ΙΘ’. Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Στο μεταξύ, ο θείος Βασιλιάς είχε κατορθώσει, ύστερα από
τρία χρόνια που βασανίζουνταν, να μαζέψει στρατό αρκετό
και να εκστρατεύσει εναντίον του ανεψιού του, του Βασιλιά των Μοιρολάτρων.
Καβαλίκεψε το καλύτερο του άλογο, έζωσε το μεγάλο του σπαθί, κι έβαλε τους σαλπιγκτές του να περπατούν μπροστά και να σημαίνουν το θριαμβευτικό εμβατήριο.
— Τραβάτε ίσια, παιδιά, φώναξε στους στρατιώτες του, και θα μπούμε ανεμπόδιστοι ως μέσα στο παλάτι του Ρήγα. Περπάτησαν κάμποσες ώρες.
Κοιτάζοντας τους κάμπους του, όπου τρία χρόνια πρωτύτερα είχε επιστρέψει νικημένος και ντροπιασμένος, ο θείος Βασιλιάς λογάριαζε πως στο γυρισμό, αυτή τη φορά, θα σέρνει πίσω του τον Αστόχαστο και το Βασιλόπουλο, δεμένους από το λαιμό στη σέλα του αλόγου του. Και γελούσε με γέλιο σατανικό, και μέσα του χαίρουνταν από πριν τη ντροπή και τα δάκρυα των ανεψιών του.
— Αχ! Πόσο ακριβά θα μου ξεπληρώσετε τη νίκη σας εκείνη! μούγκρισε φοβερίζοντας τον ορίζοντα με το γρόθο του.
Αλλά έξαφνα σταμάτησε κι έτριψε τα μάτια του. Ύστερα κοίταξε πάλι μπροστά του, δεξιά, αριστερά, τσίμπησε δυνατά το μπράτσο του να δει αν κοιμάται, και πάλι έτριψε τα μάτια του.
— Μα τι έπαθα λοιπόν; είπε ανήσυχα. Ξυπνητός ονειρεύομαι; Και φώναξε:
— Στρατηγέ!
Ο στρατηγός ζύγωσε και υποκλίθηκε ως κάτω.
— Άρχοντα μου;
— Κοίταξε μπροστά σου, εκεί, και πες μου, τι βλέπεις;
— Κάστρο, Άρχοντα μου.
— Είσαι στραβός! Φώναξε τον υποστράτηγο! είπε με θυμό ο θείος Βασιλιάς.
Και ήλθε ο υποστράτηγος και υποκλίθηκε ως κάτω.
— Άρχοντα μου;
— Ρίξε μια ματιά γύρω σου, εκεί, κατά τα σύνορα, και πες μου τι βλέπεις;
— Κάστρα, Άρχοντα μου.
— Είσαι βλάκας! ξεφώνισε άγρια ο θείος Βασιλιάς, βλάκας και προδότης! Πες αμέσως στον εκατόνταρχο να έλθει, κι εξαφανίσου από μπρος μου!
Και ήλθε ο εκατόνταρχος και υποκλίθηκε ως κάτω.
— Βλέπεις εκείνο το πέρα βουνό; ρώτησε απότομα ο θείος Βασιλιάς.
— Ναι, Άρχοντα μου.
— Τι έχει απάνω εκεί, σαν κάτι πέτρες στοιβαγμένες!
— Δεν είναι πέτρες στοιβαγμένες, είπε ο εκατόνταρχος σκιάζοντας τα μάτια του με το χέρι, είναι τρανό κάστρο…
Δεν πρόφθασε να τελειώσει. Με μια σπαθιά ο θείος Βασιλιάς του είχε κόψει το κεφάλι.
Τότε γύρισε στους στρατιώτες του και φώναξε αφρισμένος:
— Τι στέκει εκεί απάνω, παιδιά, θα μου το πείτε επιτέλους;
Και όλος μαζί ο στρατός φώναξε:
— Κάστρο, και παρακάτω άλλο κάστρο, και πέρα άλλο κάστρο, και, όσο πάει το μάτι, κάστρα και πάλι κάστρα!
