×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΗ’. Ο ΕΞΑΔΕΡΦΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ (1)

ΙΗ’. Ο ΕΞΑΔΕΡΦΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ (1)

Ο Θείος Βασιλιάς ωστόσο είχε γιάνει.

Ζήτησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του, μα κανέναν πια δε βρήκε.

Τότε τον έπιασε μαύρη μελαγχολία. Έχασε τον ύπνο του και χολόσκανε τόσο, που ούτε να φάγει πια δεν μπορούσε.

Φουρκισμένος και τραβώντας τα μαλλιά του, ξαναπέρασε τα σύνορα και γύρισε στην πρωτεύουσα του, όπου έκοψε το κεφάλι του στρατηγού του, γιατί, λέει, είχε φύγει από τη μάχη χωρίς να του πάρει άδεια.

Αυτό όμως δε γιάτρεψε τη μελαγχολία του.

Τότε φώναξε τον καμπούρη και στραβοκάνη Τζοτζέ, που είχε καταφύγει στο παλάτι του, αφού πρώτα έφαγε σε διασκεδάσεις όσα χρήματα έβγαλε από τα κλεμμένα διαμαντικά του Αστόχαστου, και τον πρόσταξε να χορέψει μπροστά του για να τον διασκεδάσει.

Αλλά με την καλοπέραση ο Τζοτζές είχε ξεμάθει το χορό και τα καραγκιοζλίκια, και από την πολυφαγία είχε παραχοντρύνει. Ώστε όταν θέλησε να χορέψει εμπρός στον Άρχοντα, τα στραβά του ποδαράκια μπερεύτηκαν το ένα μέσα στο άλλο κι έπεσε χάμω λαχανιασμένος.

— Τι βλάκας είσαι συ! φώναξε φρενιασμένος ο θείος Βασιλιάς. Ούτε αστείος πια δεν είσαι! Γιατί λοιπόν να τρέφω την ασχήμια σου;

Και ξεσπαθώνοντας του έκοψε το κεφάλι.

Ύστερα φώναξε τους αξιωματικούς του, και με πολλές φοβέρες τους είπε να σηκώσουν ευθύς μεγάλο και τρομερό στρατό, για να ξαναπεράσουν τα σύνορα και να καταστρέψουν τον τόπο του ανεψιού του.

Μα δεν είχαν πια όπλα, γιατί οι στρατιώτες τα είχαν ρίξει φεύγοντας. Ούτε ήταν εύκολο να συναθροίσουν τόσο γρήγορα τους άντρες, που είχαν σκορπιστεί πια σε όλες τις άκρες του βασιλείου και κρύβουνταν ο καθένας στο χωριό του.

Λοιπόν, θέλοντας και μη, αναγκάστηκε ο θείος Βασιλιάς, με όλο του το θυμό, ν' αναβάλει την εκδίκησή του, ώσπου να ξαναγίνει καινούριος στρατός.

Το Βασιλόπουλο, που από τους μυστικούς του αποσταλμένους μάθαινε κάθε κίνηση των εχθρών, πρόσταξε ένα σώμα ν' αφήσει το στρατόπεδο που ήταν στην ακροποταμιά, να περάσει το ποτάμι και να προχωρήσει ως κοντά στα σύνορα, για να χτίσει εκεί ένα τρανό κάστρο, ίσα-ίσα στο βράχο, όπου φαίνουνταν ακόμα τα ερείπια του κάστρου που είχε χτίσει ο παππούς του, ο Συνετός Α'.

Οι στρατιώτες κουβάλησαν εκεί τροφές για τη διατήρηση τους, κι επειδή τους ακολούθησαν οι γυναίκες, για να ζυμώνουν και να μαγειρεύουν, αναγκάστηκαν κι έχτισαν μερικά καλύβια ξύλινα.

Αλλά το νερό περνούσε μέσα σαν έβρεχε, και ο άνεμος τους πάγωνε.

Αποφάσισαν λοιπόν οι άντρες να χτίσουν πέτρινες καλύβες, και το βράδυ, αφού τελείωνε η δουλειά στο κάστρο, δούλευαν σιγά-σιγά στο καλυβάκι τους.

Ώστε όταν ήλθε πάλι η άνοιξη, ολόκληρο χωριό είχε απλωθεί στα πόδια του βράχου, και, για να το προφυλάξει, το Βασιλόπουλο πρόσταξε να χτίσουν και άλλο κάστρο στον πλαγινό βράχο, όπου ήταν ίσα-ίσα μερικά ερείπια από ένα παλιό φρούριο του Συνετού Α'.

Και σα χτίστηκαν κι εκεί μερικά καλύβια, αναγκάστηκε το Βασιλόπουλο, για να τα προφυλάξει και αυτά, ν' αρχίσει τρίτο, και ύστερα τέταρτο κάστρο, κι έτσι σε όλη τη γραμμή των συνόρων.

Στο μεταξύ, τα επτά καράβια είχαν γίνει δεκαπέντε, και ολοένα έφευγαν τα μισά φορτωμένα ξύλα, και ολοένα επέστρεφε ο Πολύκαρπος με περισσότερα φλουριά, τόσο που δε χωρούσαν πια στην πέτσινη ζώνη, και το Βασιλόπουλο αναγκάστηκε να παραγγείλει στον Κακομοιρίδη ένα βαρύ σιδερένιο σεντούκι με γερή κλειδαριά, όπου έβαλε τα φλουριά του και τα έκλεισε στο κελάρι του παλατιού.

Ωστόσο η Γνώση και η κυρα-Φρόνηση είχαν δεχθεί την πρόσκληση του Βασιλόπουλου ν' ανεβούν και να κατοικήσουν στο παλάτι, γιατί με τις πρώτες βροχές η δεντροκουφάλα τους είχε γίνει ακατοίκητη.

Μαζί με τη Γνώση και την κυρα-Φρόνηση ανέβηκαν και η Ζήλιω και η Πικρόχολη στο παλάτι. Αλλ' από τον καιρό που έμεναν και δούλευαν με τη Γνώση, τόσο είχαν ξεμάθει τους καβγάδες, που όταν μπήκαν στον πύργο και ξαναείδαν τις κάμαρες τους με τα σπασμένα έπιπλα, και θέλησαν να ξαναμαλώσουν, αντιλήφθηκαν άξαφνα πως είχαν ξεχάσει με τι λόγια ν' αρχίσουν, κι έμειναν μια στιγμή ακίνητες, κοιτάζοντας η μια την άλλη.

Η Γνώση, που ίσα-ίσα έφθανε κείνη την ώρα, έστειλε τη μια ν' αρμέξει την αγελάδα και την άλλη να πλέξει καφάσια, για να βάλουν μέσα τις κότες ώσπου να ξαναχτιστεί τ' ορνιθαριό, κι έτσι έχασαν και την τελευταία περίσταση να ξαναπιαστούν.

Ώστε το παλάτι ήταν ήσυχο. Δεν ακούουνταν πια ποτέ φωνές.

Ο Βασιλιάς διάβαζε ήσυχα τη φυλλάδα του κάθε βράδυ, και η Γνώση είχε μάθει της Βασίλισσας Παλάβως να πλέκει κάλτσα, και κατόρθωσε έτσι και πήρε την καρδιά του Βασιλιά που είχε βαρεθεί, λέει, να πατά όλη μέρα γυαλάκια και τενεκεδάκια, που αδιάκοπα τα σκορπούσε η Βασίλισσα γύρω της με τα στολίδια που γύρευε να φτιάσει.

