×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (2)

ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (2)

— Και πού να βρούμε υφάσματα; ρώτησαν οι γυναίκες.

— Να τα φάνετε μόνες σας.

— Και πού να βρούμε νήμα;

— Να το κλώσετε σεις!

— Αχ, Βασιλόπουλο μου! αποκρίθηκαν οι γυναίκες. Είμαστε φτωχοί άνθρωποι και δεν έχομε πρόβατα. Πού να βρούμε μαλλί;

Τότε το Βασιλόπουλο άνοιξε την πολύτιμη πέτσινη ζώνη του κι έβγαλε μερικά φλουριά, κι έστειλε τον Πολύκαρπο, μ' ένα-δυο στρατιώτες, στο βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά ν' αγοράσουν αρνιά και πρόβατα.

Και όταν έφεραν πίσω το κοπάδι, το Βασιλόπουλο πρόσταξε να κόψουν το μαλλί και να το μοιράσουν στις γυναίκες, για να το κλώσουν και να το φάνουν, και ύστερα να κόψουν και να ράψουν ρούχα.

Φώναξε και όλα τα κορίτσια, και τους είπε ν' αρμέξουν τις προβατίνες, και, με τη συμβουλή της κυρα-Φρόνησης, να φτιάσουν βούτυρο και τυρί, να τ' αλατίσουν και να τα φυλάξουν για το χειμώνα, σαν έλθουν τα χιόνια.

Μια μέρα, εκεί που περνούσε από το δάσος, το Βασιλόπουλο είδε κρεμασμένο στο κλαδί ενός δέντρου, σα μεγάλο χοντρό τσαμπί, ένα ολόκληρο μελίσσι. Η ιδέα του ήλθε τότε να κάνει μέλι, μαζεύοντας σε κυψέλες τις σκορπισμένες μέλισσες.

Πήρε λοιπόν κοφίνια, και με μερικούς στρατιώτες γύρισε τους λόγγους και τους κάμπους, και μάζεψε από τις δεντροκουφάλες και τους βράχους όσες μελισσοφωλιές βρήκε, κι έφερε κι έστησε τα κοφίνια του στην είσοδο του δάσους.

Και οι μέλισσες έκαναν τόσο μέλι, που αποφάσισε το Βασιλόπουλο να το μαζέψει και να το βάλει στις αποθήκες του για το χειμώνα.

Μα πώς να πάρει τις μελόπιτες;

— Κάπνισε τις κυψέλες με θειάφι, Αφέντη, είπε ένα παλικάρι που είχε γυρίσει από τα ξένα. Θα ψοφήσουν οι μέλισσες και τότε με την ησυχία σου μαζεύεις το μέλι. Έτσι το κάνουν στη Φραγκιά.

— Γιατί να σκοτώσομε τις μέλισσες; αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Κρίμα δεν είναι; Να τις αυξήσομε πρέπει, απεναντίας.

Και αναποδογυρίζοντας μια γεμάτη κυψέλη, την εσκέπασε μ' ένα άδειο κοφίνι, και, με μικρά χτυπήματα απ' έξω από το γεμάτο μελισσώνα, έδιωξε όλες τις μέλισσες στο αδειανό κοφίνι, το σκέπασε ύστερα, και το έστησε στη θέση του άλλου.

— Να πώς μαζεύομε εύκολα το μέλι χωρίς να σκοτώνομε τις πολύτιμες εργάτριες, είπε το Βασιλόπουλο.

Στράγγισε το μέλι σε κουμνιά, και το κερί το έδωσε να το κάνουν λαμπάδες, για να φωτίζονται το χειμώνα, όταν μικρέψουν οι μέρες.

Πέρασαν μήνες, και ωρίμασαν τα σπαρτά, και οι στρατιώτες γεωργοί τα θέρισαν, και τα έβαλαν στις αποθήκες που είχαν χτίσει οι στρατιώτες χτίστες.

Και όποιος είχε αμπέλι, έλαβε διαταγή από το Βασιλόπουλο να το κλαδέψει και να το θειαφώσει, για να καταστρέψει την ψώρα που για χρόνια μάραινε τα κλήματα, όπου η αγουρίδα σάπιζε χωρίς να ωριμάζει.

