×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Στην Σπηλιά - Φώτης Κόντογλου

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Στην Σπηλιά - Φώτης Κόντογλου

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ' έπιασε κ' έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ' έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο (=ξερολιθιά).

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα, κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ' οι μαρχαμάδες (= τα κρόσια) κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!

Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ' ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ' επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ' ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.

Θα 'τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα 'τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του και τα σκάγια τον πονέσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά. Ο άλλος που ήτανε μαζί του ήτανε ο γυιός του, ο Δημητρός. «Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ' η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!».

Τους πήγανε στη σπηλιά. «Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.

Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.

«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια-Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ' επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!».

Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ' έτρεμε σαν θερμιασμένο. «Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!».

Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.

Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».

Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ' έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ' είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σιλβέστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κ' ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κ' ήτανε από τη Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.

Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ' επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι (=μαντρί). Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ'-Απόστολο με τον μούτσο.

Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε “εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…”, φτάξατε κ' εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, “σμύρναν, χρυσόν και λίβανον”! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.

Στο μεταξύ ο πάτερ-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ' είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του: «Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ' έκανε τον σταυρό του.

Ο πάτερ-Σιλβέστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ' είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ' ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογγούσανε τα δέντρα κ' η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουίσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' ύστερα ξυπνούσε κ' έψελνε μαζί με τη συνοδεία.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Στην Σπηλιά - Φώτης Κόντογλου Christmas|stories|in the|cave|Foti's|Kontoglou Weihnachtsgeschichten | In der Höhle - Fotis Kontoglou Cuentos de Navidad | En la cueva - Fotis Kontoglou Christmas Stories | In the Cave - Fotis Kontoglou

Χριστούγεννα παραμονές. Christmas|eve Christmas Eve. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Christmas|and|snowstorm|always|go|together Christmas and snowstorms always go together. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. but|that|the|year|the|times|were|stormy|contrary to|nature But that year, the times were stormy against nature. Χιόνι δεν έρριχνε. snow|not|it was falling It wasn't snowing. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές. only|that|the|atmosphere|it was|angry|and|they were blowing|strong|north winds|with|snow rain|and|with|lightning Only the atmosphere was angry, and strong north winds were blowing with sleet and lightning. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. about|week|the|weather|it got better|and|it was blowing|a|warm wind|that|it was sailing For about a week, the weather improved, and a strong wind was blowing. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. but|the|eve|it|it turned gloomy But on the eve, it turned gloomy. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ' έπιασε κ' έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο. the|eve|from|the|morning|the|sky|was|black|like|lead|and|it started|and|it was pouring|needle-like|snow-rain The day before, in the morning, the sky was black as lead, and it started to pour down needle-like snow.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. in|a|location|that|it|they called|Skrofa|it was located|a|sheepfold|with|goat-sheep|on|on|a|slope|of the|mountain|that|it overlooked|towards|the|sea In a location called Skrofa, there was a pen with goats and sheep, on a slope of the mountain that looked out towards the sea. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ' έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. the|place|this|was|wild|and|deserted|full of|wild prickly pears|mastic trees|and|strawberry trees|that|they were|bright red|from|the|fruits This place was wild and desolate, full of wild brambles, mastic trees, and strawberry trees, which were bright red from the fruits. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο (=ξερολιθιά). the|sheepfold|was|surrounded|with|dry stone wall|dry stone wall) The pen was surrounded by dry stone walls.

