ακριβέ μου, πρόφερε αυτή ήσυχα και χωρίς να βιάζεται. Έπεσε στα γόνατα και τον προσκύνησε. Αμάρτησα, πατερούλη μου, και φοβάμαι το κρίμα μου.

Ο στάρετς κάθισε στο κάτω σκαλοπάτι, η γυναίκα τον πλησίασε χωρίς να σηκωθεί απ' τα γόνατα.

— Είναι τρίτος χρόνος τώρα που 'μεινα χήρα, άρχισε να λέει με χαμηλωμένη φωνή τρέμοντας σύγκορμη. Υπόφερα πολύ όντας παντρεμένη, κείνος ήτανε γέρος, με χτυπούσε σκληρά. Κοιτόταν άρρωστος. Τον κοιτάω και σκέφτομαι: Κι αν γίνει καλά και ξανασηκωθεί, τι θα γίνει τότε; Και τότε μου πέρασε κείνη η σκέψη...

— Σταμάτα, είπε ο στάρετς και πλησίασε τ' αυτί του στα χείλη της.

Η γυναίκα συνέχισε σιγοψιθυρίζοντας έτσι που σχεδόν τίποτα δεν μπορούσε ν' ακούσει κανείς. Τέλειωσε γρήγορα.

— Τρίτος χρόνος είναι; ρώτησε ο στάρετς.

— Τρίτος χρόνος. Στην αρχή ούτε που το σκεφτόμουνα μα τώρα αρρώστησα, σφίγγεται η καρδιά μου...

— Από μακριά είσαι;

— Πεντακόσια βέρστια από δω. — Στην εξομολόγηση το 'πες; — Το 'πα. Δυό φορές το 'πα.

— Και σ' αφήσανε να μεταλάβεις;

— Μ' αφήσανε. Φοβάμαι. Φοβάμαι το θάνατο.

— Τίποτα μη φοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. Μια και μετανοείς όλα θα στα συγχωρέσει ο Θεός. Μα κι ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να γίνει στον κόσμο τέτοιο κρίμα που να μην το συγχωρέσει ο Κύριος σε κείνον που μετανοεί αληθινά. Μα κι ούτε το μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που θα μπορούσε να εξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού. Ή, μήπως μπορεί να υπάρξει τάχα ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που να ξεπεράσει την αγάπη του Θεού; Φρόντιζε μονάχα για τη μετάνοια, για την αδιάκοπη μετάνοια, κι όσο για το φόβο, διώξ' τον εντελώς απ' την καρδιά σου. Πίστευε πως ο Θεός σ' αγαπά τόσο που εσύ ούτε να το φανταστείς δεν μπορείς. Σ ' αγαπάει παρ' όλο που αμάρτησες. Σ' αγαπάει μέσα στην αμαρτία σου. Για έναν μετανοούντα στον ουρανό χαίρονται περισσότερο παρά για χίλιους αναμάρτητους, είπεν ο Χριστός. Πήγαινε λοιπόν και μη φοβάσαι. Μην πικραίνεσαι με τους ανθρώπους, μη θυμώνεις με τις προσβολές. Συγχώρεσε από καρδιάς το μακαρίτη για όλα όσα σου 'κανε, ξέχασε ειλικρινά τα φαρμάκια που σε πότισε. Αφού μετανοείς θα πει πως αγαπάς. Κι όταν θ' αγαπάς θα 'σαι κι όλας τέκνο του Θεού... Η αγάπη εξαγνίζει τα πάντα, σώζει τα πάντα. Αφού εγώ που είμαι όπως και συ ένας αμαρτωλός άνθρωπος συγκινήθηκα και σε συμπόνεσα, πόσο περισσότερο ο Θεός. Η αγάπη είναι κάτι ανεχτίμητο και μ' αυτήν μπορείς όλο τον κόσμο ν' αποχτήσεις κι όχι μονάχα τις δικές σου μα και τις ξένες αμαρτίες να ξαγοράσεις. Πήγαινε και μη φοβάσαι.

Έκανε πάνω της τρεις φορές το σημείο του σταυρού. Ξεκρέμασε απ' το λαιμό του ένα μικρό εικονισματάκι και της το φόρεσε. Αυτή τον προσκύνησε σιωπηλά, με μια βαθιά, ως τη γη μετάνοια. Κείνος ανασηκώθηκε και κοίταξε εύθυμα μια γεροδεμένη γυναίκα που κράταγε ένα μωρό στην αγκαλιά της.

— Απανωμερίτισσα είμαι, καλέ μου.

— Δεν είναι και πολύ κοντά. Έξη βέρστια από δω. Θα κουράστηκες κρατώντας και το παιδάκι σου. Γιατί μας ήρθες;

— Να σε δω ήθελα. Ήρθα κι άλλη φορά. Το ξέχασες τάχα; Θα με κάνεις να πιστέψω πως δεν έχεις καλό θυμητικό, αν με ξέχασες εμένανε. Είπαν στα μέρη μας πως είσαι άρρωστος, το λοιπόν σκέφτομαι και γω: Μια και είν' έτσι ας πάω μόνη μου να τον δω. Να λοιπόν που σε βλέπω, μα τι άρρωστος είσαι συ; Άλλα είκοσι χρόνια θα ζήσεις, φτου να μη βασκαθείς, αλήθεια στο λέω! Μα μήπως τάχα λίγοι είναι κείνοι που προσεύχονται για σένα; Πώς μπορεί ν' αρρωστήσεις;

— Σ' ευχαριστώ για όλα, καλή μου.

— Με τούτη την ευκαιρία μια παράκληση θα σου κάνω, μια μικρή παράκληση δηλαδή. Να, έχω δω εξήντα καπίκια. Δόσ' τα, καλέ μου, σε καμιά γυναίκα που 'ναι πιο φτωχή από μένα. Καθώς κίνησα για να 'ρθω σκέφτηκα: Καλύτερα να τα δώσω σ' αυτόν, κείνος ξέρει ποια τα χρειάζεται.

— Σ' ευχαριστώ, καλή μου, σ' ευχαριστώ. Είσαι καλόκαρδη και σ' αγαπάω. Το δίχως άλλο θα κάνω αυτό που μου ζήτησες.

Κοριτσάκι κρατάς στα χέρια σου;

— Κοριτσάκι είναι, φως μου, Λιζαβέτα το λένε.

— Ο Θεός να σας ευλογεί και τις δυο, και σένα και το μικρό σου, τη Λιζαβέτα. Χάρηκε η καρδιά μου που σε είδε, μητέρα.

Χαίρετε, καλές μου, χαίρετε, ακριβές μου.

