×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (1)

ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (1)

Οι πρόσκοποι γύριζαν εκείνη την ώρα κι έφερναν την είδηση πως οι εχθροί ήταν σκορπισμένοι άλλοι εδώ και άλλοι

εκεί, πως η πεδιάδα όλη ήταν σπαρμένη με τ' άρματα που είχαν ρίξει φεύγοντας, και πως ο θείος Βασιλιάς, από το κακό του και το θυμό του, είχε αρρωστήσει και είχε φωνάξει από την πατρίδα του το μεγαλύτερο σοφό να τον γιατρέψει. Λογάριαζε, λέει, μόλις γίνει καλά, να σηκώσει καινούριο στρατό και να ξαναρχίσει τον πόλεμο.

Το Βασιλόπουλο έβαλε τότε ανθρώπους να μαζέψουν τα σκορπισμένα όπλα του εχθρού. Ύστερα έστειλε τον Πολύκαρπο στη χώρα ν' αγοράσει σιτάρι, κριθάρι, και ό,τι άλλο μπορούσε να σπείρει. Άλλους έστειλε σε όλο το βασίλειο ν' αγοράσουν από τους χωρικούς τα βόδια τους και τ' αλέτρια, που για χρόνια σκούριαζαν στους ερειπωμένους στάβλους.

Και βλέποντας τους στρατιώτες που με δεμένα χέρια κάθουνταν και κουβέντιαζαν ή ξαπλωμένοι στον ήλιο έχασκαν ή σεργιάνιζαν στην ακροποταμιά, τους φώναξε όλους και τους είπε:

— Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε.

Και παίρνοντας μια τσάπα, θέλησε να σκάψει το χώμα, δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα.

Αλλά οι στρατιώτες δεν τον άφησαν.

— Όχι σήμερα, Αφέντη, του είπαν, δεν κάνει με το πληγωμένο σου χέρι και το δεμένο σου κεφάλι! Άφησε μας να κάνομε μείς αυτή τη δουλειά. Εσύ πρόσταξε μας μονάχα από πού ν' αρχίσομε.

Αφού λοιπόν τους έστρωσε όλους στη δουλειά, πήρε πάλι το δρόμο της χώρας και από κει τράβηξε στου δασκάλου το σπίτι.

Βρήκε πάλι δυοτρία πεινασμένα παιδιά, που πότιζαν κι έσκαβαν το περιβόλι του «Σχολείου του Κράτους», ενώ στο σπίτι μέσα ο δάσκαλος, ξαπλωμένος σε δυο καρέγλες, με το χέρι ακουμπισμένο σε τρίτη, διάβαζε την «Κύρου Ανάβαση».

— Α, όχι, αυτό δεν κάνει πια! είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ήρθε η ώρα όπου όλοι θα δουλέψουμε, και συ με τους άλλους, κυρδάσκαλε.

Ο δάσκαλος παράτησε το βιβλίο του και με κάποια ειρωνεία ρώτησε:

— Τι δουλειά μπορώ εγώ να κάνω; Μήπως εγώ θα σιάξω τον τόπο;

— Ναι, εσύ κι εγώ και όλοι μας θα σιάξομε τον τόπο, διορθώνοντας όμως πρώτα-πρώτα τον εαυτό μας! είπε θυμωμένα το Βασιλόπουλο.

— Και σαν τι να κάμω εγώ;

— Να εργαστείς αντί να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια!

Ο δάσκαλος σηκώθηκε ντροπιασμένος.

— Έχεις δουλειά να μου δώσεις; ρώτησε.

— Δουλειά όση θέλεις, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Πρώταπρώτα να πάρεις αμέσως τα παιδιά αυτά που δουλεύουν στο περιβόλι σου και να έλθεις μαζί μου.

Πήρε ο δάσκαλος τα παιδιά και ακολούθησε το Βασιλόπουλο στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη, όπου πλήθος αγόρια και κορίτσια πήγαιναν κι έρχουνταν, κουβαλώντας σίδερο από το μεταλλείο στο σιδηρουργείο.

— Γεια σου, Αφέντη, είπε χαρούμενος ο Κακομοιρίδης. Για δες τι καλό που έκανε το παράδειγμα του πρώτου ζητιάνου που ήλθε να δουλέψει! Όλη η χώρα τώρα θέλει να μου στείλει τα παιδιά της, για να κερδίζουν, λέει, τουλάχιστον το ψωμί τους. Και δεν ξέρω πώς να θρέψω τόσον κόσμον! Παν να τελειώσουν οι σοδειές μου!

Και με το σφυρί του, ακούραστα χτυπούσε το σίδερο απάνω στο αμόνι.

— Δεν πειράζει, Κακομοιρίδη, είπε το Βασιλόπουλο. Το δάσος είναι απ' έξω από το σπίτι σου κι έχει πλήθος ελάφια, λαγούς, κουνέλια και αγριόπουλα, και ο κάμπος είναι γεμάτος αγριοράδικα.

Και γυρνώντας στα παιδιά, που με απορία κοίταζαν το μαντιλοδεμένο του κεφάλι και το κρεμασμένο του χέρι:

— Ποιος από σας ξέρει να τραβήξει σφενδόνα; ρώτησε.

Όλα ήξεραν. Η σφενδόνα ήταν το μόνο τους παιχνίδι.

Το Βασιλόπουλο γύρισε στο δάσκαλο.

— Γράφε λοιπόν, κυρλογιότατε, είπε.

Και υπαγόρευσε το πρόγραμμα, κι έγραψε ο δάσκαλος:

Δυο ώρες το πρωί και άλλες δυο το απόγεμα δουλειά στο μεταλλείο· κάθε παιδί θα κουβαλά σίδερο στο σπίτι του Κακομοιρίδη. Άλλη μια ώρα το πρωί και μια το απόγεμα, μάθημα· θα παραδίνει ο δάσκαλος μέσα στο δάσος, όταν δε βρέχει, και στο «Σχολείο του Κράτους», όταν είναι κακός καιρός. Και όλες οι άλλες ώρες θα μείνουν για το κυνήγι.

— Κάθε πρωί όλα τ' αγόρια θα μαθαίνουν να σαϊτεύουν, πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Στην αρχή θα σκοτώνουν λαγούς κι ελάφια, και σα μεγαλώσουν, θα σκοτώνουν τους εχθρούς της Πατρίδας.

— Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! φώναξαν μ' ενθουσιασμό τα παιδιά.

Και όλα μαζί έτρεξαν να φιλήσουν τα χέρια του, τα ρούχα του, ό,τι πρόφθαινε το καθένα.

— Και ποιος θα σκάβει το μεταλλείο; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Οι έτοιμες πέτρες τελείωσαν και τα παιδιά δεν μπορούν και να σκάβουν και να κουβαλούν.

— Στο μεταλλείο θα κατεβαίνουν οι φυλακισμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Αντί να σαπίζουν στη φυλακή, ας δουλεύουν για την ωφέλεια του κράτους. Μόνο με τη δουλειά μπορούν να ξαναγίνουν άνθρωποι.

Ο γερο-Κακομοιρίδης, μ' ένα-δυο μαραγκούς, είχε τελειώσει την ξύλινη κρεμαστή σκάλα και τα παιδιά ανεβοκατέβαιναν ελεύθερα στα πηγάδια.