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. the|shepherds|they were sitting|inside|in|a|cave|that|was located|further inside|and|more|high|from|the|fence|and|that|was looking|towards|the|south The shepherds were sitting inside a cave that was located further in and higher than the fence and looked towards the south. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. big|cave|with|three|four|partitions|and|tall|as|three|bundles A large cave, with three to four partitions, and as high as three bundles. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. the|animals|they were staying|down|under|the|low|roofs|that|you had to bend|to|to|you enter|inside The animals were huddled under the low roofs, which you had to bend down to enter. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. piles|of|manure|they were standing|here|and|there|and|they were giving off|a|lively|smell Piles of manure stood here and there, giving off a sharp smell. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές. down|the|ground|it was|swept|and|clean|because|the|shepherds|they were|passionate|and|they put|the|children|and|they swept|regularly|with|some|brooms|made|from|twigs Down below, the ground was swept and clean, because the shepherds were meticulous, and they had the children regularly sweeping with brooms made from twigs.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. head shepherd|he was|the|Giannis|the|Barbakos|a|man|half-wild|born|among|the|goats|and|the|sheep The chief shepherd was Giannis Barbakas, a half-wild man, born among the goats and sheep. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα, κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. he was|black|hairy|with|beard|black|raven|curly|and|tight|like|the|ram He was dark, hairy, with black beard, raven-like, curly and tight like a ram's. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. he wore|trousers|short|to|the|knee|belt|at the|waist|his|wide belt|wide|heavy|boots|on the|feet|his He wore short trousers up to the knee, a belt around his waist, a wide sash, and heavy boots on his feet. Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ' οι μαρχαμάδες (= τα κρόσια) κρεμόντανε στο πρόσωπό του. the|head|his|it|he had|wrapped|with|a|big|scarf|like|sarik|and|the|fringes|the|||on|face|his He had his head wrapped in a large scarf like a turban, and the fringes hung down over his face. Αρχαίος άνθρωπος! ancient|man An ancient man!

Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. he had|two|grandsons|the|Alexi|and|the|Dysseas|two|young men|about|twenty|years old He had two grandsons, Alexis and Odysseus, two young men about twenty years old. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να 'ναι καθαρό. he had|and|three|children|that|them|they were helping|in the|milking|and|they were watching|the|barn|to|be|clean He also had three children who helped with the milking and made sure the pen was clean. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. these|the|six|souls|they lived|in|that|the|place|secretly|from|the|God These six souls lived in that place, hidden from God. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο. quietly|they saw|man They rarely saw a person.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. the|cave|it was|smoky|and|the|rock|it had|blackened|up|above|from|the|smoke|that|was coming out|from|the|mouth|of the|cave The cave was smoky and the rock had blackened from the smoke that came out of the mouth of the cave. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. there|inside|they had|their|huts|their|like|pens|spread|with|hides Inside, they had their little huts, like small shelters, covered with sheepskins. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ' ήτανε λημέρι των ληστών. on the|walls|of the|cave|they had|stuck|stakes|inside|in the|cracks|of the|rock|and|they were hanging|bags|cheese bags|fishing nets|rifles|and|knives|you say|and|it was|hideout|of the|thieves On the walls of the cave, they had driven stakes into the crevices of the rock, and hung there were guns, cheese baskets, fishing nets, rifles, and knives, as if it were a hideout for thieves. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι. from the|outside|they were guarding|the|dogs|all|wild|like|wolves Outside, the dogs were guarding, all wild like wolves.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. the|shoreline|it was located|up to|a|cigarette|distance|from|the|fence The seashore was just a cigarette's distance from the fence. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. it was|deserted|and|else|not|it was heard|there|over there|but|only|the|groaning|of the|sea|day|night It was deserted, and the only sound heard there was the groaning of the sea, day and night. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. with|the|north wind|he was anchoring|and|any|time|he was watering|any|boat With the north wind, it sheltered, and sometimes a boat would dock. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. otherwise|not|you would see|boat|anywhere Otherwise, you wouldn't see a boat anywhere. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης. from|the|sheepfold|he was gazing|anyone|the|sea|between|the|trees|and|the|eye|it was distinguishing|clearly|the|mountains|of|Lesbos From the pen, one could gaze at the sea between the trees, and the eye could clearly distinguish the mountains of Mytilene.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. the|eve|the|Christmas|we said|that|the|weather|it got worse|and|it started|to|it falls|snow rain On the eve of Christmas, we said that the weather had turned bad, and it started to drizzle snow. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. the|shepherds|they had|gathered|in the|cave|and|they lit|a|big|fire|and|they were chatting The shepherds had gathered in the cave and lit a big fire and were chatting. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. the|children|they had|they had slaughtered|two|lambs|and|them|they were skinning The children had slaughtered two lambs and were skinning them. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. the|Alexis|he put|on|to a|a|shelf|mizithra cheese|and|cheese|unsalted|inside|in the|cheese containers|and yogurt|| Alexis placed on a shelf some cheese and unsalted cheese in the cheese baskets, as well as yogurt. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ' επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ' ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. the|Odysseus|he had|a|old|summary|and|because|he knew|a little|about|chanting|and|he knew|and|five|letters|he was reading|the|Sundays|and|whenever|it was|feast|some|troparion|and|few|from|the|Hexapsalmos Odysseus had an old summary, and since he knew a little about chanting and could read a few letters, he read the Sundays and whenever there was a feast, he would read a hymn and a few from the Psalter. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει. that|the|hour|she was leafing through|the|Summary|in order|to|she sees|what|letters|they were|to|she says At that moment, she was leafing through the Summary to see what letters she was supposed to say.