Τις ευλόγησε όλες και τους έκανε μιαν βαθιάν υπόκλιση.


2. III. Γυναικούλες που Πιστεύουν 2. III. Women Who Believe 2. III. Mujeres que creen 2. III. Kobiety, które wierzą

ΚΑΤΩ απ' το ξύλινο υπόστεγο, που ήταν στεριωμένο στον εξωτερικό τοίχο του περίβολου, είχαν μαζευτεί τούτη τη φορά όλο γυναίκες του λαού, καμιά εικοσαριά. BELOW the wooden shed, which was fixed to the outer wall of the precinct, were gathered this time all the women of the people, about twenty. Τους είχαν πει πως ο στάρετς θα βγει επιτέλους κι αυτές είχαν μαζευτεί και τον περίμεναν. They had been told that the starlet would finally come out and they had gathered and waited for him. Βγήκανε και οι Χοχλάκοβ που περίμεναν κι αυτές στο σπιτάκι, που ήταν ειδικά φτιαγμένο για τις ευγενείς επισκέπτριες. The Khokhlakov's came out and they were also waiting in the little house, which was specially made for the noble visitors. Ήταν δύο: μάνα και κόρη. There were two of them: mother and daughter. Η μητέρα, μια πλούσια κυρία, ντυμένη πάντα με γούστο, ήταν νέα ακόμα, πολύ χαριτωμένη, λίγο χλωμή και με πολύ ζωηρά, σχεδόν κατάμαυρα μάτια. The mother, a rich lady, always dressed with taste, was still young, very cute, a little pale and with very lively, almost jet-black eyes. Δε θα 'ταν παραπάνω από τριαντατριών χρονών. He couldn't have been more than thirty-three years old. Εδώ και πέντε χρόνια είχε μείνει χήρα. For five years she had been a widow. Η δεκατετράχρονη κόρη της είχε παράλυτα τα πόδια της. Her fourteen-year-old daughter had her legs paralyzed. Το καημένο το κορίτσι ήταν πια μισός χρόνος που δεν μπορούσε να περπατήσει και το κυλάγανε σε μια μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα με ρόδες. The poor girl was now halfway through the year unable to walk and was rolling around in a big comfy chair on wheels. Είχε πολύ όμορφο προσωπάκι, λίγο αδυνατισμένο απ' την αρρώστια, μα εύθυμο. He had a very pretty face, a little thin from illness, but cheerful. Τα μεγάλα μαύρα της μάτια, με τα μακριά ματόκλαδα, τα φώτιζε κάποια παιχνιδιάρικη λάμψη. Her large black eyes, with their long eyebrows, were lit by a certain playful glow. Η μητέρα της είχε σκοπό απ' την άνοιξη ακόμα να την πάει στο εξωτερικό, όμως το καλοκαίρι χασομέρησαν με κάτι εγκαταστάσεις στο κτήμα. Her mother had been planning to take her abroad since the spring, but in the summer they had been wasting time with some installations on the farm. Ήταν πια μια βδομάδα που ζούσαν στην πολιτεία μας. It had been a week since they had been living in our state. Είχαν έρθει πιότερο για τις υποθέσεις τους παρά για το προσκύνημα, μα είχαν επισκεφτεί κιόλας εδώ και τρεις μέρες τον στάρετς. They had come more for their business than for the pilgrimage, but they had already visited the starets three days ago. Τώρα ξανάρθαν ξαφνικά, αν και ξέρανε πως ο στάρετς δεν μπορεί να δεχτεί σχεδόν κανέναν, και παρακαλούσαν και ικέτευαν επίμονα «να 'χουν την ευτυχία να δουν για μιαν ακόμα φορά το μεγάλο θεραπευτή». Now they came again suddenly, though they knew that the starlet could admit almost no one, and they begged and pleaded insistently "that they might have the happiness of seeing the great healer once more." Περιμένοντας την έξοδό του, η μητέρα καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στην πολυθρόνα της κόρης της. While waiting for him to come out, the mother sat in a chair next to her daughter's armchair. Δυό βήματα παραπέρα στεκόταν ένας γέρος καλόγερος που 'χε έρθει από μακριά, από κάποιο άγνωστο σχεδόν κοινόβιο του Βορρά. Two steps away stood an old monk who had come from far away, from some almost unknown commune in the North. Ήθελε κι αυτός να ευλογηθεί απ' τον στάρετς. He also wanted to be blessed by the starlet. Μα ο στάρετς κατευθύνθηκε πρώτα στο λαό. But the starlet was directed first to the people. Το πλήθος συνωστιζόταν στα τρία σκαλοπάτια που οδηγούσαν απ' το χαγιάτι στο χώρο έξω απ' τον περίβολο. The crowd was crowded on the three steps leading from the loggia to the area outside the precinct. Ο στάρετς στάθηκε στο πάνω σκαλοπάτι, φόρεσε το πετραχήλι του κι άρχισε να ευλογεί τις γυναίκες, που 'χαν μαζευτεί γύρω του. The starlet stood on the top step, put on his stone scarf and began to bless the women who had gathered around him. Σύρανε προς το μέρος του, τραβώντας την απ' τα δυό της χέρια, μια σεληνιασμένη. She crawled towards him, pulling her by both hands, a moonlit one. Αυτή μόλις είδε τον στάρετς άρχισε να ξεφωνίζει παράξενα, την έπιασε λόξυγγας και τιναζόταν σαν να την πιάσανε σπασμοί. When she saw the starlet, she started to scream strangely, hiccuping and shaking as if she was convulsing. Ο στάρετς έβαλε το πετραχήλι πάνω στο κεφάλι της, διάβασε μια σύντομη προσευχή κι αυτή σώπασε αμέσως και ησύχασε. The starlet placed the stone on her head, read a short prayer and she immediately fell silent and quieted down. Δεν ξέρω τι γίνεται τώρα, μα στα παιδικά μου χρόνια μου 'τυχε πολλές φορές στα χωριά και στα μοναστήρια να δω σεληνιασμένες. I don't know what's happening now, but in my childhood I was lucky enough to see moon girls many times in villages and monasteries. Τις έφερναν στην πρωινή λειτουργία και κείνες στρίγγλιζαν και γαύγιζαν σαν σκυλιά, τόσο δυνατά που αντηχούσε όλη η εκκλησία, μα όταν έβγαζαν την άγια μετάληψη και τις έφερναν κοντά στο δισκοπότηρο, το «δαιμόνιασμα» έπαυε αμέσως και οι άρρωστες ησύχαζαν πάντοτε για κάμποσην ώρα. They would bring them to the morning service and they would squeal and bark like dogs, so loudly that the whole church echoed, but when they took out the holy communion and brought them near the chalice, the "demonic squealing" would immediately cease and the sick women would always be quiet for some time. Όντας παιδί απορούσα κι έμενα κατάπληχτος απ' αυτό. As a child I was amazed and astonished by this. Μα κείνο τον ίδιο καιρό άκουσα από πολλούς μορφωμένους και ξέχωρα κι απ' τους δασκάλους μου στην πολιτεία να μου λένε, όταν τους ρωτούσα, πως όλ' αυτά είναι προσποίηση και κόλπο για ν' αποφεύγουν τη δουλειά και πως πάντα μπορεί να το ξεριζώσει κανείς με την κατάλληλη αυστηρότητα. But at that same time I heard from many educated people and even from my teachers in the state, when I asked them, that it was all a pretense and a trick to avoid work, and that it could always be eradicated with the right severity. Για να επιβεβαιώσουν τη γνώμη τους, διηγόνταν και διάφορα ανέκδοτα. To confirm their opinion, they also told various anecdotes. Όμως αργότερα έμαθα μ' έκπληξή μου από ειδικούς γιατρούς πως σ' όλ' αυτά δεν υπάρχει καμιά προσποίηση, πως αυτή είναι μια τρομερή γυναικεία αρρώστια που, καθώς φαίνεται, είναι διαδομένη εδώ σε μας, στη Ρωσία, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα και που αποδείχνει πόσο βαριά είναι η ζωή της γυναίκας στα χωριά μας. But later I was surprised to learn from medical experts that there is no pretense in all this, that this is a terrible female disease which, it seems, is more widespread here in Russia than in any other country, and which proves how heavy the life of women in our villages is. Τούτη η αρρώστια προέρχεται απ' τις εξαντλητικές δουλειές που γίνονται αμέσως μετά τη δύσκολη, χωρίς καμιάν ιατρική βοήθεια γέννα. This illness comes from the exhausting work done immediately after the difficult, unassisted birth. Εκτός απ' αυτό είναι και οι στενοχώριες που δεν βρίσκουν πουθενά διέξοδο, το ξύλο που τρώνε απ' τους άντρες τους κ.τ.λ., πράματα που ορισμένοι γυναικείοι οργανισμοί δεν μπορούνε να τ' αντέξουν. Apart from that, there are also the sorrows that they have nowhere to go, the beatings they get from their husbands, etc., things that some women's bodies can't cope with. Όσο για την παράξενη κι ακαριαία θεραπεία της σεληνιασμένης που χτυπιέται και που ησυχάζει μόλις την πλησιάσουν στην άγια μετάληψη — που με βεβαίωναν πως ήταν προσποίηση και μάλιστα κόλπο σκηνοθετημένο απ' το ίδιο το παπαδολόι — γινόταν, καθώς φαίνεται, με τον πιο φυσικό τρόπο. As for the strange and instantaneous cure of the lunar woman who is struck and quiets down as soon as she is brought near to the holy communion - which I was assured was a sham and even a trick orchestrated by the priestess herself - it was, it seems, done in the most natural way. Οι γυναικούλες που την έφερναν μπροστά στο δισκοπότηρο, α το κυριότερο και η ίδια η άρρωστη, πίστευαν απόλυτα —σαν να 'ταν μια αλήθεια που αποδείχτηκε πολλές φορές —πως το κακό πνεύμα που κυρίεψε την άρρωστη δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να μείνει μέσα της, αν την πλησιάσουν στο άγιο δισκοπότηρο και την αναγκάσουν να προσκυνήσει. The women who brought her before the chalice, and most importantly the sick woman herself, believed absolutely - as if it were a truth that had been proven many times - that the evil spirit that had possessed the sick woman could in no way remain inside her if she were approached to the holy chalice and forced to bow down. Γι' αυτό κιόλας πάντοτε δημιουργόταν — και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς — ένας αναπότρεπτος συγκλονισμός όλου του οργανισμού της νευρικής και ψυχικά άρρωστης γυναίκας τη στιγμή που προσκυνούσε το δισκοπότηρο· ο συγκλονισμός οφειλόταν στην αναμονή του αναπότρεπτου θαύματος και στην απόλυτη πίστη πως το θαύμα θα γίνει. That is why there was always - and it could not be otherwise - an inevitable shock of the whole organism of the nervous and mentally ill woman at the moment she worshipped the chalice; the shock was due to the expectation of the inevitable miracle and the absolute faith that the miracle would happen. Και το θαύμα γινόταν, έστω μονάχα για ένα λεπτό. And the miracle was happening, if only for a minute. Ακριβώς έτσι έγινε και τώρα, μόλις ο στάρετς έβαλε το πετραχήλι του πάνω στην άρρωστη. Just as it happened now, as soon as the starlet put his stone on the sick woman.

