×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΟΛΙΣ (1)

Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΟΛΙΣ (1)

Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΟΛΙΣ

σίμωσαν στο παλάτι, και άκουσαν φωνές θυμωμένες και παραπονιάρικα κλάματα.

- Αυτή μου έσχισε την τραχηλιά μου! ξεφώνιζε η Ζήλιω.

- Θα σου σχίσω και το πρόσωπο! αποκρίνουνταν η Πικρόχολη.

- Τα συνηθισμένα πάλι! είπε με λύπη το Βασιλόπουλο.

Και τα δυο αδέλφια έτρεξαν στο παλάτι, όπου όλο και δυνατότερες ακούουνταν οι στριγλιές.

Μέσα στην κάμαρα το θέαμα ήταν σπαραξικάρδιο. Οι δυο αδελφές, ξετραχηλωμένες και αγριεμένες, βαστιούνταν από τα μαλλιά και χτυπιούνταν με λύσσα. Ο Βασιλιάς, με το κεφάλι ριχμένο πίσω, για να βλέπει από κάτω από την κορώνα του, που του είχε πέσει ως τη μύτη, γύρευε να τις ξεχωρίσει, ενώ η μια παρακόρη, ξανθή και πλαδαρή, με όλη την ταραχή, κοιμούνταν ξαπλωμένη στα λιωμένα μαξιλάρια του σοφά, και η άλλη, στεγνή και μελαχρινή, πάνω στη γενική αταξία, κατέβαζε μια μελόπιτα σερβιρισμένη για το Βασιλιά. Καθισμένη χάμω, η Βασίλισσα καταγίνουνταν να στολίζει το κέντημα της φούστας της με τα γυαλάκια μιας σπασμένης μποτίλιας, χωρίς να προσέχει στο κακό που γίνουνταν γύρω της Και πλάγι στην πόρτα, ο αρχικαγκελάριος με δυο υπασπιστές, που βαστούσε ο καθένας από ένα σκεπασμένο πανέρι, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο καβγάς, για να μιλήσουν του Βασιλιά.

Η Ειρηνούλα ρίχθηκε μεταξύ στις αδελφές της.

- Παύσετε για το Θεό! παρακάλεσε. Είναι ντροπή αυτά που κάνετε. Οι φωνές σας ακούονται ως έξω!

Οι Βασιλοπούλες σταμάτησαν σαστισμένες, και η μια άφησε τα μαλλιά της άλλης.

- Πού βρέθηκες εσύ, μικρούλα; ρώτησαν οι δυο μαζί.

Ο Βασιλιάς σήκωσε την κορώνα από τη μύτη του και χαμογέλασε της Ειρηνούλας.

- Καλώς την! είπε ημερεμένος. Ήσουν περίπατο; Δε σε είδαμε σήμερα.

Η Βασίλισσα, απασχολημένη με τα γυαλάκια της, μήτε γύρισε να δει

- Μαζί μου ήταν, είπε το Βασιλόπουλο. Και θέλω να σου μιλήσω αμέσως, πατέρα.

- Μπα; Και συ εδώ είσαι; Πού γυρνούσες; ρώτησε ο Βασιλιάς.

- Σε πολλά μέρη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Κι έμαθα κάμποσα πράγματα που πρέπει να τα ξέρεις.

- Αν είναι διασκεδαστικά, πες τα αμέσως, ειδεμή άστα για αργότερα. Βαριούμαι σκοτούρες.

Και κάθησε στην πολυθρόνα και σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του ποκαμίσου του, που έβγαινε από το ξέσχισμα του ρούχου του.

- Όχι, πατέρα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Διασκεδαστικά δεν είναι Μα πρέπει να τ' ακούσεις. Με το χέρι τον παραμέρισε ο Βασιλιάς.

- Ύστερα μου τα λες, είπε. Τώρα έλα συ, Πανουργάκο, και πες μου τι θέλουν αυτοί οι δυο πανεροφορτωμένοι.

Ο αρχικαγκελάριος ζύγωσε και υποκλίθηκε.

- Είναι οι δυο υπασπιστές που είχα στείλει την περασμένη εβδομάδα στα γειτονικά βασίλεια, εξήγησε. Γύρισαν επιτέλους, κι έφεραν τις απαντήσεις των Αρχόντων συγγενών σου.

- Ας σιμώσουν, πρόσταξε ο Βασιλιάς.

- Πολύδωρε! φώναξε ο αρχικαγκελάριος.

Ο πρώτος υπασπιστής ακούμπησε το πανέρι του χάμω και γονάτισε μπροστά στον Άρχοντα

- Αφέντη, είπε, πήγα στο παλάτι του Άρχοντα εξαδέλφου σου και του είπα όσα μου είχε προστάξει η Εξοχότητά του, ο κυρ-αρχικαγκελάριος. Από τις πρώτες λέξεις που είπα, μ' έβρισε και με φοβέρισε πως θα με κρεμάσει και θα με δώσει στα σκυλιά του να με φάνε. Ύστερα με ξαναφώναξε και με ρώτησε πολλά πράματα για το παλάτι και για σένα. Στο τέλος μου είπε να πάρω αυτό το πανέρι και να σου το φέρω, μα πως ήταν το τελευταίο δώρο που σου έστελνε, γιατί, λέει, χτίζει καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά, και δεν έχει φλουριά περισσευούμενα να στέλνει έξω από τον τόπο.

Ο Βασιλιάς άναψε, στενοχωρέθηκε, φρένιασε.

- Τον αυθάδη! ξεφώνισε φοβερίζοντας με το γρόθο του τον απόντα συγγενή του. Χτίζει, λέει, καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά! Ας τολμήσει να το ξαναπεί, και ρίχνω μέσα στο βασίλειο του εκατό χιλιάδες στρατό, και κατεβάζω από το ποτάμι όλο το θεόρατο στόλο μου, έτσι που να τα χάσει από την τρομάρα του…

Κι έξαφνα αλλάζοντας τόνο:

- Ξεσκέπασε το πανέρι, Πανουργάκο, εξακολούθησε, κοίταξε αν έχει μέσα κανένα καλό φαγάκι. Άνοιξε η όρεξη μου μιλώντας για δουλειές, και το λαρύγγι μου στέγνωσε.