Έφθασε η άνοιξη, γέμισαν πάλι φύλλα τα δέντρα, βγήκαν οι φράουλες και τ' αγριοράδικα, και γύρισαν τα πουλιά, και ξανάρχισε πάλι το κυνήγι, και ξανάσπειραν οι στρατιώτες γεωργοί, όχι μόνο τα ίδια χωράφια, μα και άλλα, και ακόμα άλλα, και απλώνουνταν η γεωργία.

Από το στρατόπεδο ως τη χώρα, και από κει πάλι ως το σιδηρουργείο του Κακομοιρίδη, πήγαινε τώρα ένας μακρύς, φαρδύς και καλοστρωμένος δρόμος.

Τότε το Βασιλόπουλο πρόσταξε να παύσουν οι στρατιώτες ξυλοκόποι να κόβουν τα δέντρα από τα παραπόταμα δάση, και ν' αρχίσουν να τα κόβουν στους λόγγους, που ήταν πλάγι στου Κακομοιρίδη το σιδηρουργείο. Και στα μέρη όπου είχαν κόψει πολλά δέντρα, έβαλε και ξαναφύτεψαν άλλα μικρά, για να μεγαλώσουν και να χρησιμεύσουν πάλι αργότερα.

Με την τελευταία λοιπόν καραβιά ξύλα που έστειλε να πουληθούν στου εξαδέλφου Βασιλιά, το Βασιλόπουλο παράγγειλε του Πολύκαρπου ν' αγοράσει άλογα, για να μεταφέρνουν ευκολότερα τα ξύλα ως το ποτάμι.

Μαζί με τ' άλογα παράγγειλε και κότες και πάπιες και χήνες και κατσίκες. Και σαν έφθασαν πάλι τα καράβια, μοίρασε τα πουλερικά και τις κατσίκες στα χωριά, με συμφωνία να χτίσει ο καθένας τη μάντρα του και τ' ορνιθαριό του. Και κάθε μέρα γύριζε, πότε στο ένα χωριό και πότε στο άλλο, να βλέπει αν οι χωρικοί φρόντιζαν τα ζώα τους και αν είχαν εκτελέσει τις παραγγελίες του.

Σαν είδαν οι χωριάτισσες τις καλοχτισμένες μάντρες και τα ορνιθαριά, θέλησαν να κάνουν και περιβολάκι δικό τους, για να καλλιεργούν τα λαχανικά τους, και να μην τρέχουν κάθε μέρα στο δάσος να μαζεύουν αγριόχορτα.

Κοντά στο περιβολάκι, θέλησαν και το σπιτάκι τους να το τυποδέψουν. Και όσες είχαν ακόμα τ' αγόρια τους στα ξένα, έβαλαν το δάσκαλο να τους γράψει να ξανάρθουν.

Κι έγραψε ο δάσκαλος ένα γράμμα που έλεγε:

«Έλα πίσω, παιδί μου, οι καλές μέρες ξανάρθαν στον τόπο, όλοι σήμερα γύρισαν και κερδίζουν το ψωμί τους, μόνο εσύ πια έμεινες τελευταίος να μαραίνεσαι στα ξένα!»

Οι γυναίκες συγκινήθηκαν σαν τους το διάβασε ο δάσκαλος, καθεμιά θέλησε αυτό το γράμμα για το δικό της το παιδί, γιατί ήταν, λέει, πολύ ωραίο! Λοιπόν ο δάσκαλος έγραψε το ίδιο σε όλους, κι έφυγαν τα γράμματα.

Και όσοι νέοι ήταν ακόμα έξω γύρισαν πάλι στο χωριό τους, μαζί και ο γιος του γερο-Φτωχούλη, που βλέποντας τ' αμπέλια των άλλων να ξαναβλαστάνουν, βάλθηκε και αυτός να κλαδέψει τη δράνα του και να καλλιεργήσει το περιβολάκι του.

Κοντά στη δράνα του γερο-Φτωχούλη, φύτεψε και ο γείτονας κλήμα. Το είδαν οι άλλοι γείτονες πως φούντωνε, κι έβαλαν και αυτοί. Όσοι είχαν κλαδέψει και θειαφώσει τ' αμπέλια τους από το περασμένο καλοκαίρι έβγαλαν τόσο ωραίο σταφύλι και τόσο πολύ, που γέμισαν καράβια κι έστειλαν και το πούλησαν στο βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά.

Τα μελίσσια είχαν πολλαπλασιαστεί. Μάζεψαν το μέλι σε κουμνιά, και μαζί με τα σταφύλια το φόρτωσαν κι εκείνο να πουληθεί έξω.

— Μα τι γίνεται στο βασίλειο των Μοιρολάτρων; ρώτησε πάλι ο εξάδελφος Βασιλιάς. Αγοράζουν αρνιά και άλογα και τα πληρώνουν με χρυσά φλουριά, πουλούν έναν κόσμο ξύλα και σταφύλια και μέλι. Μήπως λοιπόν ο Ρήγας, ο εξάδελφος μου, ξύπνησε από το βαθύ του ύπνο;

Μα πάλι χαμογέλασε ο Πολύκαρπος, και δε μίλησε, μόνο πήρε τα φλουριά του κι έφυγε με τα καράβια.

Τότε φώναξε ο Άρχοντας τον αρχικαγκελάριό του και του είπε:

— Να πας στο βασίλειο των Μοιρολατρών και να γυρίσεις σε όλο τον τόπο. Και ύστερα να έλθεις να μου δώσεις λογαριασμό τι είδες και τι δεν είδες.

Πήγε λοιπόν ο αρχικαγκελάριος και γύρισε όλα τα χωριά και τις χώρες, κι επέστρεψε στο Βασιλιά του και του είπε:

— Είδα μια χώρα όπου όλοι οι δρόμοι είναι στρωμένοι, και όλα τα σπίτια καλοχτισμένα και ασπρισμένα· είδα χωριά όπου όλα τα καλύβια είναι νοικοκυρεμένα και περιτριγυρισμένα με περιβολάκια γεμάτα πορτοκαλιές, μηλιές, αχλαδιές, κερασιές και άλλα δέντρα με λαχανικά· είδα χωράφια και χωράφια, σπαρμένα σιτάρι και κριθάρι, και κουκιά και καλαμπόκια· είδα ελαιώνες απέραντους και αμπέλια, που απλώνονται όσο δε φθάνει μάτι ανθρώπου. Και είδα σε κάθε σπίτι από μια ή δυο κατσίκες και μερικές κότες, πάπιες και χήνες, και είδα τον κάμπο γεμάτο αρνιά· και το βράδυ είδα να κατεβαίνουν κοπάδια οι αγελάδες από τα βουνά. Και είδα πρόσωπα γελαστά, και άκουσα τραγούδια παντού, και δεν είδα ζητιάνο κανένα.

Ο Άρχοντας πήγε και ήλθε συλλογισμένος, και ύστερα είπε στον αρχικαγκελάριο του:

— Καλά και άξια αυτά που λες. Μα δε μου θαμπώνουν το μάτι. Ο Βασιλιάς των Μοιρολάτρων ήταν πάντα τενεκές. Ένα στρατιώτη δεν αρμάτωσε ποτέ του. Με τι τρόπο θα υπερασπίσει όλα αυτά, αν μου κατέβει καμιάν ώρα να του τα πάρω;

— Είδα, είπε ο αρχικαγκελάριος, το ποτάμι να μερμηγκιάζει από καράβια, και μέτρησα ανάμεσα τους δέκα που ήταν σκεπασμένα ως απάνω με σίδερο. Περνώντας τα σύνορα μας, είδα σε κάθε βράχο και κορυφή βουνού, από ένα κάστρο με θεόρατους πύργους. Είδα στρατιώτες όπου και αν γύρισα. Είδα παιδιά μικρά να τραβούν τόξο κυνηγώντας τα ελάφια, και να σκοτώνουν πουλιά στα πεταχτά!