Πολλές απ' τις γυναίκες που συνωστίζονταν γύρω του χύνανε ποτάμι δάκρυα κατάνυξης και αγαλλίασης κάτω απ ' την εντύπωση αυτής της στιγμής. Many of the women who crowded around him shed rivers of tears of devotion and joy under the impression of this moment. Άλλες ανοίγανε δρόμο μέσ' απ' το πλήθος προσπαθώντας ν' ασπαστούν έστω και την άκρη του ράσου του, άλλες μουρμούριζαν κάτι προσευχές. Some were making their way through the crowd, trying to embrace even the edge of his robe, others were muttering prayers. Αυτός τις ευλογούσε όλες και μιλούσε σε κάποιες. He blessed them all and spoke to some. Τη σεληνιασμένη την ήξερε, την είχαν φέρει πολλές φορές, ζούσε σ' ένα κοντινό χωριό, μόλις έξη βέρστια απ' το μοναστήρι. He knew the lunar woman, they had brought her many times, she lived in a nearby village, just six versts from the monastery.

— Να και μια που 'ρθε από μακριά, είπε αυτός δείχνοντας μια γυναίκα ακόμα νέα μα μ' ένα πρόσωπο αδύνατο και τραβηγμένο που έμοιαζε όχι απλώς ηλιοκαμένο μα μαυρισμένο. - "There's one who came from far away," he said, pointing to a woman still young but with a thin and drawn face that looked not just sunburned but tanned. Καθόταν πεσμένη στα γόνατα και είχε καρφώσει τα μάτια της στον στάρετς. She was sitting on her knees and had her eyes fixed on the starlet. Το βλέμμα της ήταν κάπως εξημμένο. Her look was somewhat tame.