— Και συ, είπε χαμογελώντας το Βασιλόπουλο στην κόρη του Κακομοιρίδη, που του έφερνε πάλι τον καφέ στο σιδερένιο κουπάκι, εσύ με τα κορίτσια θα βράζεις τη σούπα για όλον αυτόν τον κόσμο, την ώρα που η Βασιλοπούλα θα τη βράζει στο στρατόπεδο για όλο το στρατό.

Κι έτσι άρχισε από τα μικρότερα πράματα ως τα μεγαλύτερα η αναδιοργάνωση και η αναγέννηση στο βασίλειο των Μοιρολάτρων.

Από το στρατόπεδο των νικημένων εχθρών, το Βασιλόπουλο μάζεψε τις σκηνές και τα υλικά του πολέμου και τα μοίρασε στους δικούς του στρατιώτες. Από τους σκοτωμένους εχθρούς πήρε τα ρούχα και τα φύλαξε στο υπόγειο του παλατιού, για να τα μοιράσει πάλι το χειμώνα, όταν θα έρχουνταν το κρύο.

Ύστερα χώρισε τους στρατιώτες του σε τέσσερα τμήματα, κατά τη δουλειά που ήξερε ο καθένας πριν γίνει στρατιώτης. Οι γεωργοί όργωναν κι έσπερναν τα χωράφια, οι χτίστες έχτιζαν αποθήκες και μύλους και έστρωναν δρόμους, οι ξυλοκόποι και οι μαραγκοί έκοβαν δέντρα και δούλευαν στα καράβια του πρωτομάστορη, και οι σιδεράδες και κλειδαράδες δούλευαν στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη που τους διεύθυνε όλους.

Και κάθε πρωί, πριν αρχίσουν άλλη δουλειά, όλοι έβγαιναν στο κυνήγι, και με τα βέλη τους σκότωναν ελάφια, λαγούς, κουνέλια ή αγριοκάτσικα, και με τη σφενδόνα σκότωναν αγριόπουλα, ενώ οι γέροι, που δεν μπορούσαν να τρέχουν στα δάση και στα βουνά, έριχναν τα δίχτυα τους ή τις βόλτες στο ποτάμι και μάζευαν ψάρια.

Η Ειρηνούλα είχε κατέβει από το παλάτι με την πρώτη λέξη που της είχε πει ο αδελφός της. Όταν όμως είδε τόσο κυνήγι μαζεμένο και κοίταξε τις κατσαρόλες της που δε χωρούσαν παρά λίγα μικρόπουλα, κάθισε στο χόρτο και άρχισε τα κλάματα.

Έξαφνα ένα χέρι έπιασε το δικό της και μια λυπημένη φωνή μουρμούρισε:

— Μην κλαις, Βασιλοπούλα μου, πες μου τι μπορώ να σου κάνω!

— Αχ, Πολύκαρπε! αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Πού θα βράσω τόσα ελάφια και τόσα αγριοκάτσικα; Ούτε το κεφάλι τους δε χωρεί στον τέντζερέ μου!

Ο Πολύκαρπος σηκώθηκε ευθύς, έτοιμος να τρέξει στην άκρη του βασιλείου, για να βρει το καζάνι που χρειάζουνταν για τη σούπα του στρατού, κι έτσι να στεγνώσει τα δάκρυα της Βασιλοπούλας του.

Αλλά δροσερό γέλιο ακούστηκε που τους σταμάτησε.

Μαζί γύρισαν και είδαν ένα κοριτσίστικο κεφάλι που τους γελούσε από μέσα από τα κλαδιά.

— Το καζάνι είναι δω, Ειρηνούλα, φέρε το κυνήγι σου. Και συ, Πολύκαρπε, έλα να μας ανάψεις φωτιά! είπε η Γνώση.

Έτρεξαν κοντά της και είδαν δυο μεγάλα καζάνια, που τα έσερναν μερικοί στρατιώτες. Η κυρα-Φρόνηση τους οδηγούσε, ενώ παρακάτω, η Ζήλιω και η Πικρόχολη, γελαστές κι ευχαριστημένες, όπως ποτέ ακόμα δεν τις είχε δει η Ειρηνούλα, κουβαλούσαν ένα μεγάλο πανέρι γεμάτο χόρτα και οπωρικά.

Σαστισμένη κοίταξε η Ειρηνούλα και ούτε να ρωτήσει δε σκέφτηκε, πώς βρέθηκαν εκεί οι αδελφές της.

Η Γνώση την είδε και άρχισε πάλι τα γέλια.

— Δεν περίμενες να δεις τις αδελφές σου μαζί μας, είπε, ε, Ειρηνούλα; Χάθηκαν μέσα στα δάση και πείνασαν και κρύωσαν, και τότε θυμήθηκαν το παλάτι και θέλησαν να γυρίσουν πίσω. Μα δεν ήξεραν το δρόμο. Τη νύχτα ακούσαμε τα κλάματα τους και βγήκαμε από τη δεντροκουφάλα μας, η μάνα μου κι εγώ. Τους δώσαμε να φάγουν, τους στρώσαμε να κοιμηθούν, και πρωί-πρωί αρχίσαμε μαζί τη δουλειά. Γιατί σε μας, ξέρεις, όλοι πρέπει να δουλεύουν.

— Μα πού βρήκες τα καζάνια; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Η μάνα μου πήγε και τα ξετρύπωσε από μέσα από τα ερείπια που ήταν, στα παλιά χρόνια, τα δημόσια λουτρά, αποκρίθηκε η Γνώση. Σκέφτηκε η μάνα μου πως εκείνα τα καζάνια, που ήταν αρκετά μεγάλα για να ζεσταίνουν τόσο νερό, θα ήταν καλά για να ψήσουν πολύ φαγί. Ο καιρός και η σκουριά τα είχαν τρυπήσει κάμποσο, μα ο Κακομοιρίδης είναι επιτήδειος τεχνίτης κι εύκολα τα μπάλωσε.

Η κυρα-Φρόνηση είχε στήσει τα καζάνια της, ο Πολύκαρπος άναψε φωτιά, και όλα μαζί τα κορίτσια ετοίμασαν τη σούπα του στρατού.

Τόση πολλή δουλειά είχε η καθεμιά, που η Ζήλιω και η Πικρόχολη ξέχασαν να μαλώσουν.

— Τι γίνηκαν οι παρακόρες; ρώτησε η Ειρηνούλα, μια στιγμή που βρέθηκε με τη Ζήλιω κοντά στο ίδιο καζάνι.

— Αχ! Μη μου τις θυμίζεις πια! αποκρίθηκε ανατριχιάζοντας η Ζήλιω. Αυτές μας άναψαν τα μυαλά να φύγομε. Και σαν είδαν πως το μετανοιώσαμε, πήραν ό,τι είχαμε και χάθηκαν και μας άφησαν στη μοίρα μας.

— Και σεις, τι κάνατε; ρώτησε η Ειρηνούλα με συμπάθεια.

— Στην αρχή πιαστήκαμε αναμεταξύ μας. Η μια έλεγε πως η άλλη έφταιγε. Μ' αφού δαρθήκαμε καλά-καλά και μαλλιοκουβαριαστήκαμε, και χύσαμε όσα δάκρυα είχαν τα μάτια μας, είπαμε πως καλύτερα ήταν να παύσομε τους καβγάδες και να γυρέψομε το δρόμο μας. Και μαζί φθάσαμε κοντά στη Γνώση, που άκουσε τα κλάματα μας και βγήκε και μας παρηγόρησε και μας φιλοξένησε.

— Αχ, Ζήλιω! είπε η Ειρηνούλα. Δεν μπορείτε να ξεμάθετε τα μαλώματα;

— Μόνες μας αδύνατο! είπε η Ζήλιω. Αλλά η Γνώση λέγει πως έχει ένα γιατρικό και θα μας το δώσει.