— Μα τι παραμύθια είναι αυτά που λες; διέκοψε ο Άρχοντας. Μην τα είδες στον ύπνο σου;

— Τα είδα με τα μάτια μου, Άρχοντα μου, τα έπιασα με τα χέρια μου.

— Μα λοιπόν βρήκε θησαυρούς ο ζητιάνος ο εξάδελφος μου; Πες μου, σαν τι λοιπόν είναι το παλάτι του;

— Πέρασα από ένα βουνό κατάφυτο, όπου, ανάμεσα στην πρασινάδα, παράβγαιναν στην ομορφιά οι ανθισμένες πορτοκαλιές και αμυγδαλιές, σα νύφες στολισμένες. Ανέβηκα ως απάνω και παραξενεύθηκα να βρω εκεί ένα μισογκρεμισμένο ερειπωμένο μεγάλο χτίριο μ' έναν πύργο, που μόνος φαίνουνταν κατοικημένος. Στα παράθυρα είδα ολοπάστρικα άσπρα κουρτινάκια, και γύρω στον πύργο έβοσκαν αγελάδες και κατσίκια συντροφικά με κότες. Περνώντας από ένα ανοιχτό παράθυρο άκουσα γυναικεία δροσερά γέλια. Δεν είδα όμως κανέναν άνθρωπο. Κατέβηκα από το βουνό και ρώτησα ποιος κάθουνταν σ' εκείνο το ερείπιο. Και μου αποκρίθηκαν: «Ο Βασιλιάς!» Δεν πίστεψα, και ρώτησα αλλού. Μου είπαν πάλι πως ήταν το παλάτι του Βασιλιά. Και πάλι δεν πίστεψα, και πήγα στο στρατόπεδο που βρίσκεται κοντά στο ποτάμι. Εκεί είδα σκηνές πολλές, μα λίγους στρατιώτες, και ρώτησα πού ήταν οι άντρες. Μου αποκρίθηκαν: «Στα χωράφια!» Και ρώτησα ποιος κάθουνταν στο ερείπιο που ήταν απάνω στο βουνό. Και μου είπαν πάλι: «Ο Βασιλιάς!» Και σαν είδαν τη σάστισή μου, μου έδειξαν ένα παλικάρι που κατάφθανε, ντυμένο με μάλλινα άσπρα ρούχα σαν όλους τους άλλους στρατιώτες, με τα βέλη του κρεμασμένα στη ράχη και το τόξο στο χέρι. Το πρόσωπο του ήταν ιδρωμένο και σκονισμένο, και στη μέση φορούσε μια παλιωμένη πέτσινη ζώνη, όπου ξεχώριζε ένας μεγάλος μουντός λεκές. Όλοι οι στρατιώτες, σαν τον είδαν, έτρεξαν γύρω του και φίλησαν τα χέρια του. Και τόση χαρά χύθηκε στα πρόσωπα τους, που παραξενεύθηκα και ρώτησα ποιος ήταν αυτός. Και μου αποκρίθηκαν: «Το Βασιλόπουλο!» Και πάλι δεν πίστεψα, και γέλασα και τους ρώτησα: «Μην κάθεται και αυτός εκεί απάνω, στο ερείπιο του βουνού;» Και μου αποκρίθηκαν: «Όχι! Εκεί κάθεται ο πατέρας του, ο Βασιλιάς. Το Βασιλόπουλο κάθεται δω, με μας». Και τότε έφυγα, και ήλθα, Άρχοντα μου, να σου πω τι είδα και τι άκουσα.

Μια στιγμή ο εξάδελφος Βασιλιάς έμεινε άφωνος. Ύστερα είπε σιγά, σα ν' ανακάλυψε έξαφνα μια μεγάλη αλήθεια:

— Αναστήθηκε ο Συνετός!

Και φώναξε να του φέρουν από το θησαυρό του μιαν ολόχρυση κορώνα, στολισμένη με πολύτιμα σμαράγδια και διαμάντια, που την είχε κατακτήσει ο πατέρας του σε μια μεγάλη μάχη, αφού σκότωσε

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΙΗ’. Ο ΕΞΑΔΕΡΦΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ (1) IΗ|the|| IH'. EL PRIMO DEL REY (1) IH'. KUZYN KRÓLA (1) Ih’. THE COUSIN KING (1)

Ο Θείος Βασιλιάς ωστόσο είχε γιάνει. the|uncle|king|however|he had|healed The Uncle King, however, had healed.

Ζήτησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του, μα κανέναν πια δε βρήκε. he asked|to|gather|the|soldiers|his|but|no one|anymore|not|he found He asked to gather his soldiers, but he found no one.

Τότε τον έπιασε μαύρη μελαγχολία. then|him|it seized|black|melancholy Then he was seized by deep melancholy. Έχασε τον ύπνο του και χολόσκανε τόσο, που ούτε να φάγει πια δεν μπορούσε. he lost|the|sleep|his|and|he was getting angry|so|that|not even|to||anymore|not|he could He lost his sleep and was so sick that he could no longer eat.

Φουρκισμένος και τραβώντας τα μαλλιά του, ξαναπέρασε τα σύνορα και γύρισε στην πρωτεύουσα του, όπου έκοψε το κεφάλι του στρατηγού του, γιατί, λέει, είχε φύγει από τη μάχη χωρίς να του πάρει άδεια. angry|and|pulling|the|hair|his|he crossed again|the|borders|and|he returned|to the|capital|his|where|he cut|the|head|his|general|his|because|he says|he had|left|from|the|battle|without|to|him|he took|permission Furious and pulling his hair, he crossed the borders again and returned to his capital, where he beheaded his general because, he said, he had left the battle without his permission.

Αυτό όμως δε γιάτρεψε τη μελαγχολία του. this|however|not|it healed|the|melancholy|his However, this did not cure his melancholy.

Τότε φώναξε τον καμπούρη και στραβοκάνη Τζοτζέ, που είχε καταφύγει στο παλάτι του, αφού πρώτα έφαγε σε διασκεδάσεις όσα χρήματα έβγαλε από τα κλεμμένα διαμαντικά του Αστόχαστου, και τον πρόσταξε να χορέψει μπροστά του για να τον διασκεδάσει. then|he called|the|hunchback|and|cross-eyed|George|who|he had|taken refuge|in the|palace|his|after|first|he ate|at|entertainments|all the|money|he earned|from|the|stolen|diamonds|his|Unlucky|and|him|he ordered|to|dance|in front|of him|to|to|him|entertain Then he called the hunchback and cross-eyed Jotze, who had taken refuge in his palace after spending all the money he made from the stolen diamonds of the Unlucky, and ordered him to dance in front of him to entertain him.

Αλλά με την καλοπέραση ο Τζοτζές είχε ξεμάθει το χορό και τα καραγκιοζλίκια, και από την πολυφαγία είχε παραχοντρύνει. but|with|the|good living|the|Tzotzes|he had|unlearned|the|dance|and|the|puppet shows|and|from|the|overeating|he had|gained weight But with the good life, Jotzes had forgotten the dance and the puppet shows, and from overeating, he had gotten quite fat. Ώστε όταν θέλησε να χορέψει εμπρός στον Άρχοντα, τα στραβά του ποδαράκια μπερεύτηκαν το ένα μέσα στο άλλο κι έπεσε χάμω λαχανιασμένος. so|when|he wanted|to|dance|in front|to the|Lord|the|crooked|his|little feet|they got tangled|one|one|inside|in|other|and|he fell|down|out of breath So when he wanted to dance in front of the Lord, his crooked little feet got tangled up with each other and he fell down, out of breath.