Τότε ο θείος Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι κι έκλαψε με λύσσα.
Έστειλε ένα σώμα προσκόπους να δουν τι ήταν αυτά τα κάστρα. Μόλις όμως έκαναν να πλησιάσουν, βροχή από βέλη τους έτρεψε σε φυγή.
Πήγαν παρακάτω, το ίδιο.
Έκαναν να περάσουν μεταξύ σε δυο κάστρα, και από τις δυο μεριές τόσα βέλη πέταξαν, που οι μισοί στρατιώτες έμειναν στον τόπο.
Σαν είδε ο θείος Βασιλιάς πως δεν μπορούσε πια να περάσει, δάγκωσε με μανία τα χέρια του και χόλιασε τόσο, που αρρώστησε πάλι και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στο παλάτι του.
Κάμποσες μέρες έμεινε κακιωμένος και κλεισμένος στα δωμάτιά του. Ύστερα φώναξε τον αρχικαγκελάριό του και του είπε:
— Πάρε αμέσως δέκα από τους καλύτερους στρατιώτες της σωματοφυλακής μου, πήγαινε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων και πες του Βασιλόπουλου να έλθει αμέσως εδώ, μαζί σου, γιατί θέλω να τον στεφανώσω με την κόρη μου τη Βασιλοπούλα. Πήγαινε!
Κι έφυγε ο αρχικαγκελάριος με τους δέκα σωματοφύλακες και πήγε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων, όπου ζήτησε να δει το Βασιλόπουλο.
Τον οδήγησαν σε μια σκηνή. Καθισμένο σε ξύλινο σκαμνί, εμπρός σε χοντροπελεκημένο σανιδένιο τραπέζι, ένα νέο παλικάρι διάβαζε κάτι χαρτιά. Και με την άκρη του ματιού του είδε με απορία ο αρχικαγκελάριος πως τα χαρτιά αυτά είχαν τη χρυσή βούλα του εξαδέλφου Βασιλιά.
Το παλικάρι φορούσε άσπρα μάλλινα ρούχα, και δεν ξεχώριζε καθόλου από τους άλλους στρατιώτες που τον περιτριγύριζαν, μόνο που στη μέση είχε μια πολυφορεμένη πέτσινη ζώνη όπου διακρίνουνταν ένας μαύρος λεκές.
Και όμως μπροστά του, γονατισμένος, ήταν ένας ηλικιωμένος αρχοντάνθρωπος, πλουσιοντυμένος, με χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα, και στο χέρι βαστούσε ένα πολύτιμο ασημένιο κουτί. Με σεβασμό περίμενε να τελειώσει ο νέος το διάβασμα του για να του το προσφέρει.
Το παλικάρι σήκωσε το κεφάλι και είδε τον απεσταλμένο του θείου Βασιλιά.
— Ποιος είσαι και τι θέλεις; ρώτησε.
— Ζητώ το Βασιλόπουλο, το γιο του Βασιλιά των Μοιρολάτρων, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος.
— Εγώ είμαι, είπε το Βασιλόπουλο. Λέγε, τι θέλεις;
Αν και τόσο απλά ντυμένος, το ύφος και η στάση του είχαν τέτοια αρχοντιά, που ο απεσταλμένος του θείου Βασιλιά έπεσε στα γόνατα.
— Αφέντη! είπε. Ο Βασιλιάς ο θείος σου και Άρχοντας μου μ' έστειλε να σου πω να έλθεις αμέσως μαζί μου στο βασίλειο του, γιατί θέλει, λέει, να σε στεφανώσει με την κόρη του τη Βασιλοπούλα.
Τα μάτια του Βασιλόπουλου άστραψαν, μα κρατήθηκε.