— Τι γιατρικό;

— Δεν ξέρω. Κάθε φορά που πήγα να τη ρωτήσω μου έδωσε αμέσως μια βιαστική δουλειά. Και σαν την τελείωνα και ξαναπήγαινα να τη ρωτήσω, μου έδινε ευθύς μιαν άλλη βιαστική δουλειά. Κι έτσι ακόμα δεν πρόφθασε να μου το πει. Το ίδιο και με την Πικρόχολη.

Και το βράδυ, όταν τελείωσε η δουλειά και όλοι πήγαν να κοιμηθούν, η κούραση τους ήταν τέτοια, που πάλι ξέχασαν να μαλώσουν οι δυο αδελφές.

Κι έτσι πέρασαν μερικές μέρες.

Το Βασιλόπουλο έστελνε τακτικά προσκόπους, να μαθαίνουν τι έκαναν οι εχθροί. Αλλά ο θείος Βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι τόσο θυμωμένος, που δεν μπορούσε να γιάνει. Και οι λίγοι στρατιώτες του, που γλίτωσαν από τη μάχη, αντί να συμμαζευθούν γύρω του, όλο κι έφευγαν μακρύτερα, ξαναπερνώντας τα σύνορα κι επιστρέφοντας στα σπίτια τους.

Κάθε μέρα λοιπόν το Βασιλόπουλο μοίραζε στους στρατιώτες του τα όπλα που ολοένα του έφτιανε ο Κακομοιρίδης, και τους γύμναζε στο τόξο και στη λόγχη. Και κάθε μέρα προχωρούσε η δουλειά του πρωτομάστορη, και τα καράβια, από τρία που ήταν στην αρχή, γίνηκαν πέντε, έτοιμα να ριχθούν στον ποταμό.

Και πέρασαν μερικές εβδομάδες.

Τα σπαρτά είχαν φυτρώσει και οι στρατιώτες χωρικοί θέλησαν να φυτέψουν ελιές, αχλαδιές, μηλιές, και ύστερα θέλησαν να βάλουν μερικά λαχανικά. Μα δεν έφθαναν τα χέρια για να καλλιεργήσουν τόσα χωράφια, και όσοι είχαν αγόρια ή αδέλφια στα ξένα άρχισαν να λυπούνται πως άδειασε ο τόπος από χέρια γερά.

— Και δεν τους γράφετε να ξαναγυρίσουν; τους είπε το Βασιλόπουλο, που δεν έφευγε πια από ανάμεσα τους.

Και όσοι ήξεραν γράμματα κάθισαν κι έγραψαν. Και όσοι δεν ήξεραν είπαν του δασκάλου και τους έκανε γράμμα στο παιδί τους ή στον αδελφό ή στον πατέρα τους, και λίγο-λίγο έφθαναν μερικοί ξενιτεμένοι και χρειάστηκαν και άλλα όπλα και άλλα ρούχα και περισσότερο φαγί.

Τότε πήγε το Βασιλόπουλο στη χώρα και στα χωριά και μίλησε με τις γυναίκες και τους είπε:

— Τι κάθεστε άεργες και μένετε στα σπίτια σας; Οι άντρες σας βρίσκονται στο στρατόπεδο, και δουλεύουν στα χωράφια, και στρώνουν δρόμους, και φτιάνουν καράβια, και χτίζουν μύλους και αποθήκες. Γιατί δεν έρχεστε και σεις να βοηθήσετε στο μαγείρεμα της σούπας, και να ράψετε ρούχα, για να έχουνε οι άντρες σας να ντυθούν το χειμώνα;

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (1) I7|work J'. TRABAJO (1) J'. PRACA (1) XVII. WORK (1)

Οι πρόσκοποι γύριζαν εκείνη την ώρα κι έφερναν την είδηση πως οι εχθροί ήταν σκορπισμένοι άλλοι εδώ και άλλοι the|scouts|they were turning|that|the|time|and|they were bringing|the|news|that|the|enemies|they were|scattered|some|here|and|others The scouts were returning at that moment and brought the news that the enemies were scattered, some here and others there,

εκεί, πως η πεδιάδα όλη ήταν σπαρμένη με τ' άρματα που είχαν ρίξει φεύγοντας, και πως ο θείος Βασιλιάς, από το κακό του και το θυμό του, είχε αρρωστήσει και είχε φωνάξει από την πατρίδα του το μεγαλύτερο σοφό να τον γιατρέψει. |that|the|plain|whole|it was|sown|with|the|arms|that|they had|thrown|leaving|and|that|the|uncle|King|from|the|illness|his|and|the|anger|his|he had|fallen ill|and|he had|called|from|the|homeland|his|the|greatest|wise man|to|him|heal that the whole plain was strewn with the weapons they had dropped while fleeing, and that Uncle King, out of his distress and anger, had fallen ill and had called from his homeland the greatest sage to heal him. Λογάριαζε, λέει, μόλις γίνει καλά, να σηκώσει καινούριο στρατό και να ξαναρχίσει τον πόλεμο. he was calculating|he says|as soon as|he becomes|well|to|he will raise|new|army|and|to|he will start again|the|war He was planning, they say, as soon as he got better, to raise a new army and resume the war.

Το Βασιλόπουλο έβαλε τότε ανθρώπους να μαζέψουν τα σκορπισμένα όπλα του εχθρού. the|prince|he put|then|men|to|gather|the|scattered|weapons|of the|enemy The King then had people gather the scattered weapons of the enemy. Ύστερα έστειλε τον Πολύκαρπο στη χώρα ν' αγοράσει σιτάρι, κριθάρι, και ό,τι άλλο μπορούσε να σπείρει. then|he sent|the|Polykarpos|to the|country|to|buy|wheat|barley|and||else|he could|to|sow Then he sent Polycarp to the country to buy wheat, barley, and anything else that could be sown. Άλλους έστειλε σε όλο το βασίλειο ν' αγοράσουν από τους χωρικούς τα βόδια τους και τ' αλέτρια, που για χρόνια σκούριαζαν στους ερειπωμένους στάβλους. others|he sent|to|all|the|kingdom|to|buy|from|the|villagers|the|cattle|their|and|the|plows|that|for|years|they were rusting|in the|ruined|stables He sent others throughout the kingdom to buy the farmers' oxen and plows, which had been rusting in the ruined barns for years.

Και βλέποντας τους στρατιώτες που με δεμένα χέρια κάθουνταν και κουβέντιαζαν ή ξαπλωμένοι στον ήλιο έχασκαν ή σεργιάνιζαν στην ακροποταμιά, τους φώναξε όλους και τους είπε: and|seeing|the|soldiers|who|with|tied|hands|they were sitting|and|they were chatting|or|lying|in the|sun|they were gaping|or|they were strolling|along the|riverbank|them|he called|all|and|them|he said And seeing the soldiers sitting with their hands tied, chatting, or lying in the sun, gaping, or wandering by the riverside, he called them all and said:

— Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. come|patriots|let's go|to|we dig|the|fields — Come, patriots, let's go dig the fields. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε. when|to us|they bring|the|wheat|will|we will be|ready|to|it|we sow When they bring us the wheat, we will be ready to sow it.

Και παίρνοντας μια τσάπα, θέλησε να σκάψει το χώμα, δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. and|taking|a|shovel|he wanted|to|he digs|the|soil|giving|first|he|the|example And taking a hoe, he wanted to dig the soil, setting the example himself first.