— Τι βλάκας είσαι συ! what|fool|you are|you — What a fool you are! φώναξε φρενιασμένος ο θείος Βασιλιάς. he shouted|frenzied|the|uncle|Vasilis shouted Uncle Vasilis, furious. Ούτε αστείος πια δεν είσαι! not even|funny|anymore|not|you are You are not even funny anymore! Γιατί λοιπόν να τρέφω την ασχήμια σου; why|then|to|I nourish|the|ugliness|your So why should I nurture your ugliness?

Και ξεσπαθώνοντας του έκοψε το κεφάλι. and|unsheathing|to him|he cut|the|head And with a fierce blow, he cut off his head.

Ύστερα φώναξε τους αξιωματικούς του, και με πολλές φοβέρες τους είπε να σηκώσουν ευθύς μεγάλο και τρομερό στρατό, για να ξαναπεράσουν τα σύνορα και να καταστρέψουν τον τόπο του ανεψιού του. then|he called|the|officers|his|and|with|many|threats|them|he told|to|they raise|immediately|large|and|terrible|army|in order to|to|they cross again|the|borders|and|to|they destroy|the|land|his|nephew| Then he called his officers and with many threats told them to immediately raise a large and terrible army, to cross the borders again and destroy his nephew's land.

Μα δεν είχαν πια όπλα, γιατί οι στρατιώτες τα είχαν ρίξει φεύγοντας. but|not|they had|anymore|weapons|because|the|soldiers|them|they had|thrown|leaving But they no longer had weapons, because the soldiers had dropped them while fleeing. Ούτε ήταν εύκολο να συναθροίσουν τόσο γρήγορα τους άντρες, που είχαν σκορπιστεί πια σε όλες τις άκρες του βασιλείου και κρύβουνταν ο καθένας στο χωριό του. nor|it was|easy|to|gather|so|quickly|the|men|who|they had|scattered|now|in|all|the|corners|of the|kingdom|and|they were hiding|each|one|in the|village|his Nor was it easy to gather the men so quickly, who had scattered to all corners of the kingdom and were hiding in their own villages.

Λοιπόν, θέλοντας και μη, αναγκάστηκε ο θείος Βασιλιάς, με όλο του το θυμό, ν' αναβάλει την εκδίκησή του, ώσπου να ξαναγίνει καινούριος στρατός. well|wanting|and|not|he was forced|the|uncle|King|with|all|his|the|anger|to|postpone|the|revenge|his|until|to|he becomes again|new|army So, whether he wanted to or not, Uncle King was forced, in all his anger, to postpone his revenge until a new army could be formed.

Το Βασιλόπουλο, που από τους μυστικούς του αποσταλμένους μάθαινε κάθε κίνηση των εχθρών, πρόσταξε ένα σώμα ν' αφήσει το στρατόπεδο που ήταν στην ακροποταμιά, να περάσει το ποτάμι και να προχωρήσει ως κοντά στα σύνορα, για να χτίσει εκεί ένα τρανό κάστρο, ίσα-ίσα στο βράχο, όπου φαίνουνταν ακόμα τα ερείπια του κάστρου που είχε χτίσει ο παππούς του, ο Συνετός Α'. the|Prince|that|from|the|secret|his|messengers|he was learning|every|movement|of the|enemies|he ordered|a|body|to|leave|the|camp|that|it was|at the|riverside|to|cross|the|river|and|to|advance|as far as|near|to the|borders|to|to|build|there|a|great|castle|||on the|rock|where|they were visible|still|the|ruins|of the|castle|that|he had|built|the|grandfather|his|the|Wise|I The Prince, who learned every move of the enemies from his secret messengers, ordered a group to leave the camp that was by the riverside, to cross the river and advance close to the borders, to build a grand castle there, right on the rock, where the ruins of the castle built by his grandfather, the Wise I, were still visible.

Οι στρατιώτες κουβάλησαν εκεί τροφές για τη διατήρηση τους, κι επειδή τους ακολούθησαν οι γυναίκες, για να ζυμώνουν και να μαγειρεύουν, αναγκάστηκαν κι έχτισαν μερικά καλύβια ξύλινα. the|soldiers|they carried|there|food|for|the|preservation|their|and|because|them|they followed|the|women|to|to|they knead|and|to|they cook|they were forced|and|they built|some|huts|wooden The soldiers carried food there for their sustenance, and since the women followed them to knead and cook, they were forced to build some wooden huts.

Αλλά το νερό περνούσε μέσα σαν έβρεχε, και ο άνεμος τους πάγωνε. but|the|water|it was passing|inside|as|it was raining|and|the|wind|them|it was freezing But the water flowed in as if it were raining, and the wind was freezing them.

Αποφάσισαν λοιπόν οι άντρες να χτίσουν πέτρινες καλύβες, και το βράδυ, αφού τελείωνε η δουλειά στο κάστρο, δούλευαν σιγά-σιγά στο καλυβάκι τους. they decided|therefore|the|men|to|they build|stone|huts|and|the|evening|after|it was finishing|the|work|at the|castle|they worked|||at the|hut|their Therefore, the men decided to build stone huts, and in the evening, after finishing work at the castle, they worked slowly on their little hut.

Ώστε όταν ήλθε πάλι η άνοιξη, ολόκληρο χωριό είχε απλωθεί στα πόδια του βράχου, και, για να το προφυλάξει, το Βασιλόπουλο πρόσταξε να χτίσουν και άλλο κάστρο στον πλαγινό βράχο, όπου ήταν ίσα-ίσα μερικά ερείπια από ένα παλιό φρούριο του Συνετού Α'. so|when|it came|again|the|spring|entire|village|it had|spread|at the|feet|of the|rock|and|to|to|it|protect|the|Prince|he ordered|to|they build|and|another|castle|on the|sloping|rock|where|it was|||some|ruins|from|an|old|fortress|of the|Synetos|I So when spring came again, an entire village had spread at the foot of the rock, and to protect it, the Prince ordered another castle to be built on the sloping rock, where there were just a few ruins of an old fortress of the Wise I.

Και σα χτίστηκαν κι εκεί μερικά καλύβια, αναγκάστηκε το Βασιλόπουλο, για να τα προφυλάξει και αυτά, ν' αρχίσει τρίτο, και ύστερα τέταρτο κάστρο, κι έτσι σε όλη τη γραμμή των συνόρων. and|as|they were built|and|there|some|huts|he was forced|the|Prince|in order|to|them|he protects|and|them|to|he starts|third|and|then|fourth|castle|and|thus|in|all|the|line|of the|borders And as some huts were built there, the Prince was forced, to protect them as well, to start a third, and then a fourth castle, thus along the entire border line.

Στο μεταξύ, τα επτά καράβια είχαν γίνει δεκαπέντε, και ολοένα έφευγαν τα μισά φορτωμένα ξύλα, και ολοένα επέστρεφε ο Πολύκαρπος με περισσότερα φλουριά, τόσο που δε χωρούσαν πια στην πέτσινη ζώνη, και το Βασιλόπουλο αναγκάστηκε να παραγγείλει στον Κακομοιρίδη ένα βαρύ σιδερένιο σεντούκι με γερή κλειδαριά, όπου έβαλε τα φλουριά του και τα έκλεισε στο κελάρι του παλατιού. in the|meantime|the|seven|ships|they had|become|fifteen|and|continuously|they were leaving|the|half|loaded|wood|and|continuously|he was returning|the|Polykarpos|with|more|coins|so|that|not|they fit|anymore|in the|leather|belt|and|the|Prince|he was forced|to|he ordered|to the|Kakomiridis|a|heavy|iron|chest|with|strong|lock|where|he put|the|coins|his|and|them|he locked|in the|cellar|of the|palace Meanwhile, the seven ships had become fifteen, and more and more half-loaded with wood were leaving, and Polycarpus kept returning with more coins, so much so that they no longer fit in his leather belt, and the Prince was forced to order a heavy iron chest with a strong lock from Kakomiridis, where he put his coins and locked it in the palace cellar.

