ΙΣΤ’. Η ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ
Πολύ λίγη ώρα αναπαύτηκαν οι στρατιώτες εκείνη την ημέρα.
Οι εχθροί είχαν φύγει, μα έμενε δουλειά πολλή να γίνει. Ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του ξανάδεσαν το γεφύρι, οι στρατιώτες έθαψαν τους σκοτωμένους εχθρούς και φίλους, και ο Κακομοιρίδης εγύρισε στο μεταλλείο και το σιδηρουργείο με τον αδελφό του, για να φτιάσουν όπλα καινούρια και αρκετά, ώστε να ξα- ναρχίσει ο πόλεμος και να διώξουν τους εχθρούς πέρα από τα σύνορα.
Το Βασιλόπουλο, αφού έστησε το στρατόπεδο του, κι έβαλε φρουρούς στο γύρο, έστειλε προσκόπους να δουν πού βρίσκουνταν οι εχθροί και πόσοι ήταν. Ύστερα ανέβηκε στο παλάτι.
Τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα, και παραξενεύθηκε που δεν άκουσε τις συνηθισμένες φωνές της Ζήλιως και της Πικρόχολης.
Πήγε ίσια στο μαγειριό, με την ελπίδα να δει την Ειρηνούλα πρώτη.
Το μαγειριό ήταν σε τάξη. Μερικά αγριόχορτα έβραζαν σ' ένα τέντζερε απάνω στη φωτιά, αλλά η αδελφή του έλειπε και το Βασιλόπουλο πήγε στην τραπεζαρία να τη ζητήσει.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Ο Βασιλιάς με τα χέρια στις τσέπες πήγαινε κι έρχουνταν συλλογισμένος και νευρικός.
Η Βασίλισσα κάθουνταν κοντά στο τραπέζι, και με ακούραστη υπομονή καταγίνουνταν να φτιάσει μια κορώνα με μολυβόχαρτο και τενεκεδάκια. Μα όλο ξανασπούσε η κορώνα και όλο ξανάρχιζε η Βασίλισσα.
Στο παράθυρο καθισμένη, η Ειρηνούλα κοίταζε κατά το ποτάμι, και κάθε λίγο σκούπιζε τα μάτια της, κατακόκκινα και πρησμένα από τα κλάματα.
Σηκώθηκε στενάζοντας να βγει έξω και μπροστά της είδε το Βασιλόπουλο με το κεφάλι δεμένο και με το χέρι κρεμασμένο.
Έβγαλε μια φωνή και ρίχθηκε στο λαιμό του.
— Πού ήσουν; Τι έπαθες; φώναξε.
Ο Βασιλιάς γύρισε με ορμή.
— Τι; Εσύ είσαι επιτέλους; είπε μισοθυμωμένος, μισοχαρούμενος. Καιρός ήταν να θυμηθείς να γυρίσεις στο πατρικό σου! Δε συλλογιέσαι και μας εδώ τι τραβούμε, μόνο στη χώρα μου γυρίζεις; Να, ωραία πράματα γίνηκαν όσο έλειπες! Οι αδελφές σου ξεπόρτισαν μαζί με τις παρακόρες.
— Ναι, πρόσθεσε η Βασίλισσα χωρίς να σηκωθεί, παραδομένη στην κορώνα της, και φύγανε, οι άκαρδες, χωρίς να με πάρουν και μένα μαζί.
Το Βασιλόπουλο έστεκε σα ζαλισμένο.
— Και πού πήγαν; ρώτησε.
— Όσα ξέρεις τόσα ξέρω! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς με μεγάλες χειρονομίες. Φύγανε χωρίς να μας πουν τίποτα, και πήραν μαζί τους όσο φαγί περίσσεψε από χθες, και σήμερα δεν έχομε τίποτα να φάμε!
— Έχομε, πατέρα, είπε η Ειρηνούλα σκουπίζοντας τα μάτια της που ολοένα ξαναγέμιζαν δάκρυα. Μάζεψα αυγά στο δάσος κι έβρασα ξυνήθρα. Να δεις. Θα σου κάνω ωραία σούπα…
— Βέβαια! Με χόρτα τώρα θα ζούμε! είπε ο Βασιλιάς. Και με τι χόρτα! Αγριόχορτα!
Και γυρνώντας στο γιο του ρώτησε απότομα:
— Εσύ τουλάχιστον συλλογίστηκες να σκοτώσεις κανένα αγριόπουλο;
— Όχι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δεν πρόφθασα.
— Αμέ βέβαια! Με τους ξένους γυρνάς, και τι ξένους! Ένα σωρό προστυχιάρηδες, και τους δικούς σου ούτε τους συλλογίζεσαι! είπε ο Βασιλιάς.