Και τόσο καλά δούλεψαν οι στρατιώτες ξυλοκόποι, που αν κι επτά καράβια ανεβοκατέβαιναν το ποτάμι, πλήθος ξύλα περίσσευαν, στοιβαγμένα στις όχθες του ποταμού, και δεν πρόφθαινε ο πρωτομάστορης να τα δουλέψει και να τα καρφώσει.

Τα είδε το Βασιλόπουλο που γέμιζαν τον τόπο, και στοχάστηκε να τα χρησιμοποιήσει αμέσως. Έβαλε και τα φόρτωσαν μια μέρα σε τρία καράβια, κι έδωσε διαταγή του Πολύκαρπου να πάγει με μερικούς στρατιώτες να τα πουλήσει στο γειτονικό βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά.

Κι ενώ για καλό και για κακό φύλαγαν τέσσερα καράβια στο ποτάμι, τ' άλλα τρία έκαναν πανιά, και καμαρωτά ξεκίνησαν για το βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά.

Σάστισε σαν το έμαθε ο Άρχοντας, και ρώτησε τι έπαθαν οι Μοιρολάτρες και αγόραζαν αρνιά και πουλούσαν ξύλα. Αλλά ο Πολύκαρπος χαμογέλασε μόνο, πήρε τα φλουριά, και γύρισε με τα τρία καράβια κι έδωσε τα φλουριά στο Βασιλόπουλο, που καταχαρούμενο τα φύλαξε στην πέτσινη ζώνη, για τις ερχόμενες ανάγκες του κράτους.

Έτσι ήλθε ο χειμώνας, έπεσαν τα φύλλα των δέντρων, έφυγαν τ' αγριόπουλα, κρύφθηκαν τ' αγρίμια και σκεπάστηκε ο τόπος χιόνια.

Τότε άνοιξε τις αποθήκες του το Βασιλόπουλο, έβγαλε το σιτάρι και το έδωσε στους χωρικούς που το κουβάλησαν στους μύλους, και αφού το άλεσαν, μοίρασαν το αλεύρι στις γυναίκες που το ζύμωναν κι έκαναν ψωμί.

Μοίρασε τότε τις σοδειές του, κι έτσι πέρασε ο χειμώνας χωρίς να πεινάσει κανένας.

Τα παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν και να δουλεύουν, και μάθαιναν να τραβούν το τόξο και να ρίχνουν το κοντάρι.

ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (2) J'. WORK (2) J'. PRACA (2)

— Και πού να βρούμε υφάσματα; ρώτησαν οι γυναίκες. - And where can we find textiles? the women asked.

— Να τα φάνετε μόνες σας. - Eat them yourself.

— Και πού να βρούμε νήμα; - And where can we find thread?

— Να το κλώσετε σεις! - You guys kick it!

— Αχ, Βασιλόπουλο μου! - Oh, my little king! αποκρίθηκαν οι γυναίκες. the women responded. Είμαστε φτωχοί άνθρωποι και δεν έχομε πρόβατα. We are poor people and we have no sheep. Πού να βρούμε μαλλί; Where can we get wool?

Τότε το Βασιλόπουλο άνοιξε την πολύτιμη πέτσινη ζώνη του κι έβγαλε μερικά φλουριά, κι έστειλε τον Πολύκαρπο, μ' ένα-δυο στρατιώτες, στο βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά ν' αγοράσουν αρνιά και πρόβατα. Then Vassilopoulos opened his precious leather belt and took out some coins, and sent Polycarp, with a couple of soldiers, to the kingdom of his cousin the King to buy lambs and sheep.

Και όταν έφεραν πίσω το κοπάδι, το Βασιλόπουλο πρόσταξε να κόψουν το μαλλί και να το μοιράσουν στις γυναίκες, για να το κλώσουν και να το φάνουν, και ύστερα να κόψουν και να ράψουν ρούχα. And when they brought back the flock, Vassilopoulos commanded the wool to be cut and distributed to the women, that they might spin it and eat it, and then cut and sew clothes.