— Από μακριά έρχομαι, παπούλη, από μακριά. - I've come a long way, old man, a long way. Τρακόσια βέρστια από δω. A hundred versts this way. Από μακριά, πάτερ, από μακριά, πρόφερε η γυναίκα με μια τραγουδιστή φωνή, κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι της δεξιά αριστερά κι ακουμπώντας το πηγούνι της στην παλάμη. From far away, father, from far away, the woman pronounced in a sing-song voice, shaking her head rhythmically from right to left and resting her chin on her palm.

Μίλαγε κάπως σαν να 'ψελνε. He was kind of talking like he was chanting. Υπάρχει κάποτε στο λαό μια θλίψη σιωπηλή και υπομονετική: αναδιπλώνεται μέσα τους και σωπαίνει. There is once in the people a silent and patient sorrow: it folds up in them and is silent. Μα υπάρχει και μια θλίψη ξέφρενη, που ξεσπάει σε δάκρια και καμιά φορά ξεχύνεται σε μοιρολόι. But there is also a frantic sadness, which breaks out in tears and sometimes breaks out in lamentation. Αυτό συμβαίνει περισσότερο στις γυναίκες. This is more the case for women. Μα η θλίψη αυτή δεν είναι πιο ευκολοβάσταχτη απ' τη σιωπηλή. But this sorrow is no easier to bear than silent sorrow. Το μοιρολόι, το μόνο που καταφέρνει είναι να φαρμακώνει και να πληγώνει ακόμα περισσότερο την καρδιά. Fatalism only succeeds in poisoning and hurting the heart even more. Μια τέτοια θλίψη ούτε καν το θέλει να παρηγορηθεί, τρέφεται απ' την ίδια την επίγνωση πως δεν υπάρχει γι' αυτήν παρηγοριά. Such grief does not even want to be comforted, it feeds on the very knowledge that there is no comfort for it. Κι αν απαριθμεί συνεχώς τα δεινά της, το κάνει μόνο και μόνο γιατί αισθάνεται την ανάγκη ν' ανασκαλεύει συνεχώς την πληγή της. And if she constantly lists her sufferings, it is only because she feels the need to constantly dig up her wound.

— Σίγουρα θα 'σαι από καμιά πολιτεία, ε; συνέχισε ο στάρετς κοιτάζοντάς την μ' ενδιαφέρον. - You must be from a state, eh?" continued the starlet, looking at her with interest.

— Σε πολιτεία ζούμε, πάτερ μου, σε πολιτεία. - We live in a state, my father, in a state. Χωριάτες είμαστε μα ζούμε στην πολιτεία. We're peasants, but we live in the state. Ήρθα να σε δω, πάτερ μου. I came to see you, Father. Έχουμε ακουστά για σένα, παπούλη, έχουμε ακουστά. We've heard of you, old man, we've heard of you. Κήδεψα το γιόκα μου, το γιόκα μου, πήγα να προσευχηθώ. I tied up my son, my son, I went to pray. Σε τρία μοναστήρια ήμουνα και μου 'πανε: «Πήγαινε, Ναστάσιουσκα, και κει, σε σας δηλαδή, καλέ μου, σε σας». I've been to three monasteries and I've been there: "Go, Nastasiuska, and there, to you, my dear, to you". Ήρθα χτες, έμεινα στην ολονυχτία και σήμερα είπα να 'ρθω και σε σας. I came yesterday, I stayed at the all-night vigil, and today I thought I'd come to you.

— Και γιατί κλαις; - And why are you crying?

— Για το γιόκα μου θλίβομαι, παπούλη τριών χρονών ήτανε, τρεις μήνες ακόμα και θα 'κλείνε τα τρία. - I grieve for my son, he was three years old, three months to go and he'll be three. Απ' τη λύπη για το γιόκα μου βασανίζομαι, πάτερ μου, για το γιόκα μου. For sorrow for my son I am tormented, my father, for my son. Ήταν το τελευταίο παιδάκι που μας έμενε, τέσσερα είχαμε με τον Νικήτουσκα, όμως όλα μας φύγανε, ακριβέ μου, όλα μας φύγανε. He was the last child we had left, we had four with Nikitoska, but all gone, my dear, all gone. Τα τρία πρώτα τα κήδεψα και δε λυπήθηκα και τόσο, μα τούτο το τελευταίο το 'θαψα και δεν μπορώ να το ξεχάσω. The first three I buried and did not regret so much, but this last one I buried and cannot forget. Λες και στέκεται δω μπροστά μου και δε φεύγει. It's like he's standing right here in front of me and he's not leaving. Μου σπάραξε την καρδιά. It broke my heart. Μόλις δω τα ρουχαλάκια του, το πουκαμισάκι του ή τα παπουτσάκια του, αρχίζω το μοιρολόι. As soon as I see his little clothes, his shirt or his little shoes, I start the dirge. Τ' αραδιάζω μπροστά μου όσα άφησε, το κάθε τι δικό του, τα κοιτάω και μοιρολογάω. I lay out before me all that he left, every single thing of his, I look at it and mourn.

Λέω τότε στον Νικήτουσκα, στον άντρα μου δηλαδή: άσε με, αφέντη μου, να πάω για προσκύνημα. Then I say to Nikitoska, that is, my husband: let me, my master, go on pilgrimage. Είναι αμαξάς ελόγου του, δεν είμαστε φτωχοί, πάτερ μου, δεν είμαστε φτωχοί, έχουμε δικά μας αλόγατα κι αμάξι. It's his coachman, we're not poor, my father, we're not poor, we have our own horses and carriage. Μα τι το θέλουμε τώρα πια το βιος; Ο Νικήτουσκα άρχισε να πίνει, αυτό γινόταν και πρώτα δηλαδής, μόλις τον άφηνα για λίγο απ' τα μάτια μου, κείνος δε βάσταγε και τα 'πινε. But what do we need the bios for now? Nikitushka started drinking, that's what he was doing at first, as soon as I left him out of my sight for a while, he didn't stop drinking and got drunk. Μα τώρα ούτε και για δαύτονε δε με νοιάζει. But now I don't care about them either. Είναι τρεις μήνες πια που 'φυγα απ' το σπίτι. It's been three months since I left home. Τα ξέχασα, όλα τα ξέχασα κι ούτε θέλω να τα θυμάμαι. I forgot them, I forgot them all and I don't want to remember them. Μα και γιατί να ζήσω πια τώρα μαζί του; Χώρισα πια απ' αυτόν, χώρισα, κανένανε δικό μου δεν έχω πια. But why should I live with him now? I'm separated from him, I'm separated, I have no one of my own anymore. Καμιάν όρεξη δεν έχω να κοιτάω τώρα το σπίτι μου και το βιος μου, μακάρι τίποτα να μη βλέπω καλύτερα! I have no desire to look at my house and my life now, I wish nothing could look better!