Ωστόσο η Γνώση και η κυρα-Φρόνηση είχαν δεχθεί την πρόσκληση του Βασιλόπουλου ν' ανεβούν και να κατοικήσουν στο παλάτι, γιατί με τις πρώτες βροχές η δεντροκουφάλα τους είχε γίνει ακατοίκητη. however|the|Knowledge|and|the|||they had|accepted|the|invitation|of the|Prince|to|they ascend|and|to|they inhabit|in the|palace|because|with|the|first|rains|the|tree hollow|their|it had|become|uninhabitable However, Knowledge and Lady Prudence had accepted the Prince's invitation to come and live in the palace, because with the first rains their tree hollow had become uninhabitable.

Μαζί με τη Γνώση και την κυρα-Φρόνηση ανέβηκαν και η Ζήλιω και η Πικρόχολη στο παλάτι. together|with|the|Knowledge|and|the|||they ascended|and|the|Zilio|and|the|Pikroholi|to the|palace Along with Knowledge and Lady Prudence, Ziliou and Pikroholi also ascended to the palace. Αλλ' από τον καιρό που έμεναν και δούλευαν με τη Γνώση, τόσο είχαν ξεμάθει τους καβγάδες, που όταν μπήκαν στον πύργο και ξαναείδαν τις κάμαρες τους με τα σπασμένα έπιπλα, και θέλησαν να ξαναμαλώσουν, αντιλήφθηκαν άξαφνα πως είχαν ξεχάσει με τι λόγια ν' αρχίσουν, κι έμειναν μια στιγμή ακίνητες, κοιτάζοντας η μια την άλλη. but|from|the|time|that|they stayed|and|they worked|with|the|Knowledge|so|they had|unlearned|the|fights|that|when|they entered|the|tower|and|they saw again|the|rooms|their|with|the|broken|furniture|and|they wanted|to|fight again|they realized|suddenly|that|they had|forgotten|with|what|words|to|start|and|they stayed|a|moment|motionless|looking|the|one|the|other But from the time they stayed and worked with Knowledge, they had forgotten so much about fighting that when they entered the tower and saw their rooms again with the broken furniture, and wanted to argue again, they suddenly realized that they had forgotten what words to start with, and they stood still for a moment, looking at each other.

Η Γνώση, που ίσα-ίσα έφθανε κείνη την ώρα, έστειλε τη μια ν' αρμέξει την αγελάδα και την άλλη να πλέξει καφάσια, για να βάλουν μέσα τις κότες ώσπου να ξαναχτιστεί τ' ορνιθαριό, κι έτσι έχασαν και την τελευταία περίσταση να ξαναπιαστούν. the|Knowledge|that|||she was arriving|that|the|time|she sent|the|one|to|milk|the|cow|and|the|other|to|weave|baskets|to|to|they put|inside|the|chickens|until|to|be rebuilt|the|chicken coop|and|thus|they lost|and|the|last|opportunity|to|catch up again Knowledge, who had just arrived at that moment, sent one to milk the cow and the other to weave baskets, to put the chickens in until the chicken coop was rebuilt, and thus they lost the last opportunity to get into a fight.

Ώστε το παλάτι ήταν ήσυχο. so|the|palace|it was|quiet So the palace was quiet. Δεν ακούουνταν πια ποτέ φωνές. not|they were heard|anymore|never|voices No voices could be heard anymore.

Ο Βασιλιάς διάβαζε ήσυχα τη φυλλάδα του κάθε βράδυ, και η Γνώση είχε μάθει της Βασίλισσας Παλάβως να πλέκει κάλτσα, και κατόρθωσε έτσι και πήρε την καρδιά του Βασιλιά που είχε βαρεθεί, λέει, να πατά όλη μέρα γυαλάκια και τενεκεδάκια, που αδιάκοπα τα σκορπούσε η Βασίλισσα γύρω της με τα στολίδια που γύρευε να φτιάσει. the|king|was reading|quietly|the|pamphlet|his|every|evening|and|the|Knowledge|had|learned|the|Queen|Palavos|to|knit|sock|and|managed|thus|and|took|the|heart|of the|King|who|had|gotten bored|says|to|step on|all|day|little glasses|and|little cans|that|constantly|them|scattered|the|Queen|around|her|with|the|ornaments|that|she sought|to|make The King read his pamphlet quietly every evening, and Knowledge had taught Queen Palavos to knit socks, and thus she managed to win the heart of the King who was said to be tired of stepping on little glass pieces and tin cans, which the Queen constantly scattered around her with the decorations she sought to create.

Έφθασε η άνοιξη, γέμισαν πάλι φύλλα τα δέντρα, βγήκαν οι φράουλες και τ' αγριοράδικα, και γύρισαν τα πουλιά, και ξανάρχισε πάλι το κυνήγι, και ξανάσπειραν οι στρατιώτες γεωργοί, όχι μόνο τα ίδια χωράφια, μα και άλλα, και ακόμα άλλα, και απλώνουνταν η γεωργία. arrived|the|spring|filled|again|leaves|the|trees|came out|the|strawberries|and|the|wild radishes|and|returned|the|birds|and|started again|again|the|hunting|and|they sowed again|the|soldiers|farmers|not|only|the|same|fields|but|and|others|and|even|more|and|spread|the|agriculture Spring arrived, the trees were once again filled with leaves, strawberries and wild radishes emerged, the birds returned, the hunting began again, and the soldier-farmers sowed not only the same fields but also others, and even more, and agriculture was spreading.

Από το στρατόπεδο ως τη χώρα, και από κει πάλι ως το σιδηρουργείο του Κακομοιρίδη, πήγαινε τώρα ένας μακρύς, φαρδύς και καλοστρωμένος δρόμος. from|the|camp|to|the|country|and|from|there|again|to|the|blacksmith shop|of the|Kakomiridis|was going|now|a|long|wide|and|well-paved|road From the camp to the country, and from there again to the blacksmith shop of Kakomiridis, there was now a long, wide, and well-paved road.

Τότε το Βασιλόπουλο πρόσταξε να παύσουν οι στρατιώτες ξυλοκόποι να κόβουν τα δέντρα από τα παραπόταμα δάση, και ν' αρχίσουν να τα κόβουν στους λόγγους, που ήταν πλάγι στου Κακομοιρίδη το σιδηρουργείο. then|the|prince|commanded|to|they stop|the|soldiers|woodcutters|to|they cut|the|trees|from|the|tributary|forests|and|to|they start|to|them|they cut|in the|thickets|that|were|next to|to the|Kakomiridis|the|blacksmith shop Then the Prince ordered the soldier woodcutters to stop cutting down trees from the tributary forests, and to start cutting them down in the thickets, which were next to Kakomiridis's blacksmith shop. Και στα μέρη όπου είχαν κόψει πολλά δέντρα, έβαλε και ξαναφύτεψαν άλλα μικρά, για να μεγαλώσουν και να χρησιμεύσουν πάλι αργότερα. and|in the|places|where|they had|cut|many|trees|he put|and|they replanted|other|small|to|to|they grow|and|to|they serve|again|later And in the places where many trees had been cut down, he planted and replanted other small ones, so that they could grow and be useful again later.