Ο Πανουργάκος ξήλωσε τις κλωστές που βαστούσαν το σκέπασμα του πανεριού, το άνοιξε και το πρόσφερε του Βασιλιά, και αυτός με μεγάλη βία παραμέρισε μερικά άχυρα και ξεσκέπασε ένα μικρό καλαθάκι αυγά.

- Τί είναι αυτά! ξεφώνισε φουρκισμένος

- Αυγά, Αφέντη, αποκρίθηκε με σεβασμό ο αρχικαγκελάριος.

- Το βλέπω, βλάκα! Δε σε ρωτώ πώς τα λένε!… Άδειασε τ' άχυρα και κοίταξε παρακάτω. Θα έχει και άλλα πράματα, κανένα θησαυρό κρυμμένο…

Ο αρχικαγκελάριος έβγαλε το καλαθάκι, το ακούμπησε πλάγι του και με προσοχή σκάλισε στ' άχυρα. Μα δε βρήκε τίποτα.

- Πρέπει να είσαι ζεβζέκης! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Είμαι βέβαιος πως εγώ θα βρω το θησαυρό.

Και γονατίζοντας πλάγι στο πανέρι, χώθηκε ο μισός μέσα.

Ωστόσο η μελαχρινή παρακόρη, βλέποντας την προσοχή ολωνών γυρισμένη στο δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, σίμωσε με πονηριά και, αρπάζοντας μερικά αυγά, τα έκρυψε στην τσέπη της.

Το Βασιλόπουλο, που στέκουνταν παράμερα με σταυρωμένα χέρια, την είδε, μα δε μίλησε. Με αηδία κοίταζε όλη τη σκηνή

Τίποτε άλλο δε βρέθηκε στο πανέρι, και ο Βασιλιάς, ξανακάθησε στην πολυθρόνα κατσουφιασμένος και κακιωμένος.

- Έλα δω και συ, είπε του δευτέρου υπασπιστή. Πες μου τι έκανες στο παλάτι του σεβαστού Άρχοντα θείου μου.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος πλησίασε με το πανέρι του, και σαν τον Πολύδωρο γονάτισε μπροστά στο Βασιλιά.

- Αφέντη, όταν άκουσε ο Άρχοντας θείος σου όσα μου παρήγγειλε ο Εξοχώτατος κυρ-αρχικαγκελάριος χαμογέλασε, και μου είπε να περιμένω απ' έξω, ώσπου να συλλογιστεί με τον καραγκιόζη του, που είναι, λέει, ο καλύτερος του σύμβουλος, τι μπορεί να σου στείλει, για να σε ωφελήσει περισσότερο. Ύστερα με φώναξε και μου έδωσε τούτο το κλειστό πανέρι, κι ένα γράμμα που σου έφερα.

- Δώσ' το, είπε μ' ευχαρίστηση ο Βασιλιάς. Αυτός τουλάχιστον έχει βασιλικούς τρόπους!

Πήρε το γράμμα, το άνοιξε, στερέωσε τα γυαλιά του στη μύτη του, και άρχισε να διαβάζει:

«Πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ.

Με χαρά μεγάλη έμαθα τα νέα σου, και πως δεν πάνε τα πράματα πρίμα στο βασίλειο σου. Κι έτσι μου παρουσιάζεται και μένα η περίσταση να σου φανώ χρήσιμος και να σου στείλω ένα δώρο Σκέφθηκα πως αν σου στείλω φλουριά, θα τα ξοδιάσεις και θα τελειώσουν. Αν σου στείλω φαγιά, ψημένα ή άψητα, θα φαγωθούν και πάλι θα τελειώσουν. Αν σου στείλω φορέματα, θα λιώσουν. Λοιπόν σου στέλνω ένα δώρο που θα σου μείνει πάντα, δώρο ανάλογο με την αξία σου, πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ, δώρο τέτοιο που, μόλις το δεις, θα νιώσεις πόσο μεγάλη υπόληψη έχω για σένα, και θα καταλάβεις τι σημασία έχει η ύπαρξη σου στον κόσμο.

Ο Άρχοντας θείος σου».

- Να! Να άνθρωπος! φώναξε ενθουσιασμένα ο Βασιλιάς. Να γράμμα μ' ευγένεια και σύνεση γραμμένο! Ανάλογο, λέει, της αξίας μου, τ' ακούτε σεις όλοι; Τι στέκεσαι λοιπόν, Πανουργάκο, κουτεντέ; Γιατί δεν ανοίγεις το πανέρι; Ο Πανουργάκος έκοψε τους σπάγγους και ξεσκέπασε ένα δέμα τυλιγμένο σ' ένα μεταξωτό κόκκινο μαντίλι, υφασμένο με σχέδια χρυσά και ασημένια. Το κόκκινο χρώμα χτύπησε στο μάτι της Βασίλισσας, που ως εκείνη την ώρα είχε μείνει αδιάφορη σε όλα.

Σηκώθηκε βιαστικά, παρατώντας τα γυαλάκια της, κι έτρεξε στο Βασιλιά.

- Αχ, τι ωραίο! Τι φανταχτερό! είπε Πάρε συ το δώρο, Βασιλιά μου, και δωσ' μου το μαντίλι να το κάνω σκουφί. - Να το πάρεις, Κυρά μου, αποκρίθηκε χαρούμενος ο Βασιλιάς. Ό,τι θες σου δίνω τώρα! Πανουργάκο, βάλε το δέμα στο τραπέζι. Θέλω μόνος μου να το ανοίξω.

Στερέωσε καλά την κορώνα στο κεφάλι του, τυλίχθηκε με αξιοπρέπεια στον ξεθωριασμένο μανδύα του και σίμωσε στο τραπέζι.

Με μεγάλη προσοχή έλυσε τους κόμπους του μαντιλιού. Μια περγαμηνή σκέπαζε το δώρο, και ο Βασιλιάς διάβασε βροντόφωνα τα λόγια που ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα:

«Αν καταλάβεις τι σημαίνω, θα ωφεληθείς».