Θα 'τανε ώρα σπερινού. will|it would be|time|dinner It must have been evening. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. that|the|hour|they heard|something|gunshots At that moment, they heard some gunshots. Καταλάβανε πως θα 'τανε τίποτα κυνηγοί. they understood|that|will|it would be|nothing|hunters They realized it must have been some hunters. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. the|one|child|that|he had|gone|to|bring|wood|with|the|donkey|he said|that|the|morning|he had|heard|gunshots|towards|the|from|inside|sea|towards|the|| One child, who had gone to fetch wood with the donkey, said that in the morning he had heard gunshots from the inner sea, near Agia Paraskevi. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα. the|dogs|they caught|and|they were barking|all|together|and|they jumped out|outside|from|the|fence The dogs caught on and all barked together and jumped out of the fence.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. in|a little|they revealed themselves|from|above|from|the|cave|two|men|with|rifles|and|they were calling|the|shepherds|to|gather|the|dogs|that|they rushed|on|them Soon, two men with rifles appeared from above the cave, and they were calling the shepherds to gather the dogs that had rushed at them. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. the|Skouris|he left|the|men|and|he grabbed|one|from|the|hounds|that|they had|the|hunters|and|it|he was shaking it|to|it|drown Skouris left the people and grabbed one of the hounds that the hunters had and was shaking it to drown it. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του και τα σκάγια τον πονέσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. the|hunter|he threw|on|him|and|the|pellets|him|they hurt|and|he turned|back|together|with|the|other|guard dogs|that|they were going|backwards|as|they were descending|the|hunters The hunter shot at him and the pellets hurt him, and he turned back, along with the other hunting dogs, who were retreating as the hunters descended. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά. finally|all|he came out|the|Barbakos|with|the|others|and|they caught|the|Skouris|and|him|they tied|they chased away|and|the|other|dogs Anyway, Barbákos came out with the others and they caught Skouris and tied him up, driving away the other dogs.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά. hour|good|hey|kids|he shouted|the|Panagis|the|Kardamitsas|strapped|with|the|cartridges|with|the|bag|full|birds "Good hour, guys!" shouted Panagis Kardamitsas, strapped with cartridges, with a bag full of birds. Ο άλλος που ήτανε μαζί του ήτανε ο γυιός του, ο Δημητρός. the|other|who|he was|with|him|he was|the|son|his||Dimitris The other one who was with him was his son, Dimitris. «Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ' η συντροφιά του. many|the|years|they replied|the|Barbakas|and|the|company|his "Many years!" replied Barbákos and his companions. «Καλώς ορίσατε!». well|you have arrived "Welcome!".

Τους πήγανε στη σπηλιά. them|they took|to the|cave They took them to the cave. «Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! hey|what|is|here|palace "Wow, what is this? A palace!" Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε. palace|with|princesses|he said|the|||showing|the|cheese pies|that|they were steaming "A palace with princesses!" said Uncle Panagis, pointing to the steaming cheese pies.

Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. them|they put|to|they sit|them|they made|coffee They were made to sit down, and they were served coffee. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. the|hunters|they had|cognac The hunters had some brandy. Κεραστήκανε. they treated each other They treated each other.

«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! hey|brother|he was saying|the|||who|to|it|he would say|year|day|that|will|we will make|Christmas|in the|cave|that|he was born|the|Christ "Well, brother," said uncle Panagis, "who would have thought, on this blessed day, that we would celebrate Christmas in the cave where Christ was born!" Εχτές περάσαμε στην Άγια-Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. yesterday|we passed|to the|||to|we hunt|a bit Yesterday we passed through Agia Paraskevi to do some hunting. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. well|own|our|he is|the|abbot|we slept|in the|monastery|and|today|at the|dawn|we went out|to the|hunting Well, the abbot is one of ours, we slept at the monastery, and today at dawn we went out hunting. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. seeing|that|it stormed|the|weather|we said|that|not|will|we will be able|to|we will pass|the|strait|with|the|rotten boat|of the|||of the|Vasile Seeing that the weather had turned stormy, we said that we wouldn't be able to cross the strait with uncle Manolis the King's rotten boat. Κ' επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! and|because|we knew|from|another|time|the|pen|and|with|the|hunting|we fell|into|these|the|borders|we said|to|we come|to your|mansion|your|hey|what|dog|you have|this|is|beast|wolf|and|tiger And because we knew from before the pen, and with the hunting we fell into these borders, we decided to come to your mansion... Wow, what a dog you have! This is a beast, a lion and a tiger! Μπρε, μπρε, μπρε! hey|hey|hey Wow, wow, wow! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! the|dog|it|it cut up The shepherd cut it to pieces! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!». for|look|what|mess|it|it made Look at the mess it made!

Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ' έτρεμε σαν θερμιασμένο. and|he turned|to|a|corner|of the|cave|that|it was whining|the|dog|and|it was trembling|like|overheated And he turned to a corner of the cave, where the dog was whimpering and trembling like a heated thing. «Έλα δω, Φλοξ! come|here|Phlox "Come here, Phlox!" Φλοξ!». Phlox "Phlox!".

Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά. but|the|Phlox|from|the|fright|her|she was hiding|deeper|deep But Phlox, out of fear, was burrowing deeper.

Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του και στο τέλος έπιασε να τραγουδά: When he had a couple of drinks, Uncle Panagis started to twirl his mustache and eventually began to sing:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Good evening, lords, if it is your wish,

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας. To sing of Christ's divine birth in your noble house.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε». Then Odysseus sang "Christ is born, glorify Him."

Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. that|the|hour|they heard|again|the|dogs|to|they bark At that moment, they heard the dogs barking again. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. they sent|the|children|to|they see|what|it is They sent the children to see what it was. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έρριχνε παγωμένο νερό. the|wind|it had|it had become stormy|and|it was pouring|cold|water The wind had turned stormy and was pouring icy water. Κρύο τάντανο! cold|tornado Cold as hell!

Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. in|a little|they stopped|the|dogs|and|they turned|back|the|children Soon the dogs stopped and the children turned back. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. from|behind|them|they entered|in the|cave|three|men|who|they seemed|that|they were|sailors|and|two|monks|wet|all|and|shivering|from the|the|cold Behind them, three men who looked like sailors entered the cave, along with two monks, all wet and shivering from the cold. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε. them|they welcomed|them|they put|and|they sat They welcomed them and made them sit down.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ' έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. as soon as|he went|near|to the|fire|the|first|the|captain|him|he recognized|the|Barbakos|and|he let out|a|joyful|voice As soon as the first one, the captain, approached the fire, Barbakos recognized him and let out a joyful voice. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. he was|the|||the|Biliktsis|who|he was traveling|to the|City It was Captain Konstantis the Biliktsis, who was traveling to the City. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ' είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. he had|he had passed|and|another|time|from|the|Skrofa|and|they had|they had tied|friendship|with|the|Barbako|who|not|he knew|what|hospitality|to|to them|he should do He had passed through Skrofa before, and had formed a friendship with Barbako, who didn't know how to treat them. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του. the|other|two|they were|cheesemakers|and|they|people|of the|boat|his The other two were also fishermen, men of his boat.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. the|one|of|the|monks|a|stout|with|black|beard|handsome man|he was|the|||Koukoutos|monk priest One of the monks, a stocky man with a black beard, a handsome man, was Father Silvestros Koukoutos, a monk-priest. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. the|other|he was|thin|with|few|reddish|hairs|on the|chin|like|the|Saint|John|the|Kalyvite The other one was thin, with a few sparse hairs on his chin, like Saint John the Hermit. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή. him|they called|Arsenios|Sgouris His name was Arsenios Sgouris.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σιλβέστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κ' ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. the|||he was coming|from|the|City|and|he took|on the|boat|the|||who|he had|he had gone|to the|City|from|the|Holy|Mountain|for|alms|and|he wanted|to|to make|Christmas|in the|homeland|his Captain Konstantis was coming from the City and took Father Silvestros on the boat, who had gone to the City from Mount Athos for alms, and wanted to spend Christmas in his homeland. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κ' ήτανε από τη Θεσσαλία. the|||he had|traveled|together|with him|from|the|Monastery|of the|Pantokrator|on the|Mountain|and|he was|from|the|Thessaly Father Arsenios had traveled with him from the Monastery of Pantokrator on the Mountain, and he was from Thessaly.

Ταξιδέψανε καλά. they traveled|well They traveled well. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι. but|when|they rounded|the|||the|wind|it stormed|and|all|the|day|they were sailing|with|furled|sails|and|with|the|stand|until|that|they reached|towards|the|evening|outside|out|from|the|Italian port But as they rounded Cape Baba, the wind turned stormy, and all day they sailed with tattered sails and with the anchor, until they reached in the evening outside of Taliani. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα. the|weather|it turned bad|and|the|captain|not|he could|to|enter|the|strait|to|they would celebrate|Christmas|in the|homeland The weather worsened and the captain could not enter the strait, to celebrate Christmas in the homeland.

Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. he decided|therefore|to|he would anchor|and|he went|and|he anchored|in the|sheltered place|behind|from|a|small|cape|from|under|from|the|pen He decided therefore to anchor, and he went and dropped anchor in the sheltered area, behind a small cape, below the pen. Κ' επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι (=μαντρί). and|because|he remembered|the|friend|his|the|Barbako|he took|the|elders|and|the|two|other|nomads|and|they headed|to|the|sheepfold|pen And because he remembered his friend Barbako, he took the elders and the two other locals and they headed for the sheepfold. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ'-Απόστολο με τον μούτσο. in the|small boat|they had|left|the|||with|the|sailor They had left Barb' Apostolos with the deckhand at the small boat.

Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία. when|they saw|that|in the|cave|he was|and|the|||with|the|||it became|great|joy|and|commotion When they saw that Kyri-Panagis and Kyri-Dimitris were in the cave, there was great joy and commotion.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε “εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…”, φτάξατε κ' εσείς οι μάγοι με τα δώρα! oh|to|you see|he was saying|the|||now|we were singing|the|hymn|and|just as|that|we were saying|in|this|for|those|to the|stars|worshipping|by|star|they were being taught|you arrived|and|you|the|magi|with|the|gifts "You won't believe it," said Kyri-Panagis, "we were just chanting the troparion, and just as we were saying 'for in this, those who worship the stars were taught by a star...', you magi arrived with the gifts!" Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, “σμύρναν, χρυσόν και λίβανον”! because|I see|a|demijohn|wine|I see|lakerda|I see|caviars|I see|rusks|baklavas|myrrh|gold|and|frankincense Because I see a demijohn of wine, I see smoked fish, I see caviar, I see rusks, baklavas, 'myrrh, gold, and frankincense!'. Χα! Ha Ha! Χα! Ha Ha! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς. Ha|he was laughing|loudly|the|||half-drunk|and|slurring|and|he was stroking|the|belly|his|because|he was|good eater Ha!