Με την τελευταία λοιπόν καραβιά ξύλα που έστειλε να πουληθούν στου εξαδέλφου Βασιλιά, το Βασιλόπουλο παράγγειλε του Πολύκαρπου ν' αγοράσει άλογα, για να μεταφέρνουν ευκολότερα τα ξύλα ως το ποτάμι. with|the|last|therefore|shipment|wood|that|he sent|to|be sold|to the|cousin|King|the|Prince|he ordered|to the|Polycarpus|to|he buys|horses|to|to|they transport|more easily|the|wood|to|the|river With the last shipment of wood that he sent to be sold to his cousin the King, the Prince ordered Polycarp to buy horses, to transport the wood more easily to the river.

Μαζί με τ' άλογα παράγγειλε και κότες και πάπιες και χήνες και κατσίκες. together|with|the|horses|he ordered|and|chickens|and|ducks|and|geese|and|goats Along with the horses, he also ordered chickens, ducks, geese, and goats. Και σαν έφθασαν πάλι τα καράβια, μοίρασε τα πουλερικά και τις κατσίκες στα χωριά, με συμφωνία να χτίσει ο καθένας τη μάντρα του και τ' ορνιθαριό του. and|when|they arrived|again|the|ships|he distributed|the|poultry|and|the|goats|to the|villages|with|agreement|to|he builds|the|each|the|pen|his|and|the|chicken coop|his And when the ships arrived again, he distributed the poultry and the goats to the villages, with an agreement that each one would build their own pen and chicken coop. Και κάθε μέρα γύριζε, πότε στο ένα χωριό και πότε στο άλλο, να βλέπει αν οι χωρικοί φρόντιζαν τα ζώα τους και αν είχαν εκτελέσει τις παραγγελίες του. and|every|day|he was returning|sometimes|to the|one|village|and|sometimes|to the|other|to|he sees|if|the|villagers|they were taking care of|the|animals|their|and|if|they had|they had fulfilled|the|orders|his And every day he would go around, sometimes to one village and sometimes to another, to see if the villagers were taking care of their animals and if they had fulfilled his orders.

Σαν είδαν οι χωριάτισσες τις καλοχτισμένες μάντρες και τα ορνιθαριά, θέλησαν να κάνουν και περιβολάκι δικό τους, για να καλλιεργούν τα λαχανικά τους, και να μην τρέχουν κάθε μέρα στο δάσος να μαζεύουν αγριόχορτα. when|they saw|the|village women|the|well-built|fences|and|the|chicken coops|they wanted|to|they make|and|small garden|own|their|to|to|they cultivate|the|vegetables|their|and|to|not|they run|every|day|to the|forest|to|they gather|wild greens When the village women saw the well-built fences and the chicken coops, they wanted to create their own little garden to grow their vegetables, so they wouldn't have to run to the forest every day to gather wild greens.

Κοντά στο περιβολάκι, θέλησαν και το σπιτάκι τους να το τυποδέψουν. near|to the|small garden|they wanted|and|the|little house|their|to|it|they build Near the little garden, they also wanted to build their own little house. Και όσες είχαν ακόμα τ' αγόρια τους στα ξένα, έβαλαν το δάσκαλο να τους γράψει να ξανάρθουν. and|those who|they had|still|the|sons|their|in the|abroad|they put|the|teacher|to|them|he writes|to|they return again And those who still had their sons abroad had the teacher write to them to come back.

Κι έγραψε ο δάσκαλος ένα γράμμα που έλεγε: and|he wrote|the|teacher|a|letter|that|it said And the teacher wrote a letter that said:

«Έλα πίσω, παιδί μου, οι καλές μέρες ξανάρθαν στον τόπο, όλοι σήμερα γύρισαν και κερδίζουν το ψωμί τους, μόνο εσύ πια έμεινες τελευταίος να μαραίνεσαι στα ξένα!» come|back|child|my|the|good|days|they returned|to the|place|everyone|today|they returned|and|they earn|the|bread|their|only|you|now|you stayed|last|to|you wither|in the|foreign "Come back, my child, the good days have returned to the land, everyone has come back today and is earning their bread, only you have remained the last to wither away in a foreign land!"

Οι γυναίκες συγκινήθηκαν σαν τους το διάβασε ο δάσκαλος, καθεμιά θέλησε αυτό το γράμμα για το δικό της το παιδί, γιατί ήταν, λέει, πολύ ωραίο! the|women|they were moved|when|to them|the|he read|the|teacher|each one|she wanted|this|the|letter|for|the|own|her|the|child|because|it was|she says|very|nice The women were moved when the teacher read it to them, each one wanted this letter for her own child, because it was, they say, very beautiful! Λοιπόν ο δάσκαλος έγραψε το ίδιο σε όλους, κι έφυγαν τα γράμματα. well|the|teacher|he wrote|the|same|to|all|and|they left|the|letters So the teacher wrote the same to everyone, and the letters were sent off.

Και όσοι νέοι ήταν ακόμα έξω γύρισαν πάλι στο χωριό τους, μαζί και ο γιος του γερο-Φτωχούλη, που βλέποντας τ' αμπέλια των άλλων να ξαναβλαστάνουν, βάλθηκε και αυτός να κλαδέψει τη δράνα του και να καλλιεργήσει το περιβολάκι του. and|all those|young men|they were|still|outside|they returned|again|to the|village|their|together|and|the|son|of the|||who|seeing|the|vineyards|of the|others|to|sprout again|he started|and|he|to|prune|the|vine|his|and|to|cultivate|the|small garden|his And all the young people who were still outside returned to their village, including the son of old-Ftochouli, who, seeing the vineyards of others sprouting again, also began to prune his vine and cultivate his little garden.

Κοντά στη δράνα του γερο-Φτωχούλη, φύτεψε και ο γείτονας κλήμα. near|the|vine|of the|||he planted|and|the|neighbor|vine Next to old-Ftochouli's vine, the neighbor also planted a vine. Το είδαν οι άλλοι γείτονες πως φούντωνε, κι έβαλαν και αυτοί. it|they saw|the|other|neighbors|that|it was thriving|and|they planted|and|they The other neighbors saw that it was thriving, and they also planted. Όσοι είχαν κλαδέψει και θειαφώσει τ' αμπέλια τους από το περασμένο καλοκαίρι έβγαλαν τόσο ωραίο σταφύλι και τόσο πολύ, που γέμισαν καράβια κι έστειλαν και το πούλησαν στο βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά. all those who|they had|pruned|and|sulfurized|the|vineyards|their|since|the|past|summer|they produced|so|beautiful|grapes|and|so|much|that|they filled|ships|and|they sent|and|it|they sold|in the|kingdom|of the|cousin|King Those who had pruned and sulfurized their vineyards since last summer produced such beautiful grapes and so many that they filled ships and sent them to sell in the kingdom of cousin King.

Τα μελίσσια είχαν πολλαπλασιαστεί. the|beehives|they had|multiplied The beehives had multiplied. Μάζεψαν το μέλι σε κουμνιά, και μαζί με τα σταφύλια το φόρτωσαν κι εκείνο να πουληθεί έξω. they gathered|the|honey|in|jars|and|together|with|the|grapes|it|they loaded|also|that|to|be sold|outside They collected the honey in barrels, and along with the grapes, they loaded that to be sold outside.

— Μα τι γίνεται στο βασίλειο των Μοιρολάτρων; ρώτησε πάλι ο εξάδελφος Βασιλιάς. but|what|is happening|in the|kingdom|of the|Fatalists|he asked|again|the|cousin|King — But what is happening in the kingdom of the Fatalists? asked the cousin King again. Αγοράζουν αρνιά και άλογα και τα πληρώνουν με χρυσά φλουριά, πουλούν έναν κόσμο ξύλα και σταφύλια και μέλι. they buy|lambs|and|horses|and|them|they pay|with|golden|coins|they sell|a|world|wood|and|grapes|and|honey They are buying lambs and horses and paying for them with gold coins, selling a world of wood, grapes, and honey. Μήπως λοιπόν ο Ρήγας, ο εξάδελφος μου, ξύπνησε από το βαθύ του ύπνο; perhaps|therefore|the|Rigas|the|cousin|my|he woke up|from|the|deep|his|sleep So did Rigas, my cousin, wake up from his deep sleep?