- Προσοχή! είπε ο Βασιλιάς. Βλέπετε όλοι πως υπάρχει μυστική έννοια κλεισμένη εδώ μέσα. Σε μένα έλαχε η δόξα να τη βρω Παραμερίσετε!

Και με μεγαλόπρεπη κίνηση σήκωσε την περγαμηνή και ξεσκέπασε ένα γαϊδουρίσιο κεφάλι με μια τενεκεδένια κορώνα ανάμεσα στα ορτσωμένα του αυτιά!

Γενικό γέλιο ξέσπασε γύρω στο τραπέζι. Μόνος ο Βασιλιάς έμεινε άφωνος, με στόμα ανοιχτό και μάτια γουρλωμένα, ενώ η Βασίλισσα αρπάζοντας το μεταξωτό μαντίλι, έτρεχε στον καθρέφτη και το τύλιγε στα μαλλιά της.

Το Βασιλόπουλο είχε πλησιάσει, και κατάχλωμο κοίταζε μια τον πατέρα του και μια το γαϊδουρίσιο κεφάλι. Έξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του, ακούμπησε στο πεζούλι του παραθύρου και ξέσπασε στα κλάματα.

Ανάμεσα στα γέλια των άλλων, ο Βασιλιάς άκουσε το αναφιλητό του γιου του. Κοίταξε γύρω με πρόσωπο αλλαγμένο.

- Ποιος κλαίει; ρώτησε.

Το μάτι του έπεσε στο αγορίστικο κορμί, ακουμπισμένο στο παράθυρο, και με κλονούμενα βήματα προχώρησε ως εκεί και ακούμπησε βαριά το χέρι του στον ώμο του παιδιού του.

- Εσύ, είπε, είσαι ευγενικός! Εσύ αισθάνθηκες την προσβολή που έκαναν του πατέρα σου. Ευλογημένος να είσαι!

Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο γερο-Βασιλιάς τράβηξε το γιο του στην αγκαλιά του και τον φίλησε σφιχτά

Αφού πέρασε η πρώτη συγκίνηση και σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του, ο Βασιλιάς γύρισε στο τραπέζι και φώναξε το γιο του.

- Έλα, παιδί μου, είπε. Στό μέλλον, μαζί μου θα κυβερνάς. Εσύ θα με βοηθήσεις να ξεπλύνω την προσβολή…

Το μάτι του έπεσε στο γαϊδουρίσιο κεφάλι.

- Βγάλτε το! Βγάλτε το από δω! φώναξε σκεπάζοντας τα μάτια του.

Ο αρχικαγκελάριος όρμησε να το πάρει. Μα το Βασιλόπουλο άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε.

- Όχι! είπε. Πατέρα μου και Βασιλιά μου, άλλαξε τη διαταγή σου και άφησε με, απεναντίας, να το βάλω εκεί που θα το βλέπομε όλοι, κάθε μέρα και κάθε ώρα, ώσπου να ξεπλυθεί η ντροπή μας.

- Παιδί μου, τι λες! μούγκρισε ο Βασιλιάς

- Σε πειράζει, πατέρα, γιατί δεν είμαστε άξιοι τώρα να επιστρέψομε το δώρο στο δωρητή. Αν το καταστρέψομε όμως, θα το ξεχάσομε. Και δεν πρέπει να το ξεχάσομε. Ας μείνει εδώ.

Και πήρε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και το κρέμασε σ' ένα ξεγυαλισμένο χρυσό κρεμαστάρι, πάνω από μια κουτσή χρυσή κονσόλα, το πιο σφανταχτερό έπιπλο σε όλο το δωμάτιο. - Και τώρα, κυρ-Πανουργάκο, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο, έχομε μια δουλειά να κανονίσομε μαζί.

Ο αρχικαγκελάριος χλώμιασε.

- Αφέντη, είπε με ανησυχία, χαιρετώντας το Βασιλιά ως κάτω. Δε νομίζεις πως τις δουλειές του Κράτους είναι καλύτερα να τις φροντίζομε συ κι εγώ, χωρίς τη βοήθεια της Αφεντιάς του, του Βασιλόπουλου; Είναι τόσο νέος ακόμα ο γιός σου, και δεν έμαθε από τέτοια…

Ο Βασιλιάς δίστασε και κοίταξε το γιο του.

- Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε το Βασιλόπουλο, αν το εγκρίνεις, θα φύγω Μα πριν φύγω, ρώτησε τον άνθρωπο αυτό, τι έκανε τη χρυσή αλυσίδα που του εμπιστεύθηκες για σημείο του αξιώματος του;

- Την πούλησε, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, για να μας δώσει να φάμε.

- Δεν την πούλησε, πατέρα, και αν πας στο σπίτι του δικαστή Λαγόκαρδου, που είναι συνένοχος του, θα τη βρεις εκεί…

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση του.

Μ' έναν πήδο ο αρχικαγκελάριος βρέθηκε έξω από το παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι. Πήδηξε το Βασιλόπουλο πίσω του και τον πήρε στο κυνηγητό στα σκοτεινά, ανάμεσα στις πέτρες και στους βράχους.

Κουτρουβαλιστά κατέβαινε ο Πανουργάκος το βουνό προς τη χώρα, μα ήταν αμάθητος στο τρέξιμο, και το Βασιλόπουλο πίσω του ολοένα κέρδιζε δρόμο.

Άπλωνε το χέρι πια να τον πιάσει, όταν, έξαφνα, χάνοντας τα μυαλά του, ο αρχικαγκελάριος, για να του ξεφύγει, γύρισε κατά τον γκρεμνό, παραπάτησε, και γκρεμίστηκε στο βάραθρο όπου έσπασε τα κόκαλα του.

Σαν ξανανέβηκε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο βρήκε το Βασιλιά με την Ειρηνούλα και τους δυο υπασπιστές, που στέκουνταν στην πόρτα του πύργου και τον φώναζαν ανήσυχα.