— Άκου, μητέρα, είπε ο στάρετς. - Listen, mother, said the starlet. Μια φορά, στα πολύ παλιά χρόνια, ένας μεγάλος άγιος είδε στο ναό μια μητέρα που 'κλαιγε σαν και σένα γιατί κι αυτή είχε χάσει το μωρό της, το μοναδικό της παιδί, που το πήρε και κείνο κοντά του ο Κύριος. Once, in the very old days, a great saint saw in the temple a mother who was crying like you because she too had lost her baby, her only child, whom the Lord took to Himself. «Μήπως δεν το ξέρεις, της είπε ο άγιος, πως αυτά τα μωρά έχουν πιότερο θάρρος απ' όλους μπροστά στο θρόνο του Θεού; Δεν υπάρχει κανένας σ' όλη τη βασιλεία των ουρανών που να 'χει τη δίκιά τους τόλμη: Εσύ, Κύριε, μας χάρισες τη ζωή, λένε στο Θεό, και, μόλις προφτάσαμε να τη δούμε. "Don't you know," said the saint, "that these babies have more courage than all of them before the throne of God? There is none in all the kingdom of heaven that has their right boldness: Thou, Lord, hast given us life, they say to God, and, just in time to see it. Εσύ μας την πήρες πίσω. You took her back. Και με τόσο θάρρος παρακαλούν και Του ζητάνε τη χάρη που ο Κύριος τους κάνει αμέσως αγγελούδια. And with such courage they beg and ask Him for grace that the Lord makes them angels immediately. Γι' αυτό και συ, είπε ο άγιος, πρέπει να χαίρεσαι, γυναίκα, και να μην κλαις γιατί τούτη τη στιγμή το μωρό σου βρίσκεται κοντά στον Κύριο, στη χορεία των αγγέλων». Therefore, said the saint, you too, woman, should rejoice and not weep, because at this moment your baby is close to the Lord, in the company of angels." Να τι είπε ο άγιος στη γυναίκα που 'κλαιγε τα παλιά κείνα χρόνια. This is what the saint said to the woman who was crying in those old days. Και ήταν μεγάλος άγιος αυτός και δεν μπορούσε να πει ψέματα. And he was a great saint and he could not lie. Μάθε λοιπόν και συ, μητέρα, πως και το δικό σου το μωρό θα βρίσκεται ίσως τούτη τη στιγμή μπροστά στο θρόνο του Κυρίου και θα χαίρεται και θα παίζει και θα προσεύχεται για σένα στο Θεό, Γι' αυτό και συ κλάψε, μα να 'σαι χαρούμενη. Know then, mother, that your own baby will perhaps also be this very moment before the throne of the Lord, and will rejoice and play and pray to God for you, so weep and be glad.

Η γυναίκα τον άκουγε, ακουμπώντας το πηγούνι στην παλάμη της και το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. The woman was listening to him, resting her chin in her palm, her face expressionless. Αναστέναξε βαθιά. He sighed deeply.

— Έτσι ακριβώς με παρηγορούσε κι ο Νικήτουσκα κι έλεγε τα ίδια ακριβώς λόγια όπως και συ: «(Στραβοκέφαλη είσαι, μου 'λεγε, τι κλαις; Ο γιόκας μας ίσως να 'ναι τώρα δίπλα στον Κύριο το Θεό μας και θα τραγουδάει μαζί με τους αγγέλους». - That's exactly how Nikitoska comforted me and said the same words as you: "(You're a crooked head, he said, why are you crying? Our son may now be beside the Lord our God and singing with the angels." Μου τα λέει αυτά και κλαίει, τον βλέπω που κλαίει σαν και μένανε. He tells me this and cries, I see him crying like a man. «Το ξέρω, του λέω, Νικήτουσκα, που αλλού μπορεί να 'ναι; Κοντά στον Κύριο το Θεό μας είναι, μονάχα που εμείς πια δεν τον έχουμε, δεν τον έχουμε πια τώρα, Νικήτουσκα, δεν κάθεται πια εδώ στο πλάι μας σαν και πρώτα!» Κι ας ήταν τουλάχιστο να τον έβλεπα μια φορά, μονάχα μια φορά, να τον κοίταζα τουλάχιστον κι ούτε θα τον ζύγωνα καθόλου, λέξη δε θα 'λεγα, στη γωνιά θα χωνόμουνα, μονάχα μια στιγμούλα να τον έβλεπα, να τον άκουγα καθώς έπαιζε τότε στην αυλή κι ερχόταν καμιά φορά και με φώναζε με τη φωνούλα του: «Μάνα, πού είσαι;» Ας τον άκουγα καθώς θα πέρναγε απ' το δωμάτιο χτυπώντας τα ποδαράκια του, μονάχα μια φορά ας ήταν καθώς χτύπαγε με τα ποδαράκια του, τουκ-τουκ, γρήγορα-γρήγορα, θυμάμαι, τρέχοντας προς τα μένανε, φωνάζοντας και γελώντας, ας άκουγα μονάχα τα ποδαράκια του, ας τ' άκουγα και θα τα γνώριζα αμέσως! "I know," I said, Nikitoska, "where else could it be? He is near the Lord our God, only that we no longer have him, we no longer have him now, Nikitoska, he no longer sits here by our side as before!" And if only I could see him once, just once, at least look at him and not even squash him at all, not say a word, I would cower in the corner, just see him for a moment, listen to him as he played in the yard and sometimes come and call me with his little voice: "Mother, where are you?" If only I could hear him as he passed through the room, tapping his little feet, just once, if only it was as he tapped his little feet, tock-tock, quick-quick, I remember, running towards me, shouting and laughing, if only I could hear his little feet, if only I could hear them and know them at once! Μα δεν υπάρχει πια, παπούλη, δεν υπάρχει και ποτέ δε θα τον ξανακούσω! But he doesn't exist anymore, old man, he doesn't exist and I'll never hear him again! Να η ζωνίτσα του, μα κείνο δεν υπάρχει πια και ποτέ δε θα το ξανακούσω κι ούτε θα το ξαναδώ!,.. There's his belt, but it's gone and I'll never hear it again and I'll never see it again!,...

Έβγαλε απ' τον κόρφο της μια μικρή κεντητή ζώνη του αγοριού της και μόλις της κοίταξε άρχισε να τρέμει απ' τ' αναφιλητά. She pulled a small embroidered belt of her boyfriend's from her bosom and as soon as she looked at it she started to shake with sobs. Έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. She hid her face in her palms. Μέσ' απ' τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να τρέχουν δάκρυα. Tears suddenly began to flow through the fingers.