Φώναξε και όλα τα κορίτσια, και τους είπε ν' αρμέξουν τις προβατίνες, και, με τη συμβουλή της κυρα-Φρόνησης, να φτιάσουν βούτυρο και τυρί, να τ' αλατίσουν και να τα φυλάξουν για το χειμώνα, σαν έλθουν τα χιόνια. He called all the girls, and told them to milk the ewes, and, with the advice of Mrs. Spring, to make butter and cheese, and to salt and store them for the winter, when the snows come.

Μια μέρα, εκεί που περνούσε από το δάσος, το Βασιλόπουλο είδε κρεμασμένο στο κλαδί ενός δέντρου, σα μεγάλο χοντρό τσαμπί, ένα ολόκληρο μελίσσι. One day, as he was passing through the forest, Vassilopoulos saw a whole beehive hanging on the branch of a tree, like a big fat bunch of bees. Η ιδέα του ήλθε τότε να κάνει μέλι, μαζεύοντας σε κυψέλες τις σκορπισμένες μέλισσες. The idea then came to him to make honey by collecting scattered bees in hives.

Πήρε λοιπόν κοφίνια, και με μερικούς στρατιώτες γύρισε τους λόγγους και τους κάμπους, και μάζεψε από τις δεντροκουφάλες και τους βράχους όσες μελισσοφωλιές βρήκε, κι έφερε κι έστησε τα κοφίνια του στην είσοδο του δάσους. So he took baskets, and with some soldiers he went round the hills and the plains, and gathered from the tree-tops and the rocks as many beehives as he found, and brought and set up his baskets at the entrance of the forest.

Και οι μέλισσες έκαναν τόσο μέλι, που αποφάσισε το Βασιλόπουλο να το μαζέψει και να το βάλει στις αποθήκες του για το χειμώνα. And the bees made so much honey that Vassilopoulos decided to collect it and put it in his storerooms for the winter.

Μα πώς να πάρει τις μελόπιτες; But how to get the gingerbread?

— Κάπνισε τις κυψέλες με θειάφι, Αφέντη, είπε ένα παλικάρι που είχε γυρίσει από τα ξένα. - Smoke the hives with sulphur, Master, said a lad who had returned from abroad. Θα ψοφήσουν οι μέλισσες και τότε με την ησυχία σου μαζεύεις το μέλι. The bees will die and then you can collect the honey in peace. Έτσι το κάνουν στη Φραγκιά. That's how they do it in Frangia.

— Γιατί να σκοτώσομε τις μέλισσες; αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - Why should we kill the bees?replied Vassilopoulos. Κρίμα δεν είναι; Να τις αυξήσομε πρέπει, απεναντίας. It's a shame, isn't it? We must increase them, on the contrary.

Και αναποδογυρίζοντας μια γεμάτη κυψέλη, την εσκέπασε μ' ένα άδειο κοφίνι, και, με μικρά χτυπήματα απ' έξω από το γεμάτο μελισσώνα, έδιωξε όλες τις μέλισσες στο αδειανό κοφίνι, το σκέπασε ύστερα, και το έστησε στη θέση του άλλου. And turning a full hive upside down, he covered it with an empty hive, and, with little blows from outside the full hive, he drove all the bees into the empty hive, then covered it, and set it up in place of the other.

— Να πώς μαζεύομε εύκολα το μέλι χωρίς να σκοτώνομε τις πολύτιμες εργάτριες, είπε το Βασιλόπουλο. - That's how we can easily collect the honey without killing the precious workers, said Vasilopoulos.

Στράγγισε το μέλι σε κουμνιά, και το κερί το έδωσε να το κάνουν λαμπάδες, για να φωτίζονται το χειμώνα, όταν μικρέψουν οι μέρες. He drained the honey into bundles, and gave the wax to make candles, to be lit in winter when the days grow short.

Πέρασαν μήνες, και ωρίμασαν τα σπαρτά, και οι στρατιώτες γεωργοί τα θέρισαν, και τα έβαλαν στις αποθήκες που είχαν χτίσει οι στρατιώτες χτίστες. Months passed, and the crops ripened, and the soldiers farmers harvested them, and put them in the storehouses that the soldiers builders had built.