- Πάμε να κοιμηθούμε, παιδί μου, είπε ο Βασιλιάς. Είναι αργά και με πονεί το κεφάλι…

- Πήγαινε συ να κοιμηθείς, πατέρα, εγώ δεν μπορώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο λαχανιασμένο. Δώσ' μου μόνο τους δυο σου υπασπιστές Ο Πανουργάκος έπεσε στον γκρεμνό και πρέπει να πάγω αμέσως στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μήπως βρω τη χρυσή αλυσίδα. Έκανα μεγάλη ανοησία να μην την πάρω αμέσως, σαν ήμουν στο σπίτι του και τον βαστούσα! Τώρα έχομε ανάγκη από φλουριά, πολλά φλουριά. Και δεν έχομε τίποτα.

- Τι τα θες τώρα τα φλουριά, γιε μου! είπε βαριεστημένος ο Βασιλιάς. Δε βλέπεις την κούραση που έχομε…

- Μην ξεχνάς το δώρο του θείου Βασιλιά, πατέρα, είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.

Και ο Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι και δεν εναντιώθηκε πια.

Το Βασιλόπουλο πήρε τους δυο υπασπιστές κι έτρεξε στη χώρα, στο σπίτι του κυρ-Λαγόκαρδου.

Κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο.

Χτύπησαν την πόρτα, μα δεν αποκρίθηκαν από μέσα. Χτύπησαν δεύτερη φορά, πάλι δεν αποκρίθηκαν

- Σπάσετε την πόρτα, πρόσταξε το Βασιλόπουλο.

Και οι τρεις άντρες μαζί, βάζοντας τα δυνατά τους, με κόπο κατάφεραν να τη ρίξουν κάτω.

Το σπίτι ήταν κατασκότεινο. Μόνο στο μαγειριό μερικά ξύλα αποκαίουνταν, και δυο τρεις τσίροι καρβουνιάζουνταν ανάμεσα στις στάχτες.

Το Βασιλόπουλο άναψε δαδί και με τους συντρόφους του γύρισε σε όλο το σπίτι. Μα δε βρήκε κανένα.

Στο τραπέζι, πλάγι σε μια μποτίλια μαστίχα, είδε διπλωμένο ένα χαρτί. Το άνοιξε, μα δεν ήξερε να διαβάσει, ώστε το ξαναδίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη.

Σκάλισε παντού, μα όλα τα συρτάρια ήταν άδεια, δε βρήκε τίποτα. Βγήκε τότε με τους υπασπιστές και γύρισε στο παλάτι

Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΟΛΙΣ (1) Ε'. THE GIFT OF UNCLE KING MOLLIS (1)

Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΟΛΙΣ THE GIFT OF SULFUR VASILIA MOLIS

σίμωσαν στο παλάτι, και άκουσαν φωνές θυμωμένες και παραπονιάρικα κλάματα. They sat in the palace, and heard angry voices and weeping cries.

- Αυτή μου έσχισε την τραχηλιά μου! - She tore my cervix! ξεφώνιζε η Ζήλιω. Zilio shouted.

- Θα σου σχίσω και το πρόσωπο! - I will tear your face too! αποκρίνουνταν η Πικρόχολη. Piccrocholi retorted.

- Τα συνηθισμένα πάλι! - The usual again! είπε με λύπη το Βασιλόπουλο.

Και τα δυο αδέλφια έτρεξαν στο παλάτι, όπου όλο και δυνατότερες ακούουνταν οι στριγλιές. Both brothers ran to the palace, where the squeaks could be heard louder and louder.

Μέσα στην κάμαρα το θέαμα ήταν σπαραξικάρδιο. Inside the chamber the spectacle was heartbreaking. Οι δυο αδελφές, ξετραχηλωμένες και αγριεμένες, βαστιούνταν από τα μαλλιά και χτυπιούνταν με λύσσα. The two sisters, outraged and furious, were pulled out of their hair and beaten with rage. Ο Βασιλιάς, με το κεφάλι ριχμένο πίσω, για να βλέπει από κάτω από την κορώνα του, που του είχε πέσει ως τη μύτη, γύρευε να τις ξεχωρίσει, ενώ η μια παρακόρη, ξανθή και πλαδαρή, με όλη την ταραχή, κοιμούνταν ξαπλωμένη στα λιωμένα μαξιλάρια του σοφά, και η άλλη, στεγνή και μελαχρινή, πάνω στη γενική αταξία, κατέβαζε μια μελόπιτα σερβιρισμένη για το Βασιλιά. Καθισμένη χάμω, η Βασίλισσα καταγίνουνταν να στολίζει το κέντημα της φούστας της με τα γυαλάκια μιας σπασμένης μποτίλιας, χωρίς να προσέχει στο κακό που γίνουνταν γύρω της Και πλάγι στην πόρτα, ο αρχικαγκελάριος με δυο υπασπιστές, που βαστούσε ο καθένας από ένα σκεπασμένο πανέρι, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο καβγάς, για να μιλήσουν του Βασιλιά.

Η Ειρηνούλα ρίχθηκε μεταξύ στις αδελφές της. Irinoula threw herself among her sisters.

- Παύσετε για το Θεό! - Stop for God! παρακάλεσε. please. Είναι ντροπή αυτά που κάνετε. Οι φωνές σας ακούονται ως έξω! Your voices are heard outside!

Οι Βασιλοπούλες σταμάτησαν σαστισμένες, και η μια άφησε τα μαλλιά της άλλης.

- Πού βρέθηκες εσύ, μικρούλα; ρώτησαν οι δυο μαζί. - Where were you, little one? the two asked together.

Ο Βασιλιάς σήκωσε την κορώνα από τη μύτη του και χαμογέλασε της Ειρηνούλας.

- Καλώς την! - Welcome! είπε ημερεμένος. he said timidly. Ήσουν περίπατο; Δε σε είδαμε σήμερα. Were you walking We didn't see you today.

Η Βασίλισσα, απασχολημένη με τα γυαλάκια της, μήτε γύρισε να δει The Queen, busy with her glasses, did not return to see

- Μαζί μου ήταν, είπε το Βασιλόπουλο. "He was with me," said Vassilopoulos. Και θέλω να σου μιλήσω αμέσως, πατέρα.