Μα έξαφνα αλλάζοντας τόνο ρώτησε:
— Αλήθεια, πες μου, τι έκανες χθες με όλους αυτούς τους λυσσασμένους; Και τι έπαθε το κεφάλι σου; Σε χτύπησαν αυτοί; Πώς τους ξεφορτώθηκες;
— Δεν τους ξεφορτώθηκα, είπε με συγκίνηση το Βασιλόπουλο, τους οδήγησα στη μάχη και πολέμησαν σα λεοντάρια, και νίκησαν, κι έσωσαν το βασίλειο σου, και πέθαναν, πατέρα, για να γλιτώσει ο γιος σου…
Ο Βασιλιάς σταμάτησε, κάπως ντροπιασμένος για τα ασυλλόγιστα λόγια που είχε πει.
— Πώς; Έγινε μάχη; ρώτησε μαγκωμένος. Μα γιατί δεν το 'λεγες πρωτύτερα;
— Και συ πληγώθηκες! αναφώνησε η Ειρηνούλα, γυρεύοντας να συγκρατήσει τ' αναφιλητά της.
Το Βασιλόπουλο διηγήθηκε τότε πώς έφτιασε ο πρωτομάστορης το γεφύρι, πώς τη νύχτα πέρασαν οι στρατιώτες του κι έπεσαν στο κοιμισμένο στρατόπεδο, κι έτρεψαν τους εχθρούς σε φυγή, μαζί με το Βασιλιά τους. Είπε με τι ανδρεία πολέμησαν ως το πρωί, με αγροτικά εργαλεία αντίς όπλα χωρίς φαγί, κουρασμένοι, αποκαμωμένοι, και όμως ως το θάνατο αφοσιωμένοι στο Βασιλόπουλο που τους οδηγούσε.
Ο Βασιλιάς τον άκουε, πρώτα μ' έκπληξη και ύστερα με συγκίνηση, και στο τέλος με τέτοιον ενθουσιασμό, που δε βαστάχτηκε πια και άρπαξε το γιο του στην αγκαλιά του.
— Εσύ τους έκανες τέτοιους! φώναξε. Εσύ τους ξύπνησες, εσύ είσαι άξιος να τους κυβερνήσεις! Θα σε κάνω εσένα Βασιλιά!
Εκείνη την ώρα έφθανε και ο Πολύκαρπος.
— Αφέντη, είπε, οι στρατιώτες πεινούν! Πήγαμε στο μπακάλη της πλατείας να πάρομε ελιές και κουκιά, μα δε θέλει, λέει να δώσει τίποτα χωρίς πληρωμή. Και κανένας δεν έχει λεφτά, γιατί κανένας δε δούλεψε χθες. Τι να κάνομε;
Το Βασιλόπουλο έλυσε από τη μέση του μια φαρδιά πέτσινη ζώνη κι έβγαλε ένα-δυο φλουριά.
— Να πληρώσετε τα κουκιά και τις ελιές, είπε, και να φάνε οι στρατιώτες όσο θέλουν. Για σήμερα αυτά φθάνουν. Αύριο βλέπομε τι θα γίνει.
Ο Βασιλιάς, καθώς είδε τα φλουριά, ενθουσιάστηκε.
— Πού τα βρήκες; ρώτησε χαρούμενος. Στείλε γρήγορα τον Πολύκαρπο να μας αγοράσει κανένα παχύ-παχύ γαλόπουλο…
Κι έκανε ν' αρπάξει τη ζώνη.
Μα το Βασιλόπουλο έπιασε το απλωμένο χέρι του.
— Τα φλουριά αυτά είναι ιερά, πατέρα, είναι βαμμένα μ' αίμα, είπε.
Και τού έδειξε έναν πλατύ κόκκινο λεκέ, που απλώνουνταν στη ζώνη.
— Ο Πολύδωρος τα πλήρωσε με τη ζωή του, πρόσθεσε συγκινημένος. Θα ξοδευτούν ως το τελευταίο για την Πατρίδα.
— Πώς θα τα ξοδιάσεις; ρώτησε ο Βασιλιάς δυσαρεστημένος. Τι άλλο έχεις πια να κάνεις; Ο εχθρός έφυγε και πάει!
— Ο εχθρός δεν έφυγε, κι ας μη φαίνεται, είπε το Βασιλόπουλο. Μα και αν είχε φύγει πέρα από τα σύνορα, ούτε αυτό δε θ' αρκούσε, γιατί δεν έχομε κάστρα, ούτε στρατό να τον εμποδίσουμε να ξανάρθει.
— Και με αυτά τα φλουριά ελπίζεις να χτίσεις κάστρα και να οπλίσεις στρατό; ρώτησε ο Βασιλιάς ξεκαρδισμένος στα γέλια. Μα, παιδί μου, για να κάνεις αυτά που λες, θέλεις στέρνες γεμάτες φλουριά, και πάλι δε φθάνουν.