Αλλά οι στρατιώτες δεν τον άφησαν. but|the|soldiers|not|him|they let But the soldiers did not let him.

— Όχι σήμερα, Αφέντη, του είπαν, δεν κάνει με το πληγωμένο σου χέρι και το δεμένο σου κεφάλι! no|today|master|to him|they said|not|it is possible|with|the|wounded|your|hand|and|the|tied|your|head — Not today, Master, they told him, it's not suitable with your wounded hand and your bandaged head! Άφησε μας να κάνομε μείς αυτή τη δουλειά. he let|us|to|we do|we|this|the|job Let us do this job. Εσύ πρόσταξε μας μονάχα από πού ν' αρχίσομε. you|command|us|only|from|where|to|we start You just command us where to start.

Αφού λοιπόν τους έστρωσε όλους στη δουλειά, πήρε πάλι το δρόμο της χώρας και από κει τράβηξε στου δασκάλου το σπίτι. since|therefore|them|he set|all|to the|work|he took|again|the|road|of the|country|and|from|there|he headed|to the|teacher's|the|house So after he set them all to work, he took the road back to the country and from there headed to the teacher's house.

Βρήκε πάλι δυοτρία πεινασμένα παιδιά, που πότιζαν κι έσκαβαν το περιβόλι του «Σχολείου του Κράτους», ενώ στο σπίτι μέσα ο δάσκαλος, ξαπλωμένος σε δυο καρέγλες, με το χέρι ακουμπισμένο σε τρίτη, διάβαζε την «Κύρου Ανάβαση». he found|again|two or three|hungry|children|that|they were watering|and|they were digging|the|garden|of the|School|of the|State|while|in the|house|inside|the|teacher|lying|on|two|chairs|with|the|hand|resting|on|third|he was reading|the|Cyrus|Anabasis He found again two or three hungry children, who were watering and digging in the garden of the 'State School', while inside the house the teacher, lying on two chairs with his hand resting on a third, was reading the 'Anabasis of Cyrus'.

— Α, όχι, αυτό δεν κάνει πια! Ah|no|this|not|it does|anymore — Ah, no, this won't do anymore! είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. he said|sternly|the|Prince the Prince said sternly. Ήρθε η ώρα όπου όλοι θα δουλέψουμε, και συ με τους άλλους, κυρδάσκαλε. it came|the|time|when|everyone|will|we will work|and|you|with|the|others|dear teacher The time has come when we will all work, and you with the others, dear teacher.

Ο δάσκαλος παράτησε το βιβλίο του και με κάποια ειρωνεία ρώτησε: the|teacher|he left|the|book|his|and|with|some|irony|he asked The teacher put down his book and asked with some irony:

— Τι δουλειά μπορώ εγώ να κάνω; Μήπως εγώ θα σιάξω τον τόπο; what|job|I can|I|to|I do|perhaps|I|will|I will fix|the|place — What work can I do? Am I going to fix the place?

— Ναι, εσύ κι εγώ και όλοι μας θα σιάξομε τον τόπο, διορθώνοντας όμως πρώτα-πρώτα τον εαυτό μας! yes|you|and|I|and|all|us|will|we will fix|the|place|correcting|however|||the|self|our — Yes, you and I and all of us will fix the place, but first we must correct ourselves! είπε θυμωμένα το Βασιλόπουλο. he said|angrily|the|Prince the Prince said angrily.

— Και σαν τι να κάμω εγώ; and|as|what|to|I do|I — And what should I do?

— Να εργαστείς αντί να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια! to|you work|instead|to|you sit|with|crossed|hands — Work instead of sitting with your arms crossed!

Ο δάσκαλος σηκώθηκε ντροπιασμένος. the|teacher|he got up|embarrassed The teacher stood up, embarrassed.

— Έχεις δουλειά να μου δώσεις; ρώτησε. you have|work|to|to me|you give|he asked — Do you have work for me? he asked.

— Δουλειά όση θέλεις, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. work|as much as|you want|he replied|the|prince — Work as much as you want, replied the Prince. Πρώταπρώτα να πάρεις αμέσως τα παιδιά αυτά που δουλεύουν στο περιβόλι σου και να έλθεις μαζί μου. first of all|to|you take|immediately|the|children|these|that|they work|in the|garden|your|and|to|you come|together|with me First, you need to immediately take those children who are working in your garden and come with me.

Πήρε ο δάσκαλος τα παιδιά και ακολούθησε το Βασιλόπουλο στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη, όπου πλήθος αγόρια και κορίτσια πήγαιναν κι έρχουνταν, κουβαλώντας σίδερο από το μεταλλείο στο σιδηρουργείο. he took|the|teacher|the|children|and|he followed|the|prince|to the|blacksmith shop|of the|Kakomiridis|where|crowd|boys|and|girls|they were going|and|they were coming|carrying|iron|from|the|mine|to the|forge The teacher took the children and followed the Prince to the blacksmith's shop of Kakomiridis, where a crowd of boys and girls were coming and going, carrying iron from the mine to the forge.

— Γεια σου, Αφέντη, είπε χαρούμενος ο Κακομοιρίδης. hello|to you|master|he said|happy|the|Kakomiridis — Hello, Master, said Kakomiridis happily. Για δες τι καλό που έκανε το παράδειγμα του πρώτου ζητιάνου που ήλθε να δουλέψει! for|see|what|good|that|he did|the|example|of the|first|beggar|that|he came|to|work Look at the good that the example of the first beggar who came to work did! Όλη η χώρα τώρα θέλει να μου στείλει τα παιδιά της, για να κερδίζουν, λέει, τουλάχιστον το ψωμί τους. all|the|country|now|she wants|to|to me|send|the|children|her|for|to|they earn|she says|at least|the|bread|their Now the whole country wants to send me its children, so they can earn, they say, at least their bread. Και δεν ξέρω πώς να θρέψω τόσον κόσμον! and|not|I know|how|to|I feed|so many|people And I don't know how to feed so many people! Παν να τελειώσουν οι σοδειές μου! they go|to|they finish|the|harvests|my Let my harvests finish!

Και με το σφυρί του, ακούραστα χτυπούσε το σίδερο απάνω στο αμόνι. and|with|the|hammer|his|tirelessly|he was hitting|the|iron|on|the|anvil And with his hammer, he tirelessly struck the iron on the anvil.

— Δεν πειράζει, Κακομοιρίδη, είπε το Βασιλόπουλο. not|it matters|poor thing|he said|the|prince — It doesn't matter, Kakomiridis, said the Prince. Το δάσος είναι απ' έξω από το σπίτι σου κι έχει πλήθος ελάφια, λαγούς, κουνέλια και αγριόπουλα, και ο κάμπος είναι γεμάτος αγριοράδικα. the|forest|is|from|outside|from|the|house|your|and|it has|multitude|deer|hares|rabbits|and|wild boars|and|the|plain|is|full of|wild greens The forest is outside your house and it has plenty of deer, hares, rabbits, and wild boars, and the plain is full of wild radishes.

Και γυρνώντας στα παιδιά, που με απορία κοίταζαν το μαντιλοδεμένο του κεφάλι και το κρεμασμένο του χέρι: and|turning|to the|children|who|with|wonder|they were looking at|the|headscarfed|his|head|and|the|hanging|his|hand And turning to the children, who were looking at his head wrapped in a scarf and his hanging arm with curiosity:

— Ποιος από σας ξέρει να τραβήξει σφενδόνα; ρώτησε. who|from|you|knows|to|pull|slingshot|he asked — Who among you knows how to use a slingshot? he asked.