- Μπα; Και συ εδώ είσαι; Πού γυρνούσες; ρώτησε ο Βασιλιάς. - Nah; And here you are? Where were you going? the King asked.

- Σε πολλά μέρη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - In many places, Vasilopoulos responded. Κι έμαθα κάμποσα πράγματα που πρέπει να τα ξέρεις. And I learned a few things you need to know.

- Αν είναι διασκεδαστικά, πες τα αμέσως, ειδεμή άστα για αργότερα. - If it's fun, tell them immediately, shameful shit for later. - Si son divertidos, dilo de inmediato, idiota para después. Βαριούμαι σκοτούρες. I'm bored of scourges.

Και κάθησε στην πολυθρόνα και σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του ποκαμίσου του, που έβγαινε από το ξέσχισμα του ρούχου του. And he sat down in the armchair and wiped his forehead with the sleeve of his shirt, which came out of the tear of his garment.

- Όχι, πατέρα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Διασκεδαστικά δεν είναι Μα πρέπει να τ' ακούσεις. Με το χέρι τον παραμέρισε ο Βασιλιάς. The King pushed him aside with his hand.

- Ύστερα μου τα λες, είπε. Τώρα έλα συ, Πανουργάκο, και πες μου τι θέλουν αυτοί οι δυο πανεροφορτωμένοι. Now come on, Panourgakos, and tell me what these two wanderers want.

Ο αρχικαγκελάριος ζύγωσε και υποκλίθηκε. The chancellor weighed himself and bowed.

- Είναι οι δυο υπασπιστές που είχα στείλει την περασμένη εβδομάδα στα γειτονικά βασίλεια, εξήγησε. "They are the two supporters I sent to the neighboring kingdoms last week," he explained. Γύρισαν επιτέλους, κι έφεραν τις απαντήσεις των Αρχόντων συγγενών σου. They finally came back and brought the answers of your Archons of your relatives.

- Ας σιμώσουν, πρόσταξε ο Βασιλιάς. "Let them eat," ordered the King.

- Πολύδωρε! - My lord! φώναξε ο αρχικαγκελάριος. the Chief Chancellor shouted.

Ο πρώτος υπασπιστής ακούμπησε το πανέρι του χάμω και γονάτισε μπροστά στον Άρχοντα

- Αφέντη, είπε, πήγα στο παλάτι του Άρχοντα εξαδέλφου σου και του είπα όσα μου είχε προστάξει η Εξοχότητά του, ο κυρ-αρχικαγκελάριος. "Master," he said, "I went to your cousin Lord's palace and told him what His Majesty, the Chancellor, had ordered me to do." Από τις πρώτες λέξεις που είπα, μ' έβρισε και με φοβέρισε πως θα με κρεμάσει και θα με δώσει στα σκυλιά του να με φάνε. From the first words I said, he insulted me and bullied me that he would hang me and give me his dogs to eat. Ύστερα με ξαναφώναξε και με ρώτησε πολλά πράματα για το παλάτι και για σένα. Then he called me again and asked me many things about the palace and about you. Στο τέλος μου είπε να πάρω αυτό το πανέρι και να σου το φέρω, μα πως ήταν το τελευταίο δώρο που σου έστελνε, γιατί, λέει, χτίζει καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά, και δεν έχει φλουριά περισσευούμενα να στέλνει έξω από τον τόπο. In the end he told me to take this basket and bring it to you, but that was the last gift he sent you, because, he says, he builds boats and buys, he says, swords, and has no money left over to send out of the place.

Ο Βασιλιάς άναψε, στενοχωρέθηκε, φρένιασε. The King lit up, was upset, braked.

- Τον αυθάδη! ξεφώνισε φοβερίζοντας με το γρόθο του τον απόντα συγγενή του. he shouted, bullying his absent relative with his fist. Χτίζει, λέει, καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά! Ας τολμήσει να το ξαναπεί, και ρίχνω μέσα στο βασίλειο του εκατό χιλιάδες στρατό, και κατεβάζω από το ποτάμι όλο το θεόρατο στόλο μου, έτσι που να τα χάσει από την τρομάρα του… Let him dare to do it again, and I throw into the kingdom of a hundred thousand army, and I pull down from the river my entire fleet, so that it will lose them from its horror ...

Κι έξαφνα αλλάζοντας τόνο: And suddenly I changed my tone:

- Ξεσκέπασε το πανέρι, Πανουργάκο, εξακολούθησε, κοίταξε αν έχει μέσα κανένα καλό φαγάκι. - He uncovered the pan, Panurgako, he continued, looked up if he had any good fag. Άνοιξε η όρεξη μου μιλώντας για δουλειές, και το λαρύγγι μου στέγνωσε.

Ο Πανουργάκος ξήλωσε τις κλωστές που βαστούσαν το σκέπασμα του πανεριού, το άνοιξε και το πρόσφερε του Βασιλιά, και αυτός με μεγάλη βία παραμέρισε μερικά άχυρα και ξεσκέπασε ένα μικρό καλαθάκι αυγά. Panourgakos untied the threads that held the bread cover, opened it and offered it to the King, and he forcibly set aside some straw and uncovered a small basket of eggs.

- Τί είναι αυτά! ξεφώνισε φουρκισμένος he exclaimed furiously

- Αυγά, Αφέντη, αποκρίθηκε με σεβασμό ο αρχικαγκελάριος. "Eggs, Master," replied the Chancellor with respect.

- Το βλέπω, βλάκα! - I see it, idiot! Δε σε ρωτώ πώς τα λένε!… Άδειασε τ' άχυρα και κοίταξε παρακάτω. I do not ask you what they say! Σε Empty the straw and look below. Θα έχει και άλλα πράματα, κανένα θησαυρό κρυμμένο… It will have other things, no hidden treasures… Tendrá otras cosas, no habrá tesoros escondidos ...

Ο αρχικαγκελάριος έβγαλε το καλαθάκι, το ακούμπησε πλάγι του και με προσοχή σκάλισε στ' άχυρα. The chancellor took out the basket, laid it on its side and carefully carved it into the straw. Μα δε βρήκε τίποτα.