Στο μεταξύ ο πάτερ-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ' είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του: «Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ' έκανε τον σταυρό του. in|the meantime|the|||the|Sgouris|he came to life|the|poor man|and|he said|softly|smiling|and|rubbing|the|hands|his|glory|to you|the|God|Lord|our|Jesus|Christ|that|to us|you redeemed|from|the|storm||he made|the|cross|his Meanwhile, Father Arsenios the Skouris came to life, poor man, and said softly while smiling and rubbing his hands: "Glory to You, God, Lord Jesus Christ, who has redeemed us from the abyss!" and made the sign of the cross.

Ο πάτερ-Σιλβέστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ' είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ' ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. the|||he said|to|they rise|standing||he said|few|prayers|the|Christ|is born||then|with|the|thunderous|voice|his|he sang|magnify|soul|my|the|more honorable|and|more glorious|of the|heavenly|hosts Father Silvestros said to stand up, and he said a few prayers, the "Christ is born," and then with his booming voice he chanted: "Magnify, my soul, the more honorable and glorious of the heavenly hosts. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. mystery|strange|I see|and|paradoxical I see a strange and paradoxical mystery. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν». heaven|the|cave|throne|cherubic|the|Virgin|the|manger|place|in|which|he was laid|the|uncontainable|Christ|the|God|whom|we hymn|we magnify The cave is heaven, the throne is cherubic, the Virgin is the manger, in which the uncontainable Christ God was laid, whom we hymn and magnify."

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. then|they sat|at the|table Then they sat at the table. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. such|table|blessed|and|joyful|not|it became|in|any|palace Such a blessed and joyful table had never been set in any palace. Τρώγανε και ψέλνανε. they were eating|and|they were singing They were eating and singing. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο. and|of the|bird|the|milk|it had|on top|from|the|fragrant|the|lambs|the|cheeses|the|manouri cheeses|the|mizithra cheeses|the|woodcocks|and|the|other|birds|of the|hunt|up to|the|lakerda|and|the|other|the|city-style dishes|that|they brought|the|seafood vendors|as|and|wine|rustic And there was the milk of the bird on it, from the fragrant lambs, the cheeses, the manouri, the mizithra, the woodcocks, and the other game birds, as well as the lakerda and the other delicacies brought by the fishermen, along with brusk wine.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογγούσανε τα δέντρα κ' η θάλασσα από μακριά. outside|was howling|the|blizzard|and|were groaning|the|trees|and|the|sea|from|afar Outside, the snowstorm was howling and the trees and the sea were groaning from afar. Ανάμεσα στα βουίσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. among|the|roars|could be heard|and|the|bells|from|the|livestock|that|were ringing Amidst the roars, the bells from the livestock could also be heard ringing. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. inside|from|the|cave|was coming out|the|red|reflection|of the|fire|together|with|the|hymns|and|with|the|joyful|voices From the cave, the red glow of the fire emerged along with the hymns and the joyful voices. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' ύστερα ξυπνούσε κ' έψελνε μαζί με τη συνοδεία. and|the|||was stealing|||a little|sleep|was snoring|a bit|and|then|was waking up|and|was singing|together|with|the|accompaniment And Mr. Panagis would occasionally steal a bit of sleep, snoring a little, and then wake up and chant along with the choir.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. truly|from|the|birth|of the|Christ|not|was missing|nothing Truly, since the Birth of Christ, nothing was missing. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν». all|existed|the|cave|the|shepherds|the|magi|with|the|gifts|and|the|same|the|Christ|was|present|with|the|two|disciples|of him|who|were blessing|the|food|and|the|drink Everything was there: the cave, the shepherds, the wise men with their gifts, and Christ himself was present with his two disciples, who blessed "the food and the drink."

ai_request(all=60 err=1.67%) translation(all=118 err=0.00%) cwt(all=1619 err=5.68%) en:B7ebVoGS:250528 openai.2025-02-07 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=5.93 PAR_CWT:B7ebVoGS=12.93