— Αυτό, είπε ο στάρετς, ξανάγινε στους πολύ παλιούς καιρούς και είναι η «Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν». - This, said the starets, was done again in the days of old, and it is "Rachel wept for her children, and would not be entreated, that she might not be." Κι αφού δε βρίσκεις παρηγοριά, ούτε και να προσπαθείς να παρηγορηθείς, μην παρηγοριέσαι κι άσε να τρέχουν τα δάκρυά σου, μονάχα την κάθε φορά που θα κλαις να θυμάσαι καλά πως ο γιόκας σου είναι ένας απ' τους αγγέλους του Θεού, σε κοιτάει από κει πάνω και χαίρεται που σε βλέπει δακρυσμένη και δείχνει τα δάκριά σου στον Κύριο το Θεό μας. And since you cannot find comfort, nor try to console yourself, do not console yourself and let your tears flow, only every time you cry remember well that your son is one of the angels of God, looking down on you from above and rejoicing to see you in tears and showing your tears to the Lord our God. Και πολύν καιρό ακόμα θα συνεχίσεις τούτο το μητρικό κλάμα, μα στο τέλος θα κατασταλάξει σε μιαν ήρεμη χαρά και τα πικρά σου δάκρυα θα γίνουν δάκρυα κατάνυξης κι εξιλασμού. And for a long time yet you will continue this motherly weeping, but in the end it will settle into a calm joy and your bitter tears will become tears of redemption and atonement. Όσο για το μωρό σου θα προσευχηθώ για την ανάπαυση της ψυχής του. As for your baby, I will pray for the repose of his soul. Πώς το λέγανε; — Αλεξέι, παπούλη. What was his name? Alexei, old man.

— Όμορφο όνομα. - Beautiful name. Για να τιμήσετε τον Αλεξέι, τον Άνθρωπο του Θεού, του το δώσατε; To honor Alexei, the Man of God, did you give it to him?

— Αυτόν, πατερούλη, αυτόν. - That one, Daddy, that one. Τον Αλεξέι, τον Άνθρωπο του Θεού. Alexei, the Man of God.

— Μεγάλος άγιος! - Great Saint! Θα προσευχηθώ, μητέρα, και τη λύπη σου θα θυμηθώ στην προσευχή μου και για την υγεία του άντρα σου θα δεηθώ. I will pray, mother, and I will remember your sorrow in my prayer, and I will pray for your husband's health. Μονάχα που αμαρτάνεις παρατώντας τον. You only sin by leaving him.

Ξαναγύρισε στον άντρα σου και πρόσεχέ τον. Go back to your husband and take care of him. Γιατί θα δει από κει πάνω τ' αγόρι σου πως παράτησες τον πατέρα του και θα κλάψει για σας: γιατί λοιπόν του χαλάς τη μακαριότητά του; Αφού το ξέρεις πως ζει τ' αγόρι σου, ζει γιατί η ψυχή μένει ζωντανή στον αιώνα τον άπαντα. For your boy will see from up there that you have left his father, and will weep for you: why then do you spoil his blessedness? Since you know that your boy lives, he lives because the soul lives forever and ever. Κι ας μην είναι στο σπίτι, είναι πάντα κοντά σας, μονάχα που δεν το βλέπετε. And even if it is not at home, it is always near you, only you don't see it. Πώς λοιπόν θα 'ρθει στο σπίτι, όταν λες πως μίσησες το σπίτι σου; Σε ποιον θα 'ρθει, όταν δε σας βρει μαζί εσάς, τον πατέρα με τη μητέρα του; Τώρα τον βλέπεις στα όνειρά σου και βασανίζεσαι, μα τότε θα σου στέλνει ύπνον ανάλαφρο. So how can he come home when you say you hated your house? Who will he come to when he doesn't find you, his father and mother, together? Now thou seest him in thy dreams and art tormented, but then he will send thee light sleep. Γύρνα στον άντρα σου, μητέρα, σήμερα κιόλας πάρε το δρόμο. Go back to your husband, mother, today already take the road.

— Θα πάω, ακριβέ μου, θα πάω και θα κάνω καθώς τα είπες. - I will go, my dear, I will go and do as you said. Στην καρδιά μου μέσα διάβασες. In my heart you read in my heart. Νικήτουσκα, καλέ μου Νικήτουσκα, με περιμένεις, καλούλη μου, με περιμένεις! Nikitoska, my dear Nikitoska, you're waiting for me, my dear, you're waiting for me! άρχισε να θρηνολογάει η γυναικούλα, μα ο στάρετς γύρισε πια σε μια γρια που απ' το ντύσιμό της φαινόταν πως ζούσε σε πολιτεία. the little woman began to lament, but the starlet turned to an old woman whose dress made it seem as if she lived in a state. Απ' τα μάτια της καταλάβαινε κανείς πως κάτι την απασχολούσε κι είχε έρθει να ρωτήσει. From her eyes one could tell that something was bothering her and she had come to ask. Είπε πως είναι χήρα υπαζιωματικού και ήρθε από κοντά, απ' την πολιτεία μας. She said she's the widow of a lieutenant and she came from nearby, from our state. Ο γιόκας της, ο Βάσανκα, δούλευε σε μιαν Επιτροπή και τον μεταθέσανε στη Σιβηρία, στο Ιρκούτσκ. Her son, Vasanka, was working in a commission and was transferred to Siberia, to Irkutsk. Δυό φορές της έγραψε από κει πέρα μα τώρα είχε ολάκερο χρόνο να της γράψει. Twice he wrote to her from there but now he had all the time in the world to write to her. Ζήτησε πληροφορίες γι' αυτόν μα, για να πει την αλήθεια, ούτε ήξερε καλά-καλά πού μπορούσε να πληροφορηθεί. He asked for information about him but, to tell the truth, he didn't really know where he could get it either.