- Πρέπει να είσαι ζεβζέκης! - You must be a zeppelin! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Είμαι βέβαιος πως εγώ θα βρω το θησαυρό.

Και γονατίζοντας πλάγι στο πανέρι, χώθηκε ο μισός μέσα. And kneeling sideways in the basket, half pushed in.

Ωστόσο η μελαχρινή παρακόρη, βλέποντας την προσοχή ολωνών γυρισμένη στο δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, σίμωσε με πονηριά και, αρπάζοντας μερικά αυγά, τα έκρυψε στην τσέπη της. But the brunette, watching the attention of everyone turned to the gift of the cousin King, sneaked with cunning and, grabbing some eggs, hid them in her pocket.

Το Βασιλόπουλο, που στέκουνταν παράμερα με σταυρωμένα χέρια, την είδε, μα δε μίλησε. Vasilopoulos, standing aside with folded arms, saw her, but did not speak. Με αηδία κοίταζε όλη τη σκηνή With disgust he looked at the whole scene

Τίποτε άλλο δε βρέθηκε στο πανέρι, και ο Βασιλιάς, ξανακάθησε στην πολυθρόνα κατσουφιασμένος και κακιωμένος. Nothing else was found in the cloth, and the King sat back in the chair, frowning and scowling.

- Έλα δω και συ, είπε του δευτέρου υπασπιστή. - "Come here," he said to the second aide. Πες μου τι έκανες στο παλάτι του σεβαστού Άρχοντα θείου μου. Tell me what you did in the palace of the revered Lord of my divine.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος πλησίασε με το πανέρι του, και σαν τον Πολύδωρο γονάτισε μπροστά στο Βασιλιά. The adjutant Polycarp approached with his sail, and like Polydore knelt before the King.

- Αφέντη, όταν άκουσε ο Άρχοντας θείος σου όσα μου παρήγγειλε ο Εξοχώτατος κυρ-αρχικαγκελάριος χαμογέλασε, και μου είπε να περιμένω απ' έξω, ώσπου να συλλογιστεί με τον καραγκιόζη του, που είναι, λέει, ο καλύτερος του σύμβουλος, τι μπορεί να σου στείλει, για να σε ωφελήσει περισσότερο. "Master, when Lord Uncle listened to what the Excitot Master had said, he smiled, and told me to wait outside, until he thought about his karageus, who is, he says, his best adviser, what can you send, to benefit you more. Ύστερα με φώναξε και μου έδωσε τούτο το κλειστό πανέρι, κι ένα γράμμα που σου έφερα. Then he called me and gave me this closed basket, and a letter I brought you.

- Δώσ' το, είπε μ' ευχαρίστηση ο Βασιλιάς. Αυτός τουλάχιστον έχει βασιλικούς τρόπους! At least he has royal manners!

Πήρε το γράμμα, το άνοιξε, στερέωσε τα γυαλιά του στη μύτη του, και άρχισε να διαβάζει:

«Πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ. "You plucked King and did not overwhelm.

Με χαρά μεγάλη έμαθα τα νέα σου, και πως δεν πάνε τα πράματα πρίμα στο βασίλειο σου. With great joy I learned your news, and that things are not going well in your kingdom. Κι έτσι μου παρουσιάζεται και μένα η περίσταση να σου φανώ χρήσιμος και να σου στείλω ένα δώρο Σκέφθηκα πως αν σου στείλω φλουριά, θα τα ξοδιάσεις και θα τελειώσουν. And so the opportunity arises for me to be useful to you and to send you a gift. I thought that if I send you coins, you will spend them and they will be over. Αν σου στείλω φαγιά, ψημένα ή άψητα, θα φαγωθούν και πάλι θα τελειώσουν. If I send you some food, baked or uncooked, it will be eaten and still be finished. Αν σου στείλω φορέματα, θα λιώσουν. If I send you dresses, they'll melt. Λοιπόν σου στέλνω ένα δώρο που θα σου μείνει πάντα, δώρο ανάλογο με την αξία σου, πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ, δώρο τέτοιο που, μόλις το δεις, θα νιώσεις πόσο μεγάλη υπόληψη έχω για σένα, και θα καταλάβεις τι σημασία έχει η ύπαρξη σου στον κόσμο. Well, I am sending you a gift that will always remain with you, a gift commensurate with your value, the most precious King and nephew, a gift such that, as soon as you see it, you will feel how much I respect you, and you will understand the importance of your existence. people.

Ο Άρχοντας θείος σου». Your Lord uncle."

- Να! - There! Να άνθρωπος! There's a man! φώναξε ενθουσιασμένα ο Βασιλιάς. cried the King excitedly. Να γράμμα μ' ευγένεια και σύνεση γραμμένο! Let it be written with courtesy and prudence! Ανάλογο, λέει, της αξίας μου, τ' ακούτε σεις όλοι; Τι στέκεσαι λοιπόν, Πανουργάκο, κουτεντέ; Γιατί δεν ανοίγεις το πανέρι; Proportional, he says, to my value, do you all hear that? So what are you standing on, Panourgakos, you idiot? Why don't you open the basket? Ο Πανουργάκος έκοψε τους σπάγγους και ξεσκέπασε ένα δέμα τυλιγμένο σ' ένα μεταξωτό κόκκινο μαντίλι, υφασμένο με σχέδια χρυσά και ασημένια. Panourgakos cut the strings and uncovered a package wrapped in a red silk scarf, woven with gold and silver designs. Το κόκκινο χρώμα χτύπησε στο μάτι της Βασίλισσας, που ως εκείνη την ώρα είχε μείνει αδιάφορη σε όλα. The colour red struck the Queen's eye, who had until that moment remained indifferent to everything.

Σηκώθηκε βιαστικά, παρατώντας τα γυαλάκια της, κι έτρεξε στο Βασιλιά. She got up hastily, giving up her glasses, and ran to the King.