— Θ' αρχίσω με αυτά, είπε το Βασιλόπουλο, και ώσπου να τελειώσουν, ίσως βρω και άλλα.
— Πού; Μα πού; ρώτησε ο Βασιλιάς και άρχισε πάλι να θυμώνει.
— Πού; είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. Ίσως δουλεύοντας τη γη που θα μας θρέψει.
— Σε μερικά χρόνια δηλαδή; Και ωστόσο θα τρώμε σούπες από ξυνήθρα, που θα μας τις βράζει η Ειρηνούλα;
Το Βασιλόπουλο σήκωσε το κεφάλι.
— Ναι, πατέρα! είπε με δύναμη. Για μερικά χρόνια ο τόπος όλος θα τρώγει σούπες από ξυνήθρα, και θα του δώσομε ‘μείς το παράδειγμα, ώσπου να ξαναμάθει πάλι η γη να μας δίνει τα πλούτη της.
Και συλλογισμένος κατέβηκε το βουνό και τράβηξε κατά το στρατόπεδο.
Πως του χρειάζουνταν φλουριά, το ήξερε. Μα πού να τα βρει;
Κοίταξε γύρω του, και μαύρη λύπη του γέμιζε την καρδιά βλέποντας τους ακαλλιέργητους κάμπους, τους δρόμους όλο αγκάθια και λάκκους, και τα ερειπωμένα χωριά, που μια φορά ήταν κατοικημένα και πλούσια.
Περνούσε από το δάσος.
Μπήκε μέσα και κάθισε στα χόρτα να ξεκουραστεί. Παρακάτω, ένα ρυάκι μουρμούριζε γλυκά, κυλώντας τα κρυσταλλένια νερά του ανάμεσα στα πυκνά χαμόδεντρα.
Το Βασιλόπουλο με το νου του λογάριαζε πόσες μέρες μπορούσε να θρέψει τους στρατιώτες του με τα φλουριά του Πολύδωρου. Και όταν θα τα είχαν φάγει όλα, πώς θα ζούσαν, εργάτες και στρατιώτες;
— Αχ! Να είχα πλούτη! Να είχα πλούτη! στέναξε με καημό.
— Κάνε τα, είπε μια γυναικεία φωνή κοντά του.
— Γνώση! φώναξε το Βασιλόπουλο.
Έτρεξε στα χαμόδεντρα, παραμέρισε τα κλαδιά και είδε τη Γνώση, που γονατισμένη στο ρυάκι έπλενε ρούχα.
— Δεν περίμενες να με δεις εδώ; ρώτησε κείνη γελαστή.
— Όχι, το σπίτι σου είναι τόσο μακριά! Γιατί έρχεσαι δω να πλύνεις;
— Δεν είμαστε πια στο σπίτι μας, που ήταν πολύ κοντά στο ποτάμι, αποκρίθηκε η Γνώση. Φύγαμε σαν πέρασαν οι εχθροί τα σύνορα, ήλθαμε δω και κρυφθήκαμε στο δάσος με την αγελάδα μας, τις κότες μας, και ό,τι άλλο μπορέσαμε να σηκώσομε. Μα πες μου εσύ, τι έχεις που σε στενοχωρεί;
— Μου χρειάζονται φλουριά, τόσα, που να γεμίσουν μια στέρνα, και δεν έχω παρά αυτά, είπε το Βασιλόπουλο δείχνοντας τη ζώνη του. Τι να πρωτοκάνω με τόσο λίγα;
— Ν' αγοράσεις σιτάρι, κριθάρι, κουκιά, ρύζι και ό,τι άλλο μπορείς να σπείρεις, αποκρίθηκε η Γνώση. Να βάλεις τους στρατιώτες σου να δουλεύουν τα χωράφια την ώρα που δεν πολεμούν. Να πάρεις εργάτες να σου στρώσουν καινούριους δρόμους και να χτίσουν αποθήκες, όπου θα φυλάξεις τα γεννήματα, για να τα ξαναμοιράσεις το χειμώνα, όταν το δάσος θα είναι χιονοσκέπαστο και αγριόχορτα δε θα φυτρώνουν. Και ωστόσο…
— Και ωστόσο, το δάσος με το κυνήγι του, ο κάμπος με τα χόρτα του και το ποτάμι με τα ψάρια του θα μας τρέφουν, διέκοψε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. Αχ, Γνώση! Ποτέ δε θα σου ξεπληρώσω όλο το καλό που μου έκανες με τις συμβουλές που μου έδωσες, κάθε φορά που σε αντάμωσα.
Και τρεχάτος έφυγε και πήγε στο στρατόπεδο.