Όλα ήξεραν. all|they knew Everyone knew. Η σφενδόνα ήταν το μόνο τους παιχνίδι. the|slingshot|it was|the|only|their|game The slingshot was their only game.

Το Βασιλόπουλο γύρισε στο δάσκαλο. the|prince|he turned|to the|teacher The Prince turned to the teacher.

— Γράφε λοιπόν, κυρλογιότατε, είπε. write|therefore|Mr Priest|he said — So write, dear sir, he said.

Και υπαγόρευσε το πρόγραμμα, κι έγραψε ο δάσκαλος: and|he dictated|the|program|and|he wrote|the|teacher And he dictated the schedule, and the teacher wrote:

Δυο ώρες το πρωί και άλλες δυο το απόγεμα δουλειά στο μεταλλείο· κάθε παιδί θα κουβαλά σίδερο στο σπίτι του Κακομοιρίδη. two|hours|the|morning|and|other|two|the|afternoon|work|in the|mine|every|child|will|carry|iron|to the|house|of the|Kakomiridis Two hours in the morning and another two in the afternoon working in the mine; each child will carry iron to the house of Kakomiridis. Άλλη μια ώρα το πρωί και μια το απόγεμα, μάθημα· θα παραδίνει ο δάσκαλος μέσα στο δάσος, όταν δε βρέχει, και στο «Σχολείο του Κράτους», όταν είναι κακός καιρός. another|one|hour|the|morning|and|one|the|afternoon|lesson|will|he teaches|the|teacher|inside|in the|forest|when|not|it rains|and|in the|School|of the|State|when|it is|bad|weather One more hour in the morning and one in the afternoon, lessons; the teacher will teach in the forest when it doesn't rain, and at the 'State School' when the weather is bad. Και όλες οι άλλες ώρες θα μείνουν για το κυνήγι. and|all|the|other|hours|will|remain|for|the|hunting And all the other hours will be left for hunting.

— Κάθε πρωί όλα τ' αγόρια θα μαθαίνουν να σαϊτεύουν, πρόσταξε το Βασιλόπουλο. every|morning|all|the|boys|will|learn|to|shoot arrows|commanded|the|Prince — Every morning all the boys will learn to shoot arrows, commanded the Prince. Στην αρχή θα σκοτώνουν λαγούς κι ελάφια, και σα μεγαλώσουν, θα σκοτώνουν τους εχθρούς της Πατρίδας. in the|beginning|will|they will kill|hares|and|deer|and|when|they grow up|will|they will kill|the|enemies|of the|Homeland At first, they will kill rabbits and deer, and as they grow up, they will kill the enemies of the Homeland.

— Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! long live|the|Prince|our — Long live our Prince! φώναξαν μ' ενθουσιασμό τα παιδιά. they shouted|me|with enthusiasm|the|children The children shouted with enthusiasm.

Και όλα μαζί έτρεξαν να φιλήσουν τα χέρια του, τα ρούχα του, ό,τι πρόφθαινε το καθένα. and|all|together|they ran|to|kiss|the|hands|his|the|clothes|his||he/she managed|the|each one And all together they ran to kiss his hands, his clothes, whatever each one could reach.

— Και ποιος θα σκάβει το μεταλλείο; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. and|who|will|will dig|the|mine|he asked|the|Kakomiridis — And who will dig the mine? asked Kakomiridis. Οι έτοιμες πέτρες τελείωσαν και τα παιδιά δεν μπορούν και να σκάβουν και να κουβαλούν. the|ready|stones|they finished|and|the|children|not|they can|and|to|dig|and|to|carry The ready stones are finished and the children cannot dig and carry at the same time.

— Στο μεταλλείο θα κατεβαίνουν οι φυλακισμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. in the|mine|will|they descend|the|prisoners|he replied|the|Prince — The prisoners will go down to the mine, replied the Prince. Αντί να σαπίζουν στη φυλακή, ας δουλεύουν για την ωφέλεια του κράτους. instead of|to|they rot|in the|prison|let them|they work|for|the|benefit|of the|state Instead of rotting in prison, they should work for the benefit of the state. Μόνο με τη δουλειά μπορούν να ξαναγίνουν άνθρωποι. only|with|the|work|they can|to|they become again|people Only through work can they become human again.

Ο γερο-Κακομοιρίδης, μ' ένα-δυο μαραγκούς, είχε τελειώσει την ξύλινη κρεμαστή σκάλα και τα παιδιά ανεβοκατέβαιναν ελεύθερα στα πηγάδια. the|||with|||carpenters|he had|finished|the|wooden|hanging|ladder|and|the|children|they went up and down|freely|in the|wells Old Kakomiridis, with one or two carpenters, had finished the wooden hanging ladder and the children were freely going up and down the wells.

— Και συ, είπε χαμογελώντας το Βασιλόπουλο στην κόρη του Κακομοιρίδη, που του έφερνε πάλι τον καφέ στο σιδερένιο κουπάκι, εσύ με τα κορίτσια θα βράζεις τη σούπα για όλον αυτόν τον κόσμο, την ώρα που η Βασιλοπούλα θα τη βράζει στο στρατόπεδο για όλο το στρατό. and|you|he said|smiling|the|prince|to the|daughter|of the|Kakomiridis|who|to him|she was bringing|again|the|coffee|in the|iron|cup|you|with|the|girls|will|you will boil|the|soup|for|all|this|the|world|the|time|when|the|princess|will|the|she will boil|in the|camp|for|all|the|army — And you, said the Prince smiling to the daughter of Kakomiridis, who was bringing him coffee again in the iron cup, you with the girls will be boiling the soup for all these people, while the Princess will be boiling it in the camp for the whole army.

Κι έτσι άρχισε από τα μικρότερα πράματα ως τα μεγαλύτερα η αναδιοργάνωση και η αναγέννηση στο βασίλειο των Μοιρολάτρων. and|so|he started|from|the|smaller|things|to|the|larger|the|reorganization|and|the|revival|in the|kingdom|of the|Fatalists And so, from the smallest things to the largest, the reorganization and revival began in the kingdom of the Fatalists.

Από το στρατόπεδο των νικημένων εχθρών, το Βασιλόπουλο μάζεψε τις σκηνές και τα υλικά του πολέμου και τα μοίρασε στους δικούς του στρατιώτες. from|the|camp|of the|defeated|enemies|the|prince|he gathered|the|tents|and|the|materials|of the|war|and|them|he distributed|to the|own|his|soldiers From the camp of the defeated enemies, the Prince gathered the tents and the materials of war and distributed them to his own soldiers. Από τους σκοτωμένους εχθρούς πήρε τα ρούχα και τα φύλαξε στο υπόγειο του παλατιού, για να τα μοιράσει πάλι το χειμώνα, όταν θα έρχουνταν το κρύο. from|the|killed|enemies|he took|the|clothes|and|them|he stored|in the|basement|of the|palace|to|to|them|he will distribute|again|the|winter|when|will|they would come|the|cold From the dead enemies, he took the clothes and stored them in the palace basement, to distribute them again in the winter, when the cold would come.