Μα πάλι χαμογέλασε ο Πολύκαρπος, και δε μίλησε, μόνο πήρε τα φλουριά του κι έφυγε με τα καράβια. but|again|he smiled|the|Polykarpos|and|not|he spoke|only|he took|the|coins|his|and|he left|with|the|ships But again Polycarp smiled, and did not speak, he just took his coins and left with the ships.

Τότε φώναξε ο Άρχοντας τον αρχικαγκελάριό του και του είπε: then|he called|the|Lord|the|chancellor|his|and|to him|he said Then the Lord called his chancellor and said to him:

— Να πας στο βασίλειο των Μοιρολατρών και να γυρίσεις σε όλο τον τόπο. to|you go|to the|kingdom|of the|fatalists|and|to|you return|to|all|the|land — Go to the kingdom of the Fatalists and travel all over the land. Και ύστερα να έλθεις να μου δώσεις λογαριασμό τι είδες και τι δεν είδες. and|then|to|you come|to|to me|you give|account|what|you saw|and|what|not|you saw And then you come to give me an account of what you saw and what you did not see.

Πήγε λοιπόν ο αρχικαγκελάριος και γύρισε όλα τα χωριά και τις χώρες, κι επέστρεψε στο Βασιλιά του και του είπε: he went|therefore|the|chancellor|and|he returned|all|the|villages|and|the|countries|and|he returned|to the|King|to him|and|to him|he said So the chancellor went and visited all the villages and countries, and returned to his King and said:

— Είδα μια χώρα όπου όλοι οι δρόμοι είναι στρωμένοι, και όλα τα σπίτια καλοχτισμένα και ασπρισμένα· είδα χωριά όπου όλα τα καλύβια είναι νοικοκυρεμένα και περιτριγυρισμένα με περιβολάκια γεμάτα πορτοκαλιές, μηλιές, αχλαδιές, κερασιές και άλλα δέντρα με λαχανικά· είδα χωράφια και χωράφια, σπαρμένα σιτάρι και κριθάρι, και κουκιά και καλαμπόκια· είδα ελαιώνες απέραντους και αμπέλια, που απλώνονται όσο δε φθάνει μάτι ανθρώπου. I saw|a|country|where|all|the|roads|are|paved|and|all|the|houses|well-built|and|whitewashed|I saw|villages|where|all|the|huts|are|tidy|and|surrounded|with|small gardens|full of|orange trees|apple trees|pear trees|cherry trees|and|other|trees|with|vegetables|I saw|fields|and|fields|sown|wheat|and|barley|and|broad beans|and|corn|I saw|olive groves|vast|and|vineyards|that|stretch|as far as||reaches|eye|human — I saw a land where all the roads are paved, and all the houses are well-built and whitewashed; I saw villages where all the huts are tidy and surrounded by gardens full of orange trees, apple trees, pear trees, cherry trees, and other trees with vegetables; I saw fields and fields, sown with wheat and barley, and broad beans and corn; I saw endless olive groves and vineyards, stretching as far as the eye of man can see. Και είδα σε κάθε σπίτι από μια ή δυο κατσίκες και μερικές κότες, πάπιες και χήνες, και είδα τον κάμπο γεμάτο αρνιά· και το βράδυ είδα να κατεβαίνουν κοπάδια οι αγελάδες από τα βουνά. and|I saw|in|every|house|from|a|or|two|goats|and|some|hens|ducks|and|geese|and|I saw|the|plain|full of|lambs|and|the|evening|I saw|to|they descend|herds|the|cows|from|the|mountains And I saw in every house one or two goats and some chickens, ducks, and geese, and I saw the plain full of lambs; and in the evening I saw herds of cows coming down from the mountains. Και είδα πρόσωπα γελαστά, και άκουσα τραγούδια παντού, και δεν είδα ζητιάνο κανένα. and|I saw|faces|smiling|and|I heard|songs|everywhere|and|not|I saw|beggar|any And I saw smiling faces, and I heard songs everywhere, and I did not see a single beggar.

Ο Άρχοντας πήγε και ήλθε συλλογισμένος, και ύστερα είπε στον αρχικαγκελάριο του: the|lord|he went|and|he came|thoughtful|and|then|he said|to the|chancellor|his The Lord went and came back thoughtful, and then he said to his chancellor:

— Καλά και άξια αυτά που λες. good|and|worthy|these|that|you say — What you say is good and worthy. Μα δε μου θαμπώνουν το μάτι. but|not|to me|they dazzle|the|eye But it does not dazzle my eye. Ο Βασιλιάς των Μοιρολάτρων ήταν πάντα τενεκές. the|king|of the|fatalists|he was|always|tin can The King of the Fatalists was always a tin can. Ένα στρατιώτη δεν αρμάτωσε ποτέ του. a|soldier|not|he armed|never|him He never armed a soldier. Με τι τρόπο θα υπερασπίσει όλα αυτά, αν μου κατέβει καμιάν ώρα να του τα πάρω; with|what|way|will|he defend|all|these|if|to me|it comes down|some|time|to|to him|them|I take How will he defend all this if I come down at some hour to take them from him?

— Είδα, είπε ο αρχικαγκελάριος, το ποτάμι να μερμηγκιάζει από καράβια, και μέτρησα ανάμεσα τους δέκα που ήταν σκεπασμένα ως απάνω με σίδερο. I saw|he said|the|chancellor|the|river|to|it swarms|from|ships|and|I counted|among|them|ten|that|they were|covered|as|on top|with|iron — I saw, said the chancellor, the river swarming with ships, and I counted among them ten that were covered all the way up with iron. Περνώντας τα σύνορα μας, είδα σε κάθε βράχο και κορυφή βουνού, από ένα κάστρο με θεόρατους πύργους. passing|the|borders|our|I saw|in|every|rock|and|peak|mountain|from|one|castle|with|huge|towers Crossing our borders, I saw a castle with towering towers on every rock and mountain peak. Είδα στρατιώτες όπου και αν γύρισα. I saw|soldiers|wherever|and|if|I turned I saw soldiers wherever I turned. Είδα παιδιά μικρά να τραβούν τόξο κυνηγώντας τα ελάφια, και να σκοτώνουν πουλιά στα πεταχτά! I saw|children|small|to|they pull|bow|hunting|the|deer|and|to|they kill|birds|in the|quick I saw small children pulling bows hunting deer, and killing birds on the fly!

— Μα τι παραμύθια είναι αυτά που λες; διέκοψε ο Άρχοντας. but|what|stories|are|these|that|you say|he interrupted|the|Lord — But what fairy tales are you telling? interrupted the Lord. Μην τα είδες στον ύπνο σου; not|them|you saw|in the|sleep|your Did you see it in your dreams?

— Τα είδα με τα μάτια μου, Άρχοντα μου, τα έπιασα με τα χέρια μου. them|I saw|with|the|eyes|my||my|||||| — I saw it with my own eyes, my Lord, I caught it with my hands.

— Μα λοιπόν βρήκε θησαυρούς ο ζητιάνος ο εξάδελφος μου; Πες μου, σαν τι λοιπόν είναι το παλάτι του; but|then|he found|treasures|the|beggar|the|cousin|my|tell|me|as|what|then|it is|the|palace|his — So my beggar cousin found treasures? Tell me, what is his palace like then?