— Το λοιπόν, μου λέει τις προάλλες η Στεπανίντα Ιλίνισνα Μπεντριάγινα, είναι έμπορος ο άντρας της, πλούσιοι άνθρωποι: Τράβα, λέει, Προχόροβνα, και γράψε, λέει, το γιόκα σου στο μνημόσυνο, πήγαινέ τον στην εκκλησία και μνημόνεψέ τον για ν' αναπαυτεί η ψυχή του. - So, Stepaninda Ilinishna Bedriyana tells me the other day, her husband is a trader, rich people: Go, she says, Prohorovna, and enroll, she says, your son in the memorial, take him to the church and commemorate him, that his soul may rest in peace. Τότε, λέει, η ψυχή του θα μελαγχολήσει και θα σου γράψει γράμμα. Then, he says, his soul will be depressed and he will write you a letter. Κι αυτό, λέει η Στεπανίντα Ιλίνισνα, είναι όσο παίρνει σίγουρο, πολλές φορές δοκιμασμένο. And that, says Stepanida Illinishna, is as sure as it gets, tried and tested many times over. Μονάχα που αμφιβάλλω... Πες μου, εσύ, φως μου, αλήθεια είναι για όχι; Και θα 'ναι τάχα καλό να το κάνω; Only I doubt... Tell me, thou, my light, is it true for no? And would it be well to do so?

— Δεν πρέπει ούτε και να το σκέφτεσαι. - You shouldn't even think about it. Είναι ντροπή και να το ρωτάς. It's a shame even to ask. Μα και πώς είναι δυνατό να δέεται κανείς για την ανάπαυση μιας ζωντανής ψυχής και μάλιστα η ίδια η μητέρα! But how is it possible to be bound for the repose of a living soul and even the mother herself! Αυτό είναι μεγάλη αμαρτία, μοιάζει με μαγγανεία και συγχωριέσαι μόνο και μόνο γιατί δεν το 'ξερες. That's a great sin, it's like manganese, and you're only forgiven because you didn't know it. Προσευχήσου καλύτερα στην Παναγιά τη Δέσποινα, τη φιλεύσπλαχνη βοηθό μας, να δίνει υγεία στο γιό σου και να σε συχωρέσει και σένα για τη λαθεμένη σκέψη σου. You had better pray to Our Lady Despina, our merciful helper, to give health to your son and to forgive you for your wrong thinking. Και θα σου πω και τούτο ακόμα, Προχόροβνα: Ή, θα 'ρθει σε λίγο ο ίδιος ο γιόκας σου κοντά σου ή, θα σου στείλει γράμμα. And I'll tell you this more, Prohorovna: Either your own son will come to you in a little while, or he will send you a letter. Αυτό πια είναι σίγουρο. This is now a certainty. Πήγαινε και μη στεναχωριέσαι. Go and don't worry. Ζει ο γιόκας σου, άκου με που στο λέω. Your son lives, listen to me when I tell you. — Καλέ μας, ο Θεός να σ' ανταμείψει, ευεργέτη μας, που προσεύχεσαι για όλους μας, για την άφεση των αμαρτιών μας... - Dear one, God reward you, our benefactor, for praying for all of us, for the forgiveness of our sins...

Μα ο στάρετς παρατήρησε κιόλας μες στο πλήθος δυό φλογερά μάτια μιας χωριάτισσας που τον κοίταζαν επίμονα. But the starlet already noticed in the crowd two fiery eyes of a peasant woman staring at him. Αν και ήταν νέα ακόμα, φαινόταν πολύ εξαντλημένη, τόσο που θα μπορούσες να πεις πως είναι φθισικιά. Even though she was still young, she looked very exhausted, so much so that you could say she was an addict. Κοίταζε σιωπηλή, στο βλέμμα της διακρινόταν κάποια ικεσία, όμως φοβότανε να πλησιάσει. She looked on in silence, a certain pleading in her eyes, but she was afraid to approach.

— Εσύ γιατί ήρθες καλή μου; - Why are you here, dear?

— Ξαλάφρωσε την ψυχή μου, ακριβέ μου, πρόφερε αυτή ήσυχα και χωρίς να βιάζεται. - "Relieve my soul, my dear," she said quietly and without hurry. Έπεσε στα γόνατα και τον προσκύνησε. She fell on her knees and worshipped him. Αμάρτησα, πατερούλη μου, και φοβάμαι το κρίμα μου. I have sinned, my father, and I fear my sin.

Ο στάρετς κάθισε στο κάτω σκαλοπάτι, η γυναίκα τον πλησίασε χωρίς να σηκωθεί απ' τα γόνατα. The starlet sat down on the bottom step, the woman approached him without getting up from her knees.

— Είναι τρίτος χρόνος τώρα που 'μεινα χήρα, άρχισε να λέει με χαμηλωμένη φωνή τρέμοντας σύγκορμη. - It is the third year now that I have been a widow, she began to say in a lowered voice, trembling. Υπόφερα πολύ όντας παντρεμένη, κείνος ήτανε γέρος, με χτυπούσε σκληρά. I suffered a lot being married, he was an old man, he beat me hard. Κοιτόταν άρρωστος. He looked sick. Τον κοιτάω και σκέφτομαι: Κι αν γίνει καλά και ξανασηκωθεί, τι θα γίνει τότε; Και τότε μου πέρασε κείνη η σκέψη... I look at him and think: What if he gets well and gets back up, what happens then? And then that thought came to me...

— Σταμάτα, είπε ο στάρετς και πλησίασε τ' αυτί του στα χείλη της. - "Stop," said the starlet, and brought his ear close to her lips.

Η γυναίκα συνέχισε σιγοψιθυρίζοντας έτσι που σχεδόν τίποτα δεν μπορούσε ν' ακούσει κανείς. The woman continued to whisper in such a way that almost nothing could be heard. Τέλειωσε γρήγορα. It's over quickly.

— Τρίτος χρόνος είναι; ρώτησε ο στάρετς. - Is it the third year? asked the starlet.

— Τρίτος χρόνος. - Third year. Στην αρχή ούτε που το σκεφτόμουνα μα τώρα αρρώστησα, σφίγγεται η καρδιά μου... At first I didn't even think about it, but now I'm sick, my heart is tightening...

— Από μακριά είσαι; - Are you from far away?

— Πεντακόσια βέρστια από δω. - Five hundred versts this way. — Στην εξομολόγηση το 'πες; — Το 'πα. - Did you tell confession? I did. Δυό φορές το 'πα. I told you twice.

— Και σ' αφήσανε να μεταλάβεις; - And they let you transfer?

— Μ' αφήσανε. - They left me. Φοβάμαι. I'm scared. Φοβάμαι το θάνατο. I'm afraid of death.