Ύστερα χώρισε τους στρατιώτες του σε τέσσερα τμήματα, κατά τη δουλειά που ήξερε ο καθένας πριν γίνει στρατιώτης. then|he separated|the|soldiers|his|into|four|sections|according to|the|work|that|he knew|the|each|before|he became|soldier Then he divided his soldiers into four sections, according to the work that each one knew before becoming a soldier. Οι γεωργοί όργωναν κι έσπερναν τα χωράφια, οι χτίστες έχτιζαν αποθήκες και μύλους και έστρωναν δρόμους, οι ξυλοκόποι και οι μαραγκοί έκοβαν δέντρα και δούλευαν στα καράβια του πρωτομάστορη, και οι σιδεράδες και κλειδαράδες δούλευαν στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη που τους διεύθυνε όλους. the|farmers|they plowed|and|they sowed|the|fields|the|builders|they built|warehouses|and|mills|and|they paved|roads|the|lumberjacks|and|the|carpenters|they cut|trees|and|they worked|on the|ships|of the|master craftsman|and|the|blacksmiths|and|locksmiths|they worked|in the|blacksmith shop|of the|Kakomiridis|who|them|he directed|all The farmers plowed and sowed the fields, the builders constructed warehouses and mills and paved roads, the woodcutters and carpenters cut trees and worked on the master craftsman's ships, and the blacksmiths and locksmiths worked in the blacksmith shop of Kakomiridis who directed them all.

Και κάθε πρωί, πριν αρχίσουν άλλη δουλειά, όλοι έβγαιναν στο κυνήγι, και με τα βέλη τους σκότωναν ελάφια, λαγούς, κουνέλια ή αγριοκάτσικα, και με τη σφενδόνα σκότωναν αγριόπουλα, ενώ οι γέροι, που δεν μπορούσαν να τρέχουν στα δάση και στα βουνά, έριχναν τα δίχτυα τους ή τις βόλτες στο ποτάμι και μάζευαν ψάρια. and|every|morning|before|they start|another|work|all|they went out|to the|hunting|and|with|the|arrows|their|they killed|deer|hares|rabbits|or|wild goats|and|with|the|slingshot|they killed|wild piglets|while|the|old men|who|not|they could|to|run|in the|forests|and|in the|mountains|they cast|the|nets|their|or|the|strolls|in the|river|and|they gathered|fish And every morning, before starting any other work, everyone went hunting, and with their arrows they killed deer, hares, rabbits, or wild goats, and with the slingshot they killed wild piglets, while the old men, who could not run in the forests and mountains, cast their nets or fished in the river and gathered fish.

Η Ειρηνούλα είχε κατέβει από το παλάτι με την πρώτη λέξη που της είχε πει ο αδελφός της. the|Irinoula|she had|she had come down|from|the|palace|with|the|first|word|that|to her|he had|he said|the|brother|her Irinoula had come down from the palace with the first word her brother had said to her. Όταν όμως είδε τόσο κυνήγι μαζεμένο και κοίταξε τις κατσαρόλες της που δε χωρούσαν παρά λίγα μικρόπουλα, κάθισε στο χόρτο και άρχισε τα κλάματα. when|but|she saw|so|hunting|gathered|and|she looked|the|pots|her|that|not|they fit|except|few|little ones|she sat|on the|grass|and|she started|the|crying But when she saw so much hunting gathered and looked at her pots that could only hold a few little ones, she sat on the grass and began to cry.

Έξαφνα ένα χέρι έπιασε το δικό της και μια λυπημένη φωνή μουρμούρισε: suddenly|a|hand|it grabbed|the|own|her|and|a|sad|voice|it murmured Suddenly a hand grabbed hers and a sad voice murmured:

— Μην κλαις, Βασιλοπούλα μου, πες μου τι μπορώ να σου κάνω! don't|cry|princess|my|tell|me|what|I can|to|you|I do — Don't cry, my Princess, tell me what I can do for you!

— Αχ, Πολύκαρπε! oh|Polykarpos — Oh, Polycarp! αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. she replied|the|Irinoula Irinoula replied. Πού θα βράσω τόσα ελάφια και τόσα αγριοκάτσικα; Ούτε το κεφάλι τους δε χωρεί στον τέντζερέ μου! where|will|I boil|so many|deer|and|so many|wild goats|not even|the|head|their|not|fits|in the|pot|my Where will I boil so many deer and so many wild goats? Their heads won't even fit in my pot!

Ο Πολύκαρπος σηκώθηκε ευθύς, έτοιμος να τρέξει στην άκρη του βασιλείου, για να βρει το καζάνι που χρειάζουνταν για τη σούπα του στρατού, κι έτσι να στεγνώσει τα δάκρυα της Βασιλοπούλας του. the|Polykarpos|he got up|immediately|ready|to|he runs|to the|edge|of the|kingdom|to|to|he finds|the|pot|that|they needed|for|the|soup|of the|army|and|thus|to|he dries|the|tears|of the|princess|his Polykarpos immediately got up, ready to run to the edge of the kingdom to find the cauldron needed for the army's soup, thus drying the tears of his princess.

Αλλά δροσερό γέλιο ακούστηκε που τους σταμάτησε. but|cool|laughter|it was heard|that|them|it stopped But a cool laugh was heard that stopped them.

Μαζί γύρισαν και είδαν ένα κοριτσίστικο κεφάλι που τους γελούσε από μέσα από τα κλαδιά. together|they turned|and|they saw|a|girlish|head|that|to them|it was laughing|from|inside|through|the|branches Together they turned and saw a girl's head laughing at them from among the branches.

— Το καζάνι είναι δω, Ειρηνούλα, φέρε το κυνήγι σου. the|pot|is|here|Irinoula|bring|the|hunt|your — The pot is here, Irinoula, bring your game. Και συ, Πολύκαρπε, έλα να μας ανάψεις φωτιά! and|you|Polykarpos|come|to|us|you light|fire And you, Polykarpos, come and light the fire for us! είπε η Γνώση. she said|the|Knowledge said Knowledge.

Έτρεξαν κοντά της και είδαν δυο μεγάλα καζάνια, που τα έσερναν μερικοί στρατιώτες. they ran|near|to her|and|they saw|two|big|cauldrons|that|them|they were dragging|some|soldiers They ran close to her and saw two large cauldrons being dragged by some soldiers. Η κυρα-Φρόνηση τους οδηγούσε, ενώ παρακάτω, η Ζήλιω και η Πικρόχολη, γελαστές κι ευχαριστημένες, όπως ποτέ ακόμα δεν τις είχε δει η Ειρηνούλα, κουβαλούσαν ένα μεγάλο πανέρι γεμάτο χόρτα και οπωρικά. the|||them|she was leading|while|further down|the|Ziliou|and|the|Pikroholi|laughing|and|pleased|as|never|yet|not|them|she had|seen|the|Eirinoula|they were carrying|a|big|basket|full of|greens|and|vegetables Old Lady Fronisi was leading them, while further down, Zili and Pikroholi, laughing and pleased, as Eirini had never seen them before, were carrying a large basket full of greens and fruits.

Σαστισμένη κοίταξε η Ειρηνούλα και ούτε να ρωτήσει δε σκέφτηκε, πώς βρέθηκαν εκεί οι αδελφές της. stunned|she looked|the|Eirinoula|and|not even|to|ask|not|she thought|how|they ended up|there|the|sisters|her Eirini looked in astonishment and didn't even think to ask how her sisters ended up there.

Η Γνώση την είδε και άρχισε πάλι τα γέλια. the|Gnosis|her|she saw|and|she started|again|the|laughter Knowledge saw her and started laughing again.