Και όποιος είχε αμπέλι, έλαβε διαταγή από το Βασιλόπουλο να το κλαδέψει και να το θειαφώσει, για να καταστρέψει την ψώρα που για χρόνια μάραινε τα κλήματα, όπου η αγουρίδα σάπιζε χωρίς να ωριμάζει. And whoever had a vineyard, received an order from Vassilopoulos to prune it and harvest it, in order to destroy the scab that for years had been eating away at the vines, where the grapes were rotting without ripening.

Και τόσο καλά δούλεψαν οι στρατιώτες ξυλοκόποι, που αν κι επτά καράβια ανεβοκατέβαιναν το ποτάμι, πλήθος ξύλα περίσσευαν, στοιβαγμένα στις όχθες του ποταμού, και δεν πρόφθαινε ο πρωτομάστορης να τα δουλέψει και να τα καρφώσει. And so well did the soldiers woodcutters work, that although seven ships were going up and down the river, there was plenty of wood left over, piled up on the banks of the river, and the foreman did not have time to work and nail them.

Τα είδε το Βασιλόπουλο που γέμιζαν τον τόπο, και στοχάστηκε να τα χρησιμοποιήσει αμέσως. Vassilopoulos saw them filling the place, and thought to use them at once. Έβαλε και τα φόρτωσαν μια μέρα σε τρία καράβια, κι έδωσε διαταγή του Πολύκαρπου να πάγει με μερικούς στρατιώτες να τα πουλήσει στο γειτονικό βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά. One day they loaded them into three ships, and ordered Polycarp to go with some soldiers to sell them to the neighbouring kingdom of the cousin King.

Κι ενώ για καλό και για κακό φύλαγαν τέσσερα καράβια στο ποτάμι, τ' άλλα τρία έκαναν πανιά, και καμαρωτά ξεκίνησαν για το βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά. And while for better or for worse four ships were guarding the river, the other three set sail, and set sail for the kingdom of the cousin King.

Σάστισε σαν το έμαθε ο Άρχοντας, και ρώτησε τι έπαθαν οι Μοιρολάτρες και αγόραζαν αρνιά και πουλούσαν ξύλα. He was astonished when the Lord heard of it, and asked what was the matter with the Moorish people, and they bought lambs and sold wood. Αλλά ο Πολύκαρπος χαμογέλασε μόνο, πήρε τα φλουριά, και γύρισε με τα τρία καράβια κι έδωσε τα φλουριά στο Βασιλόπουλο, που καταχαρούμενο τα φύλαξε στην πέτσινη ζώνη, για τις ερχόμενες ανάγκες του κράτους. But Polycarp only smiled, took the coins, and returned with the three ships and gave the coins to Vassilopoulos, who kept them in the stone belt for the coming needs of the state.

Έτσι ήλθε ο χειμώνας, έπεσαν τα φύλλα των δέντρων, έφυγαν τ' αγριόπουλα, κρύφθηκαν τ' αγρίμια και σκεπάστηκε ο τόπος χιόνια. So winter came, the leaves of the trees fell, the wild birds left, the wild animals hid and the place was covered with snow.

Τότε άνοιξε τις αποθήκες του το Βασιλόπουλο, έβγαλε το σιτάρι και το έδωσε στους χωρικούς που το κουβάλησαν στους μύλους, και αφού το άλεσαν, μοίρασαν το αλεύρι στις γυναίκες που το ζύμωναν κι έκαναν ψωμί. Then Vasilopoulos opened his storehouses, took out the wheat and gave it to the peasants who carried it to the mills, and after grinding it, they distributed the flour to the women who kneaded it and made bread.

Μοίρασε τότε τις σοδειές του, κι έτσι πέρασε ο χειμώνας χωρίς να πεινάσει κανένας. He then distributed his crops, and so the winter passed without anyone going hungry.

Τα παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν και να δουλεύουν, και μάθαιναν να τραβούν το τόξο και να ρίχνουν το κοντάρι. The children were learning to read and work, and learning to draw the bow and throw the stick.