— Πες του Άρχοντα σου πως προσταγές δε δέχομαι, είπε. Εγώ δε θα έλθω. Δε θέλω όμως να φύγεις έτσι, με αδειανά χέρια. Μια φορά ο Άρχοντας σου έκανε ένα δώρο στον πατέρα μου, το Βασιλιά. Τότε δεν ήμασταν σε κατάσταση να του ανταποδώσομε την ευγένεια. Μα τώρα θα σου δώσω να πας στον Άρχοντα σου δώρο άξιο της τιμής που μου κάνει, διαλέγοντας εμένα μεταξύ όλων, για να γίνω γαμπρός του και άντρας της κόρης του της Βασιλοπούλας.
Κι έκαμε νόημα του Πολύκαρπου, που βγήκε ευθύς, πήδηξε στο άλογο του και πηλάλα ανέβηκε στο παλάτι, όπου ξεκαβαλίκεψε, και τρεχάτος μπήκε στην τραπεζαρία.
Ο Βασιλιάς έπαιζε σκάκι με την κυρα-Φρόνηση.
Καθισμένη πλάγι στο παράθυρο, η Ζήλιω τραγουδούσε γυρνώντας το ροδάνι της, ενώ κοντά της, σιωπηλή και γελαστή, η Πικρόχολη φάδωνε ένα μαξιλάρι.
Η Γνώση, σκυμμένη στο τραπέζι, εξέταζε με την Ειρηνούλα το λογαριασμό του μάγειρα, και η Βασίλισσα Παλάβω έπλεκε σκούφια για τη φαλάκρα του γερο-Βασιλιά.
Ο Πολύκαρπος έτρεξε ίσια στην Ειρηνούλα.
— Βασιλοπούλα μου, το γαϊδουρίσιο κεφάλι! Ήλθε η ώρα! φώναξε με κομμένη φωνή.
Κανένας δεν κατάλαβε.
— Ποια ώρα; Τι λες; ρώτησαν όλοι μαζί.
Μόνο η Ειρηνούλα εννόησε. Σηκώθηκε κατακόκκινη από τη χαρά της.
— Ήλθε μήνυμα από το θείο Βασιλιά; ρώτησε.
— Ναι, Βασιλοπούλα μου, αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος. Γυρεύει το Βασιλόπουλο για γαμπρό.
— Τι; φώναξε ο Βασιλιάς.
Η Γνώση είχε σηκωθεί και ταραγμένη ρώτησε:
— Τι αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο;
— Να η απάντηση του! φώναξε χαρούμενη η Ειρηνούλα.
Και ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, άρπαξε από πάνω από τη χρυσή κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι με την τενεκεδένια κορώνα, τα τύλιξε στο μεταξωτό κόκκινο μαντίλι που είχε φυλαγμένο στο συρτάρι της, και όλα μαζί τα έβαλε σ' ένα πανέρι, έραψε από πάνω ένα γερό πανί και τα έδωσε του Πολύκαρπου.
Ο υπασπιστής καβαλίκεψε πάλι το άλογο του και κατέβηκε στο στρατόπεδο.
Το Βασιλόπουλο πήρε το πανέρι και το έδωσε του απεσταλμένου του θείου Βασιλιά.
— Πάρε αυτό, είπε, και δώσε το στον Άρχοντά σου. Μην ξεχάσεις να του επαναλάβεις τα λόγια που σου είπα. Πήγαινε.
Και γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο του εξαδέλφου Βασιλιά είπε:
— Πες του Άρχοντα σου πως τον ευχαριστώ. Δώρα δεν του στέλνει ο Βασιλιάς ο πατέρας μου, γιατί το Κράτος μας είναι ακόμα φτωχό και χρειάζεται όλα μας τα φλουριά. Μα τη φιλία μας θα την έχει, και με χαρά δεχόμαστε τη συμμαχία που μας τιμά. Στο καλό.
Χαιρέτησαν βαθιά οι δυο απεσταλμένοι, και πήρε ο καθένας το δρόμο του.