— Δεν περίμενες να δεις τις αδελφές σου μαζί μας, είπε, ε, Ειρηνούλα; Χάθηκαν μέσα στα δάση και πείνασαν και κρύωσαν, και τότε θυμήθηκαν το παλάτι και θέλησαν να γυρίσουν πίσω. not|you expected|to|see|the|sisters|your|together|us|she said|eh|Irinoula|they got lost|inside|in the|forests|and|they got hungry|and|they got cold|and|then|they remembered|the|palace|and|they wanted|to|return|back — You didn't expect to see your sisters with us, did you, Irinoula? They got lost in the woods and starved and froze, and then they remembered the palace and wanted to return. Μα δεν ήξεραν το δρόμο. but|not|they knew|the|road But they didn't know the way. Τη νύχτα ακούσαμε τα κλάματα τους και βγήκαμε από τη δεντροκουφάλα μας, η μάνα μου κι εγώ. the|night|we heard|the|cries|their|and|we went out|from|the|tree hollow|our|the|mother|my|and|I At night we heard their cries and came out of our tree hollow, my mother and I. Τους δώσαμε να φάγουν, τους στρώσαμε να κοιμηθούν, και πρωί-πρωί αρχίσαμε μαζί τη δουλειά. them|we gave|to|eat|them|we laid|to|sleep|and|||we started|together|the|work We gave them something to eat, we made them a place to sleep, and early in the morning we started working together. Γιατί σε μας, ξέρεις, όλοι πρέπει να δουλεύουν. because|to|us|you know|everyone|must|to|they work Because for us, you know, everyone has to work.

— Μα πού βρήκες τα καζάνια; ρώτησε η Ειρηνούλα. but|where|you found|the|cauldrons|she asked|the|Irinoula — But where did you find the cauldrons? asked Irinoula.

— Η μάνα μου πήγε και τα ξετρύπωσε από μέσα από τα ερείπια που ήταν, στα παλιά χρόνια, τα δημόσια λουτρά, αποκρίθηκε η Γνώση. the|mother|my|she went|and|the|she dug out|from|inside|from|the|ruins|that|they were|in the|old|years|the|public|baths|she replied|the|Gnosis — My mother went and dug them out from inside the ruins where they were, in the old days, the public baths, replied Knowledge. Σκέφτηκε η μάνα μου πως εκείνα τα καζάνια, που ήταν αρκετά μεγάλα για να ζεσταίνουν τόσο νερό, θα ήταν καλά για να ψήσουν πολύ φαγί. she thought|the|mother|my|that|those|the|cauldrons|that|they were|quite|large|to|to|they heat|so|water|will|they would be|good|to|to|they cook|a lot|food My mother thought that those cauldrons, which were big enough to heat so much water, would be good for cooking a lot of food. Ο καιρός και η σκουριά τα είχαν τρυπήσει κάμποσο, μα ο Κακομοιρίδης είναι επιτήδειος τεχνίτης κι εύκολα τα μπάλωσε. the|weather|and|the|rust|them|they had|pierced|quite a bit|but|the|Kakomiridis|he is|skilled|craftsman|and|easily|them|he patched up The weather and rust had corroded them somewhat, but Kakomiridis is a skilled craftsman and easily patched them up.

Η κυρα-Φρόνηση είχε στήσει τα καζάνια της, ο Πολύκαρπος άναψε φωτιά, και όλα μαζί τα κορίτσια ετοίμασαν τη σούπα του στρατού. the|||she had|set up|the|cauldrons|her|the|Polykarpos|he lit|fire|and|all|together|the|girls|they prepared|the|soup|of the|army Lady Fronisi had set up her cauldrons, Polykarpos lit a fire, and all the girls prepared the army's soup together.

Τόση πολλή δουλειά είχε η καθεμιά, που η Ζήλιω και η Πικρόχολη ξέχασαν να μαλώσουν. so much|much|work|she had|the|each one|that|the|Zilio|and|the|Pikroholi|they forgot|to|argue Each one had so much work that Zilio and Pikroholi forgot to argue.

— Τι γίνηκαν οι παρακόρες; ρώτησε η Ειρηνούλα, μια στιγμή που βρέθηκε με τη Ζήλιω κοντά στο ίδιο καζάνι. what|happened to|the|maids|she asked|the|Eirinoula|a|moment|when|she found herself|with|the|Zilio|near|to the|same|cauldron — What happened to the maids? asked Irinoula, at a moment when she found herself near the same cauldron with Zilio.

— Αχ! oh — Ah! Μη μου τις θυμίζεις πια! not|to me|them|you remind|anymore Don't remind me of them anymore! αποκρίθηκε ανατριχιάζοντας η Ζήλιω. she replied|shivering|the|Ziliou Zili responded, shivering. Αυτές μας άναψαν τα μυαλά να φύγομε. these|to us|they ignited|the|minds|to|we leave They made us lose our minds to leave. Και σαν είδαν πως το μετανοιώσαμε, πήραν ό,τι είχαμε και χάθηκαν και μας άφησαν στη μοίρα μας. and|when|they saw|that|the|we regretted|they took||we had|and|they disappeared|and|us|they left|in the|fate|our And when they saw that we regretted it, they took everything we had and disappeared, leaving us to our fate.

— Και σεις, τι κάνατε; ρώτησε η Ειρηνούλα με συμπάθεια. and|you|what|you did|she asked|the|Eirini|with|sympathy — And what did you do? asked Irinoula sympathetically.

— Στην αρχή πιαστήκαμε αναμεταξύ μας. at the|beginning|we got caught|among|us — At first, we started arguing among ourselves. Η μια έλεγε πως η άλλη έφταιγε. the|one|she said|that|the|other|she was to blame One said that the other was to blame. Μ' αφού δαρθήκαμε καλά-καλά και μαλλιοκουβαριαστήκαμε, και χύσαμε όσα δάκρυα είχαν τα μάτια μας, είπαμε πως καλύτερα ήταν να παύσομε τους καβγάδες και να γυρέψομε το δρόμο μας. after|we|we were beaten|||and|we fought|and|we shed|as many as|tears|they had|the|eyes|our|we said|that|better|it was|to|we stop|the|fights|and|to|we seek|the|way|our After we fought well and got into a tussle, and shed all the tears our eyes had, we said it was better to stop the quarrels and seek our path. Και μαζί φθάσαμε κοντά στη Γνώση, που άκουσε τα κλάματα μας και βγήκε και μας παρηγόρησε και μας φιλοξένησε. and|together|we arrived|near|to the|Knowledge|which|she heard|the|cries|our|and|she came out|and|to us|she comforted|and|to us|she hosted And together we reached Knowledge, which heard our cries and came out to comfort us and hosted us.

— Αχ, Ζήλιω! oh|Ziliou — Oh, Jealousy! είπε η Ειρηνούλα. she said|the|Eirinioula said Irinoula. Δεν μπορείτε να ξεμάθετε τα μαλώματα; not|you can|to|unlearn|the|fights Can't you unlearn the arguments?

— Μόνες μας αδύνατο! alone|us|impossible — Alone, it's impossible! είπε η Ζήλιω. she said|the|Ziliou said Zili. Αλλά η Γνώση λέγει πως έχει ένα γιατρικό και θα μας το δώσει. but|the|Knowledge|says|that|she has|a|remedy|and|will|us|it|she will give But Knowledge says it has a remedy and will give it to us.

— Τι γιατρικό; what|medicine — What medicine?