— Τίποτα μη φοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. - Fear nothing, never be afraid, never be afraid and never grieve. Μια και μετανοείς όλα θα στα συγχωρέσει ο Θεός. Once you repent, God will forgive you everything. Μα κι ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να γίνει στον κόσμο τέτοιο κρίμα που να μην το συγχωρέσει ο Κύριος σε κείνον που μετανοεί αληθινά. But neither is there nor can there be in the world such a judgment that the Lord will not forgive the one who truly repents. Μα κι ούτε το μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που θα μπορούσε να εξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού. But neither can man commit a sin so great that it could exhaust God's infinite love. Ή, μήπως μπορεί να υπάρξει τάχα ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που να ξεπεράσει την αγάπη του Θεού; Φρόντιζε μονάχα για τη μετάνοια, για την αδιάκοπη μετάνοια, κι όσο για το φόβο, διώξ' τον εντελώς απ' την καρδιά σου. Or, can there be a sin so great as to overcome the love of God? Take care only of repentance, of unceasing repentance, and as for fear, cast it out of your heart altogether. Πίστευε πως ο Θεός σ' αγαπά τόσο που εσύ ούτε να το φανταστείς δεν μπορείς. Believe that God loves you so much that you can't even imagine it. Σ ' αγαπάει παρ' όλο που αμάρτησες. He loves you even though you have sinned. Σ' αγαπάει μέσα στην αμαρτία σου. He loves you in your sin. Για έναν μετανοούντα στον ουρανό χαίρονται περισσότερο παρά για χίλιους αναμάρτητους, είπεν ο Χριστός. For one penitent in heaven they rejoice more than a thousand sinners, said Christ. Πήγαινε λοιπόν και μη φοβάσαι. So go and don't be afraid. Μην πικραίνεσαι με τους ανθρώπους, μη θυμώνεις με τις προσβολές. Don't get bitter with people, don't get angry with insults. Συγχώρεσε από καρδιάς το μακαρίτη για όλα όσα σου 'κανε, ξέχασε ειλικρινά τα φαρμάκια που σε πότισε. Forgive the deceased from your heart for all he did to you, honestly forget the poisons he gave you. Αφού μετανοείς θα πει πως αγαπάς. After you repent, it will say that you love. Κι όταν θ' αγαπάς θα 'σαι κι όλας τέκνο του Θεού... Η αγάπη εξαγνίζει τα πάντα, σώζει τα πάντα. And when you love, you will be a child of God... Love purifies everything, saves everything. Αφού εγώ που είμαι όπως και συ ένας αμαρτωλός άνθρωπος συγκινήθηκα και σε συμπόνεσα, πόσο περισσότερο ο Θεός. Since I, like you, am a sinful man, I was moved and sympathized with you, how much more so God. Η αγάπη είναι κάτι ανεχτίμητο και μ' αυτήν μπορείς όλο τον κόσμο ν' αποχτήσεις κι όχι μονάχα τις δικές σου μα και τις ξένες αμαρτίες να ξαγοράσεις. Love is something priceless and with it you can gain the whole world and not only your own sins but also buy back other people's sins. Πήγαινε και μη φοβάσαι. Go and don't be afraid.

Έκανε πάνω της τρεις φορές το σημείο του σταυρού. He made on it three times the sign of the cross. Ξεκρέμασε απ' το λαιμό του ένα μικρό εικονισματάκι και της το φόρεσε. He took a small icon from his neck and put it on her. Αυτή τον προσκύνησε σιωπηλά, με μια βαθιά, ως τη γη μετάνοια. She bowed to him in silence, with a deep, earthbound repentance. Κείνος ανασηκώθηκε και κοίταξε εύθυμα μια γεροδεμένη γυναίκα που κράταγε ένα μωρό στην αγκαλιά της. Kinos sat up and looked merrily at a stout woman holding a baby in her arms.

— Απανωμερίτισσα είμαι, καλέ μου. - I'm an Americanized woman, dear.

— Δεν είναι και πολύ κοντά. - It's not very close. Έξη βέρστια από δω. Six versts this way. Θα κουράστηκες κρατώντας και το παιδάκι σου. You'd get tired holding your kid. Γιατί μας ήρθες; Why did you come to us?

— Να σε δω ήθελα. - I wanted to see you. Ήρθα κι άλλη φορά. I came back another time. Το ξέχασες τάχα; Θα με κάνεις να πιστέψω πως δεν έχεις καλό θυμητικό, αν με ξέχασες εμένανε. Have you forgotten? You'll make me think you don't have a good memory if you've forgotten me. Είπαν στα μέρη μας πως είσαι άρρωστος, το λοιπόν σκέφτομαι και γω: Μια και είν' έτσι ας πάω μόνη μου να τον δω. They said back home that you're sick, so I'm thinking the same thing: Since that's the case, I'll go see him myself. Να λοιπόν που σε βλέπω, μα τι άρρωστος είσαι συ; Άλλα είκοσι χρόνια θα ζήσεις, φτου να μη βασκαθείς, αλήθεια στο λέω! So here I see you, but what sickness are you? You'll live another twenty years, don't you worry, I tell you the truth! Μα μήπως τάχα λίγοι είναι κείνοι που προσεύχονται για σένα; Πώς μπορεί ν' αρρωστήσεις; But are there few who pray for you? How can you get sick?

— Σ' ευχαριστώ για όλα, καλή μου. - Thank you for everything, dear.

— Με τούτη την ευκαιρία μια παράκληση θα σου κάνω, μια μικρή παράκληση δηλαδή. - On this occasion I will make a request to you, a small request that is. Να, έχω δω εξήντα καπίκια. Here, I've seen sixty whims. Δόσ' τα, καλέ μου, σε καμιά γυναίκα που 'ναι πιο φτωχή από μένα. Give them, my dear, to a woman poorer than I am. Καθώς κίνησα για να 'ρθω σκέφτηκα: Καλύτερα να τα δώσω σ' αυτόν, κείνος ξέρει ποια τα χρειάζεται. As I moved to get here I thought: I'd better give it to him, he knows who needs it.

— Σ' ευχαριστώ, καλή μου, σ' ευχαριστώ. - Thank you, dear, thank you. Είσαι καλόκαρδη και σ' αγαπάω. You're kind-hearted and I love you. Το δίχως άλλο θα κάνω αυτό που μου ζήτησες. I'll do what you asked me to do anyway.

Κοριτσάκι κρατάς στα χέρια σου; You got a little girl in your hands?

— Κοριτσάκι είναι, φως μου, Λιζαβέτα το λένε. - It's a little girl, my light, her name is Lizaveta.

— Ο Θεός να σας ευλογεί και τις δυο, και σένα και το μικρό σου, τη Λιζαβέτα. - God bless you both, and you and your little one, Lizaveta. Χάρηκε η καρδιά μου που σε είδε, μητέρα. My heart was glad to see you, Mother.

Χαίρετε, καλές μου, χαίρετε, ακριβές μου. Hail, my dears, hail, my dear.

Τις ευλόγησε όλες και τους έκανε μιαν βαθιάν υπόκλιση. He blessed them all and gave them a deep bow.