- Αχ, τι ωραίο! - Oh, how nice! Τι φανταχτερό! How fancy! είπε Πάρε συ το δώρο, Βασιλιά μου, και δωσ' μου το μαντίλι να το κάνω σκουφί. He said, Take thou the gift, my king, and give me the handkerchief to make it a cap. - Να το πάρεις, Κυρά μου, αποκρίθηκε χαρούμενος ο Βασιλιάς. "Take it, my Lady," replied the King happily. Ό,τι θες σου δίνω τώρα! I give you whatever you want now! Πανουργάκο, βάλε το δέμα στο τραπέζι. Cunning, put the parcel on the table. Θέλω μόνος μου να το ανοίξω. I want to open it myself.

Στερέωσε καλά την κορώνα στο κεφάλι του, τυλίχθηκε με αξιοπρέπεια στον ξεθωριασμένο μανδύα του και σίμωσε στο τραπέζι. He fastened the crown to his head, wrapped it with dignity in his faded cloak, and set it on the table.

Με μεγάλη προσοχή έλυσε τους κόμπους του μαντιλιού. With great care he untied the knots of the scroll. Μια περγαμηνή σκέπαζε το δώρο, και ο Βασιλιάς διάβασε βροντόφωνα τα λόγια που ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα: A parchment covered the gift, and the King read aloud the words written in gold letters:

«Αν καταλάβεις τι σημαίνω, θα ωφεληθείς». "If you understand what I mean, you will benefit."

- Προσοχή! - Attention! είπε ο Βασιλιάς. said the King. Βλέπετε όλοι πως υπάρχει μυστική έννοια κλεισμένη εδώ μέσα. You all see that there is a secret meaning closed in here. Σε μένα έλαχε η δόξα να τη βρω Παραμερίσετε! I was destined to find her Set aside!

Και με μεγαλόπρεπη κίνηση σήκωσε την περγαμηνή και ξεσκέπασε ένα γαϊδουρίσιο κεφάλι με μια τενεκεδένια κορώνα ανάμεσα στα ορτσωμένα του αυτιά! And with a majestic motion he lifted the parchment and uncovered a donkey's head with a tin crown between his swollen ears!

Γενικό γέλιο ξέσπασε γύρω στο τραπέζι. General laughter broke out at the table. Μόνος ο Βασιλιάς έμεινε άφωνος, με στόμα ανοιχτό και μάτια γουρλωμένα, ενώ η Βασίλισσα αρπάζοντας το μεταξωτό μαντίλι, έτρεχε στον καθρέφτη και το τύλιγε στα μαλλιά της. The King alone was speechless, his mouth open and eyes wide, while the Queen, grabbing the silk scarf, ran to the mirror and wrapped it in her hair.

Το Βασιλόπουλο είχε πλησιάσει, και κατάχλωμο κοίταζε μια τον πατέρα του και μια το γαϊδουρίσιο κεφάλι. Vasilopoulos had approached, and he was staring at his father and his donkey head. Έξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του, ακούμπησε στο πεζούλι του παραθύρου και ξέσπασε στα κλάματα.

Ανάμεσα στα γέλια των άλλων, ο Βασιλιάς άκουσε το αναφιλητό του γιου του. Amidst the laughter of the others, the King heard his son sob. Κοίταξε γύρω με πρόσωπο αλλαγμένο. He looked around with a changed face.

- Ποιος κλαίει; ρώτησε.

Το μάτι του έπεσε στο αγορίστικο κορμί, ακουμπισμένο στο παράθυρο, και με κλονούμενα βήματα προχώρησε ως εκεί και ακούμπησε βαριά το χέρι του στον ώμο του παιδιού του. His eye fell on the boy's body, leaning against the window, and with swaying steps he went there and rested his hand heavily on his child's shoulder.

- Εσύ, είπε, είσαι ευγενικός! Εσύ αισθάνθηκες την προσβολή που έκαναν του πατέρα σου. You felt the insult your father did. Ευλογημένος να είσαι! Blessed be you!

Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο γερο-Βασιλιάς τράβηξε το γιο του στην αγκαλιά του και τον φίλησε σφιχτά And for the first time in his life, the old King pulled his son in his arms and kissed him tightly

Αφού πέρασε η πρώτη συγκίνηση και σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του, ο Βασιλιάς γύρισε στο τραπέζι και φώναξε το γιο του. After the first emotion passed and he wiped his eyes and blew his nose, the King turned to the table and shouted at his son.

- Έλα, παιδί μου, είπε. Στό μέλλον, μαζί μου θα κυβερνάς. In the future, you will rule with me. Εσύ θα με βοηθήσεις να ξεπλύνω την προσβολή… You will help me wash away the insult…

Το μάτι του έπεσε στο γαϊδουρίσιο κεφάλι. His eye fell on the donkey's head.

- Βγάλτε το! Βγάλτε το από δω! φώναξε σκεπάζοντας τα μάτια του.

Ο αρχικαγκελάριος όρμησε να το πάρει. Μα το Βασιλόπουλο άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε. But Vasilopoulos reached out and stopped him.

- Όχι! είπε. Πατέρα μου και Βασιλιά μου, άλλαξε τη διαταγή σου και άφησε με, απεναντίας, να το βάλω εκεί που θα το βλέπομε όλοι, κάθε μέρα και κάθε ώρα, ώσπου να ξεπλυθεί η ντροπή μας.

- Παιδί μου, τι λες! μούγκρισε ο Βασιλιάς

- Σε πειράζει, πατέρα, γιατί δεν είμαστε άξιοι τώρα να επιστρέψομε το δώρο στο δωρητή. - It does matter to you, Father, because we are not worthy now to return the gift to the donor. Αν το καταστρέψομε όμως, θα το ξεχάσομε. Και δεν πρέπει να το ξεχάσομε. Ας μείνει εδώ. Let's stay here.

Και πήρε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και το κρέμασε σ' ένα ξεγυαλισμένο χρυσό κρεμαστάρι, πάνω από μια κουτσή χρυσή κονσόλα, το πιο σφανταχτερό έπιπλο σε όλο το δωμάτιο. And he took the donkey's head and hung it on a polished gold hanger, on top of a lame gold console, the fattest piece of furniture in the whole room. - Και τώρα, κυρ-Πανουργάκο, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο, έχομε μια δουλειά να κανονίσομε μαζί.

Ο αρχικαγκελάριος χλώμιασε. The Chancellor turned pale.