— Πέρασα από ένα βουνό κατάφυτο, όπου, ανάμεσα στην πρασινάδα, παράβγαιναν στην ομορφιά οι ανθισμένες πορτοκαλιές και αμυγδαλιές, σα νύφες στολισμένες. I passed|through|a|mountain|lush|where|among|in the|greenery|they competed|in the|beauty|the|blooming|orange trees|and|almond trees|like|brides|adorned — I passed through a lush mountain, where, among the greenery, the blooming orange and almond trees competed in beauty, like brides adorned. Ανέβηκα ως απάνω και παραξενεύθηκα να βρω εκεί ένα μισογκρεμισμένο ερειπωμένο μεγάλο χτίριο μ' έναν πύργο, που μόνος φαίνουνταν κατοικημένος. I climbed|up to|above|and|I was surprised|to|find|there|a|half-collapsed|ruined|large|building|with|a|tower|that|alone|seemed|inhabited I climbed all the way up and was surprised to find there a half-collapsed, ruined large building with a tower, which seemed to be the only inhabited part. Στα παράθυρα είδα ολοπάστρικα άσπρα κουρτινάκια, και γύρω στον πύργο έβοσκαν αγελάδες και κατσίκια συντροφικά με κότες. in the|windows|I saw|completely clean|white|curtains|and|around|to the|tower|they were grazing|cows|and|goats|companionably|with|chickens In the windows, I saw completely clean white curtains, and around the tower, cows and goats grazed alongside chickens. Περνώντας από ένα ανοιχτό παράθυρο άκουσα γυναικεία δροσερά γέλια. passing|from|an|open|window|I heard|female|fresh|laughter Passing by an open window, I heard refreshing female laughter. Δεν είδα όμως κανέναν άνθρωπο. not|I saw|however|anyone|person However, I did not see any person. Κατέβηκα από το βουνό και ρώτησα ποιος κάθουνταν σ' εκείνο το ερείπιο. I descended|from|the|mountain|and|I asked|who|was sitting|in|that|the|ruin I came down from the mountain and asked who was sitting in that ruin. Και μου αποκρίθηκαν: «Ο Βασιλιάς!» Δεν πίστεψα, και ρώτησα αλλού. and|to me|they replied|the|King|not|I believed|and|I asked|elsewhere And they replied to me: 'The King!' I didn't believe it, and I asked elsewhere. Μου είπαν πάλι πως ήταν το παλάτι του Βασιλιά. to me|they said|again|that|it was|the|palace|of the|King They told me again that it was the King's palace. Και πάλι δεν πίστεψα, και πήγα στο στρατόπεδο που βρίσκεται κοντά στο ποτάμι. and|again|not|I believed|and|I went|to the|camp|that|is located|near|to the|river And again I didn't believe it, and I went to the camp that is near the river. Εκεί είδα σκηνές πολλές, μα λίγους στρατιώτες, και ρώτησα πού ήταν οι άντρες. there|I saw|scenes|many|but|few|soldiers|and|I asked|where|they were|the|men There I saw many scenes, but few soldiers, and I asked where the men were. Μου αποκρίθηκαν: «Στα χωράφια!» Και ρώτησα ποιος κάθουνταν στο ερείπιο που ήταν απάνω στο βουνό. to me|they replied|in the|fields|and|I asked|who|he was sitting|on the|ruin|that|it was|on|the|mountain They replied to me: "In the fields!" And I asked who was sitting on the ruins that were on the mountain. Και μου είπαν πάλι: «Ο Βασιλιάς!» Και σαν είδαν τη σάστισή μου, μου έδειξαν ένα παλικάρι που κατάφθανε, ντυμένο με μάλλινα άσπρα ρούχα σαν όλους τους άλλους στρατιώτες, με τα βέλη του κρεμασμένα στη ράχη και το τόξο στο χέρι. and|to me|they said|again|the|King|and|as|they saw|the|bewilderment|my|to me|they showed|a|young man|that|he was arriving|dressed|with|woolen|white|clothes|like|all|the|other|soldiers|with|the|arrows|his|hanging|on the|back|and|the|bow|in the|hand And they told me again: "The King!" And when they saw my astonishment, they pointed out a young man who was arriving, dressed in white woolen clothes like all the other soldiers, with his arrows hanging on his back and the bow in his hand. Το πρόσωπο του ήταν ιδρωμένο και σκονισμένο, και στη μέση φορούσε μια παλιωμένη πέτσινη ζώνη, όπου ξεχώριζε ένας μεγάλος μουντός λεκές. the|face|his|it was|sweaty|and|dusty|and|at the|waist|he was wearing|a|worn|leather|belt|where|it stood out|a|large|dull|stain His face was sweaty and dusty, and around his waist he wore an old leather belt, where a large dull stain stood out. Όλοι οι στρατιώτες, σαν τον είδαν, έτρεξαν γύρω του και φίλησαν τα χέρια του. all|the|soldiers|as|him|they saw|they ran|around|him|and|they kissed|the|hands|his All the soldiers, when they saw him, ran around him and kissed his hands. Και τόση χαρά χύθηκε στα πρόσωπα τους, που παραξενεύθηκα και ρώτησα ποιος ήταν αυτός. and|so much|joy|it spilled|on the|faces|their|that|I was surprised|and|I asked|who|he was|this And so much joy poured onto their faces that I was surprised and asked who he was. Και μου αποκρίθηκαν: «Το Βασιλόπουλο!» Και πάλι δεν πίστεψα, και γέλασα και τους ρώτησα: «Μην κάθεται και αυτός εκεί απάνω, στο ερείπιο του βουνού;» Και μου αποκρίθηκαν: «Όχι! and|to me|they replied|the|Prince|and|again|not|I believed|and|I laughed|and|to them|I asked|don't|he sits|and|he|there|on|on the|ruins|of the|mountain|and|to me|they replied|no And they replied to me: "The Prince!" And again I did not believe it, and I laughed and asked them: "Isn't he sitting up there, on the ruins of the mountain?" And they replied to me: "No! Εκεί κάθεται ο πατέρας του, ο Βασιλιάς. there|he sits|the|father|of him|the|King His father, the King, is sitting there. Το Βασιλόπουλο κάθεται δω, με μας». the|prince|sits|here|with|us The Prince is sitting here, with us. Και τότε έφυγα, και ήλθα, Άρχοντα μου, να σου πω τι είδα και τι άκουσα. and|then|I left|and|I came|lord|my|to|to you|I say|what|I saw|and|what|I heard And then I left, and came, my Lord, to tell you what I saw and what I heard.

Μια στιγμή ο εξάδελφος Βασιλιάς έμεινε άφωνος. a|moment|the|cousin|king|he remained|speechless For a moment, the cousin King was left speechless. Ύστερα είπε σιγά, σα ν' ανακάλυψε έξαφνα μια μεγάλη αλήθεια: then|he said|quietly|as|to|he discovered|suddenly|a|great|truth Then he said softly, as if he had suddenly discovered a great truth:

— Αναστήθηκε ο Συνετός! he resurrected|the|Wise — The Wise One has risen!

Και φώναξε να του φέρουν από το θησαυρό του μιαν ολόχρυση κορώνα, στολισμένη με πολύτιμα σμαράγδια και διαμάντια, που την είχε κατακτήσει ο πατέρας του σε μια μεγάλη μάχη, αφού σκότωσε and|he shouted|to|to him|they bring|from|the|treasure|his|a|solid gold|crown|adorned|with|precious|emeralds|and|diamonds|that|it|he had|conquered|the|father|his|in|a|great|battle|after|he killed And he called for them to bring him from his treasure a solid gold crown, adorned with precious emeralds and diamonds, which his father had won in a great battle, after he killed

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=49.47 PAR_CWT:AvJ9dfk5=17.34 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=52 err=0.00%) translation(all=102 err=0.00%) cwt(all=1936 err=1.45%)