— Δεν ξέρω. not|I know — I don't know. Κάθε φορά που πήγα να τη ρωτήσω μου έδωσε αμέσως μια βιαστική δουλειά. every|time|that|I went|to|her|I ask|to me|she gave|immediately|a|hasty|job Every time I went to ask her, she immediately gave me a hasty task. Και σαν την τελείωνα και ξαναπήγαινα να τη ρωτήσω, μου έδινε ευθύς μιαν άλλη βιαστική δουλειά. and|as|it|I finished|and|I went again|to|her|I ask|to me|she gave|right away|another|another|hasty|job And when I finished it and went back to ask her, she would immediately give me another hasty task. Κι έτσι ακόμα δεν πρόφθασε να μου το πει. and|so|still|not|he/she/it managed|to|to me|it|to tell And so she still didn't manage to tell me. Το ίδιο και με την Πικρόχολη. the|same|and|with|the|Pikroholi The same goes for Pikroholi.

Και το βράδυ, όταν τελείωσε η δουλειά και όλοι πήγαν να κοιμηθούν, η κούραση τους ήταν τέτοια, που πάλι ξέχασαν να μαλώσουν οι δυο αδελφές. and|the|evening|when|he/she/it finished|the|work|and|everyone|they went|to|sleep|the|fatigue|their|it was|such|that|again|they forgot|to|argue|the|two|sisters And in the evening, when the work was done and everyone went to sleep, their exhaustion was such that the two sisters again forgot to argue.

Κι έτσι πέρασαν μερικές μέρες. and|so|they passed|some|days And so a few days passed.

Το Βασιλόπουλο έστελνε τακτικά προσκόπους, να μαθαίνουν τι έκαναν οι εχθροί. the|prince|he was sending|regularly|scouts|to|they learn|what|they were doing|the|enemies The Prince regularly sent scouts to learn what the enemies were doing. Αλλά ο θείος Βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι τόσο θυμωμένος, που δεν μπορούσε να γιάνει. but|the|uncle|king|he continued|to|to be|so|angry|that|not|he could|to|heal But Uncle King was still so angry that he could not heal. Και οι λίγοι στρατιώτες του, που γλίτωσαν από τη μάχη, αντί να συμμαζευθούν γύρω του, όλο κι έφευγαν μακρύτερα, ξαναπερνώντας τα σύνορα κι επιστρέφοντας στα σπίτια τους. and|the|few|soldiers|his|who|they escaped|from|the|battle|instead|to|they gather|around|him|all|and|they were leaving|farther|passing again|the|borders|and|returning|to the|homes|their And the few soldiers he had left, who survived the battle, instead of gathering around him, kept leaving further away, crossing the borders again and returning to their homes.

Κάθε μέρα λοιπόν το Βασιλόπουλο μοίραζε στους στρατιώτες του τα όπλα που ολοένα του έφτιανε ο Κακομοιρίδης, και τους γύμναζε στο τόξο και στη λόγχη. every|day|therefore|the|prince|he was distributing|to the|soldiers|his|the|weapons|that|constantly|to him|he was making|the|Kakomiridis|and|to them|he was training|in the|bow|and|in the|spear Every day, therefore, the Prince distributed to his soldiers the weapons that the Poor Man was constantly making for him, and he trained them in archery and spear throwing. Και κάθε μέρα προχωρούσε η δουλειά του πρωτομάστορη, και τα καράβια, από τρία που ήταν στην αρχή, γίνηκαν πέντε, έτοιμα να ριχθούν στον ποταμό. and|every|day|was progressing|the|work|of the|master craftsman|and|the|ships|from|three|that|were|in the|beginning|became|five|ready|to|be thrown|in the|river And every day the work of the master craftsman progressed, and the ships, from three that there were at the beginning, became five, ready to be launched into the river.

Και πέρασαν μερικές εβδομάδες. and|passed|several|weeks And a few weeks passed.

Τα σπαρτά είχαν φυτρώσει και οι στρατιώτες χωρικοί θέλησαν να φυτέψουν ελιές, αχλαδιές, μηλιές, και ύστερα θέλησαν να βάλουν μερικά λαχανικά. the|crops|had|sprouted|and|the|soldiers|peasants|wanted|to|plant|olives|pear trees|apple trees|and|then|they wanted|to|put|some|vegetables The crops had sprouted and the soldier-farmers wanted to plant olive trees, pear trees, apple trees, and then they wanted to put in some vegetables. Μα δεν έφθαναν τα χέρια για να καλλιεργήσουν τόσα χωράφια, και όσοι είχαν αγόρια ή αδέλφια στα ξένα άρχισαν να λυπούνται πως άδειασε ο τόπος από χέρια γερά. but|not|were enough|the|hands|to|to|cultivate|so many|fields|and|those who|had|sons|or|brothers|in|foreign lands|they began|to|regret|that|emptied|the|place|of|hands|strong But there weren't enough hands to cultivate so many fields, and those who had sons or brothers abroad began to lament that the place had emptied of strong hands.

— Και δεν τους γράφετε να ξαναγυρίσουν; τους είπε το Βασιλόπουλο, που δεν έφευγε πια από ανάμεσα τους. and|not|them|you write|to|they return|them|he said|the|prince|who|not|he was leaving|anymore|from|among|them — And don't you write to them to come back? said the Prince, who no longer left their side.

Και όσοι ήξεραν γράμματα κάθισαν κι έγραψαν. and|those who|they knew|letters|they sat|and|they wrote And those who knew how to write sat down and wrote. Και όσοι δεν ήξεραν είπαν του δασκάλου και τους έκανε γράμμα στο παιδί τους ή στον αδελφό ή στον πατέρα τους, και λίγο-λίγο έφθαναν μερικοί ξενιτεμένοι και χρειάστηκαν και άλλα όπλα και άλλα ρούχα και περισσότερο φαγί. and|those who|not|they knew|they said|to the|teacher|and|them|he made|letter|to the|child|their|or|to the|brother|or|to the|father|their|and|||they were arriving|some|expatriates|and|they needed|and|other|weapons|and|other|clothes|and|more|food And those who did not know asked the teacher, and he wrote a letter for their child or their brother or their father, and little by little some expatriates began to arrive, and they needed more weapons and more clothes and more food.

Τότε πήγε το Βασιλόπουλο στη χώρα και στα χωριά και μίλησε με τις γυναίκες και τους είπε: then|he went|the|prince|to the|country|and|to the|villages|and|he spoke|with|the|women|and|them|he said Then the Prince went to the country and the villages and spoke with the women and told them:

— Τι κάθεστε άεργες και μένετε στα σπίτια σας; Οι άντρες σας βρίσκονται στο στρατόπεδο, και δουλεύουν στα χωράφια, και στρώνουν δρόμους, και φτιάνουν καράβια, και χτίζουν μύλους και αποθήκες. what|you sit|idle|and|you stay|in the|houses|your|the|men|your|they are|in the|camp|and|they work|in the|fields|and|they lay|roads|and|they build|ships|and|they build|mills|and|warehouses — Why are you sitting idle and staying at home? Your men are in the camp, working in the fields, paving roads, building ships, and constructing mills and warehouses. Γιατί δεν έρχεστε και σεις να βοηθήσετε στο μαγείρεμα της σούπας, και να ράψετε ρούχα, για να έχουνε οι άντρες σας να ντυθούν το χειμώνα; why|not|you come|and|you|to|you help|in the|cooking|of the|soup|and|to|you sew|clothes|for|to|they have|the|men|your|to|they dress|the|winter Why don't you come and help with cooking the soup, and sewing clothes, so that your men have something to wear in the winter?

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=5.34 PAR_CWT:AvJ9dfk5=16.28 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=68 err=0.00%) translation(all=134 err=0.00%) cwt(all=1920 err=1.04%)