- Αφέντη, είπε με ανησυχία, χαιρετώντας το Βασιλιά ως κάτω. "Master," he said anxiously, greeting the King down. Δε νομίζεις πως τις δουλειές του Κράτους είναι καλύτερα να τις φροντίζομε συ κι εγώ, χωρίς τη βοήθεια της Αφεντιάς του, του Βασιλόπουλου; Είναι τόσο νέος ακόμα ο γιός σου, και δεν έμαθε από τέτοια… Do not you think that the state's work is better to take care of me, without the help of His Being, Vassilopoulos? Your son is so young, and he has not learned from such ...

Ο Βασιλιάς δίστασε και κοίταξε το γιο του. The King hesitated and looked at his son.

- Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε το Βασιλόπουλο, αν το εγκρίνεις, θα φύγω Μα πριν φύγω, ρώτησε τον άνθρωπο αυτό, τι έκανε τη χρυσή αλυσίδα που του εμπιστεύθηκες για σημείο του αξιώματος του; - My king and my father, said Vassilopoulos, if you approve, I will leave.

- Την πούλησε, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, για να μας δώσει να φάμε. "He sold it," replied the King, "to give us something to eat."

- Δεν την πούλησε, πατέρα, και αν πας στο σπίτι του δικαστή Λαγόκαρδου, που είναι συνένοχος του, θα τη βρεις εκεί…

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση του. He did not have time to finish his sentence.

Μ' έναν πήδο ο αρχικαγκελάριος βρέθηκε έξω από το παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι. With one leap the chancellor found himself outside the window and disappeared into the darkness. Πήδηξε το Βασιλόπουλο πίσω του και τον πήρε στο κυνηγητό στα σκοτεινά, ανάμεσα στις πέτρες και στους βράχους. Vasilopoulos jumped behind him and took him in the dark, among the stones and rocks.

Κουτρουβαλιστά κατέβαινε ο Πανουργάκος το βουνό προς τη χώρα, μα ήταν αμάθητος στο τρέξιμο, και το Βασιλόπουλο πίσω του ολοένα κέρδιζε δρόμο.

Άπλωνε το χέρι πια να τον πιάσει, όταν, έξαφνα, χάνοντας τα μυαλά του, ο αρχικαγκελάριος, για να του ξεφύγει, γύρισε κατά τον γκρεμνό, παραπάτησε, και γκρεμίστηκε στο βάραθρο όπου έσπασε τα κόκαλα του. He was now reaching out to catch him, when, suddenly, losing his mind, the chancellor, in order to escape, turned on the cliff, tripped, and fell into the abyss where he broke his bones.

Σαν ξανανέβηκε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο βρήκε το Βασιλιά με την Ειρηνούλα και τους δυο υπασπιστές, που στέκουνταν στην πόρτα του πύργου και τον φώναζαν ανήσυχα. As soon as he returned to the palace, Vasilopoulos found the King with Irinoula and the two supporters, who were standing at the door of the tower and shouting at him anxiously.

- Πάμε να κοιμηθούμε, παιδί μου, είπε ο Βασιλιάς. "Let's go to sleep, my child," said the King. Είναι αργά και με πονεί το κεφάλι…

- Πήγαινε συ να κοιμηθείς, πατέρα, εγώ δεν μπορώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο λαχανιασμένο. Δώσ' μου μόνο τους δυο σου υπασπιστές Ο Πανουργάκος έπεσε στον γκρεμνό και πρέπει να πάγω αμέσως στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μήπως βρω τη χρυσή αλυσίδα. Give me only your two followers Panourgakos fell to the cliff and I must immediately go to Lagogard's house, to find the golden chain. Έκανα μεγάλη ανοησία να μην την πάρω αμέσως, σαν ήμουν στο σπίτι του και τον βαστούσα! I made a big fool of not taking it right away, as if I was at his house and I was holding him! Τώρα έχομε ανάγκη από φλουριά, πολλά φλουριά. Και δεν έχομε τίποτα.

- Τι τα θες τώρα τα φλουριά, γιε μου! - What do you want the coins now, my son! είπε βαριεστημένος ο Βασιλιάς. Δε βλέπεις την κούραση που έχομε…

- Μην ξεχνάς το δώρο του θείου Βασιλιά, πατέρα, είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.

Και ο Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι και δεν εναντιώθηκε πια. And the King bowed his head and did not object.

Το Βασιλόπουλο πήρε τους δυο υπασπιστές κι έτρεξε στη χώρα, στο σπίτι του κυρ-Λαγόκαρδου.

Κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο. No windows were lit.

Χτύπησαν την πόρτα, μα δεν αποκρίθηκαν από μέσα. Χτύπησαν δεύτερη φορά, πάλι δεν αποκρίθηκαν

- Σπάσετε την πόρτα, πρόσταξε το Βασιλόπουλο.

Και οι τρεις άντρες μαζί, βάζοντας τα δυνατά τους, με κόπο κατάφεραν να τη ρίξουν κάτω. All three men together, doing their best, managed to throw it down with difficulty.

Το σπίτι ήταν κατασκότεινο. The house was dark. Μόνο στο μαγειριό μερικά ξύλα αποκαίουνταν, και δυο τρεις τσίροι καρβουνιάζουνταν ανάμεσα στις στάχτες. Only in the kitchen were some woods burned, and two or three chirps charred among the ashes.

Το Βασιλόπουλο άναψε δαδί και με τους συντρόφους του γύρισε σε όλο το σπίτι. Vasilopoulos lit a torch and went around the house with his companions. Μα δε βρήκε κανένα.

Στο τραπέζι, πλάγι σε μια μποτίλια μαστίχα, είδε διπλωμένο ένα χαρτί. Το άνοιξε, μα δεν ήξερε να διαβάσει, ώστε το ξαναδίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη. He opened it, but could not read, so he folded it again and put it in his pocket.

Σκάλισε παντού, μα όλα τα συρτάρια ήταν άδεια, δε βρήκε τίποτα. He dug everywhere, but all the drawers were empty, he found nothing. Βγήκε τότε με τους υπασπιστές και γύρισε